Προηγουμένως:
1. "Που θα πας ρε ηλίθιε;"
2. Μαθαίνοντας τη Βέρα
3. Οι σφαίρες δεν πληρώνουν εισιτήριο μετ΄επιστροφής
4. Σκυλί με λαστιχένιο λουρί
5. Η πραγματική γαλήνη
Δεν έχεις καμιά ελπίδα να ξεφύγεις απ΄αυτό που σε κυνηγάει –όταν τα σκυλιά σε πάρουν στο κατόπι με αφρισμένα δόντια, γύρνα και πέσε πάνω τους με τα μούτρα –όταν δεν έχεις καμιά ελπίδα, η απελπισία είναι μια κάποια λύση. Σανίδωσα το γκάζι της Άλφα Τζουλιέτα στη χαρακωμένη εθνική, ο ήλιος το πήγε ντουγρού γι΄απόγευμα και η βροχή είχε λίγη ώρα που κοπάναγε διακριτικά το αμάξωμα.
«Είσαι σίγουρος;» με ρώτησε.
«Ή θα περάσουμε ή θα μας πιάσουν», της είπα. «Στην πρώτη περίπτωση πάμε καρφί για την πρωτεύουσα, στη δεύτερη...»
«Ναι;»
«Αυτό λέω κι εγώ!» χαμογέλασα αλλάζοντας ταχύτητες λίγο πριν ουρλιάξει ο κινητήρας της Άλφα.
«Μπάτσοι μπροστά», ψιθύρισε.
Τους είχα δει κι εγώ. Δυο –τρία περιπολικά στις άκρες του δρόμου, δυο μαλάκες τρώγανε τη βροχή με το κουτάλι προσπαθώντας να διακρίνουν μέσα στ’ αυτοκίνητα. Σίγουρα θα είχαν μπόλικα νεύρα, υπολόγισα στα γρήγορα την κατάσταση, νευρικοί μπάτσοι σημαίνει πιστολίδι. Θα ρίσκαραν άραγε να ρίξουν με κίνδυνο να χτυπήσουν την κόρη του δικαστή; Ο μπάτσος που στεκόταν στο δικό μας ρεύμα άρχισε τα νοήματα να σταματήσουμε. Σύντομα θα λύνονταν όλες μου οι απορίες. Έκοψα απότομα, η Άλφα έφυγε στο βρεμένο οδόστρωμα τσουλώντας σα μπίλια σε μωσαϊκό –πήραμε μισή στροφή, επιτάχυνα και βγήκαμε από το δρόμο. Πλησιάζαμε αργά το περιπολικό, ο μπάτσος μας είχε σχεδόν ξεχάσει –θεωρούσε οτι μας είχαν πλέον. Μαλακία του. Στρίμωξα το Βάλτερ δίπλα στο χερούλι της πόρτας, το κράτησα εκεί με τον αγκώνα μου. Πριν φτάσω το περιπολικό έκοψα ανάποδα τιμόνι, γκάζωσα και περάσαμε πίσω τους, μπάτσοι πετάχτηκαν σαν αφιονισμένοι με κάτι αυτόματα στα χέρια. Έστριψα πάλι να βγω στην εθνική, στο γύρισμα άνοιξα το τζάμι και πυροβόλησα κουτουρού. Οι μπάτσοι λούφαξαν, κοίταξα πίσω –τα κεφάλια τους στριφογύριζαν ψάχνοντας μέρος να καλυφθούν. Τώρα έπρεπε να τρέξουμε.
«Τι γίνεται παρακάτω;» θέλησε να μάθει.
«Μας κολλάνε δυο περιπολικά για ουρά και ειδοποιούν το ελικόπτερο για τα κινηματογραφικά πλάνα –αυτό γίνεται παρακάτω», της είπα.
«Κι εμείς τι κάνουμε;»
«Τρέχουμε –τι άλλο;»
«Πολύ έξυπνο σχέδιο!» γέλασε.
«Αυτό μας προέκυψε», έκανα θυμωμένος.
Πίσω μας ήδη διέκρινα τους αναμμένους φάρους –είχαμε κερδίσει καμιά διακοσαριά μέτρα αλλά όχι για πολύ. Δάγκωσα το γκάζι κι έσφιξα τα δόντια μη ντεραπάρει η Άλφα –επειδή τότε δεν θα μας έσωζε τίποτα. Μπροστά μας αρχίζανε τα στροφιλίκια, ο δρόμος γινότανε δυο λωρίδες, διπλής κυκλοφορίας. Εθνική –καρόδρομος, αλλά αυτό με βόλευε ιδιαίτερα. Έβγαλα το πόδι απ΄το φρένο, μάγκωσα το γόνατο ανάμεσα τιμόνι και πλαφονιέρα, δεν έπρεπε να φρενάρω ούτε καν από ένστικτο, αν η σόλα μου άγγιζε το πεντάλ θα κάναμε παρέα στις ανεμώνες και τα γαϊδουράγκαθα πριν προλάβουμε να σφυρίξουμε το «αντίο άκαρδε κόσμε». Οι μπάτσοι κόψανε πίσω μου, η αρχική μανούρα τους είχε περάσει –άρχιζαν να σκέφτονται λογικά. Αρκούσε να μη μας χάσουν, σε λίγο θα αναλάμβανε το ιππικό. Δε μου άρεσε καθόλου αυτό, έκοψα κι εγώ ταχύτητα σταδιακά, έπρεπε να ξεμπερδεύουμε εδώ πέρα.
Το πρώτο περιπολικό κατάπιε την απόσταση σαν ασπιρίνη, το δεύτερο πήρε να συντονίζεται στην ταχύτητα του πρώτου. Κοίταξα από τον καθρέφτη, θυμήθηκα οτι έπρεπε να περιμένω –πρώτα θα έβλεπα τα ασπράδια των ματιών τους. Διέκρινα τον συνοδηγό να παιδεύεται με κάποιον τηλεβόα.
«Έλα ρε πούστη!» παρακάλεσα.
Πάτησα λίγο γκάζι, ο μπάτσος πίσω μου ακολούθησε. Λίγο ακόμα κι ακόμα λίγο...
«ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΟΔΟΣΤΡΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΒΓΕΙΤΕ ΑΠΟ ΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ», γκάριξε ο τηλεβόας.
Επιτάχυνα κι άλλο, ο μπάτσος πίσω μου έκανε το ίδιο.
«Κρατήσου γερά», της είπα.
«Καλά –κάνε δουλειά σου και μην ασχολείσαι», γέλασε.
Φαινόταν να το διασκεδάζει όλο αυτό –άραγε τι θα έκανε όταν άναβε το γλέντι; Ποιον πήγαινα να κοροϊδέψω; Επιτάχυνα απότομα, τα δυο περιπολικά ακολούθησαν υπνωτισμένα.
«ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΑΜΕΣΩΣ!» μικροφώνισε ο τηλεβόας.
Κι αυτό ακριβώς έκανα. Σαν καλός νομοταγής πολίτης. Φρέναρα, η Άλφα Τζουλιέτα ντεραπάρισε ελεγχόμενα. Το πρώτο περιπολικό προσπάθησε να κάνει το ίδιο, αλλά ο οδηγός του δεν ήταν προετοιμασμένος –το περιπολικό έφερε μια ενενηντάρα μοίρες στο οδόστρωμα, ο από πίσω μπάτσος ερχόταν με φόρα, τρακάρανε στα γεμάτα. Βγήκα από την Άλφα Τζουλιέτα.
Μέτρησα πέντε βήματα, άφησα τα τακούνια μου να γλυστρίσουν στη μουσκεμένη άσφαλτο, άνοιξα τα πόδια και κράτησα το Βάλτερ παράλληλα με το έδαφος. Σφιχτά, το αριστερό χέρι δεμένο στον καρπό του δεξιού. Άρχισα μετά να πυροβολάω χωρίς σημάδι, με ενδιέφεραν τα σταματημένα περιπολικά αλλά αν χτύπαγα και κάνα μπάτσο δε θα φόραγα πένθος. Ο ήχος με ξεκούφανε, η βροχή εξατμιζόταν με το που ακουμπούσε την κάννη, εξακολουθούσα να πιέζω τη σκανδάλη ακόμα κι όταν άδειασε η γεμιστήρα. Μετά κοίταξα τα περιπολικά –μηδέν κίνηση εκεί πέρα. Χώθηκα στην Άλφα και ξεκίνησα, πέταξα το Βάλτερ στα πόδια της.
«Στο ντουλαπάκι δεξιά έχει σφαίρες, βάλτου καινούργια γεμιστήρα», της ζήτησα.
Ήμουνα σίγουρος οτι ήξερε πως γίνονται αυτά.
Σε λίγα χιλιόμετρα η κίνηση πήρε να πυκνώνει, ανακατευτήκαμε με προσεκτικά αυτοκίνητα που βλαστήμαγαν τη μοίρα τους και τη βροχή –σκέφτηκα οτι είχαμε λίγο χρόνο ακόμα μέχρι να πλακώσουν οι εναέριοι. Αλλά σίγουρα θα μας στήνανε μπλόκο μπροστά –η μια λύση ήταν να βουτήξουμε κανέναν κακομοίρη όμηρο και να παρατήσουμε την Άλφα Τζουλιέτα. Μάλλον έτσι έπρεπε να κάνουμε αλλά δεν μου πήγαινε καρδιά, το είχα αγαπήσει το ρημάδι.
«Θα μπω, απ’ τα χωριά», της είπα.
Δεν έδειξε να με ακούει.
«Είσαι εντάξει;» βράχνιασα.
«Ναι βρε –μην τσιρίζεις! Απλά λίγο κουρασμένη –μάλλον αποκοιμήθηκα», απάντησε.
Πρώτο χωριό μπλοκάραμε στην πλατεία, αγροτικά, τρακτέρ –μαλακίες. Κοπάναγα τη γροθιά μου στο τιμόνι της Άλφα και μέτραγα λασπωμένες ρόδες αργοκίνητες. Κρατιόμουνα με το ζόρι να μην πλακωθώ στα κορναρίσματα, να μη βγω έξω με το Βάλτερ κι αδειάσω την πλατεία στη στιγμή. Άναψα τσιγάρο της έδωσα κι Εκείνης ένα.
«Στριμωχτήκαμε κάπως», σχολίασε.
«Στριμωγμένοι γεννηθήκαμε –το΄χουμε συνηθίσει», είπα καθησυχαστικά.
«Αν μας πάρουν χαμπάρι....»
«Θα μας πνίξουν σαν τα ποντίκια, αλλά αποκλείεται να μας σταμπάρουν εδώ μέσα. Αυτό που κάναμε είναι τεράστια βλακεία –ακόμα κι οι μπάτσοι δεν είναι τόσο βλάκες», της εξήγησα.
«Βλακεία ε;» μουρμούρισε.
«Γκράντε!» πανηγύρισα.
«Και τότε γιατί το κάναμε;»
Επειδή η απελπισία είναι η τσατσά της βλακείας.
«Κάποια προοπτική», μασούλισα τις λέξεις.
Η σιδερένια μάζα άρχισε να κινείται μπροστά μας, χωθήκαμε ανάμεσα στους λασπωμένους παχύδερμους και σε 10 λεπτά είχαμε περάσει το χωριό –τρέχαμε στον επαρχιακό δρόμο μυρίζοντας τον αέρα. Ένα ελικόπτερο φαινόταν σα σκατόμυγα μακριά στον ορίζοντα.
Δεύτερο χωριό -ερημιά. Κάτι παιδάκια τρέχανε να μη γίνουν μουσκίδια από τη βροχή, γυναίκες άνοιγαν ομπρέλες έξω από το φούρνο προστατεύοντας ταψιά με φρεσκοψημένα φαγητά.
«Πείνασες καθόλου;» τη ρώτησα.
«Έχουμε χρόνο για τέτοια;» απόρησε.
«Χρόνο δεν έχουμε έτσι κι αλλιώς –οπότε...»
«Έναν καφέ ίσως, με τίποτα κουλουράκια...» μουρμούρισε.
«Εντάξει, θα έχω το νου μου κι όπου βρω κηδεία παρκάρουμε», είπα.
Στο βγάλσιμο του χωριού περάσαμε δίπλα από ένα καφενείο –βρήκα το κοντινότερο σύδεντρο κι έκρυψα πίσω του την Άλφα.
«Πάμε», της είπα.
«Εδώ;» αναρωτήθηκε.
«Ε, τι ήθελες; Κανένα πιάνο μπαρ;» αγανάκτησα.
«Όχι αλλά.... θα είναι ασφαλές;»αναρωτήθηκε.
«Ασφαλές; Τι ασφαλές; Εδώ μας κυνηγάνε όλοι οι μπάτσοι της επαρχίας, απ΄όπου περνάμε αφήνουμε νεκρούς και τραυματίες –τι να λέμε τώρα; Έχουμε τσακωθεί ανεξίτηλα με την ασφάλεια», γέλασα.
Το καφενείο ήταν έρημο –μια γριά με μαύρα κι ένας χαραμοφάης, μάλλον συγγενής της –αυτό ήταν όλο.
«Έχει τίποτα να τσιμπήσουμε;» ρώτησα τον χαραμοφάη.
Σήκωσε τους ώμους αδιάφορα.
«Αυγά, καμιά κονσέρβα, ντομάτες....» τον βοήθησε Εκείνη.
«Κάτι θα βρεθεί», απάντησε ο χαραμοφάης κοιτάζοντάς την από μαλλί μέχρι τακούνι.
«Βάλτα να ψήνονται όλα αυτά που υπάρχουν, βάλε και δυο καφέδες περιποιημένους...» του ζήτησα.
Καθόταν ακίνητος χαζεύοντάς την ακόμα.
«Θες κάτι άλλο;» τον ρώτησε Εκείνη.
«Όχι, όχι...» βιάστηκε να πει και έφυγε προς τη γριά.
Στο βάθος έπαιζε μια τηλεόραση, κοίταξα στην οθόνη –οι γνωστές ξανθιές δείχνανε τα μπούτια τους.
«Ούτε θυμάμαι από πότε έχουμε να βάλουμε κάτι στο στόμα μας...» μουρμούρισε Εκείνη.
«Υπαινιγμός για τις σεξουαλικές μας επιδόσεις ήταν αυτό;» απόρησα.
«Πάψε ρε βλάκα!» ξεκαρδίστηκε.
10 χρόνια; 20; 30; Πόσα θα μου χρειάζονταν για να χορτάσω το γέλιο της, σα ρόδα ποδηλάτου με τραπουλόχαρτα στις ακτίνες σε κατηφορική διαδρομή –πόσα χρόνια θα μου χρειάζονταν; Και πόσα θα είχα στην τελική; Χρόνια; Γέλασα κι εγώ με τη σκέψη μου –πρέπει να είσαι ηλίθια ερωτευμένος όταν μπερδεύεις το δευτερόλεπτο με τη μέρα και το λεπτό με τη χρονιά.
Η γριά ήρθε κουτσαίνοντας και άπλωσε στο τραπέζι μας ένα βουνό φαγώσιμα. Μύρισα τα φρεσκοτηγανισμένα αυγά και αηδίασα –τα σιχαινόμουν τ’ αυγά. Αλλά την είδα να τα τραβάει προς το μέρος της λαίμαργα –σήκωσα τους ώμους συγκαταβατικά, κανείς δεν είναι τέλειος.
Αρχίσαμε να τρώμε μετ’ εμποδίων λες και τα σαγόνια μας είχαν σκουριάσει –ο καφές κάπως μας συνέφερε, η γριά έφερε δυο ποτήρια στυμμένες πορτοκαλάδες, τις κατεβάσαμε διψασμένοι -το στομάχι μου γαμήθηκε.
«Λέω να ξεράσω», την πληροφόρησα.
«Σου έπεσε βαρύ ε;» συλλογίστηκε.
«Φταίει κι εκείνη η εντύπωση οτι θα τρεφόμασταν αποκλειστικά με έρωτα από ΄δω και πέρα –πιάστηκα απροετοίμαστος...» κλαψούρισα ψεύτικα.
«Έρωτα;» χαμογέλασε.
«Ξέχασέ το!» βουρλίστηκα.
«Ναι, αλλά το είπες! Είπες ‘έρωτα’!» πανηγύρισε.
«Λέω και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα», απάντησα.
«Ο ΚΑΤΑΖΗΤΟΥΜΕΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΟΠΛΙΣΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ. ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΑΝΕΠΙΒΕΒΑΙΩΤΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΧΕΙ ΠΑΡΕΙ ΓΙΑ ΟΜΗΡΟ...»
Γυρίσαμε μηχανικά τα κεφάλια προς την τηλεόραση. Εκεί έδειχναν μια φωτογραφία μου, παλιά –από το αγωνιστικό μου φυλλάδιο, κοίταξα τη φάτσα μου γεμάτη μώλωπες και πρηξίματα εκεί πέρα στην οθόνη, ήμουνα αρκετά νεότερος και χαμογελούσα σαν καθυστερημένος. Είχα και κοντοκουρεμένα τα μαλλιά τότε –μαντρόσκυλο κανονικό.
«ΑΝ ΤΟΥΣ ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΤΕ ΑΜΕΣΩΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ, ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΥΜΕ ΠΩΣ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΚΑΚΟΠΟΙΟ...»
«Δε γνωρίζεσαι!» θαύμασε Εκείνη, έχοντας ακόμα κολλημένα τα μάτια της στην οθόνη.
«Ναι, άμα σου κάνουν τη μάπα κιμά μπορείς μια χαρά να το παίξεις ο άνθρωπος με τα χίλια πρόσωπα», διαπίστωσα.
«Ευτυχώς που δε βγάλανε δική μου φωτογραφία», είπε Εκείνη.
«Δε θα βγάλουν για να μη σε εκθέσουν. Τουλάχιστον τώρα, στην αρχή...»
Το κόψαμε απότομα επειδή ο χαραμοφάης πήρε να μας πλησιάζει.
«Θέλετε τίποτ΄άλλο;» ρώτησε.
«Όχι –μια χαρά είμαστε», τον καθησύχασα.
«Χαμός γίνεται!» σχολίασε δείχνοντας προς την τηλεόραση.
«Και τι μας νοιάζει εμάς;» απόρησα.
«Ε, ποτέ δεν ξέρεις... Μπορεί να πέσετε πάνω τους στο δρόμο....» γέλασε χαιρέκακα ο χαραμοφάης.
«Άμα πέσουμε θα σηκωθούμε», πήγα να τον κόψω.
«Ναι... αυτό είναι το λιγότερο...» είπε τελικά ο χαραμοφάης.
«Και το περισσότερο ποιο είναι δηλαδή;» ρώτησα μαγκωμένος. Το έβλεπα σύντομα να τον πλακώνω στις μάπες –οι κολλιτσίδες με νευρίαζαν.
«Να... δεν είδατε στους δρόμους; Όλο μπλόκα, σε λίγο κανείς δεν θα κουνιέται...» παρατήρησε.
«Και τι με νοιάζει εμένα; Με βλέπεις να κουνιέμαι;» τον αγριοκοίταξα.
Μπερδεύτηκε, τα’χασε κάπως.
«Πάω να βοηθήσω τη μάνα μου», μας πληροφόρησε.
Εκείνη γελούσε πνιχτά.
«Νυστάζω πάλι», είπε σε λίγο.
«Είναι η βροχή και η ένταση...» μουρμούρισα.
Δεν ήθελα να σκεφτώ οτι μπορεί να ήταν κάτι άλλο –κομμάτια σφαίρας που ψάχνανε να την βγάλουν εκτός κυκλοφορίας, για παράδειγμα.
«Πρέπει να φεύγουμε», της είπα.
«Μισό –πρέπει να πάω πρώτα τουαλέτα», μουρμούρισε καθώς σηκωνόταν.
Την παρακολουθούσα να βαδίζει μουδιασμένα για το πίσω μέρος του μαγαζιού, μετά έκανα νόημα στη γριούλα και της έδωσα ένα από τα τελευταία μου εικοσάρικα.
«Είναι πολλά!» διαμαρτυρήθηκε με γουρλωμένα μάτια.
«Δεν πειράζει –κράτα τα», της είπα και σηκώθηκα βιαστικά.
Βλέπεις -είχα πάρει με την άκρη του ματιού τον χαραμοφάη να τρυπώνει πίσω της στη μισάνοιχτη πόρτα. Έκανα τα πρώτα βήματα στο αδιάφορο, μην ψυλλιαστεί η γριά και μπήξει τίποτα τσιρίδες, φτάνοντας στην πόρτα χώθηκα βιαστικά, σκέτη νυχτερίδα.
Υπήρχε εκεί ένας προθάλαμος που βρώμαγε απολυμαντικό, δεξιά κι αριστερά δυο πόρτες –μια τουαλέτα αντρών, μια γυναικών. Και οι δυο πόρτες κλειστές, αλλά είδα το μαλάκα να σκάει μύτη πάνω από το ενδιάμεσο διαχωριστικό. Βρέθηκα στην πόρτα του με μια δρασκελιά, την άνοιξα, μπήκα, έκλεισα πίσω μου. Ο μαλάκας κόντεψε να τσακιστεί έτσι όπως τον βούτηξα σκαρφαλωμένο στη λεκάνη. Τον κόλλησα στον τοίχο.
«Τι γίνεται; Χαζεύουμε τη θέα;» έφτυσα τις λέξεις με τα μούτρα κολλημένα στα δικά του.
«Εεεε....» ψέλλισε.
Τον βούτηξα από τα μαλλιά και του έχωσα το κεφάλι στη λεκάνη, τράβηξα το καζανάκι όσο ούρλιαζε, αλλά δεν κατάφερα να σκεπάσω τελείως τις φωνές του. Μετά τον έσπρωξα έξω όλο σιχαμάρα.
«Μην το κουνήσεις από ‘δω», φώναξα άγρια.
Πήγα και χτύπησα την πόρτα της.
«Είσαι εντάξει;» ρώτησα.
Άκουσα κάτι πνιχτούς θορύβους, άνοιξα την πόρτα και τη βρήκα μισοσκυμμένη να ξερνάει. Την άρπαξα από τους ώμους, την κράτησα, κίτρινη σαν τη δυστυχία. Όμως κατάφερε να συνέλθει κάπως –με έσπρωξε πίσω.
«Καλά είμαι... φαίνεται οτι κι εγώ δεν άντεξα το φαγητό...» ψιθύρισε.
«Σίγουρα;» ανησύχησα.
«Ναι βρε... περίμενέ με έξω...» προσπάθησε να χαμογελάσει. «Και μη μπουκάρεις έτσι στις τουαλέτες –είναι αδιακρισία!»
Γέλασα αμήχανα –τι άλλο να΄κανα;
Ο μαλάκας είχε εκμεταλλευτεί τον πανικό για να γίνει μπουχός. Βγήκα βιαστικά να τον ψάξω, η γριούλα κοίταζε προς την πόρτα μπερδεμένη. Την πλησίασα.
«Γιος σου δεν είναι;» τη ρώτησα.
«Ναι... γιος μου...»
«Δώστου κάνα φράγκο να πάει σε μπουρδέλο –αλλιώς θα σου σαλτάρει», της πρότεινα.
Με κοίταξε αμίλητη κι εγώ κοίταζα την πόρτα πίσω της, περιμένοντας Εκείνη να βγει.
Η βροχή έπεφτε με τα καντάρια τώρα, βγήκαμε από το χωριό, η Άλφα κολύμπησε σε πλημμυρισμένους χωματόδρομους –από πάνω, στην εθνική τρέχανε περιπολικά με αναμμένους φάρους. Το ελικόπτερο είχε κόψει τις περαντζάδες, άλλωστε με τέτοια βροχή δεν είχαν καμιά ελπίδα να μας δουν. Κι εμείς πηγαίναμε αγκομαχώντας, κοτρόνες στη μέση του δρόμου βάζανε σημάδι το αμάξωμα της Άλφα, λακκούβες θέλανε να καταπιούν τα λάστιχά της, όμως εμείς πηγαίναμε –δεν γινόταν διαφορετικά.
Δέκα χιλιόμετρα πριν μπούμε στην πρωτεύουσα αποφάσισα οτι δεν χρειάζονταν τόσες προφυλάξεις, βγήκαμε για μια ακόμα φορά στην εθνική, πήραμε θέση ανάμεσα στα μποτιλιαρισμένα. Πίσω μας τα τελευταία διόδια -το τελευταίο μπλόκο- ήθελα να βγω, να τους δείξω τ΄αρχίδια μου αλλά ήταν πολύ πίσω, δε θα μ’έβλεπαν έτσι κι αλλιώς.
«Αγαπούλα, μοιάζει να τη σκαπουλάραμε για την ώρα», της είπα.
«Και πόσο το κόβεις να κρατάει αυτή η ώρα;» γέλασε δίπλα μου.
«Όσο γουστάρουμε –δική μας είναι στο κάτω-κάτω», μούγκρισα.
Τι να της έλεγα δηλαδή; Οτι οι ώρες της μετράγανε ανάποδα από τη στιγμή που πρωτοειδωθήκαμε; Δεν ήμουνα ποτέ καλός στις εξηγήσεις κι έτσι δεν έγινα καλός ούτε στα ψέματα.
Η πρωτεύουσα μάς χαμογέλασε ξεδοντιάρικα δείχνοντας τα πρώτα της σπίτια, χαμογέλασα πίσω –χαιρετηθήκαμε βουβά. Η βροχή έπεφτε γκρίζα και μολυσμένη –εδώ θα ήταν πιο δύσκολο να ξεγελάσουμε τον θάνατο. Γκάζωσα ανυπόμονα μπας και τον συναντήσω μια ώρα αρχύτερα.
Έμφυλη βία
-
*Λίλια Τσούβα, Γοβάκια από Πάγο, εκδ. Κουκίδα, 2024*
Μια στρίγγλα, κακομίλητη και κυριαρχική – μια κανονική μέγαιρα. Είναι η
εικόνα που κάθε φορά ανα...
Πριν από 2 εβδομάδες
9 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Μικρό μου φάνηκε, μάλλον γιατί είμαι πλεονέκτης.
Για να δούμε παρακάτω....
Ε, εθνική είναι αυτή -διαδρομή είναι! Μην το ξεφτιλίκουμε και γίνουμε Αγγελόπουλοι με ατέλειωτα τράβελινγκ!
μαρέσει που βρίζεις τον έτσι κι αλλιώς άθλιο ταραντίνο και αποφάσισες να σκηνοθετήσεις τον ερωτευμένο πάσσαρη, χεε
δώστου
πρτφ
Κοίτα -εγώ είμαι περισσότερο άθλιος από τον Ταραντίνο, αλλά δεν την έχω δει σκηνοθέτης σαν και τα μούτρα του ή συγγραφέας! Εκεί είναι η διαφορά.
Αντιγραφές κάνουμε φιλαράκι -επειδή οι αυθεντικές πηγές στέρεψαν!
Τον "ερωτευμένο Πάσσαρη"; Χαχαχα. Σε στυλ "Ο Πάσσαρης έδειξε τον δρόμο, μια σφαίρα για κάθε αστυνόμο;" Όχι ρε, θα το κάνω πιο ιντελεκτουέλ ρομαντικό το αγόρι μου!
Σκοτωσε την μη την ταλαιπωρεις!!
Αλλωστε ο μαγκας μας, εχει τη Βερα...και αν την σκοτωσεις θα εχει και ενα φαντασμα να τον ακολουθει στην κολαση ή στον παραδεισο!! Τωρα που το σκεφτομαι κολαση ειναι αυτο που ζει οταν θα πεθανουν και θα ειναι μαζι θα ειναι παραδεισος. Σημασια εχει μαζι...αλλα οχι πια εδω!
Και λιγα τα λογια σου για τον Ταραντινο!! Reservoir dogs και τα μυαλα στο μιξερ!!
Κάτσε ρε φίλε -μη βιάζεσαι! Όλα θα γίνουν στην ώρα τους -μέσα είσαι, αλλά βιαστικός πολύ! Και τι να κάνω εγώ που Εκείνη πήγε κι έμπλεξε με κακές παρέες δηλαδή;
Περί Ταραντίνο -το Ρεζερβουάρ είχε όντως 2,3 ζόρικες σκηνές (διάλογος για Μαντόνα, διαστραύρωση πυρών κ.λ.π.) αλλά μην τρελαθούμε κιόλας. Κατά τη φτηνή μου γνώμη ο Ταραντίνος έκανε ένα αριστούργημα, το Παλπ Φίξιον, που πρέπει να το προετοίμαζε χρόνια ολόκληρα. Από εκεί και πέρα έστηνε κάποιες αριστοτεχνικά αντιγραμμένες σκηνές που για χάρη τους τρώγαμε στη μάπα ολόκληρες ταινίες! Μέχρι τώρα στο τέλος με τους Μπάσταρδοι που την είδε σκηνοθέτης κι έκανε ένα δίωρο χασμουρητό μεγατόνων.
paei h talaipwrh ta fage ta pswmia ths, allo ena fantasma na kynhgaei ton hrwa. krima omws, i kinda liked that one, she had cojones.
Ναι, έχει κι απ΄αυτά -αφού να φανταστείς σε ένα σχόλιο ο Άσωτος μου την έλεγε οτι τη βάζω να μιλάει σαν άντρας! Χαχαχα, το άθλιο φαλλοκρατικό γουρούνι!
Ρε σταματάτε να τη μοιρολογάτε πριν πεθάνει! Θέλω να κάνω τη δουλειά μου όπως την υπολόγισα και μ΄έχετε γαμήσει!
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!