Παρασκευή, Νοεμβρίου 12, 2010

13. Ο εκκωφαντικός ήχος της ασφάλτου

Προηγούμενα:
1. Κανένας δεν αγαπάει τη Φορολογική Δικαιοσύνη
2. Το καινούργιο παντοτινό όνομα του Προέδρου
3. "Η εξαγωγή του λίθου της τρέλας"
4. Ο Οδυσσέας, οι Αργοναύτες και άλλοι ηλίθιοι
5. Η προσευχή είναι ένας νεκρός κροκόδειλος
6. Αφού η Χελώνα έγινε Κέδρος
7. Όλοι βλέπουν τους αόρατους
8. Για τα ψάρια που ταξιδεύουν γύρω από τους καρχαρίες
9. Μετεγχειρητικές επιπλοκές
10. Η αναγκαστική αλήθεια στον βολικό λήθαργο
11. Ένα άλυτο πρόβλημα δεν είναι πρόβλημα
12. Όταν οι σπηλιές δαγκώνουν

Έμεινα στις σκιές γλύφοντας τις πληγές μου μέχρι να σταματήσει το αίμα, μέχρι η μεταλλική του γεύση να χαθεί. Τότε κατάλαβα οτι τέλειωσε η αιμορραγία ή οτι δεν είχε πια σημασία. Θα έλεγα πως ήμουνα λύκος με πόδι κομμένο από παγίδα αν μου έλειπε όντως κάποιο πόδι κι αν είχα σαφέστερη εικόνα του πώς έμοιαζαν οι λύκοι όταν υπήρχαν στ΄αλήθεια. Τώρα κρυβόμουν στα ερείπια αυτού του σπιτιού και τρεφόμουν με υπολείμματα σκουπιδιών που πετάγονταν από τα ανοίγματα στους σωλήνες του συστήματος, έμοιαζαν πίδακες με περίεργα χρώματα και ανακατεμένες γεύσεις, τεράστιοι σωλήνες άδειαζαν προς το ξέφωτο κοντά τις σπηλιές, σερνόμουν στα όρια των δυο περιοχών και άρπαζα ότι έπεφτε έξω, ότι πέταγαν οι σωλήνες εκτός πεδίου.
Είχα ξεχάσει να περπατάω, σερνόμουν κι απολάμβανα την επαφή με τη σκασμένη άσφαλτο, καυτή το μεσημέρι, παγωμένη το βράδυ –ένιωθα την ώρα από τη θερμοκρασία της ασφάλτου. Απορούσα κιόλας με την τύχη μου, ήταν δυνατό να μην έχουν ανακαλύψει κι άλλοι τη συγκεκριμένη πηγή τροφοδοσίας;
Το αίμα σταμάτησε να έχει γεύση βρώμικου κουταλιού τη μέρα που εγώ αποφάσισα οτι το περπάτημα είναι πιο γρήγορο από το σύρσιμο. Είχα μετρήσει 5 φορές την άσφαλτο αφόρητα καυτή και σκέφτηκα οτι δεν υπήρχε πια λόγος να καίγονται τα χέρια μου στην επαφή της.
Σηκώθηκα.
Η πραγματικότητα με ζάλισε αμέσως μόλις την κοίταξα στηριγμένος στα πόδια μου, έψαξα για ισορροπία και τη βρήκα τελευταία στιγμή. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να ξαναπάω στα όρια, να ρισκάρω δυο βήματα στην περιοχή με τις σπηλιές και να μαζέψω λίγο φαγητό. Ήταν όμως περίεργο επειδή εκείνη τη στιγμή με έπιασε φόβος –δεν είχα πρόβλημα να σέρνομαι προς τις σπηλιές αλλά έτρεμα στην προοπτική να πλησιάσω εκεί περπατώντας.
Ούτε να τους γυρίσω την πλάτη ήθελα... απομακρύνθηκα περπατώντας ανάποδα, μη τολμώντας να πάρω τα μάτια μου από τις τρομερές σπηλιές, το απόγευμα έχανε όλο και περισσότερο φως κι εγώ περπατούσα αδιαφορώντας για το γεγονός οτι τα ρούχα μου ήταν κουρελιασμένα, το δέρμα μου έτσουζε σε κάθε άγγιγμα και βρωμούσα από τις ίδιες μου τις ακαθαρσίες.
Περπατούσα κανονικά τώρα. Και ήθελα να θυμηθώ, να ανασυνταχθώ, να κάνω κάποιο σχέδιο όπου, λέει, εγώ θα ήμουν πάλι υπάλληλος της Φορολογικής Δικαιοσύνης με το ίδιο (αν όχι καλύτερο) γραφείο και τον Ρόμπερτ Μήτσαμ για παρέα στα ρεπό και θα είχα κανονική τροφή και ρούχα και φάρμακα και χάπια. Η σόλα του δεξιού παπουτσιού έχασκε σε κάθε βήμα υπενθυμίζοντάς μου το γελοίο της υπόθεσης. Είχε κρύο, είναι περίεργο που δεν ένιωθα το κρύο όσο σερνόμουν στην άσφαλτο και τώρα που περπατούσα τουρτούριζα, το κομματιασμένο κοντομάνικο ανατρίχιαζε στο δέρμα μου. Έπρεπε να ψάξω προς τα που πηγαίνω.
«Από δω», σφύριξε μια φωνή στα δεξιά μου.
Πριν κοιτάξω άλλαξα κατεύθυνση, έχοντας συμμορφωθεί αυτόματα στην παρότρυνση. Τάχυνα το βήμα μου. Όμως τότε είδα οτι δεν φωνάζανε σε μένα να πάω προς τα κει, ένα παιδί παραπατούσε σέρνοντας κάτι πλαστικές τσάντες και τώρα έτρεχε κοιτάζοντας πίσω του, κοιτάζοντας εμένα, προσπαθώντας μάλλον να μου κρυφτεί. Θα χαμογελούσα αν θυμόμουν πώς.
Περπάτησα προς το μέρος που είχε χωθεί το παιδί.
«Έρχεται», ψιθύρισε η φωνή.
Πνιχτοί θόρυβοι, πράγματα που μετακινούνταν. Δρασκέλισα την τρύπα που έχασκε στο πλευρό του κτιρίου και μπήκα. Μισοσκόταδο, κάτι μεταλλικό με χτύπησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού, σωριάστηκα πριν καν προλάβω να πονέσω. Σοβάδες που θρυμματίστηκαν στο βάρος του σώματός μου. Θέλησα να βογκήξω από πόνο αλλά το μετάνιωσα.
«Τον σκότωσες;»
«Δε νομίζω».
«Ξαναχτύπα τον».
Στριφογύρισα μέσα στα χώματα για να αποφύγω το καινούργιο χτύπημα.
«Θα ξεσκίσω τον επόμενο που θα μ΄αγγίξει....» απείλησα.
Τα μάτια μου είχαν θολώσει, δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τίποτα περισσότερο από σκιές. Κινούνταν μακριά μου ακόμα.
«Ποιοι είσαστε;» ρώτησα απλώς για να αποκτήσω αίσθηση της απόστασης που μας χώριζε.
«Ποιος είσαι;» με ρώτησαν.
«Τραυματίας», συστήθηκα ελπίζοντας οτι αυτό θα έφερνε κάποια ανακωχή.
«Από την διαδήλωση;»
«Ποια διαδήλωση;» απόρησα.
Και τελικά αυτό ήταν που έφερε την πολυπόθητη ανακωχή, όχι τόσο η άθλια εξωτερική μου εμφάνιση αλλά το γεγονός οτι δεν ήξερα (ή δεν θυμόμουν, κατά την άποψή τους) τη διαδήλωση.
Πρώτα με πλησίασαν τα παιδικά βήματα και μετά ήρθαν τα βαρύτερα, γυναικεία, βήματα.
«Ψάξε στην τσάντα για κάνα ρούχο να τον σκεπάσεις», είπε η γυναίκα.
Κουλουριάστηκα. Εκείνη κάθισε απέναντί μου χωρίς να νοιαστεί για το χώμα, μόνο φρόντισε να είναι σε ασφαλή απόσταση. Δεν ήταν ακόμα απολύτως σίγουρη.
«Τι έγινε στη διαδήλωση;» ψέλλισα.
«Ρίχνανε από παντού, γέμισε ο δρόμος σκοτωμένους», είπε η γυναίκα.
Τότε ένιωσα τη θαλπωρή καθώς ένα μπουφάν έπεσε στους ώμους μου.
«Ήσουν στη διαδήλωση;» τη ρώτησα.
«Όχι, εμείς πηγαίνουμε μετά, για να μαζέψουμε οτι δεν χρειάζεται....»
Την κοίταξα χωρίς να καταλαβαίνω.
«Στους σκοτωμένους», μου εξήγησε αμήχανα.
Απόρησα που δε με ανατρίχιασε το ρούχο του πεθαμένου ανθρώπου στις πλάτες μου, έφταιγε μάλλον το κρύο. Και κοίταξα τη γυναίκα που έσκυβε προσεκτικά στο μέρος μου για να με κοιτάξει με τη σειρά της, είχε πρόσωπο φαγωμένο από την ταλαιπωρία και μαλλιά αραιά, αχτένιστα –πίσω της δυο μικρά παιδιά ακαθόριστου φύλου κλωτσούσαν σοβάδες. Μας είχαν πει οτι δεν υπήρχαν πια τέτοιοι άνθρωποι, μας είχαν βεβαιώσει οτι το κατώτερο στάδιο διαβίωσης ήταν αυτό του εργάτη με τις συνεχόμενες βάρδιες και το 1 σφαρού τη μέρα. Πήγαινα στοίχημα οτι αυτή η γυναίκα δεν ήξερε....
«Σου βρίσκονται καθόλου σφαρού;» τη ρώτησα.
«Τι είναι αυτό;» έκανε.
«Κόσμος;»
«Δε μας δίνουν κόσμος για τα ρούχα που μαζεύουμε.... Αν μας τύχει καμιά συσκευή....»
Τράβηξα το μπουφάν, δεν ήταν τόσο μεγάλο που να με σκεπάζει γι΄αυτό αναγκάστηκα να περάσω τα χέρια μου μέσα στα μανίκια, ένα δερμάτινο μπουφάν, άρχισα δήθεν να το στρώνω πάνω μου ψάχνοντας ασυναίσθητα για την τρύπα. Δεν ήταν μία, ήταν πέντε τρύπες στο δεξί πλευρό. Σιχάθηκα να κοιτάξω το αίμα, κι εγώ, άλλωστε, δεν ήμουνα πολύ καλύτερα.
«Ζεστάθηκες;» ψιθύρισε η γυναίκα.
«Ναι, θα σου δώσω...» ψάχτηκα στις τσέπες του παντελονιού αλλά δεν είχα τίποτα.
«Δεν πειράζει -άλλη φορά», με καθησύχασε εκείνη. «Έτσι κι αλλιώς αυτό το μπουφάν δεν μπορούμε να το ανταλλάξουμε έτσι που είναι».
Μην κοιτάξεις το αίμα, μην κοιτάξεις το αίμα –έσφιξα τα δόντια. Άρχισα να σηκώνομαι ακριβώς την ώρα που άρχισε να πονάει το κεφάλι μου. Μόρφασα.
«Δεν ξέραμε τι είσαι γι΄αυτό....» δικαιολογήθηκε η γυναίκα.
«Με τι με χτυπήσατε;» ρώτησα.
«Με το τηγάνι....»
Προσπάθησα φιλότιμα να χαμογελάσω.
«Ήταν κάποιοι σ΄εκείνο το σπίτι», έδειξα αριστερά κι απροσδιόριστα.
«Λες για τους επαναστάτες;»
Κούνησα το κεφάλι.
«Φύγανε, δε φύγανε;»
«Ναι, φύγανε....»
«Ήσουνα μαζί τους;»
Δε μίλησα.
«Θες να τους ξαναβρείς;»
Πετάχτηκα –όχι από την ερώτηση. Αλλά επειδή την έκανε ένα από τα παιδιά τραβώντας μου την άκρη του μπουφάν.
«Ξέρεις πού;»
«Πέταξαν», μου έδειξε με το χεράκι του ψηλά.
Πέταξαν. Το παιδάκι δεν μπορεί να εννοούσε όσους έβγαλα εγώ από εκεί μέσα, εννοούσε μάλλον αυτούς που έφυγαν πρώτοι. Τον αόρατο άντρα, τη γυναίκα με τα άσπρα μακριά μαλλιά και μαζί τους την Κάσσι.
Έσκυψα το κεφάλι, καμπούριασα τους ώμους, βγήκα από το ερειπωμένο κτίριο χωρίς να τους χαιρετίσω. Ή έστω να τους ευχαριστήσω για το μπουφάν.
Κι αποφάσισα να προχωρήσω προς τις κεντρικές λεωφόρους της πόλης, τώρα που δεν ήμουν τίποτα, ούτε Φίδι ούτε επαναστάτης, δεν είχα κανέναν να φοβάμαι ή έπρεπε να φοβάμαι τους πάντες –σύντομα θα διαπίστωνα τι από τα δύο.
Όσο τα κουρέλια μου ανέμιζαν στον αέρα, όσο τα παπούτσια μου έχασκαν σε κάθε βήμα, τόσο έψαχνα τριγύρω ελπίζοντας να σταμπάρω κάποιο νεκρό από την πορεία που να μην είχαν προλάβει άλλοι να τον σκυλέψουν. Πέρασα από τις γειτονιές των παζαριών, ξανάκουσα τις φωνές των ανταλλακτών, κόσμος με αγαθά, άνθρωποι με κόσμος, χάρες με φαγητό, μια πελώρια ανταλλαγή που μονίμως έγερνε προς τη μια πάντα. Προχώρησα πιο γρήγορα αλλά δεν κατάφερα να ξεφύγω.
«Έχεις κόσμος;» με ρώτησε η διακεκομμένη φωνή.
Ήταν γέρος κι έχασκε το άδειο από δόντια στόμα του, σιχάθηκα που τον είδα αλλά μετά μελαγχόλησα συνειδητοποιώντας οτι κι εγώ έδειχνα εξίσου χάλια. Έκανα να προχωρήσω.
«Δώσμου κόσμος μη σε ξεκοιλιάσω», είπε ο γέρος.
Κοίταξα. Είχε μια λαβή κουταλιού με την άκρη τροχισμένη, του έσπρωξα το χέρι απότομα. Ξαναπροσπάθησε αλλά είχα ήδη κάνει τρία βήματα μακριά του, άνοιξα το μπουφάν μου, τον άφησα να δει τις πληγές και την παγωμένη τους κρούστα.
Δίστασε για λίγο.
Δεν του έδωσα άλλο χρόνο, έφυγα επιταχύνοντας το βήμα. Και οι τοίχοι τριγύρω άλλαξαν, όχι όμως με τη συνηθισμένη ταχύτητα (ένα καρέ ανά βλεφαρισμό), άλλαξαν αφήνοντας το γρατζούνισμά τους μονάχα στο οπτικό μου νεύρο. Επειδή το μυαλό μου δεν έδειχνε πρόθυμο να καταγράψει.
Προχώρησα.
Θόρυβος.
Συννεφιασμένη μέρα.
Τα νοσοκομειακά έχασκαν ορθάνοιχτα και κατασκότεινα περιμένοντας τυχόν επιζήσαντες –μάταιος κόπος βέβαια. Κι από δίπλα η Εταιρεία Αποκομιδής, παγωμένες καρότσες, στοιχισμένες, δυο και τρεις στη σειρά πίσω από τεράστιους γυμνούς κινητήρες με τα στενά, κίτρινα κουβούκλια πλοήγησης στο πάνω μέρος. Οι άνθρωποι με τις αστραφτερές φόρμες όλκιμου αλουμινίου έσερναν τα πτώματα μέχρι τα αναβατόρια, μετά η φωνή του επιστάτη αλλοιωμένη από τη μάσκα.
«Απομακρυνθείτε»
Και η στριγκλιά του αλάδωτου εμβόλου όσο το αναβατόριο σηκωνόταν, έφτανε στην καρότσα, άδειαζε, κατέβαινε σε απόσταση ενός μέτρου από την άσφαλτο.
Δεν προλάβαινα.
Ήταν πολλοί οι νεκροί τελικά.
Πλησίασα.
«Φύγε από δω βρομιάρη, μη σε μαζέψουν μαζί με τους πεθαμένους», με σκούντηξε ένας Σεκιούριτι με την κάνη του όπλου.
Από πού ξεφύτρωσε αυτός;
Έκανα στην άκρη.
Ήταν πολλοί οι νεκροί.
Κι αυτό δεν ήταν το χειρότερο.
Διέσχισα τον σπαρμένο με ανθρώπινα σώματα δρόμο, εντάξει, δεν πατούσα πάνω τους, από το πεζοδρόμιο πήγαινα, όπου οι νεκροί είχαν απομακρυνθεί ή ίσως και να μην είχαν πέσει καν. Σιγά-σιγά. Πονούσα απροσδιόριστα αλλά δεν κούτσαινα. Ή ίσως και να κούτσαινα κι από τα δυο πόδια γι΄αυτό και δεν το καταλάβαινα. Προχώρησα πάντως. Μυρωδιά σκατού και κάτουρου ανακατεμένη με τη γεύση της σκουριάς στον αέρα, οι νεκροί. Όσο κι αν είσαι προετοιμασμένος στο τέλος σε επηρεάζουν. Διαβρώνουν την άμυνά σου ύπουλα, αθόρυβα.
Μπροστά μου ακουγόταν ένα βουητό σαν φουσκωμένο ρέμα μετά από βροχή. Αλλά πιο επίμονο. Σκεφτόμουν τι θα μπορούσε να είναι καθώς προχωρούσα, άρχισα κιόλας να διακρίνω κάτι σκούρες στολές που κινούνταν αργά. Κοντοστάθηκα δίπλα σ΄ένα κορίτσι μισοχωμένο στην υδρορροή, το δεξί της πόδι αφύσικα λυγισμένο πάνω στην άσφαλτο, κοίταζε κάπου ψηλά με ηλίθιο βλέμμα αυτό το κορίτσι που δεν ήταν πάνω από 20 χρονών. Όχι πολύ όμορφο, ούτε καν συμπαθητικό. Ο θόρυβος του φουσκωμένου ρέματος δυνάμωσε, έπρεπε να προχωρήσω. Είχα το νου μου κιόλας μήπως βρω τίποτα εύκαιρα ρούχα που θα μπορούσα γρήγορα να βγάλω από κάποιον πεθαμένο αλλά πίσω μου οι άνθρωποι με τις φόρμες αλουμινίου δούλευαν με φρενήρη ρυθμό, δεν το καταλάβαινα αυτό –λες και θα πήγαιναν πουθενά οι νεκροί.
Ένας άντρας με τη δική μου σωματική διάπλαση, το πρόσωπό του διαλυμένο από ριπή, έσκυψα πάνω του, προσπάθησα να του τραβήξω το παντελόνι όμως έπρεπε πρώτα να έχω βγάλει τα παπούτσια, οι άντρες με τις στολές αλουμινίου με πρόλαβαν, έπεσα στο πλάι κουλουριασμένος για ν΄αποφύγω τις κλωτσιές από τις μεταλλικές τους μπότες.
Σηκώθηκα βιαστικά -μη με περάσουν για φορτίο.
Αλλά έμοιασε τότε να σηκώθηκαν μαζί μου και κάμποσοι από τους νεκρούς, ήταν κάτι θολά σχήματα στον αέρα που έπαιρναν μορφές και μετά, απότομα, τις έχαναν και βάδιζαν στην αρχή αντίθετα από μένα, στη συνέχεια ήταν σα να με ακολουθούν και τέλος έμειναν μετέωρες (όχι ακίνητες) όσο τις προσπερνούσα ζαλισμένος από το φόβο.
Και τότε έτρεξα.
Δεν ήθελα να είμαι με τους πεθαμένους.
Έτρεξα προς τα κει που ο ορίζοντας γινόταν σκούρος και κόντεψα να πέσω πάνω τους πριν καταλάβω οτι ήταν παραταγμένοι Σεκιούριτι σε τριπλή γραμμή. Ώμο με ώμο, αποκλεισμός περιοχής. Τα ήξερα αυτά. Η πρώτη γραμμή στριμωγμένη, η δεύτερη το ίδιο, η τρίτη με ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ των Σεκιούριτι, διάστημα αρκετό για να κουνάνε τα όπλα τους. Να σηκώνουν ψηλά τις φυσούνες τρομογόνων. Να αδειάζουν την πηχτή σκόνη που εξαερώνεται μέσα σε δευτερόλεπτα δημιουργώντας πρώτα ένα απροσδιόριστο νέφος πριν ανακατευτεί με τον αέρα κι αρχίσει να προκαλεί ελεγχόμενο τρόμο. Κόκκοι σκόνης κολλημένοι στις στολές των Σεκιούριτι, αν τολμούσες να τους αγγίξεις το πιο πιθανό ήταν να βρεθείς σε ντελίριο. Να σφαδάζεις από τρομώδεις παρακρούσεις μπροστά στα πόδια τους, προσφέροντάς τους έναν εύκολο στόχο για κλωτσιές ή οτιδήποτε άλλο ήθελαν να εξασκήσουν.
Το φουσκωμένο ρεύμα των ανθρώπων απέναντι από τους Σεκιούριτι έμοιασε να κόβει λίγο την ορμή του αλλά συνέχισε να κινείται λόγω αδράνειας. Σε λίγο θα εισέπνεαν οι μπροστινοί τα τρομογόνα και η αναστάτωση θα ξεκινούσε. Σκέφτηκα να κλείσω τη μύτη μου με την παλάμη αλλά ήμουν πολύ κοντά στους Σεκιούριτι για να το ρισκάρω. Αν είχαν κολλήσει τίποτα κόκκοι στο χέρι μου θα την πάταγα πολύ άσχημα. Έφυγα στο πλάι κι ακούμπησα σ΄έναν τοίχο. Τρίφτηκα πάνω του. Αν βρισκόμουν σε ΑΔΙ τώρα ήταν η ώρα να βγω έξω. Ο κάθετος τοίχος που μπορείς να τον περπατήσεις σαν αράχνη. Τα ραγισμένα τούβλα μέσα από τα οποία μπορείς να γλιστρήσεις σαν υδράργυρος. Εδώ, πίσω μου. Αδύνατο να διαφύγω.
Το μόνο δυνατό η αίσθηση του σφιγμένου στομαχιού, προετοιμασία του οργανισμού για τρόμο. Πάρε βαθιά ανάσα, όχι μην πάρεις βαθιά ανάσα, θα γίνουν όλα χειρότερα. Περπάτα σα να μη συμβαίνει τίποτα, περπάτα αργά, όσο λαχανιάζεις τόσο πιο γρήγορα θα το εισπνεύσεις. Δίπλα στις σκούρες στολές των Σεκιούριτι που μουρμούριζαν σαν παρατημένο ανοιχτό σύστημα επικοινωνίας. Κάτι λέγανε, τι λέγανε; Άκουσέ το, ίσως σε βοηθήσει να καταπολεμήσεις τον τρόμο.
«Διόρθωσε τη σκόπευση».
«Άδειασε τις φυσιγγιοθήκες».
«Εντολή;»
«Εντολή περαίωσης;»
«Διόρθωσε τη σκόπευση».
«Επόμενο στάδιο, ετοιμαστείτε».
«Αναμείνατε απεμπλοκή».
Άρχισα να ιδρώνω, θα τους σκοτώσουν εδώ, μπροστά στα μάτια μου. Μετά τα τρομογόνα θα αρχίσουν να πυροβολούν –μοιάζει εντελώς ηλίθιο επειδή το τρομαγμένο πλήθος θα γίνει ανεξέλεγκτο. Θα μας συνθλίψουν όλους, θα με συνθλίψουν.
Ή θα με πυροβολήσουν οι Σεκιούριτι. Τρέχα. Όχι, μην τρέξεις. Πάρε βαθιά ανάσα, ηρέμησε. Όχι, μην κάνεις μαλακίες.
«Σκοπεύσατε».
«Αδειάστε τις φυσιγγιοθήκες».
Μην τρέξεις, βρίσκεσαι μεταξύ τρίτης και δεύτερης γραμμής. Ο τοίχος γδέρνει το μπουφάν, ο τοίχος είναι -μη φοβάσαι.
Ένα χέρι ακουμπάει το χέρι μου, ένα γάντι ακουμπάει το χέρι μου, το χέρι φοράει γάντι αλλιώς δεν θα ήταν τόσο στεγνό και άψυχο, δεν θέλω να κοιτάξω όπως και νάχει, το χέρι στριφογυρίζει το δέρμα στον καρπό μου, το γαντοφορεμένο χέρι, τινάζω το δικό μου χέρι, ξεφεύγω. Κοιτάζω, τον βλέπω. Ομαδάρχης. Ρύγχος η μάσκα το πρόσωπό του.
«Έλα πίσω βρομιάρη, απαγορεύεται να περάσεις».
Ευτυχώς το μπουφάν που φοράω δεν είναι εντελώς κουρελιασμένο, πέφτω πάνω του με τον ώμο, τον παραμερίζω, θα περάσω. Ξέρω οτι είναι υποχρεωμένος να με εμποδίσει ή να με προειδοποιήσει και γι΄αυτό κάνει την προσπάθεια, στη συνέχεια θα αδιαφορήσει.
Ανάμεσα σε τοίχο και σκούρες στολές προχωράω.
«Απεμπλακείτε».
«Αρνητικό».
«Άμεση απεμπλοκή».
«Αναμείνατε».
«Φυσιγγιοθήκη άδεια».
«Φυσιγγιοθήκη άδεια».
Μια συνεχόμενη σταθερή μουρμούρα. Δεν τους βλέπω αλλά ξέρω οτι η τρίτη γραμμή των Σεκιούριτι θα πρέπει ήδη να προετοιμάζεται για την επόμενη φάση. Η δεύτερη γραμμή περιμένει, δεν τους βλέπω, τα ξέρω αυτά. Η πρώτη γραμμή οπλίζει.
Θα πεθάνουμε όλοι σήμερα.
Το πλήθος ουρλιάζει αλλά είναι δύσκολο στους μπροστινούς να υποχωρήσουν, αγκομαχούν προσπαθώντας να φτάσουν την γραμμή των Σεκιούριτι.
«Απεμπλακείτε άμεσα».
«Αρνητικό».
«Άρξατε πυρ».
Πέφτω στα γόνατα, κρύβω το κεφάλι με τα χέρια, τώρα, τώρα, όλοι θα πεθάνουμε. Δεν ακούγεται τίποτα. Μόνο το πλήθος που σκάει σαν κύμα πάνω στις σκούρες στολές και μετά επιστρέφει προς τα πίσω, κανένας πυροβολισμός.
Προσπαθώ να σηκωθώ.
Μια έκρηξη ή κάτι εξίσου εκκωφαντικό, πάντως μετά απ΄αυτό χάνω την ακοή μου. Καπνοί και ακαθόριστες σκιές, πρόσωπα χωρίς δέρμα που ξεπροβάλλουν από το σύννεφο, χέρια χωρίς εμφανή σύνδεση με σώματα, πέφτουν σαν ξεραμένα κλαδιά δέντρων σε κεντρική λεωφόρο. Με ανησυχούν τα πρόσωπα επειδή μοιάζει να μου φωνάζουν κάτι και δεν μπορώ ν΄ακούσω -απειλή ή προειδοποίηση; Είμαι στα γόνατα ή έτσι μοιάζει να κοιτάζω τον κόσμο. Δεν βλέπω πια τις σκούρες στολές των Σεκιούριτι. Κι αυτά τα πρόσωπα χωρίς δέρμα, μύες που αναπνέουν στο χρώμα του αίματος –τι τους ρίξανε; Τι μας ρίχνουν;
Αγγίζω το πρόσωπό μου για να δω αν έχω χάσει κι εγώ το δέρμα μου και το καταλαβαίνω τη στιγμή ακριβώς που το παθαίνω. Ποτέ μην πιάνεις το πρόσωπό σου όταν ρίχνουν τρομογόνα, αλλιώς....
Το πεζοδρόμιο κυματίζει, τώρα οι πλάκες του έβγαλαν νύχια κοφτερά και χώνονται στις τρύπες των ρούχων μου, ο τοίχος γκρεμίζεται πάνω μου, προσπαθώ να αποφύγω αλλά συνέχεια γκρεμίζεται λούζοντάς με σπασμένα τούβλα, υγραμένους σοβάδες, μυρίζει ανθρώπινο ιδρώτα και μπαρούτι αδρεναλίνης, σηκώνω τα χέρια να προστατευτώ αλλά ποιος θα με σώσει από τα νύχια του πεζοδρομίου; Πρέπει να το πάρω απόφαση, θα πονέσω μέχρι να μη μπορώ άλλο και τότε θα σταματήσω να πονάω, τελικά η ακοή μου επανήλθε και ο τοίχος του κτιρίου γκρεμίζεται ουρλιάζοντας «μαμά» και «ψωμί» και «φοβάμαι» και «υπομονή» και «σκάσε» και «πονάω» και δεν μπορούσα να κλείσω τ΄αυτιά, ίσως να τρέμω, πέφτω λοιπόν με τα μούτρα στο πεζοδρόμιο να πονέσω να τελειώνω. Αλλά δεν γίνεται τίποτα. Ο τοίχος σωπαίνει.
Κάνει λίγο κρύο τώρα, νιώθω τον ιδρώτα να παγώνει στα μάγουλά μου κι έχει μια περίεργη ησυχία διακεκομμένη, ταπ-ταπ-ταπ, σαν νερό που τρέχει από σπασμένη σωλήνα, κάνει λίγο ιδρώτα τώρα, νιώθω το κρύο να παγώνει τα μάγουλά μου κι έχει ένα περίεργο ταπ-ταπ-ταπ διακεκομμένο, σαν ησυχία που τρέχει από σπασμένη σωλήνα, κάνει
Σηκώνω προσεκτικά το κεφάλι.
Σκοτάδι.
Άσπρα σημάδια το σκίζουν.
Μυρωδιά από μπαρούτι αδρεναλίνης και μεθάνιο.
Τα άσπρα σημάδια μετακινούνται κοντά στο πρόσωπό μου.
Ένα ρύγχος που ανοιγοκλείνει αποκαλύπτοντας κοφτερά δόντια, σκύλος ή μάσκα Σεκιούριτι, σκύλος που ουρλιάζει (δε δαγκώνει;) καίγοντας με την ανάσα το πρόσωπό μου κι εγώ που ουρλιάζω (δε δαγκώνω) καίγοντας με την ανάσα το πρόσωπό του, δέρμα που ανοίγει καθώς χαράζεται, κόκαλα που σπάνε, σπάει η κραυγή μαζί με το κομματιασμένο μήλο του Αδάμ και μένει σκοτάδι, πόνος. Και το ουρλιαχτό.
Μετά τίποτα.
Συνήλθα μισοσκεπασμένος από ανθρώπινα σώματα και ήταν ακόμα ζεστά.
Συνήλθα πεταμένος σε μια γωνιά όσο σκελετωμένα χέρια έψαχναν τα ρούχα μου.
Συνήλθα μέσα στη βροχή.
Συνήλθα κλαίγοντας.
Συνήλθα κι ήμουνα σίγουρα νεκρός.
Έκλεισα λοιπόν τα μάτια (με τη θέλησή μου πλέον) το αποδέχτηκα.
«Δεν τον βλέπω να τη βγάζει», είπε η φωνή.
«Θα εκπλαγείς», είπε η άλλη φωνή.
Δεν ήθελα να τους ακούω αφού ήμουν πλέον πεθαμένος αλλά δεν μπορούσα να το αποφύγω.
«Πότε θα τον πάρουν;»
«Όταν μπορεί να σταθεί στα πόδια του».
«Α, έχουμε μέλλον δηλαδή....»
Άνοιξα τα μάτια. Δυο άντρες με δερμάτινα μπουφάν και δερμάτινα παντελόνια που προσπαθούσαν μάταια να τα κρύψουν κάτω από λευκές ιατρικές ποδιές.
«Επιτέλους -λίγο σεβασμό στους νεκρούς», απαίτησα.
Γέλασαν, ξαφνιασμένοι ίσως.
«Συνήλθες», είπε ο ένας.
«Συνήλθε το θηρίο», θαύμασε ο άλλος.
«Που είμαι;» ρώτησα.
«Σε κρησφύγετο, ασφαλής».
«Φάρμακα», ζήτησα.
«Έχουμε τα πάντα μην ανησυχείς».
«Τώρα», είπα.
Ο άντρας στα δεξιά μου έσυρε με θόρυβο την καρέκλα του (το κεφάλι μου κόντεψε να σπάσει από τον πόνο) και έπιασε μια σύριγγα.
«Ενδοφλέβια, για άμεσο αποτέλεσμα», μου εξήγησε.
Δεν είχα αντίρρηση. Βυθίστηκα και το χρειαζόμουν, επειδή ήταν μια ζεστή θάλασσα κι εγώ την κατέβαινα ήσυχα ψάχνοντας για άμμο. Ευχόμουν να μη τη βρω σύντομα.
Άνοιξα τα μάτια, δυο άντρες με δερμάτινα ρούχα (πού τους είχα ξαναδεί;) μιλούσαν στη γυναίκα με τα μακριά άσπρα μαλλιά. Ήταν κοντά μα δεν τους άκουγα. Προσπάθησα αλλά τίποτα. Ένιωσα απορία, σηκώθηκα, γύρισαν προς το μέρος μου.
Πλησίασαν.
Μου μιλούσαν, δεν άκουγα τίποτα.
Τους το είπα.
Η γυναίκα με τα άσπρα μαλλιά ακούμπησε το χέρι της στον ώμο μου. Ανοιγόκλεισε το στόμα της δεν άκουγα τίποτα. Τινάχτηκα αλλά με πίεσε να μείνω ακίνητος. Έμεινα ακίνητος.
Ηρέμησα.
Άνοιξε το στόμα, μίλησε, μπορούσα πλέον να βλέπω τα λόγια να κρέμονται στο ύψος του σαγονιού της σαν υπότιτλοι πολυδιάστατης ταινίας.
Χαμογέλασα.
«Θα γίνεις σύντομα μια χαρά. Είναι το σοκ, όλα θα περάσουν», μου είπε.
«Δεν αντέχω να είμαι άλλο κατάκοιτος μητέρα», παραπονέθηκα. Δεν με άκουσα να το λέω όμως ξέρω οτι το είπα.
«Κοίτα αυτό το ρολόι πίσω μου», είπε εκείνη.
Κοίταξα πάνω από τον ώμο της. Υπήρχε ένα ρολόι στον τοίχο.
«Όταν δείξει 6 ακριβώς θα είσαι μια χαρά», μου είπε.
Με το ζόρι πρόλαβα να διαβάσω το τελευταίο που είπε επειδή κοίταζα το ρολόι. Κάτι δεν πήγαινε καλά, μου πήρε λίγη ώρα να βεβαιωθώ όμως.
«Το ρολόι δε δουλεύει», είπα.
Εκείνη δεν ήταν πια κοντά μου.
«Το ρολόι είναι χαλασμένο», φώναξα.
Επειδή έβλεπα τις πλάτες των αντρών να χάνονται στο άνοιγμα μιας πόρτας.
«Δώστε μου τουλάχιστον φάρμακα», παρακάλεσα.
Και τότε άκουσα τικ-τακ-τικ-τακ και δεν χρειαζόταν να δω το ρολόι για να καταλάβω οτι είχε ξεκινήσει να δουλεύει.
Τι ώρα ήταν;
6 και 15. Λεπτά.
Προσηλώθηκα στην κίνηση των δεικτών.

0 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι