Τρίτη, Απριλίου 28, 2009

4. Το παγωμένο αστέρι του Διαβόλου

Προηγουμένως:
1.Ο Άρης είναι καθηλωμένος σε παραθαλάσσιο ξενοδοχείο αντιμετωπίζοντας σημαντικά κενά μνήμης. Μαζί με μια ακόμα ένοικο, την Κατερίνα, βρίσκουν έναν κρεμασμένο άντρα κοντά στο ξενοδοχείο.

2. Οι χωρικοί εμφανίζονται με απειλητικές διαθέσεις λόγω του κρεμασμένου, αλλά η κατάσταση διορθώνεται μετά την παρέμβαση του θείου Χάρη και την παράδοση των ενόχων κυνηγών.

3. Κατανομή αρμοδιοτήτων μέσα στο ξενοδοχείο, όσο τα όπλα παραμένουν στον θείο Χάρη και μια φωτογραφία εφημερίδας που ισχυρίζεται οτι ο Άρης είναι καταζητούμενος τρομοκράτης.

Οι περισσότεροι άνθρωποι επιδιώκουν να ενθουσιαστούν. Πάει κι ανάλογα με την απελπισία, όσο βουλιάζεις τόσο ψάχνεις βυθό να πατήσεις, όταν τον βρεις νιώθεις οτι γλίτωσες στα σίγουρα. Μέχρι να καταλάβεις πως ο βυθός βουλιάζει πιο γρήγορα από τα παπούτσια σου.

Με ξύπνησαν αξημέρωτα, έξω έλαμπε ακόμα σάπιο το αστέρι του Διαβόλου –χτυπήματα στην πόρτα μου, έσπρωξα απαλά το χέρι της από το στήθος μου, για να μην την αναστατώσω, άνοιξα τα μάτια και ήμουν ολομόναχος. Τα χτυπήματα στην πόρτα δυνάμωσαν. Ακούμπησα τον τοίχο παίρνοντας όλες τις αναγκαίες προφυλάξεις. Αναγκαίες αλλά όχι απαραίτητες –τώρα πια.
«Ποιος είναι;» ρώτησα.
«Εμείς. Ξύπνα, πάμε για ψάρεμα», ακούστηκε η φωνή απέξω.
Άνοιξα την πόρτα. Ο Μάρκος, ο Στέφανος και η Θάλεια –χαμογελαστοί. Ενθουσιασμένοι.
«Δεν καταλαβαίνω», είπα.
«Ντύσου, θα στα πούμε στο δρόμο», είπε ο Στέφανος.
Ντύθηκα και τους ακολούθησα σκουντουφλώντας στα σκαλιά. Το σαλόνι του ξενοδοχείου ήταν έρημο, στάθηκα ν΄ανάψω τσιγάρο.
«Πως το σκέφτεστε το ψάρεμα δηλαδή;» ρώτησα τον Στέφανο.
«Υπάρχει μια βάρκα στην παραλία, όχι τίποτα σπουδαίο, αλλά τη δουλειά της την κάνει», είπε εκείνος.
«Εντάξει, αλλά με τι θα πιάσουμε ψάρια;» ρώτησα.
«Έχει δίχτυα η βάρκα».
«Που τα ξέρουμε όλα αυτά;»
«Πήγε η Ελβίρα και τα βρήκε», είπε όλο περηφάνια η Θάλεια.
«Μπράβο της!» μουρμούρισα προσπαθώντας να κρύψω τη δυσπιστία μου πίσω από την καύτρα του τσιγάρου.
«Πάμε λοιπόν;» έκανε αδημονώντας ο Μάρκος.

Βγήκαμε στην υγρασία απροετοίμαστοι, τα δόντια μας κροτάλισαν, απορούσα πως θα τα καταφέρναμε όταν ανοιγόμασταν με την ψύχρα να τρυπάει κόκαλα. Οι άνθρωποι πίσω από το δέντρο των κρεμασμένων έβλεπαν ταραγμένα όνειρα όσο οι κρεμασμένοι έκοβαν την πάχνη σα δυο γιγάντια εκκρεμή. Ένιωσα οτι μετρούσαν τις ώρες μας. Ο Στέφανος με πλησίασε, ακούμπησε το χέρι στον ώμο μου και έδειξε προς τα κει –έκανε νόημα να αποφύγουμε τους περιττούς θορύβους. Συμφώνησα αν και δεν έβλεπα το λόγο, οι χωρικοί δεν θα μας εμπόδιζαν μέσα στη νύχτα όσο είχαν τις μέρες με το μέρος τους.
Περπατήσαμε προσεκτικά για να μη μπλεχτούν τα πόδια μας στ΄αγκάθια του μονοπατιού. Σε λίγο οι πέτρες έγιναν άμμος και όλοι μας αρχίσαμε να κινούμαστε σαν καρικατούρες αστροναυτών. Η θάλασσα μύριζε σάπια φύκια καθώς μας πλησίαζε.
«Να η βάρκα», έδειξε η Θάλεια.
Κοίταξα καλύτερα, δεν με ενθουσίασε αυτό που είδα.
«Σίγουρα μπορούμε να βγούμε στη θάλασσα με αυτό το πράγμα;» αναρωτήθηκα φωναχτά.
Κανένας δεν απάντησε.

Σπρώξαμε το ερειπωμένο πλεούμενο μαζί με τον Στέφανο όσο η Θάλεια με το Μάρκο έψαχναν για κουπιά. Κάποτε θα πρέπει να υπήρχε μια γλίστρα εδώ πέρα, διακρίναμε τα τσιμεντένια πατήματά της στην πετρωμένη άμμο και παίρναμε κουράγιο.
«Τα κουπιά είναι εντάξει», είπε ο Μάρκος.
Σπρώξαμε περισσότερο, η πλώρη βούτηξε στο νερό, όλα έγιναν ευκολότερα. Λίγο ακόμα και θ΄ανεβαίναμε, τα μπατζάκια μας ήταν ήδη μουσκεμένα.

«Δεν υπάρχει καμιά λάμπα εδώ μέσα;» ρώτησε ο Στέφανος.
«Δε βρήκα τίποτα», είπε η Θάλεια.
Κοιτάξαμε ταυτόχρονα το σκοτάδι και ο Μάρκος ξεκίνησε να κωπηλατεί.
«Είδατε αν μπάζει από πουθενά νερά;» ρώτησα εγώ.
Η Θάλεια μου χαμογέλασε κραδαίνοντας έναν αλουμινένιο κουβά.
«Νομίζω πάντως οτι είναι αργά για να ρίξουμε δίχτυα», είπα.
«Υπάρχουν και πετονιές», απάντησε ο Στέφανος.
«Δόλωμα;»
«Άλλο τίποτα!» πανηγύρισε η Θάλεια.
Μετά έδειξε δίπλα της τον πεθαμένο γλάρο που έπαιρνε να σαπίζει.
Προσπάθησα να χαμογελάσω.

Αλλάζαμε βάρδιες στα κουπιά μέχρι να βγούμε πιο βαθειά, όταν ήρθε η σειρά μου δυσκολεύτηκα κάπως. Τελικά κατάφερα να βρω ρυθμό, τα νερά έμοιαζαν με ράθυμο πετρέλαιο, κοίταξα μπροστά όσο ταλαντευόμουν. Κάποιοι έλεγαν οτι είμαι επικίνδυνος τρομοκράτης αλλά εγώ δεν θυμάμαι τίποτα σχετικό με όλα αυτά. Οι τρομοκράτες είναι φανατικοί, προσηλωμένοι στο σκοπό τους, πρόθυμοι να πεθάνουν –σωστά; Εγώ δεν θέλω να πεθάνω κι αν έχω κάποιο σκοπό είναι να βρω την κόρη μου και εκείνη τη γυναίκα –εντάξει, είμαι προσηλωμένος σε αυτόν το σκοπό αλλά τρομοκράτης; Κανένας δεν θα μπορούσε να με χαρακτηρίσει τρομοκράτη. Επειδή δεν με ενδιαφέρουν καθόλου οι ζωές των άλλων, δεν είμαι αλτρουιστής κι ένας καλύτερος κόσμος... έχω ακούσει οτι οι τρομοκράτες πιστεύουν σε έναν καλύτερο κόσμο που θα έρθει, εγώ πιστεύω μόνο στην κόλαση που μας περιμένει. Όλους μας. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο, οι θρησκόληπτοι φοβούνται την κόλαση, οι θρησκόληπτοι είναι αλλήθωροι –βράζουν στα καζάνια και τρέμουν την αιώνια φωτιά που τους περιμένει, τώρα που το σκέφτομαι ίσως αυτό να είναι κάποια άμυνα –όσο φοβάσαι την κόλαση ξεχνάς οτι είσαι ήδη εκεί. Αλλά δεν είμαι τρομοκράτης! Σίγουρα, κάποιο λάθος κάνουν όλοι αυτοί, ο άνθρωπος της εφημερίδας απλώς μου μοιάζει, δεν είμαι εγώ, ή ίσως όλα αυτά είναι παγίδα. Όμως εγώ ξέρω αυτά που ξέρω δεν θα μείνω άπραγος στην παγίδα τους –γιατί εμένα; Τι τους ήρθε; Εγώ τρομοκράτης; Είναι για γέλια!
«Που το βρίσκεις το αστείο;» ρωτάει ο Στέφανος από δίπλα μου, πότε ήρθε –δεν πήρα χαμπάρι.
«Κάτι σκεφτόμουν...» δικαιολογούμαι.
Με κοιτάζει χαμογελαστός, περιμένοντας. Ρίχνω μια ματιά στους υπόλοιπους, έχουν κουβαριαστεί κάτω από τους πάγκους της βάρκας για να προφυλαχτούν από την ψύχρα.
«Τίποτα φοβερό, απλά θυμήθηκα την εφημερίδα που μου έδειξες... Κάποιο λάθος έχει γίνει, είναι γελοίο να με θεωρούν τρομοκράτη...» λέω τελικά.
«Το είπες και προηγουμένως αυτό», παρατηρεί ο Στέφανος.
«Ναι, το είπα...» συμφωνώ.
«Δεν κάνουν λάθη οι εφημερίδες, τουλάχιστον σ΄αυτά τα θέματα. Αν έχουν τη φωτογραφία σου είσαι επισήμως τρομοκράτης. Θα σε σκοτώσουν σα σκυλί όπου σε πετύχουν και μετά ψάξε βρες το δίκιο σου...» λέει ο Στέφανος.
«Ποιοι θα με σκοτώσουν;» απορώ.
Ο Στέφανος κοιτάζει τριγύρω.
«Εντάξει, εδώ πέρα είμαστε μεταξύ μας, έχει και τα καλά του ο αποκλεισμός... Αλλά οι άνθρωποι φοβούνται κι εσύ είσαι η πιο βολική φάτσα να φορτώσουν τους φόβους τους».
«Γιατί το λες;» αναρωτιέμαι.
«Επειδή δεν είσαι ποτέ εδώ Άρη. Ακόμα κι όταν κάθεσαι μαζί μας στην τραπεζαρία... Οι άνθρωποι σε φοβούνται περισσότερο από τον θείο Χάρη, εκείνος τουλάχιστον είναι ξεκάθαρος, οπλισμένος αλλά ξεκάθαρος, θέλει την ησυχία του κι όποιος του τη χαλάσει θα πεθάνει –ξεκάθαρα πράγματα. Εσύ μοιάζεις με προβολή, είσαι δίπλα μας κι όλοι ψάχνουμε να βρούμε το μηχάνημα που στέλνει την εικόνα σου. Δεν είσαι μαζί μας Άρη και δεν θα μπορέσεις ποτέ να βρεθείς στο ίδιο μέρος με μας. Αυτό τρομάζει τους περισσότερους και κάτι ακόμα χειρότερο. Αν αύριο πεθάνεις κανένας δεν θα λυπηθεί περισσότερο απ΄όσο λυπάται στο τέλος μιας ταινίας. Δεν είσαι αληθινός και η απώλειά σου δεν θα φανεί σε κανέναν», ο Στέφανος κοίταξε τη θάλασσα νευριασμένος, μάλλον δεν είχε υπολογίσει να ανοιχτεί τόσο πολύ.
Κι εγώ συνέχισα να κάνω κουπί, επειδή όλα αυτά δε μου λέγανε τίποτα ιδιαίτερο. Επειδή για μένα, όλοι τους ήταν προβολές –μόνο που δεν ήμουνα τόσο ηλίθιος ώστε να ψάχνω για τη μηχανή. Ότι δουλεύει δεν το πειράζουμε, όσο δουλεύει χωρίς να μας πειράζει.

Η βάρκα τινάχτηκε σα σκουπίδι πάνω σε χαλί –ένα κρυφό κύμα από το πουθενά, ο Μάρκος κοπάνησε με δύναμη στη μέσα πλευρά της καρίνας, η Θάλεια τσίριξε.
«Τι ήταν αυτό;» φώναξε ο Στέφανος.
«Κάποιο βουβό κύμα», υπέθεσα.
Ο Μάρκος είχε ήδη σηκωθεί και βοηθούσε τη Θάλεια.
«Πάρε λίγο τα κουπιά», είπα στον Στέφανο.
Σηκώθηκα και βγήκα μπροστά, ακρόπρωρα, μύρισα τον αέρα γιατί το σκοτάδι ήταν ακόμα βαθύ. Τότε το άκουσα, κάτι σα μηχανές που δουλεύανε ρελαντί, έβαλα σημάδι το αστέρι του Διαβόλου στο βάθος του ορίζοντα, περίμενα να δω αν θα χαθεί από το οπτικό μου πεδίο για να σιγουρευτώ. Περίμενα και περίμενα, σε λίγο το αστέρι σκοτείνιασε, μέτρησα μέχρι το 10 πριν ξαναφανεί. Σιγουρεύτηκα.
«Είδες τίποτα;» με σκούντηξε η Θάλεια.
«Όχι, τίποτα», είπα.
«Κύμα ήταν αυτό;» ξαναρώτησε.
«Ναι, μάλλον. Πρέπει να προσέχουμε τα ρεύματα», την καθησύχασα.
«Κάτι ακούω!» σφύριξε ο Μάρκος.
«Το κύμα θα είναι. Έσκασε στην παραλία φαίνεται», του είπα.
Υπήρχε κάποιο πλεούμενο εκεί έξω, αρκετά μεγάλο για να βγάλει τόσα απόνερα –καράβι. Γύρισα πάλι πίσω στα κουπιά.
«Άστο δεν πειράζει, έτσι κι αλλιώς είναι η σειρά μου», είπε ο Στέφανος.
«Λέω να μην πάμε πιο μέσα, ας ρίξουμε πετονιές εδώ κι ότι βγάλουμε», πρότεινα.
Οι άλλοι φάνηκαν να συμφωνούν.

Ο ήλιος είχε καβαλήσει για τα καλά τους σβέρκους μας, μισοκοιμόμασταν κρατώντας τις πετονιές κι από ψάρι, ούτε λέπι. Η ζέστη ξεκίνησε να μας νανουρίζει αλλά γινόταν όλο και πιο ενοχλητική, άνοιξα τα μάτια με πονοκέφαλο, η θάλασσα μου χάραξε τους αμφιβληστροειδείς. Οι υπόλοιποι διπλωμένοι σαν απολιθώματα της Πομπηίας, ακίνητοι.
«Δεν βλέπω να πιάνουμε ούτε παπούτσι», είπε σιγά ο Στέφανος.
Γέλασα βεβιασμένα.
«Πότε θα γυρίσουμε πίσω;» ρώτησε ο Μάρκος αγουροξυπνημένα.
«Δεν πάμε πουθενά αν δεν πιάσουμε ψάρια!» φώναξε η Θάλεια.
«Τι είναι αυτό τώρα;» απόρησα.
«Η αποστολή μας είναι να πιάσουμε ψάρια και δεν θα φύγουμε αν δεν την ολοκληρώσουμε. Με τι μούτρα θα γυρίσουμε πίσω; Τι θα πούμε σ΄αυτούς που μαγειρεύουν;» είπε η Θάλεια.
«Οτι δεν τσίμπαγε τίποτα», απάντησα εγώ.
«Δεν είναι δικαιολογία αυτό!» πετάχτηκε στον αέρα η Θάλεια.
«Δεν καταλαβαίνω», έκανα.
«Η Θάλεια εννοεί οτι θα ξεφτιλιστούμε αν γυρίσουμε πίσω έχοντας αποτύχει», είπε ο Μάρκος.
«Γιατί; Υπάρχει κάποιος διαγωνισμός που μου διαφεύγει;» ρώτησα.
«Όχι ακριβώς...» απάντησε ο Μάρκος.
«Πρέπει όμως να δείξουμε οτι αξίζουμε, για να μην έχουν να λένε...» τον διέκοψε η Θάλεια.
«Κι αν δεν αξίζουμε τι θα γίνει; Θα μας αφήσουν χωρίς φαγητό;» ρώτησε ο Στέφανος.
«Κανονικά θα έπρεπε», είπε ο Μάρκος. «Όποιος δεν δουλεύει δεν τρώει...»
Χαμογέλασα.
«Νόμιζα οτι το ποιος τρώει έχει να κάνει με το ποιος πεινάει», είπα.
«Πρέπει να κερδίζεις το φαγητό σου αλλιώς εκμεταλλεύεσαι τους υπόλοιπους», ισχυρίστηκε η Θάλεια.
«Έχω την εντύπωση οτι κέρδος και εκμετάλλευση πάνε μαζί», ψιθύρισα.
Η Θάλεια με κοίταξε αρκετά μπερδεμένη, προτίμησα λοιπόν να μη δώσω συνέχεια.
«Και μετά θα προσπαθείς να μας πείσεις οτι δεν είσαι τρομοκράτης», σφύριξε στο αυτί μου ο Στέφανος γελώντας.
«Κάτι τσίμπησε!» ούρλιαξε ο Μάρκος.
Πήγαμε όλοι κοντά του, πράγματι, η πετονιά ήταν τεντωμένη σα χορδή.
«Τράβα!» φώναξε η Θάλεια.
«Όχι!» ούρλιαξε ο Στέφανος αλλά ήταν ήδη αργά.
Ο Μάρκος χούφτωσε την πετονιά και την τράβηξε προς τα πίσω, το ψάρι αλαφιάστηκε, τινάχτηκε απότομα –η πετονιά γλίστρησε σκίζοντάς του το δέρμα. Τότε εκείνος βόγκηξε ξαφνιασμένος, άνοιξε τα χέρια του, η πετονιά τινάχτηκε σα σερπαντίνα και μπλόκαρε στο δέσιμό της από την άκρη της βάρκας. Κυκλώσαμε τον Μάρκο για να δούμε την κατάστασή του.
«Βούτα το στη θάλασσα να σταματήσει η αιμορραγία», είπε ο Στέφανος.
Μείναμε μετά να κοιτάζουμε το νερό που λέκιαζε αραιώνοντας την κόκκινη κηλίδα.
«Πονάς;» τον ρώτησε η Θάλεια.
«Όχι πολύ», μούγκρισε ο Μάρκος.
Οπότε εκείνη τον παράτησε και πήγε στη μαγκωμένη πετονιά, τη δοκίμασε λίγο, να δει αν αντιστέκεται το ψάρι. Ο Στέφανος την έπιασε από τη μέση.
«Μη βιάζεσαι, μη ζορίζεις το ψάρι. Δεν θέλουμε να κόψει την πετονιά», της ψιθύρισε.
«Ξέρεις μπόλικα από ψάρεμα!» θαύμασε εκείνη.
«Ναι, μάλλον το είχα χόμπι... δεν είμαι σίγουρος...» δίστασε ο Στέφανος.
Ένας ήλιος καθημερινός, επαγγελματίας βασανιστής, μας ξέρανε το στόμα –το αλατισμένο νερό τριγύρω έκανε απλώς τα πράγματα χειρότερα. Ασχοληθήκαμε λίγο με το ψάρι που κουραζόταν καρφωμένο στο αγκίστρι, «κάποια στιγμή θα τα παρατήσει και θα πεθάνει», είπε ένας από μας. Με αργές κινήσεις ξεκινήσαμε την επιστροφή.

Αλλάζαμε συχνότερα στα κουπιά, όταν ο ιδρώτας έτσουζε τα μάτια μας –σαν εκατοντάδες ηλίθιους, έτσι κι εμείς, αμελήσαμε να πάρουμε νερό μαζί μας, τι να το κάνεις το νερό με τόση θάλασσα τριγύρω; Καταβρέχαμε τα πρόσωπά μας, χειροτερεύοντας την κατάσταση.
«Λέω να βουτήξω μπας και δροσιστώ», μας πληροφόρησε η Θάλεια.
Πήγε τότε να βγάλει τη μπλούζα της, αλλά μας κοίταξε και το μετάνιωσε.
«Μην σε απασχολεί –έχουμε όλοι ξαναδεί γυμνή γυναίκα», της είπα.
«Ναι ε; Και τι με νοιάζει εμένα;» γκρίνιαξε εκείνη.
Σήκωσα τους ώμους, ο Μάρκος είχε σκίσει τη μπλούζα του για να μπαντάρει το ματωμένο χέρι, μόνο εγώ κι ο Στέφανος είχαμε μένει στα κουπιά.

Λίγο πριν φτάσουμε στα αβαθή πρότεινε ο Στέφανος να δοκιμάσουμε πάλι με το ψάρι. Πήγα, κούνησα την πετονιά, το ψάρι δεν ανταποκρίθηκε. Κοίταξα τον Στέφανο.
«Άστο σε μένα», είπε.
Έκανε κάτι κόλπα, τίναζε απότομα την πετονιά, μετά την άφηνε χαλαρή και πάλι το ίδιο. Μέχρι που αποφάσισε οτι το ψάρι δεν θα αντιστεκόταν άλλο, φώναξε λοιπόν τη Θάλεια να τον βοηθήσει για να το φέρουν στη βάρκα. Είχαν σκύψει, τα κεφάλια τους 10 πόντους πάνω από το νερό, όταν τους άκουσα να ουρλιάζουν ταυτόχρονα. Άφησα τα κουπιά, πήγα κοντά τους, ο Μάρκος ήταν ήδη εκεί.
«Κοιτάξτε!» φώναξε με άψυχη φωνή η Θάλεια.
Το ψάρι μας διακρινόταν διαθλασμένο μέσα στο νερό, ήταν ένα συμπαθητικό ψάρι, έφτανε για 5-6 άτομα. Όμως τριγύρω υπήρχαν μικρά ψάρια, πεθαμένα παρασύρονταν από τα ανεπαίσθητα ρεύματα. Πολλά μικρά ψάρια.
«Τι είναι αυτό;» αναρωτήθηκε ο Μάρκος.
«Δεν ξέρω, δεν ξέρω ... Κάτι σκοτώνει τα ψάρια...» μουρμούρισε ο Στέφανος.
«Λες να είναι μολυσμένα τα νερά;» ρώτησα.
«Κι αν είναι δεν υπάρχει τρόπος να το μάθουμε. Εκτός αν τουμπανιάσει κανένας από μας, αφού φάει το ψάρι...», είπε ο Στέφανος. «Πάντως τα πεθαμένα ψάρια δεν τρώγονται».
«Αυτό που πιάσαμε δεν ήταν πεθαμένο!» φώναξε η Θάλεια.
«Δίκιο έχεις», της είπε ο Στέφανος.
Γυρίσαμε πάλι στις θέσεις μας αμίλητοι, η θάλασσα τελικά δεν ήταν αξιόπιστη, τίποτα δεν ήταν αξιόπιστο αυτές τις μέρες.

Στην ακτή δεν μας περίμενε κανένας.

Περπατήσαμε κουρασμένα μέχρι το ξενοδοχείο αδιαφορώντας για τους χωρικούς που πετάχτηκαν όρθιοι στο άκουσμά μας. Όλα πήγαιναν άσχημα –κι έτσι αδιαφορούσαμε για τα χειρότερα. Στη ρεσεψιόν μας περίμενε η Ελβίρα, για την ακρίβεια τσακωνόταν με τον Αργυρόπουλο όταν μπήκαμε. Σταμάτησαν και κοίταξαν το ψάρι.
«Μπράβο! Τα καταφέρατε!» πανηγύρισε η Ελβίρα.
«Θέλω να σου πω...» την πλησίασε ο Στέφανος.
«Εντάξει, βάλτε πρώτα το ψάρι στον καταψύκτη», είπε εκείνη.
«Με μένα τελικά τι θα γίνει;» φώναξε ο Αργυρόπουλος.
«Σαν τι να γίνει; Δεν θέλεις να μαγειρεύεις και δεν μπορείς να ξεχωρίσεις ποια χόρτα τρώγονται. Πήγαινε αύριο για ψάρεμα με τους υπόλοιπους», απάντησε η Ελβίρα.
«Καλά λοιπόν», έδειξε να συμφωνεί ο Αργυρόπουλος.
«Αλλά για τώρα, συνέχισε τη δουλειά σου στην κουζίνα», είπε η Ελβίρα.
«Πάλι τα ίδια; Δεν ξαναπάω εκεί πέρα, δεν είμαι καμιά γυναικούλα εγώ!» τσαντίστηκε ο Αργυρόπουλος.
«Είναι δηλαδή υποτιμητικό να είσαι γυναίκα;» φόρτωσε η Θάλεια.
«Όχι, αλλά ... Διαφορετικές δουλειές κάνει η γυναίκα, διαφορετικές ο άντρας...» μουρμούρισε ο Αργυρόπουλος.
«Καλά τώρα -δεν σου ζητήσαμε να γεννήσεις κιόλας!» φώναξε ο Μάρκος.
«Αυτό έλειπε!» μάνιασε ο Αργυρόπουλος.
«Δηλαδή σήμερα δεν θα κάνεις τίποτα –αυτό μας λες; Θα κάθεσαι να βλέπεις τους άλλους να δουλεύουν;» τσίριξε η Ελβίρα.
«Ας γίνει έτσι», μπήκα στη μέση εγώ. «Όποιος δεν θέλει να συμμετέχει στις δουλειές, ας μην το κάνει».
«Ναι ε;» πετάχτηκε η Θάλεια. «Και οι υπόλοιποι θα είναι τα κορόιδα;»
«Ο καθένας δουλεύει για να επιβιώσει εδώ πέρα. Αν τα παρατήσουμε μάλλον θα πεθάνουμε από την πείνα –ο καθένας λοιπόν δουλεύει για την πάρτη του. Όποιος δεν το καταλαβαίνει αυτό, απλώς στερεί απ΄όλους μας μια παραπάνω μέρα φαγητού –δικαίωμά του είναι», της απάντησα.
Η Ελβίρα με κοίταξε πλάγια.
«Εντάξει, θα πάω στην κουζίνα –αλλά τελευταία φορά είναι η σημερινή», μούγκρισε ο Αργυρόπουλος.
Μετά έφυγε νευριασμένος.
«Κι εγώ θα πάω για ύπνο –είμαι ψόφιος», τους πληροφόρησα.
Ανεβαίνοντας τις σκάλες είδα τον κόσμο να γυροφέρνει στην κουζίνα και τον Γιούρι που καθόταν ανάποδα σε μια καρέκλα μισοκοιμισμένος. Δεν μου άρεσε καθόλου αυτό, όμως δεν ασχολήθηκα περισσότερο.
Αποκοιμήθηκα πριν ακουμπήσω το μαξιλάρι.

Σηκώθηκα όταν είχε ήδη βραδιάσει, πλύθηκα για να φύγει από πάνω μου η αρμύρα και κατέβηκα στην τραπεζαρία. Ο κόσμος ήταν αρκετά χαρούμενος εκεί κάτω, επειδή η μέρα είχε κυλήσει μέσα στην κατανομή αρμοδιοτήτων κι ο κόσμος χαίρεται όταν νιώθει οτι έκανε τη δουλειά του. Ο Στέφανος με χαιρέτησε από μακριά, έπαιζε χαρτιά μαζί με την Κατερίνα και την Ελβίρα. Δίπλα τους κάθονταν ο θείος Χάρης με την υπόλοιπη οικογένεια κι αυτό ήταν πρωτοφανές για τα χρονικά του ξενοδοχείου. Κάθισα να φάω, κάποιος είχε μοιράσει μπύρες –ένιωσα πάλι άνθρωπος.
«Έχει ωραία βραδιά απόψε!» είπε ο θείος Χάρης πάνω από το κεφάλι μου.
Σήκωσα τα μάτια να τον δω και συμφώνησα με ένα νεύμα.
«Τι θα λέγατε να καπνίζαμε ένα τσιγάρο περπατώντας...» πρότεινε.
«Βοηθάει και στη χώνεψη –σωστά;» χαμογέλασα.

Έξω έπεφτε αραιή υγρασία, ανατρίχιασα κάπως.
«Πληροφορήθηκα οτι τα καταφέρατε μια χαρά με το ψάρεμα», είπε αδιάφορα ο θείος Χάρης.
«Αν εξαιρέσετε τα πεθαμένα ψάρια...» μουρμούρισα εγώ.
«Σε παρακαλώ –μίλα μου στον ενικό. Χρόνια τώρα συνήθισα να είμαι για όλους ο θείος Χάρης».
Κούνησα το κεφάλι συμφωνώντας.
«Λες δηλαδή οτι κάτι κάνει τα ψάρια να ψοφάνε εκεί έξω;» ρώτησε.
«Ή αυτό, ή κάποιος τα ξεφορτώθηκε στη θάλασσα», απάντησα.
«Κάποιος;»
«Υπήρχε ένα καράβι στα ανοιχτά –ήταν σκοτάδι και δεν φαινόταν αλλά....»
«Αλλά εσύ το είδες και δεν είπες τίποτα για να μην ανησυχήσεις τους υπόλοιπους».
Συμφώνησα και σε αυτό.
«Καλά έκανες», είπε ο θείος Χάρης και προχώρησε μερικά βήματα μπροστά μου.
«Για να το λες εσύ...» σφύριξα πικρόχολα.
«Ακόμα λοιπόν μου το κρατάς για τα όπλα;» γέλασε εκείνος.
«Δεν κρατάω τίποτα –όμως κάποια στιγμή τα πράγματα θα δυσκολέψουν και τότε θα αναγκαστώ να σας τα πάρω», είπα αποφασιστικά.
Γύρισε για να με δει κατάματα.
«Δεν καταλαβαίνω αυτή σου τη διάθεση», είπε.
«Ούτε εγώ», του εξήγησα. «Ίσως τελικά να με ενοχλούν οι σκοτωμένοι άνθρωποι, ίσως να μη θέλω να καταλήξουμε σαν τα πτώματα στον κατεστραμμένο δρόμο...»
Ο θείος Χάρης ξεκαρδίστηκε.
«Αυτό κι αν είναι!» είπε τελικά.
«Τι εννοείς;» ρώτησα.
«Μα νομίζω οτι ξέρεις καλύτερα από μένα Άρη! Βλέπεις, είμαι ο γεροντότερος εδώ μέσα –όλοι σας έχετε κάποιες ικανότητες προκειμένου να αντεπεξέλθετε στις δυσκολίες –εμένα μόνο η μνήμη μου έχει απομείνει...»
«Τι εννοείς;» ξαναρώτησα.
Αλλά εκείνη τη στιγμή χώθηκε ανάμεσά μας ο Στέφανος.
«Μπορώ να έρθω στην παρέα σας;» ρώτησε.
Δεχτήκαμε αμίλητοι και συνεχίσαμε το περπάτημα στον κήπο του ξενοδοχείου –οι άνθρωποι στο δέντρο των κρεμασμένων είχαν ανάψει φωτιά, κάτι έψηναν, έφτανε η τσίκνα μέχρι εδώ πέρα. Καπνίζαμε αμίλητοι, σκεφτικοί και οι τρεις μας.

Τότε βγήκε η Ελβίρα αγκαζέ με τη Θάλεια, από την πόρτα του ξενοδοχείου διακρίναμε την Κατερίνα να τις κοιτάζει ζηλόφθονα.
«Νομίζω οτι οι κοπέλες σύντομα θα καυγαδίσουν», έδειξε προς το μέρος τους ο θείος Χάρης.
«Η Κατερίνα χρειάζεται απεγνωσμένα κάπου να ανήκει», είπα κοινότυπα.
«Θα το έχω υπόψη...» μουρμούρισε ο θείος Χάρης.
«Αλλά δεν έχει ελπίδα εκεί πέρα. Η Ελβίρα με τη Θάλεια είναι πλήρωμα», παρατήρησε ο Στέφανος.
Προχωρούσα μερικά βήματα μπροστά τους όταν το είπε αυτό, μάλλον στον θείο Χάρη το είπε. Συνέχισα να περπατάω –όταν μπροστά μου πετάχτηκε ένας άντρας με σκισμένη στολή, τυφλωμένος από το ίδιο του το αίμα.
«Που είναι το πλήρωμά μου; Που είναι το πλήρωμά μου;» ούρλιαξε ο άντρας κλαίγοντας ανάμεσα στις λάμψεις.
«Τα πληρώματα να ξεκινήσουν άμεσα!» βούιξε η φωνή από τα μεγάφωνα. «Μην χάσετε τα πληρώματά σας!»
Παραπάτησα. Μάλλον κάποια κοτρόνα στο χώμα, προσπάθησα να ισορροπήσω, αλλά δεν τα κατάφερα –βρέθηκα στα γόνατα μισότυφλος.
«Άρη! Είσαι καλά;» με κράτησε από τους ώμους ο Στέφανος.
«Τι έπαθες;» βρέθηκε δίπλα μου ο θείος Χάρης.
«Τίποτα –ζαλίστηκα λίγο, παραπάτησα...» ψέλλισα εγώ.
Με βοήθησαν να σηκωθώ όσο τα αυτιά μου καθάριζαν από τις κραυγές. Άνοιξα τα μάτια διάπλατα για να μη δω άλλα –δεν ήταν κατάλληλη η στιγμή.

Σήκωσα τα μάτια στον ουρανό, το αστέρι του Διαβόλου είχε ώρα ακόμα μέχρι να ανατείλει. Έτρεξα προς το ξενοδοχείο, ήθελα να κρυφτώ όσο καλύτερα μπορούσα –να τα αποφύγω όλα αυτά.

15 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

RaZz είπε...

the plot thickens... provlepw megales anatropes me aima kai sperma sta amesws epomena!!

The Motorcycle boy είπε...

Το μυαλό σου όλο εκεί εσένα! Σταδιάλα -μας ανατρίχιασες πρωινιάτικα και δεν έχω τελειώσει τον καφέ μου! Ρε δε θα γράψω ένα λαβ στόρι μέσα στα πετιμέζια να σας μάθω εγώ όλους σας!

Puppet_Master είπε...

dwse sex sto lao.

TrOLL είπε...

Τα κειμενα καλά οι τιτλοι σου πομπώδεις.

The Motorcycle boy είπε...

Χαχα, κάτσε καλά ρε πιτσιρίκο που θες και σεξ! Α, άσε το βρήκα -θα σηκώσω ένα κομμάτι με στίχους των Σεξ Πίστολς. Σωστός;

Troll, είμαι πολύ πομπώδες άτομο γι΄αυτό βγαίνουν έτσι οι τίτλοι. Ευχαριστώ πάντως που εγκρίνεις τα κείμενά μου -τουλάχιστον τη βάση την παίρνω να περάσω στο επόμενο εξάμηνο;

Puppet_Master είπε...

re gero ta koinwnika den poulane.
h tha valeis sex h ekrikseis h happy ending.
ade tsaba pleronoume.

The Motorcycle boy είπε...

Μην είσαι χαζός ρε -θα το κάνω κοινωνικό σε στυλ σήριαλ του Μέγκα, ρίχνω και κάτι άσχετα μέσα περί μυστηρίου παρελθόντος των ηρώων, εντάξει, θα το βγάλουμε το ψωμάκι μας και φέτος. Σεξ αφού δεν μπορώ να γράψω καλές περιγραφές ρε -είχε προσφερθεί κάποια παλιότερα να μου γράφει τις σκηνές σεξ αλλά μετά εξαφανίστηκε, τι να κάνω;

ClouD είπε...

Ναι όντως, τα κοινωνικά δεν πουλάνε, αλλά τι σημασία έχει αφού...

Οι περισσότεροι άνθρωποι επιδιώκουν να ενθουσιαστούν. Πάει κι ανάλογα με την απελπισία, όσο βουλιάζεις τόσο ψάχνεις βυθό να πατήσεις, όταν τον βρεις νιώθεις οτι γλίτωσες στα σίγουρα. Μέχρι να καταλάβεις πως ο βυθός βουλιάζει πιο γρήγορα από τα παπούτσια σου.Πάντως, επειδή το βαριέμαι πολύ έτσι όπως γίνεται σε στύλ σήριαλ του Μέγκα ελπίζω να μην παίξουν πολλές διαφημίσεις στο ενδιάμεσο -για να τελειώνει πιο γρήγορα και όχι για κάποιον άλλο λόγο! :-)

The Motorcycle boy είπε...

Χαχα, την πάτησες -ετοιμάζω ήδη το διαφημιστικό πακέτο!

Υ.Γ.: Κυρίως επειδή κωλοβαράω και δε στρώνομαι να γράψω το επόμενο κεφάλαιο.

Sotiris είπε...

Σεξ σκηνές άκουσα ;; Εδώ παιδί, εδώ! Δώσε με εμένα αφορμή για σεξάκι και guidelines και θα ξεδιπλωθεί μπροστά στα μάτια σου η ελεγεία της ηδονής, του πόνου και της διαστροφής. Φιλικά πάντα :)

The Motorcycle boy είπε...

Ρε άντε να χαθείς -παλιόμουτρο! Χαχαχα.
Αν δώσω βήμα σε σένα οι σκηνές σεξ δεν θα είναι ντεσού της ιστορίας, αλλά η ιστορία ντεσού των σκηνών σεξ!

RaZz the sociology girl είπε...

ama thes skhnes sex na sou steilw penteksi selides, toso feminist literature (aka kakh lesviakh logotexnia) pou diavazw autes tis meres de mporw na skeftw kai tpt allo

The Motorcycle boy είπε...

Ναι αμε! Στείλτες, αλλά για προσωπική χρήση -σιγά μη δημοσιεύσω τέτοια πράγματα στο τζάμπα! Τι θα γίνουν δηλαδή τα πέη περ βιού -κλέφτες θα γίνουν;

Ανώνυμος είπε...

feminist literature!!! όχι μοτορ μη κανεις τετοιο πραγμα σε βλεπω με εφιαλτες και ψυχαναλυση....δες κανα θρυλο καλυτερα.

The Motorcycle boy είπε...

Όχι ρε -είναι καλή φάση! Γυναίκες ερωτευμένες μεταξύ τους, ασυμβίβαστες, να κοντράρουν τα σωβινιστικά γουρούνια κι έτσι!

Θρύλο; Μόνο Σάββατο και Κυριακή, είμαστε σε ένα επίπεδο που μόνο τελικούς αξίζει να βλέπουμε νομίζω.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι