Προηγούμενα:
1ο μέρος: Στο ξέφωτο βαδίζοντας προς την κλειστή πόρτα
2ο μέρος: "Ποτέ ξανά" έγραφε η πόρτα που δεν ήταν εκεί
13. Οι αποφάσεις που μας πήραν
14. Δωμάτιο μονοθέσιο
15. "96 δάκρυα σε 96 μάτια"
16. Ότι πας να κρατήσεις (γλιστράει μακριά)
Είμαστε ακουμπισμένοι ο ένας πάνω στον άλλο όσο ο προφήτης μάς εξηγεί την ιστορία και η ιστορία πάει κάπως έτσι –αν θες να ξέρεις:
«Εκείνος πλασάρει τον εαυτό του σαν περιπετειώδη τύπο/ όλο τουπέ, από την κορφή ως τα νύχια στα δερμάτινα/ Εκείνη ποτέ δεν του είπε πόσα σήμαινε γι΄αυτήν/ ίσως να ήταν καλύτερα έτσι./ Επειδή εκείνη ποτέ δεν κατάφερε να δει καθαρά τις διαχωριστικές γραμμές/ ανάμεσα στην πραγματική ζωή και τους ρόλους που της έδιναν να παίξει/ μπερδεύει τους χαρακτήρες με τα χαρακτηριστικά/ το σεξ με το συναίσθημα./ Τώρα περιμένει στο τροχόσπιτό της/ στην άκρη του καστ/ για μια σκηνή με τον πρωταγωνιστή της/ που εκείνος ποτέ δεν θα ξεχάσει».
Ο προφήτης σηκώνει το βλέμμα από το πιάνο, μισοκλείνει τα μάτια ψάχνοντας στα σκοτάδια, ίσως στιγμιαία αναρωτιέται αν αξίζει τον κόπο. Εμείς, οι σιωπηλοί, είμαστε ο κόπος.
«Τα πράγματα εξελίχθηκαν κάπως τρελά όμως όχι απερίσκεπτα/ κι έτσι έγινε το μπερδεματάκι μεταξύ τους/ Αλλά μόλις χτες της είπε/ ότι δεν σημαίνει τίποτα γι΄αυτόν».
Δίπλα μου ένα όμορφο κορίτσι κλαίει βουβά χωρίς να τραβήξει το βλέμμα από τη σκιά του προφήτη, μια ψηλόλιγνη σκιά μπερδεμένη με τον όγκο του πιάνου, στην κερωμένη σκηνή. Θέλω να την αγγίξω καθησυχαστικά στον ώμο αλλά δεν γίνεται επειδή είμαστε όλοι μόνοι μας εδώ μέσα –απομακρυσμένοι.
«Εκείνη είναι ερωτευμένη με τον ήρωα της ταινίας/ αλλά έχασε τον εαυτό της σ΄ένα σκοτεινό ταξίδι/ και τελικά είναι ερωτευμένη με το να είναι στην ταινία./ ‘Πάμε γύρισμα!’/ Αυτό είναι:/ η ηθοποιός της μεθόδου/ και το καταιγιστικό σενάριο./ Έτσι λοιπόν περιμένει στο τροχόσπιτο/ για την τελευταία σκηνή της ταινίας/ και η αγάπη-μίσος της για τον πρωταγωνιστή/ θα πλημμυρίσει την ασημένια οθόνη…»
Τώρα βαδίζουμε σαν υπνοβάτες επειδή η σκηνή απομακρύνεται κι εμείς τη βλέπουμε σαν το καράβι που φεύγει από το λιμάνι, βαδίζουμε χωρίς να νοιαζόμαστε μήπως ξεπεράσουμε την άκρη της προκυμαίας και βυθιστούμε στα απόνερα. Βαδίζουμε μόνοι μας όλοι μαζί. Ο προφήτης μορφάζει νευρικά κι αποφασίζει να το ολοκληρώσει αυτό το πράγμα.
«Πάνω στη σιφονιέρα είναι το πιστόλι/ πέρα στον διάδρομο είναι οι κάλυκες/ μέσα στην τσέπη της είναι οι σφαίρες/ με το όνομά του χαραγμένο στο πλάι τους».
Το πιάνο κόβει απότομα αφήνοντάς μας ξεκρέμαστους, να πέφτουμε όσο τα νύχια μας χαράζουν τον τοίχο. Τα δάκρυα της όμορφης κοπέλας δεν είναι πια εδώ -δε με νοιάζει κιόλας.
«ΕΚΕΙΝΗ ΕΙΝΑΙ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΗ», ουρλιάζει ο προφήτης ρίχνοντας το κεφάλι του στο πλάι, όσο η αίθουσα πάλλεται σαν τις ανθρώπινες καρδιές που δείχνουν στην Εκπαιδευτική Τηλεόραση.
Δεν ξέρω τι έγινε πριν και δε με νοιάζει τι θα γίνει μετά. Μόνο τα φώτα δεν θέλω ν΄ανάψουν, όμως εκείνα δε μας κάνουν το χατίρι και ο προφήτης τινάζεται νευρικός, τώρα που ξεκόρμισε πίσω από το πιάνο φαίνεται εύθραυστος, σχεδόν ψεύτικος. Υποκλίνεται, χαμογελάει, γυρίζει να φύγει. Αποκλείεται –εμείς από κάτω δεν πρόκειται! Ξαφνικά θυμόμαστε ότι δεν είμαστε μόνοι, ξαφνικά παίρνουμε δύναμη από τον αριθμό μας και απαιτούμε. Ο προφήτης μάς δείχνει τα ηχεία που παίζουν ήδη μουσική, τι περιμένουμε να κάνει; Εμείς περιμένουμε, αυτός πρέπει να βρει τι.
Στέκεται στην άκρη της σκηνής κουνώντας τα χέρια στον ηχολήπτη, ζητώντας να σταματήσει η μουσική από τα ηχεία. Η μουσική σταματάει αλλά τα φώτα εξακολουθούν να μας στραβώνουν. Κι ο προφήτης με τα χέρια στη μέση τραγουδάει τα παρακάτω λόγια, χωρίς μικρόφωνα, χωρίς συνοδεία οργάνων –φωνή γδαρμένη από τα σπλάχνα του.
«Τέρμα τα ‘ευχαριστώ για την ανάμνηση’, τέρμα τα ‘ευχαριστώ’ γενικότερα/ δε γίνεται να χαράξουμε στην πέτρα ή να σχεδιάσουμε την απόδραση/ από τα ονόματα που μας έχουν δώσει./ Τέρμα τα ‘ευχαριστώ για την ανάμνηση’, που ξανάρχεται/ αυτή η ζωή τρέχει χωρίς να μετακινείται απ’ τη θέση της, πιστέψαμε ότι κρύψαμε πολλά/ μέσα στα μυστικά ονόματά μας./
Δεν μπορούμε πλέον να αλλάξουμε το παρελθόν όπως δεν μπορούμε και ν’ αλλάξουμε το δέρμα μας./
Αλλά εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι μπορούμε να πάμε κάπου/ εκεί ούτε ψυχή δε θα γνωρίζει τι έχει συμβεί/ με τα κεφάλια τόσο γεμάτα από αυτοενοχοποίηση/ που ούτε τα ονόματά μας δεν θα γνωρίζουμε πλέον./
Τέρμα τα ‘ευχαριστώ για την ανάμνηση’/ τέρμα τα ‘ευχαριστώ’».
Και μετά φεύγει βιαστικός χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Επειδή ακόμα και ο προφήτης της καταστροφής φοβάται να δει τα λόγια του επαληθευμένα.
Μένουμε εκεί, κανένας δεν κουνιέται από τη θέση του. Που να πάμε;
«Κι εσύ εδώ;» με ρωτάει.
Δεν είναι κάποιος συνηθισμένος γνωστός συναυλίας.
«Εγώ επιβάλλεται να είμαι εδώ. Εσύ πως από δω Μιτσούκο;» χαμογελάω.
«Ίσα ρε πιτσιρίκο! Όταν εγώ άκουγα Χάμμιλ εσύ φόραγες πάνες», ψελλίζει με τα μάτια γυρισμένα ανάποδα.
«Ναι, μπορεί –καθότι ειδικεύομαι στην ικανοποίηση διεστραμμένων σεξουαλικών ορέξεων τώρα τελευταία», απαντάω.
«Ααααχ, δε βαρέθηκες να είσαι εξυπνάκιας; Δε σε πονάει το κεφάλι σου;» δυσανασχετεί.
«Όχι όταν δεν το φοράω», της χώνομαι πάλι σε στυλ Φίλιπ Μάρλοου.
Τότε διασχίζει σιφουνοειδώς το μισό μέτρο που μας χωρίζει και με φιλάει στα γεμάτα –με γλώσσες κι απ΄όλα. Κάθομαι σα μαλάκας.
«Τι ήταν αυτό;» αναρωτιέμαι μετά.
«Είπα να κάνω κάτι μπας και το βουλώσεις», μουρμουρίζει.
Την βλέπω τώρα πιο προσεκτικά. Είναι λιώμα, κάτι αλκοολούχες αναθυμιάσεις από το φιλί της έχουν στρογγυλοκαθίσει στα σφραγίσματα των δοντιών μου, επιβεβαιώνοντας το παραπάνω συμπέρασμα. Την τραβάω λοιπόν, καθόμαστε στα σκαλιά κάπως απότομα.
«Σαν πολύ συχνά δε βρισκόμαστε το τελευταίο διάστημα;» αναρωτιέμαι, για να πω κάτι.
«Κισμέτ», ψευδίζει.
«Τα πιστεύεις αυτά;»
«Τα πάντα πιστεύω αν είναι να μου βγουν σε καλό».
«Δηλαδή, οι συναντήσεις μας…»
«Ώχου σκάσε πια!» γυρνάει απότομα προς το μέρος μου.
Κουμπώνομαι κάπως γιατί δεν ξέρω αν θέλω να ξαναφιληθούμε. Δηλαδή, ξέρω αλλά άστο καλύτερα.
«Δε δείχνεις και πολύ ισορροπημένη σήμερα», παρατηρώ.
«Ποτέ δεν ήμουν και το ξέρεις», μουρμουρίζει.
«Δεν είπα ότι ήσουν ποτέ. Είπα ότι έδειχνες».
«Σωστά!»
Την κοιτάζω με την ησυχία μου -έχει γεράσει 100 χρόνια από την προηγούμενη συνάντησή μας. Δηλαδή είναι το ίδιο όμορφη, φουλ γκόμενα κι έτσι αλλά τα μάτια της σκέτοι στόχοι φτιαγμένοι από μαύρους, ομόκεντρους κύκλους και οι ώμοι της έχουν πέσει –παραίτηση ή δεν ξέρω τι άλλο.
«Πες μου λοιπόν», της προτείνω.
«Τι;»
«Πες μου την πονεμένη σου ιστορία –γι΄αυτό είμαι εδώ».
Απλώνει τα πόδια της νωχελικά, κάποια παιδιά που φεύγουν από τη συναυλία αναγκάζονται να πηδήξουν πάνω από τα μποτάκια της ή να αλλάξουν κατεύθυνση –δυσανασχετώντας.
«Γιατί να σου πω; Για να με ειρωνευτείς;» μορφάζει.
«Δεν ειρωνεύομαι κανέναν όσο δε μου μπαίνει –κατάλαβες; Είμαι υποστηρικτής του ‘οτιγουσταρισμού’ –‘κάνε ότι γουστάρεις, μόνο μην πατήσεις τα μπλε σουέτ παπούτσια μου’».
«Ένα τσογλάνι είσαι που νομίζει ότι όλοι του χρωστάνε», φιδιάσει απότομα.
«Δε νομίζω –είμαι σίγουρος. Αλλά καθότι μεγαλόψυχος δεν ζητάω πίσω τα χρωστούμενα. Ζητάω τα πάντα».
Το σκέφτεται λίγο ή έτσι δείχνει.
«Ήμουνα εκεί έξω, μόνη μου όταν το συνειδητοποίησα. Ίσως να έφταιγε ότι πέρασα το δρόμο χωρίς να κοιτάξω κι ένα αμάξι κόρναρε… τέλος πάντων. Αλλά τότε μου ήρθε, ήμουνα μόνη εκεί έξω κι αν με πάταγε το αμάξι, αν με σκότωναν, αν με βίαζαν, αν με άφηναν ξεκοιλιασμένη σε κανένα έρημο στενό –κανένας δεν θα έψαχνε για μένα. Κανένας δεν θα ανησυχούσε».
Την κοιτάζω κι εκείνη κοιτάζει αυτόν στον οποίο μιλάει κάπου απέναντί της κι αυτός δεν είμαι, σίγουρα, εγώ. Δε λέω τίποτα λοιπόν.
«Γιατί να είναι τόσο μαλακισμένη η ζωή; Έχεις εσύ καμιά απάντηση; Τι κάνω λάθος;»
Σε μένα πήγαινε αυτό.
«Κοίτα, αν κάποιος σου είπε ότι έχω τις απαντήσεις, μάλλον δεν μιλούσε για μένα. Αλλά ξέρω τρόπους να τη σκαπουλάρεις, να γλιτώνεις από το στρίμωγμα όταν όλα αυτά σφίγγουν, πιέζουν…»
«Πες μου λοιπόν!»
«Άλλαξε τις ενοχές σου. Ξεφορτώσου αυτές που έχεις για πράγματα που δεν έκανες κι αγόρασε καινούργιες».
«Καινούργιες;»
«Καινούργιες ενοχές –για όσα έκανες, αυτό εννοώ».
Αμφιβάλλω αν βγάζει άκρη επειδή ακόμα σουρωμένη –αλλά δεν τα λέω γι’ αυτήν. Για μένα τα λέω –και συνεχίζω.
«Επειδή είναι όμορφο και ευγενές να σε βαραίνει η μοίρα του πλανήτη και είναι λογικό ν΄αναρωτιέσαι για το τι θα γινόταν αν και εφόσον… Αλλά δεν είναι εντάξει η τακτική, φιλενάδα. Οπότε κάνε κάτι, κούνα αυτόν τον όμορφο κώλο που διαθέτεις και μετά, με την ησυχία σου, χορτασμένη, μπορείς να κλάψεις για τα δεινά που προκάλεσες στους ανθρώπους γύρω σου. Να πληρώνεις όσα έκανες, αυτό είναι μια εξέλιξη από τη φάση που πληρώνεις για όσα δεν έκανες –συμφωνείς;»
Τελικά με παρακολουθεί προσεκτικά, το καταλαβαίνω όταν τελειώνω τη φράση μου.
«Έτσι κάνεις εσύ δηλαδή;» λέει.
«Άσε με εμένα ρε παιδάκι μου! Τι μανία που σας πιάνει όλους με τέτοιες απορίες περί συνέπειας; Δηλαδή, για να το καταλάβω, αν βρεθείς σ΄ένα σταυροδρόμι και δείχνει κάποια πινακίδα που βγάζει ο κάθε δρόμος εσύ θα έχεις την απαίτηση να έρθει μαζί σου και η πινακίδα προκειμένου να πάρεις τον δρόμο;»
Χαμογελάει στραβά.
«Δεν είναι δικό σου αυτό», λέει.
«Σοπενάουερ», την πληροφορώ.
Έξυπνο παιδί και διαβασμένο η Μιτσούκο.
Γι΄αυτό αποφασίζω να της δείξω πέντε πραγματάκια εκεί έξω, να τη δοκιμάσω κάπως, ρίχνοντάς της μια σπρωξιά πάνω από τα βαλτόνερα. Αν σηκωθεί όλα καλά, αν βουλιάξει ας πρόσεχε. Μαλακία μου; Ότι γουστάρεις, «απλά μην πατήσεις τα μπλε σουέτ παπούτσια μου». Παρκάρω τη μηχανή στο πλάι της πλατείας, κατεβαίνει από πίσω μου, τεντώνει τα πόδια της να ξεμουδιάσει. Σιγά την απόσταση που κάναμε δηλαδή!
«Δεν περνάω συχνά από την πλατεία», λέει.
«Καλά κάνεις», απαντάω.
Μετά την πιάνω αγκαζέ, αυτή η βόλτα θα είναι πλήρης. Σταματάμε στον «Ινενήντα», την κερνάω σουβλάκι και περιμένω όσο καταπίνει με δυσκολία. Τη χαζεύω, είναι ακόμα σουρωμένη –απορώ τι διάολο έχει κατεβάσει!
«Πάμε να πιούμε τίποτα», προτείνει έχοντας ήδη πετάξει σχεδόν ολόκληρο το σουβλάκι στον κάδο απορριμμάτων.
«Νομίζεις ότι δεν έχεις πιει αρκετά;» ρωτάω.
«Αυτό ακριβώς νομίζω, αρχίζω να ξενερώνω και δεν το αντέχω καθόλου».
Ανασηκώνω τους ώμους –ας πάνε να γαμηθούν τα πάντα. Την αρπάζω από το χέρι, παγωμένο χέρι αλλά δε δίνω σημασία όσο τη σέρνω μαζί μου. Διαλέγω τον πεζόδρομο της Θεμιστοκλέους σκόπιμα, ανεβαίνουμε κι εκείνη χαζεύει τα μπαρ τριγύρω –είναι ήσυχη, πάμε καλά.
«Να μπούμε εδώ;» δείχνει την ΟΣΤΡΙΑ.
«Όχι δε λέει –πάμε πιο πάνω», απαντάω στον αέρα.
Σφίγγω το χέρι της ασυναίσθητα κι εκείνη αφήνεται. Αργεί αλλά στο τέλος παίρνει είδηση τις φιγούρες που ξεκολλάνε από τους τοίχους. Σκεβρωμένοι, σκυφτοί, παραπατάνε. Νεκροζώντανοι από ταινία β’ διαλογής.
«Τι είναι;» αλαφιάζεται.
«Μη δίνεις σημασία», απαντάω.
Οι φιγούρες ταλαντεύονται γύρω από ένα αόρατο κέντρο, παραπάνω κάποιος φωνάζει, βρίζει, επαναλαμβάνει συνέχεια τα ίδια.
«Δεν έχεις δεν έχω, δεν έχεις δεν έχω –πως αλλιώς να στο πω;»
«Σε παρακαλώ…»
«Ξεφορτώσου με μωρή ψώλα!»
Η Μιτσούκο αρχίζει να βλέπει καθαρά τώρα. Ένας γλίτσης την έχει πλευρίσει ζητιανεύοντας κατοστάρικα. Τα νύχια της κοντεύουν να ματώσουν την παλάμη μου. Κάποιο χαστούκι σκάει λίγα βήματα πιο πάνω από μας.
«Κάνε πιο κει ρε γαμημένε!» προειδοποιώ τον τύπο που με έχει ήδη πλευρίσει.
«Μην ξηγιέσαι! Τι σου ζητήσαμε δηλαδή!» κλαψουρίζει.
Την τραβάω άγρια κοντά μου και συνεχίζουμε να περπατάμε μέχρι που ένα σώμα μάς κλείνει τον δρόμο.
«Πήδα τον», της λέω ψυχρά.
Έχει κοκαλώσει πάνω από το πεσμένο παιδί.
«Πήδα τον, ξεκόλλα!» επιμένω.
Δεν κουνάει ούτε εκατοστό, περνάω λοιπόν πάνω από το παιδί που αρχίζει να βογκάει και την ταρακουνάω άγρια. Με ακολουθεί σα νευρόσπαστο, μπερδεύει το τακούνι της στο πεσμένο παιδί, τρέμει –τα καταφέρνουμε τέλος πάντων με κάποιο τρόπο.
«Εδώ είμαστε», της δείχνω το ΚΛΟΟΥΝ.
Δεν καταλαβαίνει, οπότε εξακολουθώ να στη σέρνω μέχρι που ανεβαίνουμε στον πρώτο όροφο και μπαίνουμε στο μπαρ. Κάθεται αμίλητη δίπλα μου, η κοπέλα μας πλησιάζει πίσω από τη μπάρα.
«Τι να σας φέρω;»
«Τι θα πιεις;» τη ρωτάω.
Δεν με κοιτάζει. Δεν απαντάει.
«Μια βότκα τόνικ για μένα», λέω.
Πάω να πιάσω το χέρι της, τραβιέται σα να την ακούμπησε γυμνό καλώδιο.
«Νιώθεις καλά;» το παίζω αθώος.
«Γιατί μου το ΄κανες αυτό;» σπάει τα φωνήεντα στις λέξεις της όσο με ρωτάει.
«Τι σου έκανα;»
«Μην μου το παίζεις άσχετος! Μη με κοροϊδεύεις εμένα!» ουρλιάζει.
Μαζεύομαι. Πρέπει να τη λογικέψω την κουβέντα γιατί θα γίνουμε νούμερο στο μαγαζί. Ανάβω λοιπόν τσιγάρο, φωνάζω την κοπέλα.
«Τι θα πιεις;» την ξαναρωτάω.
«Τζιν τόνικ», μουρμουρίζει.
Αφήνω λίγο την κατάσταση να ηρεμίσει με τα διαδικαστικά.
«Έχει περάσει περίπου μήνας, αν δεν κάνω λάθος, από τη μέρα που μιλήσαμε για πρέζα. Νομίζω ότι έχεις κάποια απέχθεια στο θέμα ανακατεμένη με ενοχές επειδή έχασες τον αδερφό σου με κατεβασμένα τα χέρια –έτσι νομίζω. Είχες κι εκείνη την εμμονή ότι ποτέ δεν πήγες στον ΤΟΞΟΤΗ, δεν προσπάθησες … Αλλά, όντας απέξω –καθαρή, ανέγγιχτη, άσπιλη, αμόλυντη κι όλα τα σχετικά –αποφάσισες να μου τη χωθείς κανονικότατα και αφ’ υψηλού. Είπα λοιπόν να σε βοηθήσω, να σου δείξω πως πραγματικά είναι όλα αυτά που κατακρίνεις για να αποκτήσεις έξτρα επιχειρήματα», κατέβασα ποτό ανακατεμένο με καπνό τσιγάρου.
Κι εκείνη συνέχισε να πίνει αμίλητη –πέτρινη –αμφέβαλλα αν με είχε καν ακούσει. Έκανα λοιπόν το ίδιο, εξασκήθηκα στην τεχνική τού να ξεχνάω τον διπλανό όταν έτσι απαιτείται. Μέτρησα μπουκάλες πίσω από το μπαρ, άκουσα προσεκτικά το τραγούδι από τα ηχεία (μας έχουνε σπάσει τον πούτσο αυτό το διάστημα με το ‘Άι καντ εσκέιπ μασέλφ’), ήπια σχεδόν όλο το ποτό μου κι αναρωτήθηκα μήπως έπρεπε να παραγγείλω ένα ακόμα.
«Είσαι μεγάλο καθίκι τελικά. Έχω γνωρίσει πολλούς, όμως εσύ είσαι χειρότερος, ξέρεις γιατί;» είπε η Μιτσούκο.
«Δεν ξέρω, αλλά κάτι μου λέει ότι θα με διαφωτίσεις», απάντησα.
«Επειδή εσύ νιώθεις. Γι΄αυτό».
Εγώ; Νιώθω τον πόνο, τη δυστυχία, την απελπισία του άλλου. Νιώθω και τα δικά μου όμως. Τι σημασία έχει τελικά;
«Μεγάλη ιδέα έχεις για μένα», κορόιδεψα.
«Όταν αρχίζεις τις εξυπνάδες καταλαβαίνω τον φόβο σου», μουρμούρισε η Μιτσούκο σκύβοντας προς το μέρος μου.
«Και λοιπόν;» απόρησα.
«Λοιπόν θέλω να πάμε κάπου να πηδηχτούμε τώρα αμέσως», ψιθύρισε εκείνη.
«Είσαι μεθυσμένη», διαπίστωσα.
«Και τι μ΄αυτό;» γέλασε πικρά.
«Σωστά! Να πληρώσω και φύγαμε».
Η Μιτσούκο μένει σε μια γκαρσονιέρα πέμπτου ορόφου στο Κουκάκι, με θέα την Ακρόπολη. Έχει εκατοντάδες κεριά κρυμμένα στις γωνίες, τακτοποιημένα σε τραπέζια και ράφια, έχει δίσκους πεταμένους παντού και βιβλία με εξωτικά σχέδια στα εξώφυλλα. Τα βλέπω όλα αυτά από τον τεράστιο καναπέ χρώματος πορτοκαλί, όσο την περιμένω να μου βάλει ποτό. Και νιώθω όμορφα σ΄αυτό το σπίτι που μυρίζει γιασεμί ή κάτι εξίσου ρεζίλικα ρομαντικό.
Αφήνει τα ποτά στο τραπεζάκι μπροστά μας και γαντζώνεται πάνω μου. Δε νιώθω καθόλου άνετα.
«Είσαι σίγουρη γι΄αυτό;» τη ρωτάω κρατώντας την λίγο πίσω.
«Καθόλου σίγουρη», λέει. «Εσύ;»
«Τι εγώ;»
«Πόσο το φοβάσαι αυτό;»
Δεν μιλάω. Την τραβάω πάνω μου και τη φιλάω όπου βρω. Γιατί το φοβάμαι πολύ αυτό –κατάλαβες; Πάρα πολύ.
Η Μιτσούκο έχει ένα τεράστιο κρεβάτι με νερόστρωμα –δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου τέτοιο πράγμα. Είναι κάπως γελοίο αν προσπαθείς να γαμήσεις εκεί πάνω χωρίς να είσαι προπονημένος, κάποια στιγμή νιώθεις σαν το ναυαγό, μόνο που αντί για σανίδα αναζητάς τη γυναίκα -σερσέ λα φαμ ντε λα μερ, ας πούμε. Τέλος πάντων, πέφτει πολύ γέλιο κι αυτό είναι καλό -επειδή αλλιώς θα καταλήγαμε να ψάχνουμε ξυράφι να κόψουμε τις φλέβες μας. Τώρα όμως έχουμε ξεχαστεί και μόνο εμείς υπάρχουμε εδώ πέρα, μόνο αυτό μας νοιάζει. Είναι όμορφα, αλλά είναι ένα ψέμα. Δεν είμαστε μόνοι και το κουδούνι έρχεται να μας το θυμίσει σαν κομπρεσέρ σε τσιμέντο πεζοδρομίου.
«Μην ασχολείσαι», ψιθυρίζει εκείνη φιλώντας με στο λαιμό.
Προσπαθώ αλλά δεν είναι εύκολο. Επειδή κάποιο δάχτυλο έχει κολλήσει στο κουδούνι κανονικότατα –κάποιος θα τις αρπάξει άσχημα μου φαίνεται! Πετάγομαι όρθιος.
«Κάτσε εδώ που είσαι. Μη βγεις, ξέρω ποιος είναι», ψιθυρίζει η Μιτσούκο όσο ντύνεται με ότι βρει μπροστά της.
Μετά βγαίνει από το δωμάτιο. Βρίσκω το παντελόνι μου και το φοράω στα γρήγορα –δεν έχω καμιά όρεξη να με πετύχουν με το πουλί στο χέρι. Κολλάω στο πλάι της μισάνοιχτης πόρτας για να βλέπω.
Στο άνοιγμα της εξώπορτας ένας άντρας που έχει ζήσει καλύτερες μέρες. Τότε που το πουκάμισο του δεν είχε λεκέδες εμφανείς από απόσταση δέκα μέτρων, όταν τα μαλλιά του ήταν καλύτερα χτενισμένα –έτσι που να κρύβονται τα σημάδια της αραίωσης. Τότε που δεν έτρεμε, με λίγα λόγια.
«Γιατί δεν άνοιγες;» ψελλίζει.
«Και τι σε νοιάζει εσένα; Πήγαινε σπίτι σου κι άσε με ήσυχη», τον παγώνει η Μιτσούκο.
«Μη μου το κάνεις αυτό!» παρακαλάει ο τύπος.
«Εγώ; Να μη σου το κάνω ΕΓΩ; Έχεις πολύ θράσος –το ξέρεις;»
«Σε παρακαλώ, δεν είναι ώρα τώρα…»
«Αυτό λέω Αντρέα. Δεν είναι ώρα, ούτε τώρα, ούτε ποτέ. Σήκω φύγε, θα ανησυχεί η οικογένειά σου».
Ακόμα κι εγώ νιώθω ρίγος στη ραχοκοκαλιά μου από τον τρόπο που προφέρει τις τελευταίες κουβέντες η Μιτσούκο. Πόσο μάλλον ο μαλάκας εκεί έξω!
«Δεν τελειώσαμε! Μη μου το κάνεις αυτό!» συνεχίζει εκείνος το βιολί του.
«Άντε χάσου από δω!» απαντάει η Μιτσούκο.
Ο τύπος πέφτει στα γόνατα και μάλλον κλαίει με αναφιλητά. Θα ήθελα να μη δω περισσότερα, όμως αν κουνηθώ θα καρφωθώ.
Και τότε η Μιτσούκο βγάζει το στιλέτο από την πλάτη του και το ξανακαρφώνει –στην καρδιά του αυτή τη φορά.
«Θα σε παρακαλούσα να φύγεις τώρα αμέσως. Δεν είμαι μόνη μου ξέρεις…»
Ο τύπος κάνει μια αξιολύπητη προσπάθεια να χαμογελάσει απαξιωτικά. Αλλά παραμένει στα γόνατα –σφαγμένος.
«Τι είναι αυτά που λες;» ψελλίζει.
Φτάνει τότε η ώρα μου να παίξω τον αρχίδη. Γι΄αυτό βγαίνω από το δωμάτιο φορώντας μόνο το παντελόνι –μαλακία μου γιατί αν παίξει τίποτα κλωτσήδι θα γαμηθώ κανονικά.
«Τρέχει κάτι Μιτσούκο;» ρωτάω με τσιγαρίσια φωνή.
Με κοιτάζουν και οι δυο τους τώρα.
«Αυτός είναι;» αναρωτιέται ο γονατισμένος.
«Κοίτα θείο, νομίζω ότι είναι κάπως περασμένη η ώρα για συστάσεις», λέω. «Δε μας αφήνεις μια κάρτα σου να τα πούμε κάποια άλλη φορά; Άντε, γιατί θα ξυπνήσουν οι γειτόνοι και δεν είμαστε για τέτοια».
«Αυτός είναι;» ξαναρωτάει ο τύπος επειδή, βλέπεις, μόνο η Μιτσούκο υπάρχει στο δωμάτιο. Εγώ είμαι ένα με τις μύγες και τα κουνούπια –κατάλαβες;
Η Μιτσούκο δε μιλάει, ούτε κοιτάζει κάτι συγκεκριμένο.
«Φαγώθηκες ρε μπάρμπα –ναι εγώ είμαι! Τώρα που το λύσαμε, σηκώνεσαι να φύγεις ή θα σου στρώσουμε να κοιμηθείς στο χαλάκι της εξώπορτας;» λέω πλησιάζοντάς τον.
Και μετά συνειδητοποιώ πόσο ηλίθιος είμαι αφού ο τύπος πετάγεται σα φασουλής με ελατήριο στον κώλο και μου σκάει ένα μπουνίδι φιξ –δεξί, αριστερό, δεξί –σωριάζομαι δίπλα στον καναπέ εντελώς ξεφούσκωτος όσο η Μιτσούκο ουρλιάζει. Με την άκρη του ματιού τον βλέπω να της μουντάρει κανονικά κι αυτό είναι το μεγάλο του λάθος. Επειδή πρώτον, μου γυρίζει την πλάτη και δεύτερον, απλώνει χέρι σε γυναίκα. Τον αρπάζω από τους ώμους και τον σκάω στον απέναντι τοίχο, δυστυχώς βρίσκει σε μια κορνίζα (μάλλον ρεπρονταξιόν του Κλε) και σωριάζεται γδαρμένος.
«ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ! ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΤΩΡΑ ΑΜΕΣΩΣ!» ουρλιάζει η Μιτσούκο.
Αυτό ακριβώς κάνουμε κι οι δυο μας, επειδή η Μιτσούκο είναι με το ένα πόδι στην υστερία. Περιμένουμε λοιπόν, με τα αυτιά κατεβασμένα.
«Να τσακιστείτε να φύγετε και οι δυο σας!» τσιρίζει κάπως πιο ελεγχόμενα η Μιτσούκο.
Το πρόσωπό μου καίει σαν καπνιστή παπαρούνα όσο ψάχνω τα ρούχα μου στην κρεβατοκάμαρα. Ο μαλάκας καθυστερεί ψάχνοντας τα κατάλληλα λόγια, όμως δεν τα βρίσκει και φεύγει μουγκαμένος. Βγαίνω, περνάω δίπλα της με τη σειρά μου. Δεν την κοιτάζω κι αυτή το ίδιο κάνει. Υποθέτω. Κλείνω την πόρτα πίσω, προσπαθώντας να είμαι όσο γίνεται πιο αθόρυβος –μοιάζει σα να αποσυνδέω εκρηκτικό μηχανισμό.
Μετά κατεβαίνω τις σκάλες και φυσικά προλαβαίνω τον γελοίο. Το παίζει αδιάφορος, πληγωμένη αξιοπρέπεια και τέτοια να πούμε. Αλλά είμαι ακόμα ζεστός, δεν πρόκειται να του τη χαρίσω. Τον διπλαρώνω στη στροφή της σκάλας.
«’σσσου πω!» σφυρίζω ανέμελα. «Αν πρόκειται να ξαναπλησιάσεις τη Μιτσούκο, κανόνισε να έχεις καθαρίσει πρώτα με γυναίκες, παιδιά, σκυλιά, γατιά… Συνεννοηθήκαμε;»
Με κοιτάζει νευρικά –δεν είναι εντελώς μαλάκας ο τύπος, πρέπει να παραδεχτώ. Αλλά είναι αρκετά.
«Άσε μας ρε κωλόπαιδο!» ξεφυσάει στα μούτρα μου.
«Θα σας αφήσω, για την ώρα. Όμως καλύτερα ν΄ακούσεις τι σου είπα γιατί αλλιώς θα σε γαμήσω όρθιο. Κι εσένα και τη γυναίκα σου και όλους παλιοξεφτίλα!»
Αναπνέω μετρημένα κατεβαίνοντας τους ατέλειωτους ορόφους –μπας και μου φύγει η ένταση. Τελικά όλα αυτά έγιναν για καλό –το δικό μου το καλό. Σκέψου να ξεκινάγαμε τίποτα μονιμότερο με τη Μιτσούκο! Έρωτας δίχως αύριο ή αλλιώς παρτούζα με εικονική απαρτία! Άστο καλύτερα.
Τα πράγματα κύλησαν κανονικά μέχρι να ξημερώσει η επόμενη μέρα, πάει να πει, τις λίγες ώρες που έμεναν μέχρι να ξημερώσει τις πέρασα σ΄ένα γιαπί, δυο στενά παρακάτω από το σπίτι της, τουρτουρίζοντας. Μπορεί και να κοιμήθηκα λίγο, επειδή είδα ένα πλάσμα με σώμα αντρικό και κεφάλι ποντικίσιο να πηδάει μια κοπέλα που έμοιαζε με τη Μιτσούκο, αλλά μπορεί να ήταν και η Άλεξ, δεν πρόλαβα να το διευκρινίσω. Κοίταξα τότε πέρα, κατά τον λόφο που άρχιζε να φωτίζει, άναψα ένα τσιγάρο και αναρωτήθηκα πως είναι δυνατόν να τις μπερδεύω αυτές τις δύο. Και μετά αναρωτήθηκα πως είναι δυνατόν να με μπερδεύουν αυτές οι δύο και μετά αναρωτήθηκα πως είναι δυνατόν γενικότερα –αλλά μου ήρθε κατούρημα και άφησα τη φιλοσοφία για άλλη φορά.
Η τελευταία μέρα δειγματοδιανομής κύλησε ήρεμα και βάση σχεδίου. Τα παιδιά καβάντζωσαν στο αυτοκίνητο του Πέτρου τα μισά δείγματα μαλακτικών από αυτά που έπρεπε να μοιράσουν και εμείς οι τρεις πλακωθήκαμε να δουλεύουμε εκτός της περιοχής μας –στα σπίτια πίσω από το Άλσος μπας και πετύχουμε την Άλεξ.
Δεν θα σου πω τώρα για τους περίεργους που συναντήσαμε, για τα νούμερα, τις τρελαμένες νοικοκυρές, τους ψυχάκηδες που μας αντιμετώπιζαν σα διαρρήκτες –δεν έχουν σημασία όλα αυτά. Γιατί στη μέση της μέρας περίπου, βρήκαμε το σπίτι της Άλεξ. Κοίτα πως έγινε.
Είμαι αραχτός έξω από μια ΕΒΓΑ, οδός Μπισκίνη, και καπνίζω περιμένοντας τους υπόλοιπους να με ενημερώσουν. Οι πολυκατοικίες απέναντι δεν είναι δική μου δουλειά, τις έχει πάρει ο Πέτρος, εγώ είχα το προηγούμενο τετράγωνο, ο Τάκης κάνει το επόμενο. Καπνίζω περιμένοντας και τότε εμφανίζεται ο προβληματισμένος Πέτρος.
«Μου φαίνεται ότι κάτι βρήκα», μουρμουρίζει.
Τον κερνάω τσιγάρο και περιμένω.
«Εκεί, βλέπεις την πράσινη πολυκατοικία; Στον τρίτο όροφο είναι ένα κουδούνι που έχει 3 Α!»
«Ε και λοιπόν;»
«Λοιπόν, το πρώτο Α είναι ζωγραφισμένο με κόκαλα, το δεύτερο είναι μέσα σε κύκλο και το τρίτο είναι ζωγραφιστός διαβήτης. Τι σου λένε όλα αυτά;»
«Ότι κάποιος πολύ παρανοϊκός μένει εκεί μέσα».
«Εντάξει, αλλά δεν είναι ‘κάποιος’. Είναι ‘κάποιες’».
«Ξηγήσου».
«Το κάτω κουδούνι, της εξώπορτας, γράφει τρία επώνυμα –γυναικεία».
«Πάμε να δούμε!» τον τραβάω ανυπόμονα.
Όντως. Με κάτι γράμματα-ψείρες το έκτο κουδούνι (από κάτω προς τα πάνω) μας διαφωτίζει: «Α. Καλλινίκου, Α. Ευαγγελίδου, Α. Μιχαήλ».
«Αυτό το Μιχαήλ μπορεί να είναι και αντρικό», σκέφτομαι φωναχτά.
«Μπορεί, αλλά τα υπόλοιπα είναι γυναικεία», με συνεφέρει ο Πέτρος.
Κοιτάζω τριγύρω, πατάω το κουδούνι παρατεταμένα.
«Μη γίνεσαι μαλάκας. Λες να μην το έκανα ήδη εγώ; Και πάνω και κάτω. Δεν είναι κανένας μέσα», λέει ο Πέτρος.
Κοιτάζω τριγύρω.
«Στην ΕΒΓΑ», καταλήγω και τρέχω με τον Πέτρο πίσω μου.
Αλλά είμαι ανυπόμονος και τα σκατώνω κανονικά. Μπουκάρω σα μαλάκας με φούρια στο βρωμομάγαζο, παίρνω μπροστά κάτι χλωρίνες, μπερδεύεται η τσάντα μου σε ένα σταντ με μπισκότα –γάμησέ τα.
Ο γέρος με τη λεβέντικη μουστάκα ξεκινάει να με κοιτάζει τρομαγμένος αλλά το γυρίζει σε σιχτιρισμένος πολύ γρήγορα. Τον κοιτάζω κι εγώ –πρώην μπάτσος κάνει μπαμ η φάτσα του. Η φάτσα του και το ημερολόγιο της Αστυνομίας που έχει κρεμασμένο πάνω από το κεφάλι του, δίπλα σ’ έναν Άγιο Πατάπιο ξέρω ΄γω.
«Τι συμβαίνει παιδιά; Θέλετε κάτι;» ρωτάει.
Αναλύω βιαστικά την κατάσταση και υπολογίζω ότι πρέπει να τον πλακώσουμε επιτόπου στις γρήγορες, μήπως μάθουμε αν μένει η Άλεξ στην απέναντι πολυκατοικία. Άλλο τρόπο δεν βλέπω να του αποσπάσουμε πληροφορίες.
«Χίλια συγνώμη για τις ζημιές!» λέει ο Πέτρος καθώς πετάγεται μπροστά μου. «Αλλά μας έχει στραβώσει ο ήλιος τόσες ώρες έξω και … καταλαβαίνετε!»
Ο εβγατζής ανασηκώνει τους ώμους –στ΄αρχίδια του! Κοιτάζει μήπως έσπασε κανένα μπισκότο και δεν μπορεί να το πουλήσει.
«Θέλαμε να σας ζητήσουμε μια χάρη», συνεχίζει ακάθεκτος ο Πέτρος κι εγώ περιμένω να δω την ξινισμένη άρνηση του μουστάκια.
«Έχω δουλειά, περάστε άλλη φορά», μουγκρίζει εκείνος επιβεβαιώνοντάς με.
«Μα δεν θα σας καθυστερήσουμε! Ακούστε! Μοιράζουμε αυτά τα δείγματα μαλακτικών και είπαμε μήπως γίνεται να σας τα αφήσουμε να τα μοιράζετε εσείς στους πελάτες σας. Θα είναι καλή διαφήμιση και για το μαγαζί σας –τι λέτε;»
Ο μουστάκιας σκέφτεται γλείφοντας τα χείλη του. Ξέρω τι σκέφτεται. Θα καβατζάρει τα δείγματα και θα τα πουλήσει μισοτιμής –σιγά μην τα δώσει δωρεάν! Κάνει στην πάντα όσο αδειάζουμε τις τσάντες μας εκεί πίσω, γυαλίζουν οι κουμπότρυπές του στη θέα του τζάμπα εμπορεύματος.
«Ωραία! Και τώρα δεν σας πειράζει να σας ρωτήσουμε δυο πραγματάκια για τη γειτονιά έτσι; Επειδή θα πρέπει να συμπληρώσουμε ένα απογραφικό δελτίο…» χαμογελάει ο Πέτρος.
Χαμογελάω κι εγώ –είναι μεγάλη πουτάνα ο δικός μου!
«Ελάτε άλλη φορά, έχω δουλειά», κάνει ο μουστάκιας.
«Ααα, δε γίνεται! Σήμερα είμαστε εδώ. Χωρίς απογραφικό δεν μπορούμε να σας αφήσουμε δείγματα», διαμαρτύρεται ο Πέτρος.
Ο μουστάκιας κάθεται νευρικά μέσα στην παγίδα. Ο Πέτρος μου κάνει νόημα.
«Λοιπόν», βγάζω ένα ντοσιέ που πρέπει να συμπληρώνουμε στοιχεία και το συμβουλεύομαι περισπούδαστα. «Τι ποσοστό ατόμων ηλικίας 20 έως 30 ετών έχετε στη γειτονιά σας;»
Ο μουστάκιας με κοιτάζει σαν όρθια τυρόπιτα.
«Εννοώ, μένουν άτομα 20 με 30 ετών εδώ γύρω;» διευκρινίζω.
«Μένουν», απαντάει.
«Πολλά; Λίγα;»
«Αρκετά».
Κρατιέμαι μην του δώσω να καταπιεί το ντοσιέ.
«Στην απέναντι πολυκατοικία πόσα τέτοια άτομα μένουν;» δείχνω έξω.
«5-6», λέει.
«Ωραία. Στην διπλανή;»
«Και τι σε νοιάζει εσένα;»
«Άνθρωπέ μου πρέπει να βγάλω ποσοστά!»
«Καλά», συμβιβάζεται.
Τον έχω στη ζαλάδα για κάνα πεντάλεπτο μέχρι που αποφασίζω ότι είναι ψημένος αρκετά.
«Εκεί απέναντι μένει μια κοπέλα με κοντά μαύρα μαλλιά και μηχανάκι;» ρωτάω.
«Μένει», απαντάει αυτόματα. «Αλλά τι σχέση έχει αυτό με την έρευνα;»
«Καμία. Απλά την είδα προηγουμένως και μου γυάλισε!» του χαμογελάω.
Με κοιτάζει συνωμοτικά.
«Ναι είναι καλό γκομενάκι! Μπάνικο!»
«Πως τη λένε μήπως ξέρετε;»
«Που να ξέρω; Μόνο ότι είναι καραπουτανάρα ξέρω! Μένει μαζί με άλλες δυο τους συναφιού της και έναν νταβατζή αληταρά».
Σκύβω μπροστά δείχνοντας ενδιαφέρον.
«Τι μου λέτε; Έχετε τέτοια βάσανα λοιπόν στη γειτονιά σας!»
«Δε λες τίποτα! Κάνουνε συνέχεια φασαρία, έχουμε καλέσει το εκατό να τους μαζέψει αλλά άδικος κόπος! Η αστυνομία δεν είναι πια αυτό που ήταν παλιά –έχει διαβρωθεί πλήρως από τους αριστερούς. ‘Δεν είναι ώρες κοινής ησυχίας’ λένε. Και η προσβολή της δημοσίας αιδούς; Έχουμε και παιδιά, δεν μπορούν να βλέπουν τους ναρκομανείς και τις πόρνες μέρα μεσημέρι!»
Κουνάω το κεφάλι μου συγκαταβατικά.
«Αλλά μου κάνει εντύπωση που είδες τη μαυρομάλλα τόσο πρωί! Αυτή κυκλοφορεί αφού πέσει ο ήλιος. Άσε που έχω να τη δω πάνω από μήνα, είσαι σίγουρος ότι ήταν αυτή;» ξύνει τη μπάκα του όσο με ρωτάει.
«Ξέρω ΄γω; Στην πράσινη πολυκατοικία την είδα να μπαίνει».
«Αυτή θα ήταν! Τώρα θ΄αρχίσουν πάλι τα κλαμπατσίμπανα με τις καργιόλες τις φιλενάδες της!»
Τον ευχαριστώ για τις πληροφορίες και πηγαίνω για την έξοδο, έχω μια τρελή διάθεση να του κάνω πουτάνα εδώ μέσα αλλά κρατιέμαι. Δεν ξέρεις σε τι μπορεί να σου χρειαστεί ο χαφιές ο Εβγατζής. Ο Πέτρος καταλαβαίνει τις διαθέσεις μου και με τραβολογάει.
Έξω πετυχαίνουμε τον Τάκη και του εξηγούμε την κατάσταση.
«Άρα τη βρήκαμε μάγκες!» ανακεφαλαιώνει.
«Αν δεν τη δω δεν θα σιγουρευτώ», λέω.
«Και μένει σ΄αυτό τον δρόμο;» ρωτάει ο Τάκης στριφογυρίζοντας το κεφάλι. «Στην οδό Μπισκίνη;»
«Ναι μάλλον», μουρμουρίζω.
«Δηλαδή, σα να λέμε –όπου να ‘ναι θα μας χτυπήσει κι εμάς η κατάρα του Μπισκίνη!» αλληθωρίζει ο Τάκης.
«Τι είναι η κατάρα του Μπισκίνη;» απορώ.
«Δεν ξέρεις την κατάρα του Μπισκίνη;» εκπλήσσεται ο Πέτρος.
«Όταν θα σε χτυπήσει και θα μπισκινωθείς πλήρως τότε θα είναι αργά!» προειδοποιεί ο Τάκης.
«Θα γεμίσεις μπισκινώματα!» τρέμει ψεύτικα ο Πέτρος.
«Ρε άντε γαμηθείτε από δω!» φωνάζω απηυδισμένος.
«Εντάξει. Πάμε να παραδώσουμε τώρα, γιατί έχουμε και το πάρτυ με τα μαλακτικά –μην ξεχνάς», λέει ο Πέτρος.
«Τι ηλίθια ιδέα ήταν αυτή που σου ήρθε;» τον ρωτάω μεταχρονολογημένα.
«Γιατί ρε μαλάκα; Γκομενίτσες με τα βρακάκια ή γυμνές να κάνουν το μπανάκι τους στα Λιμανάκια! Κακό είναι δηλαδή; Σε χαλάει;» διαμαρτύρεται.
«Ε; Σε χαλάει;» μαϊμουδίζει από δίπλα κι ο Τάκης.
«Δε με χαλάει ρε μαλακοκάβληδες –αρκεί να υπάρχουν γκομενίτσες! Εσείς έχετε καλέσει ένα σωρό μαντραχαλάδες!»
«Και την Πένυ!!!»μου υπενθυμίζει με μια φωνή το Ντούο Κρετίνο.
«Κάπως πενυ-χρούς σας κόβω», τους προειδοποιώ.
«Κι εσένα κάπως κρύο», μου απαντάει ο Πέτρος.
«Άντε ρε κάνε τις κρυοπληξίες σου εσύ, παλιοκονδύλωμα του κερατά –που θα μας πεις και κρύους!» διαμαρτύρομαι.
«Καλύτερα κονδύλωμα παρά μπισκίνωμα!» με προσγειώνει ο Πέτρος.
«Ελάτε, πάμε να τελειώνουμε!» βρίζει ο Τάκης.
Και πάμε. Να τελειώνουμε.
Η εικόνα μπροστά μου έχει βγει τσιφ από φτηνοπαραγωγή επιστημονικής φαντασίας. Μια εξωγήινη απειλή χρώματος λουλακί απλώνεται στη γη, κατακλύζει τις θάλασσες, οι άνθρωποι την αποφεύγουν όσο μπορούν μέχρι, στο τέλος, να υποκύψουν ανήμποροι στις μολυσματικές της συνέπειες. Έτσι ακριβώς.
Έχουμε γαμήσει κανονικά τη θάλασσα, από τα βραχάκια μέχρι 100 μέτρα παραμέσα με τα μαλακτικά, το νερό αφρίζει αηδιαστικά και, παρ΄όλα αυτά, υπάρχουν ακόμα 5 άτομα που επιμένουν να κάνουν βουτιές! Ανάμεσά τους η Πένυ με ένα τερατωδώς πράσινο κυλοτάκι! Δεν ξέρω με τι να πρωτοαηδιάσω.
«Τι έγινε φιλαράκο; Κομμένο σε βλέπω», λέει ο Τάκης από δίπλα μου προσπαθώντας ακόμα να στεγνώσει τα μαλλιά του.
«Είχα άσχημη νύχτα –γι΄αυτό», απαντάω.
«Για πες!» ενδιαφέρεται.
«Πήγα στη συναυλία του Χάμμιλ –στο είχα πει έτσι;»
Κουνάει το κεφάλι του.
«Και ποια είδα;»
«Την Άλεξ;» πετάγεται.
«Είσαι μαλάκας μωρέ;»
«Όχι. Έτσι το ‘πα για τζερτζελέ. Που να ξέρω ποια είδες; Μήπως και μας λες με ποιες τραβιέσαι; Όλες κατόπιν εορτής μας τις δείχνεις!»
«Σκάσε ρε μάπα! Για να σε ρωτάω θα πει ότι την ξέρεις αυτή που είδα. Τη Μιτσούκο είδα λοιπόν!»
Γουρλώνει αρκετά.
«Έλα ρε! Και;»
«Ήταν σούρα, πήγαμε μετά τη συναυλία σε ένα μπαράκι …»
«Σε ποιο;»
«Τι;»
«Σε ποιο μπαράκι πήγατε;»
«Στο ΚΛΟΟΥΝ. Τι σημασία έχει ρε μαλάκα;»
«Ε μα, πως; Να μην ξέρουμε;»
«Σκάσε κι άσε με να συνεχίσω! Λοιπόν, μετά καταλήξαμε σπίτι της…»
«Που μένει;»
«Τι;»
«Που μένει ρε παιδί μου; Η Μιτσούκο».
«Α, στο Κουκάκι. Πήγαμε λοιπόν …»
«Χαμηλά προς Συγγρού ή από πίσω, προς Λουμπαρδιάρη;»
«Ρε κερατά, τον καρκίνο θα μου βγάλεις!»
«Καλά συνέχισε».
«Πάμε, που λες, σπίτι της..»
«Κοντά στη Συγγρού είπες ότι είναι;»
«Σάλτα γαμήσου –όχι από πίσω, προς Λουμπαρδιάρη!»
«Εντάξει, συνέχισε».
«Τι έλεγα;»
«Ότι πήγατε σπίτι της…»
«Πήγαμε σπίτι της, πέσανε κάτι ποτάκια ξεγυρισμένα, κάτι αγκαλίτσες στον καναπέ, προωθούμαστε κατά κρεβατοκάμαρα μεριά…» κόβω απότομα, τον κοιτάζω. «Μάντεψε τι ήταν το ΣΟΣ στην κρεβατοκάμαρά της!»
«Ξέρω ΄γω, είχε αλυσίδες κρεμασμένες στο ταβάνι», δυσανασχετεί.
«Όχι –προσπάθησε πάλι!»
«Είχε έναν αράπη κρυμμένο στη ντουλάπα για να φτιάχνει τα σάντουιτς!»
«Λάθος!»
«Μη μου σπας τον πούτσο, λέγε!»
«Είχε στρώμα νερού».
«Γεγονός;»
«Ε μα, τι σου λέω;»
«Μ΄έστειλες τώρα κανονικά! Πως είναι να γαμάς σε στρώμα νερού;»
«Δεν ξέρω!»
Με κοιτάζει καλά-καλά.
«Να σου πω –με δουλεύεις;»
«Όχι ρε! Αλήθεια λέω. Δεν ξέρω πως είναι να γαμάς σε στρώμα νερού γιατί πάνω που πηγαίναμε ν΄αρχίσουμε πλάκωσε ο γκόμενός της, ο πρώην, ο νυν –δεν κατάλαβα –και γίναμε μπίλιες».
«Έλα ρε!»
«Ήρθα, εδώ είμαι!»
Στρώνει πάλι τα μαλλιά του κατά πίσω για να φύγουν τα αλάτια.
«Τι κακό είναι αυτό με τους πρώην που δεν έχουν γίνει ακόμα εντελώς πρώην;» αναρωτιέται μετά από λίγο.
«Για τη Φανή λες ή για τη Χρύσα;»
«Μόνο αυτές; Γιατί με τη δικιά μου την Ηρώ τι νομίζεις ότι γίνεται; Μας μπλόκαρε τις προάλλες ο πρώην της όταν πηδιόμασταν στο σπίτι της και γκρέμισε την πόρτα του διαμερίσματος κανονικά!»
«Έλα ρε!»
«Ήρθα!»
«Και μετά;»
«Τι μετά; Ρίχνει την πόρτα, αλλά εγώ έχω προλάβει να ντυθώ στο μεταξύ. ‘Δεν ήξερα ότι έχετε ακόμα σχέση’, του λέω του κανίβαλου. ‘Δεν έχω τίποτα μαζί σου’, μου απαντάει. Καλό παιδί. Δουλεύει βοηθός σε συνεργείο μοτοσυκλετών…»
«Άσχετο. Προχώρα παρακάτω».
«Παρακάτω, πήρα το μπουφάν μου κι έφυγα όσο ο συνεργειάς την πλάκωνε στις σφαλιάρες».
«Τι λες ρε μαλάκα;»
«Αυτό που ακούς».
«Την παράτησες δηλαδή όσο ο άλλος την κοπάναγε;»
«Κανονικά!»
«Γιατί βρε παλιο-χέστη;»
Ο Τάκης φοράει το μπουφάν του επειδή ο ήλιος έχει πάρει να την πουλεύει αμετάκλητα.
«Νομίζεις ότι την παράτησα επειδή φοβήθηκα; Αυτό νομίζεις;»
«Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλο λόγο».
«Επειδή είσαι ηλίθιος, γι΄αυτό. Ρε ξοδεμένε, έφυγα επειδή γουστάρω την Ηρώ και θέλω να συνεχίσω μαζί της. Αν έμενα και πλακωνόμουν με τον αρκουδιάρη τι θα κατάφερνα; Το πολύ να του τις έβρεχα και να της ξύπναγα τον προστατευτισμό για πάρτη του –άσε που μαζί θα ξύπναγε και το φεμινιστικό της, θα μου ζάλιζε τον έρωτα με τα ‘με ποιο δικαίωμα’ και ‘μπορώ και μόνη μου να προστατεύσω τον εαυτό μου’ –τέτοια μπαρμπούτσαλα. Ενώ τώρα την έκανα κύριος, κάπως θλιμμένος λόγω προδοσίας, με παρακολουθείς; Και θα την περιμένω να γυρίσει σε στυλ ‘παραστρατημένη και μετανιωμένη’. Πως με βλέπεις;»
«Ένα αρχίδι και μισό –έτσι σε βλέπω», μουρμούρισα. «Αλλά έχεις δίκιο».
«Εσύ τι έκανες με τον πρώην της Μιτσούκο δηλαδή;»
«Πλακώθηκα».
«Και;»
«Μας σούταρε και τους δυο μαζί».
Τον βλέπω να ξεκαρδίζεται δίπλα μου, μετά αρχίζει έναν από τους συνηθισμένους ινδιάνικους χορούς του προσκυνώντας το τοτέμ του μαλάκα –εγώ παίζω το μαλάκα. Ο Πέτρος μας εντοπίζει από παραδίπλα και έρχεται τραβώντας από το χέρι την Πένυ σε στυλ Λάκης Κομνηνός-Έλενα Ναθαναήλ.
Γελάω περιμένοντάς τους. Και γελάμε όλοι πολύ, η Πένυ βέβαια δεν καταλαβαίνει το αστείο αλλά δεν είναι υπεροπτικό άτομο. Γελάει για να μην καταλάβουμε ότι δεν κατάλαβε. Η γελοιότητα του γέλιου.
Θέλω να τους αγκαλιάσω όλους αυτή τη στιγμή, με τον ήλιο να μας έχει απαλλάξει από την παρουσία του, με το φεγγάρι να μη μας καταδέχεται ακόμα –θέλω να τους κρατήσω σφιχτά και να κρατηθώ πάνω τους.
Αντί γι΄αυτό κάνω δυο βήματα πίσω, μετά άλλα δύο –γιατί δεν μου μένει πολύς χρόνος για σαλιαρίσματα με φίλους. Πρέπει να γυρίσω γρήγορα σπίτι, να ετοιμαστώ και μετά να στηθώ έξω από το σπίτι της Άλεξ. Ο κύκλος στένεψε και οι επιλογές μας μειώθηκαν δραματικά. Αργά ή γρήγορα θα γινόταν.
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 4 μήνες
43 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Να πληρώνεις όσα έκανες, αυτό είναι μια εξέλιξη από τη φάση που πληρώνεις για όσα δεν έκανες –συμφωνείς;
Ki ama ksemeineis, ka8esai oso se dernei o magazatoras? Ante rikse kai merikes, alla pio polles 8a fas-panta.
Den perimenw apanthseis, mallon rhtoriko to kovw.
Άμα ξεμείνεις αδερφέ μου και είσαι παθητικός σημαίνει οτι δεν έχεις κάνει πολλά, οπότε δικαίως σε δέρνει ο μαγαζάτωρ -έτσι νομίζω εγώ.
Γιατί πέφτεις πάλι στην κατηγορία του να πληρώνεις αυτά που δεν έκανες.
Ξέρω 'γω, πως το βλέπεις κι εσύ σαν πιο πιτσιρικάς και δραστήριος;
Ωραίο το επεισόδιο. Έσκασε το χειλάκι μου εδώ στα ξένα, τα κρύα, τα μεταναστευτικά της Στοκχόλμης. Ήδη αρχίζω να φαντασιώνομαι την τηλεποτική εκδοχή της ιστορίας... Με εσωτερικούς μονόλογους αλά Max Payne (το pc game, όχι τη μαλακία την ταινία), με πλάνα που χάνονται μέσα στη θολούρα του blur, με τον πρωταγωνιστή να τρέμει από το ρίγος που ανεβαίνει στην ραχοκοκκαλιά του κάθε φορά που σκέφτεται την Άλεξ... Ψήσου μοτοσυκλετιστή, ψήσου !
Ama ksemeineis apo lefta ennow, pota mporei na exeis piei polla...
Κι έλεγα κι εγώ ποιος με διαβάζει από Σκανδιναβία! Αλλά ψηνόμουνα βασικά για καμιά ξανθιά Σουηδέζα που κάνει μεταδιδακτορικό στην ελληνική γλώσσα, ξέρεις, το κλασσικό πρότυπο της επιστήμονος, γυαλί, αλογοουρά και στήθος τουρμπινοειδές! Εσύ ήσουνα ρε Σωτήρη; Χαχαχα
Ναι, μου το ζήτησε το κείμενο τις προάλλες η Μαλέα και μάλλον θα αρχίσει να το γυρίζει μετά το Λίτσα.κομ, θα προβάλλεται πράιμ τάιμ! Πλάκα κάνεις αδερφέ; Αυτά είναι δικά μας, μεταξύ μας, εδώ για την παρέα -δεν είναι για τους έξω.
Ρε Fixit, μια ζωή ρεμάλης θα μείνεις! άμα ξεμένεις από λεφτά για ποτά κάνεις τα γλυκά μάτια στους θαμώνες -εγώ θα στα λέω;
Ah, I should have expected that. Giving your readers the juicy piece of information they've been waiting for, without following through. The allusion of expectation has now turned into a solid promise. Be careful though. However interesting the other characters may had seemed at the beginning, now they're absorbed into the background. They're mere extras whose presence serves only one purpose: to support the Hero's existence until he finds the Girl, to give a sense of normality to his heavy introspection. If that was originally your point, well served; if not, I doubt there's much you can do now. The interest has shifted and as someone once said, sand cannot be caught mid-air. Now it's a story of Him and Her. Everything else just makes for an appropriate backdrop.
p.s.1. I have to comment on the way guilt and regret are presented, but not now. It's almost tea time and I still haven't put on the kettle.
p.s.2. I admit that when I first glimpsed at the title, it reminded me of a trashy pop song. I'll be respectful and won't quote the lyrics, but think "Nino" and you'll get my drift :p
Μην νομίζεις μοτοσυκλετιστή, μια πίκρα είναι εδώ στα ξένα. Το πικρό ψωμί της ξενιτιάς συνοδεύεται από φασόν κορασίδες της χειρίστης εμφάνισης : Ψηλές, με ξανθό ίσιο μαλλί πιασμένο ανέμελα κότσο πίσω, καταγάλανα μάτια που σου θυμίζουν τις πιο καλά κρυμένες γαλάζιες παραλίες του πιο ξεχασμένου νησιού, ατέλειωτα κορμιά με δίμετρα πόδια και ζουμερά οπίσθια, γαρνιρισμένα με έναν αέρα ηδονής που σε ζαλίζει με το που βγαίνεις να πάρεις το μετρό και τις χαζεύεις γύρω σου. Αλλά το καλύτερο δεν στο είπα ! Οι φουστίτσες του ! Αχ αυτές οι φουστίτσες του... Σε όλα τα μήκη που μπορείς να φανταστείς, συνδυασμένα με οτιδήποτε καλσόν ή κολάν από μέσα, να σου γαργαλάνε τα μάτια καθώς περνάνε δίπλα σου. Να θες να τις σηκώσεις ίσα ίσα για να δεις το στριγκάκι που κρύβεται από κάτω, να του πεις ένα "γεια σου" και μετά να ξανακατεβάσεις τη φουστίτσα για να μην μας κρυώσεις το κορίτσι μας... Χάλια σου λέω...
Έχει βγάλει ο Νίνο τραγούδι με παρόμοιο τίτλο; Τιπεστώρα! Ο Νίνο είναι ο θεός μου! Είδες που τελικά τα μεγάλα πνεύματα συναντιούνται;
Κατά τα υπόλοιπα, αν κατάλαβα καλά, δεν μπορώ να σου απαντήσω. Και που να ξέρω πως θα πάει η ιστορία και σε ποιον θα επικεντρωθεί; Θα δείξει.
Τσάγια τώρα!
Τι τραβάς κι εσύ ρε Σωτήρη! Τι ζωή περνάς; Χαίρομαι τουλάχιστον που είμαι ο Καζαντζίδης σου, ο Τάσος Χαλκιάς σου, ο Γαργανουράκης σου έστω -και σου θυμίζω την γλυκιά πατρίδα!
Να σου πω, αν θέλεις καθόλου βοήθεια ... τίποτα ... ξέρεις ... με τις κοπέλες -μη διστάσεις. Γι΄αυτό είναι οι φίλοι.
δεν έρχεσαι από 'δω που θέλω εγώ βοήθεια με τις λατίνες και δεν τα βγάζω πέρα μόνος μου; κι εδώ φοράνε στριγκάκια, και μάλιστα άνευ φούστας...
Ναι, τα ξέρω για τις δικές σου εκει πέρα, αλλά προτιμώ τις απέναντι. Τις νησιώτισσες.
ίδια ράτσα, διαφορετική πολιτική...
Το σεξ αγαπητέ μου είναι πολιτικό θέμα, χεχε.
έλα ρε μάστορα, για στριγκάκια μιλάγαμε, οπότε το άφησα αυστηρά σε αυτό... όλα πολιτική είναι, από το σέξ μέχρι το φαϊ, αλλά μην δυσκολεύουμε κάτι περισσότερο από όσο είναι... ούτε αναφερόμαστε στην σχέση ανθρώπου με άνθρωπο - αυστηρά στη libido και πόσο χαϊδεύει το μάτι σου αυτά που δεν αγγίζει το χέρι σου...
Ακόμα και στα στρινγκάκια η πολιτική τοποθέτηση μετράει. Όχι στα καπιταλιστικά στριγκάκια με το διαμαντάκι στην πίσω ραφή, ή την αγκράφα που τραυματίζουν τον εγωισμό μας!
ΟΚ, άμα δεις εσύ τέτοιο στριγκάκι, απόφυγε το... εγώ πάλι, που πιστεύω πως ο καπιταλισμός θα μας πουλήσει το σκοινί με το οποίο θα τον κρεμάσουμε, δεν λέω όχι ούτε στα καπιταλιστικά στριγκάκια.
Έτερον εκάτερον! Αν πρόκειται για την προαγωγή των επαναστατικών διαδικασίων, είμαι πρόθυμος να ριψοκινδυνεύσω.
εμπρός της γής οι καυ... κολασμένοι!
Πολύ ωραίο στην αρχή του, με όλη την ατμοσφαιρα (κ το κορίτσι που κλαιει) κ τους απίστευτούς στίχους απ αυτόν τον Χάμμιλ (δεν τον ξέρω, ούτε κ νομίζω να τον έχω ακούσει, έβαλα στο γκουγκλ αλλά κάτι ιστορικά δείχνει, δε βρήκα τραγούδια, αλλά θα ψαξω καλύτερα)
από την πρώτη στιγμή που βρίσκει τη Μιτσούκο γινεται μάπα το θέμα (τι μαλακας κ αυτός λες κ πάει όπου τον πάνε...)
πολύ χοντρό κ άσχημο το όλο σκηνικό στο σπίτι της κ out of space, λίγο επιστημονική φαντασία δε νομιζω ότι μπορεί ακόμα κ συ να πέτυχες ποτέ τέτοια φάση από γυναίκα. Δε μπορώ να φανταστώ κάποιον να φέρεται έτσι
κ συμφωνώ μ αυτό "άναψα ένα τσιγάρο και αναρωτήθηκα πως είναι δυνατόν να τις μπερδεύω αυτές τις δύο."
κ αυτός τι έκανε μαζί της; πάει όπου τον πάνε;
επειδή ήταν όμορφη όπως λέει...
μάλλον έτσι πάει...
Χαχα
ωραίος ρε Σωτήρη, αλλά τι μόνο μάτι παιζει γιατί παιρνω μια χροία από ξελίγωμα
δε σου κάθονται ή σου κάθονται αλλά τελειώς λιώμα οπότε ακόμα χειρότερα :Ρ
Κι ο Χάμιλ στα λινκ "Κοίτα να δεις" είναι -και εκεί πέρα μπορείς να ακούσεις μουσική, να διαβάσεις στίχους... τα πάντα.
Είδες τι μαλάκας είναι όμως ο τύπος; Χαχαχα.
Λοιπόν ένα περίεργο πράγμα: όλη αυτή η ιστορία έχει 4-5 φάσεις αληθινές. Είναι αυτές ακριβώς που κάποιος θα σχολιάσει από κάτω "μα δεν γίνονται αυτά τα πράγματα!"
Axel, χαίρομαι όταν βλέπω ανθρώπους να ενδιαφέρονται για τη σεξουαλική ζωή των συνανθρώπων τους. Ελπίζω να μη φτάσω εγώ σε αυτό το σημείο.
Έλα απλά μ' αρέσει να τσιγκλάω τους άλλους
εσύ μάλλον είσαι ήσυχο παιδί :Ρ
Ότι πεις.
Δεν είν' ανάγκη να τα παίρνεις όλα τόσο σοβαρά ρε φίλε και ειδικά τις λέξεις και τα λόγια.
Εντάξει, δεν έχουμε όλη το χιούμορ σου ούτε και την ηθική σου.
Ναι μάλιστα -τώρα ψώνισες από ράτσα, τι να σου πω;
Απλά μου τη δίνει όταν κάποιος χώνεται σε άτομα που δεν είναι τριγύρω να απαντήσουν. Βαριέμαι κιόλας.
Καλά να περνάς.
Μόνο 4-5 φάσεις αληθινες;;
πιστευα ότι το 80% ήταν αληθινό
εντάξει μου φαίνεται πολύ χοντρο το όλο σκηνικό (από την πλευρά της)όχι ότι μπορεί να μη συνέβει
απλά γυναίκες έχουν ζήσει πολύ πιο χοντρα σκηνικά από άντρες που δεν ξεκολλάνε...
Υ.Γ. κ κάτι άλλο, τι στιγμή που σαν πλάκα μιλάτε για γυναίκες λες κ είναι μια τρύπα, βυζιά κ κώλος δεν είναι κατακριτέο αν κάποιος/κάποια σας αντιμετωπίσει σαν πούτσο, ίσως όχι τόσο συνηθισμένο σε σχέση με το αντίστροφο
"Αυτή μου είπε 'τίποτα δεν είναι αληθινό, τα πάντα επιτρέπονται'" λέει ένας στίχος του Τζιμ Κάρολ (ωραίος τραγουδιστής και ζόρικος τυπάς). Αυτό λοιπόν δεν θα πρέπει να το ξεχνάς ποτέ σε καμιά ιστορία, τουλάχιστον δικιά μου.
Δεν έχω υπολογίζει ποσοστά αλήθειας -απλά λέω οτι κάποιες φάσεις τις καταγράφω καρμπόν -όπως ακριβώς έγιναν. Κάποτε, σε κάποιους. Ε, αυτές τις φάσεις, 4,5,15,105 ... πολλοί τις βλέπουν σα καθραή φαντασία -κουφό δεν είναι;
Αν είναι χοντρό δεν ξέρω, επειδή δεν έχω ζήσει την πλευρά της.
Υ.Γ.1: Αν από τους διαλόγους της ιστορίας καταλαβαίνεις οτι η κουβέντα για τις γυναίκες είναι σε στυλ "τρύπα, βυζιά, κώλος" λυπάμαι αλλά δεν κατάλαβες τίποτα.
Υ.Γ.2: Θέλεις να μου πεις οτι οι γυναίκες μιλάνε για τους άντρες με λεξιλόγιο πριγκηπισσών; Τέλος πάντων, εμένα ποτέ στη ζωή μου δε με ενόχλησε να με αντιμετωπίζει μια γυναίκα σαν σκέτο πούτσο και μακάρι να με αντιμέτωπιζαν περισσότερες έτσι. Ξέρω κι άλλους που έχουν τις ίδιες απόψεις με μένα -σε διαβεβαιώνω.
Τωρα τι να σου πω
είναι πολύ κολλημενο το κεφάλι σας
θα σου λεγα από εμπειρίες μου αλλά αστο
όσο για το γα....νο υστερόγραφό σου
εγω κ για μια βραδυα αν πήγα με κάποιον δεν καθομαι ν αναλύσω τα καθέκαστα!ναι ρε φίλε σαν πριγκηπισσα μιλάω αν μιλήσω, σιγα μη κάτσω να πω με ποιον γαμήθηκα κ πώς!! ποτέ δεν το χω κάνει (εκτός σε φίλη που είχε απορία σε κάτι κ της είπα για κάποιον) μπορεί απλά να το πω σε κάποιον γιατί μπορεί να είμαι μπλεγμένη κ να νιώθω άσχημα για το άτομο που το βλέπει αγάπες κ λουλουδια επειδη το κάναμε κάποιες φορές, αλλά σιγά μην κάθομαι να λέω για τον κώλο του κ χαλιέσαι κιολάς!!! επειδή ο άλλος είπε
"ωραίος ρε Σωτήρη, αλλά τι μόνο μάτι παιζει γιατί παιρνω μια χροία από ξελίγωμα
δε σου κάθονται ή σου κάθονται αλλά τελειώς λιώμα οπότε ακόμα χειρότερα :Ρ "
εσύ ρε άνθρωπε γιατί τα πήρες με το σχόλιο;
Γαμάτο το 1ο κομμάτι του σχολιού σου
πολύ ωραίο "Αυτή μου είπε 'τίποτα δεν είναι αληθινό, τα πάντα επιτρέπονται'"
μόνο αυτά κ τις ιστορίες σου γιατί ειλικρινα το σκεπτικό σου είναι αρχαιοτάτων χρόνων κ όσο κ αν με ξετρελαίνουν καποια πραγμ. από σενα ή άτομα της γεννιάς σου, αλλο τόσο με εκνευρίζετε κιόλας
Το σχόλιο του Axel από τα πιο πετυχημένα φιλε!
εντάξει έχεις δικιο ότι θα έπρεπε να είναι κ ο άλλος για να του απαντήσει
κ ειλικρίνα έχω τρελη περιέργια να δω τι θα του απαντούσε αυθορμητα
Είναι πολύ κολλημένο το κεφάλι μας, το μυαλό μας, οι πράξεις μας -τα πάντα. Γι΄αυτό αφήνουμε να αναλάβουν την πρόοδο της κοινωνίας οι ξεκολλημένοι, οι άνετοι, οι φρι του γκοου, ας πούμε.
Και το σκεπτικό μου είναι αρχαιοτάτων -τι περίμενες; Αυτά έλεγε η γενιά μου, αυτά σκεφτόταν, έτσι έμαθα κι εγώ. Αν έβγαζα άλλα πράγματα ποιο θα ήταν το νόημα; Κι αν εκνευρίζεσαι αυτό το θεωρώ καλό -οι αντιδράσεις είναι καλές.
Γράφω μέσα σε αυτή την ιστορία οτι για μας δεν είχε σημασία το να πηδήξουμε αλλά η ανάλυση μετά -με την παρέα. Τι να γίνει δηλαδή; Έτσι ήταν.
Για το σχόλιο του axel κατάλαβες και μόνη σου γιατί τα πήρα. Απλό είναι.
Ρε Μοτορσάικλ, για ποια ιστορία σου, για το σχόλιο του Axel μιλησαμε πάνω σ αυτά που λέγατε
Κολλημενοι είστε σε κάποια πραγματα
δε θέλω να επεκταθω κ να το αναλύσω αλλά πιστεψε ότι όσες φορές φέρθηκα σε άντρα σαν πούτσο όπως λες, δράματα είχαμε. Όποτε άστο τι να σου λεω. Τωρα ειλικρινα μπορεί όντως της γεννιάς σου άτομα να μην έχουν προβλημα με κάτι τέτοιο, δεν ξέρω γιατί δε μου τυχε μπορεί όντως να είστε πιο ελευθεροι κ καθόλου κτητικοί όταν πάτε για 2-3 βραδυες με κάποια
Το "αρχαιοτάτων" πάει στο ότι όταν κάνετε πλάκα ας είστε ανοιχτοι να δεχτείτε την πλάκα κ από άλλους (αλλή γεννιά πες... δεν ξέρω)
τι στιγμη που αντιδράς έτσι σε ένα σχολιο περί σεξ καθε άλλο παρα ανοιχτος φαίνεσαι
αν είστε τόσο άνετοι κ "γαμάω" τυποι δε θα πρεπε καθόλου να σε ενοχλήσει τετοιο σχόλιο (ειδικά εσενα που έχει απ όλα η ιστορία σου)
Με μπέρδεψες έτσι που τα έγραφες και δεν κατάλαβα πότε σχολίαζες την ιστορία και πότε την αντίδρασή μου σε σχέση με το σχόλιο του axel.
Ξεκαθαρίζω λοιπόν:
1. Δεν είμαι ο εκφραστής της γενιάς μου, ούτε τίποτα άλλο παρόμοια βαρύγδουπο. Όταν αναφέρομαι σε συμπεριφορές της γενιάς μου, εννοώ ανθρώπους συνομίληκούς μου που γνώρισα. Κατανοητό;
2. Δεν ξέρω τι κάνουν οι υπόλοιποι και δεν με απασχολεί. Είπα οτι δεν θα με ενοχλούσε καθόλου να με βλέπουν οι γυναίκες σαν πούτσο -κι αυτό αφορά ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ εμένα.
3. Το σχόλιο του axel (θα το γράψω με κεφαλαία γράμματα γιατί βαρέθηκα να λέω συνέχεια τα ίδια) ΜΕ ΕΝΟΧΛΗΣΕ ΕΠΕΙΔΗ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΠΟΥ ΔΕΝ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΕΔΩ, ΤΩΡΑ, ΓΙΑ ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙ. Ούτε η αναφορά στο σεξ, ούτε τίποτα άλλο -είμαι σαφής; Εγώ μπορεί να είμαι άνετος με τέτοια θέματα (μπορεί και όχι) αλλά το σχόλιο αναφέρεται στον Σωτήρη, τον οποίον δεν ξέρω ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΚΠΡΟΣΩΠΩ. Αν κάποιος θέλει να αστειευτεί με τον Σωτήρη, τον Βαγγέλη ή τον Ναβουχοδονόσορα ας πάει να τους βρει -τόσο δύσκολο είναι να καταλάβεις τι λέω;
Ναι, αλλά όταν χρησιμοποιείται αυτό το μέσον ΟΠΩΣ χρησιμοποιείται! ΔΕΝ μπορείς να έχεις ΤΕΤΟΙΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ!
όπως κ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ επωνυμίας
αφού χρησιμοποιείς αυτό το μεσον ο ΚΑΘΕΝΑΑΣ γράφει ό,τι θέλει κ σχολιάζει αυ΄τα που βλέπει. Τι να παέι να βρει το Σωτήρη, σκέψου τι λες
ΑΛΛΙΩΣ ΝΑ ΒΑΛΟΥΜΕ ΚΑΝΟΝΕΣ Κ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ Κ ΣΤΑ ΜΠΛΟΓΚΣ, μην τρελλαθουμε τελειώς
επιτέλουσ όχι τέτεοιες απαιτήσεις κ ανελευθερία λόγου κ μαλιστα όταν προκειται για πλάκα. Όπως εγώ τις προάλλες που σχολίασα αρνητικά την άποψη κάποιας, τι πρέπει να κάνω να είμαι σε συνεχή ενημερωση των σχολιων κ να απαντάω μόνο αν ξέρω ότι θα το δει για να απαντήσει
στην τελική εγώ είχα πόσο καιρό να μπω
όσο για το 2 που λες δειχνει κ κάτι άλλο κ μου θυμίζει 1 σχόλιό σου παλια ότι "δε θα με πειραζε μία τέτοια φάση αν ήταν να καταλήξει στο κρεβάτι"
εγώ αν ήμουν σε σχεση μαζι σου κάπως θα μου ερχοντανε αυτό...
αλλά δε λειτουργούμε όλοι το ίδιο άσχετα από γεννιές, γιατί σε 2 μεγάλες σχεσεις που ήμουν δεν το έκανα όχι από καταπιεση ή από φόβο, αλλά δεν μπορούσα με τίποτα ούτε στη φαντασία μου να παίξει άλλος άντρας
κ επειδή τα λόγια απέχουν πολύ από την πραγματικότητα, κάποιος που τον λάτρευα κ περνούσα καταπληκτικά μαζί του, μου είπε 100 φορές ότι δε θα είχε προβλ. να πάω με άλλον. Ήταν της ίδιασ "σχολήσ" ελευθερία κ δε με χαλάει να με δουνε σαν πουτσο κ τα συναφή
Σε πληροφορώ σε κάποια φάση από πλάκα που ΥΠΟΨΙΑΣΤΗΚΕ ότι μπορεί να συναίβει κάτι τέτοιο ξαφνικά έγινε κοκκινος σαν παντζάρι κ μ έπιασε απ το λαιμο...
κ μιλάμε για προοδευτικό, ελευθερο, μη ρατσιστη, μη σεξιστη κ χιλια αλλά δυο. Ορθολογιστή κ ψυχραιμο άνθρωπο
από λόγια...
βέβαια ξαναλέω ότι δεν ξέρω για ανθρωπους της γεννιάς σου ή εσενα
απλά έχω δει στη ζωη μου ότι τα λόγια κ οι ιδεολογίες απέχουν πολύ απο την πραγματικότητα γιατί η καθε περιπτωση που μας τυχαινει στη ζωή είναι διαφορετική κ μπορεί να φέρει τον κοσμο "μας" ανω κάτω κ να ανατρέψει τα πιστεύω μας
για μένα η αλήθεια του χτες γίνεται το ψέμα του σημερα
γι αυτό κ σε διαβάζω εσενα ή αλλους, γιατί ισως ζηλευω που κάποιοι άνθρωποι έχουν συγκεκριμένα πιστευω κ αποψεις που πορεύονται στη ζωη
Έλα μωρέ ell που θα αρχίσουμε τώρα το τροπάρι με την ελευθερία του λόγου στα μπλογκς επειδή θεωρώ αγένεια να απευθύνεσαι σε κάποιον που δεν μπορεί να σου απαντήσει, ή επειδή θεωρώ οτι αν εκφράζεσαι αρνητικά για κάποιον που δεν γνωρίζεις δεν έχεις προοπτικές να "συνομιλήσεις" μαζί του! Δηλαδή έλεος!
Είπα οτι με ενόχλησε κάποιο σχόλιο -απαγορεύεται; Κι ο άνθρωπος φάνηκε να το κατάλαβε, τι κουβεντιάζουμε τώρα; Δηλαδή πως τη βλέπεις; Μπορεί ο καθένας να λέει ότι γουστάρει εδώ μέσα εκτός από μένα;
Δεν ξέρω τι σου έχει τύχει στη ζωή σου, εντάξει, έχω δει πολλούς ανθρώπους άλλα να λένε και άλλα να κάνουν -δεν τρέχει τίποτα. Προετοιμασμένος είμαι.
Αλλά μην βγάζεις μονίμως αυθαίρετα συμπεράσματα -είπα οτι δεν θα με ενοχλούσε (θα μου άρεσε) να με βλέπουν σαν πούτσο αυτό δεν σημαίνει οτι θα πήδαγα όποια με έβλεπε έτσι -εντάξει; Το δικαίωμα επιλογής το οποίο υπερασπίζεσαι σαν γυναίκα δεν είναι κακό να το αναγνωρίζεις και στους άντρες -έτσι νομίζω.
Υ.Γ.: Και για το πως χρησιμοποιείται το συγκεκριμένο μέσο -χέστηκα. Δεν έβγαλα φιρμάνι για τα μπλογκς, για το δικό μου μιλάω μόνο -εντάξει;
Ωραία! Τι λες λοιπόν ρε ηθικέ τύπε;
ότι εγώ ας πουμε ελευθερα που είδα κάποια σχόλια δε θα έπρεπε να πω τη γνώμη μου επειδή η τάδε τυπισσα ή ο τάδε τυπος δεν είναι εδώ να απαντήσουνε;;;; Ε, τότε να κλείνεις τα σχόλια μετά από κάποιο καιρό
τι 'ναι αυτα ρε συ; δλδ δεν πρέπει να γραφτεί άλλη άποψη επειδή οι άλλοι δεν είναι εδω;;;;
ε, τότε μην κάνεις μπλογκ κ μη γράφετε, να βρισκεστε μεταξύ σας κ να τα λέτε (που σιγουρα είναι κ καλύτερο)
ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΕΧΕΙΣ ΜΠΛΟΓΚ δε θα μου πεις τι μπορώ κ τι δε μπορώ να λέω (όπως με πρήξατε γιατί θεωρησα μαλακισμένη την αποψη της άλλης)
τι φασιστιλικια είν αυτά; για το πώς θα μιλάω, τι θέματα θα λέω κ σε ποιανού την άποψη θα σχολιάζω.....
σου ξαναλέω αν δε σ αρεσει βάλε moderation ή τι άλλα σκατα σας παρέχει το συστημα
αλλιώς πηγαινε σε ομαδες κ φίλους που μιλάνε μόνο με ομοιους τους κ συμφωνούνε με όλα
Βουνό το δίκιο σου! Από τη στιγμή που έχω μπλογκ δεν θα σου πω τι μπορείς και τι δεν μπορείς να λες -αλλά εσύ ΘΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΤΙ ΝΑ ΛΕΩ ΕΤΣΙ;
Τραβήξου μόνη σου.
"...ή οτι αν εκφράζεσαι αρνητικά για κάποιον που δεν γνωρίζεις δεν έχεις προοπτικές να "συνομιλήσεις" μαζί του!"
ρε Μοτορσάικλ κ για μένα εδω έχουν μιλήσει άσχημα κ με πήρανε από τα μούτρα π.χ. "τι χαζο το άτομο, που ζει στο '60";
αλλά δεν τρελάθηκα κιολας, γιατί δεν ψαχνομαι να επιβεβαιωθώ ή όχι από την άποψη του άλλου για μένα κ μάλιστα αγνωστων!
μέχρι κ λινκ με παρτούζα βάλανε κ γελοίο διάλογο υποννόντας ότι εγω είμαι η τύπισσα στη φωτο κλπ
κ τι έγινε δλδ;
τι έγινε;
λένε αυτό που πιστεύουνε, λέω αυτό που πιστευω
δε νομίζω να σου είπα τι θα κάνεις αλλά όταν μου λές ΠΟΤΕ, κ ΠΩΣ θα εκφράσω την άποψη μου ε, είναι εκνευριστικό, πώς να το κάνουμε
γι αυτό προτεινα ότι αν σε χαλάει υπάρχουνε τρόποι
κ απλά τρελαίνομαι που επειδη θεώρησα (σε άλλο κομμάτι πριν μέρες) ότι κάποια έχει μαλακισμένη αποψη αρχισες επί ώρες να μου λες πώς θα πρέπει να μιλάω, τι θέματα να μπλεκω κλπ
παρόλο που συμφωνησα ότι μπορεί να είναι γαμώ τα άτομα
αλλά ξέρεις, δεν την βλέπω, ούτε τη γνωρίζω, ΕΔΩ απόψεις βλέπω κ αυτές σχολιάζω κ ΟΤΑΝ μπαίνω κ ας είναι ετεροχρονισμένα
Το "τραβήξου μόνη σου" τι σημαίνει;
Οτι δεν συνεχίζω την κουβέντα. 40 φορές τα έγραψα, βαρέθηκα. Ότι θες κατάλαβε -δικαίωμά σου.
Αυτά.
Οκέι κατάλαβα
αρα μπορώ να συνεχίσω ανενόχλητη! να τους βρίζω όλους
να γράψω καμιά 10ρια σχόλια ακόμα
:ΡΡΡΡΡΡ
πλάκα κάνω εννοείται
εντάξει εμένα λόγω ανεργίας με πιάνει κ μια μαλακία να σκαλώνω σ ένα θέμα ασε που μου φαίνεται ότι άρχισα να κάνω κ κύρηγμα (σαν κ σένα :Ρ)
πώς το λένε να δεις: με τυφλό αν κοιμηθείς το πρωί θ αλλοιθωρίζεις
εντάξει εσυ απάντας σε όλους λόγω ευγένειας κ σεβεσαι αυτούς που γράφουνε κ σε διαβάζουνε
εγώ λόγω αγένειας μάλλον. Ψαχνομαι να μαλλώσω :Ρ αν κ θα προτιμούσα να παιξω κανα μποξ
βίαια ένστικτα, λες εκείνο το ωραίο πραματάκι που πήρανε στο 1ο βιντεακι κ στο 2ο να μου έκανε καλό;
πλάκα κάνω ρε συ! αντε να βρω δουλεια να τυραννάω άλλους :Ρ
Ντάξει δεν τρέχει τίποτα -πάμε παρακάτω.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!