Προηγούμενα:
1ο μέρος: Στο ξέφωτο βαδίζοντας προς την κλειστή πόρτα
2ο μέρος: 'Ποτέ ξανά' έγραφε η πόρτα που δεν ήταν εκεί νωρίτερα
3ο μέρος: Όπου οι μέρες γέλασαν κι έτρεξαν μακριά
31. Το ξημέρωμα είναι δική μας υπόθεση
32. "Είμαστε τα λουλούδια στον σκουπιδοτενεκέ"
33. Γράφοντας με το ζόρι αναμνήσεις
34. Η νύχτα που μύριζε ξινισμένο ροδόνερο
35. "Πες μου, πόση ώρα έφυγε το τρένο; Κι εκείνη, ήταν μέσα;"
«Η πρώτη έκπληξη πού αισθάνεται κανείς, παρατηρώντας την Ιστορία είναι όταν διαπιστώνει ότι πράγματι, αν η μύτη της Κλεοπάτρας ήταν πιο μικρή, η όψη τού κόσμου θα είχε αλλάξει. Η δεύτερη, ακόμη εντονότερη, είναι όταν βλέπει ότι αυτές οι μύτες είχαν τις περισσότερες φορές τις απαιτούμενες διαστάσεις». Χαϊδεύω τα τυπογραφικά στοιχεία, ξαπλώνω πίσω στην καρέκλα, σημαδεύω το ταβάνι με τον καπνό μου. Μονίμως αποτυγχάνω να πετύχω τους σοβάδες –αλλά δε γαμιέται; Η προσπάθεια μετράει, το λένε όλοι οι ηττοπαθείς. Ξαναβάζω το βιβλίο στο ράφι, δεν το χρειάζομαι σήμερα, επειδή θα τον δω από κοντά, από όσο πιο κοντά γίνεται τέλος πάντων –απόψε θα ραγίσουν τα αγάλματα, απόψε θα κοιτάξουμε στο βάθος της σπηλιάς.
Ξοδεύω περισσότερη ώρα από το συνηθισμένο για να διαλέξω ρούχα, έχει τη φάση του αν λάβεις υπόψη την ποικιλία της γκαρνταρόμπας μου –μαύρα Φρουτ οφ δε Λουμ σκέτα ή μαύρα με στάμπα, τζιν 501 από την αμερικάνικη αγορά ή τζιν Λη από την αμερικάνικη αγορά, δυο μαύρα πουλόβερ κι ένα τζιν μπουφάν. Θέλει σκέψη για να αποφασίσω, όσο να πεις! Ευτυχώς που με βγάζει από τη δύσκολη θέση το τηλέφωνο.
«Πέστο», μουγκρίζω.
«Κωδικός: Παλιά Μαρκίζα», σφυρίζει συνωμοτικά ο Πέτρος.
«Παρασύνθημα;» αναρωτιέμαι.
«Βαμβακάρης», λέει σιγά ο Πέτρος.
«Ο πεθαμένος;»
«Ο γιος του».
«Του πεθαμένου;»
«Ναι».
«Και τι μας διδάσκει αυτό;»
«Οτι ‘οι νεκροί ποτέ δεν πεθαίνουν’!»
«Σωστός! Που χάθηκες εσύ;»
«Τρεχάματα περί ακαδημαϊκής καριέρας...»
«Και τελικά;»
«Φεύγω το χειμώνα για Καλιφόρνια. Ξηγήθηκε η θεία σε κάποιο τοπικό πανεπιστήμιο».
«Ωραίοι είσαστε ρε πούστηδες! Κι εγώ θα μείνω πίσω να τα φυλάω;»
«Έλα κι εσύ!»
«Ναι αμέ! Θα ζητήσω από τον γέρο μου να κόψει ένα τσέκι!»
«Υποτροφία ρε!»
«Για σας είναι αυτά μαλάκα. Που ακούστηκε υποτροφία στα δικά μου; Δεν υπάρχει κοκό στις κοινωνικές επιστήμες».
«Κάποια κακή επιλογή έκανες νομίζω».
«Όλες οι επιλογές κακές είναι –τι να λέμε τώρα. Πες μου καλύτερα περί Μαρκίζα».
«Α ναι! Λοιπόν, κατά τις 10, πλατεία Βαρνάβα, ο χώρος κλιματίζεται».
«Κι από παρέα;»
«Αφρός! Φιλενάδες της Κορίνας –μόνο αυτό σου λέω!»
«Καλά, θα δούμε».
«Μη μας σπας τ΄αρχίδια, μιλάμε για τέσσερις γυναίκες!»
«Εντάξει».
«Λοιπόν, θα τα πούμε εκεί».
«Μισό –να σε ρωτήσω...»
«Πες».
«Ξέρεις οτι η Κλεοπάτρα ήταν αναγκασμένη να έχει μεγάλη μύτη;»
«Από ποιον;»
«Από το ιστορικό γίγνεσθαι».
«Και η Σαμάνθα Φοξ;»
«Τι τρέχει μ΄αυτήν;»
«Ρωτάω –κι αυτή από το ιστορικό γίγνεσθαι είναι αναγκασμένη να έχει βυζάρες;»
«Δεν ξέρουμε ακόμα –τα γεγονότα είναι νωπά».
«Εντάξει –άμα στεγνώσουν ειδοποία μας».
«Δεν θα αμελήσω».
«Γαμιέσαι».
Το τηλέφωνο νεκρώνει –ντύνομαι υπολογίζοντας. Έχω να κατέβω στη σχολή να τον ακούσω, πόσο θα πάρει; Μέχρι τις 9, βάλε 10 το πολύ. Άνετα!
Και η σχολή έχει ντυθεί Ηρώδου του Αττικού –κουρσάρες απέξω, μεσότριβες κυράδες με τουαλέτες, φιόγκοι με γραβάτες –στη γωνία κάτι μαλλιάδες κοροϊδεύουν. Πλησιάζω –γνωστές μούρες. Μαθαίνω οτι το νταβαντούρι θα γίνει στην επίσημη αίθουσα εκδηλώσεων, θα τον αναγορεύσουν κιόλας επίτιμο, πολύ καραγκιοζιλίκι.
«Φέρτον μας μια μέρα στο αμφιθέατρο ρε Κοντό –τι τα θες τα υπόλοιπα;» απορεί ένας μαλλιάς.
«Θέμα πρεστίζ», συμπεραίνει ο άλλος.
«Τι πρεστίζ ρε βλάκα; Εδώ μιλάμε για ανθρώπινο δυναμίτη –δεν έμαθες τι είπε στη συνέντευξη;»
«Τι;»
«Οτι ο Αντρέας τα ξέρασε κανονικά στην Ασφάλεια το ’37!»
«Έλα –πλάκα κάνεις!»
«Να σε γαμήσω! Έτσι έμαθα οτι είπε!»
Ξεκαρδίζομαι. Απέναντι διακρίνω κάτι σκιές μυστήριες να βαδίζουν πλάτη-τοίχο. Μισοκλείνω τα μάτια κόντρα στο μισοσκόταδο.
«Έλα μουνί στον τόπο σου!» λέει ο μαλλιάς δίπλα μου.
«Μαρκήσιος;» απορώ.
«Συν Ζαχαρίας!» σιγοντάρει ο άλλος.
«Τι λες ρε πούστη! Υπάρχουν ακόμα αυτοί;» αναρωτιέμαι.
«Καλά μην τρελαίνεσαι! Το οτι περπατάνε δε σημαίνει τίποτα», με προσγειώνει ο μαλλιάς.
«Θα πάμε μέσα;» ανυπομονώ ξαφνικά.
«Όχι ρε –εδώ θα την αράξουμε στο αγιάζι!» γελάνε οι μαλλιάδες.
Κάνουμε μια γραμμή και πλησιάζουμε τη σημαιοστολισμένη είσοδο.
Η αίθουσα εκδηλώσεων είναι πήχτρα, από την πόρτα της βλέπουμε μόνο σβέρκους, χοροπηδάω στις μύτες μπας και πάρω γραμμή τι συμβαίνει παραμέσα. Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται ο Άκης με τον Παπ, με βουτάνε άγαρμπα.
«Είσαι μαλάκας;» γελάνε.
«Γνωστό αυτό –αλλά γιατί το λέτε;» απορώ πολιτισμένα.
«Έλα πάνω ρε φίλε να βλέπουμε, τι σκατά κάνεις εδώ πέρα;» αγανακτεί η πλάτη του Παπ καθώς ανεβαίνει τα σκαλιά.
Ακολουθώ. Στον πρώτο όροφο δεν έχει αρχίσει να μαζεύεται ακόμα κόσμος, τα παράθυρα που βλέπουν την αίθουσα εκδηλώσεων είναι ορθάνοιχτα, τρέχουμε να πάρουμε θέση.
«Μάγκες είσαστε τα ζωντανά μου ινδάλματα!» πανηγυρίζω.
«Κάτσε πιο μαζεμένα στο περβάζι τώρα, μη σε φουντάρω κατευθείαν στη φαλάκρα του Κορνήλιου», προειδοποιεί ο Παπ.
Και τι φαλάκρα! Γιουλ Μπρίνερ κανονικός, πέφτουν τα δολοφονικά προβόλια πάνω της και μας τυφλώνει η αντανάκλαση. Φοράει ακόμα την τήβεννο, επειδή προηγουμένως έγινε το τσίρκο της αναγόρευσης σε επίτιμο διδάκτορα –καβαλάω το περβάζι σαν πιθήκι για να μη χάσω τίποτα.
«Κοίτα, κοίτα!» μου σφυρίζει ο Άκης.
«Βλέπω», απαντάω.
«Όχι εκεί ρε βούρλο. Εκεί!» δείχνει χαμηλά.
Κεντράρω κάτω από το τραπέζι κι ανακαλύπτω οτι φοράει κατακόκκινες κάλτσες, φαίνονται όσο διπλώνει ψηλά η τσάκιση του παντελονιού του! Κοιταζόμαστε και οι τρεις μας.
«Θεός!» μουρμουρίζουμε ταυτόχρονα.
Κόσμος πλακώνει τώρα –πήραν χαμπάρι τα παράθυρα και έρχονται να κρεμαστούν δίπλα μας, πέφτει σιωπηλό στριμωξίδι. Γιατί σιωπηλό; Επειδή εκείνος άρχισε να μιλάει.
Έχω ακούσει καθηγητές καταπληκτικούς, ομιλητές παθιασμένους, άνετους, χιουμορίστες, που τα λόγια τους κολλάνε στο μυαλό σου σα μαστίχα. Έχω ακούσει... αλλά καμιά σχέση αδερφέ μου! Όσο μιλάει ο Καστοριάδης τα κουνούπια σταματάνε το βούισμά τους, οι λείες επιφάνειες γκελάρουν τις λέξεις του με σεβασμό –για να μη χαθεί τίποτα. Αναφέρεται συνέχεια στον Πλάτωνα κι εγώ σιχαίνομαι τον Πλάτωνα –αλλά ακούω με το στόμα ανοιχτό, κοφτές φράσεις, μετρημένα σταματήματα, πιάνει τις έννοιες με τα δάχτυλά του και τις αποθέτει στοργικά στον πηχτό αέρα, μετά προχωράει λίγο μακρύτερα, απότομα γυρίζει πίσω και τσακίζει τις ίδιες του τις λέξεις σαν καρύδια. Βγάζει τότε καινούργια νοήματα και πάλι από την αρχή. Στοιχηματίζω οτι αν πέσει το κτίριο και μας πλακώσει λίγοι θα το καταλάβουν. Αλλά κανένας δεν θα κουνηθεί από τη θέση του.
«Αυτό ήταν, τελείωσε», μουρμουρίζει ο Παπ.
Νιώθουμε όλοι πιο ελαφροί –σα να μας έκαναν αφαίρεση ζωτικών οργάνων, στη αίθουσα από κάτω οι επίσημοι έχουν πλακωθεί να σαλιαρίζουν.
«Θα πάμε απέξω να τον χαιρετήσουμε;» ρωτάει ο Άκης.
Τον κοιτάζουμε παραξενεμένοι. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα! Οπότε, τους ακολουθώ προς τον κήπο, κοντοστέκομαι κάθε λίγο να αγγίξω κρύους τοίχους, ξύλινες κουπαστές, σκύβω δήθεν να δέσω το κορδόνι μου, ακουμπάω τα μάρμαρα του διαδρόμου. Σιγουρεύομαι, η σχολή δεν αναπνέει πλέον –εκείνος ήρθε να της κλείσει στοργικά τα μάτια και να μας ανοίξει το δρόμο. Πρέπει να φύγουμε από εδώ πέρα –δε υπάρχει κάτι περισσότερο να κάνουμε.
Αρπάζουμε μπύρες από το απέναντι περίπτερο και καθόμαστε οκλαδόν στο γρασίδι.
«Τώρα μπορώ να αποφοιτήσω με την ησυχία μου!» μουρμουρίζει ο Παπ.
«Ναι, αυτό περίμενες και δεν τελείωνες!» γελάει ο Άκης.
«Λίγο το΄χεις; Αυτό ρε ηλίθιε ήταν σημάδι από το υπερπέραν!» λέει σοβαρά ο Παπ.
Τον κοιτάζουμε με γουρλωμένα μάτια. Ξεκαρδίζεται.
«Που θα συνεχίσετε;» ρωτάω.
«Πλατεία, ξέρω ΄γω;» μουρμουρίζει ο Άκης.
«Παίζει ένα ρεμπετάδικο αν ενδιαφέρεστε...» προτείνω.
«Ντιπ μπαλαλάικα είσαι αγόρι μου!» αγανακτεί ο Παπ. «Μετά από Καστοριάδη ρεμπετάδικο;»
«Και που να πάμε; Λυρική;»
«Το λιγότερο!»
«Ε, να πάτε τότε!»
«Θα πάμε!»
«Κι αν είναι κλειστή η Λυρική πεταγόμαστε πλατεία για κανέναν σούβλακος».
Γελάνε καθώς σηκώνονται, μένω πίσω να τους χαζεύω –καταπληκτικοί μαλάκες! Είμαστε όλοι μας.
Η ώρα είναι ακόμα νωρίς, σκέφτομαι οτι ο Τάκης θα κωλοβαράει σπίτι του. Ξεκινάω κατά κει για να τη σκοτώσω κάπως, την ώρα. Με κεφάλι γεμάτο σφήκες και μάτια καθαρά διακοσμητικά. Η πόλη γύρω μου νυστάζει –τα μαγαζιά κατεβάζουν ρολά. Και είναι τόσο νωρίς ρε πούστη μου!
«Ποιος είναι;» ρωτάει η φωνή από το θυροτηλέφωνο.
«Εγώ».
«Ποιος είσαι εσύ; Αυτός που λέει οτι είναι φίλος του Τάκη;»
Μορφάζω νευρικά. Ο πατέρας του Τάκη, ο ηρωικός κυρ-Δημοσθένης, είναι έξτρα επινοητικός σπαζαρχίδης. Ενίοτε.
«Ναι, αυτός ακριβώς είμαι –σας έλειψα;»
Απαντάει το νιαούρισμα της πόρτας που ξεκλειδώνει αυτόματα, ανεβαίνω σκάλες, μπαίνω στο διαμέρισμα.
«Τι κάνεις ρε μυστήριε; Το διαλύσατε το κράτος ή ακόμα;» ρωτάει ο κυρ-Δημοσθένης κοιτάζοντάς με πάνω από τα γυαλιά του.
«Μπα, αφήνουμε το Μητσοτάκ να καθαρίσει για πάρτη μας», μουρμουρίζω.
«Σκατά στα μούτρα σας ξεφτίλες!» γελάει θυμωμένα εκείνος.
Τραβάω κατά το δωμάτιο του Τάκη –τον βρίσκω να συναρμολογεί κάποιο αεροπλανάκι καθισμένος στο πάτωμα.
«Δεν σου έχει πει κανένας οτι μεγάλωσες πλέον αγόρι μου;» χαμογελάω.
«Ναι, μου το είπανε και μετά τους γάμησα όρθιους –τι γουστάρεις;» μανουριάζει εκείνος.
«Μα, αεροπλανάκια συναρμολογούμενα;»
«Ναι, θες να βοηθήσεις μπας και τελειώσω κάποτε;»
Κάθομαι γελώντας, βγάζω τσιγάρο.
«Απαγορεύεται το καπνίζειν», λέει ο Τάκης.
«Το πτύειν επιτρέπεται;» ρωτάω εγώ.
«Καβλωμένος μου ήρθες».
«Τι να σου λέω τώρα! Τέλος πάντων –πότε θα πάμε στο μαγαζί;»
«Αργότερα».
«Βρεθήκατε με Πέτρο;»
«Ναι –στα είπε τα δικά του έτσι; Κανονίζουμε σωστή φάση στο Αμέρικα, δυο ώρες δρόμο θα είμαστε. Με το αεροπλάνο βέβαια, αλλά...»
«Δε μ΄ενδιαφέρει να μάθω», τον κόβω.
«Εντάξει, ότι γουστάρεις...»
«Με την Κορίνα πως πάει;»
«Καλά, μια χαρά... Εσύ;»
«Άψογα. Η Έλσα την έκανε μετά τη μοιραία συνάντηση...»
«Ναι ε;»
«Ναι. Και με το δίκιο της η κοπέλα...»
Αφήνει κάτω το μισοτελειωμένο κοκπίτ, κλείνει το μπουκαλάκι της κόλας με προσοχή.
«Δε με κόφτει καθόλου το δίκιο του κόσμου –όποιος το ‘χασε, να πάει στον ΟΗΕ. Εσύ μου λες τι θα κάνεις;»
Παίζω με το πακέτο μου, βγάζω πάλι ένα τσιγάρο.
«Άναψέ το το γαμήδι!» αγανακτεί ο Τάκης.
Το ξαναβάζω στο πακέτο.
«Λοιπόν, τι θα κάνω; Δεν ξέρω, δε μ΄ενδιαφέρει κιόλας. Υποθέτω οτι θα τελειώσω τη σχολή λίαν συντόμως...»
«Κόψε μωρέ τις πίπες! Άλλο σε ρωτάω!»
«Τι θες δηλαδή; Να την κυνηγήσω; Και μετά; Αραχτός στην κουνιστή μου πολυθρόνα θα τη χαζεύω να μεταμορφώνεται από γυναίκα σε σκιά; Φιλοσοφώντας περί ελεύθερης βούλησης την ώρα που θα κρατιέμαι με το ζόρι μην την αρπάξω από το μαλλί και τη συνεφέρω με χαστούκια;»
Χαμογελάει.
«Δε σε ρώτησα για την Άλεξ –για την Έλσα σε ρώτησα αν σκοπεύεις να κάνεις κάτι».
«Σωστά», ψιθυρίζω κάπως ντροπιασμένος.
«Κέρνα τσιγάρο», λέει.
«Απαγορεύεται το κάπνισμα», απαντάω.
Αλλά του δίνω. Εγώ δεν έχω πια όρεξη.
«Θα καείς γι΄αυτό, Χάρυ Έιντζελ!» μουρμουρίζει.
«Ξέρω. Στην κόλαση», συμπληρώνω την ατάκα.
«Κάπνισε το υπόλοιπο μέχρι να ντυθώ», μου πετάει το τσιγάρο ενώ σηκώνεται.
«Ξέρεις κάτι; Νομίζω οτι λιγόστεψαν οι μέρες μας –έτσι δείχνουν τα πράγματα», ψιθυρίζω.
«Και λοιπόν; Μήπως καλοπερνάγαμε και δεν το πήρα είδηση;» αναρωτιέται.
Έξω από το τζάμι του περνάνε γραψαρχίδικα τα αυτοκίνητα, η άσφαλτος είναι μουσκίδι, σταγόνες αιωρούνται σε καπνισμένα ντουμάνια. Ποιος πούστης καταβρέχει συνέχεια την άσφαλτο ποτέ δεν έχω καταλάβει.
«Φύγαμε;» αδημονεί ο Τάκης.
«Υπάρχει κάποιο σχέδιο υποθέτω», λέω εγώ.
«Θα πάρω αμάξι γέρου καθότι οι γκόμενες κυριλέ κι έτσι», μουρμουρίζει ο Τάκης.
Βγαίνουμε –πέφτουμε πάλι πάνω στον κυρ-Δημοσθένη.
«Για που το βάλατε;»
«Λέμε να ασχοληθούμε αποκλειστικά με το σεξ σήμερα πατέρα», πληροφορεί ο Τάκης.
«Σιγά μη σκίσετε καμιά κυλότα!» γελάει εκείνος.
«Μπα δεν το βλέπω, καθότι φετιχιστές», μουρμουρίζω εγώ.
«Πως το ‘πες αυτό; Αυνανιστές;» κάνει τον κουφό ο κυρ-Δημοσθένης.
«Έτσι ακριβώς», ψευτογελάω.
Χτυπάμε το κουδούνι του Πέτρου, μας λέει οτι κατεβαίνει αμέσως –οπότε αράζουμε για τσιγάρο. Είναι γνωστή η ταχύτητα απόκρισης του Πέτρου.
«Λένε τίποτα οι υπόλοιπες;» ρωτάω τον Τάκη.
«Έτοιμες για όλα!» περηφανεύεται.
«Εντάξει, εγώ τότε να πηγαίνω», ψιθυρίζω.
«Έλα μωρέ μαλάκα! Κόψε τη σάχλα!»
Ο Πέτρος κατεβαίνει φορώντας ήδη τα γάντια του, μας χαιρετάει και πλακώνεται να ξεκλειδώσει τη μηχανή.
«Κομβόι κι έτσι;» χαμογελάει.
«Μέσα είσαι», απαντάει ο Τάκης.
Ξεκινάμε για το σπίτι της Κορίνας που μας περιμένουν οι κοπέλες. Συγκρατημένα ενθουσιώδεις. Στο βγάλσιμο της λεωφόρου ο Τάκης στρίβει με χειρόφρενο, ο Πέτρος φρενάρει ανάποδα, εγώ δεν έχω όρεξη. Κάτω από το σπίτι της, κορνάρουμε μανιασμένα, γκαρίζοντας.
«Κορίνααααα!!!!»
Βγαίνει στο μπαλκόνι στολισμένη.
«Καλώς τ΄αγόρια μου!» πανηγυρίζει.
«Την καλύτερη ιδέα θα έχει η γειτονιά για πάρτη της», ψιθυρίζω στον Τάκη.
«Κωλώνει η Κορίνα;» αναρωτιέται ρητορικά εκείνος.
Οι κοπέλες κατεβαίνουν μετά το καθιερωμένο στήσιμο, χαιρετούρες, γελάκια και μπόλιμα σουξουμούξου.
«Που είναι το κορίτσι σου;» με δείχνει επιτιμητικά η Κορίνα.
«Νάτο», κάνω εγώ δείχνοντας τον Πέτρο.
«Είσαι λίγο παλιομαλάκας ή μου φαίνεται;» χαμογελάει εκείνη.
«Το ‘λίγο’ μου άρεσε!» επικροτεί ο Τάκης.
«Εγώ θέλω να πάω με μηχανή!» απαιτεί μια ξανθιά με μίνι φούστα.
«Κι εγώ, κι εγώ!» τσιρίζει η διπλανή της.
Δεν χρειάζεται να συνεννοηθώ με τον Πέτρο, θα πάρει την ξανθιά, θα πάρω την άλλη. Έτσι πάει.
«Να μου προσέχετε τις φίλες μου ρεμάλια!» προειδοποιεί η Κορίνα.
«Μην ανησυχείς –ντυμμένες θα στις επιστρέψουμε», την καθησυχάζει ο Πέτρος.
Η δικιά μου φαίνεται ολίγον σχίζο, μέχρι ν΄ανέβει στη μηχανή χαχάνιζε και κορόιδευε ασύστολα, με το που ανέβηκε μετατράπηκε σε αγνή, αμόλυντη παρθένα. Κοκκινομάλλα, διακριτικές φακίδες στις άκρες των ματιών –όμορφη νομίζω.
«Πως σε λένε;» ζητάω να μάθω.
«Σόνια», ψιθυρίζει στ΄αυτί μου.
«Ρεντ Σόνια», διευκρινίζω.
«Τι;»
«Τίποτα».
Ο Πέτρος μου κλείνει το μάτι δείχνοντας το αμάξι του Τάκη –στην πίσω θέση μια ξινισμένη πιτσιρίκα, όλως τυχαίως, η ασχημότερη.
«Θα τους γαζώσει κανονικά», γελάει.
«Τα καλά της μόνιμης σχέσης», παρατηρώ.
Ξεκινάμε.
Η κοκκινομάλλα πίσω μου κάθεται σα στυλιάρι –πρέπει να τη θυμάμαι σε κάθε στροφή, μην την αδειάσω στο βγάλσιμο.
«Έλα πιο κοντά, δε δαγκώνω», της λέω.
«Καλά είμαι κι έτσι», απαντάει.
Στ΄αρχίδια μου τελικά.
Φτάνουμε έξω από το μαγαζί όπου την ξεφορτώνομαι όλο τακτ, από δίπλα ο Πέτρος με την ξανθιά μαλακίζονται.
«Εννοείς αυτό που κατάλαβα;» τη ρωτάει με υφάκι.
«Δεν ξέρω, αλλά φοβάμαι να ρωτήσω», χαχανίζει εκείνη.
Μπαίνουμε στο μαγαζί μπερδεμένοι, μια κυρούλα κρατάει γκαρνταρόμπα, αλλά δεν έχει τίποτα να πάρει από μας. Η αίθουσα είναι συμπαθητική, κάπως «αγιόκλημα και γιασεμί», αλλά τέλος πάντων. Κόβω κίνηση, σκοπεύω να καθίσω δίπλα στη στρίντζω του αμαξιού, αφού δεν έχω μέλλον τουλάχιστον αν καλύψω τους υπόλοιπους. Κάθεται, κάθομαι, έρχεται η κοκκινομάλλα, της λέει κάτι στ΄αυτί, η στριμένη δυσανασχετεί (φυσικά) αλλά σηκώνεται και δίνει τη θέση της. Ανάθεμα τις γκόμενες –με λίγα λόγια.
Ο Στέλιος ο Βαμβακάρης ανεβαίνει στο πάλκο, είναι ένα κεφάλι ψηλότερος από τους υπόλοιπους της κομπανίας –έχει και δυο γκόμενες να τον πλαισιώνουν, όχι παίζουμε! Μας κοιτάζει όπως ο μάγειρας το ιμάμ, μετά σκύβει κι αρχίζει να γραντζουνάει. Γενικά βγάζω καντήλες με το μπουζούκι, αλλά ο τύπος το σκίζει το όργανο σε στυλ πάνκικο –όλο συγχορδίες κι από σόλα μηδέν. Γουστάρω κάπως. Κι εκείνος κοπανάει το τραγούδια του στο πλακάκι, βιάζεται, βαριέται ή απλώς δεν είναι εδώ.Ένας τυπάκος με γιλέκο σκάει πάνω από τα κεφάλια μας, παραγγέλνουμε Τσάνταλη με τα σχετικά φρούτα.
«Λες να φέρει τίποτα μπανάνες;» κλείνει το μάτι ο Πέτρος στην ξανθιά.
«Πολύ μιζέρια τα φρούτα», μουρμουρίζει ο Τάκης.
«Γιατί καλέ; Πάνε με το κρασί, δε βρωμάει και το στόμα!» κακαρίζει η Κορίνα.
«Σκέτη ραδιοφωνική διαφήμιση η δικιά σου!» λέω εγώ.
«Αλλά και πάλι... Φρούτα ρε γαμώτο!» συνεχίζει ο Τάκης.
«Θα προτιμούσες τίποτα τζατζικάκι με γύρους;» ρωτάει πονηρά η Κορίνα.
Ο Τάκης αλληθωρίζει, η Κορίνα με κοιτάζει δήθεν απελπισία κι εγώ κουνάω το κεφάλι –ο Τάκης τρώει το τζατζίκι με τη γαβάθα, γνωστό αυτό.
Έρχονται τελικά κάτι πορτοκάλια και μήλα με κανελίτσα –σκέτο γηροκομείο. Τα χλαπακιάζουμε σπρωγμένα με κρασί, γαμιέται κανονικά το στομάχι μου στην καούρα. Τρώω μια τσιμπιά τότε, στο εντελώς ξεκάρφωτο. Πετάγομαι.
«Μίλα καλέ στο κορίτσι!» σφυρίζει η Κορίνα στο αυτί μου.
«Και γι΄αυτό με τσιμπάς γαμώτο! Άντε παράτα μας!» μουγκρίζω.
«Σταμάτα να το παίζεις και μίλα της μη χεστούμε!»
Κοιτάζω απορημένος.
«Ρε Κορινάκι, αυτή είναι μουγκή ας πούμε!»
«Είναι επειδή ντρέπεται...»
«Είναι επειδή ντρέπεται –εντάξει, θα δω τι θα κάνω», λέω και την ξεφορτώνομαι.
Ο Βαμβακάρης ξηγιέται κάτι τσιφτετέλια, οι γκόμενες ανεβαίνουν πάνω, οι γκόμενοι στα γόνατα και στο παλαμάκι –ζωοπανήγυρις. Ο Πέτρος με την ξανθιά, μέσα στα κόλπα φυσικά.
«Λοιπόν Σόνια; Πως σου φαίνεται το μαγαζί;» πετάω την τυπικούρα μου.
«Μια χαρά. Θες να πάμε στην τουαλέτα για μπαλαμούτιασμα;» λέει εκείνη ήσυχα.
Ένα κομμάτι μήλο κάθεται στο λαιμό μου, ξεσκίζομαι στο βήχα. Το παθαίνω αυτό με τις ντροπαλές αν θες να ξέρεις!
«Κάπως ξεκάρφωτο, νομίζω» λέω τελικά.
«Μαλακίες. Αφού γουστάρεις...»
«Και που το ξέρεις για πες μου; Σπουδάζεις μέντιουμ;»
«Όχι αλλά έχω κάνει διατριβή στους μαλάκες!»
«Σωστή!» χαμογελάω. «Φύγαμε λοιπόν».
Σηκώνεται πρώτη γιατί ακόμα δεν έχω ψηθεί περί της σοβαρότητάς της –ακολουθώ κι εγώ μετά. Οι τουαλέτες μυρίζουν χλωρίνη άρωμα τριαντάφυλλο –σκέτη αηδία. Διαλέξαμε «γυναικών» -χωρίς να το συζητήσουμε. Μπαίνουμε, κλειδώνουμε πίσω μας, εκείνη κολλάει αναγκαστικά πάνω μου. Σκύβω να τη φιλήσω –και είμαι δυο πόντους πριν το καταφέρω, όταν με σπρώχνει πίσω -γονατίζει φάτσα με τη λεκάνη. Μετά αρχίζει να ξερνάει ανελέητα. Κάποιος ρομαντισμός!
Την κρατάω από τους ώμους όσο τραντάζεται. Ίσως κιόλας να ψιθυρίζω καθησυχαστικά, «δεν τρέχει τίποτα», «θα περάσει», «ηρέμησε»... «ίσως» λέω. Μετά τη βοηθάω να σταθεί στα πόδια της, ευτυχώς η τουαλέτα έχει νιπτήρα, σκοπεύω να τη χώσω κάτω από το τρεχούμενο νερό –έχει όμως τις αντιρρήσεις της.
«Βγες έξω σε παρακαλώ», μου ζητάει.
«Θα τα καταφέρεις;»
«Ναι –μια χαρά».
Βγαίνω λοιπόν. Το στομάχι μου έχει δεθεί φιόγκος, ανάβω ένα τσιγάρο να διώξω τη μυρωδιά αλλά ανακατεύομαι χειρότερα. Αποφασίζω να ρίξω ένα κατούρημα στη διπλανή τουαλέτα –έτσι, για την τιμή των όπλων.
Την προλαβαίνω καθώς βγαίνει. Έχει κάπως σενιαριστεί –αλλά το στραπάτσο ακόμα φαίνεται.
«Πάμε λίγο έξω να πάρεις αέρα», προτείνω.
Με ακολουθεί με το κεφάλι κάτω. Είναι ένα συμπαθητικό κορίτσι τελικά –ένα συμπαθητικό, μικρό κορίτσι.
Καθόμαστε στο πεζοδρόμιο έξω από το μαγαζί και χαζεύουμε τις βάρκες που κουνιούνται στο βάθος της πλατείας.
«Σε χάλασε το κρασί;» ρωτάω.
«Ο συνδιασμός», απαντάει.
«Μαύρο;»
«Χάπια».
«Αρχίδια! Τι τα θες εσύ αυτά;»
Με κοιτάζει σχεδόν απορημένη.
«Προσπαθώ να τα βγάλω πέρα», απαντάει.
«Μάλιστα! Η μικρή Σόνια προσπαθεί να τα βγάλει πέρα!» χαμογελάω.
«Δεν είμαι μικρή!»
«Ότι πεις».
Σωπαίνουμε τότε –μια παρέα περνάει δίπλα μας και μπαίνει στο μαγαζί.
«Αλλιώς τα είχαμε σχεδιάσει γι΄απόψε...» μονολογεί.
«Πως δηλαδή; Κραιπάλη και αχαλίνωτο σεξ;» κοροϊδεύω.
«Να ξεκολλήσουμε κυρίως. Απ όλα...»
«Όπου ‘όλα’ σημαίνει κάποιος γκόμενος;»
Γελάει.
«Και αυτό...»
«Κρίμα λοιπόν που δεν επωφελήθηκα από το πήδημα αντεκδίκησης!»
«Βγάλτη σκούφια σου... Αφού κι εσύ στα ίδια είσαι, μου είπε η Κορίνα...», γελάει ντροπαλά.
«Σωστά –όλοι τα ίδια σκατά είμαστε. ‘Κι ας είναι πάντα γεμάτο κόσμο/ όλο και κάποιο δωμάτιο θα βρεθεί/ για τους εραστές με τις ραγισμένες καρδιές/ να κλάψουν μέχρι κατάθλιψης’. Έτσι δεν πάει;»
Με κοιτάζει χωρίς να καταλαβαίνει.
«Άστο», λέω, «παλιές ιστορίες».
Σηκωνόμαστε χωρίς άλλη κουβέντα, πηγαίνουμε να βρούμε τους υπόλοιπους. Και τους βρίσκουμε –ότι έχει απομείνει τουλάχιστον. Επειδή ο Πέτρος με την ξανθιά έχουν εξαφανιστεί στα ενδότερα, αποδεικνύοντας οτι διαθέτουν δυνατότερα στομάχια, νομίζω.
Ο Τάκης δε βλέπει την ώρα να τελειώνει η σεμνή τελετή, η στριμένη πέφτει από δίπλα στη Σόνια γεμάτη ενδιαφέρον, διακρίνοντας κάποια προοπτική να γαμηθεί εντελώς η σημερινή έξοδος. Κι εγώ ανάβω τσιγάρο κοιτάζοντας τον Σπύρο Φωκά να χορεύει μόνος του ζεϊμπέκικο, «Άνοιξα πόρτα στη ζωή» -τραμπαλίζω ανάμεσα στο θαυμασμό και το γιουχάισμα. Αλλά δε νιώθω –κατάλαβες; Κι επειδή δε νιώθω δε βλέπω το λόγο, δε βλέπω απολύτως κανένα λόγο.
Για τίποτα.
«Την κάνουμε;» ρωτάει ο Τάκης.
«Από λίγο-λίγο...» απαντάω και αρχίζω να μαζεύω τα πράγματά μου. Μετράω κεφάλια, λειψοί είμαστε.
«Που είναι η Λένα;» τσιρίζει η στριμένη.
«Λένα; Ποια Λένα;» αναρωτιέται ο Τάκης.
«Η θεία Λένα», υποθέτω.
«Α, αυτή...»
«Δεν θα τους περιμένουμε;» απορεί η Σόνια.
«Κανείς δε θα σε περιμένει», ψευτοτραγουδάω εγώ.
«Τι είναι πάλι αυτό;» ρωτάει η Σόνια.
«Τίποτα», λέω.
Οι κοπέλες φεύγουν μαζί με τον Τάκη, η Κορίνα με κοιτάζει στραβά που δεν προωθήθηκα στη φιλενάδα της κι εγώ... Τι εγώ;
Εγώ –τίποτα.
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
16 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Point 1: Me kaneis yperhfano pou apodeiknyeis oti h leksh "κάβλα" grafetai me β ki oxi me au. Einai pio kabla etsi.
Point 2: "Pame sthn toualeta gia mpalamoutiasma?" Malaka gamw tis 80's gkomenes sou kai ta 90's pou kshmerwsane meta.
Point 3: -Sonia.
-Red Sonja.
Haahahhahahahahah thn exwse anelehta, auth h tainia einai toso xalia pou katantaei cult.
Kalhmeres.
Ρε φίλε, με "υ" είναι καϋλα, όχι κάβλα, χεχεχε.
Εγώ πάντως την έπεσα για ύπνο στα 90ς -δεν πολυπήρα πρέφα... Αλλά θα το παραδεχτώ, κάπως ξενέρα η έκφραση "μπαλαμούτιασμα" -δεν ήμασταν συνηθισμένοι.
Την Κόκκινη Σόνια εγώ την ήξερα από το κόμιξ. Έχει βγει σε ταινία; Κοίτα τι μαθαίνω! Καλή η γκόμενα τουλάχιστον;
Καλημέρα.
μαλακίες γκόμενα... η Μπριγκίτε Νίλσεν, αν την θυμάσαι... το κόμικ γαμάει ακόμα πάντως...
Όχι ρε πούστη μου! Η Ρεντ Σόνια ήταν θεοθεά στο κόμικ! Και με μακρύ μαλλί!
Εντάξει, βέβαια, η Μπριγκίτε είναι ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΜΟΡΦΗ, ας μην ξέχναμε οτι παράτησε τον Σταλόνε και έφυγε με τη γραμματέα του, αλλά όχι και Ρεντ Σόνια!
Re lhgmena pairnete? H Nielsen einai absolument katastash...
Η Λέσλι; Κοίτα -εντάξει, γυναίκα δεν τη λες. Αλλά και μόνο να τη σκέφτομαι με τη γραμματέα του Σταλόνε σε ιδιαίτερες στιγμές, εμένα με καλύπτει.
Υ.Γ.: Κάποιο επίπεδο έχουμε εδώ μέσα -όχι παίξε γέλασε!
αγαπητέ fixit, περί ορέξεως, κολοκυθόπιτα... αλλά ok, αφού κεράτωσε τον Ράμπο ΚΑΙ με την γραμματέα του, we'll give her the benefit of the doubt... γιά το άλλο τώρα, ας είχαμε κι ας ήταν και ληγμένα...
mboy, όταν θα γυρίσω πίσω, θύμισε μου να σου δώσω μιά στοίβα κόμικς...
Στέγνα καταραμένη! Λύκε θα στο θυμίσω σίγουρα
Τι εγώ;
Εγώ -τίποτα.
Κάποια σημαδιακή δήλωση.
Για ενα τιποτα μπορει να ερθει ολοκληρη καταστροφη!! ;)
‘Κι ας είναι πάντα γεμάτο κόσμο/ όλο και κάποιο δωμάτιο θα βρεθεί/ για τους εραστές με τις ραγισμένες καρδιές/ να κλάψουν μέχρι κατάθλιψης'
Μεταφρασμενοι στιχοι απο τραγουδι ή δικο σου?? Κολλησα με αυτο.
Χεχε, ότι υπάρχει με πλάγια γράμματα δεν είναι δικό μου. Με το δίκιο σου κόλλησες. Heartbreak Hotel του Βασιλιά Elvis
Δύο τσιγάρα και δυο τίποτα.
Καλά, μην το φτάσουμε στο πακέτο και πάθουμε τίποτα καρκίνο -χεχεχε.
Μπα, "τίποτα" δεν θα πάθουμε.
Ευτυχώς, αν και η τύχη με την ευτυχία είναι απλησίαστες γκόμενες.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!