Δευτέρα, Μαΐου 18, 2009

6. Η αδρανής εξουσία

Προηγουμένως:
1.Ο Άρης είναι καθηλωμένος σε παραθαλάσσιο ξενοδοχείο αντιμετωπίζοντας σημαντικά κενά μνήμης. Μαζί με μια ακόμα ένοικο, την Κατερίνα, βρίσκουν έναν κρεμασμένο άντρα κοντά στο ξενοδοχείο.

2. Οι χωρικοί εμφανίζονται με απειλητικές διαθέσεις λόγω του κρεμασμένου, αλλά η κατάσταση διορθώνεται μετά την παρέμβαση του θείου Χάρη και την παράδοση των ενόχων κυνηγών.

3. Κατανομή αρμοδιοτήτων μέσα στο ξενοδοχείο, όσο τα όπλα παραμένουν στον θείο Χάρη και μια φωτογραφία εφημερίδας που ισχυρίζεται οτι ο Άρης είναι καταζητούμενος τρομοκράτης.

4. Ψάρεμα με αμφίβολα αποτελέσματα και κάποιες αψιμαχίες σχετικά με την κατανομή αρμοδιοτήτων.

5. Μια απόπειρα βιασμού έχει συνέπεια την κοινή πορεία του Άρη με τον Πάνο εκτός ξενοδοχείου.

Ένιωθα κάτι να σέρνεται στο στήθος μου όλη νύχτα, δεν τόλμησα να ανοίξω τα μάτια επειδή σιχαίνομαι τα ποντίκια. Κάποια στιγμή γλίστρησα στον ανήσυχο ύπνο, μαλλιαρά πλάσματα ροκάνιζαν τα πόδια μου κι εγώ δεν μπορούσα να ξεφύγω –πως να ξεφύγω; Αφού ροκάνιζαν τα πόδια μου. Κοιμόμουν μόνος κι αυτό ήταν καλό επειδή δεν είχα να ανησυχώ για εκείνη ή το παιδί. Ξύπνησα πιασμένος παντού, ο ήλιος με κοίταζε από το σπασμένο παράθυρο του στάβλου.

Φτάσαμε νύχτα στο χωριό, τα πάντα ήταν σκοτεινά στην κεντρική πλατεία ή σ΄αυτό που οι συνοδοί μας ονόμαζαν «πλατεία». Τα πόδια μου πλατσούριζαν μέσα στα παπούτσια, ιδρώτας, αίμα -δεν ήμουν σίγουρος. Επειδή ήρθαμε από δρόμους πέτρινους, χωθήκαμε σε μονοπάτια με αγκάθια, ούρλιαζε η φύση όσο την πατούσαμε κι εμείς λαχανιάζαμε τον τρόμο –εγώ κι ο Πάνος δηλαδή. Οι χωρικοί κινούνταν γύρω μας σα χνούδια παρασυρμένα από τον αέρα, τίποτα δεν φαινόταν ικανό να τους εμποδίσει, τίποτα δεν αλλοίωνε το ρυθμό τους. Ζηλεύαμε, διψάγαμε και φοβόμασταν. Επειδή ανακαλύψαμε οτι ο δρόμος προς την κόλαση δεν είναι ούτε ανηφορικός, ούτε κατηφορικός. Ο δρόμος προς την κόλαση είναι το μονοπάτι που χαράζεις μόνος σου ανάμεσα σε μυτερές πέτρες.

Μας έβαλαν να κοιμηθούμε στον ερειπωμένο στάβλο –κάποιοι απ΄αυτούς έμειναν απέξω να μας φυλάνε.

Όσο προσπαθούσα να συνεφέρω τα μουδιασμένα μου μέλη ανακάλυψα οτι τα δυο, μεσαία, δάχτυλα του δεξιού μου χεριού ήταν σκισμένα στις ρόγες –τελικά υπήρχαν ποντίκια, δεν ήταν απλώς όνειρο. Σιχάθηκα να γλύψω το πετρωμένο αίμα, αλλά σύντομα θα χρειαζόμουν κάποιο μέρος να πλυθώ. Σηκώθηκα.

Στην απέναντι γωνιά ο Πάνος έκλαιγε διπλωμένος σαν έμβρυο. Πήγα κοντά του, τον κλώτσησα στα πλευρά.
«Σήκω, ξημέρωσε», είπα.
Μετά απομακρύνθηκα χωρίς να ασχοληθώ περισσότερο. Ο στάβλος μύριζε ακαθαρσίες ζώων και σάπια φρούτα. Δεν μπορούσαμε να μείνουμε άλλο βράδυ εδώ μέσα –τα ποντίκια θα πολλαπλασιάζονταν τραβηγμένα από το αίμα μας, ένα βράδυ ακόμα και θα ξυπνούσαμε διαμελισμένοι.

Βγήκα στην ξεχαρβαλωμένη πόρτα, δυο άνθρωποι στηρίζοντας στις τσουγκράνες τους και κάπνιζαν –δίπλα τους είχαν δυο φλιτζάνια καφέ σ΄ένα πρόχειρα στημένο τραπέζι.
«Που μπορώ να πλυθώ;» ρώτησα.
Οι άνθρωποι με κοίταξαν, γέλασαν και συνέχισαν να καπνίζουν. Παραδίπλα υπήρχαν σπίτια χωρίς αυλές, τσιμεντένια σπίτια με λαμαρίνες στη θέση της σκεπής –το χωριό ακουγόταν στο βάθος να βουίζει. Ένιωσα τον Πάνο πίσω μου.
«Τι θα κάνουμε τώρα;» με ρώτησε.
«Εγώ θα ψάξω την κόρη μου, εσύ κάνε ότι θέλεις», είπα.
Μεταχειρίστηκα τότε το κόλπο οτι οι άνθρωποι είναι αόρατοι κι εγώ προχωράω σε σεληνιακό τοπίο αντιμετωπίζοντας τα πάντα σαν εκλάμψεις κάποιου αμφίβολου παρελθόντος, δηλαδή άρχισα να βαδίζω με σταθερό ρυθμό, αδιαφορώντας για τις φωνές των χωρικών. Αδιαφορώντας επίσης για τα βήματα του Πάνου στο καλντερίμι. Ένας άνθρωπος με έπιασε από τον ώμο, γύρισα, τον είδα να φωνάζει αλλά επέλεξα να μην τον ακούω. Χαμογέλασα –όπως ακριβώς πρέπει να κάνουμε στους αντικατοπτρισμούς του παρελθόντος. Και γύρισα να συνεχίσω το δρόμο μου.
«Δεν έχεις να πας πουθενά!» ούρλιαξε ο άνθρωπος μπροστά στα μούτρα μου.
Σάλια με πιτσίλισαν.
«Ήρθα εδώ για να βρω την κόρη μου κι αυτό θα κάνω. Φύγε από το δρόμο μου αλλιώς θα σου ξεριζώσω την καρδιά και θα τη φάω», είπα βαριεστημένα.
Ήξερα οτι όλα αυτά είναι απλές παραισθήσεις. Ο άνθρωπος το σκέφτηκε καλύτερα και προτίμησε να με ακολουθήσει από απόσταση, μαζί με τον φίλο του.

Έτσι έφτασα στην πλατεία, εγώ μπροστά, η συνοδεία μου 10 μέτρα παραπίσω και οι θολές αναμνήσεις γύρω μας –ιστός αράχνης. Επειδή είχα ξανάρθει σ΄αυτή την πλατεία, είχα ιδρώσει εδώ πέρα, κάποιο καλοκαίρι το ίδιο ζεστό με το φετινό –πονούσαν τότε τα γόνατά μου από τον πλίθινο φράχτη που σκαρφαλώσαμε για να φάμε φραγκόσυκα, ακόμα ένιωθα τις παλάμες μου στιγματισμένες, χαλίκι και αγκάθια, ο λαιμός μου γδαρμένος από την σαρκώδη υφή των φρούτων. Κοντοστάθηκα, η ανάμνηση έφυγε –πήγε να βρει εκείνο το ζεστό καλοκαίρι που ήμασταν εδώ, εγώ και η υπόλοιπη παρέα, παιδιά χωρίς ονόματα, επικεντρώσου στα πρόσωπα, παιδιά χωρίς μάτια, θυμήσου τις φωνές τους, παιδικές φωνές που δεν μου θύμιζαν απολύτως τίποτα.

Κάτι γριές με τα τσεμπέρια κατεβασμένα κόντρα στον ήλιο ξεδιάλεγαν φακές στις προσόψεις εγκαταλειμμένων μαγαζιών, με εντόπισαν αμέσως, σήκωσαν τα κεφάλια επιφυλακτικά. Άνθρωποι που κουβαλούσαν εργαλεία και κοφίνια κοντοστάθηκαν, μερικοί έβγαλαν τις τραγιάσκες τους, σκούπισαν τον ιδρώτα από τα χαρακωμένα μέτωπα πριν αποφασίσουν να συνεχίσουν το δρόμο τους. Τα είχα ξαναπεράσει αυτά.
«Λοιπόν; Τώρα τι γίνεται;» με ρώτησε ο Πάνος.
Ξεκίνησα πάλι για να αποφύγω την ερώτηση. Πλησίασα τις γριές.
«Ψάχνω για μια γυναίκα κι ένα παιδί», είπα σταθερά στο σκυμμένο κεφάλι. «Ήρθαν εδώ πριν λίγο καιρό, ήρθαν από την πόλη...»
Το σκυμμένο κεφάλι μετατράπηκε σε αποκρουστικό πρόσωπο.
«Δεν ξέρω», έκρωξε.
«Ποιον να ρωτήσω;» επέμεινα.
«Πάνε παραδίπλα, μου κόβεις τον ήλιο», είπε η γριά.
Έκανα δυο βήματα πίσω, σκέφτηκα για λίγο.
«Που είναι ο αστυνόμος;» ρώτησα μετά.
«Δυο δρόμους κάτω», έδειξε πίσω της η γριά.
Είχε βγει κάποια άκρη –λογικό ήταν. Ο κόσμος απαντάει όταν τον ρωτάς για την εξουσία, από φόβο κυρίως.

Έστριψα στην πρώτη γωνία κι άρχισα να ψάχνω το αστυνομικό τμήμα, κάτι πιτσιρικάδες έπαιζαν μπάλα, μαζεύτηκαν όταν με είδαν, άνοιξαν να περάσω. Κοίταξα φευγαλέα ανάμεσά τους αλλά δεν υπήρχε κανένα κορίτσι. Η συνοδεία με ακολουθούσε σταθερά.

Το αστυνομικό τμήμα ήταν σε μια μονοκατοικία με αυλή, δεν υπήρχε φρουρός απέξω, μόνο μια ξεχαρβαλωμένη τσίγκινη πινακίδα που κρεμόταν στην καγκελόπορτα. Ανέβηκα τα σκαλιά, πέρασα την ορθάνοιχτη πόρτα –οι χωρικοί δεν με ακολούθησαν και, για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο, ο Πάνος προτίμησε να μείνει μαζί τους. Βρέθηκα στο μισοσκότεινο χωλ, πέρασα δίπλα στη μισάνοιχτη πόρτα μιας τουαλέτας, προχώρησα πιο μέσα. Ο χώρος μύριζε μελάνι και υπνηλία. Διάλεξα μια κλειστή πόρτα στην τύχη –άνοιξα, αλλά κανένας δεν ήταν πίσω της. Διάλεξα δεύτερη πόρτα –τα ίδια. Στην τρίτη προσπάθεια έπεσα πάλι σε άδειο γραφείο, όμως στο βάθος του υπήρχε ακόμα μια μισάνοιχτη πόρτα, πήγα προς τα κει. Άνοιξα χωρίς να το πολυσκεφτώ, ένας άντρας γύρω στα 50 καθόταν με τις αρίδες απλωμένες στο γραφείο, το πουκάμισο της στολής ξεκούμπωτο κι ένα σωρό πορτοκαλόφλουδες γύρω του.
«Νωρίς μας ήρθες!» γέλασε χωρίς να με κοιτάξει.
«Γιατί; Είχαμε ραντεβού και δεν το΄ξερα;» μου ξέφυγε.
Ο αστυνόμος γέλασε δυνατότερα, μετά έπιασε να ξεφλουδίζει ακόμα ένα πορτοκάλι.
«Από τον κήπο εδώ πίσω», μου έδειξε τείνοντας ένα χοντρό δάχτυλο.
«Είναι καλό πράγμα να έχεις μια πορτοκαλιά για ώρα ανάγκης», μουρμούρισα.
«Μία μόνο; Κοίτα καλύτερα, όλη η πίσω αυλή έχει δέντρα, πορτοκαλιές, λεμονιές.... έχει και μια βερικοκιά –τη βλέπεις;» έγειρε μπροστά όλο προθυμία να με ξεναγήσει.
Δεν κουνήθηκα από τη θέση μου.
«Θα δίνουν καρπό για τα επόμενα δυο χρόνια, μετά θα χρειαστούν μπόλι», είπε ο αστυνόμος σκεφτικός.
«Συμβαίνουν αυτά», υπέθεσα.
«Ελπίζω μέχρι τότε να μου έχουν στείλει κανέναν που να πιάνουν τα χέρια του, επειδή εγώ είμαι θαλασσινός –δεν τα καταφέρνω», συνέχισε εκείνος.
«Θα σε βοηθήσουν οι χωρικοί», τον καθησύχασα.
«Αυτοί;» πετάχτηκε οργισμένος ο αστυνόμος. «Σιχάματα του κερατά, ζωντόβολα! Αν πάρεις κανέναν τους να σου κάνει δουλειά μετά θα πρέπει να κάνεις τα στραβά μάτια δια βίου! Άσε με χάμω με τους κοπρίτες!»
Γέλασα όλο κατανόηση.
«Εσύ ξέρεις από κήπους;» με ρώτησε όλο ελπίδα.
«Μπα –καμιά σχέση», είπα χαμηλόφωνα.
«Κρίμα ρε γαμώτο, γιατί φαίνεσαι καλός άνθρωπος! Όχι μπαταξής σαν και του λόγου τους...»
Αποφάσισα τελικά να πάρω μια καρέκλα και να καθίσω με θέα το παράθυρο στον κήπο. Νόμισα οτι του το χρωστούσα, μετά από τέτοια παρουσίαση. Ο κήπος εκεί έξω ήταν μέσα στα παράσιτα -ζωολογικός κήπος. Είδα κάτι κάμπιες να ξεμυτίζουν από τα βερίκοκα, έστριψα βιαστικά το βλέμμα μου αλλού.
«Ήθελα μια πληροφορία...» είπα τελικά.
Ο αστυνόμος κούμπωσε δυο κουμπιά του πουκαμίσου πάνω από την κοιλιά του και με κοίταξε περιμένοντας.
«Ήρθε εδώ πριν λίγο καιρό μια γυναίκα μ΄ένα κοριτσάκι, από την πόλη...» μουρμούρισα.
Ο αστυνόμος πετάχτηκε αρκετά εντυπωσιακά, για τον όγκο του, σήκωσε τη στρατιωτική ζώνη που κρατούσε το παντελόνι του και πήγε στη μεταλλική ντουλάπα που κάλυπτε τον τοίχο δίπλα στο παράθυρο. Έσυρε τα φύλλα της με δυσκολία, χώθηκε σχεδόν ολόκληρος μέσα πριν εμφανιστεί με ένα θόλο μπουκάλι και δυο ποτήρια.
«Λίγο λικέρ; Είναι τοπικό προϊόν...» είπε συνεσταλμένα.
«Όχι δεν είναι ανάγκη...» απάντησα.
«Να φτιάξω καφεδάκι τότε;» πρότεινε ο αστυνόμος.
Είχα ανάγκη τον καφέ και χρειαζόμουν λίγο τρεχούμενο νερό να πλυθώ.
«Εντάξει για τον καφέ», είπα. «Νερό έχει στην τουαλέτα να ρίξω λίγο στο πρόσωπό μου;»
«Βεβαίως! Ακολούθησέ με», έκανε πρόθυμα ο αστυνόμος ανοίγοντας την πόρτα του γραφείου. «Τουαλέτα έχει απέξω, δίπλα στο χωλ. Μέχρι να σενιαριστείς θα τα ΄χω έτοιμα τα καφεδάκια».
Μου έκανε νόημα να περάσω πρώτος, ξεκίνησα λοιπόν για την πόρτα του δωματίου, αλλά πριν φτάσω εκεί πάγωσα. Δεξιά από την πόρτα είχε ένα γραφείο, πάνω από το γραφείο ήταν στερεωμένες σε φελλοπίνακα οι φωτογραφίες διάφορων καταζητούμενων. Ανάμεσα σε αξύριστους, τρομοκρατημένους ανθρώπους είδα και τη δική μου φάτσα. Δυο φωτογραφίες παρακάτω ήταν ο Στέφανος, με το πρόσωπο αρκετά πρησμένο. Έμεινα εκεί πέρα και κοίταζα αναποφάσιστος.
«Το είδες ε;» έκανε στεναχωρημένα ο αστυνόμος. «Καλά, μη δίνεις σημασία... συμβαίνουν αυτά. Πήγαινε να πλυθείς και τα λέμε με την ησυχία μας».
Μετά πέρασε μπροστά μου, άνοιξε την πόρτα και χάθηκε προς την κουζίνα. Τον ακολούθησα μπερδεμένος, αλλά θυμήθηκα οτι έπρεπε να πάω στην τουαλέτα και αυτό ακριβώς έκανα.

Όταν ξαναμπήκα στο γραφείο του ένιωθα ήδη πολύ ανθρώπινα, το νερό είχε διώξει την περισσότερη εφιαλτική νύχτα από πάνω μου, μόνο τα δάχτυλά μου αιμορραγούσαν –καθώς το τρίψιμο με σαπούνι είχε καθαρίσει το ξεραμένο αίμα. Ο αστυνόμος το πρόσεξε αμέσως, χώθηκε πάλι στην τεράστια ντουλάπα του γραφείου του και έφερε ιώδιο, βαμβάκι, γάζες.
«Που το έπαθες αυτό;» ρώτησε όλο ενδιαφέρον.
«Το ξενοδοχείο του χωριού έχει ποντίκια», μουρμούρισα.
«Κερατάδες, αγριάνθρωποι!» βλαστήμησε. «Έπρεπε να σας φέρουν κατευθείαν εδώ, είμαι ο υπεύθυνος σύμφωνα με το νόμο που να πάρει ο διάβολος! Μερικές φορές σκέφτομαι οτι θα έπρεπε να τους σκοτώσω όλους, έναν-έναν, όταν περνάνε απ΄έξω, αλλά μετά θυμάμαι οτι δε θα μου φτάσουν οι σφαίρες...»
«Κι οτι ο νόμος θέλει υπηκόους για να εφαρμοστεί», πρόσθεσα.
«Πολίτες! Ο νόμος θέλει πολίτες για να λειτουργήσει προς όφελός τους!» με διόρθωσε.
«Όπως και να’χει...» μουρμούρισα επειδή η μυρωδιά του καφέ με είχε ήδη μαγέψει.
Περιποιήθηκα στοιχειωδώς τα δάχτυλά μου πριν καθίσω απέναντί του. Έβγαλα τα τσιγάρα, του πρόσφερα, δέχτηκε.
«Πως έρχονται λοιπόν τα πράγματα!» θαύμασε, κάνοντας δαχτυλίδια καπνού. «Αν μου έλεγαν πριν –πόσο; Να πούμε έξι μήνες; Αν μου έλεγαν λοιπόν οτι θα καθόμασταν εδώ και θα κουβεντιάζαμε σα φίλοι θα τους έκλεινα επιτόπου στο κρατητήριο!»
«Δεν είμαστε φίλοι και δεν είμαι αυτός που νομίζεις», διαμαρτυρήθηκα ήρεμα.
«Δε νομίζω τίποτα –η δουλειά μου απαιτεί σιγουριά. Πάρα για παράδειγμα εσένα, να πούμε. Έρχεσαι πρωινιάτικα και μου ζητάς να μάθεις για μια γυναίκα κι ένα παιδί. Εγώ τώρα, ξέρω –προσέχεις τι λέω; ξέρω –οτι έρχεσαι από το ξενοδοχείο της παραλίας, όπου κάποιοι κρέμασαν τον Ραφαήλ –ποιος είναι αυτός θα αναρωτιέσαι. Ο Ραφαήλ ήταν ο τρελός του χωριού –τι συμπέρασμα βγάζεις για τους ανθρώπους που τον κρέμασαν; Δεν με απασχολεί, επειδή δεν είναι δουλειά μου να βγάζω συμπεράσματα. Έρχεσαι λοιπόν από εκεί και με το που σε βλέπω ανακαλύπτω οτι είσαι καταζητούμενος! Τι πρέπει να κάνω; Εμπλεκόμενος σε δολοφονία και καταζητούμενος –ποιος θα με κατηγορούσε αν σε πυροβολούσα επιτόπου όταν άνοιξες την πόρτα;» με κοίταξε χαμογελώντας, περίμενε να πω κάτι.
«Αλλά δεν πυροβόλησες...» είπα τελικά.
«Δεν πυροβόλησα βέβαια! Επειδή δεν ξέρω αν έχω πλέον τέτοια εντολή –όταν μου στείλανε τη φωτογραφία σου ήσουν καταζητούμενος, τώρα τι είσαι; Επικίνδυνος τρομοκράτης ή εθνικός ήρωας; Ποιος κάνει κουμάντο στην πρωτεύουσα; Η παλιά κυβέρνηση; Οι τρομοκράτες; Μια καινούργια κυβέρνηση; Που να το ξέρω εγώ; Γι΄αυτό κάθομαι και περιμένω, πίνω το καφεδάκι μου μαζί σου φιλικά –μην το αρνηθείς πάλι! Μέχρι να πάρω εντολές από την πρωτεύουσα έχεις αμνηστία –κατάλαβες; Μετά...»
Έσβησε το τσιγάρο του, ρούφηξε τον μισό καφέ με τη μία και άραξε πίσω στην καρέκλα του.
«Κατάλαβα. Τι θα γίνει τώρα με αυτό που σε ρώτησα;» είπα εγώ με ελεγχόμενη αγωνία.
«Για τη γυναίκα και το παιδί;» έξυσε το κεφάλι του. «Αυτό φίλε μου εμπίπτει σε άλλη κατηγορία ενεργειών –μέχρι τώρα μιλούσαμε για πολιτική».
«Τι θα πει αυτό;» απόρησα.
«Θα πει οτι μπορεί εσύ να είσαι και μέλλων υπουργός αλλά αυτό δε σημαίνει οτι θα σου δώσω την πληροφορία που ζητάς. Επειδή υπάρχει η πιθανότητα να βρεις αυτούς τους ανθρώπους και να τους σκοτώσεις –δεν υπάρχει; Γιατί εγώ να σε βοηθήσω σε αυτό;»
«Το παιδί είναι κόρη μου», είπα.
«Και η γυναίκα;»
«Γυναίκα μου», απάντησα προσπαθώντας να μην αφήσω υπόνοιες.
«Πάει καλά...» μουρμούρισε ο αστυνόμος.
«Λοιπόν;» έκανα ανυπόμονα.
Κούμπωσε και τα υπόλοιπα κουμπιά του πουκαμίσου του πριν απαντήσει.
«Με τα γεγονότα στην πρωτεύουσα... τα ξέρεις τι να στα λέω; Τέλος πάντων, ήρθε πολύς κόσμος στο χωριό, κυρίως γυναικόπαιδα, για να προφυλαχτούν. Όσοι είχαν συγγενείς εδώ πέρα έστειλαν τους δικούς τους ανθρώπους... Έχεις φωτογραφία της γυναίκας σου και του παιδιού;»
«Όχι», παραδέχτηκα.
«Τα ονόματά τους; Περιγραφή;»
Έσκυψα το κεφάλι.
«Δεν έχω τίποτα», είπα. «Ερχόμουν εδώ να τους βρω, μόνο αυτό θυμάμαι. Κάτι έγινε στον κεντρικό δρόμο, κάτι άσχημο μάλλον, βρέθηκα στο ξενοδοχείο της παραλίας μαζί με καμιά δεκαριά άλλους –κανένας μας δεν θυμάται. Ίσως πάθαμε σοκ, δεν ξέρω... Δεν θυμόμαστε τίποτα...»
«Κατάλαβα», ένευσε όλο κατανόηση. «Δηλαδή, το είχα φανταστεί –ποιος κανονικός άνθρωπος θα σκότωνε τον Ραφαήλ; Μόνο ψυχικά διαταραγμένοι –έτσι δεν το λένε;»
«Τον Ραφαήλ τον κρέμασαν δυο κυνηγοί που έμεναν στο ξενοδοχείο. Όταν ήρθαν οι χωρικοί, τους δώσαμε τους κυνηγούς κι αυτοί τους κρέμασαν στο ίδιο δέντρο», είπα.
«Σοφή κίνηση!» θαύμασε ο αστυνόμος. «Γλιτώσατε από πολλές φασαρίες και με γλιτώσατε από μπελάδες».
Δεν είπα τίποτα, περίμενα να συνεχίσει.
«Και τι είναι αυτό που είδατε στον κεντρικό δρόμο;» ρώτησε εκείνος.
Δυσανασχέτησα φανερά.
«Δεν θυμόμαστε τι είδαμε, δεν θυμόμαστε καν αν ήμασταν εκεί... στα είπα ήδη αυτά», φώναξα.
«Δεν θυμάστε –πάει καλά! Ας ασχοληθούμε με τη γυναίκα σου και το παιδί σου...»
Κοιταχτήκαμε.
«Μήπως θα μπορούσες να έρθεις μαζί μου; Θα ξέρεις ποια σπίτια φιλοξενούν αυτούς που ήρθαν από την πόλη, αν πάω μόνος μου μάλλον θα με πλακώσουν με τα στειλιάρια...» είπα εγώ.
«Ζώα, υπάνθρωποι!» ξεκαρδίστηκε στα γέλια ο αστυνόμος.
Περίμενα την απόφασή του όσο εκείνος κοίταζε με χαμόγελο ικανοποίησης τον κήπο έξω από το παράθυρο.
«Εντάξει, θα έρθω μαζί σου», είπε μετά από ατέλειωτη αναμονή. «Άσε όμως τα πράγματά σου σε κάποιο γραφείο –επιμένω οτι σήμερα το βράδυ θα κοιμηθείς εδώ πέρα», σταμάτησε, με κοίταξε ανήσυχος, «δεν πιστεύω να το θεωρήσεις φυλάκιση, κράτηση ή κάτι τέτοιο;»
«Όχι, μην ανησυχείς...» μουρμούρισα.

Ο ήλιος μας ξέσκισε ανελέητα όταν βγήκαμε από την εξώπορτα –εκεί περίμεναν οι δυο χωρικοί με τον Πάνο. Αμήχανοι, ακροβολισμένοι στο δρόμο.
«Τι στ΄ανάθεμα κάνετε εσείς εδώ;» νευρίασε ο αστυνόμος.
«Προσέχουμε», απάντησε σιγά ο ένας χωρικός.
«Τι προσέχετε ρε ζωντόβολα; Εδώ είναι αστυνομία, εμείς προσέχουμε για να τεμπελιάζετε εσείς με ασφάλεια! Βαλθήκατε να μας αντικαταστήσετε;» ο αστυνόμος πλησίασε τον χωρικό που είχε μιλήσει με άγριο ύφος.
Ο χωρικός κοίταξε τα σκονισμένα του παπούτσια αμίλητος.
«Μίλα ρε! Θες να γίνεις αστυνομία;» εξορίστηκε ο αστυνόμος.
«Όχι αλλά...» έκανε εκείνος.
«Άντε μου στο γερο-διάολο τότε. Κι εσύ κι ο άλλος –γαμώ το φελέκι σας!» τσίριξε ο αστυνόμος.
Οι χωρικοί βιάστηκαν να απομακρυνθούν. Ο αστυνόμος γύρισε προς το μέρος μου.
«Στο τσακ τον είχα!» διαμαρτυρήθηκε. «Λίγο ήθελα να τον βάλω να μου μπολιάσει τα δέντρα αλλά μου ξέφυγε ο κερατάς! Άχρηστα κορμιά, τι να πεις;»
Έγνεψα με κατανόηση, αλλά τότε ο αστυνόμος είδε τον Πάνο που ακουμπούσε στα κάγκελα.
«Αυτός, ποιος πούστης είναι;» με ρώτησε.
«Από το ξενοδοχείο. Ρίχτηκε σε μια κοπέλα και θέλανε να τον σκοτώσουν...» είπα εγώ.
«Κι εσύ τον πήρες μαζί σου για να τον σώσεις, έτσι; Από ανθρωπισμό να υποθέσω; Ρε, από τότε που βγήκε ο ανθρωπισμός χάθηκε η δικαιοσύνη!» μούγκρισε ο αστυνόμος.
Δεν είπα τίποτα περί αυτού.
«Λεβεντόπαιδο! Τσακίσου μπες μέσα, βάθος αριστερά είναι το κρατητήριο. Τρύπωσε εκεί και κλείδωσε, το καλό που σου θέλω! Δε με απασχολεί μήπως δραπετεύσεις, για το καλό σου το λέω να κλειδώσεις –οι χωριάτες είναι αγριάνθρωποι. Κατάλαβες λεβεντιά μου;» φώναξε στον Πάνο.
Εκείνος ένευσε συγκαταβατικά και με πλησίασε.
«Άρη;» ψέλλισε.
«Κάνε οτι σου είπε –μάλλον είναι το καλύτερο για σένα», του απάντησα.
Ο Πάνος έφυγε με αργά βήματα.
«Έχεις τον τρόπο σου να καθοδηγείς ανθρώπους!» θαύμασε ο αστυνόμος.
«Προσπαθώ να βοηθήσω», ψιθύρισα.
«Ποιον;» γέλασε ο αστυνόμος.
«Τον εαυτό μου –ποιον άλλο;» απόρησα.
Ξεκινήσαμε δίπλα –δίπλα.

Αλλά, φτάνοντας στην πλατεία, λοξοδρομήσαμε –ο αστυνόμος πλησίασε μια μισάνοιχτη τζαμένια πόρτα και μου έκανε νόημα.
«Τι είναι εδώ;» αναρωτήθηκα.
«Το καφενείο. Πριν τραβηχτούμε πόρτα-πόρτα, καλύτερα να ρωτήσουμε», μου εξήγησε.
Μπήκαμε. Κόντευε απόγευμα, σε λίγο θα έρχονταν οι άνθρωποι, μετά το μεσημεριανό φαγητό, μετά τον μεσημεριανό ύπνο –ήταν καλή ιδέα. Για την ώρα, μόνο κάτι γέροι υπήρχαν μέσα στο καφενείο. Καθίσαμε κοντά στην είσοδο. Μας κοίταξαν και έδειξαν να μας ξεχνάνε αμέσως μετά.
«Δυο ούζα», παράγγειλε ο αστυνόμος.
Μετά κοίταξε τριγύρω, μέχρι να εντοπίσει αυτόν που ήθελε.
«Μπαρμπα-Θύμιο έλα να κάτσεις μαζί μας. Κατάστημα φέρτου άλλο ένα –ότι πίνει», διέταξε ο αστυνόμος.
Έκανα χώρο στον γέρο που πλησίασε επιφυλακτικά.
«Τι γίνεται Θύμιο; Πως πάνε οι ντομάτες;» ρώτησε ο αστυνόμος.
«Δόξα να ‘χει...» μουρμούρισε ο γέρος.
«Για πες μου κάτι. Το παλικάρι από δω, τι σου θυμίζει;» ρώτησε ξανά ο αστυνόμος.
Ο γέρος με κοίταξε, στην αρχή επιφυλακτικά, μετά μισόκλεισε τα μάτια για να δει καλύτερα.
«Ξέρω ΄γω; Από ΄δω είναι;» αναρωτήθηκε.
«Έστειλε τη γυναίκα του και την κόρη του στο χωριό μας. Άρα, πρέπει να έχει συγγενείς εδώ πέρα...»
«Δεν θυμάται τους συγγενείς του;» απόρησε ο γέρος.
«Άμα τους θυμότανε θα σε ρώταγα ρε Θύμιο;» νευρίασε ο αστυνόμος.
«Και πως δηλαδή; Γιατί δεν τους θυμάται;» επέμεινε ο γέρος.
«Ρε τι σε νοιάζει; Κουτσομπόληδες –χειρότεροι από τις γυναίκες σας είστε! Μπορείς να μου πεις αν σου θυμίζει κάτι ο άνθρωπος –ναι ή όχι;»
Ο γέρος πήρε να με κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω και πάλι απ΄την αρχή, μισόκλεινε τα μάτια, έξυνε το μάγουλό του.
«Να ΄ναι ο γιος της χήρας;» είπε τελικά. «Αυτός που λείπει 30 χρόνια στην πρωτεύουσα;»
«Πως τον λέγανε το γιο της χήρας;» πετάχτηκε ο αστυνόμος.
«Βασίλη θαρρώ...»
«Δεν είναι αυτός», είπε ο αστυνόμος.
«Ε τότε ποιος είναι;» αναρωτήθηκε ο γέρος.
«Άντε χάσου ρε από δω πέρα! Ντιπ τσουτσέκι είναι ο άνθρωπος!» αγανάκτησε ο αστυνόμος σηκώνοντας τα χέρια ψηλά. «Που ‘σαι κατάστημα! Να μένει το κέρασμα στο μπαρμπα-Θύμιο!» φώναξε προς τον καφετζή πίσω από το σκουριασμένο ψυγείο.
Ο γέρος σηκώθηκε ήσυχα και ξαναγύρισε στη θέση του.
«Υπάρχει περίπτωση να σε λένε Βασίλη;» με ρώτησε ο αστυνόμος.
«Μπα –δε μου λέει κάτι το όνομα», είπα εγώ.
«Μπαρμπα-Θύμιο», φώναξε προς την άλλη μεριά ο αστυνόμος, «έχουν έρθει τίποτα συγγενείς της χήρας από την πρωτεύουσα;»
«Όχι, δεν έχω δει τίποτα», απάντησε ο γέρος αδιάφορα.
Ο αστυνόμος γύρισε σε μένα μέσα στη ζοχάδα.
«Κατάλαβες γιατί θέλουν όλοι τους σκότωμα;» μου ψιθύρισε.
Το μόνο που καταλάβαινα ήταν οτι δεν έβγαινε άκρη, αλλά προτίμησα να μην το θίξω.

Περάσαμε ακόμα δυο ώρες εκεί μέσα, ο κόσμος έμπαινε και μας κοίταζε σαν άγρια θηρία, μετά καθόταν παράμερα. Ο καφετζής έβαλε πέντε φορές μια εφεδρική γεννήτρια σε λειτουργία, άνοιξε την τηλεόραση, περίμενε λίγο μπας και δείξει τίποτα άλλο εκτός από παράσιτα πριν την ξανακλείσει. Είχα αρχίσει να απελπίζομαι. Ο αστυνόμος ρωτούσε, έψαχνε, αλλά κι αυτός δεν έβγαζε άκρη. Υπήρχαν 10 με 12 οικογένειες που είχαν δεχτεί συγγενείς από τις πόλεις, θα έπρεπε μάλλον να τις επισκεφτούμε. Μέχρι να βρεθεί η κόρη μου και η...
«Το πρόβλημα είναι αλλού», είπε ο αστυνόμος συνεχίζοντας μια κουβέντα με τον εαυτό του. «Πολλές απ΄αυτές τις οικογένειες μένουν έξω από το χωριό ... δύσκολα τα πράγματα... Έχουν κάτι σπίτια μέσα στα χωράφια, με τις φασαρίες του τελευταίου καιρού είναι όλοι τους αγριεμένοι...»
«Τι θα πει αυτό;» ρώτησα.
«Θα πει οτι πρώτα θα πέσουμε πάνω σε τσοπανόσκυλα, μετά σε καραμπίνες κι αν καταφέρουμε να βγούμε ζωντανοί απ΄όλα αυτά, τότε ΙΣΩΣ μπορέσουμε να μιλήσουμε με κάποιον άνθρωπο», είπε ο αστυνόμος σκεπτικά.
«Κι όλα αυτά που μου έλεγες για την εξουσία; Θα έπρεπε να σε φοβούνται...»
«Με φοβούνται και σέβονται την εξουσία, τους νόμους, τους κανόνες... όλα αυτά τέλος πάντων», έκανε ο αστυνόμος. «Αλλά αν με ξαπλώσουν σε κάνα ξέφωτο επειδή, δήθεν, με πέρασαν για τρομοκράτη, δε θα κλάψουν κιόλας στην κηδεία μου! Μη σου πω οτι θα με ταΐσουν στα γουρούνια τους για πρωινό –ούτε κηδεία δε θα μου κάνουν!»
Απόρησα κάπως.
«Γιατί να σε σκοτώσουν; Εσύ δεν είπες οτι τους προστατεύεις;»
Ξεκαρδίστηκε.
«Μάτια μου, είσαι μεγάλος καλαμπουρτζής!» φώναξε. «Δεν τα είδες; Μόνος μου έχω απομείνει, χωρίς αστυφύλακες, χωρίς τίποτα. Μόνο η εντύπωση οτι κάποτε θα έρθουν από τα κεντρικά να με ψάξουν, αυτό τους εμποδίζει και δε με έχουν σφάξει σαν τραγί...»
Τον κοίταξα και μου φάνηκε για μια στιγμή απροστάτευτος, σαν την εξουσία στο αποχωρητήριο. Μπορεί κιόλας να τον λυπήθηκα –δεν ξέρω.
«Πάμε να ξεραθούμε, μια τρύπα στο νερό κάναμε», είπε προσπαθώντας να πνίξει το χασμουρητό του.
Τον ακολούθησα με το κεφάλι βαρύ από τα ούζα, έξω είχε νυχτώσει και δεν κυκλοφορούσε άνθρωπος. Το σκοτάδι ούρλιαζε σκυλίσια, φώτα τρεμόπαιζαν πίσω από κλειστά παντζούρια, ένιωσα σφίξιμο στο στομάχι.

«Εγώ κοιμάμαι στο βάθος, εσύ μπορείς να διαλέξεις όποιο δωμάτιο θέλεις», είπε ο αστυνόμος.
«Δεν έχει σημασία...» ψιθύρισα.
«Καλή σου νύχτα», μου ευχήθηκε.
«Με τον άλλον τι θα γίνει;» ρώτησα εγώ.
«Ποιον άλλο;» απόρησε ο αστυνόμος. Μετά θυμήθηκε. «Αυτόν στο κρατητήριο λες; Άστον να πήξει το μυαλό του, καλό θα του κάνει», είπε αδιάφορα.
Όταν χάθηκε στο διάδρομο έψαξα τις κλειστές πόρτες. Σε λίγο είχα μια αξιοπρεπή άποψη για τον χώρο, θα κοιμόμουν στο δωμάτιο αριστερά από την εξώπορτα –με βόλευε επειδή το παράθυρο έβλεπε στο δρόμο. Άκουσα τα βήματά του κι έτσι ανακάλυψα που ήταν το κρατητήριο. Άνοιξα την πόρτα, διέκρινα τη σκιά του κομμένη από το συννεφιασμένο φεγγάρι.
«Ποιος είναι;» φώναξε ανήσυχος ο Πάνος.
Γέλασα σιγά.
«Εσύ είσαι Άρη;» ρώτησε ο Πάνος.
«Ναι, εγώ είμαι», μούγκρισα. «Κοιμήσου».
«Έλα να σου πω!» παρακάλεσε ο Πάνος.
Πλησίασα προς την καγκελόπορτα που μας χώριζε.
«Ήμουνα θολωμένος, δεν το ‘θελα...» κλαψούρισε εκείνος. «Ήταν η κακιά στιγμή...»
Αν και ήταν μισοσκότεινα προτίμησα να γυρίσω την πλάτη πριν του απαντήσω.
«Η κακιά στιγμή σου τώρα αρχίζει γι΄αυτό κοίτα να κρατήσεις τα μυαλά σου», προειδοποίησα.
«Τι εννοείς;» τσίριξε όλο αγωνία.
«Θα καταλάβεις», είπα και έκλεισα με θόρυβο την πόρτα πίσω μου για να σιγουρευτεί οτι έφυγα.

Μπήκα στο γραφείο που είχα διαλέξει για υπνοδωμάτιο, κάθισα στο πάτωμα, δίπλα στο παράθυρο κι άναψα τσιγάρο για να συνηθίσω τον χώρο. Παιδικά πλαστικά παπούτσια χαστούκισαν το τσιμέντο, κουρεμένα κεφάλια στριφογύριζαν με έξαψη φωνάζοντας, «πόλεμος, πόλεμος!» Το τέρας του μεσημεριού είχε βουτήξει στο πηγάδι της Παπαδιάς για να δροσιστεί, το τέρας του μεσονυκτίου δεν είχε ξυπνήσει ακόμα –ήμασταν ασφαλείς. Μπορούσαμε να παίξουμε πόλεμο κι αυτό μας πλημμύριζε ευτυχία. «Πόλεμος, πόλεμος!» ουρλιάζαμε τρομάζοντας τα αδέσποτα σκυλιά. Μέχρι που περάσαμε και χαθήκαμε στη σκόνη, έστησα αυτί αλλά δεν μπορούσα πλέον να ξεχωρίσω τις φωνές μας. Μόνο τα διστακτικά βήματα κάποιου παιδιού που είχε ξεμείνει τελευταίο, αργά βήματα και αναφιλητά που ακούγονταν σαν «μπαμπά, μπαμπά». Πετάχτηκα ανατριχιάζοντας, αλλά δεν υπήρχε τίποτα έξω από το παράθυρο.

Δεν υπήρχε τίποτα. Μόνο ο πόλεμος.

2 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

liontas είπε...

Μύρισε "Βασιλιάς", μέσα από καλειδοσκόπιο;

The Motorcycle boy είπε...

Μπαααα

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι