Πέμπτη, Ιουλίου 23, 2015

1. «1984 παρά κάτι»

Στεκόμουν απέναντι από την καγκελόπορτα κι ανακάτευα τα μαλλιά μου. Πολύ αμήχανα. Έφταιγε η καγκελόπορτα. Θεόρατη, κατάμαυρη με σκουριασμένα σκασίματα της μπογιάς και κάτι διαόλια με τρίαινες κι ανοιχτά βιβλία στο κάτω μέρος που τα είχαν ψιλοδιαλύσει οι άγριοι –ποιοι άγριοι; Δεν έχει σημασία. Το θέμα είναι οτι η καγκελόπορτα μου προκαλούσε αμηχανία κι όχι επειδή ήταν θεόρατη, κατάμαυρη με διαόλια και κοπανημένη από τους άγνωστους άγριους. Μου προκαλούσε αμηχανία επειδή ήταν ανοιχτή. Διάπλατη. Με περίμενε. Μπες μέσα και τέτοια πράγματα....

Μπήκα.

Και βέβαια δεν πρόσεξα οτι οτι μετά την καγκελόπορτα είχε ακόμα δυο σκαλιά (τρία αν μέτραγες και το κεφαλόσκαλο) –παραπάτησα, κόντεψα να σκάσω με τα μούτρα στα μάρμαρα της αυλής, ευτυχώς που δεν υπήρχε κανένας τριγύρω να με δει και να μην ξέρω από πού θα φύγω.

Πέρασα την είσοδο της σχολής –όλο και περισσότερο μού φαινόταν αυτό το πράγμα σα νοσοκομείο, με τις αφίσες στους τοίχους και τα μισογραμμένα (μισοσβησμένα) συνθήματα, σφίχτηκε το στομάχι μου. Εντάξει, δεν είχα σκιστεί στις Πανελλήνιες, είχα βέβαια αγχωθεί λιγάκι όταν βγήκαν οι βαθμοί -12, 12, 16, 18 –αλλά όχι επειδή το όνειρό μου να μπω Πανεπιστήμιο απομακρυνόταν, είχα αγχωθεί γιατί έβλεπα να σκάει μύτη ο Στρατός από τη γωνία, ήξερα οτι οι γέροι δεν θα μου πληρώνανε αναβολή σε ιδιωτική σχολή. Και μετά βέβαια βγήκανε τα αποτελέσματα και όλοι είχαν γράψει χάλια κι έτσι βρέθηκα στην σχολή που ήταν πρώτη μου επιλογή –όχι δηλαδή οτι η δεύτερη είχε χαμηλότερη βάση, όλα ίδια ήταν –τι θα πάρετε; τι έχετε; τα πάντα! ωραία –φέρτε μου μια Πάντειο...

Χώθηκα στο καφενείο, εγώ κι άλλος κανένας –καλά, πού στο διάολο ήταν όλοι; Πρώτη μέρα εγγραφών, κανένας δεν ενδιαφερόταν; Βούλιαξα σ΄έναν καναπέ που είχε δει και καλύτερες μέρες, αυτό το καφενείο είχε μια σειρά καναπέδες κολλημένους στον τοίχο και κάτι καρέκλες ξύλινες στην άλλη πλευρά από τα τραπεζάκια. Οι καναπέδες ήταν απ΄αυτούς με τη δερματίνη –που κάθεσαι και ξεφουσκώνει απότομα το μαξιλάρι αφήνοντας έναν ήχο σα να έκλασες –καλή φάση, να το σημειώσω για να φέρω κάποιον σε δύσκολη θέση στο μέλλον.
Πίσω από ένα ψυγείο σχεδόν άδειο, ανάμεσα από κάτι φουρνάκια που ζέσταιναν μια τυρόπιτα έκαστο, καθόταν ένας αγριάνθρωπος με μουστάκι 10 στρέμματα και γυαλιά με χοντρό κοκάλινο σκελετό. Τον κοίταξα, με κοίταξε. Άναψα μια Καμήλα (πάντα με Ζίπο) για να σπάσω λίγο την αμηχανία –τη δικιά μου – και έβγαλα τον καπνό σε δαχτυλίδια, έτσι, για στυλάκι. Ο γυαλάκιας/μουστάκιας με κοίταζε, εγώ όχι τόσο. Κάπνισα το μισό τσιγάρο. Δεν έβγαινε πουθενά η όλη φάση.
«Συγνώμη, δε θα έρθετε για παραγγελία;» του πέταξα απότομα.
«Γιατί –κουτσός είσαι;» με ρώτησε.
Αυτές ήταν οι πρώτες μου κουβέντες με τον Πανάγο –οι πρώτες από τις πολλές.

Σηκώθηκα ολίγον ξεφτίλας και πλησίασα.
«Φραπέ σκέτο», είπα.
«Να μη βάλω λίγο γάλα; Πάρε έστω ένα κουλούρι ρε παιδί μου, θα σε πιάσει το στομάχι σου», είπε ο Πανάγος χωρίς καν να με κοιτάζει.
Ποιος είσαι ρε φίλε –η μάνα μου;
«Όχι, ευχαριστώ», είπα.
Μου γύρισε την πλάτη, σήκωσε τους ώμους κι άρχισε να φτιάχνει κάτι που καφέ δεν το έλεγες, μάλλον προς το μολότωφ καφεϊνης έμοιαζε να πηγαίνει το πράγμα, αφού για μια στιγμή νόμιζα οτι έπαθε εγκεφαλικό και έβαζε κουταλιές στο σέικερ ασυναίσθητα. Βάλθηκα ν΄ανακατεύω τα μαλλιά μου όσο τον περίμενα.
«Πρώτος όροφος, όπως ανεβαίνεις από τις σκάλες, στο βάθος αριστερά απέναντι από τις πόρτες του μεγάλου αμφιθεάτρου», μου είπε καθώς έσπρωχνε προς το μέρος μου το ποτήρι.
Τον κοίταξα απορημένος.
«Τη γραμματεία δεν ψάχνεις ρε; Για εγγραφή δεν ήρθες;» φώναξε εκνευρισμένος.
«Ναι...» παραδέχτηκα.
«Ε, αυτό σού λέω...»
Αυτό μου έλεγε –εντάξει.
«Γιατί τόση ερημιά; Σήμερα δεν ξεκινάνε οι εγγραφές;» τόλμησα να ρωτήσω.
«Ναι μωρέ, αλλά ήρθαν όλοι αξημέρωτα –την πρώτη μέρα γράφονται συνήθως όσοι δουλεύουν και κοιτάνε να ξεμπερδέψουν πρωί για να τους μείνει η μέρα», είπε ο Πανάγος ανακατεύοντας ακόμα έναν καφέ.
«Και οι κανονικοί φοιτητές, αυτοί που θα παρακολουθούν τα μαθήματα, πότε γράφονται;» ρώτησα ψάχνοντας για τασάκι να σβήσω την Καμήλα.
«Κανονικοί οι φοιτητές που παρακολουθούν τα μαθήματα;» μουρμούρισε ο Πανάγος. «Δε νομίζω...»
Ωραία αρχίσαμε... Μέχρι ο καφετζής μάς πήρε γραμμή...
«Εννοώ...» είπα χωρίς να ξέρω τι εννοούσα και πήρα το φραπέ να ξανακάτσω στη θέση μου.
«Άραξε εδώ μπροστά ρε παιδί –δε βλέπεις οτι δεν έχει ψυχή;» διέταξε ο Πανάγος δείχνοντας το άδειο μαγαζί.
Άραξα. Τον κέρασα και τσιγάρο αλλά δεν το πήρε γιατί είχε κάτι Στούκας με άσπρο φίλτρο απ ΄αυτά που τ’ ανάβεις και τα αφήνεις στο τασάκι για να φεύγουν τα κουνούπια.
Δεν είχαμε και τίποτα σοβαρό να πούμε, δεν είχα και διάθεση δηλαδή –άμα είσαι 18 χρονών τι δουλειά έχεις με τους κωλόγερους; Όσο ο Πανάγος μού πούλαγε πατρικό υφάκι σε στυλ, «να διαβάζεις και κάνα μάθημα, όχι όλο γκόμενες και μπύρες» τόσο εγώ κυνήγαγα μύγες να τις σκοτώσω με το βλέμμα. Κυρίως επειδή είχα έρθει εδώ πέρα, σ΄αυτό το μέρος, αυτή την περίοδο της ζωής μου που ήθελα να κρατήσει όσο περισσότερο γινόταν –γι΄αυτό ακριβώς. Για γκόμενες και μπύρες. Αλκοόλ γενικότερα τέλος πάντων... Και ναρκωτικά. Και γκόμενες. Τις είπα τις γκόμενες; Τις ξαναλέω καθότι σημαντικές. Α ναι –και για την επανάσταση... Τι ποια;

Έφυγα όσο πιο γρήγορα ήταν ευγενικό (ή δεν φαινόταν εντελώς καρφωτικό) από το καφενείο με αποτέλεσμα να κατεβάσω τον φραπέ σε 5 γουλιές και να με πιάσει ένα κόψιμο χωρίς αύριο. Αποτέλεσμα αυτού του αποτελέσματος ήταν να κάνω τσάτρα πάτρα την εγγραφή μου σε μια καλή κυρία που έπλεκε (δεν είναι σχήμα λόγου) όσο πέρναγε τα στοιχεία μου ενώ διέκοπτε κάθε λίγο για να χώσει καμιά σφαλιάρα στο πιτσιρίκι της που το είχε μαζί –πίσω από το γκισέ της γραμματείας -και κατέστρεφε χαρτί με αξιοσημείωτη αποτελεσματικότητα. Όταν η κυρία τελείωσε τη συμπλήρωση των στοιχείων μου, τακτοποίησε το χαρτί πάνω-πάνω στη στοίβα από την οποία προμηθευτόταν υλικό το πιτσιρίκι της, άρα ένιωσα μια σιγουριά οτι τζάμπα γράφτηκα –όταν θα ξαναρχόμουν δεν θα υπήρχε ούτε μισό στοιχείο σχετικά με μένα, αλλά χέστηκα, μεταφορικά και κυριολεκτικά.

Κι αυτή ήταν θα ήταν η πρώτη μου μέρα σαν φοιτητής αν δεν έπεφτα πάνω στον Αντώνη....

Δηλαδή πρώτα το κράνος μου έπεσε πάνω του, την ώρα που κατέβαινα τις σκάλες μού έφυγε από τα χέρια και κουτρουβάλησε –ο Αντώνης ανέβαινε και με το ζόρι κρατήθηκε να μην το σουτάρει ψηλοκρεμαστά για να κρεμάσει τον αντίπαλο τερματοφύλακα.
«Συγνώμη φίλε –βιάζομαι», είπα όσο έπαιρνα το κράνος από τα χέρια του.
«Έλα ρε φιλαράκι, όλοι βιαζόμαστε», γέλασε ο Αντώνης –θεόρατος, ντουλαπωτός, μ΄ένα μαλλί καρφί σα στρώμα φακίρη. Σεπτέμβρης μήνας και φόραγε σταυροκούμπωτο –κάτσε καλά δηλαδή...
«Όλοι βιαζόμαστε αλλά μερικοί χεζόμαστε κιόλας», απάντησα κι ο Αντώνης ξεκαρδίστηκε.
«Πάνω γραφόμαστε;» ρώτησε αδιαφορώντας για την αγωνία μου.
«Πάνω αλλά μην το δένεις κιόλας...»
«Πολύς κόσμος;»
«Άδεια είναι. Μόνο μια θείτσα που πλέκει και ένα μαλακισμένο που σκίζει τις αιτήσεις».
«Φρικιό να πούμε;»
«Πεντάχρονο να πούμε».
Ο Αντώνης μού τράβηξε μια γερή στην πλάτη.
«Κερνάω μπύρα», είπε.
«Χέζομαι ρε», διαμαρτυρήθηκα.
«Χέσου κι έλα. Πάω να με σκίσει το πεντάχρονο και σε 10 λεπτά στο καφενείο».
«Κάτω;»
«Όχι ρε –απέναντι... Μια χαρά μέρα, θα κλειστούμε στην υπόγα;»
«Ημί...»
«Τι;»
«Ημί-υπόγα», είπα.
«Ημί ημί λαμά σαβαχθανί», φώναξε ο Αντώνης.
«Ηλί», είπα.
«Τι ηλί;»
«Ηλί λαμά σαβαχθανί».
«Ηλί έλεγε γιατί είχε να κάνει με ηλίθιους –εγώ το προσαρμόζω στις παρούσες», είπε ο Αντώνης.
«Καλά ότι πεις», είπα κι εγώ γιατί πήγαινε για κανιβάλισμα η φάση κι εγώ βιαζόμουν.
«Σε 10», φώναξε προσπερνώντας με.
«Ναι», είπα.
«Απέναντι», ξαναφώναξε.
«Σαβαχθανί όπως και να ΄χει», φώναξα με τη σειρά μου και τον άκουσα να τραβάει ένα γαϊδουρόγελο που τράνταξε τον όροφο.

Το απέναντι καφενείο, σε σύγκριση με τις κοινόχρηστες τουαλέτες της σχολής,ήταν χαρά θεού, Καρεκλίτσες ψάθινες, τραπέζια μεταλλικά κι ένας τύπος με αρχές φαλάκρας –μικρότερος πάντως από τον από κάτω Πανάγο. Μετά έμαθα οτι όλοι τον φωνάζανε Βαστάζο και ήταν Κνίτης, τότε δεν το ήξερα ακόμα.
«Τι θα πάρεις;» ρώτησε.
«Μπύρα», απάντησα και κοίταξα το ρολόι μου. Είχα ακόμα κάνα δίωρο εύκαιρο μέχρι να μαζευτεί η παρέα στου Μπιλ του Χοντρού, πίσω στη συνοικία μου.
Έπαιξα λίγο με το Ζίπο, τον άνοιξα και τον έκλεισα στον αέρα, τον άναψα στο τζιν και τον έσβησα μ΄ένα απότομο κατέβασμα –όποιος με έβλεπε θα με πέρναγε άνετα για καθυστερημένο, εντάξει και τι έγινε;
Ο Αντώνης σωριάστηκε στην απέναντι καρέκλα βαρύς συννεφιασμένος και ιδρωμένος, παράγγειλε μπύρα που ήρθε μαζί με τη δικιά μου.
«Της κόφας», ανακοίνωσε μετά από ώριμη σκέψη.
«Πάει να πει;»
«Δε γράφτηκα».
«Γιατί;»
«Ξέρω ΄γω; Η κυρία μού εξήγησε οτι έληξε το ωράριο».
«Και δεν τη βούτηξες; Αφού εκεί ήταν, θα της έπεφτε η μήτρα να σε γράψει;»
«Δεν φέρομαι έτσι στις κυρίες», παραδέχτηκε.
«Καθότι τζέντλεμαν», συμπέρανα.
«Σωστά. Απλώς της έριξα κάμποσα γαμωσταυρίδια κι έσπασα το τζαμάκι στο γκισέ της με τον αγκώνα».
«Καθότι οργισμένη νεολαία».
«Μα εσύ με ξέρεις σα να με γέννησες», γέλασε ο Αντώνης.
«Αλίμονο...» γέλασα με τη σειρά μου.
«Το ρεζουμέ είναι, φιλαράκι, οτι θα σου αφήσω τα χαρτιά μου να με γράψεις εσύ μια μέρα», είπε αδιάφορα ο Αντώνης.
«Γίνεται;» ένιωσα κάπως στριμωγμένος.
«Γίνεται»
«Καλά», είπα απρόθυμα.
«Έχει προθεσμία», μου θύμισε.
«Έχει», παραδέχτηκα.
«Άντε γεια μας», σέρβιρε τη μπύρα και σήκωσε το ποτήρι στο ύψος των ματιών του.
Τον μιμήθηκα.
«Από Αθήνα είσαι;» ρώτησε.
«Δυστυχώς», παραδέχτηκα.
«Εγώ Αγρίνιο. Έχω νοικιάσει ένα υπόγειο εδώ παρακάτω...»
«Κανονικό ή ημί;» ρώτησα.
«Μην το ξαναπάμε», ξεκαρδίστηκε.
Σήκωσα τους ώμους αφήνοντας ένα αγνό κι ατόφιο κανιβάλισμα να πάει χαμένο.
«Έχεις έρθει καιρό Αθήνα;» ρώτησα χωρίς να με νοιάζει –έτσι για να πω κάτι.
«Ναι κι από αύριο αρχίζω δουλειά στα ΕΛΤΑ. Ταχυδρόμος ας πούμε. Με έχωσε ο γέρος μου. Εκεί δούλευε κι αυτός», όσο μίλαγε έβγαλε ένα πακέτο Σαντέ, κοπάνησε το άφιλτρο πάνω στην κοκκινομάλλα και άναψε με το Ζίπο μου.
Τα δέχτηκα όλα αυτά αδιαμαρτύρητα.
«Κρίμα», είπα. «Δεν είναι ζωή να δουλεύεις τέτοιες εποχές».
«Νομίζεις ε;» χαμογέλασε. «Έλα να μου το ξαναπείς αυτό όταν βγάλεις γκόμενα».
«Εννοείς;»
«Θα την ψάξεις για καμιά γκόμενα –έτσι;» με κοίταξε καχύποπτα.
«Έτσι λέω», τον διαβεβαιώσα.
«Ωραία. Και πάνω στο ψήσιμο θα θέλεις να την πας καμιά βόλτα, να την κεράσεις κάνα ξύδι...»
«Ε, να μη θέλω;»
«Να θέλεις –αλλά με τι; Με το χαρτζιλίκι των γέρων; Πόσο σού μένει άμα βγάλεις τα τσιγάρα;»
«Πόσο μού μένει;» αναρωτήθηκα άσκοπα.
Ήξερα ήδη την απάντηση.
«Ενώ εγώ...»
«Εσύ τι;»
«Μήνας μπαίνει –μήνας βγαίνει ο μισθός θα πέφτει»
«Ωραία... θα με δανείζεις», γέλασα.
Γέλασε κι αυτός.
«Όμως...» συνέχισα. «Εσύ θα την ψάξεις για καμιά γκόμενα;»
«Ε μα γιατί είμαι εδώ; Για να γίνω επιστήμονας;» απόρησε.
«Μέγκλα... Και πού θα τη βρεις;»
«Εδώ –πού αλλού;»
«Πότε; Όταν δε θα έρχεσαι στα μαθήματα επειδή θα δουλεύεις;» τον κάρφωσα.
«Ρε άιντε γαμήσου», συννέφιασε ξανά.
«Βοηθάει αυτό;» κορόιδεψα.
Δε μίλησε. Άναψε καπάκι δεύτερο τσιγάρο και κοίταξε την καγκελόπορτα απέναντί μας.
«Με σκίσανε οι κωλόγεροι –και να πεις οτι δεν έχουν; Μια σύνταξη ναααα ο πατέρας μου... Και χωράφια... Σου νοικιάζουμε σπίτι, είπαν. Και πού θα έμενα ρε πούστη, κάτω από τη γέφυρα;»
«Έχουμε γέφυρες στην Αθήνα;» αναρωτήθηκα.
«Γάμα μας φιλαράκι», έκανε και σηκώθηκε απότομα. «Πρέπει να φύγω...»
Το ίδιο απότομα ξανακάθισε. Ωραίος...
«Μην ανησυχείς για την εγγραφή», του είπα.
«Δεν ανησυχώ, είσαι μπέσα –σ΄έκοψα εγώ...»
Εκείνη την ώρα βγήκε από τη σχολή μια κοπέλα –μαύρο μαλλί κομμένο αγορίστικα, πάνινη τσάντα, τισερτάκι με δυσανάγνωστο σχέδιο και μακριά φούστα ινδική. Την είδαμε ταυτόχρονα.
«Έφευγες;» γέλασα.
«Να η ευκαιρία...» μαϊμούδισε τη Σάσα Ντάριο.
«Αυτή;» έδειξα με το βλέμμα.
«Δε σ΄αρέσει;»
«Καλή αλλή λίγη», έκανα μπλαζέ.
Δεν είχα γκόμενα –τραβήχτηκα για λίγο στην Γ΄Λυκείου με μια Πειραιώτισσα από το φροντιστήριο αλλά μετά μας φάγανε οι αποστάσεις. Έπαιζε και μια μικρή –Γυμνασίου –αλλά πολύ ξεφτίλα ρε παιδί μου, ούτε στις κούνιες δεν την αφήνανε οι γέροι της να πάει.
«Εντάξει –δικιά μου», μούγκρισε ο Αντώνης.
«Δικιά σου», είπα αδιάφορα.
Η κοπέλα κάθισε δυο τραπέζια μακριά μας και παράγγειλε καφέ. Ο καφετζής κάτι της είπε και γελάσανε.
«Δεν είναι πρωτοετής», συμπέρανα.
«Όσο πάει και καλύτερα», πανηγύρισε ο Αντώνης.
Η κοπέλα μάς κοίταξε. Χαμογελάσαμε σαν ηλίθιοι. Χαμογέλασε με το ζόρι.
«Βάλε βιολιά», παράγγειλα στον Αντώνη. «Πάω να στη φέρω».
Με κοίταξε αλλά δε με πίστεψε κι εγώ σηκώθηκα αεράτος –δεν είχα τίποτα να χάσω. Πήγα στο τραπέζι της και κάθισα χωρίς να τη ρωτήσω.
«Συγνώμη για το απότομο», ψέλλισα γιατί μού είχε φύγει το υφάκι στη στιγμή –ήταν συμπαθητική φάτσα αλλά κάπως άγρια, «είμαστε πρωτοετείς και λέγαμε αν μπορείς να βοηθήσεις...»
Με κοίταξε, έβγαλε από την τσάντα της ένα πακέτο λάιτ τσιγάρα και περίμενε.
«Ο φίλος μου», έδειξα τον Αντώνη, «δεν πρόλαβε να γραφτεί κι αναρωτιόμαστε αν μπορώ να το κάνω εγώ κάποια άλλη μέρα. Βλέπεις, δουλεύει...»
Κοίταξε τον Αντώνη, δε φάνηκε να της γεμίζει το μάτι.
«Αν υπογράψει την αίτηση –γίνεται. Αλλά μπορώ να το κανονίσω να γραφτεί σήμερα», είπε. Δε μου άρεσε η φωνή της –πολύ απότομη και υπηρεσιακή ένα πράγμα... Σαν απουσιολόγος.
«Θα τον σώσεις...» έκανα με δήθεν πανηγυρικό ύφος.
«Πες του να έρθει», ζήτησε.
Έφυγα σφαίρα και γύρισα στο τραπέζι μας.
«Την πρώτη προσέγγιση στην έκανα», του είπα. «Πήγαινε μαζί της να σε γράψει στη σχολή. Και μετά κανονίστε να στήσετε κάνα λαβ στόρι –πάρτο πάνω σου».
Σηκώθηκε χαμογελώντας σαν Κυριακή με τη Δευτέρα αργία. Τους είδα να φεύγουν κι ετοιμάστηκα να την κάνω από λίγο-λίγο. Ήμουν άγιος άνθρωπος, κάτι μεταξύ Αλβέρτου Σβάιτσερ και μητέρας Τερέζας στο πιο νταρκ... Και τότε θυμήθηκα οτι ο Αντώνης δεν είχε πληρώσει τη μπύρα του -ένιωσα άγιος μαλάκας. Θα τον περίμενα λίγο ακόμα τον πούστη...

Βγήκαν μετά από κάνα τέταρτο, κάτι είπαν, χαιρετήθηκαν κι ο Αντώνης ήρθε στο τραπέζι μας.
«Παπάρια μάντολες», ανακοίνωσε.
«Δε γράφτηκες ακόμα;»
«Γράφτηκα».
«Και η δεσποινίς;»
«Πανσουδαστική».
«Η φοιτητική της ΚΝΕ –εντάξει. Και τι μ΄αυτό;»
«Πολιτικό καμάκι έκανε ρε φιλαράκι. Με έγραψε και μετά με τάραξε στην καθοδήγηση. Κανόνισα να πάω στην πρώτη συνάντηση που θα κάνουν στο τέλος της βδομάδας...»
«Και γυναίκα και κόμμα –σωστό σε βρίσκω...» γέλασα.
«Μη φας...» μούγκρισε. «Άμα ξανάρθω θα το παίξω δίδυμος αδερφός μου και δε θα την θυμάμαι».
Γέλασα με τη σειρά μου. Είχα κάνει κάποια παρέα με Κνίτες –ειδικά στις αρχές Λυκείου όταν ακόμα η πορεία του Πολυτεχνείου σήμαινε διήμερη αποβολή. Αλλά τσακωθήκαμε σύντομα –δεν ήταν για μένα τα απολιθώματα –μου λέγανε και κάτι πίπες περί δικτατορίας του προλεταριάτου στη Σοβιετία και γινόμουν φυτίλι. Κι ακόμα χειρότερα, δεν είχαν χιούμορ. Τους έλεγα οτι ο Στάλιν ήταν αδερφή γιατί το μουστάκι είναι ο φερετζές του πούστη και κυνηγάγανε να με πλακώσουν. Ακαλλιέργητοι κυρία Ιουλία μου, τς, τς, τς...
«Έχω φύγει» μου ανακοίνωσε ο Αντώνης κι έβγαλε ένα χαρτονόμισμα.
«Πολλά είναι», είπα.
«Σε κερνάω αδερφέ. Ο πρώτος μου φίλος στη σχολή –έτσι θα τον αφήσω;»
Σήκωσα τους ώμους.
«Θα τα ξαναπούμε», είπε με γυρισμένη την πλάτη.
«Αλίμονο... τελειώνουν τα δικά μας;» γέλασα.

Όταν έφυγε ο Αντώνης ανακάλυψα οτι η Πανσπουδαστικάρια με καλόβλεπε –άφησα λοιπόν τα λεφτά στο τραπέζι και βιάστηκα να καβαλήσω το παπί –το μόνο που μου έλειπε μεσημεριάτικα ήταν η καθοδήγηση.
Ξεκίνησα αφήνοντας ένα ντουμάνι πίσω μου, έτσι σαν προειδοποίηση για το τι θα υπέφεραν οι κάτοικοι τα επόμενα χρόνια που σκόπευα να φοιτήσω στη σχολή και στα πέριξ αυτής. Με το που βγήκα Συγγρού κόντεψε να με μαζέψει ένας καργιόλης με Άουντι –διότι έτσι πάει κύριος. Άμα έχουμε κούρσα, στα παπάρια μας ο παπάκιας που βγαίνει από τη βοηθητική. Βλαστήμησα όσο ο αέρας μού έριχνε τσουλούφια στα μάτια, ευτυχώς που το παπί δεν είχε φρένα, αλλιώς θα σκοτωνόμουν –άμα φοβάσαι, φρενάρεις, είναι ασυνείδητο κι άμα φρενάρεις στη μέση του δρόμου όταν ένα Άουντι επελαύνει –αντίο μανούλα, φιλιά στο μπαμπά…
Πήγαμε έτσι δίπλα-δίπλα, ο καργιόλης στο τιμόνι του Άουντι να ξύνεται κι εγώ να τελικιάζω το παπί, να μην τον χάσω, στο φανάρι της Νέας Σμύρνης τον έπιασε κόκκινο. Πλησίασα από το δεξί του παράθυρο και χτύπησα το τζάμι. Με είδε μάλλον για πρώτη φορά –όσο κόντευε να με σκοτώσει έβλεπε οράματα με την Παναγία, τι να πω; -κι έσκυψε να κατεβάσει το τζάμι όλος περιέργεια. Τον άφησα να κατεβάσει το μισό και του έσκασα μια ροχάλα στη μάπα.
«Αρχίδι, θα με σκότωνες», του φώναξα κι έφυγα σφαίρα με κόκκινο χωρίς να κοιτάξω τίποτα.
Στην κατεβασιά για παραλιακή το πήρα απόφαση –δε φτούραγε το παπί. Έπρεπε να τσιμπήσω μηχανή κανονική, αλλιώς θα με μαζεύανε κάτω από τις ερπύστριες που λέγανε και οι μαλάκες οι αγωνισταράδες του Πολυτεχνείου.

Και στην τελική ήμουνα φοιτητής –πρωτοετής Παντείου και το ημερολόγιο έγραφε Σεπτέμβρης 1983. Λίγοι μήνες έμεναν μέχρι το γαμημένο το 1984 και, σύμφωνα με έγκυρους υπολογισμούς, είχα ακόμα 10 και κάτι χρόνια ζωής. Μια μηχανή ήταν απαραίτητη....


Υ.Γ.: Ο τίτλος του κεφαλαίου ανήκει στους Stress.

9 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Ανώνυμος είπε...

Καλώς τονε κι ας άργησε.

Μαζί με τον Μπιλ το Χοντρό και όλα τα καλά παιδιά.

I've got a feeling.

Goldfinger

The Motorcycle boy είπε...

Καλώς σας βρήκα... Ε, μόνος μου θα ερχόμουν; Τι να με κάνετε;

Ανώνυμος είπε...

Καλώς τονε κι ας άργησε. +1 :)

The Motorcycle boy είπε...

Καλώς σας ξαναβρήκα... Τώρα καλώς, κακώς -θα δείξει!

Afrikanos είπε...

«Πανσουδαστική».

με ξέρεις τι καργιόλης είμαι στις διορθώσεις κειμένου χαχαχαχαχαχα

The Motorcycle boy είπε...

Δεν είναι λάθος! Πρόκειται για την οργάνωση Πασνπουδαστικής της Σούδας, χαχαχαχα

Afrikanos είπε...

και πάλι..."ΠαΣΝπουδαστικής" έγραψες χαχαχαχαχαχα

liontas είπε...

Ρε, κοίτα ρε, ποιος θυμήθηκε να γράψει. Το Πανσπουδαστική δεν πρόκειται να το γράψει σωστά, παίζει κάτι αλλεργικό, έχει και χαρτί γιατρού.

The Motorcycle boy είπε...

Σωστός νομίζω...

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι