Τετάρτη, Ιουλίου 07, 2010

4. Ο Οδυσσέας, οι Αργοναύτες και άλλοι ηλίθιοι

Προηγούμενα:
1. Κανένας δεν αγαπάει τη Φορολογική Δικαιοσύνη
2. Το καινούργιο παντοτινό όνομα του Προέδρου
3. "Η εξαγωγή του λίθου της τρέλας"

Κάνει κρύο και δεν έχω διάθεση να καθίσω. Στην καρέκλα. Του γραφείου μου. Ξεκινάω τη βάρδια ήδη διαλυμένος -η κούραση, η αϋπνία, το ξύλο από τους Σεκιούριτι.... Δεν είναι ζωή αυτή. Κοιτάζω το γραφείο μου από μακριά, κοιτάζω τον σταθμό εργασίας μου, κοιτάζω την καρέκλα, κάνει κρύο.
«Δεν είναι ζωή αυτή», μουρμουρίζω.
Ο σταθμός εργασίας βγάζει ένα κόκκινο φως και το φως ξεχύνεται στο χώρο. Είναι άραγε ζεστό το κόκκινο φως; Πλησιάζω προσεκτικά, απλώνω τις παλάμες μου. Τίποτα. Το κόκκινο φως μια απλή αντανάκλαση, μια ειδοποίηση ότι έφτασε νέο μήνυμα. Μπάζω το κεφάλι μου μέσα, κοιτάζω, τα δόντια μου τρίζουν. Ομαδικό μήνυμα. Πρέπει να βγάλω τα χέρια από την τσέπη για να το ανοίξω, αυτή η προσομοίωση είναι σκέτη μαλακία ώρες-ώρες. Αποκλείεται να βγάλω τα χέρια από τις τσέπες της καμπαρτίνας. Μαγκώνω το μήνυμα με τα δόντια, το παλεύω με τη γλώσσα, ανοίγω το διπλωμένο χαρτί, ποιο διπλωμένο χαρτί; Προσομοίωση, μην το ξεχνάς. Κάνω λίγο πίσω το κεφάλι για να δω. «13:00 Συνάντηση Διεύθυνσης στην Αίθουσα Συνεδριάσεων νο. 51-701». Τραβάω έξω το κεφάλι, ο σταθμός εργασίας δεν είναι πλέον κόκκινος, δεν υπάρχουν μη αναγνωσμένα μηνύματα. Κόβω βόλτες, κρυώνω. Τι πρόβλημα υπάρχει με τη θέρμανση;
Ανοίγω την πόρτα του γραφείου μου, βγαίνω στη μεγάλη αίθουσα απ΄έξω, φουριόζος. Μπας και περιορίσω το κροτάλισμα των δοντιών μου. Κάποια κεφάλια γυρίζουν ελαφρά για να με δουν. Οι σταθμοί εργασίας της γραμματειακής υποστήριξης. Πλησιάζω.
«Γιατί κάνει τόσο κρύο Β;» ρωτάω την κοντινότερη γραμματέα.
Σηκώνει το κεφάλι ξαφνιασμένη.
Δυο κοτσίδες πιασμένες σφιχτά στα πλαϊνά του κεφαλιού της, μπλε, στριφογυριστές ελικοειδείς, μάλλον η καινούργια μόδα, τα υπόλοιπα μαλλιά της ξανθά. Κοιτάζω τις κοτσίδες μαγνητισμένος, όσο η γραμματέας κουνάει το κεφάλι της, μέχρι που καταλαβαίνω οτι κάτι μου λέει. Αλλά δεν την ακούω.
«Τι είπες;» ρωτάω.
«Είπα οτι δεν κάνει κρύο, Α. Η θερμοκρασία είναι φυσιολογική», λέει δείχνοντας μάλλον απορημένη.
Ξύνω το μάγουλό μου, κάποτε πρέπει να θυμηθώ να ξυριστώ, ίσως στο επόμενο 24ωρο. Τώρα που το είπε...
«Ναι, ίσως εδώ να είναι εντάξει αλλά στο γραφείο μου κάνει κρύο», μουρμουρίζω.
«Θέλετε να καλέσουμε την Τεχνική Ομάδα, Α;» με ρωτάει η γραμματέας όλο ενδιαφέρον.
«Την Τεχνική Ομάδα....», μπερδεύομαι. Τεχνική Ομάδα.... «Όχι, δεν είναι ανάγκη, θα διορθωθεί μόνο του το θέμα», βιάζομαι να πω. «Έχουμε καμιά καινούργια ανάθεση;»
«Καινούργια ανάθεση;» αναρωτιέται η γραμματέας.
Την κοιτάζω. Ποια είναι αυτή η μαλακισμένη; Δεν την έχω ξαναδεί, είμαι σίγουρος πως δεν την έχω ξαναδεί.
«Πόσο καιρό δουλεύεις στο Τμήμα μου;» ρωτάω.
«Τι εννοείτε, Α;» πετάγεται η κοπέλα τρομαγμένη.
Θα μπορούσες να την θεωρήσεις όμορφη. Αυτό βέβαια μονάχα αν είχες όρεξη ν΄ασχοληθείς με πραγματικές γυναίκες και να μπλέξεις με την Εταιρεία Γενετικού Ελέγχου. Και μικρή, δηλαδή κάτω από τα 30....
«Β732, σωστά;» ρώτησα αλληθωρίζοντας για να δω το ταμπελάκι της.
«Κάνετε σα να μην το ξέρετε», άνοιξε τα μάτια διάπλατα η γραμματέας.
«Ναι, έτσι κάνω», μουρμούρισα.
Και βιάστηκα να της γυρίσω την πλάτη.
«Αγαπητέ μου», ένιωσα τη φωνή που ερχόταν από πίσω, να με πετυχαίνει στη ραχοκοκαλιά.
Κοντοστάθηκα.
«Μα αυτό είναι πραγματική έκπληξη», διαπίστωσε η φωνή διατηρώντας τον ευχάριστο τόνο της.
Έκπληξη. Πραγματική έκπληξη. Το να με πετύχει ο καργιόλης στην μεγάλη αίθουσα του Τμήματός μου είναι πραγματική έκπληξη. Τότε τι είναι το να βρίσκεται στη μεγάλη αίθουσα του Τμήματός μου ένας Εσωτερικός Ελεγκτής; Έκπληξη επίσης. Πραγματική και δυσάρεστη.
«Με θες κάτι;» ρωτάω γυρνώντας να τον κοιτάξω.
Α127. Όλοι οι Ελεγκτές ξεκινάνε από 1. Εκτός από τον Γενικό Διευθυντή τους. Ο οποίος είναι Α2. Για λόγους παράδοσης και πρωτοκόλλου. Ο Α127 είναι σιχαμερός τύπος, μονίμως λιγδιάρικα τα αραιά μαλλιά του και βρώμικη αναπνοή.
«Με θες κάτι;» ξαναρωτάω.
Κοιταζόμαστε. Εκείνος χαμογελάει αλλά δεν λέει κουβέντα.
«Έχω δουλειά», μουγκρίζω μέσα από τα δόντια μου.
«Όχι δεν έχεις», σχολιάζει ο Α127.
Κοκαλώνω.
«Τι είπες;» ρωτάω.
«Τίποτα βρε παιδί μου. Απλά πέρναγα από τα μέρη σου και σκέφτηκα να σου πω ένα γεια», λέει με απολογητικό ύφος.
«Θες να΄ρθεις μέσα;» του προτείνω δείχνοντας το γραφείο μου.
«Να μη σε απασχολώ....» κομπιάζει.
Γυρίζω ξανά την πλάτη για να μπω στο γραφείο μου.
«Αν όμως επιμένεις...» τον ακούω να μουρμουρίζει και η φράση του με ζυγώνει όσο προφέρεται.
Σταματάω, ανοίγω την πόρτα του γραφείου μου, κάνω χώρο να περάσει.
«Για λίγο, έτσι απλώς να πούμε καμιά σαχλαμάρα –δεν σκοπεύω να σε καθυστερήσω», δείχνει να απολογείται.
«Όπως νομίζεις», κάνω αφηρημένα.
Ίσως θα έπρεπε να ενδιαφέρομαι να μάθω για την τύχη του προϊσταμένου μου, του πρώην Α77, όμως εμένα άλλο με νοιάζει. Θέλω να μπει στο γραφείο μου, να καθίσει λίγο και να μου πει αν κάνει κρύο εκεί μέσα. Ή όχι. Είναι σημαντικό. Για μένα.
«Θα πάρεις κάτι;» τον ρωτάω.
«Μπα, δεν θα καθίσω για πολύ...» μουρμουρίζει.
Κάθεται στην καρέκλα, στην απέξω πλευρά του γραφείου μου.
Συνεχίζω να κόβω βόλτες.
«Έναν σοκολατένιο καφέ όμως θα τον έπινα», συνεχίζει το μουρμουρητό σα να μιλάει στον εαυτό του.
Παραγγέλνω. Και μια κούπα βότανα με διεγερτικά για μένα.
«Λοιπόν;» με κοιτάζει χαμογελαστός.
«Λοιπόν, τίποτα», του ξεκόβω.
«Ε, πώς τίποτα», απορεί.
«Θες κάτι;»
«Εγώ τι να θέλω; Αλλά κουβεντιάζουμε βρε παιδί μου... Εδώ γίνονται κοσμογονικές αλλαγές...»
«Όπως;»
«Αλλαγές προϊσταμένων –λίγο το’χεις;»
«Ούτε η πρώτη φορά είναι, ούτε η τελευταία».
Έρχονται τα ροφήματα. Τραβάει μια καλή ρουφηξιά και μετά βγάζει το καλαμάκι για να το γλύψει. Σίχαμα.
Επίσης, δεν προθυμοποιείται να πληρώσει. Έτσι έχουν μάθει. Επειδή εξαρτιόμαστε από τις εκθέσεις και τις αναφορές τους θα πρέπει να τους γλύφουμε τ΄αρχίδια. Και να τους κερνάμε τα ροφήματα.
«Δίκιο έχεις, αλλά τώρα φαίνεται πώς έσπασε κάποιο απόστημα...» λέει.
Τον κοιτάζω.
«Υπήρχαν κάποια στελέχη της Υπηρεσίας μας που μάλλον είχαν υποκύψει στους πειρασμούς....» συνεχίζει.
«Από την ιατρική ξεκίνησες, στη θεολογία πήγες. Πού θες να καταλήξεις;» τον ρωτάω ανυπόμονα.
Γιατί όση ώρα μιλάει τον παρακολουθώ κι ούτε μια στιγμή δεν δείχνει να κρυώνει. Αλλά το γραφείο μου είναι κρύο, ψυγείο, θάλαμος νεκροτομείου, βέβαια όσο τα σκέφτομαι όλα αυτά δεν κρυώνω πλέον, δηλαδή κρύωσα τώρα που τα σκέφτηκα αλλά προηγουμένως, που δεν τα σκεφτόμουν, είχα ξεχαστεί και δεν κρύωνα –τέλος πάντων, στο γραφείο μου κάνει ψοφόκρυο.
«Ο προϊστάμενος σου κρατείται, μαζί με τους προϊσταμένους άλλων Διευθύνσεων, σε λίγο θα γίνουν συλλήψεις χαμηλότερων βαθμίδων», λέει δήθεν εμπιστευτικά. Ταυτόχρονα ρουφάει με θόρυβο, σέρνοντας το καλαμάκι στην ξεραμένη επιφάνεια του σοκολατένιου καφέ.
Τώρα κρυώνω. Κρυώνω πολύ.
«Και τι με νοιάζει εμένα αν θα γίνουν συλλήψεις;» προσπαθώ να δείξω γνήσια απορία.
«Κουβέντα κάνουμε βρε παιδί μου...» λέει εκείνος. «Είπα εγώ οτι σε νοιάζει; Δε σε νοιάζει, γιατί να σε νοιάξει; Υπάρχει περίπτωση να είσαι μπλεγμένος;»
Παίζει μαζί μου ο πούστης, ήρθε εδώ μέσα για να με παίξει και τού πληρώνω τον καφέ από πάνω.
«Εσύ θα μου πεις. Δεν κάνω εγώ τις έρευνες, ούτε τις συλλήψεις».
«Ο όρος σύλληψη είναι λανθασμένος. Κράτηση, για διευκόλυνση της διεξαγωγής της έρευνας....»
«Εντάξει. Κράτηση σε απομονωμένο δωμάτιο».
Με κοίταξε με τα μάτια μισόκλειστα.
«Αυτό είναι σχόλιο για τον τρόπο λειτουργίας της Διεύθυνσης Εσωτερικού Ελέγχου;»
Κρυώνω και γι΄αυτό τρομάζω ευκολότερα. Τα διεγερτικά δεν μου κάνουν πολλά πράγματα, ή ίσως και να επιδρούν υποσυνείδητα, χωρίς να το καταλαβαίνω.
«Όσο η Διεύθυνσή σου δεν ασχολείται μαζί μου αδιαφορώ για τον τρόπο λειτουργίας του», λέω.
«Η Διεύθυνσή μου ασχολείται με όλους», απαντάει αινιγματικά.
«Εντάξει, καταλαβαίνω πού το πας...»
«Πού το πάω;» καρφώνει τα μάτια του πάνω μου με ανανεωμένο ενδιαφέρον.
«Σε μια ακόμα διάλεξη περί του ότι ο Εσωτερικός Έλεγχος είναι διαδικασία που αφορά όλους, άσχετα με τη θέση τους στην ιεραρχία.... Γνωστά όλα αυτά», κάνω ανυπόμονα.
Το πράγμα έχει παρατραβήξει. Θέλω να σηκωθεί να φύγει από δω μέσα.
«Διακρίνω κάποια εχθρότητα....»
«Απλά έχω δουλειά....»
«Δεν έχεις».
Κάθομαι επιτέλους πίσω από το γραφείο μου, τον κοιτάζω υπηρεσιακά.
«Το ξανάπες αυτό κι απέξω... Με την αίθουσα γεμάτη υφισταμένους. Δεν θέλω να φανώ επιθετικός, αλλά αν ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο θα υποχρεωθώ να κάνω αναφορά....»
«Σε ποιον;»
«Στον διευθυντή μου...»
Γέλασε απότομα. Και σταμάτησε το ίδιο απότομα.
«Ποιον διευθυντή σου; Δεν υπάρχει διευθυντής».
«Αυτό είναι σχόλιο για τον τρόπο λειτουργίας της Υπηρεσίας;» έγειρα μπροστά όσο το έλεγα.
«Όχι, αλλά....»
Τον παρατηρούσα όσο κουμπωνόταν νευρικά. Απομακρύνθηκε από το καλαμάκι του καφέ, μάζεψε τα πόδια του πιο κοντά στην καρέκλα, καθάρισε ασυναίσθητα τον λαιμό του.
«Τέλειωσες τον καφέ σου;» ρώτησα.
«Δεν θέλω να υπάρχουν παρεξηγήσεις μεταξύ μας, ας τα θεωρήσουμε όλα αυτά....»
«Ένα άκαιρο αστείο;» πρότεινα.
«Ακριβώς», έδειξε ανακουφισμένος.
«Όπως θέλεις», έκανα διφορούμενα.
Ταυτόχρονα σηκώθηκα μπας και ξεκουμπιζόταν.
Άδικος κόπος.
«Ίσως κληθείς κι εσύ να καταθέσεις στην υπόθεση του διευθυντή σου», είπε.
«Όποτε θέλετε. Απλά φροντίστε για το εύλογο χρονικό διάστημα της ειδοποίησης».
Πήγα προς την πόρτα.
«Έχεις κάτι να κάνεις;» με ρώτησε.
«Έχουμε συνάντηση Διεύθυνσης και θα ήθελα να προετοιμαστώ λίγο», είπα.
«Εντάξει, να μη σε απασχολώ άλλο....»
Σηκώθηκε.
Με έφτασε στην πόρτα, του άνοιξα, βγήκε.
«Χάρηκα που τα είπαμε», είπε.
«Ναι», μουρμούρισα.
«Και φρόντισε να είσαι προσεκτικός. Στο λέω σαν φίλος», συνέχισε.
Μετά μου γύρισε την πλάτη.
Τι μαλακίες ήταν αυτές πάλι;
Από τότε που σκοτώθηκε ο Α τρία εξάρια, ο επονομαζόμενος και Κτήνος, δεν είχα φίλους. Κι αν είχα δηλαδή, εννοώ αν έκανα προσπάθεια να αποκτήσω φίλους, αυτοί του Εσωτερικού Ελέγχου θα ήταν η τελευταία μου επιλογή. Είναι γνωστό στους πάντες οτι το σιχαμερότερο φίδι είναι αυτό που τρέφεται με τα άλλα Φίδια.
Έκλεισα την πόρτα και σωριάστηκα πάνω της, βρέθηκα ανακούρκουδα με την πλάτη ακουμπισμένη στην πλαστική απομίμηση ξύλου, ταχυπαλμία, εφίδρωση, τρέμουλο και κάτι νυχτερίδες που περνούσαν μπροστά από τα μάτια μου χτυπώντας τις φτερούγες τους, εμποδίζοντάς με να δω. Τι σκατά βάζουν πλέον στα διεγερτικά;
Κάθισα κανονικά στο πάτωμα, ακουμπισμένος ακόμα στην πόρτα, έκλεισα τα μάτια, το σύμπαν στριφογύρισε. Τάση για εμετό.
Τι θέλανε όλοι αυτοί; Χαφιέδες του Εσωτερικού Ελέγχου, σιχαμένοι καριερίστες, μυστήριοι με δερμάτινα μπουφάν και ασημένια δόντια... τι ζητούσαν; Λοιπόν, άκου να σου πω, μπορεί να είμαι ανοιχτός από διακόσιες μεριές, μπορεί οι ενέργειές μου 15 τόσα χρόνια στην Υπηρεσία να μην ήταν όλες σύμφωνες με το γράμμα ή έστω το πνεύμα του νόμου, μπορεί στην προσωπική μου ζωή... Τέλος πάντων, αυτό που θέλω να πω είναι ότι δεν γίνεται να κάνω τίποτα τώρα κι έτσι δεν θα έπρεπε να με προβληματίζει. Κατάλαβες; Ότι έγινε δεν διορθώνεται ή εγώ δεν ξέρω πώς να το διορθώσω, πράγμα που κάνει ακριβώς το ίδιο. Στοιχειοθετήστε κατηγορία ή αφήστε με ήσυχο, βάλτε με στην απομόνωση ή αφήστε με στη μοναξιά μου. Αρκετά πια.
Χολή ανέβηκε από το στομάχι μου, την ένιωσα στο λαρύγγι μου να φουσκώνει σαν παλίρροια σε μολυσμένη θάλασσα. Κατάπια με κόπο, κράτησα τη χολή μέσα μου, δεν είχα καμιά όρεξη να λερώσω το γραφείο. Και να ψάχνω μετά συνεργεία καθαρισμού, δικαιολογίες –άστο καλύτερα. Σηκώθηκα τρεκλίζοντας, δεν κρύωνα πια. Και δεν βρήκα την ευκαιρία να ρωτήσω τον Α127...
«Ώρα», βόγκηξα.
«12:38», απάντησε ο σταθμός εργασίας.
«Σκατά», ψιθύρισα.
Ο σταθμός εργασίας δεν βρήκε κάτι να απαντήσει.
Σουλουπώθηκα όσο καλύτερα μπορούσα αλλά τη καμπαρτίνα ήταν αδύνατο να τη βγάλω. Πέρασα τη μεγάλη αίθουσα έξω από το γραφείο μου και χώθηκα βιαστικά στις κοινόχρηστες τουαλέτες, χρειαζόμουν λίγο κρύο νερό για να συνεφέρω το πρόσωπό μου. Ευτυχώς δεν υπήρχε άλλος εκεί μέσα. Ησυχία ποτισμένη από τη μυρωδιά απολυμαντικού. Σήκωσα τα μάτια στον καθρέφτη. Αν σε κάνα ερημικό δρομάκι έπεφτα πάνω στον τύπο που με κοίταζε από την άλλη πλευρά του καθρέφτη θα τον πυροβολούσα χωρίς δεύτερη σκέψη. Αξύριστος, θολό βλέμμα σίγουρα υπό την επίδραση, άρα επικίνδυνος. Σκότωσέ τον, όλο και κάποιο λόγο θα βρούμε να το δικαιολογήσουμε. Ίσως αν ξυριζόμουν να βοηθούσε κάπως. Ψάχτηκα, βρήκα την ξυριστική μου μηχανή, κοίταξα τριγύρω, ήμουν ακόμα μόνος. Ακούμπησα τη μηχανή στο πιγούνι μου, πάτησα το κουμπί ενεργοποίησης, η μηχανή έβγαλε έναν αναστεναγμό και μετά τίποτα. Την έφερα μπροστά στα μάτια μου, την κοίταξα, ξαναπάτησα το κουμπί. Αφόρτιστη εντελώς. Την ξανάβαλα στην τσέπη. Κάποια στιγμή να θυμηθώ....
Έριξα άφθονο νερό στο πρόσωπό μου, κρύους πίδακες, σπασμένα κρύσταλλα που μαλάκωναν πριν με χαράξουν, κι άλλο, κι άλλο, μέχρι να χάσω την ανάσα μου. Σταμάτησα. Έψαξα πετσέτα να σκουπιστώ, αλλά δεν βρήκα τίποτα. Χαρτί έστω –τίποτα πάλι. Μόνο ένα μηχάνημα ζεστού αέρα υπήρχε, γέλασα ασυναίσθητα στη σκέψη να χώσω τη μούρη μου κάτω από το μηχάνημα ώσπου να στεγνώσει.
Αν ρίξεις νερό στα μούτρα σου και δεν σκουπιστείς μετά, νιώθεις πιο βρώμικος από πριν. Γιατί το νερό ξεραίνεται και κολλάει.
Βλαστήμησα.
«Γαμώ τον κόσμο ολόκληρο», είπα.
Έψαξα στη ζώνη του όπλου μου, ευτυχώς το σήμα ήταν ακόμα εκεί, το τράβηξα, κοίταξα την ώρα, είχα ακόμα ένα τέταρτο. Αυτοσυγκεντρώθηκα, μήπως έπρεπε να το εκμεταλλευτώ και να ρίξω κάποιο χέσιμο; Ο μεταβολισμός μου πήγαινε κατά διαβόλου όταν αύξανα τις ποσότητες φαρμάκων.
Βγήκα από τις τουαλέτες σε χειρότερη κατάσταση απ΄αυτή που ήμουν όταν μπήκα. Επειδή τώρα εκτός από τη φρικτή εμφάνιση είχα και πονοκέφαλο.
Προχώρησα στον διάδρομο με αργά βήματα, κάτι το οποίο θα έπρεπε να αποφεύγει κάθε υπάλληλος της Υπηρεσίας αν δεν θέλει να θεωρηθεί χασομέρης. Οι μόνοι που περπατάνε αργά στους διαδρόμους είναι αυτοί που ελέγχουν χωρίς να ελέγχονται. Γι΄αυτό ίσως όσοι βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στον διάδρομο απέφευγαν να με κοιτάξουν ευθέως. Δεν είχα καμιά διάθεση να φτάσω πρώτος στην Αίθουσα Συνεδριάσεων, καθυστέρησα λοιπόν το βήμα μου ακόμα περισσότερο. Λίγο ακόμα και θα χρειαζόταν να συγκεντρώσεις ολοκληρωτικά την προσοχή σου πάνω μου για να καταλάβεις οτι κινούμαι. Ένιωθα (επειδή δεν είχα καμιά διάθεση να σπάσω τον αργό ρυθμό στριφογυρίζοντας το κεφάλι μου) ότι ο κόσμος στον διάδρομο με κοίταζε πιο προσεκτικά τώρα.
«Κάτι θα΄παθε».
«Οργανικό λες;»
«Δεν ξέρω».
«Δεν θέλω να μπλέξω».
«Προχώρα τότε».
Άρχισα ν΄ακούω από τα πλάγια του διαδρόμου όπου ο κόσμος στριμωχνόταν κάνοντάς μου χώρο να περάσω.
«Ώρα», βόγκηξα.
Κανένας δεν απάντησε.
«Ώρα», είπα πιο δυνατά.
«12:53», ακούστηκε μια φωνή.
Σταμάτησα. Κοίταξα γύρω μου. Μάτια με απέφυγαν, κεφάλια έσκυψαν.
Η αίθουσα Συνεδριάσεων ήταν στην ακριβώς αντίθετη μεριά του διαδρόμου.
Έκανα μεταβολή και τάχυνα το βήμα μου. Είχα σκοπό να είμαι μέσα, όχι αργότερα από τις 12:55. Τάχυνα το βήμα μου. Σχεδόν έτρεξα στην αρχή και μετά έτρεξα. Κανονικά δηλαδή, σπρίνταρα παρασέρνοντας κάποιους αναποφάσιστους.
«Πρόσεχε ρε ηλίθιε».
Αυτός θα πρέπει να ήταν Α.
Έφτασα στην πόρτα της Αίθουσας Συνεδριάσεων, άνοιξα απότομα, μπήκα. Άνθρωποι γυρόφερναν, πολλοί Α, όχι μόνο της δικής Διεύθυνσης. Κοίταξα καλύτερα –κανένας Β ή παρακάτω. Κοίταξα προσεκτικά –κανένας Α διψήφιος επίσης.
«Έχεις τα χάλια σου», σφύριξε δίπλα στο αυτί μου η Α326.
«Ναι», είπα αδιάφορα.
«Δεν είναι καλή μέρα η σημερινή για να κυκλοφορείς σε τέτοια χάλια», συνέχισε εκείνη.
Την είδα. Κοντή, αδύνατη, νευρώδης, νευρωτική.
«Αν το ήξερα θα φρόντιζα να έρθω ντυμένος τιρμπουσόν», απάντησα δείχνοντας την ελικοειδή μυτερή γραβάτα από συνθετικό δέρμα που μοστράριζε ο Α341 απέναντί μας.
Η Α326 ακολούθησε το βλέμμα μου κι έκανε μια φιλότιμη προσπάθεια να γελάσει.
Υπήρχε αγωνία μέσα στην αίθουσα, ιδρώτας, εκνευρισμός, πρόθυρα κατάρρευσης, ένταση που έβγαινε σαν τον ιδρώτα από τους πόρους των σωμάτων, μόνο που μύριζε πολύ χειρότερα.
«Τέλος πάντων, τι μας θέλουν όλους εδώ πέρα;» ρώτησα.
Ο Α341 μάς κούνησε το χέρι δήθεν φιλικά κι εξαφανίστηκε σε μια παρέα σκυμμένων ψιθυριστών.
«Θα παρουσιαστούν οι καινούργιοι Α διψήφιοι», είπε η Α326.
«Σπουδαία υπόθεση», σχολίασα βαριεστημένα.
Η Α326 με κοίταξε έκπληκτη.
«Δεν ξέρεις από ποιους θα παρουσιαστούν οι καινούργιοι Α διψήφιοι, έτσι;» ρώτησε.
Ανασήκωσα τους ώμους, αν και κάτι δεν πήγαινε συνηθισμένα εδώ μέσα. Εννοώ, εκτός από την υπερβολική ένταση που βρώμαγε στον χώρο. Κάτι άλλο, κάποιοι άλλοι... Κυκλοφορούσαν ανάμεσά μας αόρατοι, περισσότερο ένιωθες τον αέρα τους στο πρόσωπό σου παρά τους έβλεπες, όμως ακόμα κι έτσι... Ήταν μέσα στην αίθουσα, ήμουν σίγουρος.
«Οι καινούργιοι Α διψήφιοι θα παρουσιαστούν από τους Γενικούς. Ακούγεται οτι θα έρθουν τρεις μονοψήφιοι Α, ανάμεσά τους και ο Α2», εξήγησε η Α326.
Έκανα την ηθελημένα ηλίθια ερώτηση.
«Όταν λες οτι θα έρθουν, εννοείς ολογραφικά;»
Με κοίταξε με χαμόγελο επιείκειας, επειδή η Α326 δεν διέθετε και πολύ χιούμορ. Μετά στράφηκε στα δεξιά μας, κοίταξα κι εγώ και πρόλαβα να δω την άκρη της μαύρης αδιάβροχης καμπαρτίνας ενός Ειδικού Συνεργάτη, ανατρίχιασα. Όπου εμφανίζονται Ειδικοί Συνεργάτες να περιμένεις σύντομα τους μονοψήφιους Α. Ασυναίσθητα κούμπωσα τη δική μου καμπαρτίνα.
«Θα μιλήσει κι ο Πρόεδρος Οδυσσέας Ωμέγα», είπε η Α326.
Σκέφτηκα για μια στιγμή να αναφέρω το παλιότερο όνομα του Προέδρου αλλά με τον χαφιεδισμό που εμφιλοχωρούσε μεταξύ των συναδέλφων μου και τα αυτιά των Ειδικών Συνεργατών τριγύρω μας, η αναφορά του παλιότερου ονόματος του Προέδρου θα ήταν πιο επικίνδυνη πράξη από το να χαστουκίσεις τον επικεφαλής μιας ομάδας Σεκιούριτι ενώ η ομάδα του ολόκληρη σε σημαδεύει από δίπλα. Ανατρίχιασα.
Και τότε έσβησαν τα φώτα.
Έσκυψα στην Α326.
«Ο Α365 δεν είναι εδώ;» ρώτησα.
«Πας γυρεύοντας ή είσαι απλώς ηλίθιος;» σφύριξε εκείνη και βιάστηκε να φύγει από δίπλα μου.
Η εξέλιξη αυτή με βόλεψε, θα ήθελα όμως να μάθω περισσότερα πράγματα –τι εννοούσε για τον Α365 δηλαδή; Σίγουρα δεν ήταν μέσα στην Αίθουσα πάντως.
Ακούστηκε ο ήχος σαν σκίσιμο χαρτιού που σήμαινε οτι οι συσκευές ηχοχρωμάτων έμπαιναν σε λειτουργία, κατέβασα βιαστικά το κεφάλι, για λόγους προστασίας.
«Συνάδελφοι», εξερράγη στ΄αριστερά μου η πανηγυρική φωνή του Προέδρου Οδυσσέα Ωμέγα, «συνάδελφοι και συνεργάτες».
Κράτησα το κεφάλι χαμηλωμένο, υπολόγιζα ότι το ολογράφημα του Προέδρου θα εμφανιζόταν πρισματικά τώρα στην αρχή.
«Είμαι μαζί σας για να σας συγχαρώ», συνέχισε ο Πρόεδρος. «Να σας συγχαρώ για την αυταπάρνηση και την αυτοθυσία που δείχνετε στην εκπλήρωση των καθηκόντών σας και να σας υπενθυμίσω οτι η χώρα μας έχει την ανάγκη σας. Έχει την ανάγκη σας για να ξαναγίνει μεγάλη».
Ο Πρόεδρος υλοποιήθηκε ακριβώς μπροστά μου κουνώντας τα μακριά χέρια του, φορούσε μπλε σκούρο κοστούμι με κονκάρδα στο πέτο, μάλλον με τη φίρμα του χορηγού. Είχε αυτή τη σπαστική συνήθεια να ξεκινάει την κάθε καινούργια φράση του με τις τελευταίες λέξεις της προηγούμενης.
«Να ξαναγίνει μεγάλη, όπως τα χρόνια των ηρωικών ποντοπόρων προγόνων μας. Γιατί κι εσείς είσαστε οι σύγχρονοι ποντοπόροι στον ωκεανό της ανομίας. Αυτόν τον ωκεανό καλείστε να διασχίσετε για μια ακόμα φορά, καινούργιοι Αργοναύτες στην αναζήτηση του Χρυσόμαλλου Δέρατος. Του Δέρατος που κάποιοι εχθροί της κοινωνίας στέρησαν από το κράτος κι εσείς πρέπει να το φέρετε πίσω. Εσείς κι εγώ μαζί σας. Σε μια νέα Αργοναυτική εκστρατεία μόνο που επικεφαλής δεν θα είναι πλέον ο Ιάσονας, θα είναι ο Οδυσσέας», ο Πρόεδρος σήκωσε τα χέρια πάνω από το κεφάλι του καθώς οι συνάδελφοί μου ζητωκραύγαζαν και χαχάνιζαν.
Η ανάγκη του Προέδρου να υπερασπιστεί το καινούργιο, παντοτινό του, όνομα τον οδηγούσε στη χρησιμοποίηση κρύων αστείων. Κι ένας Πρόεδρος που χρησιμοποιεί κρύα αστεία είναι ένας Πρόεδρος που παγώνει τη σχέση μου με τον λαό –νάτο, το είπα. Θα μπορούσα να γίνω ακόμα πιο σαχλαμάρας, αλλά με περιόρισε η συγκεκριμένη ατάκα του Προέδρου.
Ο οποίος ετοιμαζόταν να γίνει πυροτέχνημα, δηλαδή η προβολή του ολογράμματός του σε λίγο θα έσβηνε μέσα σε φαντασμαγορία, τα περισσότερα κεφάλια κοίταξαν το πάτωμα. Και τότε εγώ είδα τις γυαλιστερές αρβύλες τους, εφάρμοζαν στα πόδια τους σαν κάλτσες, όχι όπως οι δικές μας οι χοντροκομμένες που ψάχνανε ευκαιρία σε κάθε μας στραβοπάτημα να γδάρουν τις πατούσες και να κακοφορμίσουν τα δάχτυλα των ποδιών. Γυαλιστερές αρβύλες με πλαστικά κορδόνια (χρησιμοποιούνταν και σαν βρόγχοι σε καταστάσεις ανάγκης) στήθηκαν μπροστά μου ακίνητες.
Και ακόμα πιο μπροστά, στον κενό χώρο που δημιούργησαν οι Ειδικοί Συνεργάτες εμφανίστηκαν εκείνοι.
Τρεις.
Καμιά δεκαετία μεγαλύτεροί μου, τόσο τους υπολόγιζα, αλλά οι κλινικές ανανέωσης είχαν κάνει καλά τη δουλειά τους, οι τρεις Α μονοψήφιοι έμοιαζαν με αγάλματα, ανέγγιχτα από τον χρόνο. Επόπτευσαν τον χώρο με τα εκπαιδευμένα βλέμματα των Γενικών Διευθυντών, τα βλέμματα που έμοιαζε να ψάχνουν υπεύθυνους καταλογισμών, τα βλέμματα που προσευχόσουν να μη σταματήσουν πάνω σου. Έτσι μας κοίταζαν οι τρεις τους.
Ένας Ειδικός Συνεργάτης γύρισε να δει που είχε σκαλώσει το βλέμμα του μονοψήφιου Α, κοίταξα κι εγώ μαζί του αλλά δεν μπόρεσα να διακρίνω. Γύρισα λοιπόν πάλι να δω εκείνους, 15 χρόνια ήταν η πρώτη φορά που τους είχα τόσο κοντά.
«Είμαστε ενήμεροι περί της ανομίας που επικρατούσε στην Υπηρεσία. Έχουμε ήδη εντοπίσει τους επίορκους συναδέλφους. Δεν πρόκειται να δείξουμε κανέναν οίκτο στην διαδικασία της κάθαρσης της Υπηρεσίας», είπε ο ένας από αυτούς.
Μιλούσε σιγά, οι φλέβες στον λαιμό του ούτε καν φούσκωναν, όμως ακουγόταν παντού. Μικρόφωνο –κουμπί που εξέπεμπε από τα ηχεία της Αίθουσας.
«Αλλά αυτό είναι δουλειά της Γενικής Διεύθυνσης Εσωτερικού Ελέγχου. Δική μας δουλειά δηλαδή», παρατήρησε ο διπλανός τού άντρα που μιλούσε μέχρι τώρα. Αυτός λοιπόν ήταν ο καινούργιος Α2.
Κοντοκουρεμένος, με χάλκινο δέρμα και γαμψή μύτη, μάλλον οι πλαστικές στο πρόσωπό του βασίστηκαν σε κάποια παλιά αγάλματα της δικαιοσύνης.
«Σαφώς αγαπητέ μου», απάντησε ο πρώτος άντρας. «Και κάτι ακόμα που μου θύμισε η παρέμβασή σας –αμέλησα να κάνω τις απαραίτητες συστάσεις...» έσκυψε το κεφάλι σε μια θεατρική κίνηση ενδοσκόπησης, «φταίει το οτι είμαι ακόμα εξοργισμένος με την κατάσταση που παραλάβαμε εδώ πέρα...» σήκωσε ξανά το κεφάλι του, έδειξε δεξιά του, «αυτός, όπως καταλάβατε συνάδελφοι είναι ο Α2, εδώ...» έδειξε αριστερά του, «είναι ο Α3 κι εγώ είμαι προφανώς ο Α7».
Προφανώς.
«Κι αν ο αγαπητός μου φίλος νιώθει δίκαια εξοργισμένος εφόσον στη δική του Διεύθυνση παρουσιάστηκαν τα περισσότερα κρούσματα, δεν θα πρέπει να μονοπωλήσουμε τη σημερινή μας κουβέντα με το θέμα της τιμωρίας των ενόχων», παρενέβη ο Α3. «Δεν είναι αυτός ο λόγος που σας καλέσαμε εδώ, σήμερα».
Οι Ειδικοί Συνεργάτες μας έσπρωξαν πιο πίσω κι αυτό το έκαναν τόσο βίαια που δεν χρειάστηκε να μας αγγίξουν. Για μια στιγμή χάσαμε την οπτική μας επαφή με τους μονοψήφιους Α επειδή μπήκαν στην Αίθουσα οι διψήφιοι. Μπήκαν και στάθηκαν σε συγκεκριμένες θέσεις, κοίταξαν πίσω τους όσο εμείς προσπαθούσαμε να τακτοποιηθούμε ανάλογα με τη Διεύθυνση. Μας έδωσαν δυο –τρία λεπτά και μετά ξανακινήθηκαν αναγνωρίζοντας ίσως ο καθένας κάποιους από τους υφισταμένους του (ή όλους, ποιος ξέρει;)
Κοίταξα αυτόν που στάθηκε μπροστά στους τριψήφιους Α της Διεύθυνσής μου. Μικρός σε ηλικία, μικρότερος από μένα σίγουρα, αυθάδης, κοίταζε προς το μέρος μας συνοφρυωμένος λες και του χρωστάγαμε χρήματα ή κάτι τέτοιο. Δεν θυμόμουν να τον έχω ξαναδεί, δεν ήταν προηγουμένως τριψήφιος Α στα σίγουρα, ή τουλάχιστον δεν υπηρέτησε σε καμιά από τις Διευθύνσεις της Υπηρεσίας με τις οποίες είχα εγώ επαφή.
Και τότε το βλέμμα του συναντήθηκε με το δικό μου.
Βιάστηκα να κοιτάξω αλλού όμως δεν πρόλαβα. Μου έκανε ένα νόημα, στριφογυρίζοντας τον δείκτη του μπροστά από τα χείλη, δείχνοντάς μου οτι θα τα πούμε αργότερα.
Σήκωσα απορημένος τους ώμους, εκείνος χαμογέλασε και μου γύρισε την πλάτη.
Οι μονοψήφιοι Α κουβέντιαζαν μεταξύ τους χαμηλόφωνα όσο περίμεναν να τακτοποιηθούν τα πράγματα.
«Αργείτε;» φώναξε ξαφνικά ένας από αυτούς.
Μείναμε όλοι ακίνητοι στις θέσεις μας, κάποιοι μάλιστα θα πρέπει να κράτησαν και την αναπνοή τους.
«Στην Αίθουσα, όπως καταλάβατε υπάρχουν οι προϊστάμενοι και οι διευθυντές των Γενικών Διευθύνσεων 3 και 7», είπε ο Α2. «Κι αυτό επειδή η αποστολή που θα ανατεθεί στις συγκεκριμένες Γενικές Διευθύνσεις είναι υψίστης σημασίας και απαιτεί αγαστή συνεργασία...»
Έπνιξα ένα χασμουρητό που πετάχτηκε από το πουθενά και με κοψοχόλιασε.
«Κι επειδή κανένας μας δεν συμπαθεί τα πολλά λόγια...», ο Α2 έκανε μια μικρή υπόκλιση δίνοντας τον λόγο στον Α3.
«Πρόκειται για μια σοβαρή καταγγελία φορολογικών ατασθαλιών που έφτασε στην Υπηρεσία μας. Η καταγγελία αφορά την Διηπειρωτική Α.Ε....» ο Α3 σταμάτησε περιμένοντας να μυριστεί το ξάφνιασμά μας.
Παραμείναμε ακίνητοι δείχνοντας απαθείς.
«Η καταγγελία έγινε απευθείας στον Πρόεδρο, η πηγή της, φυσικά, θα παραμείνει ανώνυμη. Ο Πρόεδρος διέταξε την άμεση εμπλοκή μας, ήδη νομοθετούνται οι σχετικές διατάξεις προκειμένου να αποκτήσουμε ευχέρεια κινήσεων. Σε πρώτη φάση θεωρήθηκε απαραίτητο να απομονωθούν όσοι προϊστάμενοι Τμημάτων ή Διευθύνσεων υπήρχαν υπόνοιες οτι χρηματίζονταν από την συγκεκριμένη εταιρεία...»
Κατέβασα ξανά το κεφάλι, εκεί μέσα κουδούνιζε επώδυνα ένα ξεχαρβαλωμένο ξυπνητήρι, τελικά η πρώτη μου επαφή με τους μονοψήφιους Α ήταν σκέτη απογοήτευση. Πολλά λόγια για προφανή θέματα, οι μονοψήφιοι Α γινόντουσαν όλο και περισσότερο πολιτικοί σε βάρος της υπηρεσιακής τους υπόστασης.
Ο Πρόεδρος άλλαξε χορηγία, λογικό ήταν λοιπόν ο μέχρι σήμερα χορηγός να απομακρυνθεί. Βέβαια η κατηγορία ήταν κάπως ασυνήθιστη για εταιρεία τέτοιου μεγέθους, αλλά έφταιγε, υποθέτω, ο εταιρικός πόλεμος που μαινόταν παγκοσμίως. Ο καινούργιος χορηγός του Προέδρου ήθελε να προξενήσει πλήγμα στον προηγούμενο χορηγό, εντάξει.
«Θα ενεργήσετε κάτω από τις οδηγίες των καινούργιων Διευθυντών σας και είμαι σίγουρος οτι θα είσαστε αποτελεσματικοί, δεν χρειάζεται λοιπόν να σας ευχηθώ καλή τύχη»,έκλεισε την ομιλία του ο Α3.
Αποτελεσματικοί, βέβαια. Ή που θα φέρναμε αποτελέσματα ή που θα κατηγορούμασταν για συνένοχοι –όταν αλλάζει η χορηγός εταιρεία απαιτούνται πολλά κομμένα κεφάλια να καρφωθούν στα ακόντια που θα διακοσμήσουν τις λεωφόρους των καινούργιων θριαμβευτών. Το μεγαλείο του νικητή σχετίζεται απόλυτα με την κτηνωδία που ασκείται στον ηττημένο. Κι όταν οι αντίπαλοι είναι εταιρείες οι απώλειες επεκτείνονται στον χώρο σα βιοδυναμική μόλυνση. Ή κάτι τέτοιο.
Ένας Ειδικός Συνεργάτης με έσπρωξε απότομα, χτύπησα στον κοντινότερο τοίχο, δεν γύρισε καν να με κοιτάξει φεύγοντας. Οι μονοψήφιοι Α είχαν ήδη αποχωρήσει, μείναμε μόνοι με τους Διευθυντές μας.
Υπήρχε ένα θέμα, όλοι το ξέραμε, ή σχεδόν όλοι –όσοι είχαν λίγο μυαλό στο κεφάλι τους τέλος πάντων. Μια φορολογική επιδρομή σε Α.Ε. ήταν περίπλοκη επιχείρηση, επειδή έπρεπε να συνεργαστούν εταιρικά στρατιωτικά τμήματα (του εμπορικού αντιπάλου) με δημόσιους υπάλληλους οι οποίοι αναλάμβαναν να ενεργήσουν με διακριτικότητα ναρκοσυλλέκτη. Δεν ξέρω αν το έχεις ακούσει αυτό, όμως υπάρχουν πολλών ειδών νάρκες πλέον. Και πολλών ειδών ναρκοσυλλέκτες, ο καθένας για διαφορετικό είδος νάρκης. Το χειρότερο είναι να πέσεις σε νάρκη που δεν ξέρεις πως να αφοπλίσεις, αν είσαι ναρκοσυλλέκτης. Ή σε οικονομική ατασθαλία που δεν θα έπρεπε ν’ανακαλύψεις, αν είσαι υπάλληλος στη Φορολογική Δικαιοσύνη. Κι όπως οι νάρκες, έτσι και οι οικονομικές ατασθαλίες δεν έχουν κανένα ταμπελάκι κρεμασμένο πάνω τους που να γράφει: «κοντά τα χέρια, αν δε θες να βρεθείς χωρίς χέρια». Αυτό ήταν το όλο θέμα.
Νόμιζα. Τουλάχιστον μέχρι να φτάσω στην πόρτα της Αίθουσας, εκεί με πρόλαβε ο καινούργιος Α77, εκείνος ο εξυπνάκιας πιτσιρικάς που σου΄λεγα προηγουμένως.
«Για που το’βαλες τρία εφτάρια; Πριν δυο λεπτά σου έκανα νόημα οτι σε θέλω –τόσο γρήγορα ξεχνάς;» μου χαμογέλασε.
«Φταίει η ηλικία», μουρμούρισα.
«Βλακείες, όταν δίνω μια διαταγή θα πρέπει να εκτελείται», ψιθύρισε ο Α77.
Δεν είχα τίποτα να αντιτείνω σ΄αυτό.
«Πάμε μια βόλτα, να πούμε μερικά πραγματάκια», είπε βαδίζοντας γρήγορα και αναγκάζοντάς με να τον ακολουθώ σαν κουτσό σκυλί.
Περάσαμε τον διάδρομο πιο γρήγορα από κάθε άλλη φορά, φτάσαμε στην κεντρική είσοδο της Υπηρεσίας.
Κοντοστάθηκα.
Και μετά αναγκάστηκα να τρέξω για να τον προλάβω επειδή ο Α77 βγήκε φουριόζος από το κτίριο. Τον έφτασα στο τρίτο σκαλοπάτι, πάλευα ταυτόχρονα να κουμπωθώ, εδώ έξω το κρύο βελόνιζε.
«Φταίει όντως η ηλικία», κούνησε λυπημένα το κεφάλι ο Α77 κοιτάζοντάς με. «Λυπάμαι που σε έφερα εδώ έξω, αλλά ήθελα να είμαι σίγουρος οτι η κουβέντα μας δεν θα καταγραφεί από αδιάκριτους...»
Κοίταξα γύρω μου, ήταν γνωστό στους πάντες οτι τα αγάλματα στις δυο πλευρές των σκαλοπατιών είχαν μικροκάμερες καταγραφής εικόνας-ήχου.
«Όπως νομίζετε», συμπέρανα.
«Διαφωνείς;» με ρώτησε.
«Έχει σημασία;» απόρησα.
«Εγώ ρωτάω, εσύ απαντάς –ποτέ το ανάποδο», μου υπενθύμισε σκληρά.
«Κατάλαβα», είπα.
«Λοιπόν;» περίμενε.
«Λοιπόν είναι γνωστό οτι εδώ έχει μικροκάμερες, αυτό σκέφτηκα...» είπα εγώ.
Με κοίταξε απορημένος. Για αρκετή ώρα, αρκετή ώστε να γίνει ενοχλητικός.
«Άλφα τρία εφτάρια δεν σε λένε οι συνάδελφοί σου;» ρώτησε στο τέλος.
«Ναι», είπα.
«Άλφα τρία εφτάρια είσαι ηλίθιος», αποφάνθηκε.
Περίμενα να δω που θα το πάει.
«Όλοι ξέρουν οτι οι εγγραφές από τις μικροκάμερες των αγαλμάτων ελέγχονται μόνο από τους φρουρούς της εισόδου για περίπτωση εξωτερικού εισβολέα και μετά το περιεχόμενό τους διαγράφονται. Άρα, δε νομίζεις οτι εδώ πέρα είμαστε ασφαλείς;» με ρώτησε.
«Όπως νομίζετε», σήκωσα τους ώμους.
Με κοίταξε ακόμα πιο έντονα.
«Τελικά είσαι ηλίθιος ή προσπαθείς να μπλέκεσαι όσο λιγότερο γίνεται;»
«Μπα, είμαι απλώς ηλίθιος», τον διαβεβαίωσα.
«Το λεω αυτό γιατί ένας ηλίθιος θα υποστήριζε οτι οι μικροκάμερες των αγαλμάτων καταγράφουν και τους δημόσιους υπάλληλους, αλλά κάποιος που προσπαθεί να περάσει απαρατήρητος θα αρνιόταν ότι γνωρίζει πως οι συγκεκριμένες μικροκάμερες καταγράφουν κυρίως τους δημόσιους υπαλλήλους... Τι από τα δύο είσαι τρία εφτάρια;»
«Ηλίθιος», του ξανάπα.
«Σωστά», μουρμούρισε. «Βλέπεις, κυκλοφορούν ώρες-ώρες κάτι απόψεις οτι δήθεν η Υπηρεσία έχει καταληφθεί από υπερβολική εσωστρέφεια, αλλά όλοι ξέρουμε...»
«Ναι», είπα.
«Όπως και να’χει, εδώ μπορούμε να μιλήσουμε ήσυχα. Ξέρεις βέβαια οτι η Υπηρεσία έχει γεμίσει με επίορκους...»
«Ξέρω», είπα.
«Από πού το ξέρεις;» ρώτησε όλο ενδιαφέρον.
«Το άκουσα μέσα στην Αίθουσα», του θύμισα.
Χαμογέλασε.
«Κι εκκρεμεί ακόμα αυτή η αναφορά σου από την προηγούμενη αποτυχημένη επιχείρηση...» μου θύμισε.
Κοίταξα ασυναίσθητα τα στρουμπουλά αγάλματα, τώρα η αποτυχία μου είχε καταγραφεί σε διαδιευθυνσιακό επίπεδο.
«Σας έστειλα ήδη την αναφορά μου», ψιθύρισα.
«Εμένα;» αναρωτήθηκε.
«Μετά που μιλήσαμε...» του θύμισα.
«Μιλήσαμε εμείς οι δύο;» απόρησε. «Πότε;»
«Πριν 30 ώρες περίπου...»
«Πριν 30 ώρες ήμουν εκτός χώρας, μόλις πριν 5 ώρες επέστρεψα εσπευσμένα επειδή με ενημέρωσαν οτι αναλαμβάνω καθήκοντα Διευθυντή», μου εξήγησε.
Όσο μιλούσε κοίταζα αφηρημένα τα πράσινα μάτια του, πήγαινα στοίχημα οτι δεν φορούσε χρωματιστούς φακούς και δεν είχε κάνει καμιά διορθωτική επέμβαση εκεί πέρα, τα μάτια του ήταν φυσικά πράσινα. Όπως τα μάτια των φιδιών. Κόντεψα να βάλω τα γέλια –λες να τον επέλεξαν για Διευθυντή λόγω χρώματος ματιών; Ένα φίδι για τα Φίδια, χαμογέλασα.
«Υπάρχει κάποιο αστείο που δεν αντιλαμβάνομαι;» με ρώτησε.
«Όχι, απλώς τουρτούρισα», του απάντησα.
Στράβωσε το στόμα του κάπως αηδιασμένος.
«Λοιπόν, τι εννοείς λέγοντας ότι μιλήσαμε οι δυο μας;» ρώτησε.
«Λάθος μου», είπα. «Παρανόησα. Δεν είμαι σε καλή κατάσταση τελευταία, δεν κοιμάμαι καλά...»
«Και γιατί θα έπρεπε να με νοιάζει;» ρώτησε νευριασμένα.
Δε μίλησα. Φαίνεται οτι οι καινούργιοι Διευθυντές θα ήταν χειρότεροι από τους παλιούς, απρόβλεπτοι χαρακτήρες, ο καλός και ο κακός μπάτσος σε κοινή συσκευασία.
«Δεν θα ασχοληθώ με το πρόστιμο που θα σου επιβληθεί, δεν είναι αυτή η δουλειά μου...» είπε γυρίζοντάς μου την πλάτη για μια ακόμα φορά. «Απλώς ήθελα να σε ενημερώσω οτι θα είσαι ο επικεφαλής της επιδρομής στα κεντρικά γραφεία της Διηπειρωτικής Α.Ε. Οι υπόλοιποι τριψήφιοι θα αναφέρουν αποκλειστικά σ΄εσένα κι εσύ θα αναφέρεις στα κεντρικά, με κατάλαβες;»
Κούνησα το κεφάλι.
«Λεπτομέρειες σχετικά με την αποστολή σου θα βρεις στον σταθμό εργασίας σου, αυτό όμως που θεωρείται άκρως απόρρητο, πέραν του ότι εσύ θα είσαι ο επικεφαλής, είναι η χρονική στιγμή της επιδρομής».
Σταύρωσα τα χέρια στο στήθος περιμένοντας.
«Σε 12 ώρες από τώρα, πέρασέ το στο σήμα σου», μου ζήτησε.
Έβγαλα το σήμα,το ενεργοποίησα ενώ εκείνος με πλησίαζε από το πλάι. Όταν γύρισα το ρολόι στις 12 ώρες, ακούμπησε τον ώμο του στον δικό μου και με πίεσε αναγκάζοντάς με να συνεχίσω τη ρύθμιση. 13 ώρες. Συνέχισε να πιέζει. 14 ώρες. Απομακρύνθηκε από το πλάι μου.
Ήταν κάπως περίεργο, επειδή οι επιτυχημένες επιδρομές γίνονται συνήθως πριν την ώρα αναγγελίας τους και όχι δυο ώρες μετά. Αλλά δεν με ενδιέφερε ιδιαίτερα –αν κάποιοι ήθελαν μια ακόμα αποτυχημένη επιδρομή... Η συνειδητοποίηση του προφανούς με χτύπησε στα νεφρά σαν ληγμένο αλλαντικό, μια ακόμα αποτυχημένη επιδρομή που θα μού χρεωνόταν. Ήμουν ήδη σε πρόστιμο, την επόμενη φορά θα βρισκόμουν στα πρόθυρα της απόλυσης. Γι΄αυτό λοιπόν...
Έτρεξα πίσω από τον προϊστάμενό μου ο οποίος είχε ήδη πατήσει το κουμπί του ασανσέρ. Τον άρπαξα από το μπράτσο την ώρα που άνοιγαν οι πόρτες.
«Η αποστολή είναι καταδικασμένη, βάζοντάς με υπεύθυνο με στήνεις πολύ άσχημα», του σφύριξα.
Γύρισε χωρίς να εκπλαγεί, έπρεπε να του αναγνωρίσω οτι ήταν αρκετά έξυπνος.
«Θεωρείς οτι σε συμφέρει να μου αποδείξεις πώς δεν είσαι ηλίθιος τελικά;» μου χαμογέλασε.
«Δεν πάω σε στημένη αποστολή, δεν πρόκειται να με πετάξετε τόσο εύκολα από την Υπηρεσία», του φώναξα.
Μπήκε στο ασανσέρ σέρνοντάς με μαζί του.
«Ας προσποιηθούμε οτι τίποτα απ΄αυτά δεν συνέβη, για το δικό σου καλό κυρίως...» είπε.
Οδήγησε πάλι το ασανσέρ στο ισόγειο κι εκεί με πέταξε έξω. Ήταν ένας ξεροκέφαλος πιτσιρικάς ή ίσως και να ήταν απλώς μαλάκας –βλέπεις, οι έμπειροι Διευθυντές γνωρίζουν οτι δεν πρέπει να φτάνουν τους υπαλλήλους στα όριά τους, ειδικά όσους οπλοφορούν.
Ένιωσα ξαφνικά πολύ κουρασμένος, ίσως και ηττημένος. Έσυρα τα πόδια μου μακριά από το ασανσέρ και τότε ακριβώς είδα την τυρμπουσόν γραβάτα του Α341 να τραντάζεται κρεμασμένη στο δεξί του χέρι. Ακολούθησα το χέρι του με το βλέμμα κι έτσι τον είδα να πιέζει το κεφάλι του σ’έναν ηλεκτρονικό πίνακα που αναβόσβηνε αλλάζοντας συνεχώς στοιχεία.
Τον πλησίασα καθαρά από περιέργεια. Ίσως και γιατί χρειαζόμουν κάποιον να ξεφορτώσω πάνω του τις ταπεινώσεις της προηγούμενης ώρας.
«Τι έπαθες;» ρώτησα.
Ο Α341 γύρισε αργά, τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα που δε νοιάστηκε καν να κρύψει.
«Μας πάνε για σφαγή», ψέλλισε.
Δεν καταλάβαινα τίποτα.
«Η αποστολή είναι στημένη», κλαψούρισε εκείνος.
«Εντάξει, εννοείς οτι πάμε για σίγουρο φιάσκο....» ξεκίνησα να λεω.
«Πιο φιάσκο; Εδώ θα μας κάνουν κομμάτια οι φρουροί της Διηπειρωτικής ρε φίλε», κλαψούρισε ο Α341
«Τι δουλειά έχουμε με τους φρουρούς; Αυτούς δεν θα τους αναλάβει...»
Με κοίταξε ειρωνικά.
«Ποιος;» ρώτησε προσπαθώντας να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του.
Κοίταξα τον ηλεκτρονικό πίνακα πίσω του. Και το αίμα μου πάγωσε.
Επειδή από εκεί πέρναγαν οι αριθμοί μας κάτω από την επιγραφή, ΟΜΑΔΕΣ ΚΡΟΥΣΗΣ. Όχι Ομάδες ελέγχου, ούτε Ομάδες Εκκαθάρισης, Υποστήριξης έστω... Ομάδες Κρούσης. Κι από κάτω τα ονόματα Δημόσιων Υπαλλήλων που θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν τους πάνοπλους φρουρούς των κεντρικών γραφείων της Διηπειρωτικής. Ο Α341 είχε αντιδράσει υπερβολικά αλλά είχε δίκιο.
Ήμασταν όλοι μας νεκροί υπό προθεσμία. Ένιωθα αρκετά ήρεμος όσο απομακρυνόμουν πηγαίνοντας για το γραφείο μου.
Επειδή ήμουν σίγουρος οτι αυτό το φιάσκο θα μου στοίχιζε λιγότερο από κάθε προηγούμενο.

26 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

bernardina είπε...

Κοίτα που στο τέλος θα με κάνει να το συμπαθήσω το βρωμόφιδο...
Τι πουστιά του σκηνοθέτη είν' αυτή! (ή μάλλον του σεναριογράφου στην προκειμένη περίπτωση)

The Motorcycle boy είπε...

Άμα δεν τον συμπαθήσεις πώς θα σοκαριστείς μετά όταν καταλάβεις οτι είναι μουνόπανο και πώς θα λυπηθείς όταν με το καλό θα ψοφήσει;

Υ.Γ.: Δεν είναι πουστιά του σεναριογράφου -απλώς, όλοι οι ΦΙλικοί Δημόσιοι Υπάλληλοι είναι συμπαθητικοί. Σωστά;

bernardina είπε...

Σωστά, Διαμαντή μου, σωστά ;-)

Ωστόσο αυτός δεν μου φαίνεται ιδιαίτερα φιλικός. Αν ήταν, θα φαινόταν απλώς γλοιώδης...

Παρακάτω:
1) έχω αντιληφθεί ήδη ότι είναι μέγα μουνόπανο. Απλώς κάποια μουνόπανα έχουν τον τρόπο να γίνονται συμπαθή. Ίσως επειδή υπάρχουν άλλα χειρότερα. Ίσως επειδή με κάποια από αυτά θα μπορούσες ακομα και να ταυτιστείς ;-)

2) Δεν πρόκειται να λυπηθώ άμα με το καλό ψοφήσει. Ένα συμπαθητικό μουνόπανο λιγότερο, χεχε. Απλώς θα μου λείψει... (για λίγο).

3)Το γονατάκι του πώς πάει; Πονάει ακόμα; Για να ξέρω να χαρώ.

4) Δεν έχει.

Υγ. Απορία (και πολύ προχώου) Όλοι αυτοί ήταν ονόματα πριν γίνουν αριθμοί;..

The Motorcycle boy είπε...

Πολύ μου αρέσει να βλέπω πώς περνάει ο χαρακτήρας παραέξω, μπας και τον καταλάβω κι εγώ δηλαδή, επειδή (μη νομίζεις) ότι ακούω -γράφω.

Λοιπόν, να σου αποκαλύψω και ένα κομμάτι από τις φοβερές σημειώσεις που αναγκάστηκα να κρατήσω -όλοι έχουν ονόματα, κανονικά και με το νόμο που λέμε. Αλλά, αν δεν είσαι πλούσιος και διάσημος το όνομα σε χαντακώνει, επειδή χρησιμοποιώντας το δεν μπορείς να δηλώσεις την ταυτότητά σου (τι δουλειά κάνεις, σε ποιο κοινωνικό επίπεδο βρίσκεσαι κ.λ.π.) Οι πλούσιοι και διάσημοι βέβαια δεν έχουν ανάγκη από τέτοια εξ ου και χρησιμοποιούν τις ονοματάρες τους όπως θα δεις και πιο κάτω.

bernardina είπε...

Ξέρεις, ανέκαθεν αναρωτιόμουν αν τόσο στη λογοτεχνία όσο και στη ζωή η συμπάθεια πολλές φορές είναι θέμα... πώς να το πω... συγχρωτισμού και οικειότητας. Αν κατά βάση συμπαθούμε απλώς εκείνους που (νομίζουμε ότι) γνωρίζουμε και καταλαβαίνουμε κάπως περισσότερο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το... συμπαθητικό φίδι είναι ο μόνος χαρακτήρας που παρουσιάζεται κάπως πιο σφαιρικά. Με τη μουνοπανοσύνη του και τις ανθρώπινες αδυναμίες του και όλα, που αν το καλοσκεφτείς είναι το ίδιο πράμα. Δίνοντάς μας έτσι την ψευδαίσθηση πως μας είναι οικείος. Ενώ οι άλλοι είναι σκιώδεις και χρησιμεύουν περισσότερο στο να ξεχωρίζει αυτός in bold relief, που λένε. (Αμάν ΑΥΤΟ το έχω ξαναγράψει ή χτυπάει παλι το deja vue της υπερκόπωσης; Λέγε αδελφέ μου, γιατί τρόμαξα ξαφνικά!)

Για δες ρε που κάνω και κοτζαμάν ανάλυση στο τι θέλει να πει ο ποιητής...

Ό,τι ακούς γράφεις ε; Χμμμμ. Οκέι. Οκέι...
(Και μ' αρέσει που ΜΟΥ τα εμπιστεύεσαι σε κοινή θέα, χεχεχε)
'Στάρω!

The Motorcycle boy είπε...

Ότι ακούω γράφω ή αλλιώς "φωνές -ακούω φωνές" που λέει και η Βίσση.

Πάω να φάω ένα σουβλάκι τώρα, να σκεφτώ όσα μου έγραψες.

bernardina είπε...

Το νου σου, γιατί κάποιαν άλλη που άκουγε φωνές επί παλαιοτέρου την έκαψαν στην πυρά!

Βάλε τζατζίκι -το σκόρδο ρίχνει την πίεση και βοηθάει στην αυτοσυγκέντρωση (για το φιλί δεν παίρνω όρκο, αλλά άμα ο άλλος είναι ανεκτικός ή έχει φάει και ο ίδιος, κάτι γίνεται, χεχε)

Καλή όρεξη και καλή σκέψη...

The Motorcycle boy είπε...

Για ποια λες; Για τη Μίλα Γιόβοβιτς; Μπα -δεν είμαι τόσο ανοιχτόχρωμος.

Το τζατζίκι το σιχαινόμουνα από πιτσιρικάς, μάλιστα παλιότερα μου έφερνε υπόταση και έβλεπα τα πάντα μάταια στον κόσμο (μάλλον ανακάλυψα τους Κιούρ μετά από ένα σουβλάκι με απ΄όλα).

Έχεις λοιπόν δίκιο, η συμπάθεια είναι θέμα οικειότητας -ο χαρακτήρας που γεμίζει περισσότερες σελίδες οικειοποιείται των συναισθημάτων σου. Κι επειδή οι άνθρωποι ρέπουμε στην αδράνεια, ακόμα κι αν ο χαρακτήρας που γνωρίσαμε είναι ένας σιχαμερός δολοφόνος στο τέλος μάς λείπει όταν ψοφήσει.
Εξαίρεση αποτελούν οι ήρωες που φιτάχνονται από πραγμαιτκά μεγάλους συγγραφείς -όπως η Μαντάμ Μποβαρί, ο Μπάνι Μανρό κ.λ.π.

bernardina είπε...

Πάλι το έφαγε ο γαμόσταυρος! 'Αμα το βρεις στο μέιλ σου διάβασέ το, μοτοσακέ μου, γιατί δεν δύναμαι να το επαναλάβω.
Φιλιά.

The Motorcycle boy είπε...

Δεν μου ήρθε ρε γαμώτο -όταν γράφεις κάτι μεγάλο, κάντου ένα κόπι πριν πατήσεις το κουμπί.

bernardina είπε...

Οκέι, στο διάλειμμα θα προσπαθήσω να θυμηθώ τι έλεγα και θα τα ξαναγράψω. Μα γιατί γαμιέται έτσι ο &^%$#. ο μπλόγκερ; Έχει προηγούμενα μαζί μας;

The Motorcycle boy είπε...

Ξέρω γω τι έχει ο μπούστης; Μπορεί να περνάει τίποτα νευροφυτικά...

Άσε που μπορεί να σε κάνει ρόμπα στα καλά καθούμενα -έγραφα προχτές σχόλια στης Ροδιάς, τα έβλεπα, ξαναπήγαινα μετά από λίγο, πουθενά τα σχόλια! Στο τσακ ήμουνα να τη βρίσω τη γυναίκα οτι μου τα σβήνει -ευτυχώς που κρατήθηκα!

Δικαιόπολις είπε...

Κι η Βραζιλία; Κουβέντα για τη Βραζιλία;;;

The Motorcycle boy είπε...

Η Βραζιλία ακολουθεί τη μοίρα όσων έρχονται από άλλο αστέρι -"θέλουν να ρθουν να μας συναντήσουν/ αλλά ξέρουν οτι θ΄ανατινάξουν τα μυαλά μας", για να παραφράσω τον Δαβίδ.

Πάντως, τουλάχιστον δεν ξεφτιλείστηκαν σαν τους τζάμπα μάγκες του Ντιεγκίτο.

bernardina είπε...

Πες τα ρε Ζίγκι, που παίζουν με τον πόνο μας...
Το μόνο που με παρηγορεί κάπως είναι ότι τον ήπιανε οι Γερμανοί. Γιατί φαντάζεσαι να επαληθευόταν αυτό που σου έγραψα αρχή αρχή για τον ορισμό του ποδοσφαίρου; χεχε

bernardina είπε...

Κι επειδή το προπροηγούμενο σχόλιό μου χάθηκε ανεπιστρεπτί στο χάος του απείρου πηγαίνοντας να συναντήσει πολλά άλλα, κάτσε στύψε το μυαλό σου να γράψεις μια ιστορία για το πού πάνε και τι γίνονται τα σχόλια του ιdερρρρνέτ οταν χάνονται από προσώπου γης (πώς τραγουδούσαν παλια παλιά στη Λιλιπούπολη "πού πάει ο καιρός που φεύγει..."; Έτσι ένα πράμμα)

The Motorcycle boy είπε...

"κι όταν φτάνει, ξαναφεύγει" ε; Είναι γνωστό που πάνε τα σχόλια που χάνονται, πάνε να κάνουν παρέα στο κουτάλι και την κάλτσα από εκείνο το βιβλίο του Ρόμπινς.

Πάει να επαληθευτεί αυτό που έλεγες αλλά με την Ισπανία στη θέση της Γερμανίας. Δε χάρηκα, ούτε λυπήθηκα που τον είπαν οι Ξυλοκόποι, δεν παρακολουθώ αγώνες μετά τον αποκλεισμό της Βραζιλίας. Δεν έχω συνέλεθει ακόμα.

ΑΝΤΩΝΗΣ Σ. είπε...

στο 3, τα επίπεδα του σαρκασμού μου φάνηκαν πεσμένα και ανησύχησα για κορεσμό κάποιου είδους, αλλά βλέπω ότι ξαναβρήκες τη φρεσκάδα σου

όσο για τον τελικό, κρίμα βέβαια να μην ανταλλάζουμε τώρα θεωρίες και κατινιές περιμένοντας το Βραζιλία-Αργεντινή, αλλά μη σε παίρνει από κάτω, σκέψου ότι θα σου φαινόταν ανησυχητικά ιδανικό αν συνέβαινε, άσε που θα 'πρεπε να ζητήσεις συγγνώμη κι απ' τους...Ιταλούς

α ναι, έμαθα το νέο παντοτινό όνομα του προέδρου και -θα γελάσεις- είναι Σωκράτης Μαρινάκης

La koumbara είπε...

Άργησα πάλι!
Πολλά ήθελα να γράψω για τους Αργοναύτες και τον Οδυσσέα αλλά έμεινα στο "ανακάλυψα τους Κιουρ μετά από ένα σουβλάκι με απ' όλα"!
Καλό Σ/Κ!

The Motorcycle boy είπε...

TRLe, πεσμένο επίπεδο σαρκασμού ενώ κυκλοφορεί ο Ρόμπερτ Μίτσαμ από τη "Νύχτα του Κυνηγού"; Χαχαχα -τέλος πάντων, μάλλον μόνο εγώ ο ηλίθιος γελάω με τα αστεία μου!

Το 2010 ήταν τόσο γαμημένη χρονιά που δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει κάτι τόσο καλό όσο το να σηκώσει την κούπα η Βραζιλία. Άρα, στην καλύτερη περίπτωσ θα μας ξεφτιλίζανε οι λιμοκοντόροι με τα γαλανόλευκα.

Χμμ, αν και βλέπω ανησυχητικά πολλές ομοιότητες ανάμεσα στον Μαρινάκη και στον Ωμέγα, λέω να περιμένω λίγο επειδή και στον Ελεύθερο Τύπο, Μαρινάκη νομίζανε οτι λένε τον ιδιοκτήτη τους αλλά το επόμενο πρωί τους ξημέρωσε Γιάννα. Μέχρι και στις ρέπλικες πρέπει να προσέχουμε την σήμερον.

Καλό Σ/Κ Κουμπάρα -χεχεχε, όντως, τα μουσικά γούστα ακολουθούν περίεργους δρόμους.

Ανώνυμος είπε...

επειδή το βλέπω το ποστάκι για την κουβα να ξανάρχεται, είπα να βοηθήσω...http://www.rue89.com/2010/07/11/cuba-pour-ceux-qui-ont-manque-les-derniers-episodes-158374
ναι, είναι στα γαλλικά. τελοσπάντων από όλα κρατώ κάτι που στα ελληνικά μέσα γράφτηκε τελείως διαφορετικά... οι κρατούμενοι ελευθερώνονται και έχουν το δικαίωμα αν θέλουν να μείνουν στην κούβα ή αν φύγουν να γυρίσουν. κατά τ αλλα ζέστη. και όσο και να βάζεις τον ήρωα να κρυώνει δεν με πείθεις. savon

The Motorcycle boy είπε...

Savon, σε έναν κόσμο του μέλλοντος (δηλαδή χτες και σήμερα) θα κρυώνουμε μονίμως ή θα καιγόμαστε στην κόλαση αιωνίως. Προτίμησα λοιπόν το κρύο επειδή η φαντασία εχει το δικαίωμα να να είναι πιο όμορφη από την πραγματικότητα.

Ελευθέρωσε τους αγωνιστές κρατούμενους ε; Βρε τον παλιοαιμοσταγή δικτάτορα! Σωστά έπραξαν τα ελληνικά μέσα και δεν ανέφεραν οτι αυτοί έχουν δικαίωμα να μείνουν στο νησί ή να ξαναγυρίσουν όποτε θέλουν. Αφού οι αγωνιστές θα φύγουν, θα πάνε στο Μαϊάμι και θα το παίζουν κυνηγημένοι -γιατί να χαλάνε τζάμπα μελάνι τα ΜΜΕ μας;
Υποθέτω μάλιστα οτι οι αγωνιστές βγήκαν λόγω του αγώνα τους, έτσι; Πιέσανε τους αιμοσταγείς να πούμε...

Ανώνυμος είπε...

Τι θα γίνει μότορα?
Ο κόσμος έρχεται τούμπα, θα εναρμονιστείς ποτέ?
Ή σαν τα πρωϊνάδικα, ν΄ ασχολούμαστε με άλλα, σαν να μην τρέχει τίποτις?

mbiker

The Motorcycle boy είπε...

Ποιος, πού, πότε, γιατί; Ποιος έρχεται τούμπα δεν πήρα είδηση! Εκτός αν λες για το ρεζιλίκι που έγινε πρόεδρος του βάζελου ο Κωνσταντόπουλος -αλλά εγώ σαν γάβρος το χάρηκα.

Υ.Γ.: Δεν πιστεύω να θες ν΄ασχοληθώ με το ασφαλιστικό κι αυτές τις παπαριές -έτσι; Μ΄αυτά μόνο τα πρωινάδικα του Αυτιά ασχολούνται.

Ανώνυμος είπε...

Γι αυτά λέω...

mbiker

The Motorcycle boy είπε...

Αδερφέ δεν υπάρχει ασφαλιστικό. Είναι σα να συζητάνε πώς θα πηδήξουν την Αντζελίνα Τζολί ΟΤΑΝ τους κάτσει, με προφυλακτικό ή χωρίς. Όσο αυτοί θα πηδήξουν την Αντζελίνα άλλο τόσο εμείς θα πάρουμε σύνταξη.
Να προσεύχεσαι μόνο να έχουν κάνα μάγο μεταξύ τους να σπρώξει το σύστημα περίθαλψης ν΄αντέξει καμιά δεκαετία ακόμα όσο είναι μικρά τα παιδιά μας.

Υ.Γ.: 1997 είχε πει ο Σπράος οτι 10 χρόνια ζωή έχει το σύστημα. 2007 κατέρρευσε αν θυμάσαι.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι