Προηγούμενα:
1. Προετοιμασία για αιφνίδιο θάνατο
2. Τα όνειρα γερνάνε άσχημα
3. Οι γυναίκες είναι ακριβό χόμπυ
4. Η πονεμένη ιστορία της Βίβιαν
5. Η αντοχή είναι πιο σημαντική από την αλήθεια
Ο πόνος άρχισε
ακριβώς τη στιγμή που έφτασα στο ξενοδοχείο. Στα μουλωχτά, λες κι έσταζε μέσα
από τα κόκαλά μου, μια προειδοποίηση απ΄αυτές που δεν γίνεται να αγνοήσεις. Οι
φλέβες μου έμπηξαν επιτόπου τα κλάματα. Κάτι είπε η γυναίκα στη ρεσεψιόν, δεν
άκουσα, δεν κατάλαβα, δε με ενδιέφερε.
Χώθηκα στο δωμάτιό
μου, στράγγιξα τα υπολείμματα της βότκας χωρίς να νιώσω την παραμικρή βελτίωση,
άδειασα στο κορμί μου ένα καζάνι ζεστό νερό, νομίζω μάλιστα οτι κάποια στιγμή
με πήρε ο ύπνος στην μπανιέρα γιατί ξύπνησα πονώντας από κράμπες. Ντύθηκα βιαστικά, επιθεώρησα το δωμάτιο για
να μην ξεχάσω τίποτα πίσω μου, πλήρωσα και την κοπάνησα λες και με κυνηγούσαν
χίλιοι διάβολοι. Στον σταθμό του τρένου αναγκάστηκα να περιμένω τρεις ώρες
μέχρι να ξεκινήσω για την Αθήνα, η Κλωτίλδη Τρολ ακόμα δεν είχε βρει το θάρρος
να εξομολογηθεί τον έρωτά της στον Φιλιμάριο Ντυμπλέ κι όλος ο κόσμος έμοιαζε
αβάσταχτος.
Όταν άκουσα το
τρένο να βρυχάται στην αποβάθρα πετάχτηκα σαν ελατήριο, ιδρώτας στην πλάτη και
μια παράλογη ανησυχία οτι θα φεύγανε τα βαγόνια χωρίς εμένα, δεν πρόλαβε
ν΄ανοίξει η πόρτα κι είχα ήδη χωθεί στη θέση μου. Προσπάθησα να κοιμηθώ για να
μικρύνω το ταξίδι αλλά δεν μπορούσα να κυριαρχήσω στο τρέμουλο –πόνος, δόντια
που χτυπάνε, ιδρώτας –ήμουν κάθε άλλο παρά υπόδειγμα συνταξιδιώτη. Ευτυχώς που
δεν υπήρχε καμιά μαύρη να υπερασπιστώ εκεί μέσα γιατί θα της έβαζα φωτιά στη
μέση της αμαξοστοιχίας μπας και ζεσταθώ από το λίπος της.
Όταν έφτασα στην
Αθήνα, μετά από μισό αιώνα ταξίδι, δεν είχα κουράγιο ούτε να περιμένω ταξί.
Έτρεξα στους πολυσύχναστους δρόμους, Ρώσοι νταβατζήδες με κοίταξαν απορημένοι,
φωτεινοί σηματοδότες δεν μου έκαναν την παραμικρή χάρη –ούτε ξέρω πως κατάφερα
να φτάσω σπίτι μου.
Κατέβασα τόσο
απότομα τα χάπια που πνίγηκα, σταμάτησα ν΄ ανασαίνω για να μην τα κάνω εμετό κι
αναγκαστώ να τα ξαναπάρω. Πριν περάσουν τα δεκαπέντε αναγκαία λεπτά πέρασα εγώ
σε λιποθυμική κατάσταση.
Η επόμενη μέρα
ξημέρωσε μεσημέρι. Τα σκεπάσματα του κρεβατιού μου είχαν περισσότερη υγρασία
από παγκάκι σε πρωινή παραλία, για μια στιγμή νόμισα οτι κατουρήθηκα στον ύπνο
μου. Αλλά ήταν απλώς ιδρώτας, όσο απλός μπορεί να είναι ο ιδρώτας... Ξύπνησα
νιώθοντας έτοιμος να κατακτήσω τον κόσμο, να ισοπεδώσω ότι τολμούσε να σταθεί
μπροστά μου, να ανέβω στο ψηλότερο βουνό με μια ανάσα –αλλά, και ταυτόχρονα,
ανίκανος να φτάσω μέχρι τη μπανιέρα. Τα άκρα μου είχαν υγροποιηθεί ποτίζοντας
τα σκεπάσματα, αυτό ήταν ολοφάνερο. Κι έτσι με ξαναπήρε ο ύπνος. Όταν κατάφερα
να συνέλθω, η μέρα ετοιμαζόταν να μετακομίσει στην Αυστραλία –σύρθηκα ληθαργικά
κάτω από το ντους και έδιωξα τα κακά δαιμόνια μαζί με τα καλά. Σε λιγότερο από
μισή ώρα, φρέσκος και μοσχοβολιστός σαν πετούνια βρισκόμουν στο δρόμο για το
Βιτόφσκι, σφυρίζοντας κάποιον άθλιο σκοπό και με μια ανεξήγητη εντύπωση οτι η
ζωή τελικά μπορεί και να μην ήταν ανυπόφορη.
«Καλώς τον
ταξιδιώτη», μουρμούρισε ο μπάρμαν χωρίς καν να με κοιτάξει.
«Όχι πολλά λόγια
Ιάκωβε –βάλε μου ένα ποτό κι ετοιμάσου να εισπράξεις το ποσοστό σου»,
χαμογέλασα.
«Τι μου λες;»
απόρησε. «Την τελείωσες τη δουλειά;»
«Ολοσχερώς».
«Και πότε με το
καλό;»
«Λίαν συντόμως
καθότι ο πελάτης αξιόπιστος. Μη σου πω σήμερα, μη σου πω τώρα...» κι έπιασα το
κινητό μου, επέλεξα το νούμερο του Κωνσταντινίδη, περίμενα όσο η μηχανική φωνή
με πληροφορούσε οτι ο συνδρομητής δεν ήταν διαθέσιμος –δεν έχασα πάντως το κέφι
μου.
Άραξα στο προσωπικό
μου τραπέζι, απλώθηκα κι άρχισα να χαζεύω τα δυο-τρία άτομα που σουλατσάριζαν
στο μπαρ, σπρωγμένα μάλλον από την κακή τους τύχη. Δυο κυρίες περασμένης
ομορφιάς κι ένας γυαλάκιας που αγωνιζόταν να διαβάσει το βιβλίο του στο ημίφως
–χαμένες υποθέσεις κοντολογίς. Είχα φτάσει στη μέση του ποτηριού όταν ανακάλυψα
οτι ξέμενα από τσιγάρα. Κάτι τέτοια μικροπράγματα μπορούσαν να σου καταστρέψουν
ένα υπέροχο βράδυ, να βρεθείς ας πούμε στη γύρα για τσιγάρα μισομεθυσμένος ενώ
τα περίπτερα θα είχαν κλείσει και να φτάσεις ψάχνοντας μέχρι Ομόνοια
–ανατριχιαστική προοπτική. Πετάχτηκα ανήσυχος.
«Δεν θέλεις τίποτα
απέξω», διαπίστωσα αυθαίρετα περνώντας δίπλα από τον μπάρμαν.
Κι αν ήθελε
δηλαδή...
Ο περιπτεράς είχε
παρατήσει κάθε προσπάθεια να ζεσταθεί με το αερόθερμο προτιμώντας να`
μετατραπεί σε Εσκιμώο –με το ζόρι ξεχώρισε η μύτη του.
«Κουφόβραση»,
διαπίστωσα βλέποντάς τον.
Κούνησε το κεφάλι
του άκεφα, τραβώντας δυο πακέτα Πλέιερς Σπέσιαλ Νέιβι Κατ από κάποιο συρτάρι.
Καθυστέρησα λίγο να τον πληρώσω επειδή χάζευα τις αθλητικές, ο Θρύλος
εξακολουθούσε να πηγαίνει τρένο, τα πρωτοσέλιδα ασχολούνταν αποκλειστικά με
ρεκόρ που σπάγανε και ο πιτσιρικάς ο Βραζιλιάνος έκοβε, μοίραζε, μάρκαρε,
σκόραρε –αν μάλιστα διάβαζα τα κυρίως άρθρα πήγαινα στοίχημα πως θα ανακάλυπτα
οτι στις προπονήσεις έψηνε και πίτσες για να κολατσίζουν οι συμπαίκτες του.
«Μη χαίρεσαι», με
προειδοποίησε ο περιπτεράς. «Σύντομα θα έρθει η ώρα σας».
«Πάντα κάτι έρχεται
και κάτι φεύγει –εκτός από τα πρωταθλήματα», τον κούρδισα.
Μουρμούρισε, δεν
τον άκουσα γιατί ήμουν απασχολημένος με τα πρωτοσέλιδα των κρεμασμένων
εφημερίδων –κάτι είχε πάρει το μάτι μου, φευγαλέα και τώρα το ‘ψαχνα. Πολιτικές
φυλλάδες που είχαν απολίτικους τίτλους για την πολιτική κατάσταση –δεν ήταν
αυτό που είχα δει. Εφημερίδες αγγελιών –καμιά σχέση. Περιοδικά με φωτογραφίες
κοσμικών –απομακρυνόμουν από το θέμα. Όχι και τόσο...
Ήταν πρωτοσέλιδο σε
μια κακοτυπωμένη κουτσομπολίστικη φυλλάδα: «Άγρια δολοφονία πρώην
μεγάλης σταρ του σινεμά». Κάτω από τον τίτλο η Λίζα Φωτίου με κοίταζε
παιχνιδιάρικα, σε μια φωτογραφία από τις ημέρες της δόξας. Φορούσε λαμέ φόρεμα
και είχε τα μαλλιά πιασμένα πίσω από τ΄ αυτιά –μισοχαμογελούσε κιόλας.
Ζαλίστηκα. Έκανα μερικά βήματα πίσω, ήθελα να τρέξω και να κρυφτώ...
«Τι έπαθες;
Φάντασμα είδες;» κορόιδεψε ο περιπτεράς.
Δεν του μίλησα.
«Τα τσιγάρα;»
αναρωτήθηκε.
Έχωσα τα πακέτα
στην τσέπη τρέμοντας, τον πλήρωσα κι έφυγα, δεν πρόλαβα να κάνω δυο βήματα
–ξαναγύρισα.
«Πόσο κάνει αυτή;»
τον ρώτησα βγάζοντας την κουτσομπολίστικη από τα μανταλάκια.
«Άστη –θα σου δώσω
άλλη από μέσα», διαμαρτυρήθηκε.
Την ξανάβαλα στη
θέση της.
«Δεν ήξερα οτι σε
ενδιαφέρουν οι αστέρες», γέλασε.
«Τώρα το ‘μαθες»,
μούγκρισα φεύγοντας.
Στην είσοδο του
Βιτόφσκι δίστασα λίγο, όμως ήταν προτιμότερο εκεί μέσα παρά στο σπίτι μου.
Προτιμότερο από ποιας απόψεως;
Χώθηκα στο τραπέζι
μου, έσκισα τα φύλλα της εφημερίδας παλεύοντας να φτάσω στο άρθρο που με
ενδιέφερε.
«Νεκρή βρέθηκε
από την αστυνομία η παλιά δόξα του κινηματογράφου Λίζα Φωτίου στην αγροικία που
διέθετε στο χωριό Τόξο Κατερίνης αργά χτες το βράδυ. Σύμφωνα με έγκυρες πηγές,
το πτώμα της άτυχης γυναίκας εντοπίστηκε από γείτονες οι οποίοι είδαν σκοτωμένα
τα σκυλιά της εκλιπούσας και κάλεσαν την αστυνομία. Η Φωτίου πυροβολήθηκε
περισσότερες από μια φορές ενώ στο πτώμα της βρέθηκαν σημάδια βίας. Σύμφωνα με
τις πρώτες εκτιμήσεις των αστυνομικών η Λίζα Φωτίου έπεσε θύμα ληστείας. Ως
ύποπτοι αναζητούνται δυο αλλοδαποί Αλβανικής καταγωγής οι οποίοι κυκλοφορούσαν
στην γύρω περιοχή το τελευταίο διάστημα.
Η Λίζα Φωτίου υπήρξε η απόλυτη καλλονή των
δεκαετιών ’60 και ’70 οπότε και παντρεύτηκε τον Νίκο Μανιάτη με τον οποίο
γνώρισε λαμπρή καριέρα. Το διαζύγιό τους εν μέσω χούντας ήταν επεισοδιακό...»
Σταμάτησα να
διαβάζω την εφημερίδα. Νεκρή από πυροβολισμούς –σημάδια βίας, κάποιος καργιόλης
τη γλέντησε πριν την καθαρίσει. Γιατί όμως; Η ληστεία αποκλειόταν, όσο ηλίθιος
και να ήταν κανείς, αποκλειόταν να μπει στο σπίτι της Φωτίου για να κλέψει
–βρώμαγε η εγκατάλειψη από χιλιόμετρα... Η περίπτωση των Αλβανών ληστών
απέκλειε και το ενδεχόμενο να μπήκαν σπίτι της γνωρίζοντας οτι παλιά ήταν
διάσημη. Είτε λοιπόν οι μπάτσοι αποφάσισαν να ξεμπερδέψουν γρήγορα με την
υπόθεση και σφύριξαν τα κλασσικά τους παραμύθια, είτε ο δημοσιογράφος έγραφε
πάνω σε προσχεδιασμένη είδηση, απ΄αυτές που μόνο το όνομα, τον τόπο και τον
τρόπο δολοφονίας αλλάζεις. Άραγε τα σημάδια βίας να ήταν κομμάτι του προσχεδίου
ή όντως η Φωτίου είχε βασανιστεί; Έσβησα το τσιγάρο κι αυτομάτως άναψα εγώ.
«Την ταινία θέλουν ρε βλάκα», γέλασε
κουρασμένα η Φωτίου.
«Ποια ταινία;»
ρώτησα.
«Εγώ, ο
συχωρεμένος ο Κουδουνάς κι ο Μανιάτης....»
«Κουδουνάς;»
«Ένας κομπάρσος
με θητεία σε τσόντες».
«Λοιπόν;»
«Ε, δεν
καταλαβαίνεις;»
Καταλάβαινα.
«Προσπάθησαν κι
άλλες φορές να μου την πάρουν –τότε την ήθελαν για να προφυλάξουν το Μανιάτη.
Αλλά η ταινία ήταν το μοναδικό χαρτί που είχα στα χέρια μου. Αν την έχανα θα με
φύτευε...»
«Ποιος;»
«Ποιος άλλος;»
Η Φωτίου, ο
Κουδουνάς κι ο Μανιάτης –άπαντες μακαρίτες πλέον. Το μόνο που απέμενε ήταν μια
τσόντα όπου (κι απ΄όσο μπορούσα να καταλάβω) ξεκινούσε η Φωτίου με τον
αβυσσαλέο Κουδουνά και στη συνέχεια παρέμβαινε ο Μανιάτης. Αν μάλιστα υπήρχε
πλάνο με όλο το καστ επί σκηνής, ακόμα καλύτερα. Όσο ζούσαν οι συμμετέχοντες η
κυκλοφορία της ταινίας ήταν από επικίνδυνη έως νομικά αδύνατη. Μπορεί η Φωτίου
να την κράταγε για προστασία αλλά αν τολμούσε να την κυκλοφορήσει θα πέρναγε
την υπόλοιπη ζωή της στα δικαστήρια –τώρα τα δεδομένα άλλαζαν. Στην περίπτωση
που θα κυκλοφορούσε από ‘δω και πέρα η τσόντα κανένας δεν μπορούσε να αποδείξει
οτι πρόκειται για την μοναδική κόπια την οποία έκρυβε η Φωτίου, φανταζόμουν ήδη
τη δημοπρασία: τολμηρή ταινία διασήμων η οποία ανακαλύφθηκε τυχαία σε
σκουπιδοτενεκέ με νεγκατίφ ή κάτι εξίσου αεράτο. Τηλεφώνησα ακόμα μια φορά
στον Κωνσταντινίδη σίγουρος οτι το τηλέφωνό του θα ήταν κλειστό. Είχα
πανικοβληθεί, έγειρα πίσω και άφησα τον πανικό να δουλεύει μπας και με βοηθήσει
να κατεβάσω κάποια ιδέα.
«Είσαι καλά ή να
βάλω τις φωνές», με ρώτησε ο μπάρμαν που είχε τηλεμεταφερθεί πάνω απ΄το κεφάλι
μου χωρίς να τον πάρω είδηση.
«Καλά, προσεχώς
καλύτερα», ψέλλισα.
Κοίταξε την ανοιχτή
εφημερίδα.
«Την ήξερες;»
απόρησε.
«Επαγγελματικά»,
μουρμούρισα.
«Εννοείς...»
«Η δουλειά που σου
΄λεγα...»
«Να σκοτώσεις τη
γριά;»
«Όχι ρε ηλίθιε –να
τη βρω».
«Και λοιπόν;»
«Τη βρήκα. Χτες».
Κάθισε αμήχανα στην
καρέκλα απέναντί μου.
«Ζωντανή;»
«Σα λουλούδι σε
ανθοδοχείο».
«Και μετά;»
«Ειδοποίησα τον
πελάτη, αυτό ήταν όλο».
«Δηλαδή ο
πελάτης...»
«Δεν ξέρω –έχω
χεστεί πάνω μου».
Σηκώθηκε.
«Να μαζέψω –φεύγεις
έτσι;» ρώτησε χωρίς να μου αφήνει άλλη επιλογή.
Ένευσα καθώς
σηκωνόμουν. Πριν φτάσω στην πόρτα με άρπαξε.
«Λες να στο
φορτώσουν;»
«Γιατί όχι; Ξέρεις
κάνα καλύτερο κορόιδο;»
«Ξέρω κάμποσους
–αλλά είσαι ο μόνος εύκαιρος για την ώρα».
Χαμογέλασα κίτρινα.
Στο δρόμο είχε
πέσει μια παγωνιά, ξυράφι κανονικό, σήκωσα τους γιακάδες μου έσκυψα το κεφάλι
και τάχυνα το βήμα, το θέμα ήταν οτι δεν ήξερα πού να πάω. Πόσο χρόνο είχα πριν
γυρίσουν οι έρευνες προς το μέρος μου; Και τελικά οι Αλβανοί ύποπτοι της
εφημερίδας ήταν πραγματικότητα ή παραμύθι για να νιώσει ήσυχος ο κανονικός
ύποπτος; Έφτασα κάτω από την πολυκατοικία που βρισκόταν το διαμέρισμά μου και
προσπέρασα χωρίς δισταγμό ξέροντας οτι η κυνηγετική περίοδος αρχίζει πάντα,
λίγο πριν ακουστούν οι σφυρίχτρες. Βγήκα στην άδεια Ακαδημίας, σύντομα βρέθηκα
να κατεβαίνω τα σκαλιά του Μετρό. Άνθρωποι με σκεπασμένα αυτιά ανέβαιναν
αποφεύγοντας το βλέμμα μου.
Το βαγόνι όρμησε
ουρλιάζοντας ανάμεσα στους μαύρους τοίχους, σποραδικές φωτεινές πινακίδες απλώς
χειροτέρευαν το αίσθημα αποκλεισμού –όποιος σκέφτηκε αυτόν τον τρόπο
μετακίνησης πρέπει να είχε αχαλίνωτα κόμπλεξ κατωτερότητας. Βγήκα βιαστικά από
τον υπόγειο σταθμό επιχειρώντας μια φτηνιάρικη μίμηση της Απόδρασης από το Αλκατράζ
η οποία πάντως δεν μου έφτιαξε καθόλου τη διάθεση.
Κατ Μπαλού. Επιεικώς αστεία ταινία και εμφανώς κακόηχο όνομα για μαγαζί αλλά ο
Βασιλάκης ο Τηνιακός είχε, μάλλον διαφορετική άποψη.
«Παπάρια», μου
φύσηξε τον καπνό του τσιγάρου στα μούτρα. «Δεν το σκέφτηκα εγώ το όνομα, έτσι
το λέγανε το μαγαζί όταν το νοίκιασα –είπα να μην το αλλάξω μπας και
στραβωνόταν κανένας από τους παλιούς πελάτες και ξανάμπαινε».
Χαμογέλασα.
«Και πώς τα πας από
δουλειές; Στραβώθηκε κανένας;»
Ο Τηνιακός πέρασε
έξω από τη μπάρα και στάθηκε δίπλα μου.
«Εσύ τι βλέπεις;»
με ρώτησε σαρώνοντας με τη χερούκλα του τον αέρα προς τα άδεια τραπέζια.
«Μπορεί να είναι
νωρίς ακόμα...» δικαιολογήθηκα.
«Παπάρια νωρίς. Άμα
δεν είχα επεκτείνει την επιχείρηση θ΄ αναγκαζόμουν να καταφύγω σε απολύσεις».
«Έχεις κι άλλο
προσωπικό;» τον ρώτησα.
«Όχι –μόνος μου το
κρατάω το μαγαζί», έδειξε έκπληκτος με την απορία μου.
«Τέλος πάντων»,
επιχείρησα να ξεγλιστρήσω. «Ήρθα για τον Γκας».
«Είναι νωρίς
ακόμα», μουρμούρισε καθαρίζοντας με την πατσαβούρα ένα κοντινό τραπέζι.
«Θα έρθει; Να τον
περιμένω;»
Μου έκανε νόημα να
καθίσω στο φρεσκοκαθαρισμένο τραπέζι.
«Θα έρθει –κάτσε.
Τι θα πεις;»
Κοίταξα τον χώρο
τριγύρω όσο ο Τηνιακός έφτιαχνε το ποτό μου. Καταφανώς κωλάδικο, διέκρινα στο
βάθος κι ένα ετοιμόρροπο σεπαρέ.
«Λοιπόν; Εσύ πώς τα
καταφέρνεις;» ρώτησε ο Τηνιακός ενώ θρονιαζόταν απέναντί μου με μια μπύρα στο
χέρι.
«Υπέροχα –δεν βλέπω
την ώρα να ξαναμπώ μέσα», είπα.
Γέλασε πάλι.
«Έχουν δυσκολέψει
οι καιροί», διαπίστωσε. «Μας βγαίνει ο κώλος για ψίχουλα...»
Ήπια το ποτό μου
αμίλητος –η προοπτική ανάλυσης της διεθνούς και εγχώριας οικονομικής κρίσης δεν
με ενθουσίαζε.
«Πέρασε από δω ο
Γιούρι τις προάλλες...» μου είπε συνωμοτικά.
«Αλήθεια; Τι
κάνει;»
«Κάτι λαθραία είχε
για σπρώξιμο...»
«Μονίμως δραστήριος
εμπορικά ο Γιούρι...»
«Παπάρια. Δεν
υπάρχει χρήμα στα λαθραία έτσι που έχει καταντήσει το πράγμα.... Λαθραία
σπρώχνουν πλέον μέχρι και τα μαγαζιά της Ερμού –σιγά μην επιβιώσει ο Γιούρι.
Του το ‘πα –μόνο η ζα βγάζει χαρτζιλίκι τη σήμερον».
Κούνησα το κεφάλι
μου –ευτυχώς εκείνη τη στιγμή μπήκε ένα ζευγάρι για κονσομασιόν, ο Τηνιακός
τσακίστηκε να τους βολέψει. Έμεινα για λίγο μόνος προσπαθώντας να βρω κάποια
λύση, ο πανικός είχε υποχωρήσει χωρίς να με βοηθήσει ιδιαίτερα.
«Πουλάκι μου –στον
ουρανό σε έψαχνα», ακούστηκε βροντερή η φωνή του, δεν χρειαζόταν να γυρίσω προς
την πόρτα.
Με ζώσανε οι δικοί
του (τρεις τον αριθμό) όσο ο Γκας σωριαζόταν στην καρέκλα.
«Ρε μουνί, έχεις
πεθάνει –το ΄ξερες;» με ρώτησε.
«Όχι, αλλά γι΄αυτό
υπάρχουν οι φίλοι», απάντησα.
«Με έμπλεξες άσχημα,
δεν κάνω πλάκα», μου σφύριξε.
«Γι΄αυτό υπάρχουν
οι φίλοι», του υπενθύμισα.
«Οι φίλοι λέει το
αρχίδι», θαύμασε ο Γκας. «Ρε –είπες στον Αλευρά οτι θα τον καθαρίσεις με το
χρέος του;»
«Μπορεί και να το
είπα».
«Από πού κι ως
πού;»
«Έπρεπε να κάνω τη
δουλειά μου».
«Κι εγώ;»
Γέλασα.
«Πλάκα μου κάνεις;
Από πότε υποχρεώνεσαι να εφαρμόσεις οτι λέει ο κάθε άσχετος;»
«Από τη στιγμή που
ο άσχετος πάει και σκοτώνει αυτή για την οποία ψάχνει πληροφορίες ρε καργιόλη»,
μου ψιθύρισε όλο χολή ο Γκας.
«Δεν τη σκότωσα εγώ»,
είπα.
«Αυτά φύλα τα για
τον παπά που θα σε κοινωνήσει», μούγκρισε ο Γκας.
«Όχι –αλήθεια»,
διαμαρτυρήθηκα. «Για την ακρίβεια ήρθα σε σένα για να με βοηθήσεις...»
Ξεκαρδίστηκε
κοντεύοντας να σπάσει την καρέκλα που καθόταν. Στη συνέχεια μετακίνησε το γομαρίσιο
κορμί του προς το μέρος μου.
«Έχεις θράσος
μπαγάσα –σε παραδέχομαι», έκανε.
«Χρειάζομαι
βοήθεια», παραδέχτηκα με τη σειρά μου.
«Εντάξει», ξεφύσησε. «Δεν θα βάλω τα παιδιά να σε
λιώσουν στο ξύλο –αυτό είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω. Ξεκουμπίσου τώρα».
Άναψα τσιγάρο, ήπια
και λίγο ποτό για να κατέβει ο καπνός.
«Υπολόγιζα οτι θα
μου έβρισκες ένα μέρος να κρυφτώ μέχρι να περάσουν τα δύσκολα», μουρμούρισα.
«Κάτι μπορεί να
γίνει...» έδειξε να το σκέφτεται. «Πώς σου φαίνεται η χωματερή στα Λιόσα; Ογδόντα
πόντους σκάψιμο και δεν θα σε βρει ποτέ κανένας».
«Σκεφτόμουν κάτι με
λιγότερη υγρασία», παραδέχτηκα.
«Τσακίσου φύγε από
δω μέσα όσο σε παίρνει», μούγκρισε καθώς σηκωνόταν.
«Θα σου έχω
υποχρέωση», είπα.
Κοντοστάθηκε πριν
ξανακαθίσει.
«Πάει να πει;» αναρωτήθηκε.
«Μια φτιάξη, μόνο
10 τις εκατό», απάντησα.
«Τρεις και το πολύ
5», είπε.
«Μια και δωρεάν»,
αντιπρότεινα.
«Δυο και 5».
«Δεκτό».
Έβγαλε την
ταμπακέρα του και μου πρόσφερε τσιγάρο, αρνήθηκα.
«Για πόσον καιρό
θέλεις κάλυψη;»
«Μέχρι να δω πώς θα
ξεμπλέξω».
«Τι σκέφτεσαι;»
«Ο τύπος που με
πλήρωσε να βρω τη Φωτίου, ο Κωνσταντινίδης.... Λογαριάζω να τον πετύχω και να
μάθω γιατί με έμπλεξε».
Γέλασε.
«Και μετά;»
«Μετά.... δεν
ξέρω...»
«Θες να πεις οτι
αυτός ο Κωνσταντινίδης σε έστησε;»
«Βρήκα τη Φωτίου
και τον ειδοποίησα. Το επόμενο που έμαθα ήταν οτι η Φωτίου δολοφονήθηκε και ο
αριθμός κινητού του Κωνσταντινίδη δεν λειτουργεί προσωρινά».
«Σε είδε κόσμος να
μιλάς μαζί της;»
«Αν με είδε
κόσμος... Εδώ αναστάτωσα την Αθήνα, μέχρι την ανιψιά της ρώτησα, για να βρω πού
μένει...»
«Την έχεις άσχημα
νομίζω».
«Δεν βλέπω λόγο να
διαφωνήσω μαζί σου», παραδέχτηκα.
«Όχι επειδή σε
έστησε –αυτό διορθώνεται...» υπολόγισε χαμηλόφωνα ο Γκας. «Την έχεις άσχημα
γιατί δεν μπορείς να σώσεις την παρτίδα –ακόμα κι αν τον βρεις, το πολύ να τον
καθαρίσεις... Πάντως, να τον πείσεις να παραδοθεί στους μπάτσους
–αποκλείεται...»
«Το ξέρω, αλλά
ακόμα κι έτσι δεν μπορώ να καταπιώ το στήσιμο», είπα.
«Πάει να πει –στον
έναν φόνο θα προσθέσεις άλλον ένα...» γέλασε ο Γκας.
«Γιατί –κάνει
διαφορά;» αναρωτήθηκα.
«Απολύτως καμία
–φρόντισε μόνο να έχεις ξοφλήσεις τις υποχρεώσεις σου απέναντί μου πριν σε
τσιμπήσουν. Γιατί έχω χέρια μέσα-έξω», μου υπενθύμισε.
Σήκωσα
συγκαταβατικά τους ώμους όσο ο Γκας διάλεγε έναν αριθμό στο κινητό του.
«Έλα», είπε μιλώντας
στη συσκευή. «Έχω ένα δικό μου παιδί που ψάχνει για σπίτι.... για καμιά βδομάδα
(με κοίταξε, του έκανα νόημα)... ή λίγο περισσότερο... Ναι... Έρχεσαι από δω
και τον παίρνεις.... πότε; Εντάξει», έκλεισε το τηλέφωνο. «Σε μισή ώρα», μου
είπε.
Τον ευχαρίστησα και
παράγγειλα ακόμα μια Στολίσναγια τόνικ.
«Έχω κλείσει μια
παρτίδα –σκέτος αφρός...» μου εκμυστηρεύτηκε στο άσχετο.
«Από;» ρώτησα.
«Λατινική Αμερική,
άνοιξαν οι αγορές εκεί πέρα –πάρε κόσμε...»
«Ενδιαφέρον», έκανα
αδιάφορα.
«Άμα θέλεις σου
κερνάω...»
«Δεν θα πάρω, για
την ώρα», του ξέκοψα.
«Πάντα ο ίδιος»,
κορόιδεψε. «Ποιος νομίζεις οτι είσαι ρε πούστη; Ο πρίγκιπας της Ζαμούντα;»
«Κάποιος
πρίγκιπας...» έκανα αφηρημένα.
Επειδή εκείνη τη
στιγμή μπήκαν στο μαγαζί δυο περίεργοι –μόνο ο φάρος τούς έλειπε από τα κεφάλια
για να δείχνουν περισσότερο μπάτσοι. Ο Γκας έπιασε το βλέμμα μου.
«Μην ανησυχείς
–είναι δικά μας τα παιδιά», είπε.
«Έχεις παρτίδες και
μαζί τους τώρα;» κούμπωσα.
«Εμπόριο φίλε μου
–εισαγωγές/εξαγωγές», υπενθύμισε.
«Κοίτα μην κάνεις
καμιά μαλακία...» μούγκρισα.
«Αν το ξαναπείς
αυτό καλύτερα να έχεις έτοιμο φέρετρο», απάντησε ο Γκας.
«Ένα φέρετρο θα το
χρειαστούμε, όπως και να ΄χει», παραδέχτηκα.
Ο Γκας μού ζήτησε
συγνώμη κι έφυγε προς το μέρος των μπάτσων. Ζάρωσα στη θέση μου αν και δεν είχα
κανένα λόγο ν΄ ανησυχώ. Οι μπάτσοι χώθηκαν με τον Γκας στο σεπαρέ, ο πελάτης με
την κοπέλα απομακρύνθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες από τα γομάρια του Γκας,
κοίταξα τριγύρω όσο όλα έβρισκαν τον ρυθμό τους.
«Ένα σφηνάκι για το
καλό», είπε ο Τηνιακός αφήνοντάς μου το κοντό ποτήρι ξέχειλο στο μαυροζούμι.
«Τι σκατά είναι
αυτό;» απόρησα.
«Δική μου συνταγή»,
περηφανεύτηκε ο Τηνιακός.
Το κατέβασα με
συγκρατημένη αηδία. Στη συνέχεια βυθίστηκα σε μια άβολη (λόγω καθίσματος) νιρβάνα
–η μουσική του χώρου, κάτι κλασικά χαρντ ροκ απ΄αυτά που συνηθίζονται στα
στριπτιζάδικα, με ενοχλούσε όλο και λιγότερο. Σκεφτόμουν κιόλας να πιω ακόμα
μια βότκα αν και το πετρέλαιο που μου έφερνε ο Τηνιακός είχε τόση σχέση με
Στολίσναγια όση ο Μπρέζνιεφ με τον κομμουνισμό –σήκωσα το χέρι να παραγγείλω κι
αμέσως το κατέβασα. Ίσως γιατί το ξανασκέφτηκα το θέμα αλλά κυρίως επειδή μια
περίεργη γυναίκα με μακριά κατάμαυρα μαλλιά κι ακόμη πιο μακριά κατακόκκινη καμπαρτίνα
στεκόταν ακίνητη μπροστά μου.
«Δεν άργησα», διαπίστωσε
μιλώντας βραχνά, μάλλον στον εαυτό της.
«Ότι πεις», έκανα
αμήχανα και μετά έγειρα στο πλάι
προσπαθώντας να εντοπίσω τον Τηνιακό.
«Λοιπόν;» έκανε η
γυναίκα αλλάζοντας ανεπαίσθητα θέση για να παραμείνει ολόκληρη στο οπτικό μου
πεδίο.
«Τι λοιπόν;» νευρίασα.
«Δεν ενδιαφέρομαι όποια κι αν είναι η πρότασή σου –πήγαινε παραδίπλα γιατί
ψάχνω τον μπάρμαν».
Γέλασε χωρίς να
κινηθεί από τη θέση της.
«Τότε κακώς με
ειδοποίησε ο Γκας», διαπίστωσε, μιλώντας πάλι στον εαυτό της.
Συνήλθα.
«Είσαι...»
μουρμούρισα.
«Αυτή ακριβώς», μου
επιβεβαίωσε.
Τώρα έψαχνα με τα
μάτια τον Γκας.
«Δηλαδή...» είπα.
«Κοίτα –έχω
παρκάρει στη μέση του δρόμου με τα αλάρμ αναμμένα και την μπαταρία
ετοιμοθάνατη. Θα μου κάνεις λοιπόν τη χάρη;» είπε σοβαρά η γυναίκα.
Σηκώθηκα χωρίς άλλη
κουβέντα.
«Φεύγεις;» έκανε ο
Τηνιακός.
«Ναι –πες το στον
Γκας», του ζήτησα.
«Πώς πάει Σόνια;»
τη χαιρέτησε ο Τηνιακός.
«Όπως τα ‘ξερες»,
απάντησε εκείνη αδιάφορα.
Μετά μου έκανε
νόημα να την ακολουθήσω και βγήκε από το μαγαζί.
«’σου πω –τι ρόλο
βαράει η γκόμενα;» πλεύρισα τον Τηνιακό.
«Ξηγημένο παιδί,
πρώην βίζιτα, τώρα κάνει εξυπηρετήσεις για να μη τη χαρακώσει κάνας αψίθυμος»,
με πληροφόρησε ο Τηνιακός.
Βγήκα στον παγωμένο
αέρα, ένιωσα μια περαστική ζαλάδα αλλά αυτό δεν με εμπόδισε να χωθώ δίπλα της
στο κόκκινο κουπέ που μπλόκαρε τον μισό δρόμο.
«Φύγαμε», είπε η
Σόνια.
«Λούης», της
συστήθηκα.
Με κοίταξε για
λίγο, μετά έστρεψε ξανά το βλέμμα της στο δρόμο.
«Όσο λιγότερα ξέρω
τόσο καλύτερα», μουρμούρισε.
«Εντάξει –αλλά κάνε
μου μια χάρη», της ζήτησα.
Με κοίταξε φευγαλέα
περιμένοντας.
«Όταν μιλάς στον
εαυτό σου, κάντο πιο αθόρυβα», είπα.
Γέλασε νευρικά και
σοβάρεψε απότομα.
«Ακούγομαι;»
αναρωτήθηκε.
«Εσύ τι λες;»
έκανα.
«Μπορεί και να το
κάνω ηθελημένα», μονολόγησε.
Σήκωσα τους ώμους
καρτερικά όσο το κουπέ άφηνε την κεντρική λεωφόρο για να χωθεί σε μισοσκότεινα
στενά.
«Πού μένεις;» τη
ρώτησα.
«Στο ίδιο σπίτι με
σένα», απάντησε.
Νευρίασα λίγο.
«Σου φαίνομαι να
έχω όρεξη γι΄ αστεία;» της μπήκα.
«Γιατί –εγώ σου
φαίνομαι να αστειεύομαι;» απόρησε
παγωμένα.
Κι έκοψε το τιμόνι
απότομα για να βγει από το στενό –βρέθηκα με τα μούτρα στο τζάμι.
«Θα συνηθίσεις»,
μουρμούρισε κοιτάζοντάς με φευγαλέα.
Δεν ήμουν καθόλου
σίγουρος γι΄αυτό.
10 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Για κάποιο λόγο μου φαίνεται σαν να είναι ακόμα στην αρχή αυτή η ιστορία. Κ σαφώς είναι κοπλιμέντο αυτό. Οι σκηνές μέσα στο Βιτόφσκι κ τα κωλόμπαρα είναι τόσο οικείες, μου θυμίζουν μια ταινία που δεν έχω δει ακόμα, σκάνε αναμνήσεις από ένα σωρό μέρη ταυτόχρονα με τις ανύπαρκτες αναθυμιάσεις ξεθυμασμένου αλκοόλ. Κοινώς, βγάζει τρελλή ατμόσφαιρα το κολπέτο.
Επίσης: (Ρυθμικά)
ΓΟΥΙ ΓΟΝΤ ΜΟΡ - ΓΟΥΙ ΓΟΝΤ ΜΟΡ!
Καλά είναι όλα αυτά που μου γράφεις κι ευχαριστώ -είναι σημαντικό να περνάει κάποιο κλίμα από αυτή την ιστορία (γιατί τέτοιες ιστορίες είναι κυρίως κλίμα).
Πάντα μου άρεσαν τα νουαράκια όπου η υπόθεση ξεκινάει με τη λύση της -εκεί που λες "το καθάρισε το ζήτημα ο τύπος" ανακαλύπτεις οτι τελικά απλώς έχει πιαστεί κορόιδο.
Το επόμενο κομμάτι είναι σχεδόν έτοιμο, σήμερα ή αύριο θα ανέβει.
Είναι η ακριβής μεταφορά του νουάρ σχήματος σε οικεία περιβάλλοντα που μου αρέσει καθώς επίσης κ η ακριβής χρήση των ελληνικών που κάνεις. Ήγουν, δεν αρκεί η μεταφορά κ μετάφραση κάποιων επιρροών για να δουλέψει ένα κείμενο σε κάποια γλώσσα, πρέπει να δομείται κλίμα, οι λέξεις να ζωγραφίζουν εικόνες. Εικόνες που να παραπέμπουν σε συγκεκριμένα κοινωνικά στιγμιότυπα.
Αυτό νομίζω πως το είχες καταφέρει αγρίως σε εκείνη την ιστορία με τον τσαντίλα τύπο με την κιθάρα του τη Βέρα (ντάξει, από τις καλύτερές σου ιστορίες, απλά), παραδόξως είχα μια αίσθηση πως χάθηκε κάπως στο κείμενο με τους μουσικάντηδες, κ επέστρεψε δυναμικά σε αυτόν τον κύκλο ιστοριών.
Άιντε ανέβασε κ το επόμενο να καούν τα κάρβουνα!
Οι παλιομουζικάντηδες είναι άλλη αρρώστια -τι να λέμε τώρα...
Κατά τα άλλα, απλώς μου αρέσουν τα νουάρ και δεν βρίσκω τίποτα της προκοπής να διαβάσω πλέον (ο Τάιμπο δίνει με το σταγονόμετρο κι ο Ελλρόι βγάζει ένα τούβλο την διετία) γι΄αυτό και η όλη προσπάθεια. Να είσαι καλά πάντως.
Περνάω συχνα από δω_
τις περισσότερες φορές χωρίς να σχολιάσω_
σήμερα είπα να πω ένα "γεια"_
Ε αυτά, τι άλλο...;
miliokas aka skylos_mayros
Ε, πες το ένα γεια ρε παιδί μου -μπααα...
Τι γίνεσαι ρε; Επιβιώνεις το χειμώνα στην παραμεθόριο; (είμαι παλαιοημερολογίτης στο θέμα των συνόρων όπως καταλαβαίνεις).
επιτελους ωρα να αρχισει να γινεται της πουτανας!
Αυτή η ιστορία έχει πολλές πουτάνες (για την ακρίβεια μόνο του Σαραβάκου η μάνα λείπει), άρα σύντομα θα γίνει καποιανής...
ναι, επιβιώνω, σα λύκος, με χοντρό σβέρκο_
αυτό που με ανησυχεί είναι ότι ο λύκος
είναι είδος προς εξαφάνιση όσο να πεις :D
Καλημέρα ¡¡
miliokas aka skylos_mayros
Όσο να πεις ... καλημέρα!
Υ.Γ.: Μεταξύ μας τώρα, οι λύκοι πάντα εξαφανισμένοι ήταν.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!