Πέμπτη, Ιουλίου 05, 2012

6. Ένα προπληρωμένο εισιτήριο

Προηγούμενα:


Το διαβατήριο ήταν σκέτο κομψοτέχνημα –εταιρικό, σφραγισμένο, μέχρι και η φωτογραφία μου είχε υποστεί σχετική επεξεργασία για να φαίνεται 10 χρόνια παλιότερη. Το χάζευα όσο ο Βλαδίμηρος δίπλα μου τακτοποιούσε κάτι κούτες, άκουγα την κολλητική ταινία να ουρλιάζει ασφαλίζοντας το περιεχόμενο.
«Τι έχεις εκεί μέσα;» τον ρώτησα, έτσι για να πω κάτι.
«Αγαλματίδια σε αφρολέξ», μουρμούρισε συνεχίζοντας τη δουλειά του.
«Παράνομα να υποθέσω;» υπέθεσα.
«Χέζουν οι αρκούδες στο δάσος;» με διαβεβαίωσε.
«Και η μέθοδος αποστολής...»
«Πολύ περίεργος είσαι...»
«Απλά φιλομαθής».
«Να σε γράψω σε κάνα κολέγιο τότε...»
«Γράψε με και στους Μαοϊκούς, δεν έχω πρόβλημα, αλλά μη μου φορτώσεις τίποτα περίεργο να κουβαλήσω γιατί δεν έχω όρεξη να ξαναμπώ μέσα τόσο σύντομα», του ξεκαθάρισα.
Χαμογέλασε, έσπρωξε πίσω τα τσουλούφια από το μέτωπό του και κάθισε σε μια πολυθρόνα.
«Πώς σου φάνηκε το διαβατήριο;» ρώτησε.
«Μέγκλα».
«Μπα –όλα οι Κινέζοι τα φτιάχνουν πλέον», με διόρθωσε χαμογελώντας.
Χαμογέλασα κι εγώ –ήμασταν ωραία παρέα.
«Πότε λες να φύγεις;» με ρώτησε.
«Θα πρέπει να ψάξω για πτήσεις –το νωρίτερο δυνατό...»
Έγειρε προς το γραφείο του, άρπαξε ένα μισοκαπνισμένο πούρο, το άναψε ντουμανιάζοντας τα πέριξ σαν ταξιτζής σε ανηφόρα και μετά στράφηκε προς το μέρος μου κρατώντας ένα αεροπορικό εισιτήριο.
«Φεύγεις σήμερα το βράδυ μέσω Μαδρίτης», είπε.
Πήρα το εισιτήριο –όντως ο μίστερ Φίλιπ Ροζίνσκι, είχε μια θέση στην πτήση της Ιμπέρια με προορισμό το Σαν Χοσέ.
«Φίλιπ Ροζίνσκι...» μουρμούρισα.
«Καναδός με πολωνικές ρίζες για να καλύψουμε τη μπρουτάλ προφορά των αγγλικών. Γεννήθηκες στο Βανκούβερ –καμιά σχέση με Κεμπέκ και γαλλικούρες...» μου εξήγησε. «Έχεις εταιρικό διαβατήριο επειδή είσαι επόπτης της ΙΒΟ –εταιρείας παραγωγής και υποστήριξης λογιστικού λογισμικού –αστείο δεν ακούγεται; Τέλος πάντων, ταξιδεύεις για να ελέγξεις τα τοπικά μπραντς ή για να στήσεις καινούργια μπραντς...»
«Και η εταιρεία...»
«Όντως υπάρχει».
«Στην Ελλάδα;»
«Τώρα γίνονται οι πρώτες επαφές, γι΄αυτό ήσουν εδώ».
«Τι ωραία...»
Έβαλα το διαβατήριο και το εισιτήριο στη μέσα τσέπη του μπουφάν μου.
«Πώς πας από φράγκα;» με ρώτησε.
«Πέρασα και καλύτερες εποχές», αναπόλησα.
«Στο πίσω δωμάτιο έχει μια ντουλάπα...» άρχισε να μου λέει αλλά είδε το απορημένο μου ύφος και σηκώθηκε, «πάμε να σου δείξω».
Πήγαμε. Όντως υπήρχε μια πόρτα ντουλάπας μέσα στον γενικό χαμό –αν ήσουν παρατηρητικός θα την εντόπιζες με τη δέκατη προσπάθεια. Ο Βλαδίμηρος άνοιξε τα δυο φύλλα της και μου έδειξε.
«Έχουμε παρόμοια κοψιά –μάλλον θα σου κάνουν», είπε.
Δεν καταλάβαινα οπότε έμεινα να τον κοιτάζω.
«Ρούχα ρε παιδί μου –πώς το λένε...» αγανάκτησε. 
«Ρούχα –μάλιστα...» επανέλαβα εξακολουθώντας να κοιτάζω σα χαζός.
«Βουρ, στο ψητό...» έκανε μισονευριασμένα.
«Να πάρω δηλαδή;» ρώτησα.
Με έσπρωξε στο πλάι και άρχισε να διαλέγει.
«Σακάκι ανοιξιάτικο πτι καρό, διότι ξεκινάς από χειμώνα για να πας σε τροπικό κλίμα. Πουκαμισάκι λινό, παντελόνι χακί υφασμάτινο φορ σίζονς με ρεβέρ....» σταμάτησε για να με δει καλύτερα. «Γραβατούλα θα ήταν υπερβολή, φουλαράκι πολύ εξεζητημένο, άρα εσωτερική λευκή φανέλα για να αμερικανίζεις κιόλας... Παπουτσάκι...  τι νούμερο φοράς;»
Σκέφτηκα λίγο.
«45».
«Υπέροχος –σε καλύπτω πλήρως», πανηγύρισε.
Έσκυψε στον πάτο της ντουλάπας, σήκωσε ένα κλαπέτο κι άρχισε να ψάχνει.
«Καστόρι –μπα.... δεν ταιριάζει με το σακάκι. Καφέ ή μαύρο παντοφλέ, πώς το βλέπεις;»
«Δε φοράω παντοφλέ –μου θυμίζουν φέρετρα μικρών παιδιών», είπα.
«Καλό», ξεκαρδίστηκε. «Λοιπόν, σε δετά έχουμε....»
«Δώσμου εκείνα τα μποτάκια», έκανα δείχνοντας προς την άκρη της παπουτσοθήκης.
Κοίταξε το πάτωμα, πήγε το βλέμμα του μέχρι τις ταλαιπωρημένες μπότες μου, έμεινε για λίγο εκεί.
«Εντελώς πασέ, ρε φίλε...» σχολίασε.
«Μπορεί, αλλά ξέρεις εσύ κανένα καλύτερο μέρος για να φυλάω την πεταλούδα;» τον ρώτησα.
Έξυσε το κεφάλι του όμως γρήγορα κατάλαβε τι εννοούσα κι έβγαλε τα μποτάκια. Μαύρα, μυτερά, χωρίς κορδόνια ή κουμπώματα –την έβλεπα τη δουλειά οτι θα μου γαμούσαν τα δάχτυλα στο περπάτημα αλλά τέλος πάντων.
«Θα επιμείνω για ένα ακόμα ζευγάρι δερμάτινα», είπε.
«Κι εγώ θα επιμείνω οτι δεν φοράω παντοφλέ», επέμεινα.
Κούνησε τους ώμους. Μετά τράβηξε μια βαλίτσα κι άρχισε να τη γεμίζει με ρούχα. Όσα είχαμε συμφωνήσει κι άλλα ακόμα –πουκάμισα κοντομάνικα, παντελόνια λεπτά...
«Δε ρίχνεις και κάνα τζινάκι μέσα;» πρότεινα.
«Τζινάκι...» έκανε σουφρώνοντας τη μύτη. «Να βάλω και τίποτα σε τι σερτ με στάμπα Μπρους Σπρίνγκστιν; Να ρίξω και δυο-τρία φουλάρια λαχούρι;» γκρίνιαξε.
«Και κάνα καρό κοντομάνικο, απ΄αυτά που διπλώνουν τα μανίκια για να καβατζάρω τις Καμήλες, μην ξεχάσεις», το συνέχισα εγώ.
Σηκώθηκε, έκλεισε τη βαλίτσα.
«Κανονικά δεν θα έπρεπε να δουλεύεις για μένα λόγω κακού γούστου», είπε.
«Δεν δουλεύω για σένα –συνεργαζόμαστε», του εξήγησα.
«Α, τώρα νιώθω καλύτερα...» ξεφύσησε δήθεν ανακουφισμένος.
Μου έδωσε τη βαλίτσα και την πήρα αποφεύγοντας να τον κοιτάξω. Δεν ήμουν συνηθισμένος σε τέτοια κόλπα, ήξερα να συμφωνώ για μια δουλειά, να πληρώνομαι, να κινδυνεύω και στο τέλος να την πληρώνω περισσότερο απ΄ όλους –αυτά είχα συνηθίσει. Προπάντων –κανένα συναίσθημα πέρα από μίσος ή απέχθεια, για όσους με πλήρωναν. Ένιωθα εδώ πέρα οτι παραβίαζα κανόνες βασικούς για την επιβίωσή μου κι αυτό ήταν ανησυχητικό, φρόντισα λοιπόν να ψελλίσω κάποια δικαιολογία, οτι δήθεν βιαζόμουν να περάσω από το ξενοδοχείο, είχα δουλειές να κανονίσω –οτιδήποτε για να φύγω μια ώρα αρχύτερα από εκεί μέσα. Επειδή αν καθόμουν κι άλλο θα μας έβρισκε το βράδυ να πίνουμε αναπολώντας τις εποχές που ήμασταν ακόμα ζωντανοί ή κάτι εξίσου ενοχλητικό.
«Λούη», μου φώναξε όταν ήμουν ήδη στην πόρτα.
Σταμάτησα, γύρισα.
«Πρόσεχε ρε μαλάκα», είπε.
«Μην ανησυχείς –η δουλειά σου θα γίνει», τον διαβεβαίωσα.
«Δεν ανησυχώ γι΄αυτό», απάντησε.
«Εντάξει», είπα με τη σειρά μου. «Θα σου τηλεφωνήσω όταν έχω νεότερα –άντε γαμήσου τώρα».
«Με την αδερφή σου», απάντησε γελώντας.
Αυτό ακριβώς εννοούσα –ο παλιμπαιδισμός έμοιαζε προ των πυλών. Κι έτσι βιάστηκα να το βάλω στα πόδια.

Είχα να σκοτώσω το χρόνο μου μέχρι να βραδιάσει, πέρασα πρώτα από το ξενοδοχείο, πακετάρισα τα πράγματά μου, πλήρωσα τον λογαριασμό κι ετοιμαζόμουν να την κοπανήσω για το άγνωστο όταν πήρε το μάτι μου τον γνωστό μπάρμαν. Τον πλησιάζω –μαζεύεται.
«Ήθελα να σε ευχαριστήσω για τη συνεργασία», του λέω.
«Φεύγετε;» ρωτάει με ύφος μελιστάλαχτο.
«Ναι –η δουλειά μου τελείωσε», απαντάω.
«Στα τσακίδια», μου εύχεται εξίσου μελιστάλαχτα.
«Εκεί πάω», τον διαβεβαιώνω. «Α και που ‘σαι... Ήθελα να σου πω οτι αλλάξανε τα κόζια, έκανε συνεταιρισμό με πολυεθνική η Ρίτα οπότε ξέχνα τα εξτραδάκια σου μάγκα. Από δω και πέρα θα δουλεύεις με αντάλλαγμα την αρτιμέλειά σου...»
«Ποιος το λέει αυτό; Εσύ;» ρωτάει να μάθει.
«Όχι -κάποιος που θα μπει από εκείνη τη μεγάλη πόρτα», του δείχνω την είσοδο του ξενοδοχείου. «Εγώ είμαι αυτός που θα βγει από τη μεγάλη πόρτα –παρακολούθα να δεις πώς γίνεται».
Κι έτσι την κοπανάω καμαρωτός, θέλοντας να πείσω τον εαυτό μου οτι είμαι κάποιος.

Μού παίρνει κάνα εικοσάλεπτο μέχρι να φτάσω στο Βιτόφκσι –έχω κάνει προηγουμένως κάμποσες στάσεις για να χαζέψω βιτρίνες, κτίρια, ανθρώπους... Και μια τελευταία στάση στον περιπτερά μου, ξεφυλλίζω τις εφημερίδες. Ο Θρύλος πάει κατά διαόλου, χάνουν τα παιχνίδια στη σειρά ακόμα κι όταν παίζουν καλή μπάλα. Κατεβασμένα πρόσωπα στα πρωτοσέλιδα, ξεπεσμένοι θρύλοι, απελπισία...
«Τι κοιτάς; Τα χάλια σας;» ρωτάει ο περιπτεράς.
«Είναι κι αυτό μια αλλαγή –είχα βαρεθεί να βλέπω τόσα χρόνια μόνο τα δικά σας», του απαντάω.
«Ρε, στρώνουμε ομάδα για δεκαετία», κοκορεύεται.
«Μπα –φέτος σάς βλέπω να το παίρνετε το πρωτάθλημα, από του χρόνου θ΄αρχίσει η κλασσική δεκαετία σας», του εξηγώ.
Μέχρι να το πιάσει παραγγέλνω μια κούτα Πλέιερς Σπέσιαλ Νέιβι Κατ.

Το Βιτόφσκι είναι γεμάτο κόσμο –γεμάτο για τα δεδομένα του δηλαδή... Μπλοκάρω την εσωτερική πόρτα με τη βαλίτσα και μετά χώνομαι ο υπόλοιπος μέσα, ο μπάρμαν σκάει μισό χαμόγελο πριν επιστρέψει στη δουλειά του. Εποπτεύω τον χώρο. Ένα ζευγαράκι σαχλαμαρίζει στο τραπέζι παύλα γραφείο μου κι αυτό με ενοχλεί περισσότερο απ΄όσο φαντάζεσαι. Στη μπάρα τέσσερα άτομα που κάνουν φασαρία προσπαθώντας να πειστούν οτι διασκεδάζουν. Πιτσιρικάδες –κάποια σχολή απ΄αυτές που παραδίδουν κουλτούρα σε μορφή σακχαρόπηκτη. Στην άκρη δίπλα στο μεγάλο παράθυρο ένας μυστήριος με το κεφάλι βουτηγμένο στο ποτήρι του κάτι μοιάζει να ψάχνει. Παιδεύομαι να εντοπίσω μια ήσυχη άκρη της μπάρας, κάνω νόημα στον μπάρμαν.
«Τι έγινε ρε Ιάκωβε; Το γυρίσαμε σε ιν στέκι;» παραπονιέμαι.
«Άσε βρε συ να βγει κάνα φράγκο γιατί πηγαίναμε φούντο...»
«Θυσιάζεις όμως το στυλ του μαγαζιού...» κοροϊδεύω.
Γελάει καθώς ετοιμάζει το ποτό μου. Αλλά εγώ δεν ευκαιρώ –έχω πιάσει με την άκρη του ματιού τον τυπάκο που τσαλαβουτούσε προηγουμένως στο ποτό του να με κόβει πατόκορφα. Τον αφήνω λίγο να θαυμάσει πριν επέμβω. Ανάβω και τσιγάρο, κατεβάζω δυο περιποιημένες γουλιές από το ποτό μου, κάνω νόημα δήθεν να πληρώσω τον μπάρμαν. Πιάνει το κόλπο, σκύβει σκουπίζοντας τον πάγκο.
«Τι ρόλο βαράει το μούτρο πίσω μου;» ρωτάω.
«Μπάτσος», μου σφυρίζει.
Κάνω στο πλάι ξεφυσώντας καπνό. Αυτό μάς έλειπε. Κι ο τύπος με κοιτάζει πλέον στο εντελώς αδιάκριτο. Έχω μαζί μου μια βαλίτσα σε κοινή θέα κι ένα διαβατήριο με ψεύτικο όνομα –δεν χρειάζεται καν να φτάσει μέχρι σωματικό έλεγχο και να μου βρει την πεταλούδα για να με χώσει βαθιά μέσα ο μάγκας. Κατεβάζω το υπόλοιπο ποτό μου όσο σκέφτομαι –μέχρι να φύγω μού μένουν πέντε ώρες, τις δύο απ΄αυτές μπορώ να τις περάσω στο αεροδρόμιο ξεμπερδεύοντας κυριλέ με τις διατυπώσεις και τους ελέγχους. Μια σκέψη θα ήταν να βγω έξω, να με ακολουθήσει και να τον ξαπλώσω στην πιο εύκαιρη σκοτεινή γωνία –αν όμως δεν είναι μόνος του; Αν έχει κάποιον άλλο στημένο στη γειτονιά –τι κάνουμε; Δεύτερη σκέψη –βουτάω το Ντεντμομπίλ του Βιτόφσκι και χάνομαι σαν το σίφουνα –θα ήταν εφικτό αν το Ντεντμομπίλ μπορούσε να αναπτύξει μεγαλύτερη ταχύτητα από την ιλιγγιώδη των 80 χιλιομέτρων ανά ώρα. Τρίτη σκέψη...
«Φέρε μου ακόμα ένα ποτό στο τραπέζι του», παραγγέλνω όσο μαζεύω την πραμάτεια μου από τη μπάρα.
Πλησιάζω το τραπέζι του αργά, πετάω τα τσιγάρα και τον αναπτήρα –στη συνέχεια βολεύομαι στον καναπέ δίπλα του.
«Πώς πάει;» ρωτάω όλο ενδιαφέρον.
«Συγνώμη; Γνωριζόμαστε;» κάνει ο σαχλαμάρας.
Κοντός, φαλακρός με κάτι μάτια βατραχίσια –φοράει δερμάτινο μπουφάν απ΄αυτά που ήταν μονίμως ντεμοντέ, κοτλέ παντελόνι και πουλόβερ με ρόμβους –σκέτος γλίτσης.
«Ε, όχι και δε γνωριζόμαστε...» χαζογελάω. «Αφού με περίμενες –τι τώρα; Τις κουμπάρες θα παίζουμε;»
Κάνει οτι εκνευρίζεται, πάει να διαμαρτυρηθεί, τον κόβω.
«Τι πίνεις;»
«Δε σε καταλαβαίνω».
Γυρίζω προς τον μπάρμαν.
«Μαζί με το δικό μου φέρε κι άλλο ένα –ότι πίνει το παιδί», του λέω.
Μετά προσφέρω τσιγάρο.
«Ευχαριστώ, έχω τα δικά μου», μουρμουρίζει.
Κοιτάζω το τραπέζι αλλά δε βλέπω τίποτα –σηκώνω τους ώμους αδιάφορα.
«Λοιπόν μπάτσε;» του χώνομαι. «Δεν ισχύει για σας η απαλλακτική απόφαση του δικαστηρίου;»
«Τι ακριβώς εννοείτε, κύριε;»
Τον πιάνω από το μπράτσο όσο ο μπάρμαν σερβίρει τα ποτά αδιάφορος.
«Δεν υπάρχει λόγος να περάσουμε όλο μας το βράδυ με τα προκαταρκτικά ενώ μπορούμε να απολαύσουμε όμορφο σεξ», του σφυρίζω.
Τραβιέται πίσω, αφήνω το χέρι του –δείχνει να σκέφτεται.
«Δεν σας ξέρω κύριε και δεν μπορώ να καταλάβω για ποιο λόγο...»
«Άστο –καρφώθηκες από το πολύ αντικάρφωμα», του εξηγώ. «Κανονικά θα έπρεπε τώρα να τσιρίζεις ή να με πλακώσεις στις σφαλιάρες. Για να μην το κάνεις είσαι ή μπάτσος ή πούστης –διάλεξε».
«Κόψε τις μαλακίες γιατί θα βρεις το μπελά σου», μουρμουρίζει κατσούφικα.
«Εντάξει –μπάτσος, το καταλάβαμε», λέω. «Πάμε τώρα στο παρασύνθημα...»
«Δηλαδή;»
«Για ποιο λόγο με περίμενες εδώ πέρα».
«Δεν ξέρεις το λόγο;»
Χαμογέλασα –οι μπάτσοι είναι σταθερή αξία όσα χρόνια κι αν περάσουν.
«Εδώ εσύ πριν δυο λεπτά δεν ήξερες ποιος είμαι, θα ξέρω εγώ γιατί μου την είχες στημένη;» είπα.
«Πολλά περίεργα πράγματα συμβαίνουν Πετρά... Αποφυλακίζεσαι κι αρχίζουν να κυκλοφορούν κασέτες...»
«Δεν υπάρχουν κασέτες κύριε μπάτσε μου –μια ήταν και την είχε ο μακαρίτης –κάηκε μαζί του, δε στα ‘πανε;»
Έβγαλε από την τσέπη του ένα πακέτο Μάλμπορο κι άναψε τσιγάρο με φτηνιάρη αναπτήρα.
«Και τότε πώς κυκλοφορεί η κασέτα με την τσόντα της Φωτίου;»
Ανασήκωσα τους ώμους.
«Πού να ξέρω; Βρέστο και πάρτο», τον προέτρεψα.
«Δεν ξέρεις ε;» είπε.
«Εντάξει –θα το πάμε για κανονική ανάκριση ή για φιλική κουβεντούλα; Να δω δηλαδή αν θα σου κεράσω το ποτό», κόμπωσα.
«Φιλική κουβέντα για την ώρα, Πετρά. Από σένα θα εξαρτηθεί το πού θα καταλήξει».
«Εντάξει –για κάνε παιχνίδι τώρα...» του ζήτησα.
«Τι ξέρεις για την κασέτα;»
«Ότι διάβασα στις εφημερίδες».
«Είσαι σίγουρος;»
«Όχι –γι΄αυτό ρώτα με καμιά δεκαριά φορές ακόμα μπας και το σιγουρέψω».
«Κάτσε καλά Πετρά γιατί δεν το ΄χω σε τίποτα να σε χώσω μέσα».
Άπλωσα τα πόδια μου δήθεν στο χαλαρό και άναψα τσιγάρο.
«Κάντο να τελειώνουμε –τι το κουβεντιάζεις;» τον ρώτησα.
«Δεν είναι ανάγκη –μπορούμε να τη βρούμε την άκρη....»
«Όχι με μένα μπάτσε. Εγώ οτι ήταν να πω το είπα».
«Δηλαδή, δεν ξέρεις ποιος έχει την κασέτα;»
«Ούτε ξέρω, ούτε με ενδιαφέρει να μάθω. Αναρωτιέμαι κιόλας –εσύ γιατί το ψάχνεις;»
Έσβησε το τσιγάρο δείχνοντας μπερδεμένος.
«Τι εννοείς;» ρώτησε.
«Εννοώ κύριε μπάτσε μου...»
«Κόφτο πια... Υπαστυνόμος Γεράνης...»
«Εντάξει –εννοώ λοιπόν κύριε Υπαστυνόμος Γεράνης μου, οτι η υπόθεση έχει κλείσει. Δικάστηκα, καταδικάστηκα –το δικαστήριο πλανήθηκε –ξαναδικάστηκα, αθωώθηκα. Η κασέτα βρέθηκε δίπλα σ΄ έναν τύπο που αυτοκτόνησε, άρα, βρέθηκε κι ο δολοφόνος της Φωτίου και των υπολοίπων. Το έγραφε και σε χαρτάκι για να μην υπάρχουν αμφιβολίες. Η ερώτησή μου λοιπόν είναι –γιατί ξανανοίγετε μια κλειστή υπόθεση;»
«Τι ερώτηση είναι αυτή; Μπορεί να υπάρχει κάποια σκευωρία, μπορεί ... οτιδήποτε. Αν οι πραγματικοί ένοχοι διαφεύγουν της σύλληψης...»
Γέλασα απότομα διακόπτοντάς τον.
«Κι από πότε σάς ενδιαφέρει εσάς τι κάνουν οι πραγματικοί ένοχοι; Εσάς σας κόφτει να κλείσετε την υπόθεση –ή κάνω λάθος;»
Τον βλέπω να μαγκώνεται λίγο.
«Δεν είναι έτσι... δηλαδή κάποιες φορές όντως συμβαίνει, αλλά όχι πάντα», δικαιολογείται.
«Και τώρα, θέλεις να μου πεις οτι σας έπιασε η μανία να αποδώσετε δικαιοσύνη και γι΄αυτό βρεθήκατε να με ψάχνετε...»
«Είσαι ένας σημαντικός κρίκος της υπόθεσης».
Σκύβω προς το μέρος του, έχω ήδη χουφτώσει την πεταλούδα και σφίγγω τα δόντια για να μην την ανοίξω.
«Ξέρεις τι καταλαβαίνω κύριε Υπαστυνόμε; Οτι διάβασε τα νέα στις εφημερίδες ο Γκας και σας ξαμόλησε να βρείτε ποιος έχει την κασέτα...»
«Ποιος Γκας;»
«Εντάξει τώρα. Ο Γκας ο κανίβαλος με τα μεγάλα νύχια –θα τραβήξει πολύ αυτό το κέντημα;»
«Ομολογείς δηλαδή οτι κάποιος έχει συμφέρον από την διακίνηση της κασέτας κι αυτόν τον κάποιο τον γνωρίζεις;»
Μού παίρνει λιγότερο από 5 δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσω οτι με παίζει, κάνοντας τον ανήξερο.
«Κι αν ομολογήσω θα πάτε να τον πιάσετε;» του σφυρίζω.
«Αν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις...»
Μαζεύω τα τσιγάρα και τον αναπτήρα, κάνω νόημα στον μπάρμαν.
«Στα κερνάω», λέω στον Υπαστυνόμο. «Σήκω και πάμε».
Ξαφνιάζεται.
«Πού να πάμε;»
«Στο αστυνομικό τμήμα. Θα σου δώσω μια ενυπόγραφη κατάθεση για το ποιος μου έχει πει οτι ενδιαφέρεται περί κασέτας κι άλλα τέτοια».
«Δηλαδή;»
«Πάμε βρε αγορίνα μου και θα τη βρούμε την άκρη. Εγώ πάντως δεν έχω καμιά διάθεση να με τρέχετε ακόμα δε βγήκα από το φρέσκο», του είπα καθώς σηκωνόμουν.
Αλλά δεν έδειξε διάθεση ν’ ακολουθήσει.
«Γράψε το τηλέφωνό μου να κλείσουμε ένα ραντεβού όταν θα είμαι στο γραφείο», μουρμούρισε.
Το σκέφτηκα. Ήθελε να παίξουμε το παιχνίδι με καθυστερήσεις –όμορφα, αλλά εγώ είχα ένα αεροπλάνο να προλάβω και δεκάδες λόγους να τους ξεφορτωθώ από το κατόπι μου. Έβγαλα λοιπόν το κινητό, σημείωσα τον αριθμό που μου έδωσε, τον χαιρέτησα δια χειραψίας και πήγα να μαζέψω τη βαλίτσα μου.
«Τι παίχτηκε;» με ρώτησε ο μπάρμαν καθώς πλήρωνα.
«Θανάσιμη παγίδα για τον Ταρζάν», του σφύριξα.
«Κάνω κάτι;» ζήτησε να μάθει.
«Μπορείς να αχρηστέψεις κι αυτόν και όσους έχει απέξω;» γέλασα.
Κούνησε το κεφάλι.
«Καλό ταξίδι και να προσέχεις», μου ευχήθηκε.
«Θα βάλεις τίποτα σαντιμεντάλ όσο θα κάνω ηρωική έξοδο;» τον ρώτησα.
Μού έσπρωξε κάτι κέρματα και έφυγε για την άλλη γωνιά της μπάρας.
Κοίταξα τον Υπαστυνόμο και βγήκα στο ψωφόκρυο της νύχτας. Είχα τρεις ώρες περιθώριο να τους ξεφύγω κι έτσι ξεκίνησα να προχωράω με κανονικό βήμα στα μισοφωτισμένα πεζοδρόμια.

Εφαρμόζουν διάφορες μεθόδους παρακολούθησης. Άλλοτε φυτεύουν ένα μαλάκα πίσω σου, άλλοτε βάζουν κάποιον μπροστά σου –το πιο συνηθισμένο είναι να έχουν ένα αυτοκίνητο τίγκα στους καργιόληδες και να τους σπέρνουν τριγύρω σου όσο κινείσαι. Κοντοστάθηκα, η κίνηση ήταν περιορισμένη, κανένας δεν με είχε πάρει από πίσω όμως ένας περίεργος προχωρούσε 20 μέτρα μπροστά μου κάνοντας οτι χαζεύει τις βιτρίνες. Έστριψα στο πρώτο στενό, ο τύπος με παράτησε, έστριψα ξανά για να βγω στη λεωφόρο, ένας βλάκας καθόταν στη στάση του λεωφορείου κάνοντας οτι διαβάζει εφημερίδα. Τον προσπέρασα και λίγο πιο κάτω βρέθηκα να με παρακολουθεί κάποιο ζευγαράκι. Αυτοκίνητο ή αυτοκίνητα λοιπόν –άντε τώρα να τους ξεφύγεις γέρο μου...

Κοντοστάθηκα νιώθοντας οτι κάμποσος κόσμος πάτησε φρένο μαζί με μένα. Κοίταξα τον ουρανό που δεν έδειχνε καμιά διάθεση για βροχή. Κοίταξα τον τύπο που έβγαινε από την καφετέρια στο απέναντι πεζοδρόμιο και άναβε τσιγάρο περιμένοντάς με. Κοίταξα το ζευγαράκι που με προσπερνούσε. Η ώρα τελείωνε και τα ρίσκα που έπρεπε να πάρω συνεχώς μεγάλωναν. Κατηφόρισα λοιπόν κατά την Ακαδημίας με όλη την κουστωδία τριγύρω μου. Στη Μασσαλίας έκανα μια στάση, χώθηκα στο πρώτο καφέ που βρήκα και κατέβηκα κατευθείαν στις τουαλέτες. Κοίταξα το ρολόι μου –9 και 20. Τηλεφώνησα σε μια εταιρεία ραδιο-ταξί και κανόνισα να με περιμένει ένας ταρίφας στις 10 παρά τέταρτο, στο άγαλμα του Παλαμά. Τόνισα στην τηλεφωνήτρια οτι μπορεί να αργούσα 5 με 10 λεπτά αλλά ο ταξιτζής θα πληρωνόταν και με το παραπάνω για την αναμονή. Τελικός προορισμός: Μοσχάτο. Ανέβηκα από τις τουαλέτες, δεν μου πήρε πάνω από δυο λεπτά να εντοπίσω τον τυπάκο που με περίμενε, ήταν αυτός που καθόταν πριν στη στάση του λεωφορείου. Βγήκα πάλι στο δρόμο, στήθηκα και περίμενα όσο το φανάρι στη Σόλωνος ήταν πράσινο για τους πεζούς. Με το που κοκκίνισε πετάχτηκα σα να είχα νέφτι στον κώλο ανάμεσα στα αυτοκίνητα, βρέθηκα στα πλάγια της Νομικής και συνέχισα να τρέχω μέσα από τα νεοκλασικά κτίρια. Όχι για πολύ –ίσα να βρεθώ ανάμεσα στα παρτέρια με τα ξεραμένα λουλούδια –χώθηκα πίσω από το πρώτο κουτί του ΟΤΕ που πέτυχα. Γνωστό κόλπο από τις εποχές των καταλήψεων –απορούσα πόσα χρόνια θα έκαναν να το μάθουν οι μπάτσοι κι ευχόμουν να μην είχε φτάσει τώρα το πλήρωμα του χρόνου. Κράτησα την ανάσα μου, κράτησα το βήχα από το λαχάνιασμα. Τακούνια στο πλακόστρωτο, πνιχτές φωνές, λαστιχένιες σόλες στη συνέχεια που κάνανε αστείους ήχους όσο σπινιάρανε.
«Πού πήγε;»
«Τον είδες;»
«Κάπου εδώ θα είναι».
«Έφυγε για το Μετρό ο πούστης».
«Πάω. Εσύ ψάξε κατά πίσω».
Χαμογέλασα –πήγαινε καλά μέχρι τώρα. Κοίταξα το ρολόι μου. 9 και 30. Κοντρολάρισα την ανάσα μου. Στις 9 και 35 τα βήματα πήραν έναν αργό ακανόνιστο ρυθμό, δεν μπορούσα να κοιτάξω αλλά ήταν μάλλον περαστικοί. Υπήρχε ακόμα η πιθανότητα να έχουν αφήσει κάποιον τριγύρω. Στις 9 και 40 τόλμησα να σκάσω μύτη, προσεκτικά, κανένας δεν πέρναγε. Βγήκα, κόλλησα στους σκοτεινούς τοίχους κι άρχισα να σέρνομαι προς το άγαλμα του Παλαμά –σκιά χωρίς σκιά. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου έβλεπα τις αφετηρίες των λεωφορείων, κρύφτηκα σε ένα τυφλό σημείο, σίγουρα κάποιος θα με περίμενε εκεί πέρα. Γι΄αυτό όταν είδα το ταξί έριξα ένα κανονικό σπριντ και χώθηκα στην πίσω θέση.
«Ο κύριος...» έκανε ο ταρίφας.
«Φύγε σφαίρα», του φώναξα.
Ξεκίνησε χωρίς να ρωτήσει τίποτα άλλο, από το πίσω τζάμι είδα έναν μαλάκα να κυνηγάει, δεν μου έμενε πολύς χρόνος.
«Πήγαινε από Σκουφά», είπα στον ταρίφα.
«Μοσχάτο δεν πάμε;» ρώτησε.
«Εγώ λέω να πάμε από Σκουφά, να με αφήσεις στην πιάτσα της πλατείας και να τσιμπήσεις ένα εικοσάρικο», του πρότεινα.
«Ότι πεις εσύ αφεντικό», χαμογέλασε ο ταρίφας. «Ποιος σε κυνηγάει;»
«Ο άντρας της γκόμενάς μου», απάντησα.
Γέλασε, αλλά τότε μάς έπιασε το φανάρι.
«Πέρνα το», είπα.
«Δε γίνεται...»
«30 και να καίνε».
Πέρασε το φανάρι μέσα σε κορναρίσματα και μου έκανε δώρο ακόμα ένα κόκκινο μέχρι την πλατεία Κολωνακίου. Τον πλήρωσα πριν φτάσουμε κι ευτυχώς πέτυχα ταξί αμέσως.
«Κατεχάκη», του είπα.
Ξεκίνησε αδιάφορα, δεν έβρισκα κανένα λόγο να τον ζορίσω. Τριγύρω τα αυτοκίνητα πηγαίνανε στις δουλειές ή στα σπίτια τους, κανένας δεν έμοιαζε να με ψάχνει. Είχα λίγο χρόνο μέχρι να πέσει σύρμα γενικότερο –ο ταρίφας έκανε 10 λεπτά για να με πάει στην Κατεχάκη, τον πλήρωσα, τον άφησα να φύγει και μετά χώθηκα στο Μετρό. Εδώ ήταν το κρίσιμο σημείο –αν με παίρνανε χαμπάρι, αντίο ζωή... Κατέβηκα λοιπόν στην αποβάθρα και περίμενα το κτήνος, σε τρία λεπτά εμφανίστηκε σφυρίζοντας. Άρχισα να ιδρώνω καθώς άφηνα τους λιγοστούς επιβάτες να επιβιβαστούν. Το κόλπο ήταν απλό: αν έμενε κανένας απέξω έπρεπε εγώ να προλάβω να χωθώ στο βαγόνι. Αν δεν έμενε κανένας έπρεπε να περιμένω το επόμενο –ελπίζοντας οτι δεν θα τους την έδινε στα καλά των καθουμένων να κατέβουν εδώ κάτω. Έγινε το δεύτερο –έμεινα μόνος. Το επόμενο τρένο ερχόταν σε 10 λεπτά. Πήρα να ιδρώνω σα γουρούνι, ταχυπαλμία, πόνοι στα κόκαλα –έβγαλα δυο χάπια από το σωληνάριο που φύλαγα στη μέσα τσέπη του μπουφάν και τα κατάπια μασουλώντας, χωρίς νερό. Κόσμος άρχισε να κατεβαίνει, δεν μπορούσα να καταλάβω αν κάποιος απ΄αυτούς ερχόταν για μένα, έπρεπε να πάρω το ρίσκο. Μπήκα στο επόμενο τρένο προσπαθώντας να συγκρατήσω την καχυποψία μου –ότι ήταν να γίνει θα γινόταν από εδώ και κάτω.
Άλλαξα στα μισά της διαδρομής, πήρα τη γραμμή για αεροδρόμιο τρέμοντας –όσο όμως πλησίαζα τόσο ένιωθα καλύτερα. Στο βαγόνι μου κάτι βρωμεροί τουρίστες ανακατεμένοι με κουστουμάτους  που αδημονούσαν να φτάσουν –δε μου γέμιζε κανένας το μάτι για μπάτσος.

Όταν έφτασα στο αεροδρόμιο τσακίστηκα μέχρι να χωθώ στις τουαλέτες. Διπλοκλείδωσα κι άρχισα το στριπ τιζ, μέσα σε λίγα λεπτά ο Λούης Πετράς ήταν μια ανάμνηση στον πάτο της βαλίτσας κι ο Φίλιπ Ροζίνσκι κοιταζόταν στον καθρέφτη προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του οτι είναι σοβαρός άνθρωπος.

Βγήκα στους φωτισμένους διαδρόμους, βολτάρισα στα καταστήματα, αγόρασα δυο κούτες τσιγάρα, κάτι ξένες εφημερίδες και τις Καρδιές στην Ατλαντίδα του Κινγκ  που βρήκα να σκονίζονται σε αγγλική έκδοση, παραχωμένες σε κάποιο σταντ. Έδωσα τη βαλίτσα μου στο τσεκ ιν, ένιωθα πολύ φλούφλης έτσι όπως ήμουν ντυμένος, πέρασα λοιπόν πολύ νωρίτερα από τον έλεγχο εισιτηρίων και βγήκα στις αίθουσες αναμονής. Σαν πονηρό αγόρι, κάθισα εκεί που ήταν η έξοδος για Λισσαβόνα –τρεις πύλες μακρύτερα από τη δική μου έξοδο, άρχισα να διαβάζω το βιβλίο μου μέχρι να κλείσουν από μόνα τους τα μάτια και να βρεθώ στη χώρα της μηδαμινής βαρύτητας. Ένας κάδος απορριμμάτων ταξίδευε στον αέρα, φωνές έβγαιναν από δεκάδες στόματα αλλά χάνανε το νόημά τους καθώς μπερδεύονταν, ανακοινώσεις για πτήσεις, πολλές πτήσεις, έφευγαν, άλλες τόσες έρχονταν –όλα κανονικά. Ο ήχος του κινητού με τίναξε, κοίταξα την οθόνη –αναβόσβηνε ο αριθμός του Γκας. Το κοίταζα όσο χτυπούσε κι όταν σταμάτησε το απενεργοποίησα.

Περίμενα την τελική ανακοίνωση για την πτήση μου κι ακόμα και τότε άφησα να περάσουν όλοι οι επιβάτες πριν πεταχτώ, ελατήριο, και χωθώ ανάμεσα με τους τελευταίους. Δεν ένιωθα κανένα άγχος όσο η αεροσυνοδός περιεργαζόταν το εισιτήριό μου, ήξερα απλά ότι αν γινόταν τίποτα εκείνη τη στιγμή θα πούλαγα ακριβά το τομάρι μου. Πάντως η κοπελίτσα μού ευχήθηκε καλό ταξίδι κι εγώ βρέθηκα στο λεωφορείο μαζί με τους λιγοστούς επιβάτες της πτήσης για  Σαν Χοσέ, μέσω Μαδρίτης.

Όταν το αεροπλάνο απογειώθηκε, κάθισα μέχρι να σβήσει η φωτεινή επιγραφή και μετά ξεκίνησα για να πάω στην τουαλέτα. Έτσι έλεγξα τους συνεπιβάτες μου –τίποτα ύποπτο δεν φαινόταν αλλά ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις. Όπως και να ΄χε, η κατάσταση είχε μπει σε έναν δρόμο και η μοναδική επιστροφή πέρναγε από το τέρμα του προορισμού. Έπιασα το βιβλίο μου αλλά σύντομα το παράτησα –δεν πήγαινε τίποτα κάτω. Ευτυχώς ήμουν μόνος, κανένας δεν είχε καθίσει στη διπλανή μου θέση, αποφάσισα λοιπόν να κοιμηθώ μπας και ονειρευτώ το πώς θα ήταν τώρα η Σόνια. Όχι οτι είχε σημασία –όπως κι αν ήταν θα την έβρισκα, ότι κι αν έκανε θα βρισκόμασταν.

Εκείνο το βράδυ τα φώτα της πόλης που άφηνα πίσω μου με έκαναν να καταλάβω οτι κάτι τέλειωνε χωρίς κάτι άλλο ν΄ αρχίζει.

8 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Ο Καλος Λυκος είπε...

San Jose δεν έχω πάει καθ' ότι δεν έχει θάλασσα... Puerto Limon και Puntarenas έχω πάει... μετράνε;

The Motorcycle boy είπε...

Χεχεχε -όχι, έχω κάτι άλλο κατά νου, θα δεις...

Afrikanos είπε...

Να σε πω? θα την πετύχει την γαμιόλα ή όχι? μου 'χεις τσακίσει τα νεύρα πια!!!

;)

The Motorcycle boy είπε...

Δεν βλέπεις ρε οτι ο τίτλος του πονήματος είναι "Καλωσήρθα αγαπούλα"; Άμα δεν την πετύχει, σε ποιον θα το πει -στο Μάκη τον Ψωμιάδη;

Afrikanos είπε...

ρε γερομπισμπίκι, που τον είδες εσύ τον τίτλο του πονήματος??? γιατί αν υπάρχει, θα πάω να βάλω γυαλιά!!! :)

The Motorcycle boy είπε...

Διαβάζεις το σενδονάκι, φτάνεις μέχρι το τέλος (μπράβο λεβέντη μου) κι εκεί γράφει Posted in: Καλωσήρθα αγαπούλα. Τι να κάμνουμε δηλαδή; Αεροπανώ;

Afrikanos είπε...

Σωστόστ...βέβαια στο Posted in έχει μόνο τα 2 τελευταία, άρα δεν είναι όλο το πόνημα (των ματιών μου) ακόμα! ;)

Για τον λόγο τούτο θα πάω στον οφθαλμίατρο (όπως κλίκαρα κι όλας) και δεν θ' αφήσω τίποτα στο γκαρσόνι γιατί ξέρω ότι είναι σπιούνος του Πετρά! :)

The Motorcycle boy είπε...

Μην ανησυχείς αγόρι μου! Έχουμε ενσωματώσει το μπουρμπουάρ στην αρχική τιμή και κανονίζει το αφεντικό!

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι