Δευτέρα, Οκτωβρίου 12, 2009

7. «Όχι πια εδώ»

Προηγουμένως:
1. "Που θα πας ρε ηλίθιε;"
2. Μαθαίνοντας τη Βέρα
3. Οι σφαίρες δεν πληρώνουν εισιτήριο μετ΄επιστροφής
4. Σκυλί με λαστιχένιο λουρί
5. Η πραγματική γαλήνη
6. Σημαδεύοντας τη βροχή

Η κλινική είναι γωνιακή, απ΄τη μια πλευρά βλέπει σε δρομάκι κι από την άλλη βγάζει σε αδιέξοδο στενό –το χρησιμοποιούν οι διάφοροι για πάρκινγκ. Η κλινική έχει μια ταμπέλα μονίμως μισόσβηστη, καμένη λάμπα φθορίου που κανένας δεν φιλοτιμείται ν΄αλλάξει. Δίπλα στην κλινική υπάρχει ένα φαρμακείο που ανοίγει σπανίως, αλλά όσοι ξέρουν χτυπάνε το κουδούνι για να κατέβει από τον πάνω όροφο ο σταφιδιασμένος γέρος. Από ‘κει προμηθεύονται τα πάντα άνευ συνταγής. Απέναντι από το φαρμακείο είναι μια σκονισμένη καφετέρια που φτιάχνει και σάντουιτς για τους πελάτες. Μέσα σ΄αυτή την καφετέρια καθόμαστε. Πάνω στο πεζοδρόμιο του φαρμακείου είναι παρκαρισμένη η Άλφα Τζουλιέτα –από τη μπεζ καρέκλα μου με την ξεκοιλιασμένη δερματίνη έχω πλήρη θέα.
«Αν αυτό είναι φυσικός χυμός εγώ θα γίνω χότζας», γκρινιάζει Εκείνη.
«Σου είπα να πάρεις τίποτ΄άλλο...» μουρμουρίζω.
«Τι άλλο να πάρω με το στομάχι στην κωλότσεπη;» απορεί.
Καθόμαστε εδώ πέρα, ώρα πολλή, και κόβουμε κίνηση. Δεν σκοπεύω να μπούμε στην κλινική πριν σιγουρευτώ οτι όλα είναι εντάξει.

Μπήκαμε στην πρωτεύουσα με τη σταμπαρισμένη Άλφα Τζουλιέτα, ήμουν σίγουρος οτι ο μαλάκας ο ιδιοκτήτης θα είχε ήδη δώσει ραπόρτο στους μπάτσους αλλά δεν υπήρχε λόγος να ψάξω για τίποτα καινούργιο. Όποιο αμάξι κι αν κλέψεις, μέσα σε 5-6 ώρες θα έχει δηλωθεί στην αστυνομία, ποιος ο λόγος λοιπόν; Την είχα συμπαθήσει την Άλφα, δε μάσαγε από κακοτοπιές –αποφάσισα να την κρατήσουμε κι όποιος είχε αντίρρηση καλύτερα να μην ερχόταν μόνος του να μου το πει.
Όσο στριφογυρίζαμε στους ιδρωμένους δρόμους νύχτωσε κανονικά –η βροχή έγινε πρώτα ψιχάλα μέχρι που βαρέθηκε, μας έριξε πέντε φάσκελα και την κοπάνησε. Είδα ένα περιπολικό σταματημένο δίπλα σε κάποια πρεσβεία, πέρασα ξυστά για να κόψω κίνηση –οι μπάτσοι αδιαφόρησαν. Δεν μας περίμεναν ακόμα στην πρωτεύουσα ή δεν τους ένοιαζε σε τελική ανάλυση. Όταν φτάσαμε κοντά στην κλινική έκανα τρεις γύρους πριν παρκάρω. Ήθελα να δω τι παίζει –τίποτα δεν έπαιζε στα φανερά. Αλλά την τράβηξα στην διπλανή καφετέρια, ποτέ δεν ξέρεις στα σίγουρα μέχρι να μάθεις κι είναι καλύτερα να περιμένεις παρά να σε περιμένουν. Αυτό μου το΄μαθε ο Γουρούνης, την εποχή που αγωνιζόταν στα βαρέα, ο Γουρούνης δεν είχε καθόλου λαιμό –το κεφάλι του ήταν απευθείας κολλημένο στους ώμους. Εξ ου και Γουρούνης. Ανέβαινε στο ρινγκ και περίμενε, στριφογύριζε μέχρι να διαβάσει τον αντίπαλο, χοροπήδαγε – να σιγουρευτεί οτι μπορούσε να υπολογίσει με ακρίβεια το κάθε χτύπημα που θα δεχόταν. Βέβαια, μέχρι να φτάσει σε τέτοια κατάσταση, είχε κουραστεί, άρχιζε κιόλας να λαχανιάζει σα γουρούνι κι ο αντίπαλος τον πετύχαινε ψόφιο και τον λιάνιζε. Ο Γουρούνης έχανε χαμογελαστός –επειδή δεν μπορούσε μεν να προστατευτεί αλλά ήξερε με ποια σειρά θα του έρθουν τα χτυπήματα.

Ήπια τα υπολείμματα μπύρας από το βρώμικο ποτήρι και άναψα ένα τελευταίο τσιγάρο, σε λίγο θα έπρεπε να επισκεφτώ την κλινική, δεν είχα εντοπίσει τίποτα περίεργο όση ώρα περιμέναμε.
«Στην υγεία του Γουρούνη», σχολίασα κατεβάζοντας το ποτήρι.
«Τι;» ρώτησε.
«Τίποτα –κάτι δικά μου...» μουρμούρισα νευριασμένος.
«Πότε τα δικά σου θα γίνουν και δικά μου;» παραπονέθηκε.
«Υπάρχουν δικά σου, δικά μου και δικά μας –έτσι πάει», της εξήγησα.
«Ονειρεμένη κατάσταση!» γέλασε.
«Και οι εφιάλτες –όνειρα είναι, μην το ξεχνάς», σχολίασα.
Επειδή υπήρχε ένας εφιάλτης που έτρεχε στο σώμα της και γι΄αυτό έφταιγα εγώ –έπρεπε να το διορθώσω. Σηκώθηκα.
«Καλύτερα να περιμένεις εδώ», της είπα.
«Κι αν έρθουν τίποτα μπάτσοι;» αναρωτήθηκε.
«Σε παράτησα εδώ παρακάτω αφού σε εκμεταλλεύτηκα δεόντως –βιασμός προαιρετικός. Και την έκανα με τα πόδια κατά πουθενά μεριά. Σύμφωνοι;»
Ένευσε, αλλά δεν την έβλεπα και τόσο σίγουρη.
«Έχε το νου σου στην Άλφα –αν δεις τίποτα περίεργες κινήσεις στα πέριξ, άλλαξε τραπέζι. Πήγαινε κοντά στο τζάμι, θα σε πάρω γραμμή βγαίνοντας από την κλινική».
«Πω πω! Ούτε στις Επικίνδυνες Αποστολές να παίζαμε!» ψευτοθαύμασε.
«Ναι, κάπως έτσι. Μόνο που εδώ πέρα οι κακοί δεν έχουν ατάκες –πυροβολάνε με το καλησπέρα», της εξήγησα.
Άνοιξα τη τζαμένια πόρτα βιαστικά, για να κρύψω την αγωνία μου.

Η κλινική έχει έναν άπλυτο στο γραφειάκι της εισόδου, είναι βιδωμένος εκεί πέρα 24 ώρες και το παίζει φύλακας, γραμματεία, θυρωρός, πληροφορίες παντός είδους –όλα αυτά. Με είδε όταν χώθηκα βιαστικά από την κεντρική πόρτα, μάλλον με θυμήθηκε –χαμογέλασε κρύα. Ερχόμουνα χρόνια σ΄αυτή την κλινική, από την εποχή που αγωνιζόμουν, εδώ με ράβανε, με συγκολλούσαν, με βάζανε στο μούσκιο για να έρθω στα ίσα μου... Όταν σταμάτησα το μποξ μου έμεινε συνήθειο, κάθε φορά που κάποιος καργιόλης δοκίμαζε πάνω μου αιχμηρά εργαλεία από δω περνούσα για το ρεκτιφιέ μου. Μέχρι και προσωπικό γιατρό είχα –τον Γυαλάκια –χειρούργο με 50 βαθμούς μυωπία, απορούσα πως έβλεπε να με ράψει αν και πάντα είχα την αγωνία μην ξυπνήσω με κάνα έξτρα δάχτυλο στο σαγόνι.
«Καλησπέρα σας», ανακοίνωσε ο φύλακας.
«Ο Γυαλάκιας είναι μέσα;» ρώτησα.
«Να κοιτάξω...» προθυμοποιήθηκε και άρχισε να ψάχνει τριγύρω σα μέλισσα που μυρίστηκε μαρμελάδα.
«Τι να κοιτάξεις –αφού δεν έχεις τίποτα πίσω απ΄το γραφείο, για χτεσινό με περνάς;» φόρτωσα.
Ο φύλακας πήγε να χαμογελάσει αλλά στη μέση το μάζεψε αμήχανα.
«Τα γραφεία των γιατρών...» ξεκίνησε να λέει.
«Ξέρω μωρέ! Για το Γυαλάκια μ΄ενδιαφέρει. Είναι μέσα;»
«Να κοιτάξω...» μουρμούρισε μπερδεμένα ο φύλακας.
«Εντάξει –κοίτα μη σου γαμήσω το κέρατο εδώ μέσα κι εγώ πάω να ψάξω τον Γυαλάκια», μούγκρισα τσαντισμένα. Όρεξη που σου την έχουν μερικοί! Ένα ακουστικό τηλεφώνου σηκώθηκε πίσω μου -αδιαφόρησα.

Στο διάδρομο τρεμόπαιζε μια αναποφάσιστη λάμπα. Μύριζε βάμμα ιωδίου και σάπιο ιδρώτα όσο πέρναγα τα εγκαταλειμμένα Εξωτερικά Ιατρεία –συνήθως εκεί μέσα δούλευαν μόνο πρωί, αλλαγές σε γάζες, πρόχειρα ραψίματα... Έφτασα στα ιατρεία, ήξερα την πόρτα του Γυαλάκια, άνοιξα χωρίς να χτυπήσω. Ο Γυαλάκιας κοιμόταν του καλού καιρού σε μια δερμάτινη πολυθρόνα, σκεπασμένος με την ιατρική του ρόμπα –κοιμόταν δηλαδή πριν κοπανήσω την πόρτα ανοίγοντάς την. Όταν μπήκα πετάχτηκε, άρχισε να ψάχνει τα γυαλιά του σαν αρουραίος.
«Μια ακόμα κουραστική μέρα που δε λέει να τελειώσει, Γυαλάκια!» διαπίστωσα λυπημένα.
«Τι θες εσύ εδώ;» ταράχτηκε.
«Πολύ απότομος τρόπος για να υποδέχεσαι έναν καλό πελάτη!» παραπονέθηκα.
«Τι πελάτης και κουραφέξαλα; Εδώ...» φρέναρε απότομα την κουβέντα του.
«Τι έγινε εδώ;» απόρησα.
«Τίποτα», είπε μαγκωμένος.
«Γυαλάκια δε μου τα λες καλά! Για την ακρίβεια δε μου τα λες καθόλου!» παρατήρησα.
Ο Γυαλάκιας εξαφανίστηκε για λίγο, χώθηκε στη διπλανή πόρτα, μ΄άφησε να τον περιμένω όσο πλενόταν και κατούραγε. Όταν επέστρεψε ήταν πιο ήρεμος.
«Καλά θα κάνεις να φύγεις όσο γίνεται πιο γρήγορα», μου είπε στο ξεκάρφωτο.
Έμεινα κόκαλο.
«Κάτσε μισό λεπτό ρε Γυαλάκια! Τι μύγα σε τσίμπησε;» ρώτησα.
«Άστα αυτά και κοπάνα την –σε ψάχνουν», μου δήλωσε.
«Με ψάχνουν; Ποιοι με ψάχνουν;»
«Όλος ο κόσμος σε ψάχνει –που ζεις εσύ; Οι μπάτσοι περάσανε δυο φορές...»
«Από που κι ως που;»
«Μη με διακόπτεις –οι μπάτσοι περάσανε δυο φορές και το τηλέφωνό μου χτυπάει συνέχεια... Όλη η πιάτσα σε ψάχνει –που ζεις;»
Έλα ντε; Που ζω; Και για πόσο ακόμα;
«Γυαλάκια έχω μια γυναίκα χτυπημένη άσχημα –δεν θα τη βγάλει καθαρή για πολύ...»
Με κοίταξε προσεκτικά.
«Πρέπει να τη χειρουργήσεις, έχει κομμάτια σφαίρας μέσα της, μπορεί να πεθάνει», κατέληξα.
Ο Γυαλάκιας εκεί! Εξακολουθούσε να με κοιτάζει όπως ο Βούδας τα μυγόσκατα.
«Αν το συνεχίσεις αυτό θα σε πλακώσω στα χαστούκια», τον προειδοποίησα βουρλισμένος.
«Είτε με πλακώσεις, είτε όχι –το ίδιο είναι. Σε έχουν επικηρυγμένο κι από τις δυο πάντες οπότε το καλύτερο που μπορώ να κάνω για σένα είναι να σε διώξω», είπε παγωμένα ο Γυαλάκιας.
«Και η γυναίκα;» μουρμούρισα.
«Δε με νοιάζει ακόμα και να ‘ναι η αδερφή μου η ίδια ... εδώ μέσα δεν μπαίνει δικό σου άτομο», μου ξέκοψε ο Γυαλάκιας.
«Έχω χρήματα –τι θα ΄λεγες για 50 καυτά;» τον ρώτησα.
«Τι να τα κάνω; Ν’ αγοράσω ακριβότερο φέρετρο; Άσε καλύτερα!» γέλασε ο Γυαλάκιας.
Σφίχτηκα. Τα νύχια πλήγιασαν το δέρμα στην παλάμη, προσπάθησα να μείνω έτσι, προσπάθησα να μην τραβήξω το Βάλτερ.
«Ρε Γυαλάκια, για όνομα δηλαδή! Θα πεθάνει σου λέω!» παρακάλεσα.
«Εντάξει –και τι προτείνεις; Ας πούμε οτι τη βάζω μέσα και τη χειρουργώ. Ας πούμε κιόλας οτι τη σκαπουλάρουμε και περνάει η νύχτα –που δεν το βλέπω δηλαδή, αλλά τέλος πάντων... Αύριο τι γίνεται; Θα πλακώσουν οι υπόλοιποι γιατροί, θα γίνουμε βούκινο κι άντε μετά να διαλέξεις ποιος θέλεις να πλακώσει πρώτος. Οι μπάτσοι ή οι άλλοι...»
Έσκυψα το κεφάλι, είχε δίκιο ο Γυαλάκιας. Ζωσμένους από παντού –θα μας πήγαιναν γαμιώντας μέχρι να τελειώσουμε. Αυτή η πόλη ήταν σκέτη ποντικότρυπα, μπήκαμε γεμάτοι προθυμία και τώρα περιμέναμε τα νερά. Ν΄ανοίξουν τα λούκια, να πλημμυρίσει ο τόπος, να πνιγούμε.
«Έχεις καμιά άλλη καβάτζα να προτείνεις;» τον ρώτησα.
«Σου ΄στριψε; Εδώ δεν σας βάζω στην κλινική που δουλεύω, θα σας βάλω σε δικό μου μέρος;»
Γύρισα να φύγω 100 κιλά βαρύτερος.
«Κοίτα –οτι είσαι ήδη νεκρός το καταλαβαίνεις... Απλά φρόντισε να μην πάρεις άφταιγους στο λαιμό σου!» μου φώναξε ο Γυαλάκιας.
Αρχίδια! Τι σημασία έχουν όλα αυτά όταν πια πεθάνεις;

Μέτρησα τα βήματά μου σέρνοντας τις μπότες στο βρώμικο πάτωμα της κλινικής –ήθελα να βγουν αγκάθια κι αγριόριζες από εκεί κάτω, να με καθυστερήσουν κάπως. Ο φύλακας προσπαθούσε να κρυφτεί, ιδρωμένος –σκέτη σιχαμάρα.
«Λοιπόν τι γίνεται; Είναι μέσα ο Γυαλάκιας –το κοίταξες καθόλου;» του σφύριξα απειλητικά.
Ο φύλακας κιτρίνισε, πήρε να ψελλίζει κάτι «να... δηλαδή... εγώ...», τον έφτυσα κι έφυγα –δεν είχα την όρεξή του.

Άνοιξα την πόρτα και με πήρε η νύχτα απ΄τα μούτρα, μια υγρασία ύπουλη, κολλώδης σαν ξεθυμασμένο πήδημα –ήμουν λυπημένος κι όλα αυτά κάνανε την κατάσταση ακόμα χειρότερη. Κοίταξα τότε προς την καφετέρια, Εκείνη είχε έρθει κοντά στο τζάμι κι έδειχνε να ασχολείται με τα υπολείμματα της πορτοκαλάδας της –όμως έψαχνε έξω, ήμουν σίγουρος. Κόλλησα στην πόρτα της κλινικής, ο λαιμός μου έγινε γυαλόχαρτο και το σάλιο σκάλωσε –κάποιοι με περίμεναν κρυμμένοι στο δρομάκι.
Σήκωσα τα χέρια, χτύπησα το μέτωπό μου δήθεν «ξέχασα το φάιλοφαξ» και βιάστηκα να χωθώ ξανά μέσα στην κλινική. Έκανα δυο –τρία βήματα προς τα πίσω με τα μάτια στο δρομάκι. Μηδέν κινητικότητα έξω. Που ήταν κρυμμένοι οι πούστηδες; Και τι σκόπευαν να κάνουν; Γέλασα επειδή το είχα διαβασμένο το σενάριο. Θα μένανε λουφαγμένοι μέχρι να πλακώσουν ενισχύσεις και τότε θα μπουκάρανε στην κλινική –μπάτσοι ή άνθρωποι του Αφεντικού, δεν είχε σημασία. Όλοι ίδια θα το ΄παιζαν.

Άκουσα τότε βήματα πίσω μου, ο φύλακας έφευγε βιαστικά –τον είχα ξεχάσει αυτόν! Τράβηξα το Βάλτερ.
«Για περίμενε λίγο φιλαράκι!» φώναξα.
Ο φύλακας κοκάλωσε. Γύρισε να με κοιτάξει τρέμοντας, μετά σήκωσε τα χέρια ψηλά.
«Δεν έκανα τίποτα εγώ!» ψέλλισε.
Χαμογέλασα –ήμασταν 20 μέτρα απόσταση αλλά φαινόταν ολοκάθαρα οτι αυτός με είχε δώσει.
«Σε ποιους τηλεφώνησες;» ρώτησα.
«Δεν ήμουνα εγώ!» κλαψούρισε.
Τον πυροβόλησα χαμηλά, κατά γόνατο μεριά, αλλά μου βγήκε κάπως άτσαλα. Ο φύλακας σωριάστηκε όμως το αριστερό του παπούτσι δεν τον ακολούθησε –έμεινε τσαλακωμένο στο πάτωμα με ολίγη από αστράγαλο. Πήγα πάνω απ΄το κεφάλι του όσο εκείνος στριφογύριζε σαν ψάρι σε αγκίστρι.
«Σε ποιους τηλεφώνησες;» ξαναρώτησα.
«Ήρθαν εκείνοι.... τρία κατοστάρικα κι αν μάθαιναν οτι σε είδα και δεν ειδοποίησα...» ο φύλακας βιαζόταν να τα πει, αλλά δεν είχε νόημα πλέον.

Απέξω με περίμεναν τα παιδιά του Αφεντικού κι ήταν, στα σίγουρα, πιο επιδέξιοι από τους μπάτσους. Βγήκα ακόμα μια φορά, απρόσεκτα, δεν είχε σημασία. Ας με τρώγανε επιτόπου να ξεμπερδέψουμε.
«Πλάγια δεξιά σου!» άκουσα τη φωνή της να στριγκλίζει.
Ήταν στην πόρτα της καφετέριας και έδειχνε –γύρισα προς τα κει, δυο σκιές ξεκόρμιζαν από κάποια είσοδο πολυκατοικίας. Τους πυροβόλησα βιαστικά, οι σκιές μαζεύτηκαν λίγο. Εκείνη καθόταν ακόμα στην πόρτα της καφετέριας, με τα χέρια σταυρωμένα λες και την είχα στήσει σε ραντεβού. Δύσκολη φάση!
Πετάχτηκα στη μέση του δρόμου, σήκωσα το Βάλτερ προς το μέρος τους.
«Ελάτε έξω γαμώ το Χριστό σας!» ούρλιαξα.
Ο κόσμος πάγωσε απότομα. Οι μαλάκες στριφογύριζαν στην είσοδο της πολυκατοικίας, το έβλεπα απ΄τις σκιές τους. Σημαδεύοντάς τους ακόμα έψαξα τα κλειδιά της Άλφα, τα βρήκα και της τα πέταξα στον αέρα.
«Πάρτα και μπες μέσα», της φώναξα.
Μετά άρχισα να περπατάω προς το μέρος τους, το Βάλτερ ταρακουνιόνταν σε κάθε βήμα μου.
«Βγείτε έξω ρε πούστηδες!» τσίριξα.
Με άκουσαν, σκέφτηκαν στα γρήγορα κι αποφάσισαν να ξεμυτίσουν αλλά τους κάρφωναν οι σκιές τους. Τινάχτηκα στο πλάι, το τακούνι μου σκάλωσε στο πεζοδρόμιο, παραπάτησα και γι΄αυτό γλίτωσα. Επειδή οι μαλάκες πυροβολούσαν βροχή. Πυροβόλησα κι εγώ, άκουσα μια κραυγή, ο ένας έπιασε το μπράτσο του. Ο άλλος με έστρωσε στο πιστολίδι αλλά φαινόταν φοβισμένος –ξύριζε τα φύλλα από τις διπλανές νεραντζιές όσο εγώ βρήκα λίγο χρόνο να σημαδέψω. Πυροβόλησα –μαλακίες πέτυχα, το ΄βαλα στα πόδια λοιπόν. Στην αρχή όλα ήταν εντάξει επειδή προσπαθούσαν να ανασυνταχτούν αλλά μετά άρχισε η ομοβροντία. Έσφιξα τα δόντια, ετοιμάστηκα για τον πόνο –τότε ήρθε η Άλφα και φρέναρε ακριβώς δίπλα μου.
«Μέσα!» μούγκρισε βραχνά Εκείνη.
Χώθηκα στη θέση του συνοδηγού αλλά άφησα το Βάλτερ έξω απ΄το παράθυρο να κάνει τη δουλειά του. Η Άλφα ξηγήθηκε μερικά εντυπωσιακά παντηλίκια και γύρισε τα πίσω μπρος, φύγαμε φουριόζοι.
«Χειρόφρενο;» απόρησα.
«Πως αλλιώς;» με γείωσε Εκείνη.
Οδηγούσε βιαστικά όσο ο ιδρώτας στάλαζε στο μέτωπό της.
«Πονάς;» τη ρώτησα.
«Γαμιέσαι;» μου πρότεινε.

Βγήκαμε στην κεντρική λεωφόρο, τ΄αυτιά μας βούιζαν ακόμα από τις σφαίρες –κάπου μακριά ακούγονταν σειρήνες. Χαμογέλασα επειδή σκέφτηκα οτι οι μπάτσοι θα πέφτανε πάνω στους πιστολάδες –αν είχαν λίγο μυαλό θα οργανώνονταν παρέα. Αλλά ποιος το ΄χασε για να το βρουν αυτοί;
«Αντί να χάσκεις σαν ηλίθιος, δεν παίρνεις το τιμόνι;» πρότεινε.
Την κοίταξα, έτρεμε κι έμοιαζε εύθραυστη σαν ορφανό γατί –ντράπηκα αρκετά. Στο πρώτο εύκαιρο πεζοδρόμιο παρκάραμε και αλλάξαμε θέσεις.
«Που πάμε τώρα;» ρώτησε πριν ακόμα στρώσει τον κώλο της στη θέση του συνοδηγού.
«Καρφί για το πρώτο διανυκτερεύον νοσοκομείο», της εξήγησα.
«Τι θα πει αυτό;» πήρε να στραβώνει.
«Θα πει οτι όλη η πόλη ψάχνει να με βρει και ως εκ τούτου χάρηκα όλως ιδιαιτέρως για τη γνωριμία», μουρμούρισα.
«Έτσι απλά;» συννέφιασε.
«Τι θες τώρα –να βάλω και κλαρίνα;» θύμωσα.
«Ναι, βάλτα στον κώλο σου!» σφύριξε.
Κοιτάξαμε κι οι δυο μαγκωμένοι έξω από το τζάμι της Άλφα, η βροχή ξανάρχισε.

Έκοψα ταχύτητα, οι δρόμοι γλιστράγανε ή έτσι ήθελα να πιστεύω. Μακάρι να πέφταμε σε καμιά κολώνα, μακάρι ν΄ανατιναζόμασταν απ΄τα γυμνά ηλεκτροφόρα σύρματα –οτιδήποτε αρκεί να μην αναγκαζόμουν να την αφήσω. Γύρισα προς τα πίσω να θυμηθώ τη ζωή μου πριν απ΄αυτή και, ένα περίεργο πράγμα! Σαν πετσοκομμένες φωτογραφίες από ταινία που δε γούσταρα να ξαναδώ έμοιαζε η ζωή μου.
«Δεν εφημερεύουν αυτοί, πάμε για τους επόμενους», της είπα περνώντας βιαστικά από ένα θεοσκότεινο νοσοκομείο.
«Να προτείνω κάτι;» ψιθύρισε.
«Ακούω», περίμενα.
«Δεν πάμε πουθενά ν΄αράξουμε για το βράδυ; Κι αύριο το πρωί βρίσκουμε νοσοκομείο...»
Το σκέφτηκα αυτό που είπε, ήταν στα σίγουρα η χειρότερη προοπτική. Μέχρι αύριο πρωί πολλά μπορούσαν να γίνουν, ένα κλικ ήθελα για να την αρπάξω και να μη μπορούν μετά να την ξεκολλήσουν από πάνω μου ούτε με γερανό. Και η νύχτα δύσκολα θα πέρναγε με τα σκυλιά ξαμολημένα πίσω μας –που να κρυφτούμε;
«Άστο καλύτερα», της είπα.
«Έλα τώρα –μη γίνεσαι δυσκοίλιος! Δεν θα πεθάνω μέχρι αύριο το πρωί!» αγανάκτησε.
«Από τη σφαίρα που ήδη έχεις –μάλλον όχι. Αλλά δεν ξέρω τι θα γίνει αν αρπάξεις μερικές ακόμα...» σχολίασα.
«Φρόντισε λοιπόν να με προστατέψεις –στην τελική εσύ με έμπλεξες σ΄αυτή την ιστορία», σχολίασε.
Δίκιο είχε κι εγώ ήθελα να έχει δίκιο.
«Είναι δύσκολο...» ξεκίνησα να λέω παραδομένος ήδη.
«Εντάξει, τα ΄χουμε ξανακούσει αυτά. Βρες τώρα ένα ήσυχο μέρος να περάσουμε ρομαντικά την τελευταία μας νύχτα», μου ξέκοψε.
Τι άλλο να ‘κανα;

Τα γνωστά στέκια δεν υπολογίζονταν καν –ήμουνα σίγουρος οτι οι πούστηδες θα τα ψάχνανε απόψε κιόλας. Τα μπουρδελοξενοδοχεία στις κακόφημες συνοικίες ήταν κάποια προοπτική –από την άλλη όμως... Τελευταία νύχτα σε τρύπια σεντόνια με την τσατσά να χτυπάει πόρτες; Καθόλου ρομαντικό. Ψάχτηκα να σκεφτώ παλιούς φίλους, ξεκάρφωτους –αλλά τζάμπα πήγε η φαιά. Μόνο ο Χαρακωμένος μου ΄ρχονταν στο μυαλό, όμως εκείνος ήταν που με είχε συστήσει στο Αφεντικό –οπότε, άστο καλύτερα. Πως τα είχα καταφέρει έτσι; Ολόκληρη ζωή και δεν μπορούσα να υπολογίσω ούτε ένα φίλο! Είχα άραγε; Ποτέ; Τίποτα τέτοιο;
«Αν σκοπεύεις να μου κάνεις ξενάγηση στην πόλη, λέγε μου τουλάχιστον από που περνάμε», ξεκαρδίστηκε Εκείνη δίπλα μου.
«Είσαι πολύ ανάποδο νύχι αδερφούλα!» αγανάκτησα.
Γύρισα να τη δω. Χαμογελούσε διαβολικά –λοιπόν, ίσως ήταν καλύτερα να την παρατήσω στη μέση του δρόμου, να μην την πάω ούτε καν σε νοσοκομείο. Επειδή θα ερχόταν σύντομα η μέρα που θα μιλάγαμε μονάχα με σουγιαδιές –ήτανε σίγουρο αυτό.
«Λοιπόν», είπα μετά από καθόλου σκέψη, «επειδή τυγχάνεις κυριλέ γκόμενα και λόγω των περιστάσεων...»
Σταμάτησα και προσηλώθηκα για λίγο στην οδήγηση.
«Παρακάτω;» αναρωτήθηκε.
«Όχι παρακάτω –εδώ ακριβώς θα σταματήσουμε», της εξήγησα.
Πάρκαρα μεγαλοπρεπώς την Άλφα Τζουλιέτα δίπλα στα σκαλιά του χλιδάτου ξενοδοχείου, ένας πεχλιβάνης με καπέλο και σιρίτια μας πλεύρισε άμεσα.
«Πάρε το όχημα και βάλτο στο πάρκινγκ», του σφύριξα πετώντας τα κλειδιά. «Και ήρεμα –έτσι; Μιλάμε για αντίκα, ανυπολόγιστης...»
Ο πορτιέρης μας έκοψε δύσπιστα, αλλά του έχωσα ένα εικοσάρι στη χούφτα για να του λυθούν οι απορίες. Τσακίστηκε να μας εξυπηρετήσει.
«Τι είναι εδώ;» με ρώτησε.
«Χλιδή κι ακολασία», απάντησα.
«Α, μάλιστα!» φωτίστηκε. «Κι εσύ ως χοντρά κονομημένος έχεις να το πληρώσεις –σωστά;»
Δαγκώθηκα. Τι σκατά θα έκανα αύριο πρωί; Με σημαδεμένα λεφτά θα πλήρωνα; Ξεκίνησα για το ξενοδοχείο –ότι ήταν να γίνει αύριο θα με απασχολούσε αύριο.

Πριν μπούμε μέσα, την άρπαξα από το μπράτσο.
«Γυαλιά ηλίου διαθέτουμε;» τη ρώτησα.
«Γιατί –θα με πας για μπάνιο;» ξεκαρδίστηκε.
«Φόρα τα, θα καταλάβεις αργότερα», είπα βιαστικά.
Στη ρεσεψιόν ένας σπυριάρης λιμοκοντόρος. Μας είδε κι ευχήθηκε τόσο δυνατά να είχε σχολάσει νωρίτερα που ακούστηκε μέχρι έξω. Παρ΄όλα αυτά τον πλησίασα.
«Ένα δωμάτιο με διπλό κρεβάτι», του ψιθύρισα.
«Βεβαίως! Έχετε κάποια προτίμηση;» ενδιαφέρθηκε.
«Οτιδήποτε διακριτικό μας κάνει», είπα εγώ.
«Πολύ καλά! Μπορώ να δω μια ταυτότητα;» χαμογέλασε.
Έσκυψα προς το μέρος του, πήγε να τραβηχτεί λες κι είχα λέπρα, αλλά τον πρόλαβα.
«Κοίταξε, έχουμε κάποια ιδιαίτερη κατάσταση εδώ πέρα –επειδή η κυρία πολύ γνωστή στους κοσμικούς κύκλους...» έκοψα λίγο την κουβέντα, επειδή τον έχασα, «εδώ κοίτα αγόρι μου, εμένα που σου μιλάω!» τον γείωσα αμέσως. «Τέλος πάντων, κυκλοφορούμε κάπως ιγκόγκνιτο», είπα στα γρήγορα.
«Δεν γίνονται αυτά κύριε...» ξεκίνησε το τροπάρι του ο σπυριάρης.
Έκανα λίγο πίσω, την έπιασα από το μπράτσο.
«Μπας και σου βρίσκεται κανένα κατοστάρικο;» τη ρώτησα.
«Κάτι έχω...» έκανε κι άρχισε να ψάχνεται.
Έβγαλε δυο πενηντάρικα και μου τα πάσαρε.
«Κάπως ζιγκολίκι μου θυμίζει όλο αυτό», σχολίασε.
«Μέσα είσαι!» επιβεβαίωσα.
Μετά πλησίασα τον σπυριάρη και του γλίστρησα τα δυο χάρτινα.
«Πάμε πάλι απ΄την αρχή –γιατί νομίζω οτι θέσαμε λάθος βάσεις στη γνωριμία μας. Θέλουμε ένα διακριτικό δίκλινο –μήπως σου βρίσκεται κάτι;» τον ρώτησα.
«Βεβαίως... ναι... χμμμ....» έκανε ο σπυριάρης.
«Δώσε τότε το κλειδί ρε πουλάκι μου και δεν κρατιόμαστε!» του χώθηκα.
Κοίταξε τριγύρω και μου πάσαρε τη μαγνητική κάρτα λες και κάναμε αγοραπωλησία πρέζας. Την πήρα, είδα το νούμερο, ξεκινήσαμε για το ασανσέρ. Όπου ανακάλυψα οτι ο θάλαμος κατέβαινε μέχρι το πάρκινγκ στο υπόγειο –αυτό έμοιαζε παρήγορο.

Το δωμάτιο ήταν σούπερ σπέσιαλ, με θέα στον ακάλυπτο και πεντακάθαρο. Στην ανοιχτή οθόνη της τηλεόρασης έγραφε «Καλωσορίσατε κύριε», όνομα κενό επειδή δεν είχαμε αφήσει κανένα στη ρεσεψιόν. Έβγαλα το μπουφάν και το πέταξα στην πρώτη εύκαιρη πολυθρόνα, Εκείνη το μάζεψε –μετά το κρέμασε στο χωλάκι απέξω. Την κοίταζα.
«Μια χαρά δωμάτιο, μην το κάνουμε αχούρι!» διαμαρτυρήθηκε.
Περίεργη γυναίκα –αλλά τέλος πάντων! Βάλθηκε τότε να ψάχνει τα καλούδια στα πέριξ, άνοιξε το ψυγείο, ανοιγόκλεισε ντουλάπες, συρτάρια...
«Ψάχνεις κάτι;» αναρωτήθηκα.
«Ρε συ, μέχρι και σίδερο έχουν εδώ μέσα!» θαύμασε.
«Ναι ε;» μουρμούρισα άκεφα σκαλίζοντας το τηλεκοντρόλ. «Ευτυχώς που το βρήκες, νιώθω πολύ καλύτερα τώρα!» Μετά την ξέχασα για λίγο, επειδή έπεσα σε κάποιο δελτίο ειδήσεων, είχαν αλλάξει τη φωτογραφία μου που έδειχναν στην οθόνη μ΄εκείνη της ταυτότητας. Έβλεπα τα μούτρα μου 17 χρονών, γέλασα άθελά μου. Αν περίμεναν να με πιάσουν μ΄αυτή τη φωτογραφία... Είχα βγάλει ταυτότητα επειδή με πίεζαν από τον Αθλητικό Όμιλο –τη χρειάζονταν για να μου φτιάξουν δελτίο, ήμουν αγουροξυπνημένος κι αχτένιστος όταν πήγα στο φωτογραφείο, ένας μαλάκας εκεί πέρα που μου τα ζάλισε δεόντως μέχρι να με τραβήξει...
«Έρχεσαι λίγο στο μπάνιο;» την άκουσα να με φωνάζει.
Σηκώθηκα αφηρημένος, με το αυτί ακόμα στην εκφωνήτρια των ειδήσεων, προχώρησα στο μισοσκόταδο, η πόρτα του μπάνιου μισάνοιχτη.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησα μπαίνοντας.
Αμέσως μετά κουδούνισε ο κόσμος όλος, κάτι βαρύ στην πίσω πλευρά του κεφαλιού μου –μια ασήκωτη μαύρη κουρτίνα έκλεισε μπροστά στα μάτια μου. Το πάτωμα άνοιξε κι εγώ άρχισα να πέφτω, γύρευα στέρεο έδαφος αλλά δεν υπήρχε τίποτα κάτω απ΄τα πόδια μου. Όσο προσπαθούσα να κρατηθώ μισάνοιξε η μαύρη κουρτίνα, είδα κάτι θολά πλακάκια με δελφίνια, αναστέναξα. Τότε ακριβώς ήρθε ο πόνος. Κι αμέσως μετά ο πνιχτός ήχος, τον ήξερα αυτό το ήχο, έψαξα τριγύρω –ζήτησα απεγνωσμένα κάτι να πιαστώ. Σύρθηκα έξω από το μπάνιο, στην αρχή προσπάθησα να σταθώ στα πόδια μου αλλά μαλακίες... Μπουσούλισα σα μωρό.

Μια ρουστίκ λάμπα φώτιζε το καλοστρωμένο διπλό κρεβάτι, το υπόλοιπο δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Στην κάτω άκρη του κρεβατιού ένα ξεκοιλιασμένο μαξιλάρι, ακριβώς δίπλα του το Βάλτερ κάπνιζε ακόμα. Εκείνη; Την είδα αμέσως μετά γονατισμένη δίπλα στο κρεβάτι. Κράταγε την κοιλιά της ή κάπου εκεί. Πετάχτηκα, όλα μου πέρασαν αμέσως –δεν ένιωθα πόνο, ούτε ζαλάδα. Την έπιασα από τους ώμους, την έστησα πλάτη στο κρεβάτι, γονάτισα μπροστά της.
«Γιατί ρε γαμώτο;» κλαψούρισα.
«Δε μ΄έπαιρνε να γυρίσω πίσω –καταλαβαίνεις έτσι;» βόγκηξε.
Έπιασα τα χέρια της, υγρά, κολλώδη, μέσα στο αίμα.
«Θα σε πάω σε νοσοκομείο», είπα περισσότερο για να τ΄ακούσω εγώ.
«Δεν το βάζεις κάτω ε; Κρίμα πάντως που δεν προλάβαμε να....» έκοψε τη φράση της, έσκυψε λίγο το κεφάλι. «Ρε μαλάκα, κατουρήθηκα!» πήγε να γελάσει αλλά ένα κόκκινο λουλούδι βγήκε από το στόμα της, τραντάχτηκε σα να έπαθε λόξιγκα και μετά έγειρε στον ώμο μου. Φοβήθηκα να την μετακινήσω, φοβήθηκα να την κοιτάξω, φοβήθηκα. Έμεινα λοιπόν εκεί, καθισμένος –μ’ Εκείνη στην αγκαλιά μου, με το κρεβάτι για στήριγμα, έκλεισα τα μάτια, πονούσα αλλά δεν ήταν αυτό το θέμα.

Ήθελα να σηκωθώ, να γκρεμίσω τα πάντα μέσα στο δωμάτιο, να βγω μετά έξω, να γκρεμίσω τον κόσμο, να μην αφήσω τίποτα όρθιο. Σε λίγο, σε λίγο... Για την ώρα βάραιναν ανελέητα τα βλέφαρά μου, πέρασα το χέρι πίσω από την πλάτη της, την έσφιξα πάνω μου κι αποκοιμήθηκα.

16 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

liontas είπε...

"Ήθελα να σηκωθώ, να γκρεμίσω τα πάντα μέσα στο δωμάτιο, να βγω μετά έξω, να γκρεμίσω τον κόσμο, να μην αφήσω τίποτα όρθιο."

Αυτό ρε φίλε, ακριβώς αυτό.
Απίστευτο συναίσθημα και τρομακτικό.

The Motorcycle boy είπε...

Ναι έχεις δίκιο, είναι τρομακτικό -είναι σα να κρύβουμε όλοι μέσα μας τον Χουλκ.

RaZz the feminist είπε...

ok, creepy enough to kleisimo. ki ap to epomeno ypo8etw oti o typos apla 8a makelevei o,ti vriskei mprosta tou. nicely done :) an kai ligo akoma romantzo de 8a me xalage, pantws wraia htan h typissa, as a feminist I approve hehe :p

Πασκαλ είπε...

Όχι ρε γαμώτο..... :(

The Motorcycle boy είπε...

Χμμ, μην ορκίζεσαι για το τι θα γίνει στο επόμενο -κι επειδή το μαγαζί εδώ πέρα φροντίζει να ικανοποιεί τις ορέξεις της ευγενούς πελατείας, είναι προγραμματισμένο να υπάρξει κι άλλο ρομάντζο.
Ωραία η τύπισσα ε; Κλεμμένη είναι από τη Γλυκιά Συμμορία, αν δεις την ταινία θα το καταλάβεις.

Υ.Γ.: Ρε συ, όταν ακούω για δηλωμένες φεμινίστριες θυμάμαι τον Κυανοπώγωνα με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον -που έκανε καμάκι ο τύπος σε μια αγριεμένη φεμινίστρια και στην αμέσως επόμενη σκηνή (όταν την έχει ρίξει) τους βλέπουμε να ξεσκίζονται στα σαδομάζο και δώστου να τη βαράει τη φεμινίστρια! Χαχαχα, cant help it, που λες κι εσύ!

The Motorcycle boy είπε...

Πασκάλ, τίποτα δεν είναι για πάντα -το έχω και κάτω δεξιά στο μπλογκ μου. Εδώ πέθανε από καρκίνο ο Κάπτεν Μάρβελ, η γκόμενα θα τη γλίτωνε;

Puppet_Master είπε...

punisher

The Motorcycle boy είπε...

Μπα σε καλό σου παιδάκι μου! Που τον θυμήθηκες αυτόν; Ψάξε να βρεις τον Preacher πάντως, μιας και το έφερε η κουβέντα. Θεός! (Ψάχνει και το θεό κιόλας, χαχαχαχα)

Ανώνυμος είπε...

γιατί ρε μοτοσακέ το'κανες αυτό? γιατί την ξαπέστειλες την τύπισσα τόσο νωρίς και τόσο άδοξα? ας ψόφαγες αυτόν τον καταραμένο, που ό,τι πιάνει το κάνει σαν τα μούτρα του. κι ας συνέχιζες μ'αυτήν στην τελική, θα΄ταν και πιο ανατρεπτικό :)

Mnl είπε...

Το χαλασες καπως ρε γαμωτο. Καλα εκανες και την εβγαλες Εκεινη απο την ιστορια, αλλα ηθελε λιγο ρομαντζο ακομα και καπως διαφορετικο τελος για εκεινη, οχι αυτοκτονια!! ;) Δηλαδη πιστευα πως θα εκαναν ερωτα και μετα αφου θα ειχαν τελειωσει... το Βαλτερ θα καπνιζε ακομα...αλλα πανω στα χερια του!

Επισης παρατηρησα (ισως να το εκανες και σκοπιμα) πως δεν σε αυτο το κειμενο δεν αναφερθηκες στη Βερα καθολου. Ουτε την ειχε μαζι του το τυπας!

Περιμενω τη συνεχεια και ελπιζω να εχει πολυ πιστολιδι.

samson rakas είπε...

ψυχοπλάκωμα
και ζω για την εκδίκηση.

πρτφ

The Motorcycle boy είπε...

Ανώνυμε, τέτοιες γυναίκες δεν μπορούμε να τις έχουμε για πολύ -το μόνο που μπορούμε είναι να τις γνωρίζουμε, να τις ερωτευόμαστε και να τις ψάχνουμε. Μακάρι να μπορούσα να ψοφήσω αυτόν και να συνεχίσω την ιστορία με Εκείνη -αλλά δεν είμαι καλός στη γυναικεία ψυχοσύνθεση ρε συ! Μαλακία θα μου ΄βγαινε.

Mnl το έγραψα και παραπάνω -ποιος σου είπε οτι το ρομάντζο σταματάει. Έγινε κάτι κουφό στη συγκεκριμένη ιστορία -επειδή εγώ όταν τις ξεκινάω έχω απλώς τον σκελετό και τις δαντέλες τις κάνουν από μόνοι τους οι ήρωες. Εδώ λοιπόν είναι η δεύτερη φορά που ο σκελετός πάει κοντά στις απαιτήσεις των σχολιαστών! Θα δεις παρακάτω και θα δείξει.
Η Βέρα μπορεί και να είναι νεκρή -δεν ξέρω ακόμα.

Σαμσών -εκδίκηση; Στα μέσα της κυνηγετικής περιόδου; Χαχαχα.

Ανώνυμος είπε...

εντάξει, για την ψυχοσύνθεση πάω πάσο. κι αν είναι να ξανάχουμε love story, καλά έκανες και την κατάπιες Εκείνη, σαν πολλά μας τα έλεγε. Πάντως νομίζω ότι αυτές οι δαντέλες, όπως λες, είναι που το κάνουν τόσο συναρπαστικό. οι διάλογοι είναι τόσο οικείοι και τόσο βγαλμένοι-από-αλλού μαζί, χωρίς όλο αυτό να φαίνεται επιτηδευμένο

The Motorcycle boy είπε...

Το λαβ στόρι δεν το γλιτώνουμε -μην το συζητάς! Όντως πολλά μας τα λεγε και γι΄αυτό την ακούγαμε άλλωστε. Οι διάλογοι είναι ένα θέμα, δεν έχω αποφασίσει ακόμα πως θέλω να είναι και έτσι βγαίνουν από μόνοι τους.

Ο Καλος Λυκος είπε...

ρε μάστορα, όλα καλά αλλά το ριμάδι το Βάλτερ δεν παίρνει πόδι! Ούτε ο Dirty Harry με το 44 δεν το κάνει...

ωραίος ο Punisher, θεός ο Preacher, καλύτερος όλων ο Hellblazer πάντως. Πολύ μεταφυσικός μέν, αλλά με attitude και cojones που δεν έχούν 100 Superman μαζί.

(όπως κατάλαβες, κάνω γενικό catch-up σε ότι έχεις γράψει)

The Motorcycle boy είπε...

Ναι, απόρησα κι εγώ -ούτε καν θυμάμαι τι γράφει αυτό το κεφάλαιο! Ο ήρωας, όπως κι ο προηγούμενος στο "Συννεφάκι" "λέει τα πράγματα με τ΄όνομά τους", χεχεχεχε.

Δεν μπορώ να συγκρίνω τους υπόλοιπους που λες με τον τεράστιο Πρίτσερ -γιατί μ΄αυτόν είδα "θεού πρόσωπο", χεχεχεχε

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι