Περίληψη προηγουμένων:
1. Όπου ο ήρωας κατεβαίνει από το αεροπλάνο επιστρέφοντας στην κωλοπόλη του μετά από 20 χρόνια. Τον περιμένει μια παλιά φίλη, η Ρέα και μπόλικος, άσχετος με το θέμα, εκνευρισμός.
2. Δίνονται κάποιες αναγκαίες εξηγήσεις σχετικά με τον Πέτρο, που σαπίζει σε ψυχιατρείο και ο ήρωας ξανασυναντάει την κτηνώδη κίτρινη -μπλε Τενερέ 600.
3. Η Τενερέ πηγαίνει στο συνεργείο και ο ήρωας ανακαλύπτει οτι τον ανακάλυψαν.
4. Μια επίσκεψη στο μπαρ ενός παλιού φίλου, Σπήλιος το όνομα, καταλήγει σε κλωτσοπατινάδα, όπου ο ήρωας τις αρπάζει δεόντως. Σκοπός της επίσκεψης είναι η αναζήτηση πιστολιού.
5. Μετά από άγονη περιπλάνηση (που λένε και οι μορφωμένοι) ο ήρωας βρίσκεται σε δανεικό αυτοκίνητο να παρακολουθεί το σπίτι των γονιών του Πέτρου. Εκεί ακριβώς εμφανίζεται η Έλλη.
Την παρακολουθούσα όσο ανακάτευε το ξέπλυμα χρώματος σοκολατί. Σταμάτησε για λίγο, έβγαλε ένα τσιγάρο, το άναψε και το παράτησε στο τασάκι –έτσι για ατμόσφαιρα. Είχα είκοσι χρόνια να τη δω, ένα κοριτσάκι του Δημοτικού ήταν τότε, που γκρίνιαζε συνέχεια να το πάμε βόλτα με τις μηχανές. Καμιά σχέση με τη γυναίκα που καθόταν απέναντί μου ανακατεύοντας τη σοκολατί αηδία –βιάστηκα να τραβήξω τα μάτια μου αλλού όταν με κοίταξε. Η μικρή Έλλη που είχε γίνει κανονική Έλλη –ζβούριξα μια εσωστρεφή σφαλιάρα στον εαυτό μου για να συνέλθω. Ακόμα μικρή είναι για σένα ρε κορόιδο! Και είναι και αδερφή του Πέτρου –παλιομαλάκα λιγούρη!
«Λοιπόν, δεν άλλαξες πολύ», είπε αδιάφορα.
«Αυτό … μοιάζει με κομπλιμέντο;» αναρωτήθηκα χαζά.
«Αν πέρναγες τον εαυτό σου για όμορφο τότε… ναι, μπορείς να το πάρεις για κομπλιμέντο», απάντησε ψυχρά.
Χαμογέλασα.
«Από πού ψωνίζεις ατάκες πιτσιρίκα; Γιατί οι δικές μου περνάνε κρίση ταυτότητας τώρα τελευταία».
Τράβηξε μια γερή από το τσιγάρο της, με κοίταξε με μισόκλειστα μάτια.
«Αν δεν κόψεις το ‘πιτσιρίκα΄ θα χεστούμε –εντάξει;» προειδοποίησε όλο σοβαρότητα.
«Απειλή;» ενδιαφέρθηκα να μάθω.
«Ότι γουστάρεις», μουρμούρισε. Ωραίο τυπάκι η πιτσιρίκα!
Ευτυχώς μας διέκοψε ένα παπιγιονάτο γκαρσόνι που πήρε πρέφα ότι είχα πιει δυο γουλιές νερό και τσακίστηκε να τις αναπληρώσει. Καπάκωσα το ποτήρι μου με την παλάμη.
«Άστο αδερφέ. Γιατί όσο γεμίζεις τόσο θα πίνω και στο τέλος θα τα κάνω πάνω μου», εξήγησα.
Έφυγε χολωμένος.
«Για πες μου λοιπόν, τι γύρευες έξω από το σπίτι μου;» επανέφερε το θέμα η Έλλη.
«Περαστικός», μουρμούρισα.
«Που είδες φως και είπες ν’ αράξεις –έτσι;»
«Κάπως έτσι», παραδέχτηκα.
«Εντάξει, θα κάνω ότι το δέχομαι για αρχή», με πληροφόρησε.
Προτίμησα να μην απαντήσω. Είχα ένα μάτσο σκυλομούρηδες να μυρίζουν τα βήματά μου και τίποτα δεν πήγαινε σύμφωνα με το σχέδιο. Κυρίως επειδή δεν υπήρχε σχέδιο. Αλλά η Έλλη ήταν ένα απρόβλεπτο εμπόδιο. Δεν έπρεπε να βρίσκεται εδώ, δεν έπρεπε να μιλάμε τώρα. Η Έλλη ήταν το καρφί που απειλούσε να ξεφουσκώσει τα λάστιχά μου και «είναι ανόητο να κλωτσάς κόντρα στα καρφιά», όπως είχε εξηγήσει ο Υπεράνω στον Εβραίο, από αρχαιοτάτων χρόνων.
«Τι σκέφτεσαι;» με ρώτησε.
«Ότι είναι καιρός να μου πεις μερικά πράγματα που δεν ξέρω», απάντησα. «Σχετικά με τον Πέτρο».
Κατέβασε τα μάτια.
«Τι να λέμε τώρα; Τι ωφελεί;» ψιθύρισε.
«Αυτό άστο να το κρίνω εγώ», είπα σταθερά.
«Εντάξει τώρα … αφού τα ξέρεις … Οι μπάτσοι μας ειδοποίησαν … κάποιοι μπάτσοι γνωστοί του πατέρα μου … Τα είχαν μάθει όλα, είπαν να κρυφτεί ο Πέτρος για να περάσει το αυτόφωρο. Μετά … οι γονείς μου δεν έβλεπαν άλλη λύση … μειωμένος καταλογισμός … κρίση σχιζοφρένειας, κάτι τέτοιο … Αλλά ο Πέτρος δεν ήθελε –πήγε στο σπίτι … ξέρεις, με τη Ρέα …»
«Από πού έμαθαν για μας οι μπάτσοι;» τη διέκοψα.
Ξαφνιάστηκε.
«Που να ξέρω;» το σκέφτηκε λίγο. «Δεν έχω ακούσει κάτι σχετικό … ίσως ο πατέρας μου να ξέρει περισσότερα … Εμένα με έστειλαν σε μια θεία μου … στην Πάτρα …δεν ήμουν εδώ όταν ….»
«Και οι γέροι σου; Δεν έχετε μιλήσει γι΄αυτό; Τι σου λένε;»
«Τίποτα. Ο Πέτρος απλώς δεν υπάρχει. Δεν με πήγαιναν ποτέ να τον δω –πήγα μόνη μου όταν μεγάλωσα … Δεν με θυμόταν, δεν με αναγνώριζε καν… Κοίταζε … είναι ανατριχιαστικό … κοίταζε μέσα από μένα, πίσω μου –κατάλαβες;»
«Σου είπε κάτι αυτές τις φορές που τον είδες;»
Έσμιξε τα φρύδια της, προσπαθώντας να θυμηθεί.
«Ασυναρτησίες …Ότι κάποιος του έκλεψε το Σουμπούτεο από το δωμάτιό του … ότι δεν του αρέσουν οι φράουλες … Όλο τα ίδια … Και κάτι ασυνάρτητα για έναν καρχαρία… Θα τον σκοτώσει τον καρχαρία, θα βγει από εκεί μέσα πετώντας να σφάξει τον καρχαρία … τέτοια έλεγε», την είδα να κατεβάζει το βλέμμα της, μάλλον το πήγαινε για ψιχάλα.
«Ποιον καρχαρία;» αναρωτήθηκα.
«Ξέρω ‘γω; Ασυναρτησίες, σου το είπα από την αρχή», είχε παγώσει τη φωνή της για να μη φανεί μπόσικη συναισθηματικά –το εκτίμησα πολύ αυτό.
Και τότε πήρε τον αναπτήρα μου στα χέρια της. Ετοιμάστηκα να εκνευριστώ, αλλά δεν τον άναψε, τον στριφογύρισε και τον ζύγισε πριν τον ξαναφήσει δίπλα στην καπνοσακούλα μου.
«Ωραίο κομμάτι», είπε.
«Παρομοίως», μου ξέφυγε εμένα.
«Τι;»
«Τίποτα –για τον αναπτήρα λέω», πήγα να τα μπαλώσω. Με κοίταξε. Χαμογέλασε.
«Εσύ που ήσουν χαμένος όλα αυτά τα χρόνια;»
«Έκανα ευρωπαϊκή τουρνέ, σαν το τσίρκο Μεντράνο. Αλλά δεν έκοβα πολλά εισιτήρια τώρα στα τελειώματα -είπα λοιπόν να γυρίσω πίσω».
Γέλασε νευρικά.
«Έχεις φάση!»
«Έχω κι απ΄αυτό, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα», απάντησα βιαστικά. «Λέω να σε πάω σπίτι σου τώρα, γιατί έχω κάποιες δουλειές …»
Δεν έδειξε να συγκινείται. Άραξε πίσω στην καρέκλα της, άπλωσε και τα πόδια κάτω από το τραπέζι.
«Δεν τελειώσαμε», είπε.
Έγειρα μπροστά, ρούφηξα τις τελευταίες γουλιές από το μαυροζούμι μου και χαμογέλασα.
«Αυτό θα κάνω πως δεν το άκουσα πιτσιρίκα», είπα κοφτά.
Την αμέσως επόμενη στιγμή ένα ποτήρι νερό, σχολαστικά ξαναγεμισμένο από τον παπιγιονάκια, προσγειώθηκε στο στήθος μου. Πρώτα το περιεχόμενο και μετά το ποτήρι. Έμεινα ακίνητος. Το ποτήρι κύλησε στο πάτωμα αλλά δεν έσπασε.
«Εντάξει; Ολοκληρώθηκε το σόου;» ζήτησα να μάθω.
«Σε είχα προειδοποιήσει», μου θύμισε.
«Σωστά. Σήκω τώρα να σε πάω σπίτι σου γιατί αλλιώς θα γυρίσεις περπατώντας».
«Δεν τελειώσαμε», ξαναείπε.
«Κοίτα μπλέξιμο βραδιάτικα!» φώναξα. «Τι θέλεις τώρα δηλαδή; Να το κάνουμε πουτάνα το μαγαζί;»
Άναψε ένα τσιγάρο με τον αναπτήρα μου κοιτάζοντάς με στα ίσα.
«Εγώ σου είπα ότι με ρώτησες. Τώρα πες μου τι γύρευες έξω από το σπίτι μου. Μετά μπορείς να πας να γαμηθείς –αδιαφορώ».
Ξεφύσησα, σήκωσα τους ώμους με χαμογελαστή αδιαφορία, αλλά βαρέθηκα και το παράτησα γιατί είδα ότι δεν περνούσαν τα στυλάκια σ΄αυτή τη μικρή.
«Ήρθα να δω το σπίτι του Πέτρου. Να δω και τους γέρους σου που τους πεθύμησα. Εντάξει;»
Συνέχισε να με κοιτάζει. Τα νεύρα μου κόντευαν να γίνουν σερπαντίνες.
«Καθόλου εντάξει. Σε θυμάμαι από παλιά –η νοσταλγία δεν ήταν το φόρτε σου. Ήμουν μικρή αλλά όχι ηλίθια. Και κόβω φάτσες τόχω ακόμα αυτό –για να είσαι εσύ εκεί έξω κάποια φασαρία ετοιμάζεις. Έχω δίκιο;»
«Ότι πεις», ένευσα κουρασμένα.
«Σωστά. Λέω λοιπόν ότι αν σκοπεύεις να κάνεις σαματά, ξανασκέψου το. Ο γέρος μου είναι όλο ψουψού στο τηλέφωνο τις τελευταίες μέρες, μάλλον με τους μπασκίνες. Θα σε δέσουν πριν τους πλησιάσεις στα δέκα μέτρα».
Το έπαιξα Ιάπωνας τουρίστας.
«Σ΄ευχαριστώ για την προειδοποίηση, αλλά δεν έχω τέτοιο σκοπό …»
Με κοίταξε γελώντας ειρωνικά. Δεν το είχε χάψει.
«Καλά εντάξει … Ούτε εγώ έχω σκοπό να γεράσω προσπαθώντας να σου βγάλω μια κουβέντα. Που πάμε τώρα;»
Κέρωσα.
«Εσύ σπίτι σου κι εγώ στις δουλειές μου», υπενθύμισα.
«Είναι νωρίς ακόμα, δεν σκοπεύω να κλειστώ μέσα. Θα με κατεβάσεις μέχρι το κέντρο;»
Μπλέξαμε ρε γαμώτο! Σκόπευα να περάσω από τις γειτονιές του σταθμού για να συσφίξω τις σχέσεις μου με το αλλοδαπό στοιχείο –ρουμάνικης καταγωγής και προελεύσεως κατά προτίμηση. Έπρεπε λοιπόν να την ξεφορτωθώ.
Άφησα κάτι κέρματα στο τραπέζι και της έκανα νόημα.
«Άντε, έλα να σου κάνω τον ταρίφα μπας και γλιτώσω από σένα», μουρμούρισα.
«Θέλεις πολύ να γλιτώσεις;» είπε γλύφοντας τα χείλη της.
Το άφησα να περάσει στο ντούκου –γαμώ την καταδίκη μου μέσα!
Οδηγούσα αμίλητος όσο εκείνη απλωνόταν -τα γόνατά της σφήνωσαν στο ταμπλό. Είχε μακριά πόδια, το παντελόνι–τεράστια καμπάνα τραβήχτηκε, πρόβαλαν κάτι ψηλές ριγέ κάλτσες, σε στυλ «πουριτανή μαθήτρια». Συγκεντρώθηκα στο δρόμο μη στουκάρουμε πουθενά –η μικρή ήταν ζόρικη γκόμενα, τι να λέμε τώρα!
«Τι σκέφτεσαι να κάνεις;» με ρώτησε.
«Σχετικά με ποιο πράγμα;»
«Σχετικά με τον Πέτρο. Θα πας να τον δεις;»
«Ναι»
«Και τι άλλο;»
«Δεν έχω αποφασίσει».
«Ψέματα».
Γύρισα να την κοιτάξω.
«Πολύ μου μπαίνεις πιτσιρίκα».
Σήκωσε την τσάντα της και μου την κοπάνησε κατακέφαλα. Πόνεσα. Με είχε βρει πάνω στο αυτί, στο ίδιο σημείο που με κοπάνησαν νωρίτερα. Τι διάολο τον έπιασε τον κόσμο με το αυτί μου; Υπήρχε κάτι που δεν έπρεπε ν΄ακούσω; Απόρησα.
«Θα τον βγάλεις έξω –έτσι;» ρώτησε.
«Ποιον;»
«Άσε τις μαλακίες ρε γαμώτο!»
«Εγώ τις αφήνω, αυτές δε με αφήνουν».
«Θα τον βγάλεις έξω, το ξέρω. Θέλω να τον δω όταν το κάνεις –εντάξει;»
«Ότι πεις».
Με κοίταξε αμίλητη και μετά βάλθηκε να σκαλίζει το ραδιόφωνο. Πέρασε μία όλους τους σταθμούς –κουδούνισε το μυαλό μου. Καψουροτράγουδα, ποπ με μπουζούκι, ποπ με τσιρίδες, ποπ με τζατζίκι, αηδίασα. Ευτυχώς, έκλεισε κάποια στιγμή το ραδιόφωνο, αλλά δυστυχώς άρχισε να σκαλίζει τα cd της Ρέας.
«Τίνος είναι το αμάξι;» ρώτησε.
«Της Ρέας», απάντησα.
«Ξενέρωτη», αποφάνθηκε αφήνοντας τα cd στην άκρη.
«Ναι, ενώ εσύ … Μαλαθρώνας σκέτος!» ψευτοθαύμασα.
«Μαλα … τι;» απόρησε.
«Μαλακίες για να περνά η ώρα», είπα.
Φτάναμε στην Ακαδημίας.
«Άσε με εδώ».
«Εντάξει».
«Μη χαθούμε».
«Όχι βέβαια!»
«Κοροϊδεύεις;»
«Όχι βέβαια!»
«Θα σε βρω πάντως, όπου κι αν είσαι».
«Αν δε σε βρω εγώ πρώτος».
Βρόντηξε την πόρτα και χάθηκε προς τις φωτισμένες βιτρίνες της Σκουφά.
Είχα πάρει συλλαβιστά τον έρημο δρόμο –αντίθετη κατεύθυνση από τη δική της, γι΄αυτό την έβγαλα γρήγορα από το οπτικό μου πεδίο. Η αδερφή του Πέτρου. Η πιτσιρίκα!
«Ξέρεις τι μου είπε σήμερα η μικρή;»
«Τι;»
«Ότι θα πάρει μηχανή όταν μεγαλώσει και θα σου ρίξει στ΄αυτιά».
«Ναι καλά! Κι εγώ θα τρέχω τότε στην Νταϊτόνα –συνταξιούχος δίπλα στον Κανταλόρα!»
«Ρε μην το γελάς! Είναι κέρατο βερνικωμένο η μικρή –άμα το λέει θα το κάνει!»
Δεν το είχε κάνει τελικά. Δεν πήρε μηχανή –αλλά είχε δίκιο ο Πέτρος. Κέρατο βερνικωμένο. Και γκομενάρα! Έστριψα χωρίς να βγάλω φλας, κάποιος φρέναρε κορνάροντας πίσω μου. Σήκωσα ενστικτωδώς χειρόφρενο –να βγω έξω, να τον πλακώσω. Το μετάνιωσα, έκανα νόημα με το χέρι στο στήθος, «συγνώμη ξεχάστηκα». Ο τύπος μου έκανε κωλοδάχτυλο –τι να πεις; Άμα δεν τους γαμήσεις, σε γαμάνε εκείνοι –χρόνια τώρα η ίδια κατάσταση.
Πάρκαρα στον σταθμό του τρένου, κάπου φωτεινά για να μην το κανιβαλίσουν το αμάξι της Ρέας και πήρα την Ηπείρου με τα πόδια. Σκοτεινές φάτσες στα πεζοδρόμια, σκουπίδια κλωτσημένα μακριά από τους κάδους –μια χαρά ήταν ο δρόμος. Όπως παλιά. Μόνο οι ταμπέλες είχαν αλλάξει –τότε είχαν ένα λαμέ αμερικάνικο στυλάκι, τώρα έμοιαζαν εξωτικές, σλάβικες, πολωνέζικες, κογκολέζικες, ξέρω ‘γω … Είδα μια επιγραφή που αναβόσβηνε «ντισκοτέκ» και εννοούσε «κονσομασιόν» -μπήκα μέσα. Βρωμούσε το αποσμητικό χώρου ανακατεμένο με ιδρώτα και φτηνά λιβάνια. Κάθισα στη μπάρα.
«Θα με κεράσεις ένα ποτό ομορφούλη;» έπεσε δίπλα μου το γερασμένο κορίτσι, στριμώχνοντας ένα νερουλιασμένο μπούστο στο μπουφάν μου.
Δεν γύρισα να την κοιτάξω.
«Δυο ουίσκια», ξεθάρρεψε η χαροκαμένη.
«Να πάνε τα ουίσκια, αλλά άνοιξε και μια μπύρα γιατί είμαι στομαχικός», είπα στον μπάρμαν. Μετά στράφηκα στη γυναίκα.
«Μπορώ να σε κεράσω άλλα δυο ποτά και μάλιστα χωρίς να τα γράψεις κάβα. Θέλω όμως να πω δυο κουβέντες με τον άντρα σου», της είπα.
«Άντρα μου;» αναρωτήθηκε.
«Ναι μωρέ, αυτόν που στα παίρνει. Ξηγήσου τώρα γιατί δεν έχω χρόνο για πάρλα».
Κούνησε το κεφάλι της. Έριξε μια βιαστική ματιά στο τραπέζι «βάθος κήπος», δίπλα στους καμπινέδες. Πήρα γραμμή –άφησα ένα πενηντάρικο και τραβήχτηκα προς τα κει.
Τρία κουμάσια είχαν απλώσει τις ποδάρες τους ρουφώντας κοκακόλες. Με είδαν, ψάρωσαν κάπως, έσυρα την καρέκλα να καθίσω, κουμπώθηκαν.
«Καλώς τους λεβέντες», χαιρέτισα. «Δεν πειράζει να πιούμε μια μπυρίτσα παρέα –πειράζει;»
Με κοίταγαν μουγκοί. Πέταξα την καπνοσακούλα στο τραπέζι και έφερα αργά το χέρι στη μέσα τσέπη του μπουφάν. Οι τύποι απέναντί μου μανούριασαν φέρνοντας τα χέρια στις τσέπες τους. Γούστο θα είχε να το παίξουμε γουέστερν εδώ μέσα! Τράβηξα το πορτοφόλι μου και το ακούμπησα δίπλα στην καπνοσακούλα. Ronson δεν είχα βγάλει ακόμα γιατί τους έκοβα για αρπάχτρες. Άνοιξα το πορτοφόλι, ξεχώρισα ένα κατοστάρικο χωρίς να τους αφήσω να δουν τα υπόλοιπα χρήματα.
«Έχω αυτό εδώ και λέω να το αφήσω στο τραπέζι», είπα μιλώντας στον κανένα.
Κοίταξαν το κατοστάρικο.
«Θα μπορούσα όμως να βάλω κάτι ακόμα, έτσι για την παρέα –τι λες;» και κάρφωσα απότομα τα μάτια μου στον μεσαίο που φαινόταν λιγότερο αργόστροφος.
«Τι να πω;» απάντησε ξαφνιασμένος.
Χαμογέλασα επαινετικά –δεν πρέπει να αποθαρρύνεις τα παιδιά στα πρώτα τους λογάκια.
«Να πεις, πι χι, ότι σου βρίσκεται κάποιο κουμπούρι αγκαζέ με το σχετικό κουτί σφαίρες… Αυτό θα σπάσει κάπως τη μοναξιά του κατοστάρικου στο τραπέζι –δε νομίζεις;»
Τραβήχτηκαν πίσω ταυτόχρονα.
«Τι είναι αυτά που λες κύριος; Τι δουλειά έχουμ΄εμείς;»
Έσκυψα, πλησίασα. Μιλούσα μόνο στον μεσαίο, τους υπόλοιπους στο φτύσιμο –ήταν θέμα σοβαροφάνειας και οικειότητας.
«Μη με κουράζεις ρε φιλαράκι –αφού ξέρεις ότι δεν είμαι μπάτσος! Πληρώνω, αγοράζω, εξαφανίζομαι –τίμια πράγματα. Μη μου φας όλο το βράδυ με μαλακίες –έχουμε και σπίτια δηλαδή, μας περιμένει κι η γυναίκα σου!»
Κοίταξε πίσω από την πλάτη μου, δεν έπιασε το χιούμορ. Εντάξει, δεν είχα απαιτήσεις.
Οι λέρες συνεννοήθηκαν με τα μάτια, ένας από αυτούς φαινόταν να ζορίζεται, αλλά ο μεσαίος του μούγκρισε κάτι ακαταλαβίστικα και τον γείωσε.
«Εντάξει φίλε. Σε μισή ώρα στη γωνία», μου είπε συνωμοτικά.
«Μισή ώρα –μέσα είμαι. Αλλά σε ποια γωνία;»
Μου έδειξε έξω δεξιά, με τον αντίχειρα.
«Και γιατί όχι εδώ;» ξαναρώτησα.
Πετάρισε τσαχπίνικα τα μάτια.
«Δεν κάνει, δεν είναι σωστό …» χαχάνισε.
Γλύκα σκέτη ήταν ο καργιόλης!
Σηκώθηκε μαζί με τον διπλανό του και άφησαν τον τρίτο να με φυλάει. Είπαν κάτι στον μπάρμαν πριν φύγουν –άπλωσα τα πόδια μου σε στυλ «ψύχραιμος». Δεν ήμουν. Ήξερα ότι εκεί έξω θα μου την έστηναν. Ήταν τόσο σίγουροι ότι ψάρεψαν κορόιδο που δεν είχαν μπει στον κόπο να κάνουν παζάρια για την τιμή. Έτσι, για τα μάτια ρε πούστη μου!
Ο βρομύλος απέναντι, μου χαμογέλασε σάπια –ανταπέδωσα. Μετά ζήτησε συγνώμη και πήγε στη μπάρα, διασταυρώθηκε με τη φακλάνα που με πλησίαζε τραμπαλίζοντας. Εκείνη άφησε μια μπύρα μπροστά μου κι ένα ποτήρι με χρωματιστό νερό.
«Κερασμένα», είπε.
«Δεν ήταν ανάγκη», σχολίασα.
Κάθισε δίπλα μου. Στάλες ιδρώτα έτρεχαν στο χώρισμα του στήθους της. Κοίταξα αλλού.
«Σου κάνω παρέα», με ενημέρωσε.
«Αυτό να λέγεται!» αναστέναξα.
«Το ονοματάκι σου;» ενδιαφέρθηκε.
«Το δικό σου;» ανταπέδωσα.
«Εγώ Αλίνα», κόμπασε.
«Κι εγώ Έβελιν», τη διαβεβαίωσα.
«Έβελιν;» έξυσε το οξυζενέ ανάμεσα στα μαλλιά της.
Έσκυψα κοντά της.
«Κοίτα … Δεν έχω όρεξη για παρέα, είμαι και πούστης τελειωμένος –αν θέλεις κάτσε αλλά μη με ζαλίζεις».
«Πούστης;» αναρωτήθηκε.
«Κραγμένος», την καθησύχασα.
«Έβελιν;» απόρησε.
«Και λίγα λες», παραδέχτηκα.
Ρούφηξε το χρωματισμένο νερό, μπούκωσε ένα παγάκι και το έπαιξε μέσα στο στόμα της. Κοίταξα αλλού.
Μετά τεντώθηκα για να δω το ρολόι της, είχα είκοσι λεπτά μπροστά μου. Άναψα τσιγάρο και αφοσιώθηκα στη μπύρα. Δεν πινόταν –σκέτο κάτουρο.
Εκείνη άπλωσε προς τον αναπτήρα, ήμουν πιο γρήγορος –τον τράβηξα κοντά μου.
«Μην ξανοίγεσαι!» την προειδοποίησα.
Κοιταχτήκαμε, χαμογελάσαμε βεβιασμένα και μείναμε ήσυχοι. «Οι καλοί λογαριασμοί» και άλλες γνωστές επιτυχίες –μύρισα τη μουτζούρικη ησυχία που καθόταν στα διπλανά τραπέζια, ένιωσα καλλίτερα.
Όταν έφτασε η κανονισμένη ώρα σηκώθηκα τσιμεντένιος. Χαιρέτησα το μαγαζί και βγήκα έξω, στα δέκα βήματα έκανα μεταβολή κι έριξα ένα τρέξιμο -αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη του ραντεβού. Έλπιζα να προλάβω κι ευχόμουν να ξηγηθούν όπως έπρεπε οι καργιόληδες –αλλιώς είχα χάσει τζάμπα το χρόνο μου. Έφτασα στο σταθμό, χώθηκα λαχανιασμένος στο αμάξι, έφυγα με τις πάντες. Πλησιάζοντας στη «ντισκοτέκ» έκοψα ταχύτητα, κόλλησα στο παρμπρίζ σα μαμούνι, έψαξα τριγύρω. Στη γωνία του ραντεβού δεν κουνιόταν ούτε λέπι. Βλαστήμησα. Αλλά αποφάσισα να κάνω ένα γύρο το τετράγωνο πριν χάσω τις ελπίδες μου. Βγήκα πάλι στην Ηπείρου. Έστριψα στο πρώτο δεξιά, τσούλησα μέχρι τον παράλληλο –εκεί ήταν οι γαμημένοι! Είχαν το νου τους προς την παρακάτω γωνιά, του ραντεβού –κρυφοκοίταζαν, δεν πήραν χαμπάρι το αυτοκίνητο. Έσβησα τα φώτα, καβάλησα την είσοδο κάποιου γκαράζ. Περίμενα. Κάτι λέγανε –ο ένας ξεκόλλησε και χάθηκε μπροστά, λογική σκέψη. Θα στηνόταν για δόλωμα –πήγαινα στοίχημα ότι θα ήταν και άοπλος. Ένα αμάξι πέρασε πίσω μου, ξεπάρκαρα και το ακολούθησα. Όταν έφτασα δίπλα στον δικό μου πετάχτηκα έξω, αφήνοντας τη μηχανή αναμμένη. Με είδε αλλά δεν με πρόλαβε. Τον κουτούλησα στα μούτρα, ούρλιαξε ν΄ακουστεί, από το χέρι του έπεσε κάποιο σιδερικό. Το μάζεψα κι έφυγα σφαίρα. Πήγε να πιαστεί από την πόρτα του αμαξιού, έτσι τον έσυρα δέκα μέτρα μέχρι να καταλάβει τη μαλακία του. Μετά γκάζωσα και χάθηκα προς Πατησίων.
Στο διπλανό κάθισμα είχε φωλιάσει ένα βουλγάρικο Άρκους 94, φιγουρατζίδικο και καλοσυντηρημένο. Πασπάτεψα τη λαβή του με το δεξί χέρι, έβγαλα τη γεμιστήρα –εντάξει. Δώδεκα σφαίρες είχαν βολευτεί εκεί πέρα, η δέκατη τρίτη θα πρέπει να με περίμενε στη θαλάμη. Αποφασισμένος να μου την ανάψει ο πούστης! Μετάνιωσα που δεν τον χτύπησα πιο δυνατά. Αλλά είχα βρει όπλο ξοδεύοντας μόνο ένα πενηντάρικο και μισό κιλό ιδρώτα.
Χαμογέλασα.
Αν ψάχνεσαι να γαμήσεις το σύμπαν τίποτα δεν μπορεί να σε εμποδίσει που λέει κι ο Κοέλιος.
(συνεχίζεται ανάλαφρα)
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
35 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Συνεχίζει το ίδιο έντονα κ ωραία όπως ξεκίνησε. Τι να λέμε τώρα...
Αλήθεια τι είναι το "Σουμπούτεο";
Όσο για τους τύπους που είπες στο προηγούμενο, αφού άντεξα κάποιες παπαγαλίστικες ομιλίες, μου τα πρηξε κανονικά κυρίως ο ένας κ μαλώσαμε (με έβγαλε από τα ρούχα μου δλδ) γιατί ούτε πλάκα δεν μπορείς να κάνεις με τη μαλακία που κουβαλάνε, είναι σαν ρομπότ, που έχουν κολλήσει σ' αυτό που τους έχουν προγραμματίσει. τελοσπάντων έχουμε ξεκόψει, όχι ότι (τον συγκεκριμένο τουλαχιστον) δεν θα τον πετύχω ξανα γιατί τυχαίνει να είναι φίλος, φίλης κ πάει λέγοντας... αλλά πέρα από τον καιρό κ τι ωραία που τιτιβίζουν τα πουλακια δεν προκειταί να ξαναμιλήσω μαζί του για κάτι άλλο
Σουμπούτεο: επιτραπέζιο ποδοσφαιράκι παύλα χοντρό κόλλημα, με φιγούρες ποδοσφαιριστών που πατούσαν σε βάση τύπου ημισφαίριο. Τους χτυπούσες με το δάχτυλο, όπως τις μπίλιες και έβρισκαν τη μπάλα, σούταραν, έκοβαν κ.λ.π. Κυκλοφορούσε με τόσα καλούδια που δεν μπορείς να φανταστείς -εμφανίσεις ομάδων, διαιτητές, κερκίδες, οπαδούς, μέχρι και προβολείς.
Για τους "καλούς σου φίλους" θα σου πω κάποτε, από κοντά, κάποια θέματα να τους κάνεις βαπόρια και να το διασκεδάζεις.
Μωρε κ γω βαπόρι τον έκανα (τον ένα). Δεν ξέρω από ιστορία πολλά, αλλά την υποκρισία δεν την αντέχω!
Δεν είναι ρατσιστές επειδή το χουν μάθει από το κόμμα, αλλά αλλούς ρατσισμούς έχουν! Κ τους ξεφεύγουν μαργαριτάρια.
Μου το παίζουν διανοούμενοι κ κουλτουριάριδες γιατί έτσι πρέπει.
Με τον που τον γνώρισα για να με εντυπωσιάσει μου έλεγε απίστευτες τετριμμένες μαλακίες
Του στιλ: είμαι άθεος κ μου άρεσε πολύ ο τάδε καλλιτεχν. με τον τάδε πίνακα. Κ γω δεν είμαι θρησκευόμενη ρε φίλε, αλλά δεν θα προσβάλλω ποτέ κάποιον μουσουλμάνο ή βουδιστή, κ πάει λέγοντας. Από τη στιγμή που δεν με ενοχλούν γιατί να είμαι ρατσίστρια απένατνι σε κάτι που αυτοί γουστάρουν. Έτσι γεννιούνται οι εξτρεμιστές, όταν π.χ. σε αγγλικά σχολεία τα παιδάκια χλευάζουν άλλα για την πίστη τους κ πάει λέγοντας...
Σεβασμός στην διαφορετικότητα κ τα πιστεύω του άλλου, από τη στιγμή που δεν με ενοχλεί κ δεν κάνει κακό στο όνομα της πίστης του.
Τέλοσπάντων, δε θα σε πρήξω άλλο μ' αυτά
Θυμάμαι πόσο ρατσιστές δεν ήταν όλοι αυτοί -από την εποχή που μας πλάκωναν στο ξύλο οι οικοδόμοι όταν πηγαίναμε να κάνουμε καμιά συναυλία με ροκ μουσική.
Εντάξει, το θέμα της θρησκείας δεν με ενδιαφέρει, όπως εσένα δεν σε ενδιαφέρει, ας πούμε το ποδόσφαιρο. Αλλά αν μου χωθείς σε στυλ "είσαι μαλάκας που βλέπεις μπάλα" θα εκνευριστώ. Έτσι υποθέτω θα εκνευριστεί και κάποιος θρησκευόμενος αν του χωθείς σε στυλ "είσαι μαλάκας που πιστεύεις".
Δικαίωμα του καθενός να καθορίζει τη ζωή του, φροντίζοντας να καθορίζουν και οι υπόλοιποι τη δική τους ζωή με την ίδια ευκολία.
Καλά παίζανε κ χειρότερα... λέξεις όπως "πλέμπα" που έμαθα τι σημαίνει, κ.α.
Απλά μ' ενοχλεί ο οποιοσδήποτε λέει παπαγαλία ό,τι του μαθαίνουν κ χάνει την κριτική του σκέψη. Κ φυσικά η φιγούρα...
Αυτό ρε συ αυτό δεν το κατάλαβα : Θυμάμαι πόσο ρατσιστές δεν ήταν όλοι αυτοί -από την εποχή που μας πλάκωναν στο ξύλο οι οικοδόμοι όταν πηγαίναμε να κάνουμε καμιά συναυλία με ροκ μουσική.
Ρατσισμός φιλενάδα δεν είναι μόνο να πλακώνεις στο ξύλο τους μετανάστες. Ρατσισμός είναι να όταν προσπαθείς να τσακίσεις οτιδήποτε το διαφορετικό. Είτε αυτό έχει διαφορετική σεξουαλική συμπεριφορά από τη δική σου (βλέπε ομοφυλόφιλους), είτε έχει διαφορετική στάση ζωής από τη δική σου γενικότερα (βλέπε, άτομα που άκουγαν ροκ εκείνη την εποχή).
Ναι, έχεις δίκιο! Αυτό έλεγα κ εγώ όταν πρωτοανάφερα ότι είχαν κάποιους ρατσισμούς.
Απλά εγώ δεν γνωρίζω γεγονότα που λες.
Πολυ σωστός!
Άστο, αυτοί τα γνωρίζουν. Και τις επιθέσεις με καδρόνια σε ροκ συναυλίες στα πανεπιστήμια και το ξύλο που ρίχνανε σε ομοφυλόφιλους όταν τους πετύχαιναν σε συγκεντρώσεις ...
Για ρώτα τον, όταν τον ξαναβρείς η ομοφυλοφιλία τι είναι; Παίζει να σου απαντήσει "ψυχασθενικό σύμπτωμα".
Πίστεψέ με, αν τον ξαναπετύχω θα κοιτάξω να μην πω τίποτα που έχει σχέση με πολιτική.
Αλλά δεν νομίζω να τον ξαναδώ
"μύρισα τη μουτζούρικη ησυχία που καθόταν στα διπλανά τραπέζια, ένιωσα καλλίτερα" μ' άρεσε αυτή η ατάκα, πολύ...
Δεν κάθεται στ' αυγά του ο ήρωας με τις γυναίκες... πάει γυρεύοντας. Αυτή η Ελλη φοβάμαι και θάθελα να παίξει μεγάλο ρόλο στο μέλλον του, αν έχει μέλλον... υποψιάζομαι πολύ συναίσθημα ... θα δούμε!
Όντως μπόλικο συναίσθημα αλλά υπάρχουν κάποια εμπόδια. Το ένα το βρήκες -δεν έχει και πολύ μέλλον ο τύπος. Το άλλο στο θυμίζω "τελικά η Βέρα είναι η γυναίκα που δεν έρχεται ποτέ".
Η Βέρα μπορεί να μην έρχεται ποτέ σ' αυτόν το κόσμο, αλλά κάπου αλλού θα τη βρούμε... σύμπαν είναι αυτό... που θα πάει...
@ mb:
Όχι θα το πω! Αφήστε με να το πω! Blogger είμαι δεν είμαι εγκληματίας (που έλεγε και ο Καψαμπέλης).
Δεν θα το πιστέψεις αλλά τις νοσταλγώ εκείνες τις εποχές όπου οι απεργοσπάστες προσπαθούσαν να περάσουν από την πίσω πόρτα, να μπουν στο δεύτερο ασανσέρ τα χαφιεδόμουτρα, που δεν ήταν για το κοινό αλλά για τους επισήμους και τις αντιπροσωπείες και έπεφταν πάνω στους ΕΣΑΚίτες και έτρωγαν κάτι κλωτσιές... μα κάτι κλωτσιές... σαν εκείνες που θέλω να δώσω εγώ ξέρεις σε ποια.
Καλύτερα δηλαδή τώρα που εκφυλίστηκαν άπαντες και καθότι δημοκρατικότατοι όλοι μας (θυμάσαι άλλη μια σχετική κουβέντα για το πού είναι το όριο στην δημοκρατία?) αποδεχόμαστε "το δικαίωμα στην εργασία του συναδέλφου"??? Να το αποδεχτώ αγάπη μου αλλά εάν εκείνος έχει και το ηθικό ανάστημα που απιτείται ώστε να υπογράψει και μια υπεύθυνη δήλωση με την οποία θα αποποιείται ΚΑΘΕ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ του κλάδου μας, εντάξει? Τίποτα δεν θα κερδίσουμε, σύμφωνοι λεβέντη μου!, εμείς τζογάρουμε και ποντάρουμε στο 13, άμα σταθεί η μπίλια στο 14, ΟΚ δικαιώθηκες, αλλά άμα σταθεί στο 13 βρε ξεφτιλισμένε, βούλωστο και γύρνα στην τρύπα σου.
Και μανικόκόλληση και ρεγκλάν δεν γίνεται.
Πάρτε θέση κύριε Οικοπνομέα! Πάρτε θέση!
Y.Γ. Εχεις καταλάβει βέβαια ότι από κάθε κείμενο, κάθε βιβλίο, κάθε πίνακα και κάθε έργο ο καθείς στέκεται και αλλού, χα-χα! Συγγνώμη εάν χάλασα τον ωραίο διάλογο, αλήθεια.
den thn poliepiasa thn sizitish sas alla tespa.h istoria mamouse gia akomh mia fora.opws akomh mia fora mas afhses sto kalitero.padws h teleftea ataka htan theikh.legane oloi gia ton gamhmeno ton alxhmisth k ipa apo periergia na ton diavasw.eleos pote otan theleis kati de ginete.tade efh thodh...
Ανώνυμε, αλλιμόνό μας αν έρθει η Βέρα! Και αν μας πετύχει την πατήσαμε άσχημα. Το να ψάχνεις είναι πάντα καλύτερο από το να βρίσκεις.
Μπέττυ, που τον θυμήθηκες τον Καψαμπέλη; Ε, όχι και μπλόγκερ ο δημοσιοκάφρος χαχαχα!
Η δημοκρατία τους, αυτή που μας έχουν φορέσει, είναι κοστολογήσιμο είδος. Όπως κι ο συνδικαλισμός τους. Ο καλός συνδικαλιστής γίνεται βουλευτής κι ο καλός απεργοσπάστης υπερασπίζεται το δικαίωμά του σε ζώνη υψηλής θεαματικότητας των δελτίων ειδήσεων.
Κι αν πετύχεις κάτι σε μια απεργία την πάτησες, καλύτερα να αποτύχεις. Γιατί είναι πολλοί εκείνοι που θέλουν να υπογράψουν την επιτυχία σου.
Το έχω καταλάβει αυτό που λες για τα κείμενα -αυτό είναι το καλό τους άλλωστε.
puppet δεν φταις εσύ. Ακολουθώντας την σφιχτή οργανωτική διάρθρωση που χαρακτηρίζει το μπλογκ αυτό, η συγκεκριμένη συζήτηση περί ανθρωπίνων σχέσεων, σεξ και "αριστερισμού" ξεκίνησε από το προηγούμενο ποστ μου που είχε θέμα τη σαχλαμάρα βιβλίο του Τζούμα!
Κι εγώ την πάτησα με το γαμήδι τον Αλχημιστή και εκνευρίζομαι όταν χάνω χρόνο και χρήμα τζάμπα.
Μετά το καλύτερο που σε άφησα, έρχονται τα χειρότερα χεχε.
Συγνώμη οι ΕΣΑΚίτες ποιοι είναι;
Πάντως οι απεργίες τους τζούζουν περισσοτερο απ' ό,τι τον απλό λάο. Οι μαλακίες που λέγανε κ καλα όταν κόβονταν το ρεύμα ότι ο λαός δεν άντεχε, ήταν στημένες μαλακίες για να στρέψουν την κοινή γνώμη κατά των απεργών.
Ποιοι ενοχλούνταν; Οι επιχηρηματίες που δεν μπορούσαν να κάνουν τα κουμάντα τους, είτε με τις τράπεζες είτε με τα λιμάνια κ πάει λέγοντας.
Δεν κατάλαβα κ πολλά απ' αυτά που λέει η Μπέτυ, αλλά αυτό που ξέρω είναι ότι αν ένα εργοστάσιο κλείσει έστω για 2 μέρες λόγω απεργίας, τζούζει απίστευτα. Είναι ο μόνος τρόπος για να μην φτα΄σουμε να είμαστε δούλοι κ να λέμε κ ευχαριστώ.
Πολύ σωστό αυτό: "...αποδεχόμαστε "το δικαίωμα στην εργασία του συναδέλφου"??? Να το αποδεχτώ αγάπη μου αλλά εάν εκείνος έχει και το ηθικό ανάστημα που απιτείται ώστε να υπογράψει και μια υπεύθυνη δήλωση με την οποία θα αποποιείται ΚΑΘΕ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ του κλάδου μας, εντάξει?"
Βέβαια εγώ έχω διαβάσει στο παρελθόν για κάτι "απεργοσπάστες" που ονομαζόντουσαν συνδικαλιστές κ μάλιστα του ΚΚΕ, αν θυμάμαι καλά. Θα ξαναδώ το κείμενο στον Σχολιαστή.
Ήταν πριν χρόνια, απεργία στο εργοστάσιο "TRIUMPH". Πάνω που θα κερδίζανε... χαντακωθήκανε. Θα το βρω κ μπορώ να σας πω λεπτομερώς...
Αυτό που αναφέρεις ονομάζεται "συνδικαλισμός με υπευθυνότητα απέναντι στις λαϊκές διεκδικήσεις". Διότι -ποιος ο λόγος να απεγούν οι εργαζόμενοι; Μα, για να βρεθούν σε εκλόγιμη θέση οι συνδικαλιστές τους! Σωστά;
Οι απεργίες στον ιδιωτικό τομέα είναι όπως τα λες -τσούζουν γι΄αυτό είναι και σπάνιες.
Οι απεργίες στον δημόσιο τομέα είναι για τα μπάζα. Απλά βάζει λεφτά στα ταμεία του το Υπουργείο Οικονομικών και το πολιτικό κόστος το φορτώνονται οι απεργοί. Σωστά τα παλικάρια της ΔΕΗ, ας πούμε, αλλά θα ήταν ακόμα πιο σωστά αν απεργούσαν κλείνοντας τα ταμεία της Επιχείρισης. Εκεί θα έτσουζε πολύ περισσότερο.
Ναι, σωστό το τελευταίο που λες!
Το κακό είναι (δεν ξέρω για τον Δημόσιο τομέα πώς πάει με συνδικαλισμους κλπ) κ παλιά ημουν απίστευτα ρατσιστική με συνδικάτα κλπ για διάφορα που είχα μάθει.
Όμως δεν ξέρω πώς αλλιώς μπορούν να έχουν δύναμη κάποιοι να απαιτήσουν πραγμ. αν δεν ενώνονται πολλοί μαζί. Εγώ σε ιδωτικές επιχηρ. που δούλευα, παραπονιόντουσαν διαφοροί, τους έβλεπες εξοργισμένους κ όταν τους έλεγες έστω αυτό "να απαιτήσουμε αυτά που δικαιούμαστε, όλοι μαζί, ήταν ΄ΚΟΤΕΣ". Το κουφό είναι ότι παραιτούνταν κ τους χρωστούσαν, όπως κ μένα, αλλά λεφτα για δικηγόρους κ μαλακίες δεν είχα κ το σημαντικότερο μόνη μου τι μπορούσα να κάνω σε ολόκληρη επιχηρ.;;;
Μάζι με άλλους θα μπορούσα να βάλω δικηγόρο να μας δώσουν έστω αυτά που μας χρωστούσαν κ που δικαιούμασταν (ένσημα κλπ). Κ μη μου πει κανεις τίποτα για επιθεωρ. εργασίας!!! Αυτοί τους βάζουν ένα προστιμο κ από κει κ πειτα κάνεις εσύ μηνυση, αγωγή ή δεν ξέρω τι. Κ είναι πολύ πικρή η υπόθεση όταν είσαι μόνος. Όχι μόνο δεν παίρνεις αυτά που σου χρωστάνε αλλά έχεις κ τον πουλημενο δικηγόρο που έχεις πληρώσει
τελοσπάντων, γι αυτό γουστάρω όταν η απεργία είναι γενική (χωρίς μέσα μαζικής μεταφ.), τότε μπορούν να πάνε κ εργαζόμενοι από τον ιδιωτικό τομέα.
Επειδή είσαι μικρή και μπορεί να μην τα πολυθυμάσαι:
-Συλλογική σύμβαση εργασίας. Χύθηκε αίμα στην κυριολεξία για να υπάρξει -καταργήθηκε ένα απόγευμα κάποιου καλοκαιριού.
-Υπερωριακές αμοιβές. Θεσπίστηκαν μέσα από απεργίες και πιέσεις, καταργήθηκαν επίσης αθόρυβα.
-Προστασία της μητρότητας. Χαχαχα, αυτό δεν σηκώνει άλλη κουβέντα, μόνο για αστείο μπορεί να ειπωθεί.
-Απαγόρευση των απολύσεων. Έγινε νόμος μετά από πανελλαδικές απεργίες, καταπατήθηκε μέχρι να καταργηθεί.
Πες μου τώρα αν έχεις ακούσει ποτέ κάποιους εργαζόμενους να κάνουν απεργία για να διαφυλάξουν τα παραπάνω δικαιώματά τους.
Αυτό το μικρή ειρωνικό ε; είπαμε δεν είμαι μικρή. Αλλά μην περιμένεις να σου πω κ πόσο είμαι.
Εγώ συμφωνώ με όσα λες! Δεν είμαι τόσο ενημερωμένη όμως.
Γι αυτο τρελαίνομαι κ λέω ή τους τρως ή σε τρώνε!
Κ ξαναρχόμαστε στους νόμους. Είναι παράνομο να ληστέψεις τράπεζα. Όλα αυτά που κάνουν αυτοί, τα κάνουν με το νόμο.
Οι τράπεζες κ ολή αυτη η κοινωνία είναι οι δουλέμποροί μας. Οι γυναίκες είναι μηχανές παραγωγής των νέων δούλων, άσε τώρα τι να πω... άσε κ είμαι αϋπνη κ δε λειτουργω.
Στο χρώσταγα το "μικρή" από το προηγούμενο ποστ. Μικρή είσαι, 30κάτι σε κόβω.
Δεν παίζει η προοπτική να τους φας -ή σε τρώνε, ή σε τρώνε, έτσι πάει το παιχνίδι αυτό. Απλά, εξαρτάται πόσο εύκολο ή δύσκολο θα τους το κάνεις.
Το να ληστέψεις τράπεζα είναι παράνομο. Το να σε ληστέψει τράπεζα (όπως κάνανε στους κακομοίρηδες στις ΗΠΑ), λέγεται "ελεύθερη αγορά".
Ακριβώς αυτό!!! το τελευταίο που είπες!!!
Συμφωνώ κ μ' αυτό "Δεν παίζει η προοπτική να τους φας -ή σε τρώνε, ή σε τρώνε, έτσι πάει το παιχνίδι αυτό. Απλά, εξαρτάται πόσο εύκολο ή δύσκολο θα τους το κάνεις."
Αλλά μπορεί ν' αλλάξει... όταν θα αρχισουν οι πορείες, οι εξοργισμένες να λαβαίνουν χώρα προς Β.Προάστεια, γιατί θα πεινάει ο κόσμος κ τα λεφτά εμφωνώς θα είναι στους λίγους, όταν θ' αρχίσει να μπουκάρει κόσμος εκεί που βρισκεται το κλεμμένο χρήμα, θα δουμε ποιος θα τρώει καλύτερα...
Υ.Γ. Motorcycle Boy σε κόβω να ξέρεις περισσότερα, όχι μονο για την ηλικία μου. Δεν πιστεύω ότι απλά μαντεύεις κάποια πραγμ. για μένα
Ναι κάπως έτσι, μόνο που δεν θα πηγαίνει ο κόσμος σε πορείες και δεν θα πηγαίνει προς τα Β.Π. στην αρχή. Στα σπίτια μας θα έρθουν και τα δικά μας τζάμια θα σπάνε με πέτρες. Και τότε φυσικά θα γίνει διάσημη η προηγούμενη ιστορία μου και θα θεωρηθώ προφητικός -ε; Λες και όλα αυτά δεν είναι ολοφάνερα!
Υ.Γ.: Σχετικά με σένα ... υπάρχει κάποια κατασκοπία, γιατί τυγχάνει να έχω μάτια και αυτιά παντού. Πλάκα κάνω. Απλά διαβάζω αυτά που σχολιάζεις (όπως και όλων των υπολοίπων) -αν τα ξαναδιαβάσεις κι εσύ θα δεις πως όλοι μας φαινόμαστε ξεκάθαρα μέσα από τα σχόλιά μας.
Τελοσπάντων...
Ελπίζω τα πραγμ. να μην φτάσουν εκεί... όπως βλέπουμε τώρα σε κάποιες χώρες.
Θυμάσαι εκείνους που πέσανε με τα μούτρα στα φρούτα και τα λαχανικά που είχαν πετάξει οι παραγωγοί διαμαρτυρόμενοι έξω από κάποια δημόσια υπηρεσία;
Στην Ελλάδα ήταν αυτό -φτάνουμε αγαπητή μου και μάλλον σύντομα.
Τους θυμάμαι... αλλά δεν ξέρω
Όμως αγαπητέ μου Motorcycle Boy, μη με ξαναπείς αγαπητή μου
κάπως μου 'ρχεται...
Ε καλά, θα σε λέω μισητή μου αν είναι να νιώθεις καλύτερα.
Υ.Γ.: Το "αγαπητή μου" προέρχεται από τη μνημειώδη ατάκα του "Όσα παίρνει ο άνεμος": "frankly my dear, I don't give a dame!"
Δε ξέρω εμένα κάπως μου κατσε όταν το πρωτοείπες (εσύ κ κάποιος άλλος)
κολλήματα είναι αυτά...
Λέγε με "μισήτή μου"... καλύτερα
ελα, διαβασα δυο συνεχειες καπακι αδιανοητο για παλια ποστ (λογω μεγεθους ε;) αυτα τα πιτσιρικια ειναι πολυ προβλημα οσο πανε ειναι και ποιο ομορφα (ή εμεις ποιο ασχημοι) θα τηλ να σου πω τρελο μπλεξιμο που ειχα στη λειβαδια....
ουτε στα ιστοριακια σου δεν γινονται αυτα.
Κολλήματα ΟΚ, σεβαστό. Να μου το υπενθυμίζεις όταν το ξεχνάω -γιατί τη χρησιμοποιώ αρκετά την έκφραση αυτή.
Άσωτε, οι δυο συνέχειες οι τωρινές είναι μία παλιά -τα ίδια διαβάζεις μη χαίρεσαι! Ναι ρε, πάρε τηλέφωνο -ψοφάω για ιστορίες. Άσε που μπορεί να ψοφήσεις εσύ και να χρησιμοποιήσω εγώ μετά την ιστορία σου χεχε.
Παραδέχομαι ότι σ' "έχασα". Γίνονται πολλά τελευταία, που καταργούν το χρόνο και τις επιθυμίες μου. Θα ξαναπιάσω τα κείμενα από την αρχή -σύντομα ελπίζω-, για να καταλάβω "πού το πας".
Εντάξει, με τα τρεξίματα που έχεις (ευχάριστα τρεξίματα πάντως), λογικό είναι. Με την ησυχία σου, τώρα πέφτουν τα κεφάλαια των "νεκρών χρόνων" -τα αργόσυρτα πλάνα ας πούμε.
Το έχω δει ότι τη χρησιμοποιείς συχνά αυτή τη φράση με μένα όμως.
Σόρρυ για το απότομο
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!