Προηγούμενα:
3. Σκυλιά, παπούτσια, κόκαλα
4. Γυναίκες που φοβούνται να γυρίσουν στο πουθενά
5. Πάντα επιστρέφουν
6. Ένα προπληρωμένο εισιτήριο
4. Γυναίκες που φοβούνται να γυρίσουν στο πουθενά
5. Πάντα επιστρέφουν
6. Ένα προπληρωμένο εισιτήριο
Μια πόλη με ακατάστατα νυχτερινά φώτα, μια πόλη χωρίς καθορισμένα όρια
–έτσι έμοιαζε το Σαν Χοσέ από το παράθυρο του αεροπλάνου. Πονεμένα κόκαλα,
μισοναρκωμένος από το ταξίδι, χαρμάνης –τι μαλακία είναι αυτή να βάζουν τα
διάφορα μέρη της γης σε τόση απόσταση μεταξύ τους; Έπρεπε να υπάρχει ένας
κανόνας –τα ταξίδια πάνω από 3 ώρες να απαγορεύονται. Δεν μπορεί ο άνθρωπος ν΄
αντέξει 10 ώρες δεμένος κόμπο σε μια καρέκλα –το σώμα τεντώνεται ανάμεσα στους
παράλληλους, έρχεται κι εκείνος ο πούστης ο ισημερινός να σε κόψει στη μέση....
Αν αύριο ανακαλύψουν τη μέθοδο της τηλεμεταφοράς –όλα εντάξει. Η γη, οι
πλανήτες, οτιδήποτε ξέρω ΄γω –θα μεταλλαχθούν από την ανθρώπινη κίνηση και θα
έρθουν να γίνουν όλα μαζί ένα χαρμάνι. Τώρα όμως...
Ο υπάλληλος που ελέγχει το διαβατήριό μου δεν καταδέχεται καν να με
κοιτάξει –κοπανάει τις σφραγίδες του, εύχεται κάτι σαν «καλή διαμονή» και
ψάχνει τον επόμενο. Εντάξει λοιπόν –κι εγώ βιάζομαι να ξεμπερδέψω, να βγω έξω
από το τέρμιναλ που βρωμάει ιδρώτα και
φτηνό πατσουλί, οι αυτόματες πόρτες ανοίγουν με το που τις πλησιάζω και
βρίσκομαι σε μια γαμημένη σάουνα. Νύχτα, υγρός αέρας, πηχτός –να τον κόβεις με
τη μύτη όπως τα παγοθραυστικά τους πάγους –φασαρία από τους ντόπιους που
κυνηγάνε τουρίστες. Με πλησιάζει ένας κοκαλιάρης με το πουκάμισο ανοιχτό.
«Πού να σας πάω κύριε;» τα αγγλικά του πεντακάθαρα.
Πού να με πάει –μήπως ξέρω; Στη Σόνια –πού αλλού;
«Υπάρχει τουριστικό γραφείο εδώ γύρω;» τον ρωτάω.
«Θα σας πω εγώ τα πάντα, δεν χρειάζεται. Ψάχνετε ξενοδοχείο;»
«Ψάχνω κάποιον πρόθυμο να βοηθήσει με το αζημίωτο...»
Ξύνει το κεφάλι του, κάτι λέει αλλά δεν το καταλαβαίνω πριν πάει στο
φέρετρο που θέλει να ονομάζει ταξί. Μετά από λίγο επιστρέφει μ΄ ένα
ταλαιπωρημένο χάρτη.
«Έχει ένα καλό καφέ εδώ δίπλα», μου λέει.
Πηγαίνουμε. Ένα μέρος με πλαστικά φυτά, πλαστική μουσική λάτιν και
πλαστικούς καφέδες σε γυάλινα ποτήρια.
«Είμαστε τώρα εδώ –Αλαχουέλα», μου λέει.
Κουνάω το κεφάλι, δε βλέπω λόγο να διαφωνήσω.
«Θέλεις θάλασσα, έτσι; Από πού είσαι;»
«Καναδά».
«Θέλεις θάλασσα. Κοίτα –έχει παραλίες εδώ, εδώ κι εδώ, πολύ ωραίες».
Τον κερνάω ένα Πλέιερς Νέιβι Κατ και μια μπύρα άγνωστης μάρκας.
«Πού πάνε οι τουρίστες;» τον ρωτάω.
«Παντού. Εξαρτάται τι θέλεις...»
«Φρι κατάσταση αλλά με ανέσεις. Και προοπτικές για παιχνίδι –με πιάνεις;»
Με πιάνει.
«Τότε...» κάνει πώς σκέφτεται.
Χαζεύω τον χάρτη και το βρίσκω με τη μία.
«Τι είναι αυτό;» του δείχνω.
«Το Μοντεζούμα;»
«Ναι».
«Πολύ ωραίο μέρος –όπως το θέλεις...»
«Δηλαδή;»
«Πολλοί τουρίστες, κάποιοι μένουν για πάντα εκεί. Παλιά πηγαίνανε οι φρικς,
μετά έγινε της μόδας, τώρα είναι για εσωτερική αναζήτηση, διαλογισμό...»
Το κατάλληλο μέρος για να ψωνίσει κορόιδα η Σόνια.
«Πώς πάνε εκεί;»
«Με αυτοκίνητο είναι πολλές ώρες. Έχει αεροδρόμιο όμως εκεί κοντά αλλά πας
και με καραβάκι ή θαλάσσιο ταξί...»
Άρα, τέλειο μέρος να την κοπανήσεις άμα δεις τα δύσκολα.
«Από ανέσεις;»
«Τα πάντα».
«Ίντερνετ;»
«Ε, μα βέβαια...»
«Εντάξει. Θα με πας στο λιμάνι που φεύγει το καραβάκι για Μοντεζούμα;»
«Τέτοια ώρα;»
«Τι έχει η ώρα;»
«Καράβι φεύγει αύριο μεσημέρι».
Ανάβω τσιγάρο, τον κερνάω κι αυτόν.
«Και τώρα τι γίνεται;»
«Να σε πάω ξενοδοχείο;»
«Εντάξει. Έχει τίποτα στο λιμάνι;»
«Ποιο λιμάνι; Α ναι –την Πουνταρένας...»
«Εκεί».
«Πολύ βρωμιά...»
«Εντάξει. Πήγαινέ με».
Διαφωνεί αλλά ο πελάτης έχει πάντα δίκιο –ότι μαλακία κι αν σκαρφιστεί. Με
βάζει στο σαράβαλο ταξί του.
«50 δολάρια», λέει.
«Δηλαδή 30», καταλαβαίνω.
«50».
«Δεν γίνεται δουλειά έτσι».
«Εντάξει, 40».
«35».
«Με κέρασες και μπύρα –εντάξει».
Το ταξί ξεκινάει σε μια κατασκότεινη άσφαλτο –κάθε 10 μέτρα τιναζόμαστε
στον αέρα λες και περνάμε από βομβαρδισμένο τοπίο.
«Άσχημοι δρόμοι», σχολιάζει.
Τον κερνάω ακόμα ένα τσιγάρο.
«Ψάχνω μια γυναίκα», του λέω.
Με κοιτάζει χαμογελώντας.
«Τι να την κάνεις τη μια; Εδώ έχουμε τόσες...»
«Εντάξει. Όταν βρω τη μια θα έρθει η ώρα και για τις τόσες».
Γελάει –δε με πιστεύει.
Του περιγράφω τη Σόνια, έχει δει ίσα με 200 τέτοιες κι από αυτές οι 100
ήρθαν το τελευταίο εξάμηνο. Δε βγαίνει άκρη.
«Αν δε τη βρω στο Μοντεζούμα;»
«Δε θα τη βρεις πουθενά –η χώρα είναι γεμάτη μέρη για τουρίστες».
Δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι.
Όταν φτάνουμε στο λιμάνι έχω χάσει το χρόνο, κάπου πρέπει να θρυμματίστηκε
στον γεμάτο λακκούβες δρόμο, δεν εξηγείται διαφορετικά. Πάντως έχει ξημερώσει
για τα καλά –το αστέρι του διαβόλου δίνει τη θέση του στον ήλιο –απ΄το κακό στο
χειρότερο σα να λέμε... Ο ταξιτζής με πηγαίνει δυο δρόμους πάνω από την
προβλήτα εντελώς ρολαριστά.
«Άμα δεις κανένα ξενοδοχείο που να σου αρέσει...»
«Εδώ», του λέω.
Σταματάει κουνώντας το κεφάλι.
«Είναι χάλια», λέει.
«Εντάξει».
Τον πληρώνω και προλαβαίνω ν΄ αρπάξω τη βαλίτσα μου πριν εξαφανιστεί.
Χοτέλ Πορτομπέλο. Αν ήθελε να ρίξει ψίχουλα πίσω της για να τη βρω εδώ θα
ερχόταν να μείνει. Διαλέγουμε μέρη με γνωστά ονόματα περιμένοντας να κάνουν
εντύπωση στον άλλο και να έρθει να μας βρει –έτσι πάει, ή έτσι ήθελα να
πιστεύω.
Στη ρεσεψιόν ένας μουλάτος που δεν έχει ακόμα συμβιβαστεί με το γεγονός οτι
υπήρξε γκόμενος προ δεκαετίας.
«Ο κύριος;» με ρωτάει.
«Ένα δωμάτιο για μισή μέρα. Μέχρι να έρθει το καράβι».
«Για πού πάτε;»
«Μοντεζούμα».
Κουνάει το κεφάλι όλο κατανόηση. Μετά μού δίνει ένα κλειδί με βρώμικο
μπρελόκ αφού έχει ψαχουλέψει το διαβατήριό μου.
«Πίνουν τίποτα εδώ;» αναρωτιέμαι.
«Θα σας φτιάξω εγώ κάτι. Πείτε μου».
«Στολίσναγια με τόνικ».
«Δεν έχουμε».
Άσχημα ξεκινήσαμε...
«Και τι έχετε;»
«Να σας φτιάξω ένα μοχίτο;»
«Με τι ρούμι;»
«Τοπικό. Πολύ καλό».
«Άστο –έχω τα νεφρά μου. Τίποτα διεθνές έχετε;»
«Τζιν».
«Ας είναι λοιπόν».
Πάμε παραδίπλα και μου σερβίρει ένα κοριοζούμι που δεν πίνεται ούτε από συνταξιούχο πειρατή του
Κοκκινογένη. Το παλεύω φιλότιμα πάντως. Και βγάζω ένα χαρτονόμισμα των 5 –το
καπακώνω με την παλάμη μου κοιτάζοντάς τον.
«Πώς είπαμε οτι σε λένε αδερφούλη;» τον ρωτάω.
«Χοσέ».
Πώς αλλιώς;
«Άκου Χοσέ –ψάχνω μια κυρία...»
Σκουπίζει τον πάγκο χωρίς να δείχνει ξετρελαμένος από την πληροφορία.
«Ήρθε πριν κάνα εξάμηνο περίπου και νομίζω οτι έμεινε εδώ, στο
ξενοδοχείο...»
«Πώς ήταν;» ρωτάει αρπάζοντας το πεντοδόλαρο.
Του περιγράφω τη Σόνια.
«Κάτι μου θυμίζει...» κάνει πώς σκέφτεται.
«Χαίρομαι», του λέω. «Αν γίνεις πιο συγκεκριμένος και δω οτι αξίζει τον
κόπο έχεις ένα δεκάρικο».
«Κάποια θυμάμαι... έμεινε εδώ δυο μέρες πριν κάμποσους μήνες και ξανάρθε
τις προάλλες...»
«Πότε δηλαδή;»
«Πριν μια βδομάδα, μπορεί και λιγότερο... Κάθισε πάλι για δυο μέρες και
έφυγε...»
«Για πού;»
«Δεν ξέρω».
«Τι άλλο θυμάσαι;»
Το βλέπω οτι ζορίζεται το παλικάρι.
«Πλησιάζεις το εικοσάρικο», τον προειδοποιώ.
«Καθόταν εκεί, στη σάλα μ΄ ένα λάπτοπ... Το ίντερνετ δεν πιάνει στα
δωμάτια... Έπινε κοκτέιλ και κάπνιζε πολύ...»
«Τι φορούσε;»
«Τα ρούχα που φοράνε οι τουρίστριες –κουβάλαγε κι ένα αδιάβροχο, γιατί
έχουμε τροπικές καταιγίδες αυτή την εποχή».
«Κόκκινο;»
«Κατακόκκινο».
Του δίνω το εικοσάρι, πίνω με μιας όλο το τζιν και με το ζόρι κρατιέμαι μην
ξεράσω.
«Μισό λεπτό», μου κάνει πριν φύγω.
Κοντοστέκομαι.
«Στο Μοντεζούμα πήγαινε. Το καταλάβαινα από τις ώρες που ξενοίκιαζε το
δωμάτιο».
Του χαμογελάω και σέρνω τα βήματά μου προς το άθλιο δωμάτιο.
Ζεστή υγρασία έρχεται και κολλάει πάνω σου, μπλοκάρουν οι πόροι, πνίγεσαι
–ιδρώνεις μπας κι αναπνεύσεις. Κλείνω τα μάτια αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να με
πάρει ο ύπνος. Κι ο ανεμιστήρας στο ταβάνι απλώς χειροτερεύει την κατάσταση.
Απέξω, στο δρόμο, κόσμος τσακώνεται –ευτυχώς η γλώσσα τους έχει μια μουσικότητα
κι έτσι με χαλαρώνουν. Σκέφτομαι, τη σκέφτομαι... Στη σάλα του ξενοδοχείου να
μετράει τα κορόιδα με πλάγιο βλέμμα. Σ΄ ένα παραλιακό μπαρ να υπολογίζει από
που θα την κοπανήσει πιο γρήγορα όταν τα πράγματα ζορίσουν. Στο δωμάτιό της,
μόνη να μισοκοιμάται ψάχνοντας τι έχει κάνει λάθος, τι δεν υπολόγισε... Με
περιμένει; Με περιμένει. Και θα τη συναντήσω κάποια νύχτα, σε ερημικό μαγαζί να
αλλάζει δυο τυπικές κουβέντες με τον μπάρμαν. Θα περιμένω να την καληνυχτίσει ο
γελοίος που έσπασε τα μούτρα του προσπαθώντας να της την πέσει, θα περιμένω
μισοκρυμμένος, κι όταν νιώσει οτι αυτό ήταν για σήμερα, έφτασε η ώρα να πάει
για ύπνο –τότε θα την πλησιάσω.
Δε βγαίνει τίποτα έτσι. Πετάγομαι από το κρεβάτι, γδύνομαι και κάνω ένα
ξεγυρισμένο ντους με παγωμένο νερό –συνέρχομαι. Μετά φοράω λεπτά, καλοκαιρινά
ρούχα στέλνοντας την αγάπη μου στον Βλαδίμηρο για την προνοητικότητά του. Βάζω
την πεταλούδα στο μποτάκι -είμαι έτοιμος για ταξίδι.
Το πλοίο που πάει στο Μοντεζούμα είναι μια μαούνα –ανοιχτή από παντού κι
ευρύχωρη για να μπαίνουν τα αυτοκίνητα. Κάπου μπροστά έχουν φτιάξει μια τέντα
από μουσαμά, πηγαίνω κατά κει για να γλιτώσω τον ήλιο, οι τουρίστες βέβαια δεν
το καταδέχονται –Βορειοευρωπαίοι οι περισσότεροι, ηλιολιγούρια. Κάτω από το
μουσαμά έχει ησυχία, πλαστικές καρέκλες αραδιασμένες κι ένα υποτυπώδες μαγαζί
που πουλάει από καφέ μέχρι ψηλοτάκουνες γόβες. Κάθομαι, ανάβω τσιγάρο
–παραδίπλα βλέπω ένα ζευγάρι εξηντάρηδων. Εκείνος κοιτάζει μακριά τη θάλασσα,
εκείνη κάτι τον ρωτάει, εκείνος μοιάζει να εκνευρίζεται με το οτιδήποτε.
Σκέφτομαι να ψάξω το βιβλίο που κουβαλάω μαζί μου αλλά βαριέμαι –είμαι μέσα σε
θερμοκήπιο, νιώθω όλο και περισσότερο καρπούζι, σε λίγο θα κάνω κρακ και θα
ωριμάσω. Το βλέμμα μου διασταυρώνεται με τον άντρα του ζευγαριού –κάποια
αμηχανία, μισό χαμόγελο. Η γυναίκα του ζευγαριού το παίρνει είδηση, κάτι του ψιθυρίζει,
εκείνος μοιάζει να αρνείται ενοχλημένος. Πιάνει ένα πακέτο τσιγάρα από τη
διπλανή του καρέκλα, προσπαθεί ν΄ ανάψει, αλλά ο αναπτήρας του δεν δουλεύει.
Σηκώνει τα χέρια ψηλά, δείχνει οτι θέλει να τον πετάξει στη θάλασσα –εντάξει,
ας είμαστε ευγενικοί. Τον πλησιάζω και του προτείνω τον ζίπο μου –σκέτο
φλογοβόλο.
«Τι καμινέτο είναι αυτό;» λέει ελληνικά.
Μένω ανέκφραστος.
«Έλληνας;» με ρωτάει η γυναίκα δίπλα του.
Παγώνω λίγο –πώς διάολο το κατάλαβε;
«Ελληνοκαναδός», ψελλίζω προσπαθώντας να το σώσω.
«Κάθισε», λέει ο άντρας του ζευγαριού.
Κάθομαι.
«Πώς καταλάβατε οτι είμαι Έλληνας;» ρωτάω τη γυναίκα.
Χαμογελάει εντυπωσιακά –οι όμορφες γυναίκες γερνάνε όμορφα.
«Όχι εγώ –ο Φάνης το κατάλαβε», μου εξηγεί.
«Εγώ είμαι ο Φάνης», παραδέχεται βαριεστημένα ο άντρας.
«Έλσα», συστήνεται η γυναίκα με τη σειρά της.
«Φίλιπ... Φίλιππος δηλαδή...» μουρμουρίζω αμήχανα.
«Μη μου πεις οτι είσαι και ντετέκτιβ, σαν τον άλλον...» λέει κοροϊδευτικά ο
Φάνης.
«Ποιον άλλο;» απορώ.
«Το Μάρλοου ρε αγόρι μου...»
«Α, μάλιστα», μουρμουρίζω.
«Τι ‘μάλιστα’; Δηλαδή είσαι;» γελάει ο Φάνης.
«Όχι... καμιά σχέση», πετάγομαι.
Τι σκατά συμβαίνει εδώ πέρα; Αυτοί κοντεύουν να με ξεβρακώσουν στο πρώτο
λεπτό της γνωριμίας μας –αν μείνω κάνα τέταρτο θα τους πω για τα παιδικά μου
τραύματα και την προβληματική μου εφηβεία....
«Πάντως ακόμα δεν μου είπατε πώς καταλάβατε οτι είμαι Έλληνας», επιμένω για
να πω κάτι.
«Σε είδε ο Φάνης που την κοπάνησες από τον ήλιο και χώθηκες κάτω από την
τέντα», λέει η Έλσα.
«Σωστά», χαμογελάω. «Άρα, άλλος είναι ο ντετέκτιβ εδώ πέρα...»
«Με τη μουργέλα που μας δέρνει, όχι ντετέκτιβ, αλλά και βατσιμάνηδες μάς
κόβω να γινόμαστε», γκρινιάζει ο Φάνης.
Γελάω –γελάμε.
«Έχετε ξαναπάει στο Μοντεζούμα;» ρωτάω.
«Η Έλσα –ναι. Εμένα, ευτυχώς, δεν με είχε αξιώσει ο μεγαλοδύναμος να ζήσω
τέτοια χαρά, μέχρι τώρα», λέει ο Φάνης.
«Διακρίνω αρνητισμό», σχολιάζω.
Γυρίζει και κοιτάζει την Έλσα.
«Πες του γιατί πάμε», της κάνει νόημα.
«Γίνεται ένα σεμινάριο αναζωογόνησης...» ξεκινάει η Έλσα.
Την κοιτάζω χωρίς να πολυκαταλαβαίνω.
«Ριμπέρθ...» λέει η Έλσα.
Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω.
«Κάνουν κάτι γιόγκες, κάποιες κωλοτούμπες και ανοίγει ο εσωτερικός τους
κόσμος», κοροϊδεύει ο Φάνης.
«Αααα», λέω αμήχανα. «Να υποθέσω οτι εσύ δεν θα κάνεις αναζωογόνηση...»
«Πώς δεν θα κάνω; Θα βρω ένα σκιερό μπαρ στην παραλία και θα πλακωθώ στα
ουίσκια», μου εξηγεί ο Φάνης.
«Είναι κι αυτό μια μέθοδος...» μουρμουρίζει η Έλσα.
«Εσύ;» ρωτάει ο Φάνης.
«Διακοπές», λέω.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή κάποιος κατεβάζει τον γενικό διακόπτη και πέφτει
απότομα μισοσκόταδο –πριν προλάβω να καταλάβω τι γίνεται αρχίζει μια βροχή
καταρρακτώδης. Οι τουρίστες τσιρίζουν
προσπαθώντας να χωθούν κάτω από την τέντα.
«Φάε κάτι μαλάκες», μου δείχνει ο Φάνης.
«Μπα –δεν πεινάω», του απαντάω.
«Σωστός», επικροτεί.
Μένουμε στη συνέχεια να χαζεύουμε τη βροχή που κοπανάει ανελέητα τις
λαμαρίνες του καραβιού. Υδάτινα κορδόνια κρέμονται από τις άκρες της τέντας.
«Καλή φάση πάντως», μουρμουρίζω.
«Ατμοσφαιρική», γελάει ο Φάνης. «Είσαι ρομαντικός φιλαράκο;»
«Ρομαντικός; Πώς πάει αυτό το πράγμα δηλαδή; Να κλαίω κάθε ηλιοβασίλεμα και
να βάζω ξυπνητήρι για να απολαύσω την ανατολή;» αναρωτιέμαι.
«Ρομαντικός θα πει να βλέπεις την ομορφιά εκεί που δεν υπάρχει»,
μουρμουρίζει ο Φάνης.
«Ναι ε;» σκέφτομαι. «Μου αρέσει η ομορφιά, ειδικά όταν έρχεται να με βρει
από μόνη της».
«Κάπως τεμπέλης», παρατηρεί η Έλσα.
«Μπορεί...» μουρμουρίζω. «Ίσως πάλι να μην θέλω να γίνομαι φορτικός...»
«Δεν γίνεται φορτικός αυτός που ψάχνει την ομορφιά –φορτικός είναι αυτός
που την κρύβει από τον υπόλοιπο κόσμο. Φορτικός και επικίνδυνος...» έκανε
σκεπτικά ο Φάνης.
«Όπως και να ‘χει...» μουρμούρισα.
Μείναμε μετά ήσυχοι να κοιτάζουμε τη βροχή –τα κορδόνια που κόβονταν
απότομα και το ίδιο απότομα ξαναγίνονταν όσο το μαζεμένο νερό του μουσαμά τα
τροφοδοτούσε.
«Πάω να φέρω καφέδες», είπε η Έλσα.
«Πάμε για ένα τσιγάρο μέχρι την πλώρη, τώρα που σταμάτησε η βροχή;» μου
πρότεινε ο Φάνης.
Δέχτηκα.
Ήταν ένας βαρύς άνθρωπος –όχι από κιλά μα από άσχημες σκέψεις. Τον χάζευα
καθώς περπατούσε δίπλα μου, λίγο σκυφτός, κάπως σκεβρωμένος –έδειχνε να μην
κοιτάζει πουθενά συγκεκριμένα αλλά ήμουν σίγουρος οτι έβλεπε τα πάντα.
Πλατσουρίσαμε στα νερά φτάνοντας στην έρημη πλώρη.
«Λοιπόν; Τι φρούτο είσαι εσύ φιλαράκο;» μου λέει.
«Πάντως όχι τροπικό», γέλασα.
«Όσο γι΄αυτό... φαίνεται. Όπως φαίνεται και το οτι είσαι τόσο Καναδός όσο
εγώ είμαι Απάτσι», αποφάνθηκε.
«Τι τα ψάχνεις τώρα;» έκανα αμυντικά.
«Δεν τα ψάχνω –αυτό δα έλειπε... Μόνο που δεν θέλω να βρεθώ σε τίποτα
τσαμπουκάδες, όχι τουλάχιστον χωρίς να ξέρω το λόγο...»
«Δε θυμάμαι να σε κάλεσα άλλωστε...» διαμαρτυρήθηκα.
«Ναι –γι΄αυτό λέω. Οι ακάλεστοι τρώνε τις γεμάτες, οι καλεσμένοι τις τρώνε
μελάτες», γέλασε.
«Ψάχνω μια γυναίκα», παραδέχτηκα αμήχανα.
«Όλοι αυτό κάνουμε, ακόμα κι όταν τη βρούμε», είπε.
«Ναι, ίσως...»
«Κι όταν τη βρεις;»
«Πού να ξέρω... Θέλω να πιστεύω οτι τα υπόλοιπα θα έρθουν μόνα τους».
«Τόσο καλά δηλαδή...»
Κούνησα το κεφάλι σκεφτικά.
«Υπάρχει ένα μπαράκι στην προκυμαία –έτσι λέει η Έλσα. Παίζουν παλιές
ταινίες εκεί μέσα, όλη τη μέρα, κάθε μέρα. Νομίζω λοιπόν οτι είναι ένα καλό
μέρος για να χωθεί κάποιος σαν εμένα και να σκοτώσει τη βαρεμάρα του. Αν με
χρειαστείς κάτι...» πρότεινε.
«Αν σε χρειαστώ δεν πρόκειται να έρθω. Αν όμως έχω χρόνο για καμιά
μπύρα....» είπα.
«Έστω κι έτσι... Και βέβαια, υπάρχει πάντα η πιθανότητα να βρεθούμε σε
κάποιο εξωτικό εστιατόριο συνοδεύοντας τις κυρίες μας...»
«Δεν υπάρχει τέτοια πιθανότητα», ψιθύρισα.
«Γιατί αυτό; Δεν τρώει η δικιά σου;» ρώτησε.
«Τρώει. Ανθρώπους», του εξήγησα.
Ξεκαρδίστηκε.
«Σε πάω ρε φίλε –δε μου λες τώρα και το ονοματάκι σου; Πολύ σόλοικο μού
κάνει αυτό το Φίλιπ...»
«Εντάξει, θα το αντέξεις, δεν σε φοβάμαι», σχολίασα.
Με χτύπησε στην πλάτη φιλικά.
«Φτάσαμε αγόρι μου», είπε.
Μπροστά μας εμφανίστηκε μια καρικατούρα, ένα ψαροχώρι που μόνο τέτοιο δεν
ήταν –καλοφτιαγμένες πινακίδες σε γραφικά μαγαζάκια και κόσμος που έμοιαζε να
περπατάει σε διαφήμιση.
«Φρίκη», είπα.
«Και λίγα λες», με σιγοντάρισε.
Επιστρέψαμε στις θέσεις μας όπου μάς περίμεναν τα πλαστικά κυπελλάκια καφέ.
«Δεν ήξερα πώς τον πίνεις γι΄αυτό σου πήρα τη ζάχαρη και το γάλα έξτρα»,
μου είπε η Έλσα.
«Σου μοιάζω για άνθρωπος που βάζει γάλα;» απόρησα.
Και μετά πέταξα όλα αυτά τα καλούδια στον σκουπιδοτενεκέ –έκαψα τη γλώσσα
μου στον τσουρουφλιστό καφέ, ένιωσα καλύτερα.
«Με τι ασχολείσαι;» ρώτησα τον Φάνη.
«Σκοτώνω ανθρώπους και τους ανασταίνω στη συνέχεια, για να γλιτώνω από τις
τύψεις», ψιθύρισε –περισσότερο στον εαυτό του παρά σε μένα.
«Χάρηκα», είπα, δίνοντας του το χέρι μου.
«Δεν μου το λένε πολλοί αυτό», είπε.
«Είναι αρχή της γνωριμίας μας ακόμα...» δικαιολογήθηκα.
«Μην τον ακούς –κάνει πλάκα», είπε η Έλσα.
«Μην την ακούς –σου κάνει πλάκα», κορόιδεψε ο Φάνης.
Γέλασα.
Το καράβι έδεσε στην προβλήτα και ο κόσμος ανακατεύτηκε –αυτοί που έφευγαν
κουβαριάστηκαν με όσους έρχονταν, ένας μικρός χαμός. Το ζευγάρι απομακρύνθηκε
σέρνοντας τις βαλίτσες του –ο Φάνης κάτι βρήκε πάλι να εκνευριστεί, τους χάζευα
μέχρι που μπλέχτηκαν με τους τουρίστες κι έτσι τους έχασα.
Βγήκα από το καράβι τελευταίος –έκανε ζέστη κι ο ήλιος τσιτσίριζε τις
σταγόνες της υγρασίας γύρω από το κεφάλι μου. Ήταν ένα άσχημο μέρος και είχα
έρθει με άσχημο σκοπό –μια χαρά ταιριάζαμε....
9 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Πάλι μου τα μπλέκεις!!!
........................
εγώ γιατί πιστεύω ότι το ζευγάρι θα παίξει κάποιο ρόλο στο Μοντεζούμα? (μα ποιο μακρυά δεν βρήκες Χριστιανέ μου?!?!?!)
τώρα μεταξύ μας... έχεις πάει ή δουλεύει google maps;
Πολύ πίκρα η Puntarenas πάντως... τα λόγια είναι λίγα γιά να την περιγράψουν. Και ναί, έχει έλληνες, μή τουρίστες.
Αφρικάνε, μην μου αγχώνεσαι -από το επόμενο αρχίζει το ξέμπλεγμα.
Λύκε, δεν έχω πάει εγώ Μοντεζούμα -μια γνωστή μου έχει πάει και μου τα έχει πει. Έχουμε και βοηθούς -πώς να το κάνουμε;
για να καταλάβεις πόσο έχω χαθεί στην ανατολή, διάβασα σανχοσέ και νόμιζα ότι έγραφες γιαυτό στις Φιλιππίνες, μετά άρχισες για μοντεζούμες και πουνταρένες και άρχισα να σκέφτομαι, μα τι γράφει ο μαλάκας, πιωμένος θάναι και μετά μούρθε στο νου ότι έχει σανχοσέ και στο δυτικό ημισφαίριο.
Έλα ρε! Έχετε κι εκεί Σαν Χοσέ; (Ισχύει δηλαδή αυτό που λένε: η μάνα του Χοσέ, δεν έκλαψε ποτέ!)
Πάντως, πλάκα-πλάκα, πρέπει να την περιορίσεις κάποτε την Ανατολή. Όχι τίποτ΄άλλο μα θα επιστρέψεις καμιά φορά στα πάτρια εδάφη και θα έχεις γίνει κίτρινος σχιστομάτης -κι άντε μετά να ψήσεις τον Κασσιδιάρη και την παρέα του οτι δεν είσαι μετανάστης!
παραμένω στρογγυλομάτης και λευκός σα μπανιέρα ( αλλά απτον ήλιο, σκοτεινιάζω σαν μπιντές)
τον καιρό που ήμουνα σοβαρός καπνιστής, έβγαινα από τα τέρμιναλς σα βολίδα για να ξεχαρμανιάσω, και φυσικά τότε μου την έπεφταν όλοι, ταρίφες νόμιμοι, ταρίφες παράνομοι, κράχτες για ξενοδοχεία και λοιπά. Τώρα πλέον, ξέρω ακριβώς που θα παώ βγαίνοντας και πόσο θα πληρώσω. Έχουνε φλωρέψει και τα περισσότερα αεροδρόμια, πληρώνεις προκαταβολικά για ταξί και σου δίνουν απόδειξη! Σηθ και Αστορέθ! Θυμάμαι στο παλιό αεροδρόμιο του Πεκίνου τω καιρώ εκείνω σε μαζέβανε οι παράνομοι ταρίφες με το που έσκαγες από κάστομς κι ιμιγκρέισιον, μέσα από το τέρμιναλ..
Καλά -με κάτι τέτοια να περιμένεις να γλιτώσεις το ξύλο -αυτοί ρε είναι λαγωνικά, μυρίζονται την Ανατολή κι αναστατώνονται (υπάρχει ψυχολογική εξήγηση βεβαίως)!
Θα συμφωνήσεις μαζί μου οτι αξίζει να ξαναγίνει καπνιστής έστω και μόνο για να βγεις έξω από τέρμιναλ μετά από πολύωρη πτήση και να καπνίσεις ένα, γαμώντας το λαιμό σου και παθαίνοντας ζελεδίαση στα γόνατα -σκέτη μαστούρα!
λοιπόν, αυτό τον ορισμό εργασίας του ρομαντισμού τον έψαχνα για χρόνια :)
από που είναι;
Χαχαχαχα -από πουθενά- θα μπορούσε να το έχει πει ένας φίλος τον οποίο ποτέ δε γνώρισα αλλά τον ξέρω καλά...
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!