1. Στενά παπούτσια, σπασμένα κουμπιά
2. Ένα τσιγάρο υπόθεση
Την Δευτέρα τράκαρε ο Άρης.
Γερό τρακάρισμα, με σωματικές βλάβες και υλικές ζημιές, μόνο που δεν έχει φτάσει ακόμα η Δευτέρα -προηγείται η Κυριακή του σφιγμένου στομαχιού και των διακοσμητικών ερωτηματικών. Κυριακή ξημερώματα γύρισαν στο σπίτι ο Άρης με τη Μάχη, έχοντας δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα σε εναπομείναντες γνωστούς και συγγενείς. Πόσο σιωπηλό μπορεί να είναι ένα σπίτι μετά από γλέντι γάμου; Βάλε λίγο ακόμα, διπλασίασέ το και θα έχεις την ατμόσφαιρα του μισοσκότεινου καθιστικού –πεταμένα παπούτσια κάτω από το τραπεζάκι, τσαλακωμένοι άνθρωποι πάνω σε καναπέδες. Σαφώς κι ένα τασάκι ξέχειλο από γόπες, μια τηλεόραση να παίζει στο άσχετο κι ένα ποτήρι γάλα –το στομάχι της Μάχης είναι ένας κόμπος από τηγανιτά και απορίες.
«Πως είσαι;» ρωτάει για να πει κάτι και είναι σίγουρη πως ο Άρης διαθέτει μια τυπική απάντηση.
«Εντάξει είμαι εγώ. Σου χάλασαν το γάμο τα ρεμάλια;»
«Όχι, δεν είναι εκεί το θέμα και δεν αλλάζει τίποτα για μένα. Τελικά παντρευτήκαμε, έτσι;»
Το χαμόγελο ανακούφισης στη φάτσα του Άρη είναι διφορούμενο. Τελικά παντρεύτηκαν κι αν ήταν στο χέρι του θα παντρευόταν αυτή τη γυναίκα άλλες εκατό φορές. Μόνο που, τη συγκεκριμένη στιγμή, δεν μπορεί να την κοιτάξει, δεν έχει χέρια για να την πάρει αγκαλιά, ούτε και στόμα για … ότι κάνει ένα στόμα τέλος πάντων. Αυτή τη στιγμή βλέπει στον τοίχο, πίσω από την τηλεόραση, μια πεσμένη μοτοσικλέτα. 200 κυβικά, δίχρονη, υδρόψυκτη. Ο κινητήρας λειτουργεί ακόμα και η πίσω ρόδα γυρίζει στον αέρα. Ακριβώς από κάτω βρίσκονται, μαζί με τον Πέτρο. Με την πλάτη γδαρμένη στο έδαφος, να τσούζει, γιατί κατέβαιναν τον χωματόδρομο προς την παραλία μόνο με τα σορτσάκια.
«Στο είπα μαλάκα μου πως γλιστράνε οι κροκάλες», λέει ο Άρης.
«Σιγά. Αν δεν πάταγες φρένο θα τις πέρναγες», παρατηρεί ο Πέτρος.
«Μα καλά, χαζός είσαι; Δεν πάτησα φρένο –μόνη της έφυγε η ρόδα».
«Πάτησες. Ασυναίσθητα, αλλά πάτησες. Όμως θα ήθελες να μην έχεις πατήσει γι΄αυτό το απώθησες στο υποσυνείδητό σου».
«Πήρες Ψυχολογία επιλογής στη σχολή -έτσι;»
Εκείνη την ώρα τους έφτασε το παπί του Κώστα. Φρέναρε μετατρέποντάς τους σε κουραμπιέδες από τη σκόνη, αλλά ο Κώστας δεν κατέβηκε.
«Ρε βόδια, κουβεντούλα στήσατε κάτω από το ερείπιο; Καλά κάνετε δηλαδή, κόβει και τον ήλιο, αλλά σβήστε ρε τη μηχανή –χάνει βενζίνη από παντού και η αλυσίδα ακόμα γυρνάει. Έχετε δει πως κατάντησαν οι γάμπες σας;»
Είχε δίκιο, τους πήρε πάνω από είκοσι λεπτά να ξεσφηνώσουν από τη μοτοσικλέτα κι όταν το κατάφεραν είχαν αποκτήσει κάτι συμπαθέστατες ουλές σε σχήμα αλυσίδας O-ring. Πονούσαν ακόμα και μετά την επιστροφή από το κωλονήσι –άσε που για γκόμενες, ούτε λόγος. Ντρέπονταν να βγάλουν το παντελόνι, νύχτα έκαναν μπάνιο. Πότε ήταν; Τέλη ’80 ή αρχές ’90; Μάλλον πιο παλιά. Δεν είχε εμφανιστεί ακόμα ο Κατσούλας –φρέναρε την ανάμνηση ασυναίσθητα ο Άρης κι έστριψε το κεφάλι, έτοιμος να φτύσει στο πάτωμα. Το ίδιο απότομα μπλόκαρε το σάλιο στα μπροστινά του δόντια –«μη γίνεσαι μαλάκας!»
Άφησε το τσιγάρο να καίει, σηκώθηκε και πλησίασε τη Μάχη, που ήταν χαμένη στις σκέψεις της τηλεόρασης. Να την αγκαλιάσει δεν μπορούσε, το μόνο που κατάφερε ήταν να την τραβήξει στο κρεβάτι –έπρεπε να κοιμηθούν για περισσότερους από έναν λόγους. Εντάξει, δεν υπήρχε περίπτωση να τον πάρει ο ύπνος, αλλά αυτή δεν έφταιγε σε τίποτα. Πρώτη νύχτα του γάμου, «όχι καλέ μαμά, δεν με χρειάστηκαν τα φουντούκια».
Από την κρεβατοκάμαρα φαινόταν η λάμπα του τριώροφου απέναντι -την άφηναν να καίει κάθε βράδυ στην εξώπορτα γιατί φοβόντουσαν τους κλέφτες. Είναι μιζέρια να βλέπεις μια αναμμένη λάμπα το ξημέρωμα, 40, 60, 100 βατ το πολύ και πρέπει να κοντραριστεί με τον ήλιο –χαμένη υπόθεση. Καμιά σχέση με τα ξενυχτάδικα που βγάζουν ξεπεσμό, την ώρα που σκουπίζουν οι καθαρίστριες. Ο ξεπεσμός είναι καλός, η μιζέρια δεν αντέχεται. Σε κάποιο από αυτά τα ξενυχτάδικα θα πίνει ο Πέτρος. Μόνος. Παλιότερα θα ήταν κι αυτός εκεί, εντάξει, μετά από όλα όσα ειπώθηκαν δεν θα μπορούσε να είναι ακριβώς εκεί –αλλά, χάθηκαν τα μαγαζιά; Είχε περάσει στην απέναντι πλευρά τώρα –δεν ήταν μόνος, όχι τώρα, εδώ και καιρό, τέλος πάντων δεν μπορούσε να γίνει λιώμα σε ξενυχτάδικο μέχρι να τον διώξουν οι καθαρίστριες. Ήταν με τη Μάχη, όπως ο Κώστας ήταν με τη Μαρία. Ο Κώστας σπάνια ξημερωνόταν πίνοντας μαζί τους. Έπρεπε να φύγει, θ’ ανησυχούσε η Μαρία. Κι αυτός το ίδιο. Πλέον.
Γύρισε πλευρό, είχε κοιμίσει τη Μάχη στην αγκαλιά του, αλλά δεν αποφάσιζε τι να κάνει με το σεντόνι. Σκεπαζόταν, ζεσταινόταν –ξεσκεπαζόταν, κρύωνε. Έπρεπε να βολευτεί σε μια γωνιά, δεν ήθελε να την ξυπνήσει. Προσπάθησε να απασχοληθεί με κάτι όμορφο, αλλά μόνο αγχωτικά στιγμιότυπα υπήρχαν στο κεφάλι του. Απλήρωτοι λογαριασμοί δίπλα σε ραντεβού της Δευτέρας που αγκαλιάζονταν χρονικά, κλείδωσε τη μοτοσικλέτα, έκλεισε τις μπαλκονόπορτες; Κάποιοι ξυπνούσαν στη γειτονιά και προκαλούσαν θορύβους. Καζανάκια που έτρεχαν, πόρτες που χτυπούσαν, βήματα –όλα αυτά μέσα στο σπίτι του ακούγονταν. Το ψυγείο αποφάσισε να κάνει απόψυξη, ή κατάψυξη, το δικό του ψυγείο. Ξεκίνησε ν΄ αλλάξει πλευρό, στη μέση το μετάνιωσε για μην την ξυπνήσει.
Θα έπαιζε τον «κρυμμένο». Του το είχε μάθει ο παππούς του κάποια κολλώδη μεσημέρια στο χωριό. Ο Άρης δεν κοιμόταν ποτέ μεσημέρι, το πολύ να την έπεφτε με κανένα «Τζόνυ Λόγκαν» για σιέστα. Όταν όμως τον άφηναν οι δικοί του στο χωριό τράβαγε μεγάλο λούκι. Ότι περιοδικά κι αν κουβάλαγε, τα τέλειωνε τις πρώτες μέρες, άσε που το περίπτερο της πλατείας είχε μόνο τσιγάρα και καραμέλες ΙΟΝ. Τα γερόντια τηρούσαν ευλαβικά τον μεσημεριανό ύπνο κι ο Άρης τρελαινόταν. Τότε του έμαθε τον «κρυμμένο» ο παππούς. Ήταν κάτι που ήξερε από την Κατοχή –έτσι ισχυριζόταν. Κάποτε πλάκωσαν οι Γερμανοί στο χωριό και έπαιρναν τους άντρες για εκτέλεση, αυτός έπινε ούζα στο καφενείο όταν εμφανίστηκαν τα τζιπάκια και τα φορτηγά. Οι υπόλοιποι το ‘βαλαν στα πόδια, αλλά ο παππούς του δεν προλάβαινε. Τρύπωσε στο πατάρι που έβαζε τις προμήθειες ο καφετζής, θάφτηκε σε κάτι σακιά καλαμποκάλευρο και περίμενε. Οι Γερμανοί έκαναν κέντρο επιχειρήσεων το καφενείο, άκουγε τους αξιωματικούς να φωνάζουν σε στρατιώτες κι αυτός πάλευε να χαμηλώσει τους χτύπους της καρδιάς του. Είχε την εντύπωση πως το στήθος του έμοιαζε με σπηλιά, κάθε βήμα της καρδιάς έκανε αντίλαλο. Οπότε, αποφάσισε να την κρατήσει ακίνητη. Στην άκρη της σπηλιάς, την έβαλε να ακουμπάει σε κάτι κρύα τοιχώματα την καρδιά του και ψιθύρισε «ησυχία». Πέντε ώρες το έκανε αυτό, πέντε ώρες τα πόδια του ήταν η άκρη της σπηλιάς και το κεφάλι του η είσοδος της. Οι Γερμανοί δεν τον πήραν χαμπάρι, όταν έφυγαν είχε μουδιάσει από την τρομαγμένη ακινησία. «Παίξε τον κρυμμένο Άρη μου. Αφού δεν έχεις κάτι καλύτερο, μάθε να παίζεις τον κρυμμένο. Όλο και κάπου μπορεί να σου χρειαστεί». Έπαιζε τον «κρυμμένο» κι ο Άρης, το ξεκίνησε εκείνο το καλοκαίρι στο χωρίο, το τελειοποίησε σε σπασίματα καταλήψεων από τους μπάτσους, το εφάρμοσε μετά για να κρατήσει τη δουλειά του. Το ήξερε καλά, ακόμα περισσότερο, το ήξερε τέλεια πλέον. «Κρυμμένος» (άχρηστα μου φαίνονται εδώ τα εισαγωγικά) πάλευε με την καρδιά του μέχρι που μεσημέριασε. Τότε τον πήρε ο ύπνος, τόσο όσο χρειαζόταν για να πεταχτεί ιδρωμένος, χωρίς τη Μάχη στο πλάι του.
Τη βρήκε να καθαρίζει φρούτα μπροστά στην τηλεόραση και στράβωσε κάπως. Δεν άντεχε τηλεόραση πριν πιει καφέ –τον έπιανε πονοκέφαλος. Αλλά αυτά τα νέα παιδιά είχαν γεννηθεί δίπλα στο κουτί. Πως παθαίνουν κατάθλιψη οι νησιώτες αν δεν ακούγεται θάλασσα κοντά τους; Μια από τα ίδια και γι΄ αυτά τα παιδιά –το κουτί είναι η μόνιμη υπόκρουσή τους. Τη φίλησε στα μαλλιά.
«Καλημέρα αγαπούλα», τον τράβηξε κοντά της σε μια σιωπηλή αγκαλιά. Άφησε το κεφάλι του να ακουμπήσει στη πιτζάμα της κι έκλεισε τα μάτια για να περιορίσει τη λάμψη του κουτιού. Μύριζε μήλο καθώς τον άγγιζε.
«Πως κοιμήθηκες;»
«Έτσι κι έτσι»
«Κι εγώ –χάλια», έχει καμιά σημασία ποιος ρωτάει και ποιος απαντάει;
«Τελικά γιατί τσακωθήκατε αγαπούλα;» διστάζει η Μάχη αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να μην κάνει την ερώτηση. Και να μην την έκανε δηλαδή, ο Άρης θα την περίμενε.
«Παλιές ιστορίες, άστες να πάνε στο διάολο. Παλιές ιστορίες και παιδιάστικες μαλακίες. Δεν χρειάζεται να σου ζαλίζω το κεφάλι με τέτοια. Και δεν μου αρέσει να τα θυμάμαι».
Τέσσερεις αρνήσεις, η Μάχη κατάλαβε –δεν έπρεπε να επιμείνει. Όμως ήταν η παρέα του, τι θα γινόταν; Και τους είχε συνηθίσει, όλο αυτό τον καιρό με τον Άρη. Τι θα γινόταν;
«Και … είναι σοβαρά τα πράγματα; Μήπως πρέπει να συναντηθείτε και να τα συζητήσετε πιο ήρεμα; Ξέρω ‘γω… δεν χαλάνε έτσι οι παρέες».
«Χαλάνε. Χαλάσαμε δηλαδή. Δεν υπάρχει τίποτα να πούμε –τέλος. Μεγαλώσαμε πια, καιρός ήταν να δείξουμε τι είμαστε. Όχι τι είμαστε, αυτό το ξέραμε –αλλά τι γίναμε».
Στον εαυτό του μιλούσε ο Άρης, αλλά η Μάχη άκουγε γιατί ήταν κομμάτι του εαυτού του. Καλό αυτό, γιατί αλλιώς θα μιλούσε στον αέρα ο Άρης.
Και μετά άλλαξαν κουβέντα, υπήρχαν οι υποχρεώσεις του παντρεμένου ζευγαριού, οι επισκέψεις φίλων που έπρεπε να κανονιστούν, «επισκέψεις φίλων αλλά όχι των φίλων», σκέφτηκε η Μάχη και ήταν μεσημέρι –έπιασαν λοιπόν να μαγειρεύουν παρέα.
Όταν έφαγαν -είπαν να ξαπλώσουν στον καναπέ, απέναντι στο κουτί για αποχαύνωση. «Θέλεις να πάμε καμιά βόλτα;» ρώτησε η Μάχη, «αργότερα –να βραδιάσει λίγο» απάντησε ο Άρης που δεν άντεχε μεσημεριάτικους ήλιους. Για την ώρα προτίμησαν να κάνουν έρωτα, δεν είχε και τίποτα καλό η τηλεόραση –ως συνήθως. Ή μάλλον, αυτό είναι το μοναδικό καλό της τηλεόρασης, με τις μαλακίες που δείχνει αναγκάζει τα ζευγάρια να ασχοληθούν με τη σχέση τους. Έκαναν έρωτα στον τριθέσιο καναπέ κι ο Άρης γούσταρε –του έφτανε μόνο να δει τη Μάχη μισόγυμνη για να φτιαχτεί. Αλλά δεν ήταν εκεί, ήθελε προσπάθεια σήμερα για να κρατήσει το μυαλό του πάνω στον καναπέ. Πιέστηκε κιόλας για να αγνοήσει μια πλημμύρα κενού που τον τραβούσε μακριά της. Τι έκανε εκεί; Δεν ήταν καθόλου πρωτότυπος, συνηθισμένες, προβλέψιμες κινήσεις –το σεξ πρέπει να έχει εκπλήξεις για να είναι διαφορετικό κάθε φορά κι αυτός ήταν μονότονα πληκτικός μαζί της. Την κοίταζε κι αναρωτιόταν αν υποκρίνεται κι αν όχι –πόσες ακόμα φορές θα της άρεσε η ίδια ταινία; Μια πλημμύρα τον τραβούσε μέχρι να πιάσει πάτο κι αυτός αγωνιζόταν να βρει κάτι καινούργιο, έναν τρόπο διαφορετικό για να μην βουλιάξει. Ήξερε κιόλας πως στην κατάστασή του, κάθε προσπάθεια θα κατέληγε σε εγγυημένη αποτυχία. Δεν ήταν εκεί και γλιστρούσε συνέχεια μακρύτερα. Στιγμές την έβρισκε στην επιφάνεια, όταν έβγαινε να πάρει αέρα από τη ρουφήχτρα της σκέψης του και την έχανε το ίδιο γρήγορα, όταν μπλέκονταν τα πόδια του στις σαπισμένες ρίζες των αναμνήσεων.
Η Μάχη ένιωθε πως κάτι υπήρχε, λεπτό για να χωράει ανάμεσα στα κολλημένα σώματά τους, αλλά ζωντανό –όσες ρωγμές κι αν του άνοιγαν, προσπαθώντας να ενωθούν, τις επούλωνε άμεσα, διατηρώντας την απόσταση. Μικρή, αλλά εκεί –ανάμεσά τους. Δεν την ένοιαζε όμως –να τον κρατήσει κοντά της ήθελε και γινόταν άμορφη, απλωνόταν στο χώρο –καπνός που περνάει πάνω και πλάγια κι ενδιάμεσα. Ήθελε τον Άρη και θα τον έβρισκε οπωσδήποτε. Τον έβρισκε, τον έχανε κι αυτός ταλαντευόταν ψάχνοντας στέρεο μέρος να πατήσει για να πάρει φόρα –πάνω, όσο τον κρατούσε στην αγκαλιά της, κάτω –μέχρι να ξαναμαζέψει το μυαλό του και πάλι από την αρχή. Έμειναν αγκαλιασμένοι όταν τελείωσαν και για λίγα λεπτά το διαχωριστικό κομματιάστηκε σε λωρίδες, τόσο ισχνές που δεν άφηναν καμιά αίσθηση. Μετά βέβαια αυτοεπουλώθηκε και ήταν πάλι εκεί, συμπαγές, ακέραιο. Μέχρι να τους πάρει ο στριμωγμένος ύπνος του καναπέ –είναι αυτό που νιώθεις οτι θα μουδιάσουν οι κλειδώσεις σου, αλλά δεν έχεις καμιά όρεξη να αλλάξεις θέση. Είσαι αγκαλιά και είναι καλά –δεν πάνε να γαμηθούν όλα τα άλλα; Έτσι κοιμήθηκαν και μέσα στον ιδρώτα ξύπνησαν. Ξέπλυναν την απαισιοδοξία τους κάτω από το ντους και ντύθηκαν βιαστικά γιατί το σπίτι είχε αρχίσει να μετακινεί τους τοίχους, σφίγγοντάς τους.
Είναι καλή φάση να την κοπανάς από την κατάθλιψη, ειδικά αν είσαι πάνω σε μοτοσικλέτα. Στην περίπτωση κιόλας που έχεις κάνει σεξ, κουβαλάς μια έξτρα χαλάρωση –ότι πρέπει για να χαθείς στη διαδρομή …
«Άρη μου, κέντρο δεν πηγαίναμε;»
«Δε βαριέσαι –και η Βάρκιζα μια χαρά είναι». Κάπως έτσι.
Η Μάχη αναγκάστηκε πολλές φορές να του υπενθυμίσει πως δεν χρειάζεται να φτάσουν μέχρι Σούνιο κι ο Άρης έκανε υπεράνθρωπη προσπάθεια να επιβληθεί στην αφηρημάδα του. Πάντως, κατάφεραν να πετύχουν το μοναδικό μπαράκι της Βάρκιζας που βλέπει βουνό –και όχι μόνο αυτό, αλλά θρονιάστηκαν κιόλας. Λόγω θέας; Δε νομίζω. Βασικά τους εντόπισε μια παρέα στρητάδων που ξαπόσταινε και τους κάθισε με το ζόρι στο μπαράκι. Οι στρητάδες, πέντε μηχανές, δυο ζευγάρια, τρεις ξέμπαρκοι –είχαν βγει να μαζέψουν ήλιο μέχρι τη Χαλκίδα, αλλά βρέθηκαν παραλιακά λόγω ασυνεννοησίας και διάθεσης για κόντρες. Ο Άρης χάρηκε, χρειαζόταν χαζοκουβέντες για να ξεκολλήσει. Η Μάχη βαριόταν, αλλά δεν διαμαρτυρήθηκε. Ήξερε και τη μια από τις κοπέλες, ήταν θεότρελη και τίγκα στο πίρσινγκ –καλή παρέα για λίγο, ψύχωση για πάνω από δίωρο.
«Τι έγινε παππούλη; Το τύλιξες το κοριτσάκι;»
«Πόσα την πότισες για να σε παντρευτεί;»
«Κοπέλα μου –μια χαρά είσαι. Τι απελπισία σε χτύπησε και παντρεύτηκες τον γέρο;»
Μια ευχάριστη παρέα. Όχι συνεχούς ροής βέβαια, γιατί κάτι τέτοιοι έχουν την τάση να πηδάνε γρήγορα στα αγαπημένα τους θέματα (ζιγκλέρ, μοτέρ, ροπές και δυναμομετρήσεις), άσε που, συχνά, τους πιάνει μια διάθεση ενδοσκόπησης και πέφτουν σε κατατονία. Δεν είναι και λίγο πράγμα να απαντάς στην ερώτηση του άλλου και να ανακαλύπτεις πως δεν σε κοιτάζει, έχει κολλήσει στη ραφή του κράνους και αδιαφορεί σκυθρωπά για τα λεγόμενά σου.
«Τι έπαθες ρε; Τρέχει κάτι;»
«Όχι μωρέ, σ’ ακούω, λέγε… Ξέφτισε γαμώ το κέρατό του! Διορθώνεται άραγε με βερνίκι ή να πάρω άλλο; Το βερνίκι όμως θα το χαλάσει περισσότερο … Τι έλεγες;»
Τέτοια κατάσταση.
Η Μάχη μιλάει με τα δυο ζευγάρια, τη ρωτάνε για το γάμο, θέλουν να παντρευτούν αλλά δεν γουστάρουν ξεφτιλίκια, το ένα ζευγάρι σκέφτεται κάποιο εκκλησάκι σε βουνό χωρίς εύκολη πρόσβαση, μόνο μηχανές ν΄ανεβαίνουν –κάπου προς Πεντέλη μεριά.
«Και πως θα ανεβάσετε τις λαμπάδες; Κι ο παπάς με τι θα έρθει; Με ελικόπτερο;» απορεί η κοπέλα του άλλου ζευγαριού.
Η Μάχη μπαίνει στο τριπ να συμμετάσχει. Βρίσκει λύσεις, ανακαλύπτει δυσκολίες μόνο και μόνο για να τις ξεπεράσει αμέσως μετά. Και η κουβέντα συνεχίζεται, λες και αύριο το πρωί θα αρχίσουν τις ετοιμασίες γάμου. Στην πραγματικότητα, το ζευγάρι δεν πρόκειται να παντρευτεί μέσα στην επόμενη δεκαετία –ο τύπος δουλεύει ντι-τζέι και αλλάζει παρτενέρ κάθε τρίμηνο, ενώ η κοπέλα τελειώνει Διοίκηση Επιχειρήσεων και σκοπεύει να κάνει μεταπτυχιακό στην Αγγλία. Αλλά, κουβέντα να γίνεται. Λύσεις να προτείνονται, προβλήματα να εφευρίσκονται –με τελικό σκοπό την εν ψυχρώ εκτέλεση του χρόνου με βλήματα μπύρας.
Ένας από τους τύπους έχει πάρει τον Άρη παράμερα. Μιλάνε κι ο Άρης κοιτάζει τη Μάχη κάθε λίγο. Δεν θέλει να βαρεθεί ή, αν γίνει αυτό, θέλει να το ξέρει. Θα την πάρει να φύγουν αμέσως.
«Ήρθαν όλοι στο γάμο σου;» ρωτάει ο τύπος.
«Οι φίλοι ναι ήρθαν».
«Είπα να περάσω κι εγώ. Αλλά έπρεπε να δουλέψω στο ΟΜ».
«Καταλαβαίνω ρε, δεν τρέχει τίποτα –μην το συζητάς».
Ο τύπος σκυθρωπιάζει. Όχι όπως όταν ανακαλύπτει γρατζουνιές στο φέρινγκ της μοτοσικλέτας. Περισσότερο.
«Μας έχει πηδήξει ο Κατσούλας», σταματάει την κουβέντα, γέρνει πλάι από την καρέκλα του και φτύνει στο πάτωμα –το ίδιο κάνει και ο Άρης. «Έστειλε κάτι μπάτσους για να μας πάρουν την άδεια. Ενοχλούμε, λέει, την περιοχή –βάζουμε δυνατά μουσική. Υπάρχουν καταγγελίες. Ακούς;»
Ο Άρης κουνάει το κεφάλι. Ακούει, αλλά δεν είναι τίποτα καινούργιο. Η ιστορία είναι χιλιοπαιγμένη –ούτε προσποιητή έκπληξη δεν μπορεί να δείξει.
«Μη δίνεις σημασία, τον τσαμπουκά θέλουν να σας σπάσουν. Δεν πρόκειται να κάνουν τίποτα».
«Μακάρι. Αν κι εμένα μου μυρίζει προμήθεια.»
Φυσικά και έχει δίκιο. Αν δεν τους πληρώνεις σε τσακίζουν σιγά –σιγά. Είναι και ο νόμος της αγοράς. Δεν γίνεται να σε αφήσουν ήσυχο –πως θα καταλάβει αυτός που πληρώνει ότι τα λεφτά του πιάνουν τόπο; Αλλάζουν θέμα –η Honda πρόσθεσε ένα ακόμα R στο χιλιάρι της –«το έχεις οδηγήσει;», «όχι ακόμα –το περιμένουμε την επόμενη βδομάδα», «θα ρίξεις ειδοποίηση όταν το πάρεις;», «ναι ρε –το συζητάς;», «γαμάτο θα είναι!», «να δούμε».
Είναι ζαλισμένοι από τις μπύρες και αμίλητοι στην επιστροφή. Ο Άρης σκέφτεται αυτά που δεν θέλει να σκέφτεται. Και η Μάχη κάνει μια σύντομη ανασκόπηση της πρώτης μέρας της σαν παντρεμένη. Βλέπεις, η ώρα είναι περασμένες δώδεκα –η μέρα, που αργότερα θα γιορτάζουν σαν επέτειο, έχει τελειώσει. Εντάξει, δεν ήταν μια καλή μέρα, δεν ήταν όπως ακριβώς το φανταζόταν. Αλλά δε φταίει ο γάμος σε αυτό –φταίει ο καυγάς, αλλιώς θα ήταν μέσα στα σιρόπια. Θα μαζεύονταν όλοι στο σπίτι τους για κουτσομπολιό των καλεσμένων. Θα έτρωγαν πίτσες, ή θα παράγγελναν απέξω, θα έπιναν μπόλικο κρασί και τέλος θα τσάκιζαν σιροπιαστά γλυκά –όλο και κάποιος θα είχε φέρει. Θα περνούσαν παρεϊκά με λίγα λόγια. Αλλά τώρα, πάνε αυτά. Για πόσο; Ποιος ξέρει; Για πάντα; Αδύνατον. Η Μάχη περνούσε καλύτερα με τον Πέτρο και τον Κώστα παρά με τη Μαρία. Ένιωθε μέλος της παρέας –επίτιμο, αλλά πάντως μέλος. Από την αρχή τη δέχτηκαν με περιέργεια που έγινε τρυφερότητα. Την είχαν υιοθετήσει –έτσι της έλεγε ο Πέτρος. Φρέσκαραν τα κεφάλια τους μιλώντας μαζί της. Αυτό το είχε πει ο Κώστας, κάποια στιγμή που ήταν στα κέφια του και γι΄ αυτό απρόσεκτος. Η Μάχη καταλάβαινε –αν η έλλειψη της παρέας τη μελαγχολούσε, φαντάσου πόσο άσχημο θα ήταν για τον Άρη. Τόσα χρόνια κολλητοί –από το πρώτο έτος της σχολής, πριν ακόμα γεννηθεί η Μάχη, αυτοί έκαναν κοινό ταμείο για να αγοράσουν τσιγάρα και ούζα. Μια ζωή -κυριολεκτικά για τη Μάχη.
Πιάνοντας την κεντρική λεωφόρο γλίστρησε η μοτοσικλέτα σε κάτι χαλίκια. Ποιος ξέρει, οι βροχές τα είχαν ξεβράσει στο δρόμο, κάποιο φορτηγό τα είχε ξεφορτωθεί πάνω στη στροφή; Ο Άρης πάντως δεν τα πρόσεξε. Μπήκε με πολλά στη στροφή, η μπροστινή ρόδα ψαλίδισε λίγο στον αέρα μέχρι να την επαναφέρει. «Καλά, κοιμάσαι ρε μαλάκα;» Ο Άρης σκεφτόταν κι αυτό είναι χειρότερο από το να κοιμάσαι –βλέπεις, όταν σε παίρνει ο ύπνος λειτουργούν οι αυτοματισμοί. Ένιωσε τη Μάχη να σφίγγεται πάνω του και συγκεντρώθηκε στην οδήγηση. Γιατί όταν οδηγείς μοτοσικλέτα φταις πάντα. Σε τρακάρει ο μαλάκας; Εσύ φταις που δεν το πρόβλεψες. Τον τρακάρεις εσύ; Πάλι φταις. Πέφτεις; Ε, ποιος φταίει; Ο Δήμος, τα λάδια, τα νερά; Εσύ φταις πάλι –ας τα έβλεπες. Γιατί φταις εσύ πάντα; Γιατί εσύ χτυπάς, εσύ σακατεύεσαι, εσύ πονάς. Αδικία; Δε λες τίποτα! Γι΄ αυτό πάρε ένα αυτοκινητάκι να σε προστατεύει η λαμαρίνα. Έτσι πάει –πάρε ένα αυτοκινητάκι ή πάρε τα ρίσκα σου.
Πίσω στο σπίτι, η Μάχη τον ρώτησε «τι συνέβη; παραλίγο να πέσουμε;» ο Άρης δικαιολογήθηκε υποστηρίζοντας πως ήταν απλά κουρασμένος, «ύπνο χρειάζομαι, αύριο θα είμαι καλύτερα».
Χρειαζόταν ύπνο, ήταν αλήθεια –αλλά ο ύπνος δεν ήρθε εύκολα. Κρυμμένος ήταν, πίσω από κλειστή πόρτα, στον μακρύ διάδρομο με τις ομοιόμορφες πόρτες. Χρειάστηκε να τις ανοίξει σχεδόν όλες για να τον πετύχει ο Άρης, γι’ αυτό και άργησε να ξυπνήσει το επόμενο πρωινό. Στον καθρέφτη του μπάνιου είδε ραντεβού και υποχρεώσεις, στο φλυτζάνι του καφέ επέπλεαν τελικές προθεσμίες που είχαν ήδη ξεπεραστεί. Ο Άρης δούλευε σε ένα περιοδικό μοτοσικλέτας τα τελευταία 10 χρόνια –για την ακρίβεια, είχε στήσει ένα περιοδικό μοτοσικλέτας μαζί με κάτι φίλους γραφίστες και πρώην αγωνιζόμενους. Από πιτσιρικάς τραβιόταν με τα μηχανάκια, ένα φεγγάρι συμμετείχε ερασιτεχνικά σε αγώνες εντούρο –όχι τίποτα σπουδαία πράγματα, απλά είχε πολλούς τερματισμούς και ελάχιστες εγκαταλήψεις. Ξεροκέφαλος, του άρεσε να χώνεται στα δάση ψάχνοντας σημάδια –μια φορά νυχτώθηκε στο πουθενά κάποιας ειδικής διαδρομής, αλλά τα έβγαλε πέρα ακολουθώντας την τσίκνα από τα μπάρμπεκιου που είχαν στήσει οι υπόλοιποι αγωνιζόμενοι στον χώρο τερματισμού. Είδαν οι άνθρωποι μια κινούμενη λάσπη να εμφανίζεται στο ξέφωτο νυχτιάτικα και χέστηκαν πάνω τους –νόμιζαν πως ξύπνησαν τις αρκούδες με τα ψητά παϊδάκια τους. Άφησε ο Άρης τη μοτοσικλέτα δίπλα στις ψησταριές και αποφάσισε να αλλάξει συνήθειες. Δούλευε ήδη σε κάποιο περιοδικό, είχε ξεμπερδέψει με το φαντάρικο –ζήτημα χρόνου ήταν να βρει συνεργάτες και χρηματοδότες. Έστησαν το δικό τους περιοδικό, μάζεψαν κάτι καλόπαιδα μηχανικούς και κάτι κωλόπαιδα μηχανόβιους –μια χαρά πήγε η δουλειά. 10 χρόνια τώρα –ξεκίνησαν από ανήλιαγα υπόγεια με δανεικές καρέκλες και κατέληξαν σε όροφο με κλιματισμό. Απέκτησε μέχρι και δικό του, προσωπικό γραφείο ο Άρης –μόνο που ξήλωσε την ενδιάμεση πόρτα, δε γούσταρε να απομονώνεται από τους υπόλοιπους συντάκτες. Ούτε εκδοτιλίκια, διευθυντιλίκια και αφεντιλίκια γούσταρε –για την πλάκα τους ξεκίνησαν και όταν σοβάρεψε το πράγμα, άφησε τους υπόλοιπους να γίνουν μάνατζερς. Αυτός κράτησε το ψώνιο του και συνέχισε να κάνει αυτά που ήξερε. Οι υπόλοιποι ιδρυτικοί γκρίνιαζαν. «Πως το παίζεις δηλαδή, εργατοπατέρας; Γραφικός θα καταλήξεις». Ίσως. Αλλά ο Άρης ήξερε πως δεν ήταν τίποτα από όλα αυτά –απλά έπαιζε τον «κρυμμένο».
Η Μάχη είχε ξυπνήσει χαρούμενη. Έτρωγε φλέικς με γάλα κι ο Άρης την κορόιδεψε πως ήταν ακόμα πιτσιρίκι, πάνω στην ανάπτυξη. Η Μάχη αντεπιτέθηκε με μια σύνοψη των βλαβερών συνεπειών του καφέ που μετατρέπει τους ανθρώπους σε ζόμπια, έβαλε κιόλας τα χέρια μέσα στα μανίκια της πιτζάμας της και άρχισε να χοροπηδάει στην κουζίνα μουγκρίζοντας «καφέ, καφέ, εγώ θέλει καφέ, πιει καφέ ή πεθάνει» αλλά ο Άρης παρατήρησε πως τα ζόμπι ήταν ήδη πεθαμένοι οπότε δεν πάθαιναν τίποτα χωρίς καφέ. Ευτυχισμένη οικογένεια, Δευτέρα 8:30, μισή ώρα πριν τρακάρει ο Άρης.
Κανόνισαν να βρεθούν το μεσημέρι, η Μάχη είχε κενό, ανάμεσα στα μαθήματα της σχολής κι ο Άρης ξέχασε να την φιλήσει πριν κατέβει τις σκάλες. Βιαζόταν.
Η Μάχη το θυμήθηκε αλλά προτίμησε να μην τον φωνάξει πίσω –βιαζόταν.
Ο Άρης μπήκε ανάποδα στον παράδρομο κοντά στο σπίτι τους, όπως κάθε μέρα. Έκανε σφήνες ανάμεσα στα ακινητοποιημένα αμάξια της λεωφόρου –όπως κάθε μέρα. Αναρωτήθηκε κιόλας πότε θα έφταναν αυτοί οι άνθρωποι στις δουλειές τους. Προφανώς θα έφταναν αργά και δεν θα έβρισκαν μέρος για πάρκινγκ –αλλά αυτό δεν έχει καμιά σημασία. Βλέπεις, αν έχεις τζιπ 3.000 κυβικά θα πρέπει να το κυκλοφορείς. Πως θα δείξεις τη διαφορετικότητά σου; «Όχι, όχι δεν έχω πια το Κρούζερ, το πούλησα ρε παιδί μου –μικρό και άβολο ήταν. Τώρα με το Χάμερ βρήκα την υγειά μου, δεν καταλαβαίνει τίποτα σου λέω –πάει παντού και άνετα». Που παντού; Ομόνοια, Σύνταγμα, Βουλιαγμένης, Μεσογείων –τι να μας πει το Πάπιγκο μπροστά τους; Ο Άρης χαμογελούσε. Θυμήθηκε κιόλας τον Αντώνη -φίλος αλλά όχι κολλητός –που είχε αγοράσει ένα ξεσκέπαστο τζιπάκι από πλειστηριασμό του στρατού και τους φόρτωνε όλους μέσα . Τσούλαγαν αργά στην παραλιακή, όρθιοι στα καθίσματα, με στυλάκι «Τρελλό θηριοτροφείο» –κάποιες φορές τους τη βάραγε κι έκαναν «εγκατάλειψη οχήματος», πηδούσαν όλοι έξω (μαζί τους κι ο οδηγός) από το ταλαίπωρο, ανοιχτό τζιπάκι και μετά κυνηγούσαν για να ξανανέβουν καθώς αυτό ρόλαρε με νεκρά στην άσφαλτο.
Το μποτιλιάρισμα μπροστά του τελείωνε κι έσκυψε πάνω στο τιμόνι για να κάνει το γρήγορο κομμάτι. Έτσι είναι, όλοι οι οδηγάρες ξεκινάνε την ίδια ώρα, πάνε από τον ίδιο δρόμο, μποτιλιάρονται στο ίδιο μέρος και, δυο χιλιόμετρα πιο μπροστά, δεν κυκλοφορεί ούτε κουνούπι. Ο Άρης εκτιμούσε τα γρήγορα κομμάτια δρόμου –ξεμπούκωνε κιόλας η έρμη η μοτοσικλέτα που από το σταμάτα-ξεκίνα είχε καταντήσει φθισική. Αν δούλευαν λίγο πιο στρωτά τα φανάρια θα μπορούσε να πηγαίνει γρήγορα και σταθερά –για την ώρα ήταν μόνο γρήγορος, αλλά δεν μπορείς να τα έχεις όλα δικά σου. Πέρασε το πρώτο φανάρι πορτοκαλί γιατί έτσι ήταν η ρύθμιση. Αν το πετύχαινες πορτοκαλί, όλα τα υπόλοιπα θα ήταν πράσινα –προφανώς ο υπεύθυνος συγκοινωνιολόγος είχε χιούμορ ή σκανταλιάρικα παιδιά.
Δεύτερο φανάρι πράσινο –σύμφωνα με το σχέδιο.
Τρίτο φανάρι πράσινο από ώρα, εδώ έπρεπε να γκαζώσει για να το προλάβει. Αυτό προέβλεπε το σχέδιο. Κι επειδή το ακολουθούσε πιστά, έδωσε τέρμα γκάζι με τα μάτια καρφωμένα στο σηματοδότη. Γι΄ αυτό άλλωστε δεν πρόσεξε ότι το λευκό φορτηγάκι αριστερά, παραβίαζε ένα κόκκινο μεγαλύτερο από προεκλογική σημαία του ΚΚΕ κι έμπαινε μεγαλοπρεπέστατα στη λεωφόρο. Όταν έφτανε δίπλα στον σηματοδότη η άκρη του ματιού του έπιασε το φορτηγάκι. Γύρισε το κεφάλι χωρίς να κόψει ταχύτητα, είδε τον οδηγό άσπρο, σαν το φορτηγάκι. Προλάβαινε. Είχαν κάποια απόσταση, προλάβαινε να περάσει χωρίς να τον χτυπήσει ο άλλος. Έστυψε το γκάζι, όμως δεν πήγαινε άλλο. Το φορτηγάκι πέτυχε την πίσω ρόδα για λίγα εκατοστά αλλά ήταν αρκετό. Η μοτοσικλέτα έκανε πλήρη περιστροφή με τη φόρα που είχε -κάποια φρεναρίσματα από πίσω -πριν συρθεί στο οδόστρωμα. Ο Άρης τινάχτηκε στον αέρα αμέσως μόλις ένιωσε το χτύπημα –ήξερε πως η μοτοσικλέτα ήταν βαριά και δεν είχε καμιά όρεξη να θαφτεί από κάτω της. Αλλά ήταν γκαντέμης. Γιατί από την πλευρά που πήδηξε υπήρχε ένας μεταλλικός κάδος σκουπιδιών και η κολώνα του σηματοδότη. Εκεί ανάμεσα καρφώθηκε με ένα εκκωφαντικό γδούπο. Πριν χάσει επαφή με τον έξω κόσμο πρόλαβε να δει το Γιαννάκη τον Απροσάρμοστο να γνέφει προς τη μεριά του. Μόνο που ο Γιαννάκης ήτανε -δεκαπέντε χρόνια τώρα -πεθαμένος. Άρα;
(συνεχίζεται -συγνώμη Στομάχη)
Ω της ποιήσεως Δευτέρα Παρουσία
-
*ΕΡΩΤΑΣ ΟΠΩΣ ΘΑΝΑΤΟΣ – Μια νύχτα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα*,
Χατζηχριστοδούλου Μαρία, εκδ. ΣΜΙΛΗ, 2024
Τον *Κήπο της μνήμης* είχα υπόψη (εκδ. Μ...
Πριν από 3 εβδομάδες
31 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
"Όλα γυρίζουν σαν τρελά, ρόδες που παν στο πουθενά"
Μου χεις σπάσει τα νεύρα με τις συνέχειες!
Πάντως αυτό το κομμάτι μου άρεσε περισσότερο.Το ξέρεις οτι αλλάζεις στυλ όσο το χωρίζεις σε μέρη;
Όχι οτι είναι κακό αυτό.Για καλό το λέω.
8a se skotwsw re malaka!
ekei pou exw meinei me to stoma anoixto san xanos... tou mpi kontiniount...
re ti kako mas brhke!
teleio teleio! grafe grafe!
kai kati akoma.
kala re kai 'su ton pappou sou 8umh8hkes? ti skata ginetai re?
Κανόνισε μόνο να πεθάνει και τι έχεις να πάθεις!
sorry, έτσι ακριβώς -όπως το λένε τα Ξύλινα Σπαθιά. Συγνώμη για τις συνέχειες αλλά: ;) δεν έχω γράψει το υπόλοιπο και β0 πως θα σου φαινόταν να πόσταρα ένα συμπαθητικό κειμενάκι 100 σελίδων μονομιάς; Sorry; Sorry; Έλα ρε μη λιποθυμήσεις -πλάκα έκανα! Και κάτι ακόμα -νομίζω πως πρέπει να υπάρχουν 2, άντε 3 το πολύ ποστ μου -που δεν μου έχεις κάνει το πρώτο σχόλιο. Ρε, μικροτσίπ μου έχεις βάλει;
Δεν στο είπα ρε Στομάχη; Τηλεπάθεια! Εντάξει, θα το γράψω -αλλά μετά. Τώρα έχουμε να πάμε στις εκλογές (ε, ρε γλέντια!).
tomboy όχι καλό μου -μην αγχώνεσαι. Οι καλοί πεθαίνουν πάντα τελευταίοι για να έχουν προλάβει να καταντήσουν εντελώς μαλάκες πρώτα.
Εχει καταπληκτικές στιγμές ως τώρα το κείμενο.
Την Μάχη την έχω ερωτευθεί. Την έχεις φτιάξει τρομερά και ολοκληρωμένα.
Οι παλιές σκηνές με τους φίλους είναι εξαιρετικές (πχ η εγκατάλειψη οχήματος0
Και στο τέλος των συνεχειών αφήνεις και σασπενς.
Πολύ καλό , πραγματικά.
Η μηχανή τι είναι;
Και ένα ασχετο:
Όταν διάβασα τον τίτλο «3. ροδες γυρίζουν στον αέρα»
Κατάλαβα «τρεις ρόδες γυρίζουν στον αέρα»
Και αναρωτήθηκα «καλα ρε πουστη μου τρίκυκλο ήταν η μηχανή;»
Mboy, πόσες συνέχειες είπαμε θα κάνεις μέχρι να μας σπάσουν τελείως τα νεύρα? A ρε Στομάχης που σου χρειάζεται.
Lex, κάτω τα χέρια από την Μάχη, έτσι?
Χε, χε δεν παίζεσαι ρε Λεξ! Τρίκυκλο!
Μεταξύ μας, τη Μάχη κι εγώ την έχω ερωτευτεί -5 χρόνια τώρα. Για τη μηχανή το παλεύω γιατί ενώ θέλω να την κάνω ΚΤΜ Duke μου βγαίνει όλο BMW 1100 R touring και αρνούμαι να το δεχτώ. Γι΄αυτό και του την τσάκισα του κερατά!
Σεξ πλας εσύ, ή κάτι ξέρεις ή κάτι θέλεις ... χμμμ. Δεν έχει πολλές συνέχειες ακόμα μωρέ -τελειώνει σε καμιά πενηνταριά κεφαλαιάκια -ούτε που θα του φανεί καθόλου.
μη πειράξεις μονο κανα v strom 1000 θα μαλώσουμε.
:-P
Όχι μωρέ -αυτά δεν τα πάω γιατί είναι πολύ τέλεια. Έχουν και ABS. Τώρα θα μου πεις τα BMW δεν έχουν; Έχουν -με το μαλάκα μου. Πως να τον τουμπάρω μετά εγώ;
Γι΄αυτό σου είπα.
Υ.Γ.: Ρε συ, που είσαι και από Κρήτη, τον Άσωτο Υιό τον έχεις πάρει χαμπάρι; Ολόϊδιοι είσαστε και μένετε στην ίδια πόλη νομίζω. Για ενημερώσου!
To θέμα πάει πολύ μακριά. Τι τραβάω με σας που γράφετε τόσα πολλά; Θα το εκτυπώσω να το διαβάσω με την ησυχία μου…
θα τα γράψω μαζεμένα όταν ολοκληρωθεί η ιστορία! Fair enough?
Πολύ χαίρομαι που έβγαλες πίσω απο το κείμενο τις σφαίρες-μύγες-κατσαρίδες-απο
τσίγαρα! Διαβάζεται καλύτερα...
Μ΄αρέσει η εξέλιξη της ιστορίας, θα περιμένω κι εγώ μαζί με τον numb το φινάλε για να υπερθεματίσουμε ;-)
νομίζω ότι όσο πάει γίνεται πιο εσωστρεφές...καλά για το συνεχίζεται δε λέω τίποτα, για να μας τη σπάτε το κάνετε είμαι σίγουρη, άσε που για τον καυγά δεν του παίρνεις κουβέντα του φίλου Άρη...για να δούμε ;)
ΟΚ, ας το δω ως άσκηση υπομονής.
Εκείνο που μου τη σπάει είναι ότι θα τα ξαναδιαβάσω όοοοολα πάλι όταν θα ολοκληρωθεί (και θα σε βρίζω που γράφεις τόσο καλά και που δεν έχω κάτι να γκρινιάξω)
Ειχαμε τα επεισοδια του lost να περιμενουμε, εχουμε και εσενα με τις συνεχειες σου. Πολυ καλο, αγωνιω.
Τα επεισόδια του Lost και τα επεισόδια του Post - γειά σου, βρε averel
Ο άρης λειτουργεί σαν alter ego σου κι επειδή αυτή τη στιγμή είσαι ο "θεός" του κι είναι το δημιούργημά σου είναι σίγουρο πως θα τον "σώσεις". Βέβαια θα τον ταλαιπωρήσεις λιγάκι. Αλλά τον λυπάσαι. Ομως ο Αρης "προκάλεσε" το ατύχημά του. Οπως κάνουμε όλοι όταν φτάνουμε στη κενότητα, στο αδιέξοδο γινόμαστε επίτηδες "απρόσεκτοι" για να προκαλέσουμε την "προσοχή" των άλλων.
Ετσι τελικά ο Αρης είναι ο αντιήρωας που κερδίζει τη λαική συμπαθεια (τον λυπόμαστε κι εμείς μαζί με σένα και τους φίλους του). Ταυτιζόμαστε με την αδυναμία του κι όχι με τη δύναμή του.
Χάνει(ς) όμως την αυτοεκτίμησή τ(σ)ου γιατί καταφέρνει(ς) να συγκινήσει(ς) με το να προκαλεί(ς) τη λύπη. Θα γίνει δημοφιλής ο Αρης. Δυστυχισμένος όμως (κάτι σαν το Ρουβά?).
Μια ελπίδα μόνο έχει. Είναι οι χιλιάδες εικόνες, τα εκατομύρια σκέψεων που περνούν μέσα σ εκείνες τις στιγμές από τη στιγμή που αντιλαμβάνεσαι πως χάνεσαι μέχρι να χάσεις τις αισθήσεις σου. Τότε μόνο παίρνεις αποφάσεις... Αραγε αλλάζεις τιποτα μετά? Η μένουν όλα ίδια?
Χεστήκ-αμαν για το μοντέλο της μηχανής του!
Γράφε! Μη σταματάς! Κι όταν σταματάς μη το βγάζεις απ τη σκέψη σου. Αστο να στοιχειωσει...
vita όντως τραβάει -και για όλα φταίει αυτός ο παλιάνθρωπος ο marquee που με έβαλε στο λούκι. Να ξέρετε ποιόν θα κοπανάτε στο τέλος.
numb, εσύ θα τα μαζέψεις -αλλά θα έχεις το κουράγιο να τα διαβάσεις; Τόσο γενναίος ρε αδερφάκι μου;
Epsilon, δεν το έβγαλα -εκεί είναι βρε. Μήπως έχεις αργή σύνδεση και διαβάζεις πριν φορτώσει η σελίδα;
bitch, είναι ένας αγώνας αντοχής για γερά νεύρα έτσι; Που θα πάει -περιμένω κάποια μέρα να με βρίσετε, οπότε θα το σταματήσω. Ο μαλάκας ο Άρης ξέρει -εγώ δεν ξέρω ακόμα ρε γαμώτο.
Averel, κι εγώ αγωνιώ να τα πιούμε καμιά φορά παρέα. Άντε ρε. Και πόσταρε πιο συχνά -μας έλειψες.
Λίτσα, βρέθηκε άτομο που σε κάλυψε; Γι' αυτό είναι μέγας ο averel!
druuna, άντε αφού το κουβεντιάζουμε να σου πω. Οι δύο από τους τρεις έχουν δικά μου στοιχεία -δεν είμαι δα και κανένας συγγραφέας της προκοπής να φτιάχνω χαρακτήρες από το μηδέν. Όπως θα κατάλαβες και από την απάντησή μου σχετικά με τη μηχανή -μονάχα ο "θεός" τους δεν είμαι. Οτι θέλουν κάνουν οι μαλάκες -μέχρι και μηχανές μόνοι τους διαλέγουν. Γι΄αυτό ακριβώς δεν είναι κανένας άλτερ έγκο μου -γιατί αυτονομούνται εύκολα. Το ατύχημα δεν το "προκάλεσε" ο Άρης -κάτι άλλο το προκάλεσε και αυτό θα προσπαθήσω να εξηγήσω παρακάτω. Και φυσικά δεν θα πεθάνει γιατί στην αρχή της αυτή η ιστορία έλεγε πως είναι για την παρέα. Πάντως, για να κλείσουμε με τον Άρη -τον θεωρώ αντιπαθέστατο (έριξε την πιτσιρίκα, κάνει μαλακίες, είναι ψιλοσταρχιδιστής). Αυτοεκτίμηση δεν υπάρχει σε αυτή την ιστορία και αυτό έχει απόλυτη συνάφεια με μένα. Και, αλήθεια, ποιός λυπάται τον Άρη; Μια χαρά ζωούλα έχει.
Έχεις δίκιο για τις εικόνες που περνάνε από το μυαλό σου εκείνη τη στιμγή (την εικόνα για την ακρίβεια) -κι αν το έχεις ζήσει, το ξέρεις. Γι΄αυτό εμφανίζεται το άλλο πρόσωπο τη συγκεκριμένη στιγμή, αλλά ανάθεμά με αν ξέρω ακριβώς την ιστορία του.
Πάντως, αναγκαστικά το έχεις στο μυαλό σου αλλά δεν το σκέφτεσαι. Το αφήνεις να στοιχειώνει -όπως το λες. (Ο Ρουβάς που κολλάει; δεν βρίσκω τον συσχετισμό ρε γαμώτο -όχι οτι έχω πρόβλημα με τον Σάκη, αντιθέτως -η κόρη μου έχει 2-3 cd του και ένα dvd).
Σε κάθε φαντασιακό δημιούργημα βάζουμε πράγματα του εαυτού μας, κομμάτι σου έχει Αρης αλλά κι οι υπόλοιποι κομμάτια σου έχουν, ακόμα κι η μάχη, όπως επίσης έχουν και κομμάτια ανθρώπων που γνωρίζεις ή απλά φαντασιώνεσαι.
Κανένας συγγραφέας δεν φτιάχνει χαρακτήρες "από το μηδέν" γιατί δεν υπάρχει παρθενογέννεση.
Εγώ τον λυπάμαι τον Αρη. Γιατί δεν τον έφτιαξες κακό. Ας πούμε πως έφτιαξες τον "αδιάφορο το Γιάννη" που κι αυτός για κάποιο λόγο έγινε αδιάφορος.
Οσο για την αντιπάθειά σου προς αυτόν μου αναφέρεις αυτά που θεωρούνται "αρνητικά" στοιχεία. Ποιος σου πε πως συμπαθούμε τον αψεγάδιαστο υπέροχο άνθρωπο? Το μπουκόφσκι ρε φίλε συμπαθούμε, το λέμμυ, το μικυ ρουρκ, το σιντ βισιους, τον μπατάιγ, το ντάνη φώτο (κλικ?) κι όσους πορεύονται, όχι γιατί κάνουν μαλακίες αλλά επειδή ακριβώς απομυθοποιούν την κυρίαρχη συμπεριφορά, το mainstream, χωρίς να γνωρίζουν που πατάνε.
Κι ο Αρης αισθάνεται το "σφάλμα" της ζωής αλλά ακόμα δεν ξέρουμε που θα καταλήξει, θα απομυθοποιήσει τη παρέα του? (ήδη το κάνει), θα αμφισβητήσει την ηλικία του? (προσπαθει), θα κάνει κάτι ενάντια στον εαυτό του? (θα μας δείξει)...
καλούς εφιάλτες να χεις!
O Δούκας έχει γκάζι και νεύρο...
Ταιριάζει στην τελευταία σκηνή αλλά καθόλου στις προηγούμενες όπως η βόλτα στην παραλιακή...
Εκεί παίζει καλύτερα κάτι σε DTM!
Το πας ωραία μέχρι τώρα αλλά μας γαμείς με τις συνέχειες...
Οι μηχανόβιοι που θέλουν να παντρευτούν ΟΛΑ τα λεφτά...
Έπεσα από τα γέλια :-)
τι να σου πω τωρα ρε παπαρα; σου ειπα στο προηγουμενο "το νου σου και το νου σου" και συ επειδη μας ακουσες τον σαβουριασες με οσα ειχε και δεν ειχε πανω στο σκουπιδοντενεκε.
θενξ φορ ναθινγκ, γιου φακ.
γαμω το κερατο μου δηλαδη.
να ακουσεις tomboy και να σταματησει εδω το κακο γιατι στον τελικο θαγινει τσι πουτανας.
και επισης ευχαριστω για φρασεις οπως:
"το στομάχι της Μάχης είναι ένας κόμπος από τηγανιτά και απορίες."
"40, 60, 100 βατ το πολύ και πρέπει να κοντραριστεί με τον ήλιο"
"Ο ξεπεσμός είναι καλός, η μιζέρια δεν αντέχεται"
"κι αυτός πάλευε να χαμηλώσει τους χτύπους της καρδιάς του"
και μια που ελεγε "και το τζιτζικι τζαμπα" ε ενα παλιοτερο
νομίζω ότι, αν θέλει ο αφηγητής, μπορεί να πάει πολύ ακόμα και να γίνει ολόκληρο βιβλίο...
Αν και μάλλον, τό'χεις ήδη σχεδόν γράψει,ε; γιατί οι ενδιαφέρουσες αυτές περιγραφές του κειμένου, είναι η θεμιτή γνωστή τεχνική παράκαμψης και επαναφοράς στο κεντρικό στόρυ.
μπράβο βρε.
druuna, σε γενικές γραμμές συμφωνούμε -αδιάφορο εννοείς τον Κώστα έτσι; Κι εκεί, περίπου δίκιο έχεις. Αλλά το θέμα είναι αλλού. Για ξηγήσου περισσότερα για τον ντάνη. Προφανώς και (κλικ!), μαλακίες θα λέμε; Για λέγε, για λέγε.
Και τέλος, ήθελα να σου πω οτι με βολεύει η αποτύπωση της οπτικής (όχι μόνο της δικής σου, αλλά και άλλων) για τα κείμενά μου -είναι ένας σημαντικός λόγος για να τα ποστάρω. (Διαβάζοντας το σχόλιό σου δεύτερη φορά -δεν απομυθοποιεί την παρέα κι αυτό είναι το πρόβλημά του).
sigmund ναι έχεις δίκιο για τον Δούκα. TDM εννοείς έτσι; Ναι, θα ταίριαζε αλλά η ανατροφή μου -μου απαγορεύει να γράφω τέτοιες λέξεις. Μα BMW ο σκατόφλωρος;
Τη σκηνή με τους μηχανόβιους πρέπει να την έχεις δει live καμιά κατοσταριά φορές έτσι;
marquee πρέπει να έρθουν και μερικές στραβές για να βγει το ήθικόν δίδαγμα που θέλω. Δε μπαθαίνουν τίποτα αυτοί ρε -μην ανησυχείς, παλιά σκαριά, απέθαντα.
Όντως στον τελικό θα γίνει της πουτάνας, κάθαρση-λύτρωση ρε μάγκα μου.
Για τις πρώτη από τις φράσεις που γουστάρεις να ευχαριστήσεις την Tomboy και να συμπαρασταθείς στο δράμα μου.
Α, ναι -σε έχω δώσει στεγνά σε όσους διαμαρτύρονται για τις πολλές συνέχειες -οπότε θα είσαι ο μοναδικός μπλόγκερ που τον κυνηγάνε, όχι για τα ποστ του αλλά για τις συμβουλές του. Χε, χε.
roidis αυτό είναι (ή ελπίζω να είναι) συμμετοχικό. Τουτέστιν, όσο το γουστάρουμε πάει -αν το βαρεθούμε το παρατάμε. Αυτό το "για την παρέα" που λέει στην αρχή ισχύει μέσα και έξω από το κείμενο.
Δεν το έχω γράψει βρε, ότι γράφω το ποστάρω. Αν το είχα γράψει όλο θα το έβγαζα μονομιάς και αλλίμονο στα ματάκια σας.
Κατά τα υπόλοιπα, ευχαριστώ που αντέχεις να το διαβάζεις.
Μότορ,
Όσο πάει γίνεται και καλύτερο...
Μ' αρέσει που προαναγγέλλεις τα κρίσιμα milestones...
Κάτι σαν την ταινία Memento... και είναι και η αγαπημένη μου...
Καλή (ζοφερή) συνέχεια...
Αργύρη, μη νομίζεις κι εγώ δεν ξέρω πόσο ζοφερή θα είανι η συνέχεια. Φαρσοκωμωδία πάντως δεν προβλέπεται. Ωραίο το Μεμέντο ρε -αλλά ο ηθοποιός αχώνευτος. Με ξενέρωνε σε όλη την ταινία γαμώτο.
Ρε συ, για να πάρουν τα μυαλά μου αέρα πρέπει να διαθέτω και μυαλά. Που χάθηκες; Πότε θ' ανέβεις;
Μότορ,
Προσκυνώ τη χάρη σου, ο τύπος ήταν όντως ξενερουά... με ξέρανες γιατί το ίδιο σκεφτόμουν και εγώ όταν είδα την ταινία...
Όσο για τη συνέχεια, μόνο μη μου ρίξεις τίποτα οπαδικό (θρύλοι, βάζελοι, χανούμια) μέσα... όχι τίποτ'άλλο, αλλά μετά θα διαβάζουμε σχόλια-τραπεζομάντηλα
Καλή μας εβδομάδα
Y.Γ. Διάβασε το άρθρο "Παιχνίδια του Μυαλού" στους 4Τ Οκτωβρίου - αξίζει λέμε...
Άσωτε, όποτε γουστάρεις ρε. Εμείς ή εδώ θα είμαστε ή Κούβα (έλα, πλάκα κάνω -εδώ θα είμαστε, να σε περιμένουμε).
Αργύρη, καλή ιδέα -να φτιάξω ένα κεφάλαιο στο Καραϊσκάκη, όπου η πλοκή θα έχει άμεση συνάφεια με το σκορ του αγώνα μεταξύ (αναφέρω τυχαία) Ολυμπιακού -Παναθηναϊκού, χε, χε. Πως δεν το είχα σκεφτεί;
4Τ, αν το βγάλουν στην ιστοσελίδα τους να το διαβάσω -αλλιώς, έχω κόψει να δίνω φράγκα για περιοδικά του χώρου. Δε θα δουλεύω εγώ για να τρώει με χρυσά κουτάλια ο Sigmund.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!