Τρίτη, Απριλίου 21, 2009

3. Ποταμίσια απόνερα

Προηγουμένως:
1.Ο Άρης είναι καθηλωμένος σε παραθαλάσσιο ξενοδοχείο αντιμετωπίζοντας σημαντικά κενά μνήμης. Μαζί με μια ακόμα ένοικο, την Κατερίνα, βρίσκουν έναν κρεμασμένο άντρα κοντά στο ξενοδοχείο.

2. Οι χωρικοί εμφανίζονται με απειλητικές διαθέσεις λόγω του κρεμασμένου, αλλά η κατάσταση διορθώνεται μετά την παρέμβαση του θείου Χάρη και την παράδοση των ενόχων κυνηγών.


Δεν ξεκίνησε καλά η μέρα, φλέβες ξυλοκόποι έπιασαν δουλειά από νωρίς στα μηνίγγια μου, στριφογύρισα στα σεντόνια μπας και μπερδευτούν –σύντομα παραιτήθηκα, το πήρα απόφαση. Υπάρχει κάτι ζωντανό μέσα στο κεφάλι μου, αδύναμο ακόμα, ύπουλο –κρύβεται και περιμένει να κοιμηθώ, τότε πετάγεται και μου τρώει το μυαλό. Τρέφεται από τις αναμνήσεις μου, ξυπνάω όλο και πιο παράλυτος. Με το πέρασμα του χρόνου.

Χαιρέτησα τον άντρα με τα πεθαμένα μάτια στον καθρέφτη, είχα αρχίσει να τον συνηθίζω, μπορεί και να σφύριζα ανέμελα αν θυμόμουν κάποιο τραγούδι, την ώρα που άνοιγα τη βρύση για να πλυθώ. Ναι, μπορεί και να σφύριζα αν δε με προλάβαινε το κλαψούρισμα της βρύσης. Περίμενα λίγο, ακούγοντας τον αέρα να βολοδέρνει στις σωληνώσεις μέχρι που σιγουρεύτηκα οτι δεν υπήρχε περίπτωση να έρθει νερό. Το σάλιο ξεράθηκε στο στόμα μου.

Στην τραπεζαρία είχε παράξενη ησυχία, ήταν οι περισσότεροι εκεί μέσα, έτρωγαν ανόρεχτα, απαντούσαν μονολεκτικά. Ή με νοήματα. Κάθισα δίπλα στον Μάρκο, οι υπόλοιποι της παρέας του δεν φαίνονταν τριγύρω. Έπινε αργά ένα ποτήρι νερό.
«Εμφιαλωμένο έτσι;» έδειξα το ποτήρι.
«Τι άλλο;» μόρφασε. «Δεν τους φτάνανε όλα τ΄άλλα, μας κόψανε και το νερό!»
Μπερδεύτηκα λίγο.
«Ποιους εννοείς;»
«Πήγαινε στο παράθυρο και θα δεις», είπε ο Μάρκος.
Αυτό ακριβώς έκανα. Εντάξει, δεν μπορώ να πω οτι δεν το περίμενα, αλλά η θέα των κρεμασμένων στο δέντρο μου δίπλωσε το στομάχι. Δεν έβλεπα τα πρόσωπά τους, όμως σκεφτόμουν οτι τουλάχιστον ο Παναγιώτης γλίτωσε την επιθανάτια αγωνία λόγω βλακείας. Κάτι έμοιαζε να κινείται πίσω από το δέντρο, φαίνεται οτι οι χωρικοί είχαν αφήσει μερικούς φρουρούς, για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο.
Ένα χέρι άρπαξε τον ώμο μου. Γύρισα αργά.
«Ο θείος θέλει να ανέβεις πάνω», είπε ο Γιούρι.
«Να πιω καφέ πρώτα», ζήτησα.
«Έχει καφέ πάνω», μούγκρισε ο Γιούρι.
Τον ακολούθησα λοιπόν, ψάχνοντας με το βλέμμα μπας και πετύχω πουθενά στο σαλόνι τον Στέφανο. Δεν κατόρθωσα να τον εντοπίσω.

«Καλημέρα...», χαμογέλασε εγκάρδια ο θείος Χάρης.
«Άρη με λένε», τον πληροφόρησα.
«Όπως και να΄χει –καλημέρα!» ξεκαρδίστηκε ο θείος Χάρης.
Το δωμάτιό του έδειχνε τακτοποιημένο, για την ακρίβεια ήταν δυο συνεχόμενα δωμάτια με ενδιάμεση πόρτα –κάθισα στην πολυθρόνα απέναντί του και περίμενα.
«Λοιπόν; Που είχαμε μείνει;» αναρωτήθηκε ο θείος Χάρης.
«Στο οτι δεν έχω πιει ακόμα καφέ», μουρμούρισα.
«Βανέσα! Φέρε καφέ στον κύριο Άρη», φώναξε, δείχνοντας κατάπληκτος από την παράλειψη.
Μπήκε τότε μια πανύψηλη ξανθιά, άφησε μπροστά μου καφέ, κουλουράκια, νερό –ένιωσα πραγματική ευγνωμοσύνη. Η ξανθιά εξαφανίστηκε αθόρυβα.
«Τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά», ψιθύρισε ο θείος Άρης. «Πίστευα οτι θα ξεμπερδεύαμε μαζί τους δίνοντας εκείνους τους δυο ηλίθιους....»
Περίμενα να συνεχίσει όσο εκείνος με περίμενε να μιλήσω.
«Έχουμε κι άλλα προβλήματα εκτός από το νερό», του είπα.
Μισόκλεισε τα μάτια δείχνοντας ενδιαφέρον.
«Δεν ξέρουμε μέχρι πότε θα δουλεύουν οι γεννήτριες στους καταψύκτες, αν και, με τη μανία που έχει πιάσει τους περισσότερους να αρπάζουν τρόφιμα και να τα κρύβουν στα δωμάτιά τους σε λίγο δεν θα χρειάζονται καταψύκτες».
«Τι προτείνετε λοιπόν;» χαμογέλασε ενθαρρυντικά ο θείος Άρης.
Σήκωσα τους ώμους.
«Γιατί θα πρέπει να προτείνω κάτι;» αναρωτήθηκα.
«Επειδή είσαστε λογικός άνθρωπος και ιδιαίτερα παρατηρητικός. Τέτοιοι άνθρωποι έχουν πάντα τις καλύτερες ιδέες», απάντησε εκείνος.
«Οι ιδέες είναι εύθραυστες, ειδικά όταν υπάρχουν όπλα τριγύρω», του εξήγησα.
Γέλασε, δείχνοντας να εκτιμά το καλαμπούρι μου.
«Μην σας απασχολούν αυτά», είπε απλά.
«Πως δηλαδή; Εσείς θα έχετε τα όπλα κι εμείς θα ενεργούμε υπό την προστασία σας;» απόρησα.
«Βλέπετε άλλη λύση;» ενδιαφέρθηκε να μάθει.
«Τα όπλα ποτέ δεν υπήρξαν λύση», είπα σταθερά. «Αν καθίσουμε όλοι μαζί εκεί κάτω κι αποφασίσουμε κάποια πράγματα...»
Ξεκαρδίστηκε.
«Τι ρομαντικός που είστε! Συζητήσεις, ψηφοφορίες, συναίνεση... Αυτά δεν οδηγούν πουθενά».
Σηκώθηκα πίνοντας γρήγορα τον υπόλοιπο καφέ μου.
«Αν αυτά δεν οδηγούν πουθενά, τότε δεν έχει νόημα η κουβέντα μας. Κατεβείτε κάτω, δώστε τις εντολές σας κι αν κανένας τολμήσει να φέρει αντίρρηση –πυροβολήστε τον. Δεν θα είναι η πρώτη φορά άλλωστε...»
«Ακόμα κι αυτό, στην ανάγκη....» μουρμούρισε ο θείος Χάρης.
«Εντάξει, αλλά μην υπολογίζετε σε μένα», είπα ήρεμα.
Ο Γιούρι μου έκανε χώρο για να βγω από το δωμάτιο κι όσο κατέβαινα τις σκάλες σκεφτόμουν οτι θα έπρεπε να αναπροσαρμόσω τις προσδοκίες μου περί συμμαχιών. Επειδή, έτσι όπως το πήγαινα, σε λίγο θα βρισκόμουν κρεμασμένος στο δέντρο, κοινή συναινέσει.

Κατεβαίνοντας τις σκάλες, έπεσα πάνω στον Στέφανο.
«Που ήσουνα;» ρώτησε αγχωμένος.
«Έπινα καφέ με τον θείο», του είπα.
Με κοίταξε περιμένοντας τη συνέχεια, αλλά δεν είχα τίποτα να του πω.
«Τι έγινε με το νερό;» ρώτησα με τη σειρά μου.
«Έχουν σκάψει έξω από το ξενοδοχείο, βρήκαν τη σωλήνα και την αποσύνδεσαν. Αν κοιτάξεις από το πλαϊνό παράθυρο, θα δεις τη λακκούβα –αυτό μάλλον θέλουν κι εκείνοι. Να βλέπουμε το νερό να τρέχει...»
«Εντάξει, καλά κάνουν. Υπάρχουν τίποτα εργαλεία, να ξανασυνδέσουμε τη σωλήνα;» ρώτησα.
Μου έδειξε δίπλα στην πόρτα, ένα βαλιτσάκι.
«Ωραία», είπα εγώ.
«Θα βγεις έξω;» με ρώτησε.
«Βλέπεις καμιά περίπτωση να το φτιάξουμε από εδώ μέσα;» απόρησα.
Τον χτύπησα στην πλάτη φιλικά και ξεκίνησα. Κάποιος έπρεπε να κάνει τη δουλειά κι αν αυτό ήταν επικίνδυνο, τόσο το χειρότερο για μένα. Έτσι όπως είχε γίνει η κατάσταση, δεν είχαμε πολλές ελπίδες μέσα στο ξενοδοχείο χωρίς νερό. Κι εγώ δεν ήμουν ιδιαίτερα αγαπητός –καλύτερα λοιπόν να έπαιρνα το ρίσκο. Σήκωσα το βαλιτσάκι, βγήκα έξω βιαστικός, λόγω φόβου.

Έσκυψα το κεφάλι για να προστατέψω τα μάτια μου από τον ήλιο, γι΄αυτό δεν θα μπορούσα να διακρίνω τους ανθρώπους πίσω από το δέντρο. Κι ο ήλιος μου την έφερε πούστικα, ήταν κρυμμένος πίσω από κάτι αραιά σύννεφα, περίμενε να ξεθαρρέψω –όταν το έκανα, πετάχτηκε και με τύφλωσε. Οι άνθρωποι πίσω από το δέντρο παρέμεναν αόρατοι.
Στάθηκα λοιπόν στη μέση του ξέφωτου, άφησα το βαλιτσάκι στο χώμα και σήκωσα τα χέρια ψηλά.
«ΜΕ ΛΕΝΕ ΑΡΗ, ΨΑΧΝΩ ΝΑ ΒΡΩ ΤΗΝ ΚΟΡΗ ΜΟΥ», φώναξα. Έψαχνα και για μια γυναίκα, αλλά αυτό αποφάσισα να μην το πω, επειδή, όπως και να ΄χε, οι άνθρωποι ήταν πολύ μακριά για να με ακούσουν. Ξανασήκωσα το βαλιτσάκι και προχώρησα.

Τα πόδια μου βούλιαξαν στη λάσπη, θύμωσα πολύ, επειδή πάντα με ενοχλούσε το σπαταλημένο νερό. Αν έβλεπα βρύση να τρέχει, πήγαινα ασυναίσθητα και την έκλεινα –από μικρό παιδί –κάποιο υποσυνείδητο δέσιμο με το νερό, τρέχα γύρευε. Γονάτισα, κοίταξα καλύτερα τη σωλήνα –ευτυχώς δεν την είχαν σπάσει. Μόνο το χοντρό δαχτυλίδι είχαν λασκάρει πάνω στην ένωση, έχασκαν οι δυο άκρες ξεδοντιασμένες. Πίεσα, ρίχνοντας το βάρος μου για να τις φέρω στην ευθεία, δεν ήταν και πολύ εύκολο. Εκείνη τη στιγμή έσκασε δίπλα μου η πρώτη πέτρα ανατινάζοντας το λιμνασμένο νερό. Κοίταξα προς το δέντρο, οι άνθρωποι είχαν βγει στο ξέφωτο, μέτρησα πέντε εκεί πέρα, οι τρεις με σημάδευαν παίρνοντας φόρα. Έσκυψα το κεφάλι, συνέχισα τη δουλειά μου. Δυο ακόμα πέτρες πλατσούρισαν κοντά μου, όμως οι επόμενες δυο με πέτυχαν. Στον ώμο και στο πλευρό. Πόνεσα, αναγκάστηκα να δουλέψω πιο γρήγορα, πίεσα τις δυο άκρες απεγνωσμένα, κάτι κατάφερα. Μια πέτρα με βρήκε στο μέτωπο, αναστέναξα. Αλλά συνέχισα.

Τότε άκουσα παπούτσια να χτυπάνε στις πέτρες, άνθρωποι έτρεχαν, σήκωσα το κεφάλι, από το ξενοδοχείο έρχονταν κάποιοι προς το μέρος μου. Οι πέτρες σταμάτησαν κι έτσι μπόρεσα να φέρω τις άκρες σε ευθεία, τώρα έμενε μόνο να σφίξω το δαχτυλίδι. Έσταζα από παντού αλλά δε με ενοχλούσε ιδιαίτερα.
«Είσαι καλά;» ρώτησε ο Στέφανος.
Στέκονταν από πάνω μου μαζί με την Ελβίρα και τη Θάλεια. Χαμογέλασα, συνέχισα τη δουλειά μου.

Σε λίγο το νερό σταμάτησε να τρέχει, ξέπλυνα προσεκτικά την ένωση, δεν φαινόταν να υπάρχει κάποια διαρροή. Σηκώθηκα με τα γόνατα μουδιασμένα, περπάτησα προσεκτικά.
«Έχεις αίματα!» φώναξε η Θάλεια.
«Δεν είναι τίποτα», είπα.
Ακίνητοι και οι τρεις τους με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος –κοίταζαν τους χωρικούς που οπισθοχωρούσαν προς το δέντρο των κρεμασμένων.
«Πάμε να φύγουμε», είπα.
Με ακολούθησαν αμίλητοι.

Στο σαλόνι του ξενοδοχείου πολλοί μας υποδέχτηκαν ζητωκραυγάζοντας, άρχισα να κρυώνω, το νερό έκανε τα πράγματα χειρότερα, πονούσα αρκετά από τα χτυπήματα πλέον.
«Πρέπει να μιλήσουμε», είπε η Ελβίρα αγκαλιάζοντάς με.
«Εντάξει», είπα άψυχα.
Καλύτερα να ξεμπερδεύαμε όσο πιο γρήγορα γινόταν, είχα ανάγκη να χωθώ στο κρεβάτι μου και να μείνω έτσι μέχρι να νυχτώσει. Καθίσαμε σ΄ένα απόμερο τραπέζι.
«Θα πρέπει να σου πω ευχαριστώ εκ μέρους όλων...» άρχισε η Ελβίρα.
«Έχεις αυτή τη συνήθεια να μιλάς εκ μέρους όλων», σχολίασα.
Η Ελβίρα στηρίχτηκε στο τραπέζι.
«Κι εσύ γουστάρεις συνεχώς καυγάδες άνευ λόγου!» τσίριξε.
Ένιωθα αδύναμος, μάλλον η αιμορραγία...
«Κοίτα –δεν υπάρχει λόγος για όλα αυτά. Ας ξεμπερδεύουμε μια κι έξω. Δεν τα πάω καλά με τους ανθρώπους, θα το έχεις καταλάβει –δεν έχω καμιά διάθεση να μπω μπροστά, να ξεχωρίσω, να οδηγήσω... ‘Για να οδηγήσεις τους ανθρώπους, θα πρέπει να έχεις κάπου να πας΄ άκουσα να λένε, δεν θυμάμαι που το άκουσα... δεν έχει σημασία. Το θέμα είναι οτι σκοπεύω να κρατηθώ ζωντανός όσο γίνεται περισσότερο, δεν ήρθα για διακοπές σ΄αυτό το ξενοδοχείο, ψάχνω την κόρη μου και ... τέλος πάντων. Αυτό που λέω είναι οτι δεν θα κοντράρω στις διαθέσεις σου, θα μείνω στην άκρη και θα κάνω ότι νομίζεις. Αν έχω αντιρρήσεις θα στις αναφέρω τετ α τετ, σύμφωνοι;»
Με κοίταξε καχύποπτα. Δεν είχα καμιά όρεξη για καινούργιες κόντρες.
«Ξεκίνα να τους οργανώνεις, τα καταφέρνεις καλύτερα απ΄όλους μας», την παρότρυνα.
«Δεν είναι τόσο εύκολο πλέον... Είναι αυτοί οι τύποι με τα όπλα...» μουρμούρισε.
«Άσε τον θείο Χάρη σε μένα», είπα.
«Προσπαθείς να επιβληθείς; Από τη μια δηλώνεις πρόθυμος να με ακολουθήσεις κι από την άλλη μου δίνεις εντολές;» χτύπησε το χέρι εκνευρισμένη η Ελβίρα.
«Εντάξει, ότι νομίζεις... Λέω τώρα να ξαπλώσω λίγο, κάνε οτι σου κατέβει με τον θείο Χάρη κι ενημέρωσέ με όταν με χρειαστείς», έκανα κουρασμένα.
Σηκώθηκα να φύγω αλλά ένιωθα πιο αδύναμος από τουμπαρισμένο μπάμπουρα.
«Και δηλαδή τι σκεφτόσουν να κάνεις εσύ;» ρώτησε κάπως πιο ήσυχα η Ελβίρα.
«Να πάω και να τους ζητήσω τα όπλα... κάτι τέτοιο», είπα εγώ.
Εκείνη γέλασε.
«Τότε θα σε σκοτώσουν», σχολίασε ανάλαφρα.
«Και δεν χαίρεσαι; Κέρδος θα έχεις! Ένας λιγότερος, πολλοί αγανακτισμένοι», της εξήγησα.
Μετά έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα για να μην καταρρεύσω μπροστά σε τόσο κόσμο.

Ξύπνησα μέσα στον ιδρώτα. Το κεφάλι μου είχε πάρει φωτιά, αλλά θυμόμουν κάποιο γυναικείο χέρι –λεπτό, απαλό χέρι –που δρόσιζε το μέτωπό μου με βρεμένες κομπρέσες, ώρες ολόκληρες, ακούραστα. Ξύπνησα μέσα στον ιδρώτα. Το κεφάλι μου έκαιγε και κανένας δεν ήταν τριγύρω, κανένα γυναικείο χέρι –ακούμπησα την πληγή, μόνο ξεραμένο αίμα. Και πυρετός, πυρετός που ράγιζε τα κόκαλά μου, ήθελα να βάλω τα κλάματα στην αγκαλιά της μάνας μου αλλά δεν νομίζω οτι είχα ποτέ μάνα. Ίσως κάποτε –παλιά. Τότε που οι άνθρωποι χαμογελούσαν στα ανοιχτά παράθυρα και λέγανε «καλημέρα», «καλησπέρα», «όλα καλά».

Σηκώθηκα λοιπόν παραπατώντας, άνοιξα τη βρύση για να σιγουρευτώ οτι είχαμε ακόμα νερό. Μετά, χώθηκα στο ντους κι έμεινα ακίνητος μέχρι να νιώσω καλύτερα. Έξω έπεφτε σκοτάδι διάτρητο, έστησα αυτί, κάτι ούρλιαζε παραπονεμένα σαν ξαναμμένη γάτα. Ντύθηκα με πολύ κόπο και κατέβηκα τις σκάλες.

«... θα πρέπει να γίνονται σεβαστά. Μόνο όσοι μαγειρεύουν θα έχουν πρόσβαση στους καταψύκτες –σύμφωνοι; Είπαν κάποιοι οτι πρέπει να βρούμε τρόπους για να πιάσουμε ψάρια, υπάρχουν και κάτι χόρτα γύρω από το ξενοδοχείο, ίσως να τρώγονται, ξέρει κανείς από χόρτα;» η Ελβίρα κοίταξε τους συγκεντρωμένους στην τραπεζαρία, περιμένοντας απάντηση.
«Συγνώμη που άργησα», απολογήθηκα.
«Κάθισε, δεν πειράζει», χαμογέλασε η Ελβίρα. «Λέγαμε εδώ πέρα οτι πρέπει να οργανωθούμε στο ζήτημα του φαγητού αν θέλουμε να επιβιώσουμε. Ήδη κάποιοι ανέλαβαν να μαγειρεύουν, αλλά πρέπει να εξασφαλίσουμε τροφή για την περίπτωση που θα τελειώσουν οι προμήθειες στους καταψύκτες και δεν θα έχει παρουσιαστεί κανένας να μας πάρει από το ξενοδοχείο...»
«Δεν είμαι σίγουρος οτι θα έρθει ποτέ κανένας να μας πάρει και αν ακόμα εμφανιστούν, δεν θα είναι για να μας πάρουν από εδώ πέρα...» μουρμούρισε ο Στέφανος.
«Τότε γιατί;» αναρωτήθηκε η Θάλεια.
«Δεν ξέρω... ίσως για να σιγουρευτούν οτι πεθάναμε», είπε σιγά ο Στέφανος.
«Δεν βγαίνει άκρη με όλα αυτά», είπα εγώ.
«Σωστά!» συμφώνησε η Ελβίρα. «Ας δούμε πως θα επιβιώσουμε, αυτό προέχει».
«Εγώ αρνούμαι να δουλεύω όσο κάποιοι άλλοι κάθονται», πετάχτηκε η Αργυροπούλου.
«Εννοείς τους....» έδειξε κατά τις σκάλες ο Μάρκος.
«Κι αυτούς», απάντησε η Αργυροπούλου κοιτάζοντάς με.
«Όλοι θα δουλέψουμε», είπε η Ελβίρα. «Όσοι ξέρουν, θα μαγειρεύουν –οι υπόλοιποι θα βγουν για αναζήτηση τροφής».
«Το χώμα είναι υγρό, λόγω της θάλασσας. Λέω να δοκιμάσουμε μήπως μπορούμε να διατηρήσουμε τρόφιμα σε λάκκους εδώ γύρω –για την περίπτωση που μείνουν από ρεύμα οι καταψύκτες», πρότεινε ο Στέφανος.
«Καλή ιδέα», είπε η Ελβίρα.
«Και ποιος θα προσέχει τα τρόφιμα;» ρώτησε η Κατερίνα.
«Αυτοί που θα μαγειρεύουν», διευκρίνισε η Ελβίρα.
«Δε γίνεται να μαγειρεύουμε και να φυλάμε σκοπιές ταυτόχρονα!» πετάχτηκε ο Μάρκος.
«Μη σας απασχολεί η φύλαξη. Όποιος αποπειραθεί να κλέψει τρόφιμα θα πυροβολείται επιτόπου», ακούσαμε τη φωνή από τις σκάλες.
Κοιτάξαμε ταυτόχρονα.
Ο θείος Χάρης κατέβαινε με αργό βήμα, χαμογελαστός. Πίσω του ερχόταν ο Γιούρι. Στράφηκα στην Ελβίρα για να δω πως θα το χειριστεί.
«Δε νομίζω οτι...» ξεκίνησε να λέει.
«Αγαπητή μου, ποιος ο λόγος να περιπλέκουμε τα πράγματα;» αναρωτήθηκε ο θείος Χάρης. «Είμαστε εδώ και πρέπει να επιβιώσουμε, αυτό ενέχει κινδύνους... κυρίως εξωτερικής φύσεως», έδειξε έξω από το παράθυρο, προς το δέντρο των κρεμασμένων. «Εγώ είμαι πλέον πολύ γέρος για να βοηθήσω σε πρακτικές εργασίες, αλλά ο Γιούρι είναι ακόμα νέος. Ας μεγιστοποιήσουμε το όφελος παίρνοντας από καθέναν σύμφωνα με τις δυνατότητές του –αν βάλετε τον Γιούρι να μαγειρέψει το πιθανότερο είναι να πεθάνετε από δυσεντερία, αν τον βάλετε να μαζέψει χόρτα ελλοχεύει ο κίνδυνος της δηλητηρίασης κι αν τον βάλετε να ψαρέψει ... αφήστε το καλύτερα. Το μόνο που ξέρει να κάνει ο Γιούρι είναι να προστατεύει, ας προστατεύσει λοιπόν τις προμήθειές μας», είπε ο θείος Χάρης πλησιάζοντάς μας αργά.
Οι υπόλοιποι έδειξαν να συμφωνούν. Η Ελβίρα έμοιαζε μπερδεμένη. Κοιταχτήκαμε.
«Υπάρχει ένα πρόβλημα εδώ», είπα ήσυχα. Ο θείος Χάρης κατάφερε να κρύψει τον εκνευρισμό του γυρίζοντας μονοκόμματα προς το μέρος μου. «Δεν ξέρω αν οι χωρικοί είναι εχθρικοί... όπως και νάχει, δεν θέλουμε άλλους νεκρούς. Εσείς έχετε τα όπλα, όμως είναι άχρηστα επειδή δεν βρίσκεστε σε θέση να μας απειλήσετε. Θα πρέπει να είμαστε όλοι ζωντανοί αν θέλουμε να επιβιώσουμε –οι πιθανότητές μας θα μειώνονται όσο λιγοστεύουμε. Αν θέλει ο Γιούρι να φυλάει τις προμήθειες ας το κάνει άοπλος και όσοι μαγειρεύουν θα φυλάνε τον Γιούρι. Αυτό προτείνω».
«Και η κοπέλα που είναι μαζί σας, σε κάτι θα μπορεί να βοηθήσει... μαγείρεμα ίσως;» πετάχτηκε ο Μάρκος.
«Η Βανέσα;» γέλασε ο θείος Χάρης. «Η Βανέσα είναι καλλιτέχνης!»
Τον κοιτάξαμε απορημένοι.
«Τέλος πάντων», είπε. «Θα στείλω τη Βανέσα να βοηθήσει αυτούς που μαγειρεύουν...»
«Τα όπλα», επέμεινα.
«Θα σας πρότεινα να μην ασχοληθείτε άλλο με αυτά», μου απάντησε ο θείος Χάρης.
«Αυτό μοιάζει με απειλή και όπως σας εξήγησα δεν είσαστε σε θέση να απειλείτε. Με χρειάζεστε ζωντανό και επειδή το ξέρω αυτό -δεν φοβάμαι», χαμογέλασα.
Ο Γιούρι έφτασε δίπλα μου αστραπιαία και με χαστούκισε. Τον κοίταξα κατάματα –αυτός φοβόταν. Χαμογέλασα.
«Ευχαριστήθηκες;» τον ρώτησα.
Ο Γιούρι με ξαναχτύπησε, πιο δυνατά, αλλά το περίμενα.
«Τέλειωνε», τον παρότρυνα.
Μετά έκανα λίγο στην άκρη και κοίταξα τον θείο Χάρη.
«Λοιπόν;» τον ρώτησα ήρεμα.
«Ζήτα συγνώμη από τον κύριο, τώρα αμέσως!» φώναξε εκείνος στον Γιούρι.
Σταύρωσα τα χέρια στο στήθος περιμένοντας. Δεν έγινε τίποτα.
«Άκουσες τι είπα;» φώναξε ο θείος Χάρης.
«Συγνώμη», είπε ο Γιούρι κι απομακρύνθηκε αργά.
«Δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσουμε τα όπλα εναντίον κανενός», είπε ήρεμα ο θείος Χάρης. «Αλλά δεν έχω καμιά διάθεση να τα αφήσω στα χέρια άσχετων».
Οι υπόλοιποι έδειξαν ανακουφισμένοι, φαινόταν να έχει λυθεί το θέμα. Για την ώρα. Η Ελβίρα έμοιαζε σκεφτική, αλλά πιο ήρεμη πλέον.
«Καλή σας νύχτα», ευχήθηκε ο θείος Χάρης φεύγοντας.

Πήγα στο μηχάνημα των τσιγάρων και τράβηξα ένα καινούργιο πακέτο, ευτυχώς ήμασταν λίγοι οι καπνιστές εδώ μέσα. Μετά κάθισα όσο μπορούσα μακρύτερα από την Ελβίρα και τις γυναίκες της, συνωμοτούσαν στην άκρη της τραπεζαρίας χειρονομώντας νευρικά, δεν ήθελα να έχω καμιά σχέση. Διαμορφώνονταν δυο πόλοι ανάμεσά μας, η Ελβίρα από τη μια κι ο θείος Χάρης από την άλλη –το αλισβερίσι ανάμεσα στην πειθώ και τη βία θα μας οδηγούσε αναπόφευκτα σε καθημερινή σχοινοβασία, χώθηκα στην αναπαυτική πολυθρόνα της ρεσεψιόν σκεφτικός. Ο Στέφανος με πλησίασε διστακτικά, του έκανα νόημα να καθίσει.
«Της έσωσες τον κώλο προηγουμένως», μουρμούρισε δείχνοντας την Ελβίρα.
«Δε μου αρέσει να χρωστάω», απάντησα.
«Που το κατάλαβες οτι ήταν δική της ιδέα να έρθουμε έξω;» αναρωτήθηκε.
«Ποιου άλλου θα μπορούσε να είναι δηλαδή;» αναρωτήθηκα με τη σειρά μου.
Έδειξε να ενοχλείται αρκετά από αυτό που είπα.
«Δεν αμφιβάλω οτι εσύ θα είχες όλη τη διάθεση να μου σταθείς εκεί έξω, απλά, η μανία της για αρχηγηλίκι είναι τέτοια που σίγουρα σου στέρησε κάθε περιθώριο...» εξήγησα.
«Έτσι ακριβώς!» απάντησε ανακουφισμένος.
Αλλά δεν ήταν αυτό που είχε έρθει να μου πει.
«Τις προάλλες...» ξεκίνησε διστακτικά.
Του έκανα νόημα να συνεχίσει.
«Λοιπόν, αλήθεια δεν θυμάσαι ποιος είσαι;» ρώτησε κοιτάζοντάς με εξεταστικά.
Άναψα τσιγάρο αποφεύγοντας να μιλήσω.
«Εντάξει, όταν το είπες παραξενεύτηκα, αλλά μετά συνειδητοποίησα οτι όλοι μας έχουμε ξεχάσει... Ή σχεδόν όλοι, δεν είμαι σίγουρος... Ας πούμε, εγώ δεν θυμάμαι τι δουλειά έκανα πριν γίνουν όλα αυτά, δεν μπορώ να θυμηθώ ούτε γιατί βρέθηκα στο ξενοδοχείο... Ήρθα για διακοπές; Βρέθηκα εδώ από ανάγκη; Που πήγαινα; Δεν θυμάμαι τίποτα», είπε μπερδεμένος ο Στέφανος.
«Μάλλον περάσαμε κάποιο σοκ –μεγάλο σοκ –γι΄αυτό έχουμε απώλεια μνήμης», προσπάθησα να το εξηγήσω.
«Κάπως έτσι θα είναι», μουρμούρισε. «Είχα μιλήσει με τους κυνηγούς, ξέρεις, τότε που πήγαν να ελέγξουν τον δρόμο...», έσκυψε προς το μέρος μου επιφυλακτικά, «δεν αναρωτήθηκες γιατί κρέμασαν εκείνο τον άνθρωπο;»
Σήκωσα τους ώμους.
«Βρήκαν πολλούς σκοτωμένους στις τρύπες του δρόμου και τριγύρω από τα χαντάκια... Μου είπαν οτι μόνο από τις διαστάσεις μπορούσαν να ξεχωρίσουν άντρες, γυναίκες ή παιδιά –ήταν όλοι τους παραμορφωμένοι άσχημα... Οι κυνηγοί έλεγαν οτι το έκαναν οι χωρικοί, γι΄αυτό κρέμασαν τον πρώτο που πλησίασε το ξενοδοχείο...» είπε ο Στέφανος.
«Και γιατί δεν το είπαν στους υπόλοιπους;» ρώτησα.
Ήταν η σειρά του να σηκώσει τους ώμους.
«Μάλλον για να μην τους τρομοκρατήσουν περισσότερο», απάντησε.
«Εσύ τι πιστεύεις; Οι χωρικοί σκότωσαν τους ανθρώπους εκεί πέρα;»
Μετακινήθηκε νευρικά στην καρέκλα του.
«Το θέμα δεν είναι τι πιστεύω εγώ», είπε. «Η δική σου γνώμη μετράει περισσότερο, λόγω εμπειρίας...»
Με μπέρδεψε κάπως αυτό.
«Γίνε πιο συγκεκριμένος αν θέλεις», του ζήτησα.
«Εντάξει, όπως νομίζεις», είπε αποφασιστικά. «Έλα μαζί μου».
Σηκώθηκε και τον ακολούθησα στις σκάλες, καθυστέρησα λίγο για να σβήσω το τσιγάρο στο μεγάλο τασάκι που έχασκε ξέχειλο από πορτοκαλόφλουδες. Ο Στέφανος έμενε στον πρώτο όροφο. Προχώρησα στον διάδρομο, η πόρτα του ήταν ήδη ανοιχτή.
«Κλείσε», μου είπε από το βάθος του δωματίου.
Ακούμπησα πάνω στην κλειστή πόρτα και περίμενα όσο έψαχνε χωμένος στη βαλίτσα του.
«Εδώ είναι», είπε τελικά.
Με πλησίασε βιαστικός, κρατώντας μια εφημερίδα στο δεξί του χέρι κι ένα κερί στο αριστερό για να φωτίζει, όταν έφτασε κοντά μου σταμάτησε, άρχισε να ξεφυλλίζει την εφημερίδα μέχρι να βρει αυτό που έψαχνε.
«Κοίτα», έκανε φέρνοντας τη σελίδα κοντά στο πρόσωπό μου.
Κοίταξα εκεί που έδειχνε. Κι από την τυπωμένη σελίδα με κορόιδευε ένας άντρας αρκετά νεώτερος από αυτόν που έκανε κατάληψη κάθε πρωί στον καθρέφτη του δωματίου μου. Τα μαλλιά του έμοιαζαν κατάμαυρα και τα μάτια του μάλλον διέκριναν κάτι τρομερά αστείο επειδή μισόκλειναν εύθυμα, ο άντρας προσπαθούσε φιλότιμα να μην ξεκαρδιστεί στα γέλια. Μάλλον ήταν φωτογραφία ταυτότητας, ή κάποιου άλλου επίσημου, αστυνομικού, εγγράφου επειδή μόνο το κεφάλι του άντρα φαινόταν. Πήρα την εφημερίδα γεμάτος ενδιαφέρον, προσπαθούσα να βρω ομοιότητες ανάμεσα στους δυο άντρες –αλλά τα μάτια της φωτογραφίας με μπέρδευαν αρκετά. Σκέφτηκα λοιπόν οτι μπορεί και να ήταν ο ίδιος άνθρωπος, αυτός της φωτογραφίας με εκείνον του καθρέφτη, μόνο που ο ένας ήταν ζωντανός κι ο άλλος πεθαμένος. Τι δουλειά είχαν όλα αυτά με μένα;
«Θυμήθηκες κάτι;» με ρώτησε ο Στέφανος.
«Εντάξει, μοιάζω με αυτόν τον άνθρωπο...» παραδέχτηκα.
«Θέλεις να πεις οτι δεν είσαι εσύ στη φωτογραφία;»
«Δεν ξέρω», είπα σκεφτικά. Αλήθεια δεν ήξερα.
Τότε διάβασα τη λεζάντα, έγραφε «ΑΝ ΔΕΙΤΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΑΝΤΡΑ ΕΙΔΟΠΟΙΕΙΣΤΕ ΑΜΕΣΩΣ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ. ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ». Ταράχτηκα. Υπήρχε ένα άρθρο δίπλα από τη φωτογραφία, αποφάσισα να το διαβάσω στα πεταχτά.

Κάπου στη μέση αναγκάστηκα να διακόψω την ανάγνωση επειδή θόλωσαν τα μάτια μου, καπνός τρένου, το κατάλαβα από τον θόρυβο της μηχανής, «πάρε το παιδί και φύγε, θα έρθω να σας βρω σύντομα» -ποιος μιλάει; Η εφημερίδα έγραφε για τα μέλη τρομοκρατικής οργάνωσης που εξαρθρώθηκε, συνελήφθησαν οι περισσότεροι, αλλά διέφευγε ένα άτομο. Αυτός της φωτογραφίας –εγώ! Έψαξα ανάμεσα στις γραμμές να βρω στοιχεία για μένα, μόνο κάποιο όνομα υπήρχε εκεί μέσα που δεν μου θύμιζε τίποτα, επειδή, όπως έγραφε το άρθρο, ήταν πλαστό. Η τρομοκρατική οργάνωση ήταν υπεύθυνη, σύμφωνα πάντα με το άρθρο, για μαζικές δολοφονίες πολιτών και για εκρήξεις σε στρατόπεδα. Υπέγραφαν τις ενέργειές τους σαν «Σφυριά του Ποταμού», δεν έστελναν προκηρύξεις, απλά το ζωγράφιζαν στους τοίχους ύστερα από κάθε χτύπημα. «Μετά έφτασα δίπλα στο ποτάμι/ έστρωσα να κοιμηθώ/ και τότε το σφυρί έπεσε πάνω μου ορμητικά/ με σώριασε στο έδαφος/ και είπα...» Τι είπα; Ποιος το είπε;
«Δεν θυμάμαι τίποτα», φώναξα προσπαθώντας να δείξω σιγουριά.
«Τίποτα απολύτως;» ρώτησε ο Στέφανος.
«Μου είναι άγνωστα όλα αυτά, δεν μπορώ να βρω κάτι κοινό με αυτόν τον άντρα...»
«Πέρα από το οτι είσαι εσύ;» γέλασε ο Στέφανος.
«Ίσως απλά να του μοιάζω», μουρμούρισα.
«Ίσως», είπε κι εκείνος με τη σειρά του.
«Το ξέρουν και οι υπόλοιποι;» ρώτησα.
«Εγώ πάντως δεν το έχω πει σε κανένα. Ξύπνησα ένα πρωί κι έπεσα πάνω στην εφημερίδα, την ώρα που έψαχνα για κάποιο καθαρό ζευγάρι κάλτσες. Δεν μίλησα σε κανέναν γι΄αυτό –εκτός από σένα φυσικά», με διαβεβαίωσε.

Κοίταξα την ημερομηνία της εφημερίδας αλλά δεν με βοήθησε ιδιαίτερα αυτό. Μπορεί να ήταν πριν μια βδομάδα, μπορεί να ήταν πριν 10 χρόνια –στο ξενοδοχείο δεν είχαμε τίποτα άλλο πέρα από τον ήλιο για να μετράμε τις μέρες. Ο χρόνος μας άρχισε ένα πρωί, με πονοκέφαλο και υγρασία, θέλαμε να πιούμε καφέ για να ξυπνήσουμε κι έξω ήταν όλα ήσυχα –αλλά ξέραμε οτι δεν θα ήταν έτσι για πολύ ακόμα.

Οι υπόλοιπες σελίδες της εφημερίδας ήταν γεμάτες ονόματα οδών κι από δίπλα με μικρότερα γράμματα αναφέρονταν οι ώρες των δωρεάν συσσιτίων, στο τέλος κάθε σελίδας υπήρχε μέσα σε μαύρο πλαίσιο ένα σχεδιάγραμμα δρόμων διάστικτο από μαύρα Χ, έτσι σημειώνονταν τα καταφύγια. Στην πρώτη σελίδα υπήρχε ακόμα μια φωτογραφία, ενός άντρα χοντρού με φαλάκρα και κοστούμι πίσω από κάτι μικρόφωνα. Ο άντρας αυτός διαβεβαίωνε οτι σύντομα τα πράγματα θα καλυτέρευαν, «οδηγούμαστε σε σταδιακή εξομάλυνση της κατάστασης», έγραφε η λεζάντα. Ο άντρας αυτός ήταν ο Πρόεδρος, έτσι έγραφε το άρθρο πιο κάτω. Διάβασα τις δηλώσεις του αλλά δεν κατάλαβα πολλά. Κάτι σχετικό με αναχαίτιση του εσωτερικού εχθρού και με επάρκεια τροφίμων, μετά έλεγε οτι το πολίτευμα αντλεί την αποφασιστικότητά του από τους πολίτες, κοίταξα καλύτερα την φωτογραφία του και διέκρινα δυο στρατιωτικούς με πηλίκια γεμάτα δάφνες, στέκονταν ακριβώς πίσω από τον χοντρό Πρόεδρο -άφησα την εφημερίδα στην κοντινότερη καρέκλα.
«Πρέπει να φύγω», είπα στον Στέφανο. «Χρειάζομαι ξεκούραση».
«Ναι, τα λέμε αύριο πρωί», ένευσε συγκαταβατικά.
Βγήκα έξω, έπρεπε να έχω το νου μου στον Στέφανο –δεν ήξερα μέχρι πότε θα κρατούσε την πληροφορία για τον εαυτό του. Τρεις είναι οι αιτίες που δεν διαδίδεις μια τέτοια πληροφορία. Ένα, επειδή θέλεις να την διαπραγματευτείς και να κερδίσεις από αυτή. Δυο, επειδή έχεις αναπτύξει σχέσεις συμπάθειας με το υποκείμενο της πληροφορίας. Τρία, επειδή δεν θέλεις να μπλέξεις. Τι απ΄όλα ίσχυε με τον Στέφανο; Συνήθως υπάρχει πάνω από μια αιτία, μερικές φορές οι αιτίες μεταβάλλονται με το πέρασμα του χρόνου. Έπρεπε να έχω το νου μου στον Στέφανο.

Κλείδωσα την πόρτα του δωματίου πίσω μου, χωρίς να υπάρχει φανερός λόγος.

Μετά, σαν κουρδισμένος, έψαξα ψηλαφιστά –στο κομοδίνο βρήκα ένα μαύρο μαρκαδόρο. Δίπλα στο παράθυρο φώτιζε ελαφρά το φεγγάρι, αλλά δεν το χρειαζόμουν, μπορούσα ακόμα και με κλειστά μάτια. Στην γωνιά του τοίχου που έκρυβε η κουρτίνα ζωγράφισα την κοίτη κάποιου ποταμού κι ανάμεσα στις όχθες εφτά μικρά σφυριά. Κάτω από το ποτάμι έφτιαξα ένα Χ, σαν αυτό που είδα στην εφημερίδα να σημαδεύει τα καταφύγια και πάνω από το ποτάμι έκανα μια τελεία μέσα σε κύκλο. Το Χ ήταν το σπίτι μου, η τελεία ο προορισμός μου.

Δεν ήξερα που βρισκόταν κανένα από τα δυο μέρη. Αλλά ήμουνα σίγουρος οτι το ποτάμι είχε πλέον στερέψει.

12 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

RaZz the sociology girl είπε...

ta spas opws panta. anevaze syxnotera synexeies. alla prepei na pw oti h pollh koinwniologia mou xei kanei kako. anti gia sogoth kai mavra plokamia vlepw systhmata kai 8ewries. einai sovaro giatre mou?

The Motorcycle boy είπε...

Δεν δύναμαι να το βγάζω γρηγορότερα φιλενάς. Έχει δουλειά αυτό. Ρίχνω βεβαίως και λίγο τρόμο, συν έλλειψη μνήμης -γνωστά πράγματα αυτά, τα έχω δει από αλλού και τα έχω εύκολα. Αλλά το ζουμί είναι η ερώτηση "μπορεί να υπάρξει αυτοοργάνωση σε μια κοινωνική ομάδα διαβρωμένη από το υπάρχον κοινωνικό σύστημα;" Με άλλα λόγια, μπορεί να αλλάξει ο κόσμος και μαζί του να αλλάξουν και οι άνθρωποι;

Υ.Γ.: Η κοινωνιολογία είναι μεγάλη πρέζα παιδί μου -άπαξ και σούταρες το πρώτο εσάκι δε γλιτώνεις με τίποτα.

Ανώνυμος είπε...

ολοι ξερουμε οτι αντιγραφεις τα παντα δεν χρειαζεται να μας το υπενθυμιζεις συνεχεια... οσο για την ερωτηση σου "μπορεί να υπάρξει αυτοοργάνωση σε μια κοινωνική ομάδα διαβρωμένη από το υπάρχον κοινωνικό σύστημα;", μαλλον οχι αλλα ποιος ξερει καμια φορα οι καταστασεις αλλαζουν τον ανθρωπο καρος το καλυτερο και προς το χειροτερο...

The Motorcycle boy είπε...

Καλά ρε, εσύ είσαι παλιός και το ξέρεις -αλλά μπορεί να στραβωθεί κανένας καινούργιος και να περάσει από δω, γι΄αυτό το επαναλαμβάνω.

Μην βιάζεσαι να απαντήσεις στο ερώτημα -κάτσε να βάλουμε κάτω τα στοιχεία και τοποθετείσαι τότε με την άνεσή σου. Μέχρι τώρα πάντως, δεν είμαι φάουλ -σωστά;

samson rakas είπε...

διάβαζα ένα βιβλίο του graeber -αποσπάσματα μιας αναρχικής ανθρωπολογίας-, o οποίος πραγματευόταν στο πρόλογο την αιτία που δεν υπάρχουν πάρα πολύ αναρχικοί ανθρωπολόγοι μιας και θεωρούσε πως η κοινωνική ανθρωπολογία είναι η μόνη επιστήμη που έχει κατανοήσει το γεγονός οτι μια κοινωνία μπορεί να επιβιώσει δίχως εξουσία. τα παραδείγματα διαφόρων αντιεραρχικών και κατ' επέκταση φιλειρηνικών φυλών είναι πολλά και ξεκάθαρα, αρκετά απ' τα οποία αναφέρονται στη μελέτη του.
εκδόσεις "στάσει εκπίπτοντες.

κατα τα άλλα, ανυπομονώ για τη συνέχεια του εργου. πολύ όμως ε.

The Motorcycle boy είπε...

Να σου πω οτι, επειδή η κοινωνική ανθρωπολογία είναι το βάρεμά μου -δεν υπάρχουν εκεί, όντως, αναρχικοί ανθρωπολόγοι. Κάτι μαρξιστές μόνο, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Μορίς Γκοντελιέ, άντε και ο πρώιμος Έγκελς...
Αλλά, όλοι σχεδόν οι ανθρωπολόγοι, από την εποχή του Στρος και δώθε είναι, τουλάχιστον, κριτικοί απέναντι στην εξουσία.
Κοντολογίς, νομίζω οτι τα πράγματα θα πρέπει να είναι ανάποδα. Όχι οι κοινωνικοί ανθρωπολόγοι να είναι μαρξιστές ή αναρχικοί -αλλά οι μαρξιστές και οι αναρχικοί να είναι (όσο μπορούν περισσότερο) κοινωνικοί ανθρωπολόγοι.

Το παλεύω να το συνεχίσω, αλλά έχει δουλίτσα.

Puppet_Master είπε...

opws ida kai kapou:
One day the power of love will overcome love for power.
an k to vlepw polu diskolo. h dipsa gia eksousia de tha figei pote.

arketa mou ekapses oti egefaliko kitaro exei apominei.aman pia.paw na dw lakh glikouli.

The Motorcycle boy είπε...

Ποιος το είπε αυτό που είδες ρε; Ο Τζίζας Κράιστ ή κάνας Τζόνυ Λόγκαν σε τίποτα Γιουροβίζιον; Χαχαχα.

Ναι, δύσκολο είναι επειδή η αγάπη είναι δοτικό συναίσθημα και το πάθος για εξουσία είναι αρπακτικό και επεκτατικό. Αλλά εγώ προτιμώ να στηρίξω την υπόθεσή μου στο κοινό συμφέρον -θα δούμε που θα καταλήξει.

Υ.Γ.: Ευτυχισμένοι μαζί βλέπεις; Εγώ μανιωδώς!

Puppet_Master είπε...

zeitgeist,
ksexasame k to ekseliktiko enstinkto, to pathos gia to "aidio" alla de se exw gia romantza xaxaxaxa.

kala gia to laki plaka ekana,bezo omws eimai opados.

The Motorcycle boy είπε...

Καλά, βιολογικοί προσδιορισμοί και φροϋδισμοί -αυτά δεν παίζουν, είμαστε μεγάλα παιδιά πλέον.

Υ.Γ.: Μερικά πράγματα, όπως ο Μπέζος, παραμένουν αναλείωτα στο χρόνο, από εποχή Απαράδεκτων και Παιδιών της Ελλάδος. Αθάνατες επιτυχίες!

The Outsider είπε...

με άδεια, κολλημένος να διαβάζω motor!
Να σου πω την αλήθεια θα ήθελα σκηνικό Αθήνας, αλλά τι να κάνουμε, με σημαδεμένη τράπουλα παίζουμε μαζί σου.
Εγώ την Άλεξ μου, την ξανασυνάντησα τυχαία στην φάση της Άλεξ της ιστορίας.... Δεν ξερώ τι να κάνω ρε φίλε... και την κάνω και σε λίγο από Αθήνα.

"Και μην ρωτήσεις ξανά γιατί ζω στα σκοτάδια, πες ότι έπαιξα και έχασα στα χαρτιά... "

The Motorcycle boy είπε...

Σημαδεμένη και με 7 Άσσους φιλαράκο, περίεργα πράγματα.

Περί της Άλεξ ολονών μας, θα σου έλεγα "μακριά", αλλά θα δανειστώ μια φράση του Μεγάλου για να το εξηγήσω καλύτερα "να προσέχεις τις ρέπλικες που το παίζουν γυναίκες και τις γυναίκες που το παίζουν ρέπλικες".

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι