Τρίτη, Αυγούστου 07, 2007

"Όμηρος μιας ξένης σκιάς;"

Το δάχτυλό της κινήθηκε αργά στο μέτωπό μου, μετά σχεδίασε μια ανύπαρκτη γραμμή κατά μήκος του προσώπου πριν με ακουμπήσει στο λαιμό. Ανατρίχιασα από το παγωμένο δάχτυλο –σιχαίνομαι να με αγγίζουν, αλλά αυτή τη φορά δεν ήταν έτσι. Μπορεί και να μου άρεσε.

«Τι σκέφτεσαι;» με ρώτησε.

«Τίποτα συγκεκριμένο», απάντησα καρφώνοντας το βλέμμα στον αυτοκινητόδρομο μπροστά μου.

«Νόμιζα πως …», είπε σιγά.

«Κακώς νόμιζες», έκοψα την κουβέντα. Έβαλα τετάρτη και πήρα ανοιχτά την ατέλειωτη στροφή. Πλησιάζαμε.

«Θυμήθηκες να επιστρέψεις Μαλτέζο;»

«Έτσι φαίνεται αφεντικό».

«Πέρασες καλά στις διακοπές σου;»

«Γιατί ρωτάς; Ανησύχησες για μένα;»

«Ε, όσο να πεις! Ερχόμουν κάθε μέρα στο γραφείο και με έτρωγε η αγωνία! Τι να κάνει αυτό το παιδί; Πώς να περνάει; Άραγε ξεκουράζεται όσο εμείς ΓΑΜΙΟΜΑΣΤΕ ΕΔΩ ΠΕΡΑ; Την είχα αυτή την αγωνία Μαλτέζο!».

Ο χοντρός χαμογέλασε νομίζοντας πως είπε εξυπνάδα. Τον άφησα να νομίζει.

«Αφού λοιπόν μας έκανες την τιμή να επιστρέψεις, μήπως θέλεις να κάνεις και καμιά δουλειά; Αν θέλεις –έτσι; Αν νιώθεις ακόμα κουρασμένος, μπορώ να κάνω ΕΓΩ τη ΔΙΚΗ ΣΟΥ δουλειά κι εσύ να αράξεις σε κανένα γραφείο! Τι λες Μαλτέζο;»

«Λέω να τελειώνουμε με τα καλωσορίσματα γιατί κοντεύει να μεσημεριάσει».

«Χαίρομαι που το παρατήρησες Μαλτέζο! Και επειδή το έθιξες το θέμα –μήπως να τσακιζόσουν μέχρι τη γραμματεία, για να πάρεις το πακέτο που πρέπει να μεταφέρεις; Θα μας κάνεις αυτή τη χάρη;»

«Μάλλον».

«Μπράβο Μαλτέζο! Ξεκουμπίσου τώρα!»

Ήμουν ήδη έτοιμος να βγω από το γραφείο του.

«Αφεντικό;»

«Λέγε Μαλτέζο».

«Πολύ μου έλειψες».

«Άντε στο διάολο Μαλτέζο!»

Δεν ήξερα ακόμα ότι εκεί ακριβώς με έστελνε.

Στη γραμματεία με περίμενε ένα ξερό διαβιβαστικό έγγραφο με τα στοιχεία του παραλήπτη. Κοίταξα το όνομα –γνωστό όνομα, το είχα δει πολλές φορές στους τίτλους τέλους των ταινιών του. Κάποιος γερασμένος, διάσημος σκηνοθέτης –όχι από τους αγαπημένους μου. Πολύ εσωστρεφής για να τον χωνεύω.

«Μάλιστα», αποφάνθηκα προς την κοπέλα της γραμματείας. «Το πακέτο που είναι;»

«Ακριβώς πίσω σου», ψιθύρισε χωρίς να σηκώσει τα μάτια της.

Γύρισα.

Δεν είδα τίποτα.

Μόνο μια κοκκινομάλλα καθόταν στον δερμάτινο καναπέ και παρατηρούσε με προσήλωση τις λάμπες νέον στο ταβάνι. Κοίταξα ξανά την κοπέλα της γραμματείας.

«Τι αστείο είναι πάλι αυτό; Δεν βλέπω κανένα πακέτο πίσω μου».

«Αυτή είναι το πακέτο», ψιθύρισε ξανά η γραμματέας.

Στράφηκα προς την κοκκινομάλλα που αδιαφορούσε πλήρως για την ύπαρξή μου –απασχολημένη ακόμα με τις λάμπες νέον. Ήμουν σίγουρος πως τα πράγματα θα γίνονταν χειρότερα από όσο έδειχναν.

Αλλά πλησίασα προς το μέρος της διστακτικά. Ήταν μια όμορφη κοπέλα –τώρα που την έβλεπα καλύτερα ήταν μια πολύ όμορφη κοπέλα. Μικροκαμωμένη, αυτό που λέμε «εύθραυστη» με ολόλευκο δέρμα –έψαξα ενστικτωδώς για τις φακίδες που στιγματίζουν τους κοκκινομάλληδες. Δεν υπήρχε το παραμικρό στίγμα, στο πρόσωπό της τουλάχιστον. Μόνο ένα ζευγάρι μπλε μάτια –κάποιοι θα τα χαρακτήριζαν «ονειροπόλα», εγώ τα λέω «ξεπλυμένα».

«Γεια σας. Είστε έτοιμη να ξεκινήσουμε;» ρώτησα τείνοντας το χέρι μου προς το μέρος της.

Το αγνόησε.

«Δε νομίζω πως θα είμαι ποτέ έτοιμη», είπε χωρίς να με κοιτάζει.

«Θέλετε να περιμένουμε τότε;»

«Θέλω να μην με πάτε πουθενά. Γίνεται;» χαμογέλασε. Μετά σηκώθηκε.

«Βοηθήστε με, αν θέλετε, κύριε …»

«Μαλτέζος».

«Μαλτέζος –βέβαια. Οδηγήστε με μέχρι το αυτοκίνητό σας κύριε Μαλτέζο. Φοβάμαι πως δεν διαθέτω την ικανότητα να σας ακολουθήσω με τη μυρωδιά».

Κοίταξα την κοπέλα στη γραμματεία. Μου έκανε νόημα, δείχνοντας με το δάχτυλο τα μάτια της και κουνώντας το κεφάλι αρνητικά. Τυφλή, η κοκκινομάλλα ήταν τυφλή –έπρεπε να το είχα πάρει χαμπάρι!

Έπιασα το μπράτσο της και την οδήγησα προς τα ασανσέρ. Βλαστημώντας από μέσα μου.

«Δεν θα βάλεις μουσική;»

«Όχι, δεν το συνηθίζω».

«Ραδιόφωνο έστω;»

Την κοίταξα από τον μεσαίο καθρέφτη. Καθόταν μαζεμένη στο πίσω κάθισμα λες και φοβόταν μην ενοχλήσει τους διπλανούς της. Με τα χέρια ακουμπισμένα στα γόνατα, να στριφογυρίζει νευρικά τις άκρες του φορέματός της. Στριμωγμένη από μοναχή της.

«Πως σε λένε;»

«Κήρα».

«Τι όνομα είναι αυτό; Δεν είσαι από εδώ;»

«Μάλλον όχι. Εξαρτάται τι εννοείς ‘εδώ’».

Σώπασα αμήχανα.

«Μαλτέζος τι;»

«Άρης».

«Άρης», το άφησε βγει απαλά από τα χείλια της, σαν ανάσα ανακούφισης. Έτσι –χωρίς προφανή λόγο.

«Δεν είσαι και πολύ ευχαριστημένη που σε συνοδεύω».

«Μην το βλέπεις έτσι. Δεν έχει να κάνει με τον συνοδό, αλλά με τον προορισμό».

Σήκωσα τους ώμους. Δεν ήθελα να μάθω αλλά ήμουν σίγουρος πως θα μου έλεγε.

«Υπάρχει καμιά πιθανότητα να μην πάμε … εκεί; Εννοώ … οτιδήποτε … αρκεί να μην με πας …»

«Ξέχασέ το», της έκοψα τη φόρα.

«Κι αν δεν θέλω να πάω;»

«Μπορούμε να σταματήσουμε στο πρώτο αστυνομικό τμήμα και να το δηλώσεις –είναι απλό».

Γέλασε απότομα. Νευρικά, ίσως.

«Δεν μπορεί να κάνει τίποτα η αστυνομία», είπε.

«Τότε δεν υπάρχει καμιά πιθανότητα. Πρέπει να κάνω τη δουλειά μου, πρέπει να σε πάω εκεί που λένε τα χαρτιά».

«Και μετά;»

«Μετά, τίποτα. Εκεί τελειώνει η δουλειά μου».

«Και δεν αναρωτιέσαι ποτέ;»

«Βέβαια. Αναρωτιέμαι τα βράδια όταν κοιτάζω τη λάμπα έξω από το παράθυρό μου. Αναρωτιέμαι όταν οδηγώ στην επιστροφή. Αναρωτιέμαι συνέχεια. Αφού τελειώσω τη δουλειά μου».

«Αλλά τότε είναι αργά –δεν είναι;»

«Δεν ξέρω –ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με το χρόνο».

Σώπασε γυρίζοντας το κεφάλι της προς το παράθυρο. Φυσικά, δεν υπήρχε τίποτα να δει εκεί.

«Μου φαίνεσαι γνωστός κύριε Μαλτέζο. Έχω την εντύπωση πως κάπου σε έχω ξανασυναντήσει …»

«Όπως ακριβώς το είπες -έχεις την εντύπωση», έκοψα ταχύτητα για να μπω στο βενζινάδικο δίπλα στον αυτοκινητόδρομο. Δεν χρειαζόμουν άμεσα βενζίνη –μάλλον αλλαγή θέματος χρειαζόμουν.

Έβλεπα τα μολυβένια της δάκρυα να πέφτουν πάνω στο ανέγγιχτο φαγητό και κάπνιζα ξεφυσώντας την αμηχανία μου. Ήταν η δεύτερη στάση μας, εγώ το είχα προτείνει –να ξεμουδιάσει λίγο. Παραγγείλαμε φαγητό στο βρωμερό εστιατόριο του αυτοκινητοδρόμου, όχι γιατί πεινούσαμε αλλά επειδή έτσι συνηθίζεται. Μετά από έξη ώρες οδήγησης.

«Πιστεύεις στο δικαίωμα του καθενός να ορίζει τις πράξεις του;» με είχε ρωτήσει ξεκάρφωτα, όσο τακτοποιούσα τον δίσκο με τα φαγητά.

«Πιστεύω σε όποιο δικαίωμα πήρε ο άνθρωπος», είχα απαντήσει.

«Και τι γίνεται αν κάποιος είναι τόσο αδύναμος που δεν μπορεί να πάρει τα δικά του δικαιώματα; Τι γίνεται όταν άλλοι ορίζουν τις πράξεις σου;»

«Τότε έχεις μια καλή δικαιολογία να μην κάνεις τίποτα, φορτώνοντας τα κρίματά σου στους άλλους», είχα πει.

«Είσαι σκληρός άνθρωπος κύριε Μαλτέζο», με είχε κοιτάξει με τα κενά μπλε μάτια της.

«Μπορεί –αλλά φταίω εγώ γι΄αυτό. Όχι κάποιος άλλος –κατάλαβες;»

Τότε ξεκίνησαν τα μολυβένια δάκρυα. Έτρεχαν από ένα σκυμμένο κεφάλι –η άκρη κάποιου ποταμιού που διέσχιζε την ταραγμένη ωμοπλάτη της. Δεν μου χρειάζονταν τέτοια ξεσπάσματα –ούτε τώρα, ούτε ποτέ. Περίμενα νευρικά να ξαναβρεί την ηρεμία της.

«Αν πάω εκεί θα είναι το τέλος μου. Θα κάνω πράγματα από εκείνα που σου διαλύουν το μυαλό, θα χαθώ –δεν καταλαβαίνεις;»

Καταλάβαινα. Αλλά δεν ήθελα να ξέρω. Δεν ήθελα να ακούσω το πρόβλημά της, δεν ήταν δικό μου και δεν υπήρχε λόγος να γίνει. Έτσι κι αλλιώς, έπρεπε να την παραδώσω όπως κάθε άλλο πακέτο. Ποτέ δε νοιάστηκα για τη δυστυχία που παρέδιδα στους παραλήπτες –μόνο που, τώρα, η δυστυχία αφορούσε το ίδιο το πακέτο. Είναι εύκολο να πληγώνεις τον άλλο σε μια στιγμή –ακαριαία, θανάσιμα κάποιες φορές. Αλλά τώρα η πληγή κακοφόρμιζε ακριβώς απέναντί μου –δεν ήταν το ίδιο.

«Πες μου περισσότερα, εξήγησέ μου γιατί δεν πρέπει να σε παραδώσω σε εκείνο τον άνθρωπο», είπα τσακίζοντας το τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλά μου.

Γιατί ανακατευόμουν με το πακέτο; Αφού ήξερα πως τίποτα δεν θα άλλαζε εκτός από τις τύψεις μου.

Η Κήρα προσπάθησε να καταπιεί κάποια δάκρυα καθώς σήκωνε το κεφάλι της. Έχω δει πολλές φορές την ελπίδα να λουστράρει το βλέμμα –αλλά, ίσως το κοκκίνισμα στα μάγουλα να είναι κι αυτό ένα σύμπτωμα. Όταν τα μάτια δεν εκφράζουν.

«Μακάρι να μπορούσα, μακάρι να ήξερες … Είναι δύσκολο, όχι …. Είναι αδύνατο να σου πω … Πρέπει όμως να με πιστέψεις χωρίς πολλές εξηγήσεις -και ξέρω ότι εσύ μπορείς κύριε Μαλτέζο. Βλέπεις, ήμουνα πάντα η σκανδάλη αλλά ποτέ το δάχτυλο. Ξέρεις πόσο βασανιστικό είναι αυτό Άρη;»

«Δεν είναι η δουλειά μου να ξέρω», είπα.

«Κι όμως … νομίζεις πως ξέρεις, νομίζεις πως έχεις δει την κόλαση και τίποτα δεν μένει πια για σένα να ειπωθεί ή να φανεί. Κάνεις λάθος Άρη, αυτό που είδες είναι ασύνδετες σκηνές από ένα έργο που ακόμα δεν παίχτηκε. Πήρες μια γεύση, δε λέω … αλλά δεν σηκώθηκαν μπροστά σου οι κουρτίνες. Γιατί η κόλαση δεν είναι η φρίκη, η κόλαση είναι η διάρκεια Άρη».

Σώπασε. Κι εγώ περίμενα άδικα να συνεχίσει. Τελικά, ίσως υποτίμησα το πρόβλημά της.

«Ποιος είναι ο αποστολέας;» ρώτησα σπάζοντας τη σιωπή της.

«Ρωτάς να μάθεις αυτό που ήδη ξέρεις Άρη; Αυτός που μας στέλνει είναι ο πατέρας μας κι εκείνος που μας παραλαμβάνει είναι ο άντρας μας. Πάντα έτσι γινόταν κι έτσι θα γίνεται».

«Εντάξει λοιπόν – σας εύχομαι καλά στέφανα», είπα καθώς σηκωνόμουν και την έπιανα από το μπράτσο. Είχαμε μπόλικο δρόμο μπροστά μας κι έπαιρνε ήδη να νυχτώνει.

«Θέλω να κοιμηθώ».

«Έχεις χώρο εκεί πίσω».

«Θέλω να κοιμηθώ σε ένα κανονικό κρεβάτι σαν ΚΑΝΟΝΙΚΟΣ άνθρωπος. Δεν έχω ούτε αυτό το δικαίωμα πια;»

«Με έχεις ζαλίσει με τα δικαιώματά σου! Τι με πέρασες –για τον ΟΗΕ;»

«Αχρείαστο χιούμορ κύριε Μαλτέζο! Ξέρω πολύ καλά τι είσαι –ένας φτηνός σωφέρ!»

«Κούριερ!» τη διόρθωσα. «Πολυτελείας», πρόσθεσα αμέσως μετά.

Αλλά έπιασα δεξιά λωρίδα για να βρω κανένα ξενοδοχείο δίπλα στον αυτοκινητόδρομο.

«Φτηνός. Ψιλικατζής!» μουρμούρισε εκείνη δείχνοντάς μου τα δόντια της.

Δεν είχα όρεξη να διαφωνήσω. Άλλωστε δεν ήμουν ποτέ καλός στα οικονομικά ζητήματα.

«Η γυναίκα σας;» ρώτησε με ενδιαφέρον η γριά στη ρεσεψιόν.

Κοίταξα γύρω μου –αν αυτό ήταν σαλόνι ξενοδοχείου δεν είχα καμιά διάθεση να δω πως θα έδειχναν τα δωμάτια.

«Γυναίκα μου; Όχι βέβαια! Μάλλον ‘συνοδό μοναχικών κυρίων’ θα την έλεγα. Και μάλιστα φτηνή –δε νομίζετε;» χαμογέλασα με το ανοιγμένο στόμα της γριάς. Για λίγο –μετά έφαγα μια κλωτσιά στο καλάμι και σφίχτηκα από πόνο.

Η γρια μου έδωσε ένα κλειδί περασμένο σε κάποιο βρωμερό μπρελόκ.

«Δύο δωμάτια», είπα ακίνητος μπροστά της.

Ανεβήκαμε αγκαζέ την τσιμεντένια σκάλα.

«Εδώ είναι το δωμάτιό σου γλυκιά μου», είπα ανοίγοντάς της την πόρτα. «Αν χρειαστείς κάτι -μένω ακριβώς δίπλα σου».

Βιάστηκα να την σπρώξω μέσα πριν προλάβει να μιλήσει. Μετά, ξεκλείδωσα το δικό μου δωμάτιο και κάθισα στο κρεβάτι χωρίς να βγάλω ούτε τα παπούτσια μου. Δεν σκόπευα να κοιμηθώ –άφησα δυο πακέτα τσιγάρα δίπλα μου και έσβησα το φως.

Η μπαλκονόπορτα έβλεπε στον αυτοκινητόδρομο, λίγα αμάξια περνούσαν και ήταν νωρίς ακόμα για το ξημέρωμα των φορτηγών. Σήκωσα το τηλέφωνο –ένιωσα πραγματική έκπληξη που η γριά απάντησε από τη ρεσεψιόν.

«Μήπως υπάρχει κανένα μπουκάλι βότκα;»

«Θα κοιτάξω να δω».

«Αν βρεις και παγάκια θα στο χρωστάω χάρη».

Έκλεισε χωρίς να απαντήσει –το γεγονός ήταν πως σε πέντε λεπτά είχα μια γυάλινη παγωνιέρα, μάλλον δώρο γάμου, και ένα μπουκάλι βότκα να κάνουν παρέα στα τσιγάρα μου που είχαν αράξει στο πατικωμένο μαξιλάρι. Άρχισα να βλέπω τη νύχτα με αισιοδοξία.

Τελικά, χρειάστηκα τα παγάκια για να δροσίσω λίγο το πρόσωπό μου γιατί η βότκα ήταν τέτοιο νέφτι που μόνο από το μπουκάλι πινόταν. Υπολόγιζα πως το επόμενο πρωινό μας έμεναν γύρω στις πέντε με έξη ώρες δρόμο. Λίγο παραπάνω αν ο σκηνοθέτης έμενε κοντά στη θάλασσα, απομονωμένος από τα κοντινά χωριά. Θυμήθηκα κάποια ταινία του –ήταν ένα μωσαϊκό από ιστορίες μπουρζουάδων που μπερδεύονταν στο τέλος, όλοι χρειάζονταν κάτι κι αυτό το κάτι δεν υπήρχε. Ή μπορεί και να υπήρχε, μπορεί και να ήταν κρυμμένο στα χρηματοκιβώτια των σπιτιών τους, θαμμένο στους κήπους τους –δεν θυμάμαι. Κι αυτός τι χρειαζόταν; Μια τυφλή με τα μισά του χρόνια, για να την πηδάει; Ή να την κάνει μούσα του, να γράψει αριστουργήματα και να τα αποθέσει γεμάτος έπαρση στα πόδια της; Ένας ακόμα δειλός που αγόραζε ομορφιά για να σκεπάσει την εικόνα του στον καθρέφτη, ένας ακόμα διανοούμενος του χοντρού πορτοφολιού. Από αυτούς που τους φωνάζουν «δάσκαλε» και ξιπάζονται με σεμνότητα. Μακάρι να ψόφαγε πριν του παραδώσω την Κήρα.

Η πόρτα χτύπησε δειλά σαν κάποιος να πυροβολούσε με σιγαστήρα. Έλπιζα να το κάνει –όλη αυτή την ώρα. Πετάχτηκα από το κρεβάτι για να της ανοίξω.

«Μπορώ να κοιμηθώ εδώ; Δεν αντέχω μόνη μου», τα μάτια της ακουμπούσαν στο ύψος του στήθους μου, μισοκρυμμένα από κόκκινα τσουλούφια. Φορούσε ένα μακρύ, κατάμαυρο φόρεμα –πολύ επίσημο για την περίπτωση, οι ώμοι της γυάλιζαν –λευκοί στο σκοτάδι.

«Πέρασε», της είπα και στάθηκα δίπλα της μήπως χρειαζόταν βοήθεια.

Μάζεψα τα τσιγάρα και τη βότκα (τα παγάκια είχαν γίνει ήδη νερό), για να της κάνω χώρο δίπλα μου. Ξάπλωσε κουλουριασμένη προς την πλευρά μου.

«Δεν αντέχω τη μοναξιά. Ειδικά όταν πρόκειται για την τελευταία μου νύχτα», μουρμούρισε.

Καθόμουν δίπλα της αμίλητος.

«Μπορούσες να με σώσεις, ξέρεις. Αλλά οι άνθρωποι ίσως να είναι πολύ αδύναμοι τελικά. Δεν μπορείς να ανατρέψεις το πεπρωμένο, έτσι δεν είναι Άρη;»

«Μεγάλες κουβέντες και ανώφελες διαπιστώσεις», είπα. «Πεπρωμένο, μοίρα, μαλακίες. Ποιος ξέρει το πεπρωμένο του; Δεν μπορείς να αλλάξεις το άγνωστο, όπως ακριβώς δεν μπορείς να διαιρέσεις το μηδέν. Απλά μαθηματικά».

Γέλασε.

«Φιλοσοφημένο επιχείρημα! Ακλόνητο! Κρίμα μόνο, που είναι εντελώς λάθος. Βλέπεις Άρη, εγώ έχω δει τα γραμμένα. Δεν υπάρχει άγνωστο –μόνο η μοίρα που αρνούμαστε να αντικρίσουμε».

«Σαχλαμάρες!» μουρμούρισα. «Εσύ που όλα τα γνωρίζεις δεν πήρες χαμπάρι πως η πόρτα του δωματίου σου ήταν ξεκλείδωτη; Γιατί δεν έφυγες; Γιατί δεν άλλαξες μόνη σου το πεπρωμένο;»

Έκλεισε τα μάτια.

«Στο είπα Άρη –εγώ είναι η σκανδάλη, όχι το δάχτυλο».

«Κι εγώ τι είμαι;» είχα θυμώσει πλέον. Την έπιασα από τους ώμους και την ταρακούνησα. «Εγώ τι είμαι;»

Κρατούσε ακόμα τα μάτια της κλειστά.

«Ξέρεις καλά τι είσαι Άρη».

«Τι είμαι γαμώτο;»

Άνοιξε τα μάτια της και θα μπορούσες να ορκιστείς πως με έβλεπε. Το σκοτάδι παίζει περίεργα παιχνίδια όταν πρόκειται για ένα ζευγάρι μπλε μάτια, αλλά εγώ ήξερα πως δεν έβλεπε εμένα –όχι επειδή ήταν τυφλή, αλλά γιατί κοίταζε πίσω μου. Καπνός τσιγάρου –και την άφησα τρομαγμένος γιατί η αναπνοή της θα μπορούσε να με σκορπίσει.

«Τι είμαι;» μονολόγησα. Ξέραμε και οι δυο την απάντηση οπότε δεν χρειάστηκε να ειπωθεί. Συνέχισα να πίνω παρακολουθώντας την όσο κοιμόταν.

Θα πρέπει να ήταν όνειρο. Ήμουν εκεί, έβλεπα, αλλά ήξερα πως ονειρευόμουν. Κόκκινα σύννεφα σκέπαζαν τον ήλιο, βαριά σύννεφα, χαμηλά -πάνω από κεφάλια ανθρώπων. Άνθρωποι με πρόσωπα παραμορφωμένα από φόβο. Φόβος για τις ζωές που θα χάνονταν σύντομα, φόβος που έσταζε μίσος όσο τα παραμορφωμένα δάχτυλα έσφιγγαν σιδερένια όπλα. Κραυγές σε μια περίεργη γλώσσα έψαχναν υστερικά για κουράγιο. Δεν καταλάβαινα.

Πόδια όργωναν τις πέτρες όσο οι αντιμέτωποι άνθρωποι βάδιζαν –γόνατα που έτρεμαν. Τότε τα κόκκινα σύννεφα έπεσαν στα κεφάλια τους και ο ήλιος αποκαλύφθηκε ανεμπόδιστος. Και τα σύννεφα ήταν αποτρόπαια –γυναίκες με φτερά και γαμψά νύχια τραβούσαν ανυπεράσπιστους πολεμιστές. Έβλεπα την αγωνία τους όταν εκείνα τα πλάσματα αγκιστρώνονταν στα μπερδεμένα μαλλιά ή τις σφιγμένες πλάτες και μετά ερχόταν η γαλήνη από την άκρη του σιδερένιου όπλου. Εγώ δεν ήμουν στον αέρα και δεν πατούσα στη γη –αλλά βρισκόμουν εκεί καταπίνοντας τον ανθρώπινο θάνατο.

Ξύπνησα από τον θόρυβο του μπουκαλιού που έσπαγε στο πάτωμα. Εκείνη ανέπνεε πάνω στο πρόσωπό μου.

«Είδες;» με ρώτησε.

«Τι πράγμα;» προσπάθησα να κρύψω την ταραχή μου.

Στηρίχτηκε στους αγκώνες της για να σηκωθεί από το κρεβάτι –γυρίζοντάς μου την πλάτη.

«Είδα», παραδέχτηκα.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο αμίλητοι και προσηλώθηκα στη λευκή διαχωριστική γραμμή του δρόμου. Εκείνη καθόταν δίπλα μου, στη θέση του συνοδηγού –είχε κουνήσει αρνητικά το κεφάλι της όταν άνοιγα την πίσω πόρτα και είχε βρει ψηλαφιστά τη θέση της μπροστά. Δεν έφερα αντίρρηση. Δε μου ξαναζήτησε να βάλω μουσική ή ραδιόφωνο.

Το δάχτυλό της κινήθηκε αργά στο μέτωπό μου, μετά σχεδίασε μια ανύπαρκτη γραμμή κατά μήκος του προσώπου πριν με ακουμπήσει στο λαιμό. Ανατρίχιασα από το παγωμένο δάχτυλο –σιχαίνομαι να με αγγίζουν, αλλά αυτή τη φορά δεν ήταν έτσι. Μπορεί και να μου άρεσε.

«Τι σκέφτεσαι;» με ρώτησε.

«Τίποτα συγκεκριμένο», απάντησα καρφώνοντας το βλέμμα στον αυτοκινητόδρομο μπροστά μου.

«Νόμιζα πως …», είπε σιγά.

«Κακώς νόμιζες», έκοψα την κουβέντα. Έβαλα τετάρτη και πήρα ανοιχτά την ατέλειωτη στροφή. Πλησιάζαμε.

Ήταν ένα τεράστιο σπίτι με σιδερένια πόρτα κάστρου. Διακρινόταν ήδη από το σημείο που ο αυτοκινητόδρομος έδωσε τη θέση του στον επαρχιακό χωματόδρομο. Πλησίασα οδηγώντας αργά και βγήκα για να μιλήσω στο θυροτηλέφωνο. Μια κάμερα σκούπιζε πάνω από το κεφάλι μου όσο έλεγα ποιοι είμαστε. Η σιδερένια πόρτα άνοιξε.

«Έχουμε ακόμα χρόνο», μου έσφιξε το μπράτσο ιδρωμένη.

«Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με τον χρόνο», απάντησα καθώς οδηγούσα προς το σπίτι.

Κάτι τεράστια ντόπερμαν πετάχτηκαν πίσω από τα δέντρα, κάλυψαν την απόσταση που τα χώριζε από το αυτοκίνητο με σαγόνια γεμάτα σάλια. Αλλά όταν μας έφτασαν άρχισαν να κλαίνε σκάβοντας τα ίχνη που είχαν αφήσει οι ρόδες μας στο χώμα.

Βγήκα και χτύπησα το κουδούνι έχοντας στο νου μου τα σκυλιά. Δεν υπήρχε λόγος –στη μέση του κήπου έτρεμαν, έτοιμα να πάθουν συγκοπή.

Η Κήρα δεν είχε βγει ακόμα από το αυτοκίνητο όταν εμφανίστηκε ο άνθρωπος με το μπαστούνι. Τον περιεργάστηκα με την ησυχία μου –ήταν πολύ πιο γερασμένος από όσο τον έδειχναν οι φωτογραφίες στις εφημερίδες.

«Ήρθατε;» είπε κουρασμένα.

«Ναι –λυπάμαι για την καθυστέρηση», είπα.

«Μην λυπάστε καθόλου. Σε αυτές τις περιπτώσεις η όποια καθυστέρηση ισοδυναμεί με ευλογία. Είστε μόνος;»

Κούνησα το κεφάλι αρνητικά και άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού δίνοντας το χέρι μου στην Κήρα. Ο άνθρωπος στην εξώπορτα δεν έκανε καμιά προσπάθεια να κρύψει την απορία του. Πλησιάσαμε.

«Ε όχι δα!» είπε μεγαλόφωνα.

Τον κοίταξα.

«Μα την πίστη μου –αυτό είναι ανήκουστο! Μου στέλνουν μια τυφλή; Μια τυφλή; Για ποιον με πέρασαν;»

Δεν ήξερα τι να πω –έτσι σώπασα κοιτάζοντάς την. Η Κήρα χαμογελούσε γαλήνια. Και προχωρούσε χωρίς τη βοήθειά μου. Τον πλησίαζε.

«Θα ήταν καλύτερα να μπούμε μέσα», του πρότεινε ψιθυριστά.

«Ναι … βέβαια …», συμφώνησε αυτός. Μαγνητισμένος από το άδειο βλέμμα της.

Μπήκαν. Τους ακολούθησα χωρίς λόγο. Ο άντρας γύρισε προς το μέρος μου.

«Δε νομίζω πως θα σας χρειαστούμε άλλο», μου είπε. «Ευχαριστώ για τον κόπο σας».

«Μείνε αν αντέχεις να βρεθείς αντιμέτωπος με τις συνέπειες των πράξεών σου», είπε η Κήρα κρατώντας το χέρι της υψωμένο στον αέρα. Σταματώντας το χρόνο –νομίζω.

Έμεινα. Με τα χέρια δεμένα στο στήθος, έμεινα στη μέση του χωλ κοιτάζοντάς τους καθώς διέσχιζαν ένα βαριά επιπλωμένο καθιστικό. Έμεινα περιμένοντας.

«Εσύ ήσουν λοιπόν από την αρχή;» διαπίστωσε ο άνθρωπος. Έδειχνε συμφιλιωμένος αλλά δεν καταλάβαινα με τι.

«Εγώ. Από τότε που γεννήθηκες ήμουν πίσω σου», απάντησε εκείνη.

«Τυφλή;» έξυσε το μέτωπό του ο άνθρωπος.

«Για να βλέπουμε καλύτερα», χαμογέλασε εκείνη.

«Έλεγα σε όλους πως σε έψαχνα. Έλεγα ψέματα», ψιθύρισε αυτός.

«Το ξέρω -ησύχασε», του απάντησε.

«Όμως, πάντα χρειαζόμαστε περισσότερο χρόνο …», ψέλλισε ο άνθρωπος.

«Αλλά ποτέ δεν τον έχουμε», είπε εκείνη κοροϊδευτικά.

«Και φοβόμαστε αυτό που έρχεται», συνέχισε ιδρωμένος.

«Είναι παράλογο να φοβάσαι το αναπόφευκτο», απάντησε εκείνη.

«Και μετά;» ρώτησε ενώ βυθιζόταν σε μια πολυθρόνα τρομαγμένος.

«Μετά; Τίποτα», του είπε.

Μετά έσκυψε πάνω του.

Άνοιξα την πόρτα με χέρια που έτρεμαν. Στη μάχη ή σε μια αναπαυτική πολυθρόνα ο θάνατος είναι το ίδιο ολοκληρωτικός. Σαν λάστιχο που ξεφουσκώνει από καρφί η τελευταία ανάσα καίει τα πρόσωπα αυτών που μένουν. Αυτών που είδαν. Και η γαλήνη κυλάει από το μέτωπο μέχρι το σαγόνι αλλά δεν είναι ικανή να σβήσει τη φρίκη. Όχι αυτού που πέθανε, αλλά εκείνου που κατάπιε λαίμαργα την τελευταία ανάσα. Ο πλαταγιστός ήχος της γλώσσας στον ουρανίσκο, το ορθάνοιχτο στόμα...

Πιέστηκα να κοιτάξω μέσα από το παράθυρο –η Κήρα ήταν ακόμα στο πάτωμα, γονατισμένη –άδικα προσπαθούσα να δω το πρόσωπό της. Ένα στίγμα στο λευκό μάρμαρο, σαν αυτά που δεν βρήκα πουθενά στο κορμί της. Περίεργο –νόμιζα πως όλοι οι κοκκινομάλληδες έχουν φακίδες! Και όλο μίκραινε.

Βάδισα προς τα σκυλιά, τα παρακάλεσα να με κομματιάσουν αλλά εκείνα ούρλιαζαν με τις μουσούδες στο χώμα. Άδικος κόπος –δεν υπάρχει άλλος θάνατος πέρα από τον προσωπικό σου θάνατο. Γύρισα στο αυτοκίνητο και έκανα όπισθεν. Προσεκτικά. Γιατί είχα την απατηλή ελπίδα πως η Κήρα θα έβγαινε από εκείνη την πόρτα, θα μου ένευε να την πάρω μαζί μου και τίποτα δεν θα είχε συμβεί. Στ΄αλήθεια!

Οδήγησα σιγά την επιστροφή, αποφεύγοντας τον πολυσύχναστο αυτοκινητόδρομο. Μου χρειαζόταν η προσήλωση σε δύσκολους δρόμους για να αποφύγω την αδιάκοπη αναπαράσταση. Σκέφτηκα να βάλω μουσική, αλλά φοβήθηκα τα λόγια των τραγουδιών. Μόνο που, το πακέτο είχε αδειάσει, κι έτσι έψαξα για τσιγάρα στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου. Τα βρήκα ψηλαφιστά –δίπλα σε ένα τσαλακωμένο κομμάτι χαρτιού. Κρατώντας τα μάτια μου στο δρόμο ξεδίπλωσα το χαρτί και διάβασα.

«Τω δε οι ου τι πειθέσθην, Κήρες γαρ άγον μέλανος θανάτου».

Γέλασα δυνατά με την απλοϊκότητά μου –γέλασα όσο τα γράμματά της χοροπηδούσαν μπροστά στα μάτια μου. Και τα γράμματα κατρακυλούσαν από τη γραμμή περιγελώντας την τύφλωσή μου μπροστά στο προφανές. Έτσι οδηγούσα περιγελώντας τη βλακεία μου κατάμουτρα.

Θυμήθηκα μετά.

«Ξέρεις καλά τι είσαι Άρη».

«Τι είμαι γαμώτο;»

Εκείνη είχε σωπάσει.

«Όμηρος;» ρώτησα.

Και η μοναξιά μέσα στο αυτοκίνητο δεν απάντησε.

23 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

RaZzMaTaZz είπε...

όσο παει γίνεται και καλύτερο
you rule :)

The Motorcycle boy είπε...

Χαχα, άντε ρε τρελλοκομείο.
Τι ήθελες και με κόλλησες με τον μούχλα και τις γενιές; Δεν το ξέρεις πως το "χάσμα γενεών" είναι το αγαπημένο αμαρτωλό θέμα κάθε αριστερού;

kostas_patra είπε...

Ερχόμουν κάθε μέρα στο γραφείο και με έτρωγε η αγωνία! Τι να κάνει αυτό το παιδί; Πώς να περνάει; Άραγε ξεκουράζεται όσο εμείς ΓΑΜΙΟΜΑΣΤΕ ΕΔΩ ΠΕΡΑ;

δυστυχώς αυτές είναι οι ευθύνες και το πόστο ενός αφεντικού, κοντά στον εργαζόμενο-την γραμματέα εν προκειμένω, και όταν ξεπατώνονται στην δουλειά και όταν κωλοβαράνε.

δεν ξέρω που το μαθες, το έκρυψα επιμελώς και ο ξεδοντιατρός μου υποσχέθηκε οτι θα κρατούσε το στόμα του κλειστό. η κουφάλα είναι πλέον παρελθός και εγώ ο ασπροδόντης.
κακό αστείο να επισυνάπτεις λευκά βότσαλα μαζί με τα κουφέτα, στο τέλος κάποιος θα την πατήσει, μπορεί και ο ίδιος εσύ.
αν είναι άλλοι 19+1/2, ο τελευταίος θα κλείσω την πόρτα. απ έξω. ο φόβος φυλάει τα έρμα!

The Motorcycle boy είπε...

Έλα ρε Κώστα -δηαλαδή γκρινιάζουμε κι από πάνω; Εγώ έβραζα στην παραλία, εσύ έκανες σεξ σε άνετο εργασιακό περιβάλλον κι έχεις και παράπονο; Θα σε κάψει ο Θεός!
Αυτά τα σπηλαιώδη με τις κουφάλες δεν τα ήξερα -εσύ μου τα είπες χεχε.

numb είπε...

πραγματικά, μου είχαν λέιψει οι σεντονοϊστορίες σου!
φοβερή ατμόσαφαιρα είχε αυτή η ιστορία
το διάβασα μονορούφι.

μου φάνηκε μικρό σε έκταση. (μάλλον δεν πάω καλά)

Ανώνυμος είπε...

λιγο βαρυ για αυγουστο μου φανηκε. γραψε καμια ιστορια αγαπης (η κυρια και ο κηπουρος, ο κυριος και η μαγειρισσα) ξερεις εσυ...
ρε γαμωτο δεν τα ειπαμε πολυ κατω αλλα εκατσαν οι συγκυριες....

The Motorcycle boy είπε...

Numb πράγματι ήταν μικρό και συνοπτικό -μόνο 7,5 σελιδούλες. Έχεις δίκιο, θα επανορθώσω, το επόμενο θα το κάνω 12άρι χεχε.
Άσωτε, το μόνο βαρύ για Αύγουστο είναι το πεπόνι μετά το βραδινό. Τι την ήθελες τη μαγείρισσα στην ιστορία αγάπης; Αυτές ρε είναι συνήθως θεόχοντρες! Να κάνω μια ιστορία που η κυρία θα είναι σε αναπηρική καρέκλα και θα μοιράζεται έναν απελπισμένο έρωτα με τη μαγείρισσα μέσω υπονοούμενων που διακινούνται με τα πιάτα των φαγητών, ενώ ο κύριος θα είναι Γάλλος πλουτοκράτης και θα κλέβει τους παίχτες που πάει να αγοράσει για τη φτωχική ομάδα του χωριού του ο κηπουρός (πουτάνα Μονάκο μας τον έφαγες τον Νενέ);
Δεν πειράζει που δεν τα είπαμε πολύ αν πέρασες καλά με το πρόσωπο. Άντε, ξεκουβάλα Αθήνα να τα λέμε με την άνεσή μας.

kostas_patra είπε...

αντιήρωας με σχισμένο φρύδι, γεροδεμένος, λιγομίλητος,ατακαδόρος εσύ και εγώ το ζελατινοειδές άγχος, με την κοιλιά του βούδα, με κάθιδρο πουκάμισο, και περιστασιακό σέξ με την όποια με σιχαίνεται στο γραφείο, που ξέρω πως σε γλυκοκοιτάζει, no fare trade, αλλά είπαμε, δύσκολο να είσαι αφεντικό-πολυάσχολο κάθαρμα-οικονόμου!

συνελλήφθεις αδιάβαστος. το μηδέν διαιρείται στις μέρες μας, άσε τους φανταστικούς, τους μιγαδικούς και λοιπούς μπάσταρδους αρθιμούς που καλύπτουν κενά στα εμπορικά ισοζύγια.
όταν ένας καρπώνεται τις επιδοτήσεις, οι άλλοι έχουν να μοιραστούν το τίποτα, δηλαδή το μηδέν διαιρείται και το αποτέλεσμα είναι ο πούλος.

είχα την εντύπωση πως ο απέθαντός σου θα φοβόταν κάτι πραγματικά καλό και αθώο, και όχι μια βαμπίρα-νέμεση

The Motorcycle boy είπε...

Αρχίζοντας από το τέλος, ως συνήθως:
αυτό ακριβώς ερωτεύτηκε ο Μαλτέζος -την τραγικότητα της μοίρας του θανάτου. Την ανάγκη της να αποκτήσει επιλογές, άρα ζωή. Λένε οι μύθοι πως υπάρχει μια Κήρα για κάθε άνθρωπο, αλλά δεν μας λένε τι γίνεται όταν ο άνθρωπος πεθάνει (άρα η Κήρα εκπληρώσει την αποστολή της). Το αναπόφευκτο και το διαρκές λοιπόν, αυτά προκάλεσαν τρόμο. Βαμπίρα; Νέμεση; Όχι δα -απλή διεκπεραιώτρια θα έλεγα.
Α ναι, και το μηδέν είναι αναγκαστικά ενιαίο, ομοούσιο και αδιαίρετο -δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Κάποιες σταθερές θα πρέπει να μένουν.

Ανώνυμος είπε...

Αρη Μαλτέζο το ξέρεις πολύ καλά, φλερτάρεις με το θάνατο χωρίς όρια μα να θυμάσαι...

"νυν δ' έμπης γαρ Κήρες εφεστάσιν θανάτοιο μυρίαι, ας ουκ έστι φυγείν βροτόν ουδ' υπαλύξαι".

"Τώρα όμως έτσι κι' αλλιώς χίλιοι θάνατοι στέκονται από πάνω μας, που δεν μπορεί να τις ξεφύγει ούτε να γλυτώσει απ' αυτές ο άνθρωπος."

The Motorcycle boy είπε...

"Death favors those who favor death" λέει μια ψυχή, φίλε ρολογά.
Όσο για τον Μαλτέζο, το πρόβλημα δεν είναι ο θάνατος αλλά η απουσία του -νομίζω.

Ανώνυμος είπε...

Καταπληκτική ιστορία...
Ευχόμουν να μην τελειώσει.

Saigon

The Motorcycle boy είπε...

Μη με προκαλείς saigon γιατί έχω μια ειδίκευση στα σεντόνια! Ευχαριστώ πάντως.

Niemandsrose είπε...

Ξεκινώντας να διαβάζω διαβάζω την φανταστική ιστορία σου, φαντάστηκα τον Μαλτέζο σαν το Ζήκο στον Μπακαλόγατο και το αφεντικό σαν το χοντρό αφεντικό -εννοείται.
Μετά που εμφανίσθηκε η όμορφη τυφλή τη φαντάστηκα σαν την Béatrice Dalle στο Night on Earth [στη σκηνή με την τυφλή στο ταξί-εννοείται]. Για μερικά δευτερόλεπτα ο Ζήκος οδηγούσε την Dalle πακέτο κάπου σκοτεινά. Σουρρέαλ.
Μετά ο Μαλτέζος έμοιασε τον Άλκη Κούρκουλο και έδεσε πιο πολύ.

Μου άρεσε πολύ! Κατενθουσιάστηκα, για να ακριβολογώ. Να κάνω και δυο παρατηρήσεις ή μπα;

The Motorcycle boy είπε...

Σαρανταδυό παρατηρήσεις να κάνεις όχι μόνο δυο. Μου αρέσει να διαβάζω παρατηρήσεις.
Αυτός ο Μαλτέζος, φτιάχνεται σιγά -σιγά και από μόνος του. Θα ήθελα να μοιάζει με τον Singapour Sling αλλά είναι πολύ πιο κινητικός. Θα ήθελα να μοιάζει με τον Ρόμπερτ Μίτσαμ, αλλά δεν είναι τόσο ογκώδης.
Είναι απλά ένας μπερδεμένος μαλάκας -τελικά.

Niemandsrose είπε...

"μ'αρέσουν οι παρατηρήσεις! διορθώνομαι!" που έλεγε και μια ψυχή;

Το ένα είναι πως κάποιες στιγμές προσθέτεις κάποια σχόλια που ίσως είναι περιττά [πχ "Τον άφησα να νομίζει." "Ήμουν σίγουρος πως τα πράγματα θα γίνονταν χειρότερα από όσο έδειχναν." "Γιατί ανακατευόμουν με το πακέτο; Αφού ήξερα πως τίποτα δεν θα άλλαζε εκτός από τις τύψεις μου."] που νομίζω -μπορεί και να κάνω λάθος- πως δε προσθέτουν τίποτα στο κείμενο παρά μόνο αράδες.
Το άλλο είναι πως στο τέλος ή που πρέπει να δώσεις τη "λύση του δράματος" ή να κορυφώσεις το σασπένς για τη συνέχεια που θα ακολουθήσει. Στο τέλος αυτής της ιστορίας έμεινα με το ανικανοποιήτο πως τίποτε από τα δύο δε συνέβη. [μήπως να το ξαναδιάβαζα;]
αα! να κάνω και μία τρίτη, τεχνική παρατήρηση; Γιατί αφού γράφεις που γράφεις σεντονια δε βάζεις ένα "read more" να μη χάνεται ο σερφερ αναγνώστης σου στα σεντόνια; Εκτός κι αν θέλεις να χάνεται... ;)

The Motorcycle boy είπε...

niem στην πρώτη σου παρατήρηση, έχεις δίκιο. Όντως τέτοιες φράσεις δεν προσθέτουν στο κείμενο. Τις βάζω όμως για να μην περάσω ξεκάρφωτα στην επόμενη παράγραφο ή για να δώσω κάποια πιο ανθρώπινη υπόσταση στον ήρωα. Δεν ξέρω αν πετυχαίνει πάντα ...
"Λύση του δράματος"; Κατά πρώτον, έχω την εντύπωση πως τα δράματα δεν έχουν λύσεις -η διάρκεια είναι που μετατρέπει την άτυχη στιγμή σε δράμα. Αλλά, και πάλι: ο ήρωας αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα πνεύμα του θανάτου (αυτό που ήταν οι Κήρες στην Αρχαία Ελληνική Μυθολογία). Το πνεύμα δεν θέλει να εκπληρώσει την αποστολή του (να πάρει μια ζωή) γιατί αυτό σημαίνει πως θα αυτοακυρωθεί. Τι είναι μια Κήρα όταν πάρει τη ζωή του "δικού της" ανθρώπου; Τίποτα μάλλον. Ε, αυτό ήταν το όλο θέμα. Αν θέλεις να πεις πως έχω αδύναμα τελειώματα ιστοριών -αυτό είναι απολύτως δεκτό. Έχω ένα πρόβλημα εκεί.
Τεχνικά τώρα: Έχεις απόλυτο δίκιο αλλά δεν πρόκειται να το κάνω. Γιατί θα με πιάσει η μαλακία και θα παγιδευτώ στην πρώτη παράγραφο που θα είναι εμφανής. Πως να ψήσω τον αναγνώστη να διαβάσει παρακάτω; Άστο καλύτερα αυτό το έξτρα άγχος! Και, εντάξει, θα το παραδεχτώ -μου αρέσει να χάνεται ο αναγνώστης εδώ μέσα -τέτοιος παλιοχαρακτήρας είμαι γαμώτο!
Πολύ εύστοχες πάντως οι παρατηρήσεις σου, πραγματικά σε ευχαριστώ.

Niemandsrose είπε...

αριστοτελικός όρος -άτσα- είναι η λύση του δράματος, άρα μη με λες εμένα πως τα δράματα δεν έχουν λύσεις γιατί τους βλέπεις τους αρχαιολάτρες εθνικιστές; άμα τους λύσω, θα σε φάνε! γαβ!

Πάντως με το χαρακτήρα που έχεις και μισή αράδα να βάλεις για αρχή και μετά read more, πάλι έχεις εξασφαλισμένη πελατεία. Αφού μετράς για. ;)

[δεν είμαι κόλακας ντε,ενθουσιώδης τύπος είμαι]

The Motorcycle boy είπε...

Ρε, μπορεί ο Αριστοτέλης όλα να τα έλυνε κι ο Αριστοτέλης Ωνάσης όλα τα εμπάργκα να τα έσπαγε για να κονομήσει -αλλά εγώ δεν διαθέτω τις ικανότητες αυτών των πνευματικών γιγάντων!
Μου αρέσουν οι ενθουσιώδεις τύποι γιατί όταν αρχίζουν το κράξιμο το κάνουν φωναχτά και χωρίς διακριτικότητα.
Από Θεσσαλονίκη είσαι ρε;

Niemandsrose είπε...

όπως οι βλάκες οι νεοέλληνες είναι αρχαιολάτρες αλλά όχι κατ'ανάγκη έλληνες, έτσι κι εγώ είμαι θεσσαλονικιολάτρης αλλά εξ όχι εξ αίματος θεσσαλονικιά. εξ αγχιστείας.

σε έκραξα; [εδώ η αιτιατική κολλάει].

The Motorcycle boy είπε...

Α εντάξει -μια από τα ίδια κι εδώ. Θεσσαλονικιός εκ σωγαμπρίας.

guerrero7,62 είπε...

Kαι εγω Θεσσαλονικιος εκ γεννησεως και εκ πατρος,μητρος και αγιου πνευματος....
Μαλτεζος οπως λεμε απο μαλτα;

The Motorcycle boy είπε...

Κάπως έτσι -ίσως. Όμως σίγουρα δεν είναι ο Κοντός Μαλτέζος, αυτός ήταν άλλος.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι