Προηγούμενα:
1. Κανένας δεν αγαπάει τη Φορολογική Δικαιοσύνη
2. Το καινούργιο παντοτινό όνομα του Προέδρου
Η θερμοκρασία είναι ρυθμισμένη στους 27 βαθμούς, όση ακριβώς χρειάζεται ένας άνθρωπος για να κοιμηθεί υγιεινά, όμως εγώ ιδρώνω. Πρώτα νιώθω τις σταγόνες στο μέτωπο, δεν τρέχουν, δεν πάνε πουθενά, παραμένουν ακίνητες στο μέτωπό μου. Μετά κάτω από τις μασχάλες, ο ιδρώτας μαζεύεται. Κοιτάζω τριγύρω πριν ακόμα συνειδητοποιήσω οτι έχω ανοίξει τα μάτια. Η ΑΔΙ μου έχει μετατραπεί σε παραδοσιακό αχυρώνα, πρόκειται βέβαια για μια ακόμα προφύλαξη Διάστασης που λαμβάνεται προκειμένου να κοιμηθεί πιο ήρεμα ο χρήστης, ακόμα και οι φτηνές ΑΔΙ διαθέτουν τέτοια δυνατότητα. Γυρνάνε σε προφύλαξη όταν διαγνώσουν πως η αναπνοή και οι καρδιακοί παλμοί του χρήστη είναι σταθεροί για περισσότερο από μισή ώρα. Στριφογυρίζω σκεπασμένος από εικονικά άχυρα. Αποκοιμήθηκα βλέποντας τις ειδήσεις, γι΄αυτό τώρα βλέπω την πλάτη του Ρόμπερτ Μίτσαμ να τραμπαλίζεται σπασμωδικά λίγο πιο κάτω από το σημείο όπου τα δάχτυλα των ποδιών μου τεντώνουν το σεντόνι. Φοράει ακόμα το κοστούμι του ιεροκήρυκα από τη «Νύχτα του Κυνηγού», οι βάτες του μαύρου σακακιού ανεβαίνουν κατεβαίνουν ρυθμικά, στην άκρη του σεντονιού μου παρατημένο το μαύρο στέτσον του.
«Μπορείς να το πάρεις από κει; Λένε οτι ένα καπέλο πάνω στο κρεβάτι φέρνει κακοτυχία», μουρμουρίζω.
Ενεργοποιείται απότομα μ΄εκείνη την ανατριχιαστική ζωντάνια των ολογραμμάτων, ποτέ δεν θα καταφέρουν να πετύχουν προσομοίωση της ανθρώπινης κίνησης σε ποσοστό μεγαλύτερο του 85% κι όσο να πεις 15% μηχανιστικής κίνησης είναι πολύ. Ειδικά όταν μισοκοιμάσαι ακόμα, ιδρωμένος κι απορημένος πού τα χάπια δε σε κράτησαν ολόκληρο 12ωρο. Τι ώρα είναι;
«Τι ώρα είναι;» ρωτάω.
Ο Μίτσαμ στρέφεται προς το μέρος μου, χαμογελάει με τον φιδίσιο τρόπο του, με κοιτάζει όλο ψεύτικο ενδιαφέρον.
«Η ώρα του Κυρίου είναι 6 και 45...» λέει μακρόσυρτα.
«Γαμώ την καταδίκη μου», μουγκρίζω.
Γυρίζω το κεφάλι από την άλλη πλευρά, ο αχυρώνας έχει δώσει τη θέση του σ΄ένα παραθαλάσσιο μπαλκόνι, η ΑΔΙ έχει μπει σε διαδικασία ξυπνήματος του χρήστη. Σκατά, πρέπει να τα κλείσω όλα αυτά, να βγω από την ΑΔΙ και να πάρω τίποτα υπνωτικά, δεν γίνεται αλλιώς. Δεν θα τα καταφέρω στην επόμενη 48ωρη βάρδια με σκάρτες 7 ώρες ύπνο.
«Που είχα μείνει;» αναπολεί ο Ρόμπερτ Μίτσαμ. «Α ναι! Η καινούργια συνθήκη συνεργασίας ανάμεσα στην Έξ Ον και την Τι Εφ...»
Κουνάω το κεφάλι απεγνωσμένα.
«Δεν είναι ώρα τώρα για τέτοια...» διαμαρτύρομαι.
Ο Ρόμπερτ Μίτσαμ ανασηκώνει τους ώμους για ακόμα μια φορά και χάνεται κατά τη μεριά της θάλασσας.
«Ήθελα όμως κάποιες πληροφορίες...» φωνάζω απεγνωσμένα προς το μέρος του.
«Όλοι θέλουμε αλλά μόνο οι εκλεκτοί του Κυρίου μπορούν να αποκτήσουν αγόρι μου», η φωνή του γεμίζει τον χώρο.
«Κόφτο πια αυτό το στυλ, με κούρασε», γκρινιάζω.
Τώρα ακούγεται μόνο το γέλιο του.
Σηκώνομαι, το σεντόνι πέφτει, τελευταία στιγμή θυμάμαι ότι πρέπει να αποσυνδεθώ με αργές κινήσεις αν δεν θέλω να ξαναβραχυκυκλώσω την ΑΔΙ μου, δεν είναι και τίποτα υπερεξελιγμένο μοντέλο όπως βλέπεις.
Βγαίνω.
Το υπόλοιπο σπίτι κρύο σκοτεινό. Ακόμα δεν έχει ξημερώσει για τα καλά. Ο θάλαμος της ΑΔΙ ακούγεται σαν εργαστηριακός βραστήρας όσο επιχειρεί ανάταξη δεδομένων. Πατάω με γυμνές πατούσες στα πλακάκια και κρυώνω. Θα έπρεπε να έχω στρώσει τα πατώματα με πλαστικό ξύλο αλλά το θεώρησα περιττή σπατάλη. Επειδή το πλαστικό ξύλο δημιουργεί σαράκι και γεμίζει τρύπες σε λιγότερο από μια πενταετία και μετά πρέπει να το αλλάξεις, περιττή σπατάλη, θα μου χάλαγε και την ησυχία. Συνεργεία, συμφωνίες, όλα αυτά. Αν υπήρχε ακόμα καμιά εταιρεία που να έφτιαχνε πλαστικό ξύλο όπως παλιά, να μην δημιουργεί σαράκι.... Υπήρχε μια τέτοια αλλά έκλεισε, κανένας δεν αγόραζε. Κανένας δεν ήθελε πλαστικό ξύλο που ν΄αντέχει για μια ζωή, αυτά είναι για τους άπορους.
Μπήκα στην κουζίνα γυμνός ξεπαγιασμένος. Άνοιξα το φαρμακείο. Δυο χάπια θα με βγάζανε για 10 ώρες ύπνο σίγουρα, αλλά αν με ζητούσαν από την Υπηρεσία θα ήταν αδύνατο να μετακινηθώ. Για το πρώτο τετράωρο τουλάχιστον. Ένα χάπι ήταν προτιμότερο, μισοκοιμισμένος έστω, καλύτερα από άυπνος, καλύτερα κι από ναρκωμένος. Άνοιξα το μεταλλικό κουτί, ξεχώρισα τη χρωματιστή διαφάνεια του χαπιού και την τοποθέτησα κάτω από τη γλώσσα μου. Άφησα το αίσθημα του πιπιλίσματος ζελατίνης να με κυριέψει, γεύση βατόμουρο όσο η διαφάνεια του χαπιού έλιωνε. Ξεκίνησα να επιστρέφω στην ΑΔΙ μου.
Και τότε κουδούνισε το σήμα μου.
Ένιωσα τις φλέβες να φουσκώνουν στο κεφάλι μου, ξαφνικός πόνος. Η χειρότερη ώρα να επικοινωνήσουν μαζί μου από την Υπηρεσία.
Έτρεξα.
Βρήκα το σήμα μου στη ζώνη του όπλου, το άνοιξα, παιδεύτηκα με τον κωδικό αλλά το ενεργοποίησα τελικά. Ένα ηχητικό. Χωρίς εικόνα, γιατί χωρίς εικόνα; Το άνοιξα.
«Το αίτημά σας εγκρίθηκε». Κλικ. Μεταλλική φωνή από μηχάνημα. Κακή απομίμηση γυναικείας φωνής.
Κοίταξα το σήμα. Έλεγξα αν υπήρχε κάποιο άλλο μήνυμα, από την Υπηρεσία ή κάτι τέτοιο, η συσκευή ήταν άδεια. Σκέφτηκα να συνδεθώ με τη βάση της Υπηρεσίας αλλά το χάπι άρχισε ήδη να ενεργεί. Βιάστηκα να γυρίσω πίσω στην ΑΔΙ μου.
Μπήκα, σφράγισα την πόρτα πίσω μου.
«Καλωσόρισες ξανά στην Άλλη Διάσταση, Α777», είπε η ΑΔΙ.
«Που είναι ο οδηγός μου;» αναρωτήθηκα φωναχτά.
«Ακριβώς δίπλα σου παλικάρι μου, έχεις αρχίσει να γερνάς μου φαίνεται», γέλασε ο Ρόμπερτ Μίτσαμ στα δεξιά μου.
Ήταν ακόμα ντυμένος ιεροκήρυκας.
«Κάτι εντελώς ανούσιο, για ν’αποκοιμηθώ», παρακάλεσα.
«Να μην τελειώσω για τη συνεργασία μεταξύ Εξ Ον και Τι Εφ;» απόρησε.
«Αυτή η συνεργασία σημαίνει οτι θ΄ανέβει ακόμα περισσότερο η τιμή του νερού», μονολόγησα.
Αλήθεια, μονολογείς όταν είσαι μόνος σου με ένα ολόγραμμα;
«Σύμφωνα με τη μελέτη που εξέδωσε...» ξεκίνησε επίσημα να απαγγέλλει ο Ρόμπερτ Μίτσαμ.
«Δε μου αρέσει αυτό», γκρίνιαξα. «Οι μελέτες τους είναι σκατά κι ένα έξτρα άγχος την ώρα που θα προσπαθώ να κοιμηθώ θα με ρημάξει».
Ο Ρόμπερτ Μίτσαμ φύσηξε με περιφρόνηση τον καπνό του λεπτού πούρου του προς τη μεριά μου και κοίταξε πέρα μακριά όπως συνήθιζε να κάνει όταν ο συνομιλητής του ήταν εντελώς μαλάκας.
«Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες η σύναψη συνθήκης μεταξύ Εξ Ον και Τι Εφ είναι ένα ακόμα τέχνασμα της Τι Εφ προκειμένου να αποσυρθούν οι στρατιώτες της Εξ Ον από τις περιαμαζόνιες περιοχές», είπε.
Κούνησα το κεφάλι.
«Ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες;» διαμαρτυρήθηκα. «Δεν έχεις κάτι καλύτερο;»
«Μαίνονται οι εχθροπραξίες μεταξύ Εξ Ον και Τι Εφ σε όλη την περίμετρο του Αμαζονίου», μάσησε τα λόγια του νευριασμένα ο Ρόμπερτ Μίτσαμ.
Ανάσανα ανακουφισμένος, αυτή θα ήταν η πληροφορία που θα περνούσε στη βάση δεδομένων της ΑΔΙ μου.
Η Εξ Ον και η Τι Εφ δεν θα υπέγραφαν ποτέ συνθήκη. Οι καργιόληδες θα συνέχιζαν ν’αλληλοσφάζονται.
Σκεπάστηκα, ο Ρόμπερτ Μίτσαμ τράβηξε μια κουνιστή καρέκλα και κάθισε δίπλα μου δένοντας τα χέρια πίσω από τον σβέρκο του κι ακουμπώντας τις μπότες του στο σεντόνι μου.
Έκλεισα τα μάτια.
«Και τώρα παλικάρι μου θα πρέπει να σου ζητήσω συγνώμη, αλλά οι κυρίες με περιμένουν στη σάλα του μαγαζιού», είπε όταν κατάλαβε ότι δεν σκόπευα ν΄ανοίξω σύντομα τα μάτια μου.
Κι έτσι έκανα δηλαδή, ενώ όλα τριγύρω μου μετατρέπονταν σε δωμάτιο πάνω από σαλούν, άκουγα γέλια γυναικών, ψίθυρους αντρών, ποτήρια να τσουγκρίσουν, εντάξει.
Το αίτημά μου εγκρίθηκε, αλλά γιατί με ειδοποίησαν με φωνητικό μήνυμα; Γιατί δεν μου έστειλαν κάτι γραπτό, να μπορώ να το χρησιμοποιήσω; Μήπως είχε σχέση με την κατάσταση στην Υπηρεσία;
Θυμήθηκα την αναφορά μου στον καινούργιο Α77 και η υπνηλία εξαφανίστηκε με μιας. Στριφογύρισα, ταχυπαλμία, τα χάπια δεν κάνανε τίποτα πλέον. Σήκωσα το κεφάλι, δωμάτιο από κλασσική ταινία γουέστερν. Επιχρωματισμένο.
«Έι», φώναξα.
«Παλικάρι μου είσαι μεγάλος μπελάς ώρες-ώρες», γέλασε δίπλα μου ο Ρόμπερτ Μίτσαμ.
«Πες μου τίποτα νέα», παρακάλεσα.
«Ο πρόεδρος Οδυσσέας Ωμέγα....» ξεκίνησε εκείνος.
«Αλκιβιάδης Ράιτ», είπα.
Γύρισε απορημένος και με κοίταξε.
«Πώς σου ήρθε αυτό;» έκανε.
«Αλκιβιάδης Ράιτ, έτσι ήταν το όνομά του τόσον καιρό», είπα.
«Ο πρόεδρος ονομαζόταν Οδυσσέας Ωμέγα από την πρώτη μέρα....»
«Κι εγώ σου λέω Αλκιβιάδης Ράιτ», φώναξα.
Ο Ρόμπερτ Μίτσαμ με κοίταξε μορφάζοντας από οίκτο.
«Ο πρόεδρος Οδυσσέας Ωμέγα εγκαινίασε σήμερα....» ξεκίνησε να λέει.
«Ρε άντε γαμηθείτε όλοι σας», βλαστήμησα καθώς πεταγόμουν στον αέρα.
Δεν υπήρχε περίπτωση να ξανακοιμηθώ, ταχυπαλμία, νευρικότητα, ξηροστομία.... Τι κατάσταση ήταν κι αυτή; Να μη μπορείς να επιλέξεις το όνομα του προέδρου ούτε στον ολογραφικό οδηγό ειδήσεών σου, διάβολε. Μέχρι την έκβαση ενός πολέμου, ακόμα και τον καιρό της κάθε μέρας, όλα τα καθορίζεις εσύ -εσύ που φτιάχνεις τις ειδήσεις όπως τις θέλεις, αυτό είναι το νόημα των ολογραφικών οδηγών ειδήσεων. Γι΄αυτό τους πληρώνεις και τους σχηματοποιείς. Αλλά το όνομα του προέδρου –όχι. Δεν μπορείς να το αλλάξεις. Τι άλλο άραγε; Εκτός απ΄αυτό.
Το ολόγραμμα του Ρόμπερτ Μίτσαμ τρεμόπαιζε στην άκρη του δωματίου, έχανε και ξανάβρισκε συνεχώς την τρίτη του διάσταση, άστα να πάνε.
«Ο πρόεδρος Ρόμπερτ Μίτσαμ», φώναξα.
«Ο πρόεδρος Οδυσσέας Ωμέγα παρέστη...» ξεκίνησε να λέει πάλι εκείνος.
Βγήκα από την ΑΔΙ μου βιαστικά και άτσαλα.
Ντύθηκα.
Φόρεσα και το όπλο μου επειδή ποτέ δεν ξέρεις....
Το διαμέρισμά μου είναι ενδιάμεσο στο μπλοκ των 47 πολυκατοικιών που ονομάζεται «47 πολυκατοικίες». Αυτό σημαίνει οτι για να κατέβω στον δρόμο θα πρέπει να επιλέξω κατεύθυνση του ασανσέρ, κάθετη ή πρώτα οριζόντια και μετά κάθετη. Συνήθως, όταν έχω χρόνο για χάσιμο, επιλέγω οριζόντια, κάθετη, οριζόντια, κάθετη. Πηγαίνω δηλαδή μια βόλτα στην ευθεία, μέσα στο μπλοκ, πριν γυρίσω πίσω και κατέβω, μερικές φορές ακόμα και κατευθείαν κάτω για την είσοδο της δικής μου πολυκατοικίας. Μου αρέσει να σκέφτομαι οτι όλο αυτό το κάνω προκειμένου να αναμιχθώ με τους υπόλοιπους ενοίκους, ο λόγος όμως είναι διαφορετικός. Δεν χρειάζεται να τον μάθεις ακόμα.
«25 αριστερά, 4 κάτω, 28 δεξιά, έξοδος». Κάθισα στον καναπέ στο βάθος του ασανσέρ κι ετοιμάστηκα να απολαύσω τη διαδρομή. Η καμπίνα ξεκίνησε. Ήμουν μόνος στην αρχή.
Η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο καμπουριασμένος αδύνατος άντρας, αραιά κάτασπρα μαλλιά, αργό βήμα.
«Καλημέρα σας», μου ευχήθηκε.
Μόνο κάτι τέτοιοι ψοφόγεροι κυκλοφορούν τέτοια ώρα το πρωί. Πάνε –κανένας δεν ξέρει που διάβολο πάνε –στριφογυρίζουν σαν τα ποντίκια στα παιδικά κλουβιά και νομίζουν ότι αν δείχνουν απασχολημένοι θα καθυστερήσουν την ημερομηνία θανάτου τους. Γύρισα αλλού το κεφάλι αγνοώντας τον.
«Έχει κρύο σήμερα», συνέχισε ο γέρος.
Τον κοίταξα αλαφιασμένος λίγο, επειδή εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα οτι μπορεί να του έμπαινε καμιά ιδέα να καθίσει στον καναπέ δίπλα μου.
«Που είναι το διαμέρισμα 8-37-13;» τον ρώτησα απότομα.
Μαζεύτηκε.
«Είναι... γιατί ρωτάτε;» έκανε.
«Φορολογική Δικαιοσύνη», του είπα.
«Μα.... νόμισα ότι σας έχω ξαναδεί στο ασανσέρ, ότι είστε ένοικος....» ψέλλισε ο γέρος.
«Το ένα δεν αποκλείει το άλλο», απάντησα. «Λοιπόν;»
«10 κτίρια αριστερά», μουρμούρισε ο γέρος.
Και επιτόπου θυμήθηκε....
«Α, εδώ κατεβαίνω. Χάρηκα που τα είπαμε, καλημέρα σας», βιάστηκε να πατήσει το κουμπί της στάσης.
Τον παρακολουθούσα καθώς εξαφανιζόταν πίσω από τις αυτόματες πόρτες.
Αν έκανα αυτή τη διαδρομή δεν σκόπευα πάντως να χάσω τον χρόνο μου με τον κάθε ετοιμοθάνατο.
Μπήκε μια κοπέλα με πεινασμένα μάτια και ζαρωμένα ρούχα, με κοίταξε καχύποπτα και στριμώχτηκε δίπλα στον πίνακα του ασανσέρ. Αδιαφόρησα.
Λίγο παραπέρα μπήκε κι ένας συνομήλικός της, όρμησε στο ασανσέρ αλλά όταν με είδε τού κόπηκε η φόρα. Βιάστηκε ν΄αλλάξει κατεύθυνση, πήγε απέναντι από την κοπέλα με τα πεινασμένα μάτια και προσποιήθηκε τον αδιάφορο.
Εραστές ή ταραξίες; Είχαν αυξηθεί τα κρούσματα τώρα τελευταία, δεν ξέρω για ποιο λόγο...
Χαμογέλασα για να τους δείξω οτι δεν κινδύνευαν από μένα –δεν ήμουν άλλωστε ούτε καθηγητής σχολείου, ούτε Σεκιούριτι. Με κοίταξαν και δεν πείστηκαν. Δίκιο είχαν. Ακόμα και να ήμουν κάτι από αυτά δεν θα κυκλοφορούσα έχοντάς το γραμμένο στο μέτωπό μου.
Το ασανσέρ σταμάτησε πάλι και μπήκε άλλο ένα αγόρι, η σκηνή της ξαφνιασμένης προσπάθειας ξεκαρφώματος λόγω της παρουσίας μου επαναλήφθηκε.
Τα παιδιά με κοίταζαν αγανακτισμένα, αλλά ίσως και να έφταιγε η διαδρομή που είχα επιλέξει στο ασανσέρ. Χαμογέλασα ξανά και σηκώθηκα.
Η κοπέλα κάθισε στον καναπέ. Τα δυο αγόρια μού γύρισαν την πλάτη.
«Μένεις εδώ;» άκουσα τη φωνή της πίσω μου.
Ήταν κάπως ξαφνικό. Γύρισα να την κοιτάξω, αλλά όχι πολύ. Ήθελα να κρατήσω την οπτική επαφή με τα δυο αγόρια, καταλάβαινα τώρα οτι με είχαν βάλει στη μέση.
«Και τι σε νοιάζει εσένα;» έκανα.
«Είσαι Σέκας;» ρώτησε πάλι το κορίτσι.
«Μίλα καλύτερα», της είπα.
Τα δυο αγόρια στράφηκαν προς το μέρος μου.
«Και πες στους μαλάκες σου ότι οπλοφορώ», πληροφόρησα την κοπέλα.
«Οπλοφορεί ο μαλάκας», έκρωξε απαξιωτικά η κοπέλα.
Τα αγόρια γέλασαν. Εγώ όχι.
Σήκωσα τους γιακάδες της καμπαρτίνας μου, όπως θυμόμουν οτι έκαναν οι ντετέκτιβ στις κλασσικές ασπρόμαυρες. Κοίταξα τα αγόρια διαπεραστικά. Σταμάτησαν να γελάνε.
Πήγα τότε και κάθισα δίπλα στο κορίτσι.
«Θέλεις να σε πηδήξω μ΄αυτούς εδώ να παίρνουν μάτι;» τη ρώτησα.
«Τι λες ρε ανώμαλε», φώναξε το κορίτσι.
Τα δυο αγόρια σφίχτηκαν αλλά δεν πλησίασαν.
«Θα μπορούσα να το κάνω», ψιθύρισα στο κορίτσι. «Θα μπορούσα επίσης να πυροβολήσω αυτούς τους δυο και μετά να σε πηδήξω, αν δε γουστάρεις να σε παίρνουν μάτι. Αλλά....»
Τα αγόρια κινήθηκαν προς το μέρος μου. Άνοιξα την καμπαρτίνα και ακούμπησα το χέρι μου στη λαβή του όπλου.
«Δεν κάναμε τίποτα παράνομο, δεν μπορείς να μας πυροβολήσεις», ψέλλισε το ένα αγόρι.
«Σωστά. Αν ήμουνα Σεκιούριτι θα είχες απόλυτο δίκιο», του χαμογέλασα.
Ένιωσα το σώμα της κοπέλας δίπλα μου να ξυλιάζει.
«Αλλά δεν είμαι Σεκιούριτι και δεν είμαι καθηγητής στο σχολείο σας όπως καταλαβαίνετε. Παρ΄όλα αυτά έχω όπλο», είπα.
Τα δυο αγόρια με κοίταζαν.
«Πατήστε το κουμπί, κατεβαίνετε στον επόμενο όροφο», συνέχισα.
Κοίταξαν την κοπέλα δίπλα μου. Δεν πάτησαν το κουμπί. Έβγαλα το όπλο. Το κοντινότερο αγόρι στον πίνακα του ασανσέρ πάτησε το κουμπί της στάσης.
«Μη....» είπε ο διπλανός του.
Δεν κατάλαβα σε ποιον το έλεγε.
Η καμπίνα του ασανσέρ σταμάτησε, η αυτόματη πόρτα άνοιξε.
Τα αγόρια μετεωρίστηκαν στο άνοιγμά της. Στράφηκα στην κοπέλα δίπλα μου.
«Δεν θα πας με τους φίλους σου;» τη ρώτησα.
Τσακίστηκε να σηκωθεί για να προλάβει τους άλλους, οι τρεις τους εξαφανίστηκαν σα σκιές στον διάδρομο του ορόφου. Αλήθεια σε ποιον όροφο είμαστε; Δεν έχει σημασία. Μου αρέσει να ταξιδεύω μόνος ή με την κατάλληλη παρέα. Ποτέ με άσχετους. Το ασανσέρ ξεκίνησε πάλι.
Όταν κατέβηκα πηγαίνοντας προς την είσοδο της πολυκατοικίας ήμουν κάπως λυπημένος. Τόση διαδρομή με το ασανσέρ είχε πάει χαμένη. Έξω έκανε κρύο αλλά δεν έβρεχε.
Μένω στην πλευρά της πόλης με τα τεράστια οικιστικά συγκροτήματα, τα είχαν χτίσει οι εταιρείες για να στεγάζουν τους υπαλλήλους τους, κάποια διαμερίσματα –τα χειρότερα –τα έδωσαν στην Υπηρεσία για να βολέψει τους δικούς της. Τέτοια ώρα οι υπάλληλοι κοιμούνται ασφαλισμένοι στις ΑΔΙ τους, προσπαθούν να επαναφέρουν τις αντοχές τους για τις επόμενες βάρδιες. Το να πετύχεις υπάλληλο με αϋπνίες είναι το ίδιο απίθανο με το να δεις φυσικό ηλιοβασίλεμα σε αυτή την πλευρά της πόλης.
Περπάτησα κρυώνοντας.
Δεν είχα που να πάω, είχα ακούσει όμως οτι δυο τετράγωνα παρακάτω λειτουργούσε ένα μαγαζί 24 ώρες, πρωινό, μεσημεριανό, ποτά, τα πάντα. Που το είχα ακούσει; Άνευ σημασίας. Επειδή τώρα άκουγα έναν κτηνώδη κινητήρα να απειλεί τον πρωινό αέρα. Δεν χρειαζόταν να σκεφτώ πολύ, ήταν όχημα της Σεκιούριτι, αυτοί γουστάρουν να κάνουν επιδεικτική φασαρία. Σε λίγο το είδα, μαύρο, πανύψηλο, φρέναρε μπροστά μου.
Οι πόρτες άνοιξαν, τέσσερις άντρες πετάχτηκαν, κάλυψαν την περίμετρο γαβγίζοντας εντολές. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το κάνουν αυτό, δηλαδή το να δίνει εντολές ο επικεφαλής είναι εντάξει, αλλά να δίνουν όλοι εντολές.... Σε ποιον;
«Άνοιξε αριστερά».
«Κάλυψε».
«Προωθήσου».
«Περίμετρος».
«Προχωρώ».
«Ελεύθερα».
Στεκόμουν εκεί με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και τους περίμενα. Όσο αναπτύσσονταν προσπαθώντας να κάνουν εντύπωση αρκούσε μια απότομη κίνηση για να σε πυροβολήσουν.
«Ακίνητος κύριε».
«Τα χέρια σας ψηλά για να τα βλέπουμε».
Υπάκουσα.
Ο επικεφαλής κατέβηκε τελευταίος από το όχημα και είπε κάτι στον κοντινότερό του. Εκείνος βιάστηκε να με πλησιάσει.
«Θέλω να δω τα χαρτιά σας», μου ζήτησε.
«Αυτό σημαίνει οτι πρέπει να κατεβάσω τα χέρια», του εξήγησα.
Έκανε ενστικτωδώς δυο βήματα πίσω. Ηλίθιος.
«Πρέπει πρώτα να σας ψάξω», είπε.
«Δεν χρειάζεται. Έχω όπλο, είμαι της Φορολογικής Δικαιοσύνης», παραδέχτηκα.
«Ακίνητος», ούρλιαξε ο Σεκιουριτάς.
Σήκωσα τα χέρια πιο ψηλά, χαμογέλασα κοιτάζοντας το αχνό φως πάνω από το κεφάλι του.
«Έλα να με ψάξεις, τέλειωνε», του πρότεινα.
«Κάλυψη για σωματικό έλεγχο», τσίριξε ο Σεκιουριτάς.
Αμέσως έτρεξαν δίπλα του άλλοι δυο Σεκιουριτάδες, πήραν θέσεις με τα όπλα να με σημαδεύουν. Τότε εκείνος με πλησίασε επιφυλακτικά, άνοιξε τη καμπαρτίνα μου.
«Έτσι όπως στέκονται πίσω σου, αν γίνει τίποτα θα ρίξουν πρώτα σε σένα και μετά σε μένα», του είπα.
Ήταν ένα κεφάλι κοντότερός μου, αδύνατος, μυώδης σαν όλους τους κοντούς που προσπαθούν να καλύψουν την έλλειψη ύψους με την αύξηση μυών, σήκωσε τα μάτια να με δει.
«Τι;» ρώτησε.
«Τίποτα», είπα. «Πιάσε το σήμα από τη ζώνη μου και δώστο στον επικεφαλής σου».
Πίεσε την κάνη του όπλου στο στομάχι μου καθώς ψαχούλευε για το σήμα. Παιδεύτηκε να το βγάλει από τη ζώνη, περίμενα υπομονετικά. Μετά άπλωσε το χέρι του προς τη θήκη του όπλου μου.
«Καλύτερα να αποφασίσεις», του είπα σιγά.
«Ε;» απόρησε.
Αν δεν ήταν τα χέρια του απασχολημένα θα έξυνε την κεφάλα του σα μαϊμού. Αν ήταν τα χέρια του ελεύθερα κι αν δεν φορούσε το κράνος με τη δερμάτινη επένδυση, έτσι;
«Ή το όπλο θα πάρεις ή το σήμα», του εξήγησα υπομονετικά. Ήταν η πάγια τακτική της Υπηρεσίας μας, όταν μπλέκαμε σε ελέγχους. Δεν δίνεις ποτέ και τα δυο, επειδή τότε, το πιο πιθανό είναι ν’αρπάξεις καμιά σφαίρα ανάμεσα στα δόντια όσο οι Σεκιουριτάδες θ΄αναρωτιούνται πώς θα κονομήσουν περισσότερα, πουλώντας αυτά που σου πήραν.
Ο Σεκιουριτάς ξανάφερε το χέρι του πάνω από το όπλο μου, το ίδιο χέρι που κράταγε το σήμα -σταμάτησε λίγο προσπαθώντας να σκεφτεί τρόπο να μου αρπάξει και το όπλο. Περίμενα. Οι άλλοι πίσω του εξακολουθούσαν να μας σημαδεύουν. Ο Σεκιουριτάς μετακίνησε το αυτόματό του μπας και καταφέρει να τα βολέψει κάπως, ξεκούμπωσε τη θήκη του πιστολιού μου, κόλλησε σχεδόν ολόκληρος πάνω μου αγκομαχώντας –αποφάσισα ότι αρκετά τον είχα ανεχτεί. Κοίταξα προς τη μεριά τού επικεφαλής όσο άρπαζα τον Σεκιουριτά από το μπράτσο και τον στριφογύριζα μπροστά μου.
Έβγαλε μια κραυγή, οι δυο που μας σημάδευαν ξαφνιάστηκαν, έπρεπε να επωφεληθώ.
Έστησα τον Σεκιουριτά μπροστά μου σαν ασπίδα, στρίβοντάς του το δεξί χέρι.
«Είμαι της Φορολογικής Δικαιοσύνης κι αυτός ο άνθρωπος πήγε να μου πάρει το όπλο και το σήμα. Αυτό αποτελεί παράβαση σύμβασης», φώναξα.
«Άστον».
«Πέτα το όπλο».
«Ψηλά τα χέρια».
Φωνές από τη μεριά τους κι ένας τεράστιος προβολέας από το όχημα. Άναψε, γύρισε, με τύφλωσε.
Βλαστήμησα.
Πήρα το σήμα από τον ηλίθιο που έτρεμε στη λαβή μου και το σήκωσα στον αέρα. Ενεργοποίησα την έκτακτη ανάγκη, έπρεπε να ενημερωθεί η Υπηρεσία.
«Μην προβείτε σε καμιά ενέργεια, η Φορολογική Δικαιοσύνη ειδοποιήθηκε», μούγκρισε κάπως ξεχαρβαλωμένα το σήμα μου.
«Σβήστε τον κωλοπροβολέα», φώναξα.
«Πέτα το όπλο», άκουσα.
Έσκυψα στον Σεκιουριτά που κρατούσα.
«Θα σου δώσω το όπλο μου», είπα.
Κάτι ψέλλισε.
Του έδωσα το όπλο μου.
Το πήρε και γύρισε απότομα καρφώνοντάς το στο στομάχι μου. Βόγκηξα στην πίεση της κάνης. Διπλώθηκα κρατώντας ακόμα το σήμα στον αέρα.
Ο προβολέας έσβησε.
«Θα πρέπει να δικαιολογήσετε τους άντρες μου και να παραδεχτείτε οτι η συμπεριφορά σας ήταν κάπως ανάρμοστη», άκουσα τη φωνή πριν δω το πρόσωπο.
Ο επικεφαλής στεκόταν ακριβώς από πάνω μου.
Ξεδιπλώθηκα, έκανα μια προσπάθεια να σταθώ στα πόδια μου. Τότε ακριβώς ένιωσα το κάψιμο από το σπαστό κοντάκι του αυτομάτου που σύρθηκε στο μάγουλό μου και με κοπάνησε πάνω από το δεξί αυτί. Μετά το κάψιμο ήρθε ο πόνος. Κι ήταν σα να ενεργοποιήθηκε ξαφνικά το υπνωτικό χάπι που είχα πάρει προηγουμένως, έπεσα στα γόνατα με μια διάθεση να κουλουριαστώ στην άσφαλτο και να κοιμηθώ αμέσως. Κρατούσα ακόμα το σήμα ψηλά, αλλά σύντομα άρχισα να βαριέμαι. Κι άρχισα να το κατεβάζω αργά. Το κοντάκι με χτύπησε ακόμα μια φορά στη βάση του σβέρκου.
«Νομίζω οτι πρόκειται για κάποια παρεξήγηση πάντως. Το καλύτερο θα ήταν να τα ξεχάσουμε όλα αυτά», άκουσα τη φωνή του επικεφαλής από πάνω μου.
Αργόσυρτη φωνή, ζεστή σα μητρικό χάδι.
Έκλεισα τα μάτια, είχε δίκιο, ας τα ξεχάσουμε, ας κάνουμε οτι τίποτα δεν έγινε.
Τότε ακριβώς έφαγα την κλωτσιά στην κοιλιά και έπεσα με τα μούτρα στην άσφαλτο.
«Πάμε να φύγουμε», ακούστηκε η εντολή.
Σφίχτηκα.
Μια ακόμα κλωτσιά στο αριστερό πλευρό.
Πόνεσα.
Αλλά έμεινα με το κεφάλι καρφωμένο στην άσφαλτο μέχρι ν΄απομακρυνθεί το όχημά τους. Όσο ο ήχος του κινητήρα έσβηνε τόσο δυνάμωνε ο πόνος.
Επιχείρησα να σηκωθώ, όχι πολύ εύκολα. Το σήμα μού είχε πέσει εκεί στο πλάι, φώτιζε ακόμα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Το έφερα μπροστά στα μούτρα μου, ενεργοποίησα την οθόνη.
«Α777», βόγκηξα.
Η οθόνη παρέμεινε σε κατάσταση προφύλαξης. Περίεργο. Είχα επικαλεστεί έκτακτη ανάγκη, θα έπρεπε τώρα να μιλάω ήδη με το επιχειρησιακό τμήμα, θα έπρεπε να βλέπω τον Α που θα έμπαινε επικεφαλής τής ομάδας προσέγγισής μου.
«Έκτακτη ανάγκη», φώναξα.
«Αναμείνατε, είστε σε δρομολογημένη γραμμή», απάντησε η μηχανική φωνή από το σήμα.
«Τι σκατά είναι αυτά;» απόρησα.
«Το αίτημά σας διαβιβάστηκε, αναμείνατε».
Έκλεισα το σήμα και το πέταξα νευριασμένα στην εξωτερική θέση της καμπαρτίνας. Κάτι πήγαινε πολύ λάθος.
Σηκώθηκα, τα γόνατά μου έτρεμαν.
Δυο τετράγωνα παρακάτω, ένα μαγαζί ανοιχτό όλη τη μέρα. Πρωινό, μεσημεριανό, ποτό...
Κρύο, πολύ κρύο, το πρόσωπό μου έτσουζε. Άγγιξα τα χτυπήματα, δεν έτρεχε αίμα αλλά υπήρχε πρήξιμο.
Και η Υπηρεσία είχε δρομολογήσει το αίτημά μου, πάει να πει, μπορεί εκείνη τη στιγμή εγώ να ήμουνα κόσκινο από τις σφαίρες αλλά θα με είχαν ακόμα στην αναμονή. Ξεφτιλισμένοι. Ανεγκέφαλοι. Προχώρησα κουτσαίνοντας. Ίσως βέβαια να σήμαινε κάτι όλο αυτό. Ίσως απλώς θέλανε να με προειδοποιήσουν. Οτι έχω τελειώσει για την Υπηρεσία, οτι ένας ατυχής θάνατος θα ήταν η καλύτερη τύχη που θα μπορούσα να διεκδικήσω. Τάχυνα το βήμα μου, αλλά σκόνταψα, γύρισε το γόνατό μου σαν ξεβιδωμένο.
«Γαμώ τη ζωή μου μέσα», ούρλιαξα σηκώνοντας το κεφάλι.
Θα ήθελα να βλέπω ουρανό όσο ουρλιάζω, αλλά ο ουρανός είναι πολυτέλεια για αυτή την πλευρά της πόλης. Κτίρια, γραμμές συγκοινωνιών, γέφυρες, δεν υπήρχε κανένας λόγος για όλα αυτά. Αν η Υπηρεσία αποφάσιζε να με ξεφορτωθεί καλύτερα να έβαζα το πιστόλι στο στόμα και να ξεμπέρδευα από μόνος μου. Καλύτερα για όλους.
Που διάβολο ήταν αυτό το μαγαζί;
Ένιωσα αμέσως καλύτερα όταν διέκρινα την ταμπέλα, καλοδιατηρημένη, οι σωλήνες του νέον καθαροί άφηναν το φως να κυλήσει. Απομίμηση έκρηξης πάνω σε ένα τεράστιο τραπέζι. Έψαξα να διαβάσω το όνομα του μαγαζιού, όμως μερικές φορές η φαντασμαγορία λειτουργεί σε βάρος της ουσίας. Αν δεν πονούσα παντού θα γελούσα περιφρονητικά με αυτή την αχρείαστη επιτήδευση.
Άνοιξα την πόρτα, η ζέστη με άρπαξε από τα μούτρα, μια ζέστη αχνιστή που βρώμαγε καμένο λίπος. Μουσική, κάποια μουσική ακουγόταν απροσδιόριστα και οι γιγαντοοθόνες στους δυο αντικριστούς τοίχους έδειχναν το τελευταίο κοσμικό πάρτι.
Κάθισα σ΄ένα απομονωμένο τραπέζι, το μαγαζί ήταν, φυσικά, γεμάτο γέρους. Για λίγο προσηλώθηκα στην οθόνη, το πάρτι γινόταν σε κάποιο νησί, ιδιοκτησία ενός διοικητή της Διηπειρωτικής, δεν κατάλαβα καλά την αφορμή, αλλά μετά είδα οτι είχαν στη μέση μιας μεγάλης αίθουσας έναν πίνακα. Τον θυμόμουν τον πίνακα, κυκλοφορούσε συχνά στις ειδήσεις των τελευταίων ημερών, «Η εξαγωγή του λίθου της τρέλας», Ιερώνυμος Μπος. Είχε πρόσφατα πουληθεί από κάποιο διάσημο Μητροπολιτικό Μουσείο, προφανώς είχε αγοραστεί από τον συγκεκριμένο διοικητή. Ο πίνακας γέμισε την οθόνη, ένας ανατριχιαστικός πίνακας. Ένιωσα το κάψιμο στο πρόσωπό μου να απλώνεται. Άνθρωποι στήθηκαν μπροστά στον πίνακα, ο διοικητής, η γυναίκα του και δυο μικρά παιδιά. Κρατούσαν μαλακά μπουκάλια ελεγχόμενης ροής. Ήξερα τι περιείχαν τα μπουκάλια. Ο διοικητής σημάδεψε τον πίνακα με το δικό του μπουκάλι, πίεσε, το υγρό πετάχτηκε. Ο ταλαίπωρος που του ανοίγανε το κεφάλι (για να του βγάλουν την πέτρα της τρέλας) έφαγε την πρώτη ριπή κατάφατσα, τα μάτια του άρχισαν να τρέχουν. Κυλούσαν χρωματιστά δάκρυα, αλλάζοντας το σχήμα των ματιών του, σε λίγο έμοιαζε πραγματικά με σχιζοφρενή. Η δεύτερη ριπή δεν πρόσεξα από ποιον ήρθε αλλά πέτυχε τον γιατρό. Το υπεροπτικό ύφος του διαλυόταν μαζί με τα χρώματα που το δημιούργησαν. Τώρα η οικογένεια του διοικητή άδειαζε τα μπουκάλια με τα διαλυτικά υγρά πάνω στον πίνακα χωρίς να σημαδεύει κάπου συγκεκριμένα. Όταν τελείωσαν, ο πίνακας έμοιαζε με σφαγμένο άνθρωπο. Και τότε ανέλαβαν οι καλεσμένοι, στην αρχή με μπουκάλια διαλυτικών, μετά με κοπίδια κι ότι άλλο έβρισκαν μπροστά τους. Όσο κατέστρεφαν τον πίνακα πέρναγε από την οθόνη ένα νούμερο, 1.895.348 κόσμος, με φωσφορίζοντα στοιχεία, συνέχεια και συνέχεια. Αυτό ήταν μάλλον το κόστος του πίνακα.
«Τι να σας φέρω;» με ρώτησε μια χοντρή σερβιτόρα.
Την κοίταξα κι ένιωσα ξαφνική κούραση.
«Ένα πλήρες πρωινό και μερικές παστίλιες αναζωογόνησης», είπα.
«Οι παστίλιες δεν καλύπτονται από κουπόνια Σφαρού», με πληροφόρησε η σερβιτόρα.
Παραξενεύτηκα.
«Από πότε;» ρώτησα.
«Από τότε που τα σκευάσματα κοκαΐνης σταμάτησαν να θεωρούνται συμπληρώματα διατροφής και πέρασαν στην κατηγορία των καρδιοτονωτικών», απάγγειλε η σερβιτόρα.
«Κι από πότε ισχύει αυτό;» επέμεινα.
Η σερβιτόρα με κοίταξε παραξενεμένη.
«Τέλος πάντων, φέρε μου τρεις παστίλιες, θα τις πληρώσω με κόσμος», της είπα.
Στην οθόνη ο πίνακας είχε καταστραφεί εντελώς και τώρα έπεφταν πυροτεχνήματα από παντού. Προσπάθησα να δω καλύτερα τον ξεσκισμένο καμβά, αλλά σύντομα άρχισε να με πιάνει κατάθλιψη.
Γι΄αυτό ίσως δεν ένιωσα να απειλούμαι ιδιαίτερα όταν είδα τον ψηλόλιγνο άντρα να πλησιάζει το τραπέζι μου. Φορούσε δερμάτινο μπουφάν, ρετρό μοτοσυκλετιστικό, και λουστραρισμένες μπότες που του έφταναν μέχρι λίγο πιο κάτω από τα γόνατα. Φορούσε κι ένα στρατιωτικό κασκέτο, με πλησίαζε χαμογελώντας.
Κοίταξα ενστικτωδώς πίσω μου.
Ο άντρας τράβηξε την καρέκλα και κάθισε απέναντί μου.
«Άσχημο θέαμα», σχολίασε δείχνοντας την γιγαντοοθόνη πάνω από τον ώμο του με τον αντίχειρα του αριστερού χεριού.
«Κι όσο πάει χειροτερεύει», απάντησα κοιτάζοντάς τον.
Γέλασε αποκαλύπτοντας μια σειρά από ασημένια δόντια.
«Είσαι αστείος;» ζήτησε να μάθει.
«Ναι, είμαι αστείος. Αλλά περνάω κρίση, κάποιοι δεν με εκτιμούν όσο παλιότερα και φροντίζουν να με κοπανάνε στα μούτρα για να μου το θυμίσουν. Άλλες φορές πάλι προλαβαίνω να πυροβολήσω πρώτος εγώ», του εξήγησα όσο έβγαζα το πιστόλι μου και το ακουμπούσα στο τραπέζι.
Δεν το κοίταξε καν.
«Όταν θα φέρει το πρωινό σου η σερβιτόρα θ΄αναγκαστείς να το μαζέψεις. Δεν είναι και τόσο μεγάλο το τραπέζι», σχολίασε.
«Δεν θυμάμαι να σου είπα οτι θέλω να καθίσεις στο τραπέζι μου», υπενθύμισα με τη σειρά μου.
«Σωστά. Δεν είπες κάτι τέτοιο», απάντησε ο άντρας.
Μετά έβγαλε μια μεταλλική ταμπακέρα, ίσως κασσίτερος, και την ακούμπησε δίπλα στο πιστόλι μου. Έβγαλε ένα Καουλούνγκ, το άναψε, μετά μου πρόσφερε κι εμένα.
«Δεν καπνίζω», του είπα.
«Ναι, είδα. Προτιμάς τα καρδιοτονωτικά πρώην συμπληρώματα διατροφής», γέλασε.
«Και λοιπόν;» απόρησα.
«Τίποτα», μουρμούρισε.
Εκείνη τη στιγμή ήρθε το πρωινό, αναγκάστηκα να μαζέψω το πιστόλι μου αν και η σερβιτόρα έκανε φιλότιμες προσπάθειες να μην το προσέξει. Θύμωσα, λες και είχα κάνει λανθασμένο άνοιγμα σε παρτίδα σκάκι. Έβαλα την πρώτη παστίλια στο στόμα μου και συγκρατήθηκα για να μην τη μασήσω κατευθείαν.
«Θα κάτσεις εδώ να με κοιτάς όσο τρώω;» αναρωτήθηκα.
«Έχεις δίκιο, αυτό θα ήταν μεγάλη αγένεια», είπε εκείνος.
Μετά σώπασε.
Έσπρωξα την παστίλια ανάμεσα στους τραπεζίτες μου και την δάγκωσα με μανία, ένα υγρό πιο πικρό κι από το δηλητήριο σφυροκόπησε τους σιελογόνους αδένες μου. Με το ζόρι κρατήθηκα να μην ξεράσω. Κατάπια πάντως, αλλά το υγρό έμοιαζε να ξεπηδάει ατέλειωτα από την παστίλια.
Περίμενα λίγο για να με πιάσει, μετά κατάπια τα υπολείμματα.
«Είσαι λοιπόν τόσο άρρωστος;» διαπίστωσε μελαγχολικά ο άντρας απέναντί μου.
«Άντε γαμήσου», του είπα.
«Έχεις βέβαια δίκιο», σχολίασε λες και είχαμε αφήσει κάποια κουβέντα στη μέση. «Έρχομαι εδώ και σε ενοχλώ την ώρα που πας να πάρεις το πρωινό σου.... Αλλά αν ακούσεις αυτά που έχω να σου πω, ίσως με δικαιολογήσεις».
Τον κοίταξα αμίλητος. Περίμενα.
«Ξέρουμε τα πάντα για σένα», είπε τελικά.
«Δεν καταλαβαίνω», είπα εγώ.
«Το αίτημά σου εγκρίθηκε», μουρμούρισε ο άντρας σκύβοντας προς το μέρος μου.
«Το αίτημά μου», έκανα εγώ.
«Ναι», είπε εκείνος.
«Ποιο αίτημά μου;» ρώτησα.
Ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
«Είσαι αστείος τελικά», συμπέρανε.
Προτίμησα να μη μιλήσω, καθόμουν λοιπόν εκεί, πίνοντας ένα χυμό πολυφρούτων και προσπαθούσα να βγάλω άκρη.
«Τέλος πάντων, δεν έδειξες να απορείς όταν έλαβες το μήνυμα, οπότε δεν υπάρχει λόγος να το κάνεις τώρα», είπε.
Κατέβασα μονορούφι τον χυμό μου και ακούμπησα προσεκτικά το ποτήρι στη μέση του τραπεζιού, όσο γινόταν πιο κοντά του.
«Κοίτα, χάρηκα αφάνταστα με όσα μου είπες αλλά τώρα σκέφτομαι να ασχοληθώ με το πρωινό μου. Γι΄ αυτό ίσως θα ήταν καλύτερα....»
Τίναξε το χέρι μπροστά μου απότομα.
«Αρκετή ώρα φάγαμε σε σαχλαμάρες», είπε. «Σου εξήγησα ήδη οτι ξέρουμε τα πάντα για σένα, το αίτημά σου έχει διαβιβαστεί σε εμάς και έχει εγκριθεί. Ποιος ο λόγος να κοροϊδευόμαστε;»
«Ποιοι είστε;» ρώτησα με τη σειρά μου.
«Ποιοι είμαστε. Εσύ σε ποιους έστειλες το αίτημα;» γέλασε εκείνος.
«Δεν βγαίνει άκρη», μουρμούρισα.
«Ήταν άσχημο το θέαμα αλλά εξαφάνισε μια λανθασμένη εικόνα κι αυτό, ίσως.... μερικές φορές μπορεί να μοιάζει αρκετό σαν δικαιολογία», σχολίασε δείχνοντας πάλι πίσω από τον ώμο του με σηκωμένο τον αντίχειρα.
Έμεινα με την παστίλια ανάμεσα στα δάχτυλα, έχοντάς τα χαμένα.
«Για τον πίνακα λέω», μου εξήγησε. «Εντάξει, είναι κάπως άσχημο να καταστρέφονται τα έργα τέχνης, ακόμα κι αν αυτό εξυπηρετεί.... ότι εξυπηρετεί τέλος πάντων. Αλλά ο συγκεκριμένος πίνακας ήταν λάθος».
«Λάθος», επανέλαβα αφηρημένα.
Τελικά έχωσα τη δεύτερη παστίλια στο στόμα μου, τι χειρότερο θα μπορούσε να μου συμβεί δηλαδή;
«Λάθος. Εννοώ οτι ο γιατρός προσπαθεί να βγάλει την πέτρα της τρέλας από το κεφάλι του λάθος ανθρώπου», μου εξήγησε.
«Και ο σωστός; Ο ασθενής ποιος είναι;» ρώτησα άθελά μου.
«Είναι εμφανώς η γυναίκα που ακουμπάει στο τραπέζι», πανηγύρισε.
«Η γυναίκα», επανέλαβα σιγά.
«Θέλει και ρώτημα; Δες το απλανές βλέμμα της, σαφές σημάδι τρέλας.... είναι και το βιβλίο που έχει στερεώσει στο κεφάλι της. Τι σου λέει πάλι αυτό;»
«Τι να μου πει;» απόρησα.
«Ω, μα έλα τέλος πάντων, είσαι έξυπνος άνθρωπος», φώναξε.
Κατάπια την παστίλια μου σχεδόν αμάσητη.
Έσκυψα προς το μέρος του νευρικά.
«Όχι –περίμενε», είπε εκείνος. «Δεν έχεις και πολλές εναλλακτικές, για την ακρίβεια εμείς είμαστε η μοναδική εναλλακτική σου. Ο προϊστάμενός σου στην Υπηρεσία θα φορτωθεί με κατηγορίες, αλλά είναι γνωστό ότι κανένας δεν παρανομεί από μόνος του. Ειδικά οι υψηλόβαθμοι. Πες μου λοιπόν ποιος, κατά τη γνώμη σου, ήταν ο πραγματικός τρελός στον πίνακα, για να σου πω κι εγώ ποιος έχει τις μεγαλύτερες πιθανότητες να συλληφθεί πολύ σύντομα».
«Ο γιατρός», είπα.
Με κοίταξε με μισάνοιχτο στόμα.
«Ποιος;» ρώτησε.
«Ο γιατρός», επανέλαβα.
Έσκυψε μπροστά κοιτάζοντάς με.
«Έτσι που κυκλοφορεί με το χωνί στο κεφάλι, είναι προφανές...» είπα.
Έπεσε πίσω στην καρέκλα του καθώς ξεκαρδιζόταν στα γέλια.
«Θα τα πάμε πολύ καλά οι δυο μας....» κάγχασε.
«Για να το λες...» παρατήρησα.
Τίναξε την ανύπαρκτη σκόνη από το δερμάτινο μπουφάν του και σηκώθηκε απότομα.
«Λοιπόν, νομίζω οτι βγάλαμε κάποια άκρη», μου χαμογέλασε.
Δεν είπα τίποτα.
«Σύντομα θα έρθουμε σε επαφή μαζί σου», με διαβεβαίωσε.
«Κι αυτό σημαίνει ότι....» κόμπιασα.
Γέλασε για μια ακόμα φορά.
«Είσαι υπερβολικά αστείος», συμπέρανε.
«Για να το λες...» ξαναείπα.
Αλλά μιλούσα στον αέρα, ο άντρας είχε φροντίσει εξαφανιστεί δρασκελίζοντας βιαστικά το μαγαζί.
Κοίταξα πάλι την γιγαντοοθόνη μασουλώντας το πρωινό μου.
Μόνο η κορνίζα είχε μείνει απείραχτη από τον πίνακα. Μάλλον δεν ήταν τόσο ακριβή ώστε να αξίζει τον κόπο να καταστραφεί.
Η γιγαντοοθόνη μαύρισε για λίγο και μετά εμφανίστηκε ο πίνακας για ακόμα μια φορά, ανέπαφος, στημένος στη μέση της μεγάλης αίθουσας. Ο διοικητής μαζί με την οικογένειά του στήθηκαν μπροστά στον πίνακα. Κρατούσαν μαλακά μπουκάλια ελεγχόμενης ροής. Κοίταξα προσεκτικά τον πίνακα.
Που βρισκόταν τελικά η λίθος της τρέλας;
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
32 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Την άλλη φορά ας μην καταστρέψουν Μπρούγκελ!
Κούλα (επιδεικτική κατανάλωση) νομίζω λέγεται αυτό το έθιμο και το κάνουν σε κάποιο νησί του Ειρηνικού -οι πίνακες είναι πολύ βολικοί για να δωθεί το παράδειγμα. Δεν θα καταστρέψουν άλλον πίνακα τώρα που έγινε εμφανής η θέση μου, μην ανησυχείς. Εκτός βέβαια αν κάποιος δεν κατάλαβε τι εννοούσα -υπάρχει κανείς; Για πείτε και θα τσακίσω όλη την τέχνη από αναγέννηση και δώθε!
Επί ενάμιση χρόνο μια φορά το μήνα καθόταν απέναντί του. Εκείνος πίσω από το γραφείο του σκάλιζε το λάπτοπ για δεδομένα που ταίριαζαν στο προφίλ της για να της συστήσει την κατάλληλη ουσία. Ένα πρόβλημα ύπνου που και η ίδια και όλοι απέδιδαν σε άγχος (τα γνωστά ψυχοσωματικά που ήταν η καραμέλα, λες και υπήρχε ανωμαλία του οργανισμού που μπορούσε να χωριστεί είτε στο ένα είτε στο άλλο, λες και μπορούσες να σκίσεις ένα φύλλο χαρτί χωρίς να σκίσεις και τις δυο πλευρές του... τέλος πάντων) ένα πρόβλημα αϋπνίας λοιπόν την είχε σπρώξει σ' εκείνον ως τελευταία λύση πριν τα υπνωτικά που απεχθανόταν.
Όση ώρα εκείνος σκάλιζε το λάπτοπ και δεν της μιλούσε, εκείνη απασχολούσε το μυαλό της (δεν το άφηνε και ποτέ σε ησυχία) παρατηρώντας το γραφείο. Δεν είχε τίποτε το εξεζητημένο -κάθε άλλο, μάλλον σπαρτιάτικο θα το έλεγε. Ένα ντουλάπι μεγάλο με τους φακέλους των ασθενών, ένα κρεβάτι εξέτασης, δυο μαύρες πολυθρόνες, το γραφείο του... και μερικές ρεπροντιξιόν στους τοίχους. Η Κραυγή του Μουνχ, το Τσοπ Σούι του Χόπερ, και ένας αλλόκοτος του Μπρούγκελ που επειδή ήταν σχεδόν απέναντί της συνήθως της κρατούσε το βλέμμα αιχμάλωτο για κάμποση ώρα. Κάθε φορά που καθόταν σ' εκείνη την καρέκλα προσπαθούσε να γεμίσει τα λεπτά της κενής σιωπής μεταφέροντας την καρέκλα της (μ' εκείνη μαζί) στον χωροχρόνο του πίνακα. Κάθε φορά έπλαθε και μια άλλη ιστορία. Κάθε φορά όμως είχε την ίδια σκέψη.
Θα ήθελε το χωνί στημένο ίσια πάνω στο κεφάλι του γιατρού. Σαν μια χοάνη που θα συγκέντρωνε τη σοφία του σύμπαντος για να τον βοηθήσει στο έργο του.
Όταν δεν κατάφερε να καταπολεμήσει ούτε με τη βοήθεια του δικού της γιατρού την αϋπνία και έκοψε τις επισκέψεις, άρχισε να συνειδητοποιεί τι συνέβαινε. (Και της το είχε πει: αν αποτύχω δεν θα φταίει η ομοιοπαθητική -θα φταίω εγώ που δεν κατάφερα να βρω τι χρειάζεσαι). Όμως δεν έφταιγε ούτε εκείνος. Αν έφταιγε κάποιος ήταν η ίδια. Δεν χωρούσε σε κανένα προφίλ. Αλλού περίσσευε, αλλού της έλειπαν χαρακτηριστικά για να έρθει στο σχήμα του.
Εξ ου και το μάταιον της επιθυμίας της ως προς τον πίνακα. Ο καλλιτέχνης, ως πιο σοφός ήξερε τι έκανε -και δεν ήταν ζήτημα ισορροπίας. Το χωνί πάντα ανάποδα θα έμενε.
Κι εκείνη έπρεπε να μάθει να ζει με την αϋπνία.
Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι αυτό, αλλά είναι ωραίο.
Υ.Γ.: Ποιος είναι αυτός ο Μπρούγκελ;
http://www.peri-grafis.com/ergo.php?id=175
Α, μά'στα -είστε και κουλτουριάρηδες, χεχεχε.
Σ' έβρισα εγώ, ε, πες μου, σ' έβρισα;;;;;
Καλημέρα :)))
Κουλτουριάρηδες ε;
Α... Καλά. Μου έχουν πει και χειρότερα.
Καλημερούδια.
Το άλλο είναι βίωμα. Σύμπτωση ε;
Πως δε μ'έβρισες! Ξέρω εγώ δηλαδή τι σημαίνει αυτό το Μπρούγκελ που μου τσαμπουνάτε, ε; Μπέγκελ ξέρω το ψωμάκι, Βαν Μπόμελ ξέρω τον παίχτουρα, Μπρούγκελ δεν ξέρω!
Καλημέρα ρε!
Βίωμα ε Μπερναρντίνα; Επιβεβαιώνεται λοιπόν η θεωρία του Μπόρχες περί μαϊμούς με γραφομηχανή που σε 100 χρόνια θα έχει γράψει τους Άθλιους!
Δεν ξέρω για τους Άθλιους, πάντως ένας πήθικος έχει γράψει ήδη το Κόκκινο Χώμα και Ραγδαία Βροχή (Red Earth and Pouring Rain) με το ψευδώνυμο Βίκραμ Τσάντρα!
Αν τον Μπρούγκελ σ' τον πούμε Μπρύγκελ θα σου θυμίσει κάτι; ;-)
(και ποιον απ' όλους; χεχε)
Καλά, άμα αρχίσω να σου αραδιάζω πόσα έχουν γράψει οι πίθηκοι στη σύγχρονη λογοτεχνία θα νυχτώσουμε. Και για να μη σου πω για την Ελλάδα θα σου φέρω το παράδειγμα ενός πίθηκου που έγραψε, χρησιμοποώντας το όνομα του Ίρβιν Γουέλς, ένα πράγμα ονόματι "Αν σου άρεσε το σχολείο θα λατρέψεις τη δουλειά".
Ναι, Μπρύγκελ ξέρω! Χεχεχε.
Έπαιζε μαζί με τον Κρόιφ στην εθνική Ολλανδίας!
Α γεια σου, αυτός είναι!
Στον ελεύθερο χρόνο του ζωγράφιζε!
Εμείς Κρόιφ λέγαμε μια κοπέλα στη γειτονιά μας επειδή είχε στραβά πόδια και φρασεολογία λαχαναγορίτη, χεχεχε
Αλήθεια, η ΑΔΙ τι ειναι; Έχω χάσει το τεύχος όπου εξηγείς;
Το έχω γραμμένο μέσα, αλλά όχι φόρα παρτίδα (να μη μας περάσουν και για δευτεράντζες συγγραφείς, χαχαχα). Άλλη ΔΙάσταση.
Πτου να πάρει! Έχεις δίκιο -να, αυτά παθαίνει κανείς οταν διαβάζει με λαχτάρα. Καμιά φορά χάνει από τη βιασύνη του τα nuances...
'σσου πω... με φάγατε από χτες μ΄αυτόν τον Μπρούγκελ που τελικά είναι ο πατέρας της Έντι Μπρύγκελ που ταγούδαγε στους Νιού Μποχίμιανς. Μη μου αρχίζεις τώρα να νουανσές και τα νουαζέτα, εντάξει;
Άντε -μη γράψω καμιά 15σέλιδη ανάλυση των αγώνων της εθνικής Βραζιλίας και πέσουνε τα τσιμέντα δω μέσα!
Ναι, ναι, ΝΑΙ θέλουμε δεκαπεντασέλιδη ανάλυση για τα οπίσθια των παικτών εεεε για την απόδοση, λέω, των παικτών της Εθνικής Βραζιλίας!!! ΤΩΡΑ!
Βίβα Μπραζί(ου)λ Τροπικά(ου)λ, βίβα Γίου ντε Ζανέιγου!!!
Καλά -κάτσε να ξεμπερδέψουμε σήμερα με τις τρελές αδερφές (Κριστιάνο Ρονάλντο) της Πορτογαλλίας και να μην πάθουμε κάνα κάζο και μετά βλέπουμε...
Δεν θέλω ηττοπάθειες και γρουσουζιές! Ψηλά το ηθικό. Νυν υπέρ πάντων ο αγών! Ε-ΤΣΙ Α-ΓΑ-ΠΑ-ΕΙ Η ΒΡΑ-ΖΙ-ΛΊΑ!
Και ΘΡΥ-ΛΟΣ! (Είπαμε, πάντα επίκαιρο) χοχοχοχο
Τι έγινε ρε μότορa?
Θα εναρμονιστείς ποτέ με την επικαιρότητα?
Σε προσπέρασε χαχαχαχαχαχα
mbiker
Λες ε; Χαχαχαχα -για να δούμε.
Όχι ρε γαμώτο, αυτά τα προηγούμενα ποστ με τη Φορολογική Δικαιοσύνη και τον Πρόεδρο ήταν τα πρώτα της ιστορίας!? Και δεν τα διάβασα γιατί εξαιτίας κυριολεκτικής θεώρησης του τίτλου και δεν ήμουν σε mood για άλλα πολιτικά και τώρα έχω κάνει αρχή από τη μέση! Τι μεγάλη μαλακεία!
Ωραίο πάντως, θα επιληφθώ και τα προηγούμενα συντόμως και θα σε πω στα επόμενα τις εντυπώσεις!
ΥΓ: Αυτά με τους Μπρύγκελ, τους πιθήκους και τις Βραζιλίες(εκτός από το θέμα των οπισθίων)ξέρετε ότι δεν καταλαβαίνω πώς σας προέκυψαν έτσι;!
:-P
Τα πέρασες, το μεν πρώτο για κείμενο υπέρ του Παπακωνσταντίνου και το δεύτερο για ύμνο στον Γιωργάκη Παπανδρέου ε; Χαχαχαχαχα
Ναι, πιάστο από την αρχή επειδή κοντεύω να το χάσω εγώ που το γράφω, πόσο μάλλον εσύ που το έπιασες από την τρίτη συνέχεια!
Υ.Γ.: Εσύ να μην τα καταλαβαίνεις όλα αυτά δεν είναι κακό -το πρόβλημα είναι οτι δεν τα καταλαβαίνω ούτε εγώ που είναι δικό μου το μπλογκ και μια γαμωαπάντηση πρέπει να τη δίνω που και που!
Μοτοράκο μπαγασάκο ;-) Ώστε έτσι ε;
Αν καταλάβαινες εντελώς τα σχόλια δεν θα είχε τόσο ενδιαφέρον η διαδικασία ερωταποκρίσεων, νεσπά; χεχεχε
Αλλωστε ούτε εμείς καταλαβαίνουμε εντελώς τα ποστ σου!
Παρ' όλ' αυτά για δες βρε παιδί μου που είναι σαν να συνεννοούμαστε. Θαύμα ε;
Και τι φαγωθήκατε βρε σεις για τον Μπρ(ο)ύγκελ; Είναι αυτός που έχει ζωγραφίσει τον πίνακα κάτω κάτω. Τον ίδιο που έβλεπε η άλλη επί ενάμιση χρόνο απέναντί της. Αμάν πια, τυφλοσούρτη θετε ωρές; Τι καταλάβατε τώρα που τα πήρε όλα το ποτάμι; 'Φχαριστηθήκατε;
Κάτω τα χέρια από τους Βραζιλιάνους όμως, όλα κι όλα!
3 ρίχνουνε στο νερό και το πουλέν μου ο Ραμίρεζ κάνει συλλογή από καρτ ποστάλ, χρώματος κιτρίνου. Μια χαρά δηλαδή.
Κατάλαβα οτι αυτό εννοείτε με τον Μπρούγκελ αλλά τον πίνακα που έχω κάτω -κάτω τον έχει φτιάξει ο Τζερόνυμος ο Μπος. Ή Βος για τους Φλαμανδούς. Νομίζω.
Υ.Γ.: Άμα καταλαβαίνατε εντελώς τα ποστ μου γιατί να τα διαβάσετε χρυσό μου;
Για τον καλλιτέχνη I stand corrected. Παρασύρθηκα από την Κουμπάρα. Ήταν μια ωραία παρεξήγηση όσο κράτησε.
Τα ποστ σου τα διαβάζουμε και καταλαβαίνουμε ό,τι μας γουστάρει, μας συμφέρει ή μας watever ;-) (Άλλωστε πάντα έτσι δεν γίνεται στη ζωή;!)
Τώρα που κέρδισε η Βραζιλία πες ό,τι θες. Για τα επόμενα εικοσιτετράωρα θα πλέω σε πελάγη ευτυχίας και δέχομαι (σχεδόν) τα πάντα, χεχεχε.
Να αναφωνήσω και Θρύλος ή παραγίνεται σουεράλ το πράγμα;
Καλά -κάτσε να ξεμπερδέψουμε μ΄αυτούς τους τσιφούτηδες τους Ολλανδούς που με μισή ευκαιρία βάζουν 2 γκολ και μετά αναφωνούμε. Για την ώρα μόνο "Θρύλε ολέ-ο, μια ζωή θα στο φωνάζω θα στο λέ-ο" μπορούμε να αναφωνήσουμε. Ειδικά μετά την επιτυχία μας να ρίξουμε 11 μπαλάκια στο γερμανικό μεγαθήριο που ακούει στο όνομα Καουφμπόιρεν! Μιλάμε οτι είμαστε έτοιμοι για Ρεάλ τώρα! (Ρεάλ Κάτω Μαγούλας εννοώ).Κι ο τεράστιος επιθετικός ονόματι Μύτογλου έβαλε 5 γκολ, αν έβαζε άλλα 2 θα ήταν ένα για κάθε κιλό που πήρε στις διακοπές του -μυθικά πράγματα.
Ρε συ, αυτό εδώ τρώει σχόλια στα καλά του καθουμένου!
Καλημέρα.
Έλεγα λοιπόν για τους Ολλανδούς που συναντώ κάθε τόσο μπροστά μου σ' αυτό το (Μ)ποσ(τ). Από Κρόιφ και Μπος μέχρι Μπρύγκελ Μπρούγκελ (τι Ολλανδός τι Φλαμάνος, το ίδιο κάνει)
Τι στην ευχή, νίκησε η Βραζιλία ΤΡΙΑ ΜΗΔΕΝ κι εμείς μιλάμε για Ολλανδία; Αααα, για το Θρύλο μιλάμε. Καλά τότε.
Αυτή η Καουμπόηδεν ερασιτεχνική δεν είναι; Και ο αγώνας φιλικός δεν ήταν; Δε βαριέσαι... εγώ πάλι Θρύλε θεέ μου Ολυμπιακέ μου θα γκαρίξω. Και τι σου έκανε το καημένο το παιδί και το βρίζεις βρε συ; Τώρα έχει και ένα... ειδκό βάρος, χεχε.
Επίσης έχει μια τιμημένη λιακάδα έξω... για να δούμε, μέχρι το απόγευμα θα ρίχνει πάλι καρεκλοπόδαρα; Ακόμα και ο καιρός έχει γίνει σουρεάλ.
Καλημέρα είπα; Είπα; Ε, δεν πειράζει ξαναλέω.
Κι άμα μπει -λέμε τώρα- στα ξαφνικά και το σχόλιο που καταβρόχθισε, φά'το κι εσύ, ΟΚ;
ρε συ, ειναι πραγματικα οτι καλυτερο εχεισ γραψει παρα πολυ καιρο. τωρα ο εθουσιασμος μπορει να οφειλεται και στον αποκλεισμο της επισημης αγαπημενης της φιφα ή ακομα στη καταπληκτικη φορμα που διανυει ο μιραλας! το νεο αστερι του θρυλου! ποιος ξερει...παντως ειναι σιγουρα καλο!
ασωτος
Ναι, ναι -η επίσημη αγαπημένη της Φίφα αποκλείστηκε! Και μάλιστα με μια χορταστικότατη τεσσάρα -για την Αρτζεντίνα του Λιό δεν μιλάς; Χαχαχαχα.
Τουλάχιστον εμείς πήγαμε σαν Λατίνοι, με το αυτογκόλ μας, τη μαλακία του Μέλο -κανονικά. Δεν γίναμε ρόμπες των Τζερμάνια Λάγκερ!
Για την ιστοριούλα δεν ξέρω αν είναι καλή, ξέρω όμως οτι μου βγάζει την Παναγία.
Λοιπόν εν μέσω εξεταστικής ενδιαφέρουσα όαση!
σίγουρα συναρπαστική. αν και στην αρχή με προβλημάτισε η πλοκή και το στήσιμο του χαρακτήρα, το γεγονός και μόνο πως η προβληματική της με απασχολέι ακόμα-μια βδομάδα μετά-νομίζω είναι ενδεικτικό. άντε καλο κουράγιο με τη συνέχεια
υγ:περάσαν οι μαχαιροβγάλτες νουμερο δυο,ουρουγουανοι!μόνο από το όνομα μυρίζει πρωτογονίλα απέναντι στους εκσυγχρονισμένους ολλανδο-γερμανούς και γιαλαντζί μεσόγειους ισπανους
Πέρασαν και πάνε οι Ουρουγουανοί, μιας και χτες τους πετάξανε έξω τα τσουρούκια της Ολλανδίας. Το προφανές πάντως το είπε ο Φιδέλ Κάστρο -οτι ένας τελικός ανάμεσα σε δυο ευρωπαϊκές ομάδες θα είναι βαρετός. Κι επειδή τοι βλέπω οι Γερμανοί με τους Ολλανδούς να παίζουν, τον προσυπογράφω.
Υ.Γ.: Ο χαρακτήρας ακόμα φτιάχνεται κι όσο μου αποκαλύπτεται τον αποκαλύπτω -τι να κάνω κι εγώ; Απλός δακτυλογράφος είμαι.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!