1. Σφραγίζοντας πλαστά διαβατήρια
2. Ο χρόνος δεν είναι φίλος κανενός
3. Η ανασφάλεια των ομαδικών παιχνιδιών
4. Περιστροφή γύρω από ένα "βιβλίο -ευαγγέλιο"
5. Η αποξένωση των διπλανών δρόμων
6. Ο νεκρός του επάνω ορόφου
7. Φτερά πεταλούδας στη γλώσσα ενός φιδιού
8. Ο φόβος είναι οικογενειακή υπόθεση
9. Μια μεγάλη βόλτα
10. Η μουσική είναι το φως μιας αδυσώπητης λάμπας
11. Με την πλάτη στον τοίχο
12. Πεθαίνοντας με κάθε τρόπο
Πέρασε βδομάδα από τότε που σκότωσαν τον Βασίλη. «Σκότωσαν τον Βασίλη», έτσι το έλεγαν μεταξύ τους –λες και κάποιος άλλος τον είχε φάει, κάποιος ξένος, εχθρός –όχι αυτοί οι ίδιοι. Αυτοί, όχι πια οι ίδιοι, σουλατσάριζαν –σημερινά φαντάσματα, ανάμεσα στα χτεσινά και τα αυριανά –σπαταλούσαν τις μέρες τους στα χαλάσματα μιας συνοικίας έτοιμης να γκρεμιστεί. Έτσι πέρασε ολόκληρη βδομάδα.
Το νερό και το ηλεκτρικό κόπηκαν –μαχαίρι στις δυτικές συνοικίες, τα τρόφιμα έμοιαζαν με ανάμνηση ευτυχισμένων ημερών, οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν με τρύπια παπούτσια και άδεια μάτια. Απελπισία αμίλητη και μια περίεργη ησυχία –απραξία. Οι στρατιώτες σταμάτησαν τις επιδρομές, όταν τα τανκς ισοπέδωσαν τη διπλανή συνοικία. Γιατί αυτό έγινε και τα νέα μαθεύτηκαν. Την επόμενη μέρα –μετά την αποχώρηση της αυτοκινητοπομπής, το Δημαρχείο έγινε ένα με το χώμα, τα σπίτια έλιωσαν -κούφια χαλίκια κάτω από τις ερπύστριες –ακουγόταν ότι δεν είχε πεθάνει κόσμος πολύς στη συνοικία του Βασίλη. Κάτι τρομαγμένοι άνθρωποι που είχαν ξεφύγει, μισοπαράλυτοι σα μύγες με κομμένα φτερά –αυτοί είχαν φέρει τα νέα. Η επίθεση ήταν αναπάντεχη, πιάστηκαν εντελώς απροετοίμαστοι. Επέλαση που κράτησε μισή μέρα, όλεθρος, μετά τίποτα. Ο στρατός σταμάτησε πριν μπει στην επόμενη συνοικία –ήξεραν οτι εκεί θα τους περίμενε αντίσταση, δεν ήταν μαλάκες. Δεν ήταν τόσο μαλάκες. Άφησαν λοιπόν τον κόσμο να περιμένει και να εξαντλείται. Πείνα, δίψα –αυτά αντέχονται. Αναμονή σε έρημους δρόμους –ατέλειωτη αναμονή. Αυτό δεν αντέχεται.
Μια χαμένη υπόθεση. Μπορεί και δύο
Είχαν πιάσει ένα σπίτι δίπλα στην κεντρική πλατεία, έρημο σπίτι –από το παράθυρο φαινόταν η σκεβρωμένη εκκλησία με το επιβλητικό άγαλμα του Αρχάγγελου. Παραδίπλα κάτι καχεκτικά δέντρα –η θέα έμοιαζε με διακοπές στο χωριό του Νίκου, η θέα έφερνε πίκρα στον Αντώνη, η θέα δεν απασχολούσε καθόλου τον Γρηγόρη και τη Μαριάνα. Έτσι όπως κάθονταν στο περβάζι του παραθύρου και χάζευαν κάτι χελιδόνια να κάνουν βόλτες –από τις κορυφές των δέντρων στα φτερά του Αρχάγγελου. Και πάλι πίσω.
«Τη γνώρισα σε μια αίθουσα υποδοχής του αεροδρομίου. Για την ακρίβεια, δεν την γνώρισα τότε –αφού την ήξερα από πάντα και την περίμενα. Και δεν ήταν μέσα στην αίθουσα –απέξω καθόταν, σε ένα παγκάκι. Με βλέμμα αγριεμένο, λες και της έφταιγε ο κόσμος όλος. Καταλαβαίνεις έτσι;»
Η Μαριάνα ένευσε –καταλάβαινε. Ή δεν ήθελε να τον διακόψει.
«Τότε λοιπόν με κοίταξε. Μαρμάρωσα –εμένα κοίταζε; Δεν μπορεί, κάποιο λάθος θα είχε γίνει. Την πλησίασα απλά και μόνο για να κινηθώ, για να βγω από τη γραμμή του βλέμματός της –να σιγουρευτώ ότι κοίταζε κάποιον άλλο, πίσω από μένα. Δεν έγινε έτσι –το βλέμμα της με ακολουθούσε –άγριο βλέμμα. Της έδωσα το χέρι, να με βρίσει να τελειώνουμε. Δεν με έβρισε, απλά φόρεσε ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου, με ρώτησε αν μου άρεσαν –μου άρεσαν, όλα πάνω της μου άρεσαν … ‘Χάλια είναι’, απάντησε όταν της το είπα και με ακολούθησε νευριασμένη. Έτσι νόμιζα. Μετά έμαθα πως ήταν απλώς αμήχανη», ο Γρηγόρης σφήνωσε το τσιγάρο ανάμεσα στον παράμεσο και τον αντίχειρα –του έδωσε ώθηση για να εκτοξευθεί, σημαδεύοντας μια τρύπα στον φράχτη. Το τσιγάρο πετάχτηκε ψηλοκρεμαστά και μετά έχασε ύψος –προσγειώθηκε σε μια άδεια γλάστρα κάτω από τα πόδια τους.
«Το είδες αυτό;» κοκορεύτηκε ο Γρηγόρης.
«Βλακείες –κατά τύχη το έκανες! Αφού πήγαινες για τον φράχτη», παρατήρησε η Μαριάνα.
«Βλακείες λες εσύ», είπε ο Γρηγόρης και μετά θυμήθηκε ότι η Μαριάνα δεν είχε πει κουβέντα –αυτός της έλεγε την πονεμένη του ιστορία –και ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
«Άντε, συνέχισε», τον προέτρεψε η Μαριάνα.
«Ήταν ότι έψαχνα. Ότι έψαχνα. Κι ακόμα περισσότερα. Σου έχει τύχει ποτέ να ονειρεύεσαι κάτι και το όνειρο να γίνεται πραγματικότητα, αλλά βελτιωμένο; Δεν σου έχει τύχει –σε ελάχιστους συμβαίνει αυτό. Σε αυτούς που ονειρεύονται με βάση τη λογική και σε κωλόφαρδους. Εγώ ανήκα στη δεύτερη κατηγορία. Φάγαμε τον κόσμο για να είμαστε μαζί, λιώσαμε τις καθημερινές συνθήκες και τις ξαναφτιάξαμε –πλαστελίνη έγινε η καθημερινότητα. Δεν είχαμε επιλογές –ή μαζί ή μαζί. Κι όμως, νιώθαμε ότι επιλέξαμε –δεν ξέρω πως γίνονται αυτά τα πράγματα. Ήμασταν μαζί. Ήμασταν ευτυχισμένοι. Ήμασταν πλήρεις. Ήμουν ηλίθιος. Κολλημένος. Και παραμένω τέτοιος. Την απομάκρυνα με τον τρόπο μου. Με την προσήλωσή μου σε ένα σχέδιο γεννημένο πριν από αυτή –σε μια εποχή που νομίζαμε ότι όλα ήταν στο χέρι μας. Θα αλλάζαμε τον κόσμο και τίποτα δεν μπορούσε να σταθεί εμπόδιο –τόσο απλά. Εμένα μου λες; Είναι εύκολο να αλλάξεις τον κόσμο –αλλά είναι δύσκολο να κάνεις τον κόσμο καλύτερο. Ήμουν δίπλα της μισός, ερχόμουν κοντά της για λίγο και μετά χανόμουν. Που πήγαινα; Τι έκανα; Δούλευα για να αλλάξω τον κόσμο! Ο μαλάκας! Το καταλάβαινε. Ήθελε να είναι μαζί μου, ρωτούσε, αγωνιούσε. Δεν υπάρχουν διπλά εισιτήρια στα ταξίδια των φανατικών –δεν μπορούσα να την πάρω μαζί μου. Δεν μπορούσα να τη βάλω στη ζωή μου, την κορόιδευα. Το καταλάβαινε. Αλλά δεν ήταν έτσι –δεν ήθελα να συμβαίνουν όλα αυτά –δεν ήθελα να την κοροϊδεύω –έπρεπε να το κάνω. Δεν ξέρω αν το κατάλαβε ποτέ της. Έλεγε πως είχε την 6η αίσθηση –δεν τα πιστεύω εγώ αυτά. Άκουγε ότι έλεγα –ακόμα κι όταν δεν της μιλούσα. Ήξερε. Πνιγόμουν –από τη μια μεριά εκείνη, από την άλλη … Πήρε την 6η αίσθησή της, μαζί με μια πανάρχαια φωτογραφική μηχανή κι έφυγε. Ανατολικά … δεν ξέρω, δεν έμαθα ποτέ. Με λυπήθηκε ίσως, με σιχάθηκε … κι αυτό πιθανό είναι. Πάντως έφυγε, με τη σιδερένια μηχανή κρεμασμένη στο λαιμό –δεν την ξανάδα από τότε … Την περιμένω. Αλλά ξέρω ότι δεν πρόκειται να έρθει, γι΄αυτό της άφησα μηνύματα μέσα σε μπουκάλια –απ΄αυτά που πετούσαν στη θάλασσα παλιότερα. Στις καινούργιες θάλασσες έριξα τα μπουκάλια –εκεί βολοδέρνουν και την περιμένουν», σώπασε απότομα ο Γρηγόρης, τράβηξε δυο τσιγάρα από το πακέτο, τα άναψε και της έδωσε το ένα.
«Δηλαδή έχασες τη γυναίκα της ζωής σου για αυτή τη μαλακιά που προετοιμάζατε όλοι μαζί; Την έχασες για να βάλετε τον κόσμο να σφάζεται; Με έχει πιάσει βήχας με τα κωλοτσίγαρα σου …» σχολίασε η Μαριάνα.
«Όλα μια συνήθεια είναι», απάντησε ο Γρηγόρης –αν και δεν διευκρίνισε σε τι αναφερόταν.
Ψάχνοντας. Και για νερό
Ο Νίκος με τον Αντώνη έσκαβαν στον πίσω κήπο του σπιτιού. Χωμένοι μέχρι τα γόνατα δίπλα στην τσιμεντένια βάση κάποιου ξεραμένου πηγαδιού –έσκαβαν μέσα στον ιδρώτα που γλιστρούσε τις παλάμες τους.
«Επιμένεις;» αναστέναξε ο Αντώνης.
«Σαν πούστης», τον διαβεβαίωσε ο Νίκος.
«Καλά, αυτό …», παρατήρησε ο Αντώνης.
«Δεν μπορεί να μην υπάρχει φλέβα με νερό! Δεν μπορεί να έφτιαξαν έτσι το πηγάδι!»
«Ούτε υπάρχει η πιθανότητα να έχει στερέψει –έτσι;»
«Αποκλείεται. Η πόλη έχει χτιστεί πάνω στο νερό. Σε μας θα πέσει το ξερό πηγάδι;»
«Σε κάποιον πρέπει να πέσει -πάντως».
«Ναι, αλλά εμείς είμαστε σημαντικοί. Πρωταγωνιστές, ας πούμε. Έχεις δει ταινία όπου το ξερό πηγάδι τυχαίνει στους πρωταγωνιστές;»
«Ναι αμέ –καμιά δεκαριά. Και μετά τρώνε ο ένας τον άλλο και, όταν φτάνει το πλοίο, τρώνε και τους ναυτικούς …»
«Πολύ ευρωπαϊκή κουλτούρα παρακολουθείς –γι΄αυτό κατάντησες έτσι», παρατήρησε ο Νίκος.
Συνέχισαν να σκάβουν για λίγο ακόμα.
«Ο Γρηγόρης με τη Μαριάνα που είναι;» ενδιαφέρθηκε να μάθει ο Αντώνης.
«Κάπου μπροστά …», απάντησε ο Νίκος.
«Και τι κάνουν;»
«Τα γνωστά. Λίγα προκαταρκτικά, τα απαραίτητα, ξέρεις … και μετά, αχαλίνωτο, απεγνωσμένο σεξ δίχως αύριο».
«Έλα κόφτο», τινάχτηκε ο Αντώνης.
«Γιατί αγόρι μου; Γουστάρεις τη γκόμενα για πάρτη σου;»
Ο Αντώνης σκούπισε το μέτωπο του και ανασήκωσε τους ώμους.
«Είναι κάποια Μαριάνα –όπως και να το κάνουμε!» μουρμούρισε.
«Δε νομίζεις πως ήρθε ο καιρός να μου πεις την πραγματική ιστορία της Μαριάνας;» ρώτησε ο Νίκος.
«Ξέρω ‘γω … έχεις τσιγάρα;»
Ο Νίκος του πέταξε ένα πακέτο και κάθισε ανακούρκουδα στην άκρη του λάκκου. Ο Αντώνης άναψε με τον αναπτήρα που βρήκε μέσα στο πακέτο και του τα πέταξε πίσω.
«Λοιπόν η Μαριάνα …», άρχισε σκεπτικός. «Λυκειακός έρωτας, μεγαλύτερή μου ένα χρόνο … Και μέγα μπέρδεμα! Γιατί εγώ είχα την εντύπωση ότι ερχόταν να με συναντήσει στα διαλείμματα επειδή με γούσταρε –ενώ αυτή ερχόταν για να μου λέει τα προβλήματά της. Εγώ κοίταζα τα μπούτια της μέσα από τα κουμπιά της ποδιάς κι αυτή έβλεπε σε μένα την κολλητή της. Το φαντάζεσαι; Τεράστια ξεφτίλα όταν της την έπεσα –ρεζιλίκι που κατέληξε σε σύλληψη από τους μπάτσους –που να στα λέω! Από τότε ψάχνω τη Μαριάνα. Γνωρίζω γυναίκες, βρίσκω λίγη Μαριάνα πάνω τους –μετά τις γνωρίζω περισσότερο … πουθενά η Μαριάνα. Απορώ κιόλας –που σκατά την είδα τη Μαριάνα, ευθείς εξ΄αρχής; Φεύγω –νομίζω ότι παρακάτω θα έχει λίγη Μαριάνα …. Μαλακίες …», ο Αντώνης τράβηξε μια γερή τζούρα από το τσιγάρο του.
«Δυο ερωτήσεις», είπε σκεπτικά ο Νίκος.
«Ρίχτες».
«Πρώτον –ξανάδες ποτέ τη Μαριάνα;»
«Μια φορά, στη λαϊκή –κουτσούβελο στο ένα χέρι, σακούλες με κρεμμύδια στο άλλο …»
«Και;»
«Τι και; Τίποτα. Μιλήσαμε αν και ήθελα να το αποφύγω … αυτό ήταν όλο».
«Καλώς. Δεύτερη ερώτηση …»
«Εδώ είμαι».
«Μήπως είσαι κρυφοαδελφή;»
Ο Αντώνης έμεινε με την απορία στη φάτσα για μισό λεπτό –πριν δει ότι ο Νίκος κυλιόταν στο χώμα από τα γέλια.
Γέλασε κι αυτός.
«Η χαρακτηριστικότερη φάτσα μαλάκα που έχω δει την τελευταία δεκαετία!» φώναξε ο Νίκος ανάμεσα στα χάχανα.
Δυο περίπολοι
Ένα απόσπασμα πολιτών πέρασε στον δρόμο –μπροστά από το σπίτι. Περπατούσαν σέρνοντας τα όπλα τους, κοίταζαν τριγύρω σε αχρείαστη ετοιμότητα.
«Τι κάνουν αυτοί;» ρώτησε η Μαριάνα δείχνοντάς τους.
«Το παίζουν σπουδαίοι», απάντησε ο Γρηγόρης.
«Σκατά στα μούτρα τους», έκανε η Μαριάνα.
Το απόσπασμα σταμάτησε έξω από το σπίτι –κάποιος τους είδε.
«Εδώ μένετε εσείς;» ρώτησε ο κάποιος.
«Όπως βλέπεις …», απάντησε ήρεμα ο Γρηγόρης.
«Το έχετε δηλώσει στην επιτροπή;» ξαναρώτησε εκείνος.
«Ποια επιτροπή;»
«Στο δημαρχείο».
«Όχι. Θα έπρεπε;»
Το απόσπασμα κοίταξε προς το μέρος τους με το ίδιο μάτι.
«Ξένοι είσαστε;»
«Όπως το πάρει κανείς …»
Το απόσπασμα συνοφρυώθηκε. Κάποιος ξεχώρισε –μάλλον ο επικεφαλής.
«Να πάτε να δηλώσετε την κατοικία σας στο δημαρχείο. Όσο πιο γρήγορα, τόσο καλύτερα. Αλλιώς δεν μπορούμε να εγγυηθούμε για τίποτα», είπε.
«Δεν σας ζητήσαμε εγγυήσεις», φώναξε η Μαριάνα.
«Θα πάμε μην ανησυχείς», είπε ήρεμα ο Γρηγόρης.
Το απόσπασμα κοντοστάθηκε για λίγο. Μετά συνέχισε τον δρόμο του –μη βρίσκοντας τι άλλο να πει.
Ένα άλλο απόσπασμα, παιδιά όχι μεγαλύτερα από δεκαπέντε χρονών, σταματούσαν μερικά χιλιόμετρα πιο κάτω γιατί κάτι φαινόταν να κινείται στη μισογκρεμισμένη γέφυρα.
«Ρίξτου», τσίριξε ένα από αυτά στο διπλανό του παδί.
Εκείνο, όπλισε και πυροβόλησε κλείνοντας και τα δυο μάτια –φυσικά δεν πέτυχε τίποτα.
«Μαλάκα», σχολίασε κάποιο άλλο πιτσιρίκι.
Άρχισαν να τρέχουν προς τη γέφυρα γεμάτα περιέργεια. Στα πενήντα μέτρα ξεχώρισαν τον άντρα να σέρνεται. Τραβούσε το αριστερό του πόδι, σφηνωμένο μέσα το διπλωμένο του μπράτσο, σκυμμένος παραπατούσε ανάμεσα στις μπετόβεργες που προεξείχαν κατά μήκος της γέφυρας. Τα παιδιά έφτασαν κοντά του τρέχοντας, αλλά δεν έδειξε να τα διακρίνει. Συνέχιζε μια κίνηση μπροστά και πουθενά.
«Δύο είναι», σχολίασε ένα πιτσιρίκι με αφύσικα άσπρα μαλλιά -αυτό δεν κράταγε όπλο.
Μια κοπελίτσα στράφηκε στον διπλανό της.
«Σου είπα να μην τον πάρουμε μαζί μας τον βλαμμένο», γκρίνιαξε.
Ο άντρας που σερνόταν πετάχτηκε απότομα –είδε κάποιο χέρι να πλησιάζει, βιάστηκε να το πιάσει για να κρατηθεί. Το χέρι δεν υπήρχε –ο άντρας σωριάστηκε με τα μούτρα στο τσιμέντο και έμεινε ακίνητος.
Τα παιδιά μαζεύτηκαν γύρω του σαν τις μύγες –κοίταξαν γεμάτα περιέργεια.
«Πέθανε;» αναρωτήθηκε ένα από αυτά.
Δεν πήρε καμιά απάντηση.
Εδώ είναι ο δρόμος. Ο δρόμος
Βγήκαν από το σπίτι σε παράταξη, ο Γρηγόρης μπροστά, ο Νίκος πίσω και στη μέση ο Αντώνης με τη Μαριάνα. Που κάτι έλεγαν και χαζογελούσαν. Το απόγευμα έστειλε τον ήλιο για μπάνιο, πέρα μακριά στα σιχαμένα νερά του λιμανιού. Κι αυτοί προχωρούσαν ψάχνοντας –χωρίς να ξέρουν τι.
«Υπάρχει περίπτωση να βρούμε φαγητό με αυτόν τον τρόπο;» αναρωτήθηκε ο Νίκος.
«Ξέρω ΄γω … αν βασιστούμε στην καλοσύνη των ξένων …», μουρμούρισε ο Γρηγόρης.
«Τι ‘πες;» έκανε η Μαριάνα.
«Τρύπες», γέλασε εκείνος.
Πέρασαν την πλατεία με τη σκεβρωμένη εκκλησία, ο κόσμος τριγύριζε άσκοπα. Κάποιοι είχαν ρίξει τα παρατημένα άμφια κάτω από τα δέντρα κι έπαιζαν μπαρμπούτι.
«Να που ο εκκλησιαστικός εξοπλισμός έγινε επιτέλους χρηστικός για το ποίμνιο», κορόιδεψε ο Νίκος.
Στην απέναντι άκρη της πλατείας, τα παιδιά πετούσαν πέτρες σε μια επιγραφή. «ΑΡΤΟΠΩΛΕΙΟΝ». Ο τσίγκος της επιγραφής έκανε δαιμονισμένο θόρυβο –κοίταξαν όλοι μαζί, σα συνεννοημένοι.
«Λες να υπάρχει τίποτα εκεί μέσα;» ρώτησε ο Αντώνης.
Τάχυναν το βήμα τους. Σε λίγο έσπρωχναν τα παιδιά για να μπουν στο μαγαζί –άδεια ράφια και κάτι αξύριστοι που κοιμούνταν στους πάγκους.
«Υπάρχει τίποτα να φάμε;» φώναξε ο Γρηγόρης.
«Συσσίτιο μοιράζουν στο δημαρχείο», είπε κάποιος αλλάζοντας θέση στον πάγκο.
«Και που είναι το δημαρχείο;» ρώτησε ο Νίκος.
Δεν πήρε απάντηση –βαρέθηκαν να περιμένουν, ξαναβγήκαν στο δρόμο.
«Θα το βρούμε με τη μυρωδιά», είπε ο Γρηγόρης. Ξεκίνησαν πάλι –σίγουροι ότι, άσκοπα περπατάνε.
Ο Αντώνης πλεύρισε το Γρηγόρη νευρικά.
«Κόψε λίγο και άστους να μας περάσουν», του ψιθύρισε.
Ο Γρηγόρης έκανε ότι χαζεύει μια αυλόπορτα, ο Νίκος με τη Μαριάνα δεν άλλαξαν τον βηματισμό τους –βρέθηκαν δίπλα και κοιτάχτηκαν ηλίθια. Αλλά συνέχισαν να περπατάνε.
«Τι θα γίνει τώρα;» ρώτησε ο Αντώνης μένοντας κοντά στο Γρηγόρη.
«Σαν τι να γίνει δηλαδή; Περιμένουμε και όπου βγει», είπε ο Γρηγόρης.
«Άλλο εννοώ …»
«Για κάντο λιανά …»
«Τι θα γίνει με τους υπόλοιπους –αυτό ρωτάω».
«Το Γιάννη και τον Δημήτρη;»
«Ναι αυτούς».
«Ο Γιάννης … λοιπόν, υπάρχει μια πιθανότητα …τις προάλλες είδα μήνυμά του μετά από χρόνια …»
«Του Γιάννη;»
«Ναι μωρέ –για αυτόν δε μιλάμε;»
«Λοιπόν;»
«Προειδοποιούσε για κάποιον βαλτό σε ένα φόρουμ».
«Ο Γιάννης; Σίγουρα;»
«Ναι … αλλά όχι μόνο … Δηλαδή, έγραψε ένα απόσπασμα από το ‘ευαγγέλιο’ … θυμάσαι … εκεί που έρχεται η μάνα πάνω από τον κοιμισμένο στη φυλακή …»
«Που τον τυραννάει με τα σκελετωμένα χέρια;»
«Ναι αυτό ..»
«Αλλά δεν είναι η μάνα τελικά …»
«Δεν είναι …»
«Και ποιος είναι;»
«Ο προδότης. Ο ίδιος ο φυλακισμένος, που είναι προδότης. Ήταν κι ο Νίκος δικτυωμένος, του το έστειλε με το τελικό κομμάτι της ιστορίας».
«Κι εσύ;»
«Έβαλα την τελευταία φράση …»
«Που ορμάει στα ηλεκτροφόρα …»
«Ναι, αυτή».
«Ποιος ήταν ο βαλτός τελικά;»
«Κοίτα … ο Γιάννης το ξεκίνησε για κάποιον μέσα στο φόρουμ, όντως κυκλοφορούσαν μερικά μηνύματα που έμοιαζαν δικά μας, αλλά δεν ήταν …»
«Έτσι το ξεκίνησε –εντάξει. Παρακάτω;»
«Παρακάτω τσάκισε η δουλειά. Μάλλον ήθελε να μας προειδοποιήσει, αλλά στη μέση θυμήθηκε ότι εμείς, την δικιά του πράξη θεωρήσαμε προδοσία …»
«Ήταν προδοσία!»
«Εντάξει, το ίδιο είπε κι αυτός, αυτό κατάλαβε κι ο Νίκος …πάντως, του έγραψε στα ίσα πως είναι καλοδεχούμενος … Εγώ τον προειδοποίησα …»
«Τον Νίκο;»
«Το Γιάννη ρε μαλάκα! Δεν είσαι εδώ που μιλάμε;»
«Συγνώμη. Παρακάτω;»
«Έρχεται, αυτό κατάλαβα».
«Έρχεται …»
«Ο Νίκος δεν το πιστεύει –τον άκουσες που το έλεγε κιόλας …»
«Θα έρθει. Ο Γιάννης θα έρθει σίγουρα».
«Ελπίζω να κάνεις λάθος. Για το δικό του καλό. Έχει και παιδί, μην ξεχνάς …»
«Τίποτα δεν ξεχνάω. Κι ο Δημήτρης;»
«Ότι ξέρεις, ξέρω. Χαμένος άνευ λόγου, δεν έχει δώσει στίγμα εδώ και κάμποσα χρόνια … Αγνοούμενος».
«Κι ο Δημήτρης θα έρθει …»
«Ναι ε; Μαζί μας ή με τους άλλους;»
«Πάντως θα έρθει …»
«Ότι πεις».
Περπάτησαν για λίγο αμίλητοι.
«Γρηγόρη;»
«Πέστο».
«Τρέχει τίποτα … εννοώ …»
«Αν τρέχει τίποτα;»
«Με σένα και τη Μαριάνα …»
Ο Γρηγόρης γέλασε νευρικά. Έκοψε κι ένα κλαδάκι, το τσάκισε στα δάχτυλά του.
«Τη γουστάρεις;»
«Είναι η Μαριάνα ρε Γρηγόρη!»
«Ναι, αλλά όχι η γνωστή Μαριάνα».
«Κάποια Μαριάνα τέλος πάντων!»
«Σου αρκεί;»
«Και που θες να ξέρω;»
«Κοίτα … μου την ψιλοέπεσε όταν τη γνώρισα, αλλά μάλλον το έκανε για να εξασφαλίσει μεταφορικό μέσο. Οπότε …»
«Πουτάνεψε κι η Μαριάνα, σα να λέμε …»
«Έλα μωρέ τώρα! Εδώ ο κόσμος καίγεται …»
«Όπως και νάχει …»
«Όπως και νάχει –δική σου. Εγώ απομακρύνομαι από το σκηνικό. Αν ζορίσει η φάση θα τα φτιάξω με το Νίκο –είναι κι αυτό μια εναλλακτική …»
«Εντάξει –έγινε. Για τη Μαριάνα δηλαδή … για το Νίκο, σάλτα και πηδήξου. Αλλά πάλι …»
«Τι έγινε τώρα;»
«Λέω … το μεσημέρι … οι δυο σας … στο περβάζι …»
«Ξεκόλλα ρε Αντώνη –την πονεμένη ιστορία μου της έλεγα!»
«Για την …;»
«Για την …»
«Κάτι τέτοια πιάνουν στις γυναίκες –ξέρεις».
«Καλά, άστα να πιάνουν κι ότι μαζέψουν ας μας το φέρουν … Δεν έγινε με τέτοιο σκοπό η τρυφερή σκηνή. Απλά με πέτυχε σε φάση ‘Μελαγχολία το Σεπτέμβρη’…».
«Όπως και νάχει …»
«Ξεκόλλα μωρέ και κάνε κίνηση γιατί μέχρι να της τα ρίξεις θα μας έχουν πλακώσει οι μπόμπες!»
«Όπως και νάχει;»
«Βροχή ή χιόνι –δεν ξέρω …»
«Κι αν όλοι οι χίπις… ας πούμε; Σε τέτοιο στυλ;»
«Πέστε βουνά, μόνο μην πέσετε πάνω μου. Κατανοητό;»
«Απολύτως!»
Άνοιξαν το βήμα τους ταυτόχρονα για να προλάβουν τους άλλους. Έστριψαν στη γωνία βιαστικά και είδαν τη Μαριάνα κατουρημένη στα γέλια να αγκαλιάζει τον Νίκο. Κοιτάχτηκαν.
«Λες να μου την έφαγε ο πούστης;» ρώτησε ο Αντώνης.
«Τα ύστερα του κόσμου!» ψευτοθαύμασε ο Γρηγόρης.
Το στραβωμένο σίδερο της γέφυρας έμοιαζε με σκάλα για τον παράδεισο καθώς στηριζόταν πάνω του, για να σηκωθεί. Έκλεισε τα μάτια, τα ξανάνοιξε –να φύγει η θολούρα. Άδικος κόπος. Η συνοικία νύχτωνε.
«Καλά που δεν πάθαμε και τίποτα!» κορόιδεψε η φωνή στο πλάι του.
«Ναι … θα μπορούσαμε να είχαμε ξεφύγει ζωντανοί, το φαντάζεσαι;» μούγκρισε ο Γιάννης.
«Εντάξει, εσύ μοιάζεις ακόμα για τέτοιος … Όχι πολύ … πάντως τους φέρνεις …»
«Δεν μπορώ να πατήσω καθόλου το πόδι μου γαμώτο!»
«Και γιατί να το πατήσεις; Ξάπλωσε δίπλα στη γέφυρα και περίμενε να σε πατήσει κανένα τανκς –τι τώρα, τι σε μερικές μέρες!»
«Θα βγω από δω ζωντανός –μαλάκα!» ούρλιαξε ο Γιάννης.
«Τέτοια σιγουριά!» κορόιδεψε η φωνή.
«Ζωντανός και θα βγάλω και τους υπόλοιπους από εδώ μέσα … Όλους!»
«Άργησες …» παρατήρησε η φωνή.
«Τι θες να πεις;» ρώτησε ο Γιάννης, αλλά ήξερε ότι μιλούσε στον κούφιο αέρα πριν τελειώσει τη φράση του.
Λίγο πριν τη συνάντηση
Στο ξέφωτο, πλάι σε ένα τεράστιο πάρκινγκ –στεκόταν το δημαρχείο. Κεφάλια ανθρώπων μπαινόβγαιναν στα παράθυρα, καλάθια με τρόφιμα χώνονταν από την κεντρική είσοδο. Αλλά αυτό δεν ήταν κάτι περίεργο. Οπλισμένα αποσπάσματα κακοντυμένων μπερδεύονταν με παιδιά –αν πλησίαζες περισσότερο θα έβλεπες ότι 2 στα 3 αποσπάσματα ήταν φτιαγμένα από παιδιά. Αλλά αυτό δεν ήταν καθόλου αστείο.
Στη μέση του πάρκινγκ έκαναν πρόβα κάτι εξωγήινοι με κόκκινες –μπλε στολές, λοφία στα καπέλα και σκουριασμένα όργανα. Πιο δίπλα, ένας από αυτούς, γονατισμένος προσπαθούσε να κολλήσει μια μεμβράνη τύμπανου με μονωτική ταινία.
«Τι είναι αυτοί οι καραγκιόζηδες;» φώναξε ο Γρηγόρης.
«Η μπάντα … η μπάντα του δήμου …», απάντησε κλαίγοντας από τα γέλια η Μαριάνα.
Ο Νίκος την στήριζε για να μη σωριαστεί και κοίταζε αποσβολωμένος.
«Η μπάντα του δήμου;» αναρωτήθηκε ο Αντώνης.
«Ναι … κάτι μου λέει ότι ήρθαμε ακριβώς στην ώρα της παρέλασης!» είπε ο Νίκος, προκαλώντας ανεξέλεγκτους σπασμούς στη Μαριάνα.
«Πες κι εσύ κάτι έξυπνο ρε βλάκα!» σκούντησε τον Αντώνη ο Γρηγόρης.
«Θα παρελάσουν και τα άρματα μάχης;» πέταξε ξεκάρφωτα αυτός.
Το πρόσωπο της Μαριάνας σκοτείνιασε με τη μία. Ο Νίκος γύρισε απότομα.
«Ευχαριστούμε για το ξενέρωμα», τον έφτυσε η Μαριάνα.
«Δεν κάνει τίποτα …» ψέλλισε μπερδεμένος ο Αντώνης.
«Άστο αγορίνα μου –θα τη ρίξεις με την κορμάρα σου, δεν χρειάζεται να ξανανοίξεις το στόμα», τον χτύπησε στους ώμους ο Γρηγόρης.
Ένας πιτσιρικάς πέρασε τρέχοντας –ο Γρηγόρης άρπαξε το βιαστικό μανίκι.
«Σου πω μικρέ … τι τρέχει; Γιατί βγάλανε τη μπάντα;»
Ο πιτσιρικάς κοντοστάθηκε έτοιμος να βρίσει. Αλλά έδωσε τόπο στην οργή.
«Έρχονται θείο … όπου νάναι θα μπουκάρουν …»
«Ποιοι έρχονται;»
«Εκείνοι!»
Ο πιτσιρικάς ελευθερώθηκε από το κράτημα και χάθηκε στον σκονισμένο δρόμο. Οι υπόλοιποι έμειναν να κοιτάζονται. Πριν αποφασίσουν να προχωρήσουν ανάμεσα στο άτσαλο πλήθος. Έφτασαν στην πόρτα του δημαρχείου –κάποιος μοίραζε όπλα εκεί μέσα. Μπήκαν στην ουρά.
«Τι νέα;» ρώτησε τον μπροστινό του ο Νίκος.
«Δεν έχεις ακούσει; Θα γίνει της κόφας –ξεκίνησαν γενική επίθεση. Σε όλη την πόλη, όπου νάναι μπαίνουν …»
«Ποιοι»
«Τι ρωτάς ρε αδερφέ; Ο στρατός».
«Δεν είναι αδερφός –αδερφή είναι», μουρμούρισε μέσα από τα ανύπαρκτα μουστάκια του ο Γρηγόρης.
Η Μαριάνα πλακώθηκε πάλι στα γέλια. Ο Αντώνης κοίταξε απελπισμένος τον Γρηγόρη.
«Όλοι μπορούμε να το κάνουμε εκτός από σένα φιλαράκι», σφύριξε αυτός. «Καλά λένε ότι ο έρωτας μαλακίζει τον άνθρωπο».
«Τι λέτε εσείς;» ρώτησε η Μαριάνα.
«Κάτι δικά μας», πετάχτηκε ο Αντώνης.
«Δεν κάνει να τα μάθω εγώ;»
«Ούτε κάνει, ούτε πρέπει …», είπε ο Γρηγόρης.
«Και γιατί παρακαλώ;»
«Γιατί μετά θα είμαστε αναγκασμένοι να σε σκοτώσουμε», απάντησε ο Γρηγόρης.
«Τι τώρα, τι μετά από μερικές μέρες …», σχολίασε ο Νίκος που άκουγε την κουβέντα.
«Δηλαδή εσύ με ποιον είσαι –πες μου να καταλάβω!» αγανάκτησε ο Αντώνης.
«Πάντα με τους καλούς –τι νόμισες;» γέλασε ο Νίκος.
«Άλλαξε τον τόνο και είσαι μέσα …», ψιθύρισε η Μαριάνα.
«Τι κάθεστε εκεί πέρα; Θα πάρετε όπλα ή όχι;» δυσανασχέτησε ο άντρας πίσω από το τραπέζι.
Βιάστηκαν να πλησιάσουν.
«Που μένετε εσείς;»
«Στο σπίτι δίπλα στην πλατεία. Με τον κήπο», απάντησε ο Γρηγόρης.
«Κοντά στον Αρχάγγελο;»
«Τον ποιον;» ρώτησε ο Νίκος.
«Ναι εκεί», διαβεβαίωσε η Μαριάνα.
Τους έδωσαν τέσσερα Μ1 με ραγισμένα κοντάκια. Σκουριασμένες κάνες, δυο κουτιά σφαίρες.
«Δουλεύουν αυτά;» ρώτησε ο Γρηγόρης.
«Αν τα καθαρίσετε με λίγο λάδι θα γίνουν σαν καινούργια», είπε ο άντρας πίσω από το τραπέζι.
«Και που θα το βρούμε το λάδι;» αναρωτήθηκε ο Αντώνης.
«Ξέρω ΄γω … πηγαίνετε να τρυγήσετε τίποτα ελιές», κορόιδεψε ο άντρας.
Πήραν τα όπλα και τις σφαίρες, βιάστηκαν μετά να αδειάσουν το χώρο γιατί ο κόσμος αδημονούσε. Όλοι ήθελαν να οπλιστούν και τα όπλα έμοιαζε να λιγοστεύουν.
«Θα τους ξεσκίσουμε ακόμα και με τα νύχια μας», ούρλιαξε μια γριά.
Ο κόσμος τριγύρω της γέλασε -απελπισμένος.
«Είν΄ένας πληγωμένος ΄κει πέρα!» τσίριξε το παιδί μπαίνοντας στην αίθουσα. Κανένας δεν ασχολήθηκε. Η διπλανή συνοικία ξέρναγε πληγωμένους μέρες τώρα. Αχρείαστο βάρος, δεν υπήρχαν περισσευούμενες γάζες, ούτε γιατροί εύκαιροι. Σε λίγο θα είχαν τους δικούς τους πληγωμένους –οι διπλανοί σου πάντα προηγούνται.
Η Μαριάνα αγανάκτησε.
«Δεν θα κάνουν τίποτα;» αναρωτήθηκε.
«Δεν υπάρχει καιρός για περίθαλψη», είπε ο Νίκος.
«Να πάμε εμείς, να τον μαζέψουμε», πρότεινε εκείνη.
Οι υπόλοιποι κοιτάχτηκαν. Γιατί όχι; Μήπως είχαν να κάνουν τίποτα καλύτερο;
«Που είναι ο πληγωμένος;» ρώτησε η Μαριάνα το πιτσιρίκι.
«Εκεί», έδειξε αριστερά του το παιδί. «Στη γέφυρα. Μπορεί να πέθανε …»
«Πάμε να δούμε;» δεν ρώτησε, αλλά δήλωσε η Μαριάνα και ξεκίνησε χωρίς να κοιτάξει πίσω της.
«Εγώ βαριέμαι», είπε ο Νίκος.
«Κι εγώ πεινάω», συνέχισε ο Γρηγόρης.
«Εντάξει θα πάω εγώ. Εσείς κοιτάξτε να βρείτε τίποτα για φαγητό», φώναξε ο Αντώνης.
«Τι κάνει ο άνθρωπος για να γαμήσει!» κορόιδεψε ο Γρηγόρης.
«Στο είπε κι εσένα;» ρώτησε ο Νίκος.
«Ναι, μου άνοιξε την καρδούλα του!» τσάκισε τη φωνή ο Γρηγόρης, φέρνοντας τις παλάμες του στο στήθος. Μετά, έβγαλε δήθεν την καρδιά του, τη φίλησε και την αμόλησε στον αέρα.
«Δεν το βουλώνετε ρε σεις; Που το πάτε δηλαδή; Να σας ακούσει;» φώναξε οργισμένος ο Αντώνης από την πόρτα.
«Το βουλώσαμε», είπε ο Νίκος.
«Και πάμε να βρούμε μάσα», συμπλήρωσε ο Γρηγόρης.
Κάθισε σε ένα παγκάκι, οι ακίδες των ξύλων πιάστηκαν στο παντελόνι του. Δεν γινόταν αλλιώς –είχε λαχανιάσει. Κοίταξε τη γέφυρα, κοίταξε πίσω από τη γέφυρα, κοίταξε τις λάμψεις και τους απόκοσμους ήχους, κοίταξε τα τανκς που ισοπέδωναν τη γειτονιά –ακόμα δεν μπορούσε να βγάλει άκρη πως τα κατάφερε να ξεφύγει. Έβλεπε τα σώματα να ξεψυχάνε –κρακ, κάποιο χέρι έσπαγε, κάποιο πόδι, ουρλιαχτό –κρακ, κάποιο κρανίο τσακιζόταν, ησυχία. Και πάλι από την αρχή … τίναξε το κεφάλι του να γλιτώσει από εκείνη την πλευρά της πόλης. Κοίταξε τη συνοικία που έβραζε από ζωή. Μύρισε τον φόβο, ένιωσε τους ανθρώπους μαστουρωμένους από τον φόβο που κυκλοφορούσε στον αέρα. Μπέρδεμα. Να πεθάνεις όρθιος ή να ξεφτιλιστείς παλεύοντας να σωθείς; Στο τέλος θα αποφάσιζαν ότι κανένας δεν επρόκειτο να γλιτώσει –θα ηρεμούσαν λοιπόν, περιμένοντας. Θα έδειχναν όμορφοι.
«Πρέπει να σηκωθώ», μουρμούρισε. «Πρέπει να φτάσω …», αλλά το πόδι του κρέμασε δίπλα στο παγκάκι σα μαριονέτα με κομμένο σπάγκο. Ψάχτηκε στις τσέπες του μπουφάν, βρήκε ένα τσιγάρο που δεν είχε κοπεί στη μέση. Το άναψε.
«Αναπολούμε;» κορόιδεψε η φωνή.
«Μαζεύω δυνάμεις», απάντησε εκείνος.
«Δηλαδή, έχεις απόθεμα;» ρώτησε η φωνή.
«Όχι. Εκεί είναι το θέμα».
«Δεν σου βρίσκεται κι ένα πιστόλι να τινάξεις τα μυαλά σου», παρατήρησε η φωνή.
«Θα βγω ζωντανός από αυτή την τρύπα!» φώναξε εκείνος και πετάχτηκε όρθιος.
Έτσι κοίταξε στην πέρα μεριά του δρόμου, έτσι είδε έναν άντρα και μια γυναίκα να πλησιάζουν. Από μακριά. Ξανάπεσε στο παγκάκι σφαδάζοντας από τον πόνο.
«Για μένα έρχονται», βόγκηξε.
Ότι κι αν σήμαινε αυτό.
(συνεχίζεται με το καλύτερο κομμάτι -γιατί αυτό δεν θα είναι δικό μου)
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
32 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
ΕΙΝΑΙ ΓΑΜΑΤΟ!!!!
Πωπω! Μπράβο ρε συ! Δεν ξέρω τι να σου πω.
Προσπάθησα χθες να το διαβάσω αλλά γινονταν χαμός.
Λες κ προχωραει μόνο του το χέρι χωρίς σκέψη.
Κ όπως πάντα οι διάλογοι καταπληκτικοί!
Κ κάτι που μου άρεσε (λεπτομέρεια ίσως για κάποιους): «Δύο είναι», σχολίασε ένα πιτσιρίκι με αφύσικα άσπρα μαλλιά -αυτό δεν κράταγε όπλο.
Ναι, το αλλόκωτο παιδί -μπαίνει και βγαίνει σε άσχετες ιστορίες. Είναι αναφορά στον Μαλτέζο που δεν σου πολυάρεσε.
Δεν προχωράει μόνο του το γαμήδι ρε φιλενάδα -με έχει χτικιάσει! Άστα να πάνε, ευτυχώς που ακολουθεί δανεισμένο κείμενο για να οργανωθώ λίγο.
Για να καταλάβω (γιατί το έχεις ξαναπεί) το συγκεκριμένο δεν σου βγήκε εύκολα; φαίνεται σαν νεράκι που τρέχει, χωρίς σκέψη.
Κ είχες πει παλιά ότι ο Μαλτέζος γραφτηκε πιο εύκολα. Περίεργο.
Τον Μαλτέζο τότε που τον διάβασα μπορεί να έφταιγε πώς ήμουν εγώ κ μ' έβαζε να σκέφτομαι πράγματα που δεν ήθελα. Αλλά δε μπορώ να έχω ολοκληρ. άποψη ούτε κ αντικειμενική αφού "δεν μπορεσα" να το διαβάσω.
Άντε καλή συνέχεια να μας δώσεις κ άλλα ωραία :)))
Τι νεράκι -σαν ... άντε μην το πω πρωινιάτικα, βγαίνει αυτό το πράγμα. Λέξη -λέξη και το δημοσιεύω χωρίς να το διορθώσω καν, γιατί αν το διαβάσω δεύτερη φορά θα το σβήσω όλο. Είναι μια κακιά ιστορία, ίσως να φταίνε κάποια προσωπικά κομμάτια -δεν ξέρω.
Ο Μαλτέζος ήταν υπαγόρευση, αλλά μη με ρωτήσεις από ποιον. Ήταν η μοναδική φορά που έγραφα μια ιστορία ξέροντας ήδη τι θα γίνει στην επόμενη συνέχεια. Μάλλον επειδή τα προσωπικά βιώματα είναι βαθειά καταχωνιασμένα εκεί μέσα ... δεν ξέρω.
Ευχαριστώ για το κουράγιο που μου δίνεις, λόγω σχολίων το συνεχίζω -να ξέρεις. Αλλιώς θα την είχα παρατήσει στη μέση την ιστορία.
Σ' αυτό θα συμφωνήσω "Είναι μια κακιά ιστορία..."
Αλλά πολύ ωραία γραμμένη. Ειδικά κάποια κομμάτια, ίσως κάποια άλλα να έπρεπε να είναι κάπως διαφορετικά (όχι ως προς το νόημα). Αποψή μου ως αναγνώστρια, δεν είμαι ειδική (μ' άρεσουν π.χ. συγγραφείς ή ταινίες που δεν ρέσουν σε πολλούς) Εξάλλου ο PiKei θα σε βοηθουσε όπως είχε πει όταν σκεφτείς να το εκδόσεις. :)
Κακώς που το συνεχίζεις λόγω σχολίων πάντως... Αφού σκέφτομαι καμιά φορά μήπως να μην είχες σχόλια για να προχωράς απερίσπαστος.
Έτσι κ αλλιώς μια ιστορία πρέπει να σου κάνει έσενα κέφι κ όχι να την προχωράς για μας. Μπορεί να μένει σ' ένα συρτάρι κ να την πιάσεις κάποια στιγμή.
Γράφεις πολύ ωραία κ δε θα φλυαρίσω άλλο.
Δεν με ενδιαφέρει η έκδοση μωρέ και θα καταλάβεις πιο κάτω το γιατί.
Δεν συνεχίζω λόγω σχολίων (αν πήγαινε έτσι θα το είχα σταματήσει το συγκεκριμένο), απλά, όταν κολλάω άσχημα έρχονται κάποια σχόλια και με ξεκολλάνε. Πολλές φορές μου έχουν υποδείξει πράγματα στα σχόλια -μου αρέσει αυτό γιατί έτσι διορθώνομαι, φωτίζω διαφορετικά κάποιους χαρακτήρες, αποσαφηνίζω πράγματα που τα έχω στο μυαλό μου, αλλά δεν τα έχω εξηγήσει επαρκώς ... Τέτοια πράγματα.
Αυτά όλα δεν θα μπορούσα να τα έχω σε ένα βιβλίο -δεν θα υπήρχε αλληλεπίδραση. Άρα, θα έχανα πολλά πράγματα -δεν με ενδιαφέρει να πω την παπαριά μου και να περάσω στον τηλεφωνικό κατάλογο ως Αδαμάντιος Πολυλογίδης παύλα συγγραφεύς -με ενδιαφέρει ο διάλογος, η ανταλλαγή.
Την ιστορία τη συνεχίζω γιατί πρέπει να τη συνεχίσω, για να νιώθω εγώ καλύτερα. Απλά με κουράζει, με κολλάει ή και τα δυο μαζί. Εκεί μπαίνουν τα σχόλια και βοηθάνε -κατάλαβες;
κατάλαβα...
Η αληθεια ειναι οτι σε ειχα παρακαλεσει στην αρχη να αναβαθμισεις τον Αντωνη αλλά δεν τον ειχες σε μεγαλη υπόληψη.
Ο Γιαννης, πχ, ενω εχει ολα τα φόντα για να λαμψει, εν τουτοις τον κρατάς καθηλωμενο.
Ετσι οπως τους δομεις σαν χαρακτηρες, θα μου αρεσε να υποδυθω τον Γρηγόρη...:) Ανετος τυπος, ανθρωπος της δράσης, που φερνει τη ζωη μπροστα του και τη γυριζει σβουρα.
Ωραια την εφερες τη Μαριανα στο προσκηνιο.Τους χορευει στο ταψι.Αλλη χαρη εχουν οι γυναικες...!
Μην τον πεθανεις το Γιαννη... μην τον κανεις φαντασμα κι αυτον. Ας γινει παραδειγμα προς μιμηση.
Την ιστορια σου mcboy, το ξαναλεω, τη διαβαζω και τη βλεπω στην οθονη του μυαλού μου ταυτοχρονα. Γρηγορη δραση, εναλλαγές σκηνών, διάλογοι εξυπνοι, και συναισθημα απόλυτα ελεγχομενο.
Σιγουρα διαθετεις συγγραφικο χαρισμα!
υγ Κι ο κυριος Αλεξιου εχει ενδιαφερον ε?
υγ αυτο το "νεύει" που εγραψες στο προηγούμενο post, ακρως impressive. Πού το θυμηθηκες?
Χαχα, έλα ντε -που το θυμήθηκα το "νεύμα"; Σε λίγο θα μου ξεφεύγουν και τίποτα καθαρευσουσιάνικα -αν δεν ήταν ο διορθωτής, το τρένο θα το έγραφα ακόμα τραίνο.
Παίρνεις τον Γρηγόρη -ε; Τον κουλ τύπο με τις αρχηγικές ικανότητες. Λοιπόν όλοι αυτοί οι χαρακτήρες θα έπρεπε να είναι πολύ πιο φλατ -αυτή ήταν η αρχική μου πρόθεση. Μια περιπέτεια καταστάσεων, όπου οι χαρακτήρες θα έπαιζαν διεκπεραιωτικό ρόλο. Αλλά, φαίνεται, πλάλι μου ξέφυγαν.
Μωρέ θα τους καθαρίσω όλους -αει στο διάολο πια!
Υ.Γ.: Ευχαριστώ, αλλά χάρισμά σου το χάρισμα.
Συμφωνώ με τον "αντί-λογο" για αυτο: "τη διαβαζω και τη βλεπω στην οθονη του μυαλού μου ταυτοχρονα." Κ για τον κύριο Αλεξίου. Εξαρχής τον είχες δουλέψει πολύ καλά. Μυστήριο πρόσωπο κ ενώ κάποια πραγμ. δεν τα καταλάβαινα δεν ήθελα να ρωτήσω γιατί λέω θα μας τα βγάλει στην πορεία.
Για τον Γρηγόρη...Σιγά τον κουλ τύπο
Ρε σαν τον Γιάννη κανείς! :)))
Κ ο Νίκος πολύ καλός
Πλάκα κάνω, όλοι είναι πολύ καλοί αν κ συνεχώς βλέπεις σε κάποιους απίστευτες αντιφάσεις (που εκπλήσσουν καμιά φορά) στον χαρακτήρα τους
Κ ενώ κ στο προηγούμενο φοβόμουν μην τον πεθάνεις (τον Γιάννη), έλεγα όχι, όσο κ να "σέρνεται" θα είναι μια χαρά...
Επίσης πολύ γέλιο! Πέρα από το κείμενο, τα σχόλιά σου εδώ κ αλλού...(σόρρυ για το άσχετο), αλλά μ' αρέσει που ενώ η κατάσταση είναι πολύ χάλια πλέον αυτα τα άτομα έχουν πλάκα
Α, σόρρυ κ κάτι άλλο.
Επιτέλους φαίνονται οι χαρακτήρες αρκετά ξεκάθαρα.
Ναι, το γέλιο στην όλη υπόθεση είναι δανεικό -έχει να κάνει με τα διαβάσματά μου αυτής της εποχής.
Λοιπόν εσένα πολύ σου αρέσει ο Γιάννης. Κάτι μου λέει οτι είσαι σε κατάλληλη διάθεση για αποκατάσταση (σταθερή σχέση, οικογένεια) γι΄αυτό κολλάς με τον τύπο. Ε;
Υ.Γ.: Ελπίζω να μην παρεξηγήσεις την παρατήρηση -εντάξει;
Χαχαχα!
Όχι ρε Motorcycle Boy δεν είναι καθόλου έτσι . Μπορούσα να το είχα κάνει. Οι πιο πολλοι άντρες που έχω γνωρίσει (εννοώ κ φίλους) αυτοί είναι κυριώς προσκολλημένοι στην παράδοση...
για την ακρίβεια δεν έχω γνωρίσει άντρα που να μην το βλέπει να γίνεται κάποια στιγμή στη ζωή του.
Κ δε λέω ότι είναι κάτι κακό, αλοίμονο, απλά όπως το βλέπουν κ το έχουν μάθει αυτοί (από τα σπίτια τους) μου φαίνεται κάτι έξω από μένα, απλά δεν μπορώ να το φανταστώ.
Κ το περίεργο είναι ότι παντρεμένους που έχω γνωρίσει (π.χ. εδώ στη δουλειά) ενω συνεχώς παραπονούνται, μου λένε από την άλλη ότι αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου... βγάλε άκρη τώρα εσυ...
κ δεν μπορώ να καταλαβω (ειδικά με έναν εδώ) γιατί μου τα πρήζει. Λες κ τους ενοχλώ.
Η΄ ο καραάσχετος (παντρεμένος)στην πολυκατοικία μου που λέμε μια καλημέρα που μ' επιασε στο ξεκάρφωτο κ μου λεγε τέτοια για οικογένεια κλπ. Τι τους νοιάζει ρε γαμώτο;;; Ούτε γονείς μου να ήταν
Τίποτα δεν είναι κακό αρκεί κανείς να είναι ευτυχισμένος μ' αυτό που έχει επιλέξει.
Από την άλλη πάντα "σιχαινόμουν" εκκλησίες κ το τζέρτζελο που ακολουθούσε. Αν κάποτε δε θέλω να χάσω κάποιον που αγαπάω μπορεί να συμβιβαστώ (μ' ένα σύμφωνω:)) αλλά όχι όλα τα υπόλοιπα που δε μ' αρέσουν... να μην τα πολυλογώ τώρα
δλδ ο Νίκος που μ' αρέσει τι σημαίνει; :)
Αγαπητή μου, αν δεν είσαι 40κάτι (στην ηλικία μου δηλαδή) θα έχεις μεγάλα προβλήματα. Αλλιώς παίζει ο μέσος όρος στους σημερινούς 30ρηδες -έχουν ξαναγυρίσει στο "πατρίς, θρησκεία, οικογένεια" και στο "η γυναίκα σκλάβα και δούλα του σπιτιού".
Όπως και νάχει, καλό κουράγιο -θα σου χρειαστεί. Μια καλή απάντηση πάντως στο "γιατί δεν παντρεύεσαι" είναι το "επειδή γουστάρω γυναίκες και περιμένω να νομιμοποιηθεί ο πολιτικός γάμος ομοφυλοφίλων". Το έχω χρησιμοποιήσει κι εγώ κάποτε -αλλά δεν έπιασε γιατί, μπερδεύτηκα και το είπα έτσι ακριβώς!
Μετά, βέβαια, παντρεύτηκα.
Εεεε, ο Νίκος που σου αρέσει τι σημαίνει! "Πανευκολούρα" που λέει και η κόρη μου. Τον βλέπεις ομορφούλη και εξυπνούλη και θέλεις να τον βάλεις στον "σωστό δρόμο" -γιατί "είναι αδερφή επειδή δεν έτυχε να γνωρίσει τη σωστή γυναίκα". Χαχα, πλάκα κάνω -προφανώς (μην έχουμε πάλι παρεξηγήσεις όπως παλιά!)
"Αλλιώς παίζει ο μέσος όρος στους σημερινούς 30ρηδες -έχουν ξαναγυρίσει στο "πατρίς, θρησκεία, οικογένεια""
πραγματικα συμβαινει αυτο.σε λιγο θα αρχισουν να πηγαινουν και καθε κυριακη στην εκκλησια.και δεν μπορω να καταλαβω τη προκαλεσε αυτη τη στροφη.ενταξει η ελληνικη κοινωνια παντα ηταν καπως συντηρητικη αλλα τωρα εχει παραγινει το πραγμα
Σίγα μην είμαι 40 κ κάτι...:)
Αν ήμουν δε θα ρωτούσα για το Χημείο κτλ. Άσε που μερικές φορές (κάτι στης Μανταλένας που είχες πει για τον Πανούση νομίζω) είπα Ωχ! πρέπει να πάρω κανα λεξικό για να τον καταλαβαίνω... :)
Αυτό το αγαπήτη μου κάπως μου 'ρθε... μήπως είσαι ο τύπος απ' την πολυκατοικία μου;
Γιατί ρε Motorcycle Boy θα έχω προβλημ.; Πέρα από το μόνο προβλ. που είχα όταν έχασα κάποιον που ήθελα πολύ (παρόλο που ήταν προοδευτικός/επαναστατικός στη ζωή του) έπρεπε να κάνει το χατήρι της μαμάς (άρε κωλοελληναράδες)... να βρει μία σωστή νύφη (με πτυχία κ λεφτά κυρίως) κ να αποκατασταθεί...
Όσο κ αν κάνεις πλάκα... τι σημαίνει σωστός δρόμος... σίγα μην κοιτούσα να αλλάξω τον Νίκο...
Ααααα! Είσαι πολύ σκατούλης (άλλο θα θελα να σου πω τώρα, αλλά θα με παρεξηγήσεις) πάλι καλά που έχω κάποιους άντρες φίλους κ τους βρίζω ανενόχλητα... Έσυ μπορείς να μου εξηγήσεις τι τους χαλάει τους παντρεμένους εδώ (40 κ πολλά κάτι) που εγώ δε γουστάρω;
"...σημερινούς 30ρηδες -έχουν ξαναγυρίσει στο "πατρίς, θρησκεία, οικογένεια" και στο "η γυναίκα σκλάβα και δούλα του σπιτιού".
ξέρεις κανένα Έλληνα άντρα οποιασδήποτε ηλικίας που να μην το θέλει αυτό κατα βάθος; Αφού όλοι θέλουν τη μαμά τους... :)))
Κ ξαναλέω δεν είναι κακό να είσαι με κάποιον σύντροφο σε περίπου τέτοιο σχήμα (δλδ να συζεις) κ να γίνεσαι κ "σκλάβα" του... άντε πολλά λέμε τώρα... τελοσπάντων με νευρίασες λίγο
Τι εννοείς μ' αυτό; Αγαπητή μου, αν δεν είσαι 40κάτι (στην ηλικία μου δηλαδή) θα έχεις μεγάλα προβλήματα.
Άκου "καλό κουράγιο, θα το χρειαστείς"!!!
Βρε δε με παρατάτε! Δε φτάνει που έχω τον Άρη εδώ να μου λέει τις μαλακίες του "μην κοιτάς τώρα σε λίγα χρόνια θα χοντρήνεις, θα ασχημείνεις κ κανείς δε θα σε θέλει"
τι κωλοσκατοφαλλοκράτης αυτός ο άνθρωπος, αλλά τουλαχιστον ξέρω να τον αποστομώνω
Τι σε λίγο φίλε μου; Πηγαίνουν ήδη και τραβολογάνε και τα έρμα τα παιδάκια τους μαζί! Το τι προκάλεσε την στροφή στον συντηρητισμό είναι τεράστια συζήτηση -ίσως την ανοίξουμε κάποια μέρα. Πάντως, κυκλοφορούν απόψεις -όχι των πατεράδων μας, αλλά των παππούδων μας πλέον κι αυτό είναι κάπως φρικτό, όπως και να το κάνεις!
Καλά, αν ξερεις τον Γιάννη ή τον Νίκο παντρεύομαι!! (όχι σε εκκλησία όμως)
:D
Εσένα όμως ποια είναι η άποψή σου Motorcycle Boy που είσαι σ' αυτή την ηλικία :Ρ και έχουν δει πολλά τα μάτια σου; :)
Υ.Γ. κ τι εννοείς μ' αυτό
"Αγαπητή μου, αν δεν είσαι 40κάτι (στην ηλικία μου δηλαδή) θα έχεις μεγάλα προβλήματα."
μου αρεσε ιδιαιτερα το σημειο οπου ο παπας πυροβολησε τον κλεφτοκοτα αναμεσα στα ματια και μετα τον εθαψε στο αμπαρι της σκουνας του ψαρα του βαγγελή
(οκ ειπα να παρω το ρισκο και να προσποιηθω οτι το διαβασα.)
επεσα καθολου κοντα?
αν αντι για παπά βάλω την αλίκη βουγιουκλακη εστω?
Τον Νίκο τον ξέρω αλλά είναι λίγο μεγαλύτερος από μένα -θα έχει μπαταλέψει τώρα -άσε που, μάλλον, σας αρέσει και στους δυο ο ίδιος τύπος άντρα. Τον Γιάννη τον ξέρω επίσης, αλλά έχει 4 παιδιά.
Η άποψή μου για ποιο θέμα;
Αν ήσουν 40και, κάτι θα έβρισκες από αρχαίους ανθρώπους οι οποίοι θα κατανοούσαν και θα συμμερίζονταν πλήρως τις απόψεις σου. Κάτω από 40 όμως ... άστα βράστα ... Μυαλά γυρισμένα στον προ-ποηγούμενο αιώνα, από όσο έχω δει τουλάχιστον και πλειοψηφικά μιλώντας. Γι΄αυτό σου λέω -μην τις πολυφωνάζεις τις απόψεις σου αν είσαι κάτω από 40, θα σε μαντρώσουν!
fight χαίρομαι που διάβασες το κείμενό μου και διέκρινες μέχρι και τις επουσιώδεις, θα μπορούσα να πω, λεπτομέρειες τις οποίες περιγράφεις. Άραγε, το γεγονός ότι ονομάζεις τον ψαρά Βαγγελή και όχι Βαγγέλη (όπως είναι το πραγματικό του) υποκρύπτει κάποιον συμβολισμό; Αλβανική καταγωγή του ψαρά (άρα, θυματοποίηση); Συγγένεια με τον πρώην παίχτη του ΠΑΟΚ; Δεν ξέρω.
Η Βουγιουκλάκη παίζει σε επόμενο επεισόδιο -που το κατάλαβες ρε θηρίο!
μακρα απο μενα τα περι θυματοποιησης.
παρολαυτα ναι, ο ψαρας ειναι αλβανος και δεν εχει τεχνικη.
με δυναμιτη ψαρευει
Αυτό το τελευταίο σχόλιο -μου δυναμιτίζει την εξέλιξη! Εάν όμως υπάρχει Αλαβανός αλλά όχι θυματοποίηση τι μένει; Εθνικισμός; Ουτσεκάδες; 1-1-4; 4-0; Ρε μπας και είσαι της φράξιας Ριβάλντο;
Σιγά ρε Motorcycle Boy...
Καταρχήν, Δ Ε Ν φωνάζω εγώ τις απόψεις αυτές. Όπως σου είπα άλλοι, παντρεμένοι άντρες, μου τα πρήζουν! Εγώ δεν πήγα να ενοχλήσω κανένα κ μάλιστα στο άσχετο. Ούτε κ να τον κριτικάρω για τις επιλογές του.
Κ ξαναλέω τίποτα δεν είναι κακό αρκεί να είμαστε ικανοποιημένοι σε γενικές γραμμές με τις επιλογές μας.
Απλά καμιά φορά το λέγε-λέγε του Άρη με έβαζε σε σκέψεις.Δλδ όταν τον γνώρισα μου παραπονιώνταν ότι από τα 30 μέχρι τα 38 που είναι τώρα, ότι ένοιωσε σαν να πέρασε η ζωή του χωρίς να την καταλάβει. Επειδή παντρεύτηκε κ έκανε παιδιά... Κ μετά πολλές φορές μου λέει ότι ΔΕΝ υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία από τα παιδιά...
Τι να πιστέψω τώρα που τις πιο πολλες φορές τον βλέπω χάλια κ να "ψάχνεται" για "άλλα πράγματα"...
Τελοσπάντων, κάτι άσχετο. Η Μαριάννα που γουστάρει ο Αντώνης δεν έχει καμία σχέση με τη Μαριάννα του παρελθόντος. Κ να μην είσαι τόσο σίγουρος ότι μπορείς να καταλάβεις τον άλλο επειδή του αρέσει καποιος ήρωας. Γιατί αυτο μπορεί να σημαινει πολλά άλλα. ΌΠως ο Αντί-λογος που του αρέσει ο Γρηγόρης γιατί ταυτίζεται μαζί του ή κάτι τέτοιο.
Υ.Γ. Δε με πειράζει που ο Γιάννης έχει 4 παιδιά, μπορεί επιτέλους να γνωρίσω την ευτυχία που λέει ο Άρης...
Υ.Γ. Ωραίος ο πρόλογος στο καινουργιο, αναμένουμε...
Καλά, για τον γνωστό σου τον Άρη -μια χαρά τα έχεις καταλάβει, φυσικά.
Όχι, δεν λέω οτι μπορώ να καταλάβω τον άλλο από τους ήρωες με τους οποίους ταυτίζεται -λέω οτι εφόσον ταυτίζεται με κάποιο χαρακτήρα, μου δίνει το ερέθισμα να τον ρωτήσω σχετικά.
Ναι, αυτά τα 4 παιδιά του "Γιάννη" μου κάνουν κι εμένα ένα ανεξήγητο μυστήριο. Δεν μπορώ να το καταλάβω αυτό το πράγμα -τι να πω.
Ελπίζω να σου αρέσει το καινούργιο -για μένα είναι καταπληκτικό. Είναι ότι θα ήθελα να μπορούσα να γράψω, αλλά ποτέ δεν το κατάφερα.
Ρε συ δεν είπα ότι μου είναι μυστήριο τ 4 παιδιά του Γιάννη...
Ίσα-ίσα μη σου πω ότι είναι κ προσόν... σε λίγο καιρό δε θα βλέπουμε παιδιά (τουλάχιστον σ' αυτή τη χώρα έτσι όπως πάνε τα πραγμ.)
Κ τον Άρη ακόμα δεν τον έχω καταλάβει πέρα από το ότι "ψαχνεται" που σημαίνει ότι δεν τον γεμίζει η ζωή που έχει
Υ.Γ. κάτι άλλο που μου είχε κάνει εντύπωση είναι ότι η Μαριάννα δε νοιάστηκε καθόλου να δει τι γίνεται με τον γιο της
Για μένα είναι μυστήριο τα 4 παιδιά. Εννοώ -πως γίνεται δηλαδή, είσαι με μια γυναίκα τρελλά ερωτευμένος και σπέρνεις 4, οπότε δεν έχετε χρόνο ούτε να πιαστείτε από το χέρι. Αυτό είναι το μυστήριο.
Το να μη βλέπουμε παιδιά είναι για μένα θετικό -έχουμε κάνει τόσο χάλια τον κόσμο που δεν φταίνε σε τίποτα να έρθουν εδώ και να βασανιστούν τα καημένα.
Ήθελα να τελειώνω με αυτό το "ένστικτο της μάνας" που πεθαίνει για τα παιδιά της κ.λ.π. Και να μιλήσω για όλες αυτές τις γυναίκες που παράτησαν τα παιδιά τους μπας και προλάβουν να ζήσουν. Αυτό είναι η Μαριάνα.
Ναι, σωστός. Έχεις δίκιο κ γω αυτής της άποψης είμαι για τα παιδιά, παρόλο που όταν πήγαινα στο μέρος που μεγάλωσα είχα απίστευτη λαχτάρα να δω τα ξαδερφάκια μου (4 κ 6 χρονων)κ να περάσω τις πιο πολλές ώρες μαζί τους παρά με φίλους που είχα πολύ καιρό να δω...
Αυτό για την Μαριάννα δεν το είχα σκεφτεί. Γενικά η ιστορία σου ξεφεύγει πολύ από τα συνηθισμένα...
Ακόμα κ η Μαριάννα από μόνη της είναι ασυνήθιστη γυναίκα
Μωρέ κι εγώ λατρεύω τα παιδάκια και την κόρη μου περισσότερο απ΄όλα. Αλλά είναι άσχημο το μέρος που τα αναγκάζουμε να ζήσουν -αυτό πιστεύω.
Κανονικά, επειδή η όλη ιστορία κινείται σε ασυνήθιστες καταστάσεις, θα έπρεπε οι ήρωες να πατάνε με το ένα πόδι στην καθημερινότητα και με το άλλο στο "ασυνήθιστο". Δεν τα κατάφερα εντελώς -γιατί, αν τα κατάφερνα κάτι τέτοια θα ήμουνα άγαλμα έξω από την Ακαδημία Αθηνών.
Α! κ κάτι άσχετο
Άκουσα στο ραδιόφωνω ότι έρχεται Ελλάδα αυτός ο Χολογουέι που έγραψε το "Πως να ανατρέψεται το σύστημα χωρίς να καταλάβετε την εξουσία" Κ θα μιλήσει αύριο στο κτίριο της ΓΣΕΕ στις 7.
Μιας κ εσύ μας ενημερώνεις για τόσα είπα να το πω
Αλήθεια; Έχω κανονίσει ρε γαμώτο -κρίμα. Πάντως, αν σε φέρει ο δρόμος σου, άκουσέ τον είναι μαγευτικός τύπος.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!