Τετάρτη, Ιουνίου 08, 2011

7. Κριστίν

Προηγούμενα:
1. Μπάσκετ με τα φαντάσματα

2. Οι εφιάλτες ξεκινάνε ονειρικά
3. Μαλιμπού Μπιτς
4. Τυφλοπόντικες στον παράδεισο των ερπετών
5. "Χασάν ι Σαμπά"
6. Φλάουερ Στούντιος

Το τηλέφωνο χτυπάει σαν από πάντα. Εννοώ –δεν άκουσα πότε ξεκίνησε, μόνο κάποια στιγμή με ενόχλησε κι έτσι κατάλαβα οτι κουδούνιζε ώρα πολλή.
«Δεν θα το σηκώσεις;» αναρωτιέται περισσότερο απ΄ότι με ρωτάει.
«Σήκωσέ το εσύ», λέω.
Κοιτάζω έξω από το παράθυρο, οι μπασκίνες πληθαίνουν αλλά φροντίζουν να παραμένουν κρυμμένοι. Εγώ τους διακρίνω πάντως.
«Γιατί να το σηκώσω;» απορεί.
«Επειδή είναι οι μπάτσοι και θέλω να τους πεις τι γίνεται εδώ μέσα».
«Τι γίνεται;»
«Σε κρατάω όμηρο μέχρι να τελειώσω την ιστορία μου, δεν είναι ευγενικό να φύγεις πριν τελειώσω. Σωστά;»
Με κοιτάζει.
«Σωστά;» επαναλαμβάνω εκνευρισμένος.
Όχι μαζί της. Με το τηλέφωνο.
«Εμπρός;» μουρμουρίζει κρατώντας το ακουστικό μακριά από το αυτί της λες και φοβάται μην κολλήσει τίποτα.
«Εδώ είναι», συνεχίζει. «Ναι. Είναι οπλισμένος ή έτσι νομίζω... Υπάρχει ένας νεκρός... Θέλει λίγο χρόνο και θα παραδωθεί μόνος του... Αυτό μου είπε... μισό λεπτό», μου δίνει το ακουστικό. «Θέλουν να μιλήσουν μαζί σου», λέει.
Παίρνω το ακουστικό και το ακουμπάω προσεκτικά στη θέση του.
«Όχι ακόμα», της εξηγώ. «Μη μας περάσουν και για λιγούρια...»
Ξανακάθεται. Ξανακάθομαι.
«Πού είχαμε μείνει;» τη ρωτάω.
«Δεν θυμάμαι», παραδέχεται.
Το τηλέφωνο ξαναχτυπάει.
«Δε με προσέχεις», της λέω.
Το είπα για πλάκα αλλά δείχνει να τρομάζει. Να μην το ξανακάνω.
Σηκώνω το τηλέφωνο εκνευρισμένος.
«Τι θες;» ρωτάω.
«Είσαι ο...»
«Ναι, αυτός είμαι».
«Αστυνόμος Καραγιάννης».
«Στ΄αρχίδια μου».
Πέφτει κάποια σιωπή.
«Δεν αρχίσαμε καλά», μου λέει.
«Δεν φταίω εγώ», απολογούμαι. «Προσπαθώ να δώσω μια συνέντευξη εδώ πέρα και συνεχώς με διακόπτετε».
«Θέλουμε απλώς να μπούμε μέσα για να δούμε τι συμβαίνει. Αν μας αφήσεις θα έχεις όλο το χρόνο για συνεντεύξεις», εξηγεί ο αστυνόμος.
«Να σε πιστέψω;» τον ρωτάω διστακτικά.
«Βεβαίως, σου δίνω το λόγο μου», σπεύδει να με διαβεβαιώσει.
«Αστυνόμε δεν διαθέτεις ίχνος χιούμορ», διαπιστώνω.
«Τι θα πει αυτό;» ζητάει να μάθει.
«Θα πει οτι με περνάς για ηλίθιο κι έτσι μου στερείς τη δυνατότητα να το παίξω ηλίθιος», του εξηγώ υπομονετικά.
«Δεν καταλαβαίνω...» λέει.
«Άκου», ξεκαθαρίζω. «Εδώ μέσα υπάρχει ένας νεκρός και μια δημοσιογράφος υποψήφια. Αν μπουκάρετε θα τη σκοτώσω κι άντε να ξεμπλέξεις με τα κανάλια. Αν μας αφήσετε να τελειώσουμε τη συνέντευξη θα βγούμε αγκαζέ με τα χεράκια ψηλά».
«Δεν γίνεται και αγκαζέ και τα χέρια ψηλά», μου λέει ο αστυνόμος.
Ξεκαρδίζομαι.
«Τελικά σε είχα παρεξηγήσει», του λέω. «Κοίτα τώρα να κρατήσεις τους δικούς σου ήσυχους για κάνα μισάωρο αν δεν θέλεις να έχουμε δράματα».
Κλείνω το τηλέφωνο. Κοιτάζω επιφυλακτικά από το παράθυρο, οι μπάτσοι έχουν ξεθαρρέψει. Αλλά εκεί που σούρνονται σκουλικοειδώς για να περάσουν την αυλόπορτα τούς βλέπω να σταματάνε –μπράβο Αστυνόμε Καραγιάννη.
Το τηλέφωνο ξαναχτυπάει, βλαστημάω μέσα από τα δόντια μου κοιτάζοντάς την που μαζεύεται –είναι να μην τους δώσεις θάρρος στους καργιόληδες.
«Τι θες;» τον ρωτάω.
«Δεν μου είπες ποιος είσαι», ζητάει να μάθει.
Κοιτάζω το ακουστικό με περιέργεια. Τι σημαίνει αυτό; Ποιος είμαι δηλαδή;

Έχουμε δανειστεί την Κριστίν των Στρες επειδή θέλουμε να κάνουμε εντύπωση, το Μέταλλο οδηγεί μάγκικα με το τσιγάρο ξεχασμένο στα χείλη και το χέρι κρεμασμένο έξω από τ΄αμάξι, δίπλα του ο Πίβοτ γελάει σαν ηλίθιος και κάθε λίγο γυρίζει πίσω για να με δείξει.
«Ο Τρανζίστορ κυρίες και κύριοι –χειροκροτήστε τον Τρανζίστορ».
Κοιτάζω έξω, τα πεζοδρόμια γεμάτα κόσμο που επιστρέφει από τα απογευματινά ψώνια, όπου να’ναι θ΄αρχίσουν να σέρνουν τα πόδια τους οι κουρασμένοι υπάλληλοι με τις σπασμένες μέσες από τ’ ανεβοκατεβάσματα των ρολών. Όσο εμείς ρολάροντας με την Κριστίν πάμε για το κλαμπ που θα γίνει η παρουσίαση του δίσκου μας, ναι, του δίσκου μας –μιλάμε για κανονικό λονγκ πλέι, όχι σαχλαμάρες. 11 τραγούδια –6 μπροστά, 5 πίσω. ΜΕ ΤΗΝ ΠΛΑΤΗ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ. Ο τίτλος. Και η κατάστασή μας εκείνη την περίοδο –στριμωγμένοι, αγχωμένοι, χωρίς περιθώρια. Ο Γιωργάκης είχε προτείνει να το πούμε «Με την πλάτη στο στίχο», αλλά το απορρίψαμε –ήταν πολύ έξυπνο το λογοπαίγνιο για τίτλος δίσκου. Δεν ήμασταν έξυπνοι, δεν ήμασταν πνευματώδεις –εμείς.

Είχε περάσει κοντά ένας χρόνος από τότε που κυκλοφόρησε το σινγκλάκι μας και πολλά πράγματα συνέβησαν. Κατά πρώτον, χωρίσαμε (όχι και πολύ φιλικά) με τον Δάκη, τον επιλεγόμενο και Μαγκάρετ. Ο τύπος μάς έγραψε στ΄αρχίδια του, κυκλοφόρησε εκείνο το αισχρό σινγκλ, το οποίο ξεπούλησε (πόσα αντίτυπα ποτέ δε μάθαμε) μέσα σε τρεις μήνες. Φυσικά εμείς δεν πήραμε φράγκο –ψέματα, βγήκαμε μια φορά μαζί του μπας και τα βρούμε, μας κέρασε το φαγητό, μπορούσαμε λοιπόν να υπερηφανευτούμε οτι κερδίσαμε το φαΐ μας από την καλλιτεχνία, συγκεκριμένα το σινγκλάκι μάς απέφερε μία κοκκινιστό, μία λεμονάτο, δυο γιουβέτσια, μια χωριάτικη και (εδώ οι απόψεις διίστανται) 12 ή 15 μπύρες. Άμστελ.
Πάντως η ιλιγγιώδης επιτυχία του σινγκλ (παπάρια επιτυχία –όποιο κανονικό γκρουπάκι έβγαζε δίσκο εκείνη την εποχή ξεπούλαγε) μάς εξασφάλισε κάμποσα λάιβ και λίγα (πολύ λίγα) χρήματα. Αυτά τα λάιβ μάς εξασφάλισαν την επαφή με την ανεξάρτητη που προθυμοποιήθηκε να κυκλοφορήσει το καινούργιο μας υλικό αν είχαμε (πώς δεν είχαμε; έτοιμο, πριν ακόμα κυκλοφορήσει το σινγκλ, ήταν το υλικό). Ανεξάρτητη εταιρεία ήταν κι ο Δάκης ο Μαγκάρετ βέβαια, όμως αυτοί τουλάχιστον είχαν κάποιο χώρο σε διαμέρισμα για να κλείνουν τις συμφωνίες με τα συγκροτήματα, ήταν και δυο άτομα, ο Χοντρός κι ο Κοντός –σκέτη πολυεθνική σα να λέμε. Στο στούντιο μπήκαμε προετοιμασμένοι για πόλεμο κι έτσι θα γινόταν αν δεν τραβούσε χέρι ο ηχολήπτης, ένας άγιος άνθρωπος, που δέχτηκε να κάνουμε τη μίξη μαζί –εγώ κι αυτός. Το αποτέλεσμα ήταν πάλι σκατά, αλλά αυτή τη φορά ήταν τα δικά μας σκατά. Τελειώσαμε την ηχογράφηση με το παράπονο οτι αν είχαμε 8-10 ώρες ακόμα το αποτέλεσμα θα έβγαινε τέλειο, μόνο το Μέταλλο μάς κορόιδευε υποστηρίζοντας ότι αν είχαμε 8-10 ώρες ακόμα θα τα καταστρέφαμε εντελώς τα κομμάτια.
Τέλος πάντων, η εταιρεία είχε κλείσει ένα κλαμπ για παρουσίαση του δίσκου, θα παίζαμε και 2-3 τραγούδια σε στυλ γκαλά, συν κάποιο πουλ μουρ έτσι όπως θα εμφανιζόμασταν με την Κριστίν των Στρες.

Παρουσίαση δίσκου. Με την πλάτη στον τοίχο. Πάνε κοντά τρεις μήνες από τότε που η Έλλη μπήκε στην κλινική της Ελβετίας και η μάνα του Γιωργάκη έχει οχτώ μήνες πεθαμένη.
«Τεράστιε Τρανζίστορ, κορυφαίε ηχολήπτη», πανηγύρισε ο Πίβοτ.
Το πρωί είχαμε ακούσει την φρεσκοκομμένη κόπια κι ήταν ακόμα ενθουσιασμένος.
Εγώ πάλι όχι.

Ο Γιωργάκης δίπλα μου κουλουριασμένος στο δάπεδο του αυτοκινήτου ψάχνει για πεσμένα χάπια, προηγουμένως φρέναρε απότομα το Μέταλλο ενώ ετοιμαζόταν να μπουκωθεί και του πέσανε –πανικός κι ομίχλη. Εγώ καπνίζω και δεν μπορώ να ξεκολλήσω το βλέμμα από τα πεζοδρόμια, θέλω να είμαι εκεί –καταλαβαίνεις; Να έχω μια δουλειά που θα μου γαμάει το κεφάλι για να μη χωράνε οι σκέψεις και στο τέλος της μέρας να επιστρέψω σπίτι, άδεια ρούχα χωρίς άνθρωπο μέσα τους. Να ξέρω οτι κάποια στιγμή θα γυρίσω σπίτι και θα εξαϋλωθώ –αυτό θα μου ήταν αρκετό. Δεν ζηλεύω γιατί δεν φτάνω μέχρι εκεί, οι δυνατότητές μου περιορισμένες.
«Εδώ είναι;» ρωτάει το Μέταλλο.
Μπροστά μας ένα κλαμπάκι εντελώς ανακαινισμένο κι αρκετά δήθεν, στην πόρτα ένας χοντρός με μαλλούρα.
«Ταμπέλα δεν έχει;» αναρωτιέται ο Πίβοτ.
«Κάψε τις ταμπέλες αν θες να μάθεις τι δείχνουν στ΄αλήθεια», ψευδίζει δίπλα μου ο Γιωργάκης.
Τον κοιτάζω. Τον λυπάμαι.
«Δε θα τα καταφέρει», λέω στον Πίβοτ.
«Άντε γαμήσου», μου απαντάει ο Γιωργάκης.
Παρκάρουμε μπροστά στην είσοδο του κλαμπ.
«Μην παρκάρετε εδώ», λέει ο μαλλιάς.
«Γιατί;»
«Είναι πιασμένο, έχουμε εκδήλωση».
«Εμείς είμαστε η εκδήλωση».
«Γεγονός;»
Μας κοιτάζει σα λιωμένες μύγες, μας κάνει νόημα να περιμένουμε και μπαίνει στο μαγαζί. Παρκάρουμε και τον ακολουθούμε. Πάνω που μας παίρνει χαμπάρι κι ετοιμάζεται να μας λιανίσει σκάει μύτη ο Κοντός.
«Καλώς τα παιδιά –αργήσατε», λέει.
Ο Πίβοτ ρεύεται με θόρυβο.
«Αυτοί είναι;» τον ρωτάει ο μαλλιάς.
«Ψιτ, φιλαράκι –φέρε μας τίποτα μπύρες και πάρε κι αυτό να πας σε κάνα κουρείο της προκοπής», του χώνεται ο Πίβοτ ανεμίζοντας ένα κατοστάρικο.
Ο μαλλιάς τον κοιτάζει, χαμογελάει.
«Πάμε μέσα παιδιά», λέει ο Κοντός.
Τον ακολουθούμε, όμως αντιλαμβάνομαι οτι χάσαμε τον Πίβοτ, γυρίζω πίσω, τον πετυχαίνω κολλημένο στον τοίχο κι ο μαλλιάς να προσπαθεί να τον μπουκώσει με το κατοστάρικο.
«Έλα ρε φίλε, άστον, είναι λιώμα», λέω.
Ο μαλλιάς με κοιτάζει, κοιτάζει τον Πίβοτ, αφήνει το κατοστάρικο να πέσει στο πάτωμα.
«Πάμε μέσα», του ζητάω.
Ο Πίβοτ κρεμιέται στο μπράτσο μου κι εγώ τον σέρνω.
«Κοίτα μη σε πετύχω όταν θα είμαι πιωμένος γιατί με τέτοιο μαλλί άνετα σε γαμάω», φωνάζει προς τα πίσω καθώς μπαίνουμε στην αίθουσα.
Δεν έχω χρόνο ν΄ανησυχήσω για τον μαλλιά επειδή η αίθουσα είναι τίγκα, βρωμάει ιδρώτα ανακατεμένο με πατσουλί και κάμποσοι άνθρωποι με χτυπάνε στην πλάτη. Ζαλίζομαι, ψάχνω τοίχο ν΄ακουμπίσω, ο Πίβοτ μου αφήνει το χέρι και περπατάει αεράτα, αγκαλιάζει κάποιους από το σωρό, γελάει βροντερά, πού είναι οι άλλοι;

Διακρίνω το Μέταλλο να σηκώνει κάποιο μπουκάλι μπύρας πριν το φέρει στο στόμα του και το αδειάσει μονορούφι. Δεν βλέπω πουθενά τον Γιωργάκη. Κολυμπάω προς το Μέταλλο.
«Μπράβο παιδιά».
«Καιρός ήταν να βγει ο δίσκος».
«Από το συγκρότημα δεν είσαι;»
«Ποιος είσαι;»
Φτάνω στο Μέταλλο, αρπάζομαι από το μπουφάν του σα ναυαγός.
«Πού είναι ο Γιωργάκης;» τον ρωτάω.
«Στα πιτς», απαντάει.
Φεύγω σφαίρα για τις τουαλέτες. Κάτι παιδιά κοροϊδεύονται απέξω, κάποιος ξερνάει στους νιπτήρες, μετράω κλειστές πόρτες, ευτυχώς η πόρτα του είναι κλεισμένη αλλά όχι κλειδωμένη. Σπρώχνω απαλά.
«Άλλος», μουγκρίζει από μέσα.
«Ίδιος», υποστηρίζω.
Η πόρτα ελευθερώνεται αμυδρά. Μπαίνω και τον πετυχαίνω γονατισμένο.
«Πουδράρεις τη μύτη σου;» τον ρωτάω.
«Δεν βγαίνει αλλιώς», ψελλίζει.
«Σε χρειαζόμαστε έξω», του υπενθυμίζω.
«Δώσμου δυο λεπτά», παρακαλεί.
«Αν είναι για δύο μόνο...» μουρμουρίζω καθώς βγαίνω.
Φροντίζω να αποφύγω τους εμετούς, κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Είμαι γέρος, χαρακωμένος και ανήμπορος –κι είμαι μόνο 20 χρονών γαμώ το θεό μου. Στρώνω τα μαλλιά μου κατά πίσω, επιθεωρώ για τυχόν αραίωση –όχι ακόμα, μη γίνεσαι υστέρω, έχεις χρόνια μπροστά σου, χρόνια για να σε καταντήσουν απαράλλαχτο με τον γέρο σου.
«Ευτυχώς που δε θα ζήσω να τα δω», μουρμουρίζω χαμογελώντας.
Νιώθω λίγο όμορφος τώρα.
«Τι κοιτάζεσαι μωρή Λουκρητία;» ξεκαρδίζεται πίσω μου ο Γιωργάκης.
«Άντε, πάμε», του λέω.
«Μισό λεπτό», έρχεται δίπλα μου.
Επιθεωρεί προσεκτικά τα ρουθούνια του, τσιτώνει το δέρμα στα ζυγωματικά του λες και ψάχνει για φακίδες. Μου παίρνει κάμποσο να καταλάβω οτι δεν κοιτάζει εκεί που πιάνει, τα μάτια του ψάχνει.
«Εντάξει, δε φαίνεσαι», τον καθησυχάζω. «Στο μισοσκόταδο τουλάχιστον...»
Με χτυπάει φιλικά στην πλάτη.
«Πότε θα τελειώσει όλο αυτό ρε φίλε;» παραπονείται.
«Ε, σε κάνα δυο ώρες...» υποθέτω.
«Αααα, λες γι΄αυτό εκεί έξω...» συμπεραίνει.
«Τι άλλο;» απορώ.
«Τίποτα άλλο. Πάμε να κάνουμε τις μαϊμούδες», μου χαμογελάει ξεκινώντας.
Βγαίνω μαζί του.
«Ελάτε ρε παιδιά να ξεκινήσουμε. Θα μας φάνε ζωντανούς», διαμαρτύρεται ο Χοντρός.
«Αν αρχίσουν από σένα μπορεί και να τη γλιτώσουμε οι υπόλοιποι», ψιθυρίζει ο Γιωργάκης.
Τον ακούω, γελάω –γελάει κι εκείνος. Για μια στιγμή νομίζω οτι όλα είναι ωραία, αντικρίζοντας τα στημένα όργανα, 20 μέτρα μακριά μας, ελπίζω οτι το ροκ εν ρολ θα σώσει τις ψυχές μας. Αλλά μετά θυμάμαι οτι δεν είμαι μεταλάς, ούτε καν χαρντ, ή κλασσικός. Είμαι στη μέση της κατολίσθησης με την πλάτη στον τοίχο.

Ο Πίβοτ προσπαθεί μάταια να κουρδίσει, το Μέταλλο φέρνει γύρες στο σκαμνί του, ο κόσμος φωνάζει από κάτω και μάς καταβρέχει με μπύρες (ελπίζω τουλάχιστον να είναι μπύρες). Φοράω το μπάσο, δοκιμάζω να παίξω, ο ήχος ακούγεται σαν ηλεκτρικός ανασκολοπισμός, βιάζομαι να χαμηλώσω. Εδώ μέσα θα μας φάνε ζωντανούς, εδώ μέσα θα πεθάνουμε.
«Καλησπέρα, είμαστε το Φάντασμα στη Μηχανή –εσείς ποιοι μαλάκες είστε;» φωνάζει ο Γιωργάκης στο μικρόφωνο.
Ο κόσμος από κάτω χαχανίζει –είναι μαλάκες τελικά.
«Πάμε», λέει ο Πίβοτ.
Δεν χρειάζεται να μάς πει το κομμάτι, έχουμε πλέον αυτοματισμούς, είμαστε επαγγελματίες. Ο Γιωργάκης τραβάει ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά από την τσέπη τού μπουφάν του και τα φοράει, ο κόσμος από κάτω επικροτεί. Και παίζουμε. Ένα, δύο, τρία κομμάτια –είμαστε νευρικοί και νευριασμένοι, είμαστε έμπειροι αλλά αδιάφοροι. Ο Γιωργάκης ρίχνει μια ερμηνεία δυο τόνους πάνω από την συνηθισμένη του υπερβολή, κάπου στη μέση του δεύτερου κομματιού κυλιέται μπροστά από το πάλκο, ο κόσμος κάνει πίσω για να μην τον πατήσει.
«Να τον μαζέψω;» ρωτάω τον Πίβοτ.
«Άστον να φάει καμιά μπας και συνέλθει», μου απαντάει.
Γυρίζω πίσω να κοιτάξω το Μέταλλο που κάτι ψάχνει μεταξύ τομ και κάσας –τι ωραίοι που είμαστε όλοι μας.
Ο Κοντός έρχεται δίπλα μας όταν τελειώνουμε το τρίτο τραγούδι, παίρνει το μικρόφωνο από τον Γιωργάκη (με κάποια δυσκολία) και αναγγέλλει οτι δίσκοι μας πωλούνται δίπλα στην είσοδο κι ότι θα ακολουθήσει μουσική από τα πλατό. Αφήνουμε τα όργανα και κατεβαίνουμε, είμαστε πια σταρ, δεν χρειάζεται ν΄ανησυχούμε μη μας τα κλέψουν.
«Αυτά τι να τα κάνω;» ρωτάει ένας ιδρωμένος πίσω μας.
«Βάλτα στην κάβα πίσω –θα τα πάρουμε φεύγοντας», του απαντάει ο Κοντός.
Διασχίζουμε τον κόσμο, φτάνουμε στο μπαρ, παραγγέλνουμε –θέλω να πάρω το ακριβότερο κοκτέιλ αφού τα ποτά είναι τζάμπα, αλλά φοβάμαι οτι αν το πάω έτσι θα πλακωθώ στους εμετούς πριν τελειώσει η νύχτα.
«Βότκα τόνικ», παραγγέλνω.
«Εσύ κι ο Σιντ Βίσιους», με κοροϊδεύει ο Πίβοτ.
«Ίσα ρε βλάχο με τα μπουρμπόν», του χώνομαι.
Κοιταζόμαστε, ψάχνουμε να βρούμε αν αστειευόμαστε ή είμαστε έτοιμοι για καυγά –δε βγαίνει άκρη κι έτσι το παρατάμε.
«Το τραπέζι εκεί είναι κρατημένο για σας», λέει ο Χοντρός αγκαλιάζοντάς μας.
Φτάνουμε, καθόμαστε –γαμήλιο τραπέζι με μας στο ρόλο των νεόνυμφων –κάθονται ήδη κάτι τσουτσέκια, για δημοσιογράφους τους κόβουμε. Ο Χοντρός παίρνει παραγγελίες σα γκαρσονάκι, έχουν φέρει κάτι μπολ με παγάκια τα οποία περιεργάζεται ο Γιωργάκης, ξέρω οτι πριν περάσει μισό λεπτό θ΄αρχίσει να μας τα πετάει στα κεφάλια.
«Λοιπόν; Ευχαριστημένοι;» ρωτάει ο Χοντρός.
Ποιους ρωτάει; Εμάς ή τους άλλους;
«Πότε θα ΄ρθετε από τα γραφεία του περιοδικού να σας κάνουμε μια συνέντευξη;» ακούω κάποιον να ρωτάει τον Πίβοτ.
«Ποιου περιοδικού;» ζητάει να μάθει ο Πίβοτ.
Ο άλλος του λέει κι ο Πίβοτ σχολιάζει οτι το περιοδικό αυτό πουλάει 10 τεύχη το μήνα –μόνο στους συγγενείς των συντακτών. Κάποια παγωμάρα.
«Λογίκεψέ τον εσύ –τόσα λεφτά μου στοίχισε να σας αγοράσω εξώφυλλο», μου ψιθυρίζει ο Χοντρός.
«Εξώφυλλο;» αναρωτιέμαι.
«Γιατί –σας χαλάει;»
Σκύβω στον τύπο του περιοδικού.
«Γράψε μου το τηλέφωνό σου κι αύριο θα σε πάρω να κλείσουμε ραντεβού», τον καθησυχάζω.
Η βραδιά κυλάει υπέροχα. Πίνουμε ότι μας φέρνουν στο τραπέζι, κάτι γκόμενες πλησιάζουν διστακτικά, τις βουτάμε, τις χουφτώνουμε αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι ουσιαστικότερο. Ο Γιωργάκης αλλάζει συνέχεια συνδυασμούς χαπιών προκειμένου να διατηρείται, ο Πίβοτ φεύγει κάθε τόσο και επιστρέφει με διαφορετική γκόμενα –τις πηδάει ή τις μαστουρώνει, δεν έχω καταλάβει... Το Μέταλλο έχει πιάσει κουβέντα με κάτι σπυριάρηδες, πάω στοίχημα οτι μιλάνε για μουσική. Κι εγώ νιώθω σα να με έχουν περάσει από χλοοκοπτικό. Πριν λίγο μάς πλησίασε ένα κοριτσάκι, ζήτησε από τον Γιωργάκη να της υπογράψει στον δίσκο μας κι εκείνος τον πήρε και τον έσπασε.
«Άντε ν΄αγοράσεις καινούργιον τώρα, να μας κάνεις και κατανάλωση», της είπε.
Το κοριτσάκι έφυγε κλαίγοντας.
«Είμαστε σ΄αυτό για το χρήμα», μου είπε όταν κατάλαβε οτι τον κοίταζα.
«Ποιο χρήμα ρε μαλάκα...» σχολίασα.
«Σήμερα εδώ, αύριο σε πολυεθνική», σιγοντάρισε ο Πίβοτ.
«Ναι –κάτι άκουσα οτι η Έπικ έδιωξε τους Κλας και μας περιμένει», σχολίασε το Μέταλλο.
«Η Έπικ ούτε να μάς Κλας...» παρατήρησα αφηρημένα.
Ο σπυριάρης κάτι σχολίασε και γέλασε μόνος του, μετά σημείωσε σ΄ένα ταλαιπωρημένο σημειωματάριο.
«Δώσε στην κοπελίτσα έναν καινούργιο δίσκο», ψιθύρισα στον Χοντρό.
«Τα έχετε πάρει τα 20 αντίτυπά σας», διαμαρτυρήθηκε.
«Δώσε ρε πούστη ένα από τα δικά μου κι ας πάρω 19», μούγκρισα.
«Καλά», συμφώνησε αλλά δεν κουνήθηκε από τη θέση του.
Η βραδιά δε λέει να πάρει τέλος. Εμείς αντιθέτως...

Ξύπνησα σ΄ένα βρώμικο δωμάτιο, κουβαριασμένος μαζί με τα χρησιμοποιημένα κλινοσκεπάσματα, πονούσε το φως στα μάτια μου, θα σηκωνόμουν να το αποφύγω αν κάποιος κακός άνθρωπος δεν είχε γεμίσει με κοτρόνες το στομάχι μου, βόγκηξα απεγνωσμένα. Το δωμάτιο παρέμεινε ήσυχο. Μύρισα ανθρώπινη παρουσία εκεί μέσα κι αυτό μη νομίζεις οτι ήταν εύκολο –βύνη στη φάση της δεύτερης ζύμωσης, ούρα, ιδρώτας, σάλιο –όλα αυτά υπήρχαν μέσα στο δωμάτιο, όλα αυτά συναγωνίζονταν ποιο θα επικρατήσει στην ατμόσφαιρα.
«Είσαι εδώ;» κλαψούρισε μια κοριτσίστικη φωνή.
Υπολογίζοντας την απόσταση που μας χώριζε κατάλαβα οτι δεν απευθυνόταν σε μένα. Στριφογύρισα όμως.
«Ποιος είναι;» ρώτησε τώρα η κοριτσίστικη φωνή.
Και τότε οι φιγούρες ξεκόλλησαν από τα πατώματα, αλιγάτορες που παραφύλαγαν θαμμένοι σε λάσπη από κουβέρτες, ξεκόρμιζαν αναζητώντας πρόσβαση στο κρεβάτι στη μέση του δωματίου, ανακλαδίστηκα συμμετέχοντας κι εγώ σ΄αυτό το Ξύπνημα των Νεκρών Ζωντανών.
Το κορίτσι που ρωτούσε πριν από λίγο αποφάσισε να το ρίξει σ΄ένα βουβό κλάμα με μπόλικο αναφιλητό, οι αλιγάτορες έβγαζαν ήχους πιο βρώμικους απ΄τις ανάσες τους όσο κυριαρχούσαν στο δωμάτιο.
«Εδώ είσαι κι εσύ ρε Τρανζίστορ;» άκουσα από το πουθενά, έψαξα να τον βρω.
Φυσικά ο θρυλικός Πίβοτ ήταν στο κρεβάτι –πού αλλού;
«Οι υπόλοιποι;» τον ρώτησα.
«Το Μέταλλο δίπλα...» είπε.
«Πού δίπλα;»
«Δίπλα... σε κάποιο παράλληλο σύμπαν...»
Πάει να πει οτι το Μέταλλο την είχε πέσει με τους χασίκλες κι εμείς (απ΄όσο μπορούσα να ξεχωρίσω) με τους χαπάκηδες και τα πρεζόνια.
«Ο Γιωργάκης;»
«Ότι ξέρεις –ξέρω».
Θυμόμουν τη στιγμή που μπήκαμε στο σπίτι, εκείνα τα ατέλειωτα σκαλιά μέχρι την εξώπορτα, τη μυρωδιά κλεισούρας που με χτύπησε, τη στιγμιαία αηδία που ένιωσα για τη γκόμενα κάτω από τη μασχάλη μου...
«Η Κριστίν;» τσίριξα.
«Μαλάκα τη γαμήσαμε...» τινάχτηκε ο Πίβοτ εντελώς ξύπνιος.
«Ρούχα», φωνάξαμε ταυτόχρονα.
Πεταχτήκαμε στο πεζοδρόμιο παλεύοντας να ντυθούμε, λίγο ακόμα και θα φορούσαμε τις κάλτσες πάνω απ΄τα παπούτσια. Κοιτάξαμε δεξιά –αριστερά, κάναμε τροχάδην το τετράγωνο, πουθενά η Κριστίν.
«Αν τη χάσαμε προτιμώ να φύγω μετανάστης παρά να το πω στον Κώστα», κλαψούρισε ο Πίβοτ.
Δεν είχε άδικο –είχα δει τον Κώστα να ρίχνει ξύλο και δεν ήθελα να το ξαναδώ, πόσο μάλλον να το φάω εγώ ο ίδιος.
«Μήπως να το λέγαμε στον Λούη;» ρώτησα.
Ο Πίβοτ με κοίταξε σα να’χα τρία μάτια και πόδια φυτρωμένα στις μασχάλες.
Πάλι δίκιο είχε.
«Πάμε πίσω στο κλαμπ –εκεί δεν την αφήσαμε;» αναρωτήθηκε.
Να πηγαίναμε πίσω, μια κουβέντα ήταν –πώς να πας πίσω όταν δεν ξέρεις που βρίσκεσαι; Κι αν δεν είσαι μπροστά δηλαδή; Αν βρίσκεσαι ακόμα πιο πίσω; Θα πεις –πηγαίνοντας πίσω φτάνεις παντού έστω κι αν χρειαστεί να κάνεις τον γύρο της γης.... Ζαλίστηκα, το στομάχι μου τραντάχτηκε –διπλώθηκα στα δύο κι έβγαλα μαύρη χολή στο πεζοδρόμιο.
«Καθάρισε πρώτα και μετά να ψάξουμε για ταξί», είπε ο Πίβοτ.
Δίκιο ξανά –τρία στα τρία.

Τριγύρω μας η συνοικία έμπαινε σιγά-σιγά σε λειτουργία, μάλλον βρισκόμασταν κοντά στο κέντρο, σ΄αυτές τις περιοχές που έχουν τιγκάρει τις πολυκατοικίες μετατρέποντας τα διαμερίσματα σε γραφεία, πας να πούμε στον οδοντογιατρό και πέφτεις πάνω σε κουζίνα, με νεροχύτες, ντουλάπια και τα ρέστα. Είχε πρωινό φως μισοκρυμμένο από τη συννεφιά, από την κίνηση έκοβα οτι πρέπει να ήταν ανάμεσα σε 7 και 9 η ώρα.
«Πάμε να βρούμε κανέναν κεντρικό;» πρότεινε ο Πίβοτ.
«Για ταξί ε;» έκανα σα χαζός.
Με κοίταξε αλλά δε μίλησε.
Έβγαλα τσιγάρο τον κέρασα καθώς περπατούσαμε, το πήρε και ξέχασε να το ανάψει.
«Τι έγινε εκεί μέσα;» τον ρώτησα.
«Πού να ξέρω;» απόρησε.
«Δεν θυμάμαι πώς ήρθαμε;»
«Κενό. Θυμάμαι οτι ήμουνα με μια ψόφια στις τουαλέτες και υπολόγιζα αν άξιζε να χαραμίσω μισό φιξάκι για να την πηδήξω. Και μετά ήρθε το Μέταλλο να μου πει οτι φεύγουμε. Στη συνέχεια....»
Βρεθήκαμε σ΄ένα σταυροδρόμι, αφουγκραστήκαμε, αποφασίσαμε να πάμε αριστερά.
«Στη συνέχεια βρέθηκα έξω απ΄αυτή την πόρτα να περιμένω τη γκόμενα με το κλειδί...»
«Και μετά στο δωμάτιο –έτσι;»
«Στο δωμάτιο με την ψόφια που προσπαθούσα να ξεφορτωθώ...»
«Και τελικά;»
«Την ξεφορτώθηκα».
«Δεν ρωτάω αυτό....»
«Αααα».
Το είδαμε να βγαίνει από το στενό σαν ιπποπόταμος με κακοφορμισμένη παρανυχίδα.
«Ταξί», φωνάξαμε ταυτόχρονα.
Σταμάτησε, μπήκαμε, δώσαμε το όνομα του κλαμπ –ο ταρίφας βλαστήμησε.
Εμείς περιμέναμε.
«Γιατί δεν ξεκινάει;» ρώτησε ο Πίβοτ.
Σήκωσα τους ώμους απορημένος.
«Φίλε το ξέρεις το μαγαζί που σου είπαμε;» ρώτησε ο Πίβοτ σκύβοντας μπροστά.
«Το ξέρω –εσύ το ξέρεις;» τσίριξε ο ταρίφας.
«Εεε, ναι...» είπε ο Πίβοτ.
«Κι άμα το ξέρεις ρε κωλόπαιδο τι με ταλαιπωρείς; Δυο στενά παρακάτω είναι, θες και ταξί;» τσαντίστηκε ο ταρίφας.
Κατεβήκαμε με τα μούτρα κιμά.
«Έφυγε ρε μαλάκα πριν τον ρωτήσουμε προς τα που είναι το μαγαζί», παρατήρησα.
«Ναι –γιατί αν δεν έφευγε θα τον ρώταγες», γέλασε ο Πίβοτ.
4-0 στα δίκια.

Περιπλανηθήκαμε μέχρι ο ήλιος να καβαλήσει τις κορυφές των κεφαλιών μας και τότε μόνο, αφυδατωμένοι, με τα μάτια ξερά και τις γλώσσες τουμπανιασμένες καταφέραμε να βρούμε το κλαμπ – δεν ήταν εύκολο πράγμα να το αναγνωρίσεις στο καταμεσήμερο... Εμείς το αναγνωρίσαμε πάντως από την Κριστίν που μας περίμενε απέξω, κάπως χολωμένη επειδή αφήσαμε τα βρωμοπούλια να την κουτσουλίσουν.
«Ευτυχώς», είπε ο Πίβοτ.
«Μ’ ένα πλύσιμο θα γίνει σένια», είπα εγώ.
«Εντάξει –οδήγα εσύ», ψιθύρισε ο Πίβοτ.
Και τότε, σταματώντας στη μέση της διαδρομής για τη μπροστινή δεξιά πόρτα της Κριστίν, ανακάλυψε αυτό που είχα μόλις συνειδητοποιήσει.
«Τα κλειδιά τα έχει το Μέταλλο –έτσι;»
Έτσι.
Βρήκαμε την πλευρά της Κριστίν που δεν τη βάραγε ο ήλιος και σωριαστήκαμε –δυο ταλαιπωρημένα σακιά με σάπιο το περιεχόμενο.
«Τουλάχιστον είμαστε μεγάλοι ροκ σταρς», σχολίασε ο Πίβοτ.
«Ναι –δεν ψάχνεσαι για τίποτα μαύρα γυαλιά μπας και σώσουμε τα μάτια μας;» πρότεινα.
«Διψάω», είπε.
Δεν του έδωσα σημασία. Έκλεισα τα μάτια κι αποφάσισα να μείνω έτσι μέχρι να περάσουν όλα.
«Τρανζίστορ», άκουσα να με φωνάζει ξέπνοα.
«Τι θες;» ρώτησα με τα μάτια ακόμα κλειστά.
«Δεν είμαι μουνόπανο ρε φίλε –απλά όλα πήγαν στραβά», είπε.
«Στραβά για όλους τους υπόλοιπους εκτός από σένα», παρατήρησα.
«Γιατί γίνεσαι τέτοιος;» παραπονέθηκε.
Δεν είχα όρεξη ν’ανοίξω τα μάτια.
«Τι θες τώρα –να βγεις κι από πάνω;» ψιθύρισα.
«Είμαστε συγκρότημα ρε μαλάκα κι αυτό μετράει πάνω απ΄όλα», απάντησε.
«Δε σε είδα να το μετράς όταν κανόνιζες την κυρία Κατερίνα», παρατήρησα.
«Ενώ εσύ... πάσα την Έλλη λόγω αφοσίωσης στην παρέα –έτσι;» γέλασε ο Πίβοτ.
Μετά δεν γέλαγε επειδή ήμουν ήδη όρθιος και τον κλώτσησα στο στόμα –από τα νεύρα μου αστόχησα –το τακούνι της αρβύλας έγλυψε το μάγουλό του πριν κοπανήσει την πόρτα της Κριστίν. Έμεινα να χαζεύω το βαθούλωμα ενώ ο καργιόλης είχε κατουρηθεί στα γέλια.
Σε τέτοια κατάσταση μας πέτυχε το Μέταλλο –για την ακρίβεια πέρασε δίπλα μας (μπορεί και να κλώτσησε απαλά τον ώμο του Πίβοτ για να περάσει) –χώθηκε πίσω απ΄το τιμόνι και άναψε τη μηχανή. Βιαστήκαμε να μπούμε μέσα, εγώ στην πίσω θέση, ο Πίβοτ αναγκαστικά μπροστά.
«Πώς πάει;» ρώτησε το Μέταλλο.
«Προσεχώς καλύτερα», είπε ο Πίβοτ.
Εγώ ψάχτηκα για τσιγάρα, ο Πίβοτ το κατάλαβε και μου έδωσε το δικό του αναμμένο.
«Να σ΄αφήσω κέντρο;» ρώτησε το Μέταλλο.
Εγώ και ο Πίβοτ είχαμε νοικιάσει κάτι ανήλιαγα κλουβιά σε πολυκατοικίες της Νεάπολης –το Μέταλλο είχε νοικιάσει με κάτι φίλους πίσω από το Καλλιμάρμαρο κι ο Γιωργάκης έμενε στο, άδειο πλέον, σπίτι της μητέρας του.
«Έχω να περάσω από το μαγαζί», είπε ο Πίβοτ.
«Κι εσύ;» με ρώτησε το Μέταλλο.
«Όπου βρεις, δεν έχει σημασία», μουρμούρισα.
«Αύριο απόγευμα πρόβα», ανακοίνωσε το Μέταλλο.
«Δεν μπορώ», είπε ο Πίβοτ.
«Να μπορέσεις», του απάντησε.
«Ο Γιωργάκης;» αναρωτήθηκα.
«Θα έρθει», είπε το Μέταλλο.
«Πού το ξέρεις;» ρώτησα.
«Πάντα έρχεται», είπε ο Πίβοτ.
5-0.

Με κατέβασαν κάπου στα Χαυτεία με τον ήλιο κόντρα και τους ανθρώπους εχθρικούς. Τα πόδια μου γλιστρούσαν μέσα στις βρώμικες κάλτσες, η ανάσα μου σκότωνε αρουραίο στα 10 μέτρα, το κεφάλι μου απορούσα πώς δεν είχε ακόμα κατρακυλήσει σε κάνα λούκι, να χαθεί στους υπονόμους να τελειώνουμε. Κάποιος με σκούντηξε από τα πλάγια, ανέβηκα βιαστικά στο πεζοδρόμιο και κόντεψα να γκρεμίσω έναν παρκαρισμένο λαχειοπώλη.
Έβρισα –μ΄έβρισαν.
Η Έλλη, το βράδυ πριν φύγει για Ελβετία, μου είχε πει οτι θα γινόταν σύντομα καλά, θα γύριζε πίσω και θα’βαζε τους φίλους της να με μαχαιρώσουν. Ήταν κι αυτό κάποια ελπίδα. Πέρασα τρέχοντας στο απέναντι πεζοδρόμιο, παραλίγο να με πατήσει ένα τρόλεϊ, σκόνταψα σε ανύπαρκτα εμπόδια και κατάφερα, με τα χίλια ζόρια, να χωθώ σ΄ένα καφενείο. Βρώμαγε βλάχους, σκόρδο και φτηνά τσιγάρα εκεί μέσα κι από ησυχία γάμησέ τα, σκέτος σταθμός τρένου... αλλά δεν είχα τουλάχιστον τον ήλιο ν΄αντιμετωπίσω -αυτό ήταν κάτι.
Ένας σκατόγερος παράτησε την πρέφα και με έδειξε στην υπόλοιπη παρέα του, έκανα πώς δεν κατάλαβα.
«Μια μπύρα», είπα στον λιγδιάρη που περνιόταν για γκαρσόνι.
Έβγαλα ένα στραπατσαρισμένο πακέτο, τράβηξα την πιο πρόθυμη από τις πέντε τσαλακωμένες Καμήλες και παιδεύτηκα με τον ξεθυμασμένο αναπτήρα μου. Όλα άσπρα –ζαλίστηκα, κρατήθηκα από το φορμάικα τραπέζι για να μη σωριαστώ. Η μπύρα ήρθε επιτέλους.
«Παιδί», άκουσα από κάπου μακριά μου, σαν από τούνελ.
Δεν έδωσα σημασία.
«Νεαρέ».
Σήκωσα το κεφάλι, κατέβα δυο γερές γουλιές μπύρας, κοίταξα τον γέρο στο τραπέζι της πρέφας.
«Συμβαίνει κάτι;» ρώτησα.
«Αυτό θα σε ρωτάγαμε κι εμείς. Έχεις κάτι; Να φωνάξουμε γιατρό;» έκανε με δήθεν ενδιαφέρον ο σκατόγερος.
Έψαξα το τσιγάρο μου, το βρήκα στο τασάκι κι άρχισα να το περιεργάζομαι. Ήπια ακόμα λίγη μπύρα, κοίταξα έξω από τη μυγοχεσμένη τζαμαρία, ο ήλιος έκαιγε την άσφαλτο.
«Σου μιλάω –κουφός είσαι;» επέμεινε ο γέρος.
«Ρε σάλτα και γαμήσου», του ευχήθηκα.
Έσβησα το τσιγάρο, ήπια λίγη ακόμα μπύρα.
«Τον άκουσες το μπούστη;» ρώτησε ο γέρος γενικώς την παρέα του.
«Θα μας καβαλήσουν τα κωλόπαιδα, να το δεις», σιγοντάρισε ο διπλανός του.
«Αυτά συμβαίνουν όταν δεν υπάρχει κράτος», συμπέρανε ένας άλλος.
Γέλασα.
«Γελάει το αρχίδι», παρατήρησε ο τρίτος της πρέφας.
«Άμα σηκωθώ πάνω, θα του το κόψω εγώ το γέλιο μια και καλή», είπε ο σκατόγερος.
Αναστέναξα –αυτό μας έλειπε τώρα.
«Τι θες ρε κωλόπαιδο;»
«Σήκω φύγε από ΄δω μέσα μη σε γαμήσω».
«Σήκω φύγε ρε».
Εξακολουθούσα να χαμογελάω με απορία –τι άλλο να΄κανα;
Το γκαρσόνι ήρθε και στάθηκε πάνω απ΄το κεφάλι μου.
«Πλήρωσε και φύγε», μου είπε.
«Γιατί;»
«Ενοχλείς τους πελάτες».
«Εγώ;»
«Όχι –τ’αυγό. Πλήρωσε τώρα κι άντε στην ευχή...»
Οι γέροι εξακολουθούσαν να με αγριοκοιτάζουν. Ψάχτηκα, βρήκα κάτι κέρματα σε μια τσέπη, τα μέτρησα με το πάσο μου και τ΄άφησα να κυλήσουν στο τραπέζι. Το γκαρσόνι πήγε να πάρει το μπουκάλι, τον σταμάτησα.
«Την πλήρωσα –να μην την πιω;» διαμαρτυρήθηκα.
Τράβηξα μια ξεγυρισμένη γουλιά με τον άλλο μπάστακα πάνω απ΄το κεφάλι μου, σηκώθηκα. Περνώντας από την παρέα των πρεφαδόρων, ακούστηκαν κάτι «ίσα μωρή λουλού», «καλέ σύκα» και τέτοια γραφικά –δεν τους κοίταξα. Ανοίγοντας την πόρτα κοντοστάθηκα, σ΄ένα τραπέζι εκεί δίπλα κάποιοι είχαν πιει φραπέδες και το γκαρσόνι τα είχε αφήσει αμάζευτα όταν οι κάποιοι έφυγαν, άρπαξα λοιπόν ένα ποτήρι και το έστειλα συστημένο στη μάπα του σκατόγερου –τον πέτυχα στα γερά, βόγγηξε, μάτωσε –όσο οι άλλοι ασχολούνταν με το σακατιλίκι του βρήκα την ευκαιρία να πετάξω και μια καρέκλα στη τζαμαρία.
«Πάρτε τ΄αρχίδια μου λιγούρια», φώναξα και δρασκέλισα την έξοδο.
Φωνές πίσω μου όσο γινόμουν μπουχός, κεφάλι βουλιαγμένο ανάμεσα στους ώμους, χέρια σφιγμένα σε γροθιές να πηγαινοέρχονται σε στυλ έμβολο, τετρακοσάρης μετ’ εμποδίων –Βίκτορ Μαρκίν κι έτσι ας πούμε. Πήδηξα έναν ανάπηρο με επιτυχία, απέφυγα κάτι σακούλες σκουπιδιών, φωνές ακούγονταν πίσω μου, δεν άντεχα να κοιτάξω αν είχαν μπλεχτεί και μπάτσοι στην υπόθεση. Βγήκα στην Ομόνοια κι από κει 3ης Σεπτεμβρίου, έκοψα ταχύτητα με την καρδιά έτοιμη να μου πεταχτεί από το στόμα, κοίταξα τα θλιβερά μαγαζιά, έψαξα τρύπα να κρυφτώ. Κανένας δεν φαινόταν να μ΄ακολουθεί αλλά δεν ήμουνα και σίγουρος. Κάτι κοφίνια με χτυπήσανε στο δεξί νεφρό καθώς ο τύπος που τα κουβάλαγε προσπαθούσε να περάσει ανάμεσα σε μένα και στον τοίχο (ούτε 20 πόντοι απόσταση), ένα λεωφορείο γύρισε την εξάτμιση στα μούτρα μου κι άρχισε να με πυροβολεί ανελέητα, ρούφηξα φτηνή μαστούρα άκαυτης βενζίνας.
Και θέλησα να κλάψω, να γονατίσω στη μέση της ασφάλτου, να μπλοκάρω την κυκλοφορία και να κλάψω σαν πιτσιρίκι που χάθηκε μέσα στο φλεγόμενο ΜΙΝΙΟΝ. Αντί γι΄αυτό όμως έβαλα τα χέρια στις τσέπες, έσκυψα το κεφάλι και συνέχισα το δρόμο μου για το πουθενά –αν δεν είχα κατά νου να ελέγχω κάθε λίγο για τίποτα βρομιάρηδες που μπορεί να με ψάχνανε ακόμα, θα σφύριζα σε στυλ εντελώς περιπατητικό.

Στη Μάρνης χώθηκα σ΄ένα τυροπιτάδικο, έφαγα μια παγωμένη αηδία τίγκα στο λάδι και τη μύγα, ήπια και μια ΗΒΗ –όλα αυτά τα έβγαλα με σπασμούς με το που πέρασα την Πατησίων στο ύψος της Στουρνάρη. Κάτι φοιτητομαλάκες με κοιτάζανε όλο αηδία καθώς ξεμπουκάρανε από το Πολυτεχνείο, μια γύφτισσα με έβρισε με λέξεις που δεν καταλάβαινα επειδή της βρώμισα το πεζοδρόμιο δίπλα στον ταβλά με τα κουλούρια.

Δεν ένιωθα καθόλου καλά κι ήξερα οτι όλα θα χειροτέρευαν σύντομα. Ο Πίβοτ με το Μέταλλο υπολόγιζα οτι κάπου τώρα θα μάζευαν γαμωσταυρίδια και ίσως μερικές κλωτσιές για το βαθούλωμα που είχα κάνει στην Κριστίν, ο Γιωργάκης ήξερα που θα ήταν αλλά φοβόμουν να περάσω –οι γυναίκες που αγαπήσαμε, νεκρές ή στα ψυχιατρεία...

Δεν ένιωθα καλά κι έρχονταν τα χειρότερα.

Νιώθω τον αέρα από την ξαφνική κίνησή της να με γαργαλάει, αφήνω το ακουστικό στη συσκευή και κοιτάζω έξω από το παράθυρο σκεφτικός.
«Μην κάνεις τον κόπο, είναι κλειδωμένα», της υπενθυμίζω.
«Θα μας σκοτώσουν, θα έρθουν για σένα και θα σκοτώσουν κι εμένα...» κλαψουρίζει.
Έχει δει τους μπάτσους να ακροβολίζονται, γι΄αυτό.
«Μην πηγαίνεις κοντά στο παράθυρο και τίποτα δε θα γίνει», της λέω.
Δεν με πιστεύει –κάθεται δίπλα στην πόρτα τρέμοντας.
«Φύγε από εκεί», της ζητάω.
Δεν κουνιέται.
«Φύγε από εκεί», επαναλαμβάνω.
Καμιά ανταπόκριση.
Δρασκελίζω την απόσταση που μας χωρίζει, δεν αντιστέκεται όταν την αρπάζω από το μπράτσο και τη σέρνω μέχρι τον καναπέ, όταν πάω όμως να την καθίσω στα μαξιλάρια, κάποια μυστήρια μύγα την τσιμπάει και τινάζεται –προσπαθεί να χώσει τα νύχια της στη μούρη μου κι έτσι της ρίχνω δυο χαστούκια να ηρεμήσει.
Κάθεται επιτέλους, περιμένω μήπως την πάρουν τα ζουμιά αλλά δεν γίνεται κάτι τέτοιο.
Αρπάζω το κασετοφωνάκι και της το πετάω στον καναπέ.
«Άνοιξέ το», της ζητάω. «Θα σου πω τώρα για το πώς πέθανε ο Γιωργάκης».
Με κοιτάζει αβέβαια αλλά η δημοσιογραφική της αγυρτεία υπερισχύει κι έτσι πατάει το κουμπί της εγγραφής.

Ανάβω δυο τσιγάρα, της δίνω το ένα, μετά θυμάμαι οτι δεν καπνίζει.
«Δεν πειράζει, πάρτο», λέω.

Απλώνει το χέρι της και το παίρνει τρέμοντας.

15 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

kalo paidi alla... είπε...

ω ρε φίλε ω ρε φίλε μας τρέλανες τώρα! ελπίζω να μην αργήσει το επόμενο!!!

The Motorcycle boy είπε...

Το επόμενο; Ποιο επόμενο;

Υ.Γ.: Χεχεχε -κάτσε να ησυχάσει λίγο το κεφάλι μου απ΄αυτό, επειδή έγινε το μυαλό μου ομελέτα όσο το έφτιαχνα. Την άλλη βδομάδα πάντως το κόβω να είμαι ξανά δημοσιευμένος σαν την κρατική περιουσία ας πούμε.

miliokas είπε...

Γεια χαρά_

...κι όπως κάνω πάντα, διάβασα πρώτα το τέλος. Το κάνω και με τα βιβλία αυτό. Κι αφού διάβασα το τέλος, τώρα το έχω αφήσει στη μέση και δε λέω να το συνεχίσω. Ξέρεις, κα΄ποιος κόμπος εκεί κάπου στο ηλιακό πλέγμα_

Στο θέμα μας τώρα.
Τα βιβλία τα πήρα. Τα διάβασα. Τους Τυμβωρύχους τους ξανα-διαβάζω. Η Επανάληψη.. κλπ...

http://miliokas.tumblr.com/post/6216357785/sea-bag-ipod

Οι ταινείες έφτασαν σήμερα -το βράδυ λογικά θα τις έχω στα χέρια μου αφού τις "ταχυδρόμισα" αλλού..

με δυο λόγια θέλω απλά να σ' ευχαριστήσω (δεν είμαι και πολύ καλός σ'αυτά)

όπως και ναχει πάντως, είμαι υπόχρεος
Να περνάς καλά κι εγώ καλύτερα
(;

miliokas aka skylos_mayros

The Motorcycle boy είπε...

Εμένα να ευχαριστήσεις ρε συ; Εγώ ήμουν ο μόνος που δεν έκανα τίποτα!

Κοίτα να ευχαριστηθείς τις ταινίες και να συνεχίσεις να νιώθεις τους Τυμβωρύχους.

Εγώ σ΄ευχαριστώ για τις εικόνες που στέλνεις.

Να είσαι καλά.

miliokas είπε...

Έκανες αλλά δεν το ξέρεις...

Εικόνες υπάρχουν κι άλλες εκει. Μπορείς να πάρεις οποια θέλεις_

miliokas aka skylos_mayros

The Motorcycle boy είπε...

ευχαριστώ -θα το ψάξω μανιωδώς.

santinistas είπε...

Ρε σύ, σταμάτα να μας πυροβολείς, δώσε μας λίγο χρόνο να ανασάναουμε κι ύστερα γάμας μας κανονικά, το έχουμε ανάγκη.




Υ.Γ. αλήθεια που θα βρώ τους τυμβωρύχους?

Dani είπε...

ουφ αγχώθηκα!
Πάλι μας κόβεις πάνω στο καλύτερο

The Motorcycle boy είπε...

Santinistas, εντάξει -τότε την επόμενη βδομάδα να βγάλω ένα φιλολογικό, για τους αγανακτισμένους της πλατείας Συντάγματος ας πούμε, χεχεχεχε.

Οι Τυμβωρύχοι κυκλοφόρησαν από Άθενς Βόις -άρα, ή σε βιβλιοπωλείο κοντά σου ή επικοινωνείς με τους τύπους, νομίζω πουλάνε και ηλεκτρονικά.

Dani, άμα δεν σας κόψω πάνω στην αγωνία πώς θα με ξαναδιαβάσετε την άλλη βδομάδα; Διάολε -δυο τρία βασικά από τον Φώσκολο τα έχουμε εμπεδώσει! (Γι΄αυτό στο επόμενο σκοπεύω να φτιάξω 4-5 σελίδες με το "πέθανε ο Γιωργάκης;" "ο Γιωργάκης είναι νεκρός;" "θέλεις να πεις οτι ο Γιωργάκης, αυτός ο φοβερός τραγουδιστής, αυτός ο καταπληκτικός τύπος πέθανε;" "δηλαδή λες οτι ο Γιωργάκης, ο Γιωργάκης που ήταν εδώ πριν λίγο, ο Γιωργάκης αυτός ο αδάμας..." Καταλαβαίνεις τώρα).

Kit Kat είπε...

Ελα ρε!! Πέθανε ο Γιωργάκης;;; Ολους αυτούς που συμπαθώ πας και βγάζεις απο τη μέση -έτσι;

Πάντως είχες δίκιο, ειναι ενδιαφέρουσα ιστορία και τελικά σε ενημερώνω πως μάλλον θα την έχουμε την ανατροπή και θα περάσει αυτό μπροστά...στη λίστα μου εννοώ.

The Motorcycle boy είπε...

Ε, τότε θα κοιτάξω να το γαμήσω καθαρά από κόμπλεξ επειδή δεν είναι δική μου ιστορία.

Υ.Γ.: Οι φρόντμεν πάντα πεθαίνουν.

Kit Kat είπε...

...άλλωστε πρέπει κάπως να δικαιολογήσεις και συνάμα να διατηρήσεις τον τίτλο σου ως "ιοβόλο φίδι".

Ντάξει, νομίζω πως όλο και κάποιο ρόλο παίζει και ο τρόπος που ειναι γραμμένη μια ιστορία. Δεν αρκεί να είναι απο μόνη της ενδιαφέρουσα -όχι;

The Motorcycle boy είπε...

Σαφώς και δεν αρκεί -θα πρέπει να υπάρχουν υπαινιγμοί για πρόσωπο το οποίο όλοι να νομίζουμε οτι το γνωρίζουμε, καθώς επίσης και σεξ και προδοσία. Και φύσικα ολίγοι φόνοι (αν οι πρωταγωνιστές είναι ροκενρολάδες θα πρέπει απαραιτήτως να συνοδεύονται από βιασμούς).

Ηλίας είπε...

Στο προηγούμενο κεφάλαιο είπα ότι απογειώθηκε, αλλά σε αυτό εδώ φαίνεται να κάνει μια βιαστική πτήση!
Δε λέω ότι είναι κακό, αλλά μου φαίνεται ότι γίναν πολλά πράγματα, πολύ γρήγορα...
Καινούργιος δίσκος, συναυλίες, ψυχιατρεία, θάνατοι.
Περιμένω και τη συνέχεια, αν κι έτσι που το πας βλέπω στο τέλος όποιος ξέρει έστω και το όνομα του Πίβοτ να πεθαίνει.

The Motorcycle boy είπε...

Χμ, όχι βιαστική πτήση -μάλλον το σχέδιο πτήσης φαίνεται σ΄αυτό το κεφάλαιο. Άλλωστε η μόνη εξέλιξη είναι ο καινούργιος δίσκος όλα τα υπόλοιπα είτε έγιναν (και παραμένουν αφώτιστα) είτε θα γίνουν.

Σωστή η εκτίμησή σου περί τέλους -ο Πίβοτ είναι κάτι σαν τη βιντεοκασέτα σ΄εκείνο το γιαπωνέζικο σπλάτερ που όποιος την έβλεπε πέθαινε, χεχεχε.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι