Πέμπτη, Δεκεμβρίου 07, 2006

11. "Όμως στο λέω -αυτή η νύχτα είναι κακιά"

1. Στενά παπούτσια, σπασμένα κουμπιά
2. Ένα τσιγάρο υπόθεση
3. Ρόδες γυρίζουν στον αέρα
4. Συνθήκες βρασμού
5. Μαυρισμένες σελίδες, λιωμένα εξώφυλλα
6. "Δυο λάθη δεν κάνουν ένα σωστό"
7. Τρεις ιστορίες για το μεσοδιάστημα
8. Κάποια τραγούδια γύρω από φτηνά ξενοδοχεία
9. Προετοιμασία μίσους
10. Άσπρος φόβος
«Είμαστε μαλάκες που τον ανεχόμαστε», κλώτσησε νευριασμένα, ένα περαστικό σκαμπό ο Κώστας.
«Και τι θα μπορούσαμε να κάνουμε δηλαδή; Να γίνουμε διαγραφάκηδες;» μουρμούρισε ο Πέτρος.
«Ότι έγινε –έγινε. Tον έχουμε από κοντά και βλέπουμε», αποφάσισε να κλείσει την κουβέντα ο Άρης.
Έμειναν και οι τρεις να χαζεύουν τον ακάλυπτο, έξω από τη μπαλκονόπορτα. Μιζέρια οι ακάλυπτοι και τα φοιτητικά διαμερίσματα έχουν μονίμως θέα σε αυτούς. Μουχλιασμένοι τοίχοι και σακούλες με σκουπίδια, μυρωδιά τσιγαρισμένου φαγητού και απλωμένα σώβρακα. Μιζέρια.
Η Άλεξ ξεφυλλίζει βαριεστημένα τον «Σχολιαστή» στην άλλη άκρη του δωματίου, καθισμένη σε κάτι ινδικές μαξιλάρες. Σφυρίζει κιόλας κάποιο χαζό τραγούδι και διακόπτει για να συμπεράνει, στο άσχετο, «σαχλαμάρα ο Κόκορας αυτή τη φορά». Είναι δυο μήνες μετά τις φοιτητικές εκλογές, αλλά η πίκρα δε λέει να φύγει από το στόμα. Γιατί τους γάμησε ο Κατσούλας και δεν μπορούν να πουν και τίποτα.
Σαν καλοί μαλάκες τον δέχτηκαν στη «ΦΑΑΚ» και την πάτησαν μεγαλοπρεπώς. Από τη βραδιά της εκλογοαπολογιστικής, όταν ο Κατσούλας πήρε το παιχνίδι πάνω του, χωρίς να συνεννοηθεί με κανέναν. Έριξε έναν ξύλινο λόγο, γεμάτο πολυφορεμένα τσιτάτα, πέρασε πέντε φορές τον χρόνο του (με αποτέλεσμα να μη μιλήσει κανένας από τους υπόλοιπους) και (αποκορύφωμα) πεταγόταν στη συνέχεια, σαν την ψωλή του κόκορα, διαβάζοντας εικοσασέλιδες ερωτήσεις –κομματικά πουστριλίκια κοντολογίς, για να μιλήσεις πάνω στην ομιλία του άλλου –να τον καπελώσεις. Μπριζώθηκαν οι υπόλοιποι αλλά δεν μπορούσαν να το μαζέψουν από πουθενά –πολυφωνική κίνηση δεν ήθελαν; Να ακουστούν όλες οι απόψεις δεν έλεγαν; Τσίμπα τώρα ένα αρχίδι, νάχεις να πορεύεσαι. Μετά την καταμέτρηση βρέθηκαν με δυο έδρες και απορούσαν ποιοι μαλάκες τους ψήφισαν.
Από τότε ο Κατσούλας έγινε μεγαλοστέλεχος. Καβαντζάρισε τη μια έδρα με έξυπνες κινήσεις και έχτισε κομματικό επιτελείο μέσα σε δυο μήνες. Παστρικά πράγματα, νοικοκυρεμένα κι άσε τους άλλους να κοιτάζουν στην απέξω. Οι «άλλοι», είτε σπάστηκαν και την κοπάνησαν, είτε κάθονταν και κλαίγανε τη μοίρα τους –σαν το τρίο Στούτζες καλή ώρα, που κάπνιζε συλλογισμένο στο σπίτι της Άλεξ -«που βαίνομεν κύριοι, τι είναι η ζωή, τι είναι ο άνθρωπος;» και άλλες φιλοσοφημένες ερωτήσεις. Είχε πέσει ένα απόγευμα, εκατό κιλά μουντό, μύριζε κι ο ακάλυπτος …
«Εγώ λέω να τον πλακώσουμε στις φάπες», πρότεινε άνευ περαιτέρω τεκμηριώσεως ο Κώστας.
«Εσύ λες μαλακίες, ως συνήθως. Άντε και τον πλακώσαμε. Τι θα αλλάξει δηλαδή;» ρώτησε ο Άρης.
«Τίποτα. Απλά θα έχουμε εκτονωθεί», χαμογέλασε ο Κώστας.
«Γιατί δεν δέχεστε ότι την πατήσαμε; Για πλάκα κάναμε την Κίνηση, χωρίς οργάνωση, ήρθε ο άλλος που είχε πείρα στα σχετικά κόλπα και την άρπαξε. Αποχωρούμε και λήγει η ιστορία», μίλησε η Άλεξ πίσω από τις σελίδες του περιοδικού.
«Δεν είναι έτσι. Εντάξει, την πατήσαμε, αλλά όχι και να το βάλουμε στα πόδια», έξυσε τη φαβορίτα του ο Άρης.
«Καλά … ότι καταλαβαίνετε», μουρμούρισε η Άλεξ, χάνοντας απότομα το ενδιαφέρον της για την κουβέντα. «Η Μαρία θα περάσει από εδώ;»
«Όχι –είμαστε σφαγμένοι», πληροφόρησε ο Κώστας.
«Ως συνήθως», σιγοντάρισε το ντουετάκι των υπολοίπων.
Έπιασαν μετά να μιλάνε για διάφορα –οι σχολές του κέντρου ζούσαν περίοδο αλλεπάλληλων καταλήψεων. Η Νομική και το Χημείο έκλειναν κάθε δέκα μέρες, το Πολυτεχνείο άλλαζε χέρια μετά από ανελέητες οδομαχίες. Οι Πανσπουδαστικάριοι κατεύθυναν τις λεγεώνες των ΚΝΑΤ προκειμένου να σπάνε τις καταλήψεις –κέρδιζαν στο Πολυτεχνείο κι έχαναν στις άλλες σχολές. Από δίπλα τα ΜΑΤ και οι ασφαλίτες, από κοντά οι «αγανακτισμένοι πολίτες» -κυβερνητικοί τραμπούκοι που έριχναν ξύλο σε όποιον τριγυρνούσε άσκοπα –έξω από τις καταλήψεις. Έριχναν και πέτρες μέσα στις σχολές, αλλά αυτό αντιμετωπιζόταν εύκολα.
Ήταν φορτωμένοι και οι τρεις τους από τα γεγονότα και ένιωθαν ανίσχυροι γιατί Πάντειος ελεγχόταν πλήρως από τους κομματικούς –αν έλεγες κουβέντα για κατάληψη στα πλαίσια των φοιτητικών κινητοποιήσεων, σε βρίσκανε στο γκαζόν ανάσκελα –να μετράς γόπες.
«Δε λέει να καθόμαστε αμέτοχοι πάντως», σκεφτόταν φωναχτά ο Άρης. «Εντάξει, στη σχολή μας δεν υπάρχει προοπτική –αλλά να μπούμε στο Χημείο βρε αδερφέ! Στη Νομική … κάπου τέλος πάντων».
«Με κατατακτήριες ή με πανελλήνιες;» έκανε το αστειάκι του ο Πέτρος, αλλά μόνο η Άλεξ γέλασε νευρικά.
Τους έβλεπε όλες αυτές τις μέρες –η Αθήνα καιγόταν και η Πάντειος μαλακιζόταν, -δεν τους χωρούσε ο τόπος, ήθελαν να συμμετέχουν στο πανηγύρι. Δεν ήταν για τα αιτήματα του φοιτητικού κινήματος, ήξεραν πως τίποτα δεν θα γινόταν δεκτό –ούτε η επιλογή συγγραμμάτων από τους φοιτητές, ούτε η, πραγματικά, δωρεάν σίτιση και στέγαση –οι συγκλητικοί κάθονταν στην άκρη και περίμεναν την εξεταστική περίοδο για να μαντρωθούν οι ταραξίες.
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό –απ΄ όλες τις πάντες έπεφτε ζόρισμα ανελέητο. Στα Εξάρχεια γινόταν «σκούπα» σχεδόν κάθε βράδυ. Πήγαινες ν’ ακούσεις κανένα live στον ΠΗΓΑΣΟ και ξημερωνόσουν στο Αστυνομικό Τμήμα για εξακρίβωση. Οι πορείες των αναρχικών απαγορεύονταν δια ροπάλου, ή καδρονιού –όποιο έφτανε πρώτο. Μόνο κάτι γραφικοί συνδικαλιστές είχαν δικαίωμα να βολτάρουν στο κέντρο –όλοι οι υπόλοιποι περικυκλώνονταν από τα ΜΑΤ και σπρώχνονταν καροτσάκι μέχρι τα Πανεπιστήμια. Εκεί τους μάντρωναν και αναλάμβαναν τα φοιτητικά κομματόσκυλα. Μέχρι και σε μια συναυλία για τη νομιμοποίηση του χόρτου έκαναν πέσιμο –ο Πούλικας κάπνιζε ένα τρίφυλλο στη σκηνή κι από κάτω έπεφταν οι σφαλιάρες καταρρακτωδώς. Ήταν και κάτι απομεινάρια της γενιάς του Πολυτεχνείου που σνόμπαραν –«τι ζητάτε μωρέ; δημοκρατία έχουμε, όλα μπορούν να λυθούν με εποικοδομητικό διάλογο, αλλά δεν μάθατε να συζητάτε –μόνο τσαμπουκάδες ξέρετε να κάνετε». Πέσιμο από παντού δηλαδή και αυτοί στη μέση χωρίς σκοπό.
«Έχω έναν γνωστό στη συντονιστική του Πολυτεχνείου. Γείτονάς μου, τον πέτυχα τις προάλλες στο ΑΛΛΟΘΙ. Λέτε να βρούμε καμιά άκρη μαζί του και να μπούμε στην επόμενη κατάληψη;» πρότεινε ο Άρης.
«Το συζητάς; Μόνο να το ξέρουμε λίγο νωρίτερα, να είμαστε έτοιμοι», πετάχτηκε ο Κώστας.
«Νάρθω κι εγώ;» είπε η Άλεξ για να εισπράξει αυστηρά βλέμματα.
«Να κάτσεις στ’ αυγά σου. Μπορεί να ζορίσει η κατάσταση –αν είναι να σε προσέχουμε, θα γαμηθούμε άσχημα», είπε αυθόρμητα ο Κώστας.
Μόρφασε ο Πέτρος, σα να είχε φάει πιάνο στον κάλο. Πως τα πέταγε έτσι ο ηλίθιος; Εντάξει, είχαν πάντα στο νου τους την Άλεξ, αλλά «μην καρφώνεσαι ρε κολλητέ –δεν είναι και νήπιο η κοπέλα!»
Σφίχτηκαν τα χείλια της Άλεξ κι έγινε 10 σκάλες πιο όμορφη –ας ήξεραν όλοι τους ότι θα έτρωγαν βρισίδι.
«Δε νομίζετε πως το παρακάνετε; Άκου να με προσέχετε! Πως την έχετε δει; Κηδεμόνες; Αν θέλετε να είμαι μαζί σας μόνο για χαβαλέ και δεν με έχετε ικανή στα ζόρια –να μου το πείτε στα ίσα. Τι μαλακίες είναι αυτές;»
Οι άλλοι δυο κοίταξαν απεγνωσμένα τον Πέτρο –ειδικότητά του ήταν να σώζει χαμένες υποθέσεις και να μαζεύει τα ασυμμάζευτα.
«Έλα βρε Άλεξ, αφού ξέρεις τώρα τον Κώστα. Θα παρεξηγηθούμε και μεταξύ μας δηλαδή; Εντάξει, σε νοιαζόμαστε –κακό είναι; Και δεν θέλουμε να μπλέξεις σε φασαρίες. Έχουμε άγχος. Άλλωστε, αν στραβώσει η φάση, δεν πρέπει να υπάρχει και κάποιος δικός μας απέξω; Τι θέλεις δηλαδή, να μας μπουζουριάσουν όλους μαζί; Και ποιος θα μας ψάξει τότε;» κόντεψε να ιδρώσει από την προσπάθεια ο Πέτρος.
«Μαλακίες», φύσηξε νευριασμένα τον καπνό του τσιγάρου της η Άλεξ. «Να το πείτε στη Μαρία ή σε όποιον άλλο θέλετε, αν είναι έτσι. Χάθηκαν οι γνωστοί, να μας βοηθήσουν, αν πάθουμε κάτι;»
«Μην ψειρίζουμε τη μαϊμού. Θα πάμε όλοι μαζί. Και μάλιστα θα την ψάξουμε αν θέλουν να έρθουν κι άλλοι από τη σχολή. Όσο περισσότεροι, τόσο καλύτερα», αποφάνθηκε ο Άρης. Οι άλλοι δυο τον κοίταξαν σαν κατσαρίδα σε σουφλέ. Αλλά δεν γινόταν να τον αντικρούσουν. Ένιωθαν ήδη πως η φάση της κατάληψης θα εκφυλιζόταν σε μπέιμπι σίτινγκ –στην πρώτη ευκαιρία θα την έπεφταν άσχημα στον Άρη και τις ιδέες του.
Το ίδιο βράδυ τραβήχτηκαν στα μπαράκια της πλατείας για να πετύχουν το άτομο από τη συντονιστική. ΑΛΛΟΘΙ, ΙΝΤΡΙΓΚΑ, ΑΝ, CLOWN, ΦΛΟΥ μέχρι να στο ΡΕΣΙΤΑΛ κατέβασαν ένα ποτό, αλλά ο τύπος άφαντος. Ξαπόσταιναν σκασμένοι στην πλατεία, με σουβλάκια και μπύρες για να ηρεμήσουν τα στομάχια τους. Παρέα με τις περιπόλους των ΜΑΤατζήδων και τους ασφαλίτες φωτογράφους από τα απέναντι μπαλκόνια. Ελαφρώς ζαλισμένοι και βαρέως απογοητευμένοι. Η Άλεξ είχε κολλήσει σε κάποιο μπαρ με κάτι πάνκηδες –θα πήγαιναν στην μεταμεσονύχτια προβολή του Rocky Horror Picture Show. Μπουγέλα, κωλόχαρτα και βαμμένα μάτια –άσε καλύτερα.
«Τι κάνουμε τώρα;»
«Την κάνουμε -κι αύριο μέρα είναι»
«Μαλακίες ρε γαμώτο –καθυστερούμε».
Τέλειωναν τις μπύρες τους νωχελικά και βαριόντουσαν να πάρουν τα πόδια τους –ευτυχώς δηλαδή, γιατί αλλιώς δεν θα τους προλάβαινε η Άλεξ. Εμφανίστηκε αεράτη από την απέναντι είσοδο της πλατείας, τραβολογώντας έναν αβόλευτο ψηλέα.
«Ρε σεις …», μέχρι εκεί πρόλαβε να πει ο Άρης. Γιατί η Άλεξ με το θήραμά της είχαν ήδη φτάσει και φυσικά ο τύπος που έψαχναν όλο το βράδυ ήταν εκεί -πακεταρισμένος από την Άλεξ.
«Ρε Άλκη, φάγαμε τον κόσμο να σε βρούμε! Που έβοσκες;» γέλασε ο Άρης.
Δεν έβοσκε το παιδί. Είχε συνάντηση η συντονιστική, μέχρι πριν μισή ώρα και όταν ξεμπέρδεψαν, είπαν να χτυπήσουν κανένα ποτάκι. Έτυχε, τώρα, κάποια σερβιτόρα να θυμάται ότι κάποιοι τον έψαχναν, έτυχε να βρίσκεται στο μαγαζί «η κοπέλα από τους κάποιους» κι έδεσε το γλυκό. Ο Άλκης ήταν δευτεροετής στην Αρχιτεκτονική –ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση. Ήταν στο ίδιο δημοτικό με τον Άρη και χάζευαν παρέα τις εκκλησιές που είχε σχεδιάσει ο πατέρας του –μέγας και τρανός στα πέριξ, μέχρι και για δήμαρχος είχε κατέβει. Χάθηκαν στο Γυμνάσιο, αλλά ξαναβρέθηκαν στις συναυλίες. Κάθε φορά που πήγαινε ο Άρης, πετύχαινε τον Άλκη –ένα μυστήριο πράγμα βρε παιδί μου! Δεν έλεγαν πολλά, «καλό το γκρουπάκι, έχει και σαπόρτ; που πουλάνε μπύρες; σου βρίσκεται καμιά ψιλή;» Τέτοια πράγματα, στα πλαίσια των κοινωνικών επαφών. Χρειάστηκε να βρεθούν με διπλανά ποτήρια στη μπάρα, για να πουν δυο κουβέντες της ανθρωπιάς και να δώσουν στίγμα.
Ο Άλκης τους εξήγησε πως ψηνόταν κατάληψη στο Χημείο για την επόμενη βδομάδα, μετά το Πανεκπαιδευτικό Συλλαλητήριο. Σκόπευαν να κλείσουν πολύ κόσμο μέσα, να αποκλείσουν τους γύρω δρόμους και να κάνουν ανεπανάληπτο ντόρο. Προοπτική ήταν, η κατάληψη να επεκταθεί στη Νομική, ενώ κάποιοι υποστήριζαν πως θα έπεφτε σύντομα και το Πολυτεχνείο.
«Κι αν φυλάνε τις σχολές;» ρώτησε ο Άρης.
«Μη μασάς. Το Πανεκπαιδευτικό θα γίνει στο Σύνταγμα. Εκεί θα βρίσκονται οι περισσότερες δυνάμεις –αν έχουν αφήσει τίποτα ψιλολόγια θα τους περάσουμε με ντου», τον καθησύχασε ο Άλκης.
Καθησυχάστηκαν λοιπόν τα παιδιά, έκλεισαν και τα ραντεβού τους για να μην χαθούν στον πανικό και καληνυχτίστηκαν ευτυχισμένα. Έτσι γίνεται πάντα, όταν πηγαίνεις καρφωτός για την καταστροφή. Φεύγοντας μάλιστα, από την πλατεία, θεώρησαν πρέπον να κάνουν μια αναγνωριστική γύρα με τις μοτοσικλέτες για να ελέγξουν τις καβάντζες γύρω από το Χημείο.
Την επόμενη μέρα έκαναν μια ακόμα βλακεία. Αντί να μαζέψουν τα άτομα εμπιστοσύνης και να οργανωθούν για να μπουν στην κατάληψη –έβγαλαν ολόκληρη ανακοίνωση. Την τοιχοκόλλησαν κιόλας έξω από το αμφιθέατρο, «η ΦΑΑΚ σας καλεί σε συζήτηση. ‘Ωρα τάδε, Αίθουσα δείνα». Δεν άργησε να το πάρει χαμπάρι ο Κατσούλας…
«Τι έγινε ρε παλικάρια; Πάμε για ολομέλεια;»
Βλαστήμησε από μέσα του ο Κώστας, τόσο δυνατά που κόντεψε ν΄ ακουστεί κι απέξω. Αλλά έδωσαν τόπο στην οργή και του εξήγησαν το σχέδιο. Να συμμετάσχει η Πάντειος στις καταλήψεις των σχολών –των υπολοίπων έστω, αφού η δική τους ήταν ασφαλισμένη από τα ΚΝΑΤ. Ο Κατσούλας συμφώνησε γιατί ο Κατσούλας ποτέ δεν διαφωνούσε ανοιχτά. Έδειχνε να υποστηρίζει την άποψή σου και μετά φρόντιζε να την διαλύσει –ξεχειλώνοντάς την σε βαθμό πλήρους αδρανοποίησης.
Εκείνο το απόγευμα μαζεύτηκαν καμιά εκατοστή άτομα στη συνάντηση. Οι περισσότεροι ήταν περίεργοι και γυρολόγοι –αλλά ο Άρης ξεχώριζε, ανάμεσά τους, καμιά τριανταριά αποφασιστικούς. Γι’ αυτό άφησε τον Κατσούλα να αερολογίσει σχετικά με φοιτητικές διεκδικήσεις και ταξικές αντιπαραθέσεις. Οι άσχετοι άρχισαν να αραιώνουν, αλλά οι υπόλοιποι δεν έλεγαν να το κουνήσουν –είχαν, βλέπεις, ενημερωθεί για το που θα πήγαινε η υπόθεση. Κάπνιζαν βαριεστημένα, περιμένοντας να τελειώσουν οι παπαρολογίες –κάποιοι μάλιστα είχαν στήσει μια παρτίδα πόκερ στα πίσω καθίσματα.
Ήταν μέρα και νύχτωσε μέχρι να τελειώσει ο Κατσούλας, αλλά κάποτε έγινε κι αυτό. Πήρε τον λόγο ο Πέτρος και τους εξήγησε πως είχε το πράγμα, όσοι βρίσκονταν μέσα στην αίθουσα συμφώνησαν, ήταν κι ο Γιαννάκης ο Απροσάρμοστος που πρότεινε να κουβαλάνε μαζί τους σφυρίχτρες –το είχε δει σ΄ ένα ντοκυμαντέρ για τον Μάη του ’68 και πολύ του άρεσε. Ο Κατσούλας περίμενε στη γωνία του, έτοιμος για τον επόμενο γύρο –όταν ολοκλήρωσε ο Πέτρος, πλακώθηκε στις ερωτήσεις-τοποθετήσεις. Οι τριάντα (πάνω-κάτω) άρχισαν να στριφογυρίζουν στις καρέκλες τους –κόντευαν να κλείσουν τετράωρο εκεί μέσα και θα τους έβαζαν απουσία από το απέναντι καφενείο. Τότε ανέλαβε ο Κώστας, πλησίασε τον Κατσούλα όσο εκείνος αγόρευε και του σφύριξε στο αυτί …
«Μαζέψου αδερφέ, γιατί τα παιδιά άρχισαν να βγάζουν σπυριά».
Χάρηκε ο Κατσούλας γιατί δεν ήτανε του γούστου του οι καταλήψεις και πήγε να συνεχίσει αλλά ο Κώστας τον σκούντηξε …
«Και άμα δεν μαζευτείς θα σε μαζεύουν από τις σκάλες».
Στράβωσε ο Κατσούλας, διέκοψε λίγο την αγόρευση –«τι είναι αυτά που μου λες;»
«Σου λέω πως δεν θα το γλιτώσεις το βρωμόξυλο», συνέχισε ο Κώστας και δυο-τρία ρεμάλια που είχαν πάρει πρέφα τη φάση στρίμωξαν δεξιά-αριστερά τον Κατσούλα.
«Μιλάω συνάδελφοι!», διαμαρτυρόταν αυτός –καθώς τον έβγαζαν, καροτσάκι, από την αίθουσα.
Έτσι συμφωνήθηκε η συμμετοχή της Παντείου στις φοιτητικές καταλήψεις. Οι επόμενες μέρες, πέρασαν με έναν Κατσούλα μελιστάλαχτο και συναινετικό στα πρόθυρα της μεταμέλειας. Η παρέα ψυλλιαζόταν πως η αλλαγή της στάσης του οφειλόταν στον φόβο του να μην μείνει απέξω. Έβλεπε τις εξελίξεις να τρέχουν και αγχωνόταν μην τον προσπεράσουν –αυτό πίστευαν και γι’ αυτό δέχτηκαν να έρθει μαζί τους. Κανείς τους δεν υπολόγισε πως ένας κομματικός είναι σαράκι στα κουφώματα των καταλήψεων κι αυτό έχει να κάνει με τον φόβο της θεμελιακής αντιπαράθεσης που κουβαλάνε τέτοιοι άνθρωποι. Έτσι ή αλλιώς, δεν θέλεις έναν χέστη δίπλα σου στις δυσκολίες, γιατί, στην κρίσιμη στιγμή, θα βρεθείς με την πλάτη να αερίζεται.
Όταν έφτασε η μέρα του Συλλαλητηρίου ήταν όλοι μέσα στο άγχος. Άυπνοι, να κυκλοφορούν στους δρόμους –ρεφενέ να αγοράζουν τσιγάρα (για τον εγκλεισμό) και λιποζάν (για τα δακρυγόνα). Πήρε να μεσημεριάζει όταν τρύπωσαν στους συγκεντρωμένους της πλατείας Συντάγματος, ούτε καν τριάντα δεν μαζεύτηκαν και πάλευαν να μην ποδοπατηθούν από το πλήθος.
Υπήρχε μια ανησυχία στον αέρα γιατί εκείνες ήταν οι πρώτες μέρες του Δροσογιάννη –του «Στρατηγού», που κλήθηκε να αντικαταστήσει τον διαλλακτικό Αρκουδέα. Ήδη κυκλοφορούσε το σύνθημα «Φέρτε πίσω τον Αρκουδέα –αυτός δεν είναι άνθρωπος –είναι μια ιδέα». Και είχαν δίκιο –ήταν καλό ανθρωπάκι ο Νίκων, δεν πήγαινε γυρεύοντας να ρίξει χοντρό ξύλο. Γι΄αυτό τον ξαπόστειλε ο Αντρέας και έφερε τον αγριάνθρωπο –που αργότερα θα περνούσε στην ιστορία με την αξέχαστη δήλωση -«ακουμπάμε τη 17 Νοέμβρη».
Υπήρχε λοιπόν, επιφυλακτικότητα στον χώρο, γιατί κάθε καινούργιος έχει την τάση να το παίζει νταβατζής στο μπουρδέλο. Στα πλαίσια αυτού του μπρα ντε φερ, μια ομάδα αναρχικών, έξω από τη Βουλή, με το που εμφανίστηκε ο Αντρέας, άρχισε να φωνάζει –«εσύ τη Λιάνη, κι εμείς τον Δροσογιάννη». Οι μπάτσοι δίπλα στους τσολιάδες κρατιόντουσαν με το ζόρι να μη σκάσουν στα γέλια –αλλά τα ΜΑΤ σήκωσαν το γάντι και άδειασαν δυο-τρεις εκτοξευτήρες από προειδοποιητικά δακρυγόνα. Εντάξει, δεν χρειαζόταν περισσότερο για να φύγουν οι πρώτες μολότωφ.
Ο Άρης τράβηξε τον Κώστα κοντά του …
«Πες στους υπόλοιπους να την κάνουν για πλατεία. Σε λίγο θα γίνει κόλαση εδώ πέρα –να προλάβουμε το ντου στο Χημείο».
Ο Κώστας έκανε νόημα στον Πέτρο να προσέχει την Άλεξ και χάθηκε στις μικρές ομάδες των Παντειακών. Του χρειάστηκε γύρω στο εικοσάλεπτο να τους εξηγήσει -οι περισσότεροι συμφωνούσαν απρόθυμα. Εδώ θα γινόταν τζέρτζελο –ήδη οι μπροστινοί συγκρούονταν με τα ΜΑΤ στη Βουλή και, απ΄ ότι φαινόταν, οι μαθητές είχαν μπλοκάρει τις κλούβες στη Μητροπόλεως. Άσε που φοβόντουσαν και λίγο να αποκοπούν από το πλήθος.
«Που είναι ο Κατσούλας;» ρώτησε ο Πέτρος.
«Πριν λίγο, εδώ ήταν. Τον έβλεπα να μιλάει με τους Τρότσκηδες», στριφογύρισε το κεφάλι η Άλεξ.
Οι μαθητές έχαναν τη μάχη στη Μητροπόλεως κι ο τόπος πλημμύριζε δακρυγόνα. Τώρα ήταν η σειρά των κομματικών να μπουρδουκλωθούν με τα ΜΑΤ –άθελά τους, αλλά η δουλειά γινόταν.
«Πάμε να φύγουμε ρε μαλάκες! Σε λίγο θα μας βάλουν στη μέση!» φώναξε ο Άρης.
Κατηφόρισαν τρέχοντας προς τη Σταδίου και ψάχτηκαν για να βρουν άδειο δρομάκι. Ο Γιαννάκης καθυστέρησε στη βιτρίνα ενός μαγαζιού εσωρούχων –«κοιτάτε ρε κάτι ζαρτιέρες! Ω ρε μάνα μου!», αλλά εκείνη την ώρα πετάχτηκε μια διμοιρία από τη γωνία και αναγκάστηκαν να τον πάρουν, σπρώχνοντας, οι υπόλοιποι.
«Τι τραβάτε ρε; Δεν μπορεί κανείς να χαζέψει ένα κιλοτάκι δηλαδή;» απορούσε ο Απροσάρμοστος, ενώ οι ΜΑΤατζήδες τους είχαν στρώσει στο κυνήγι.
Ξέφυγαν δίπλα στο παλιό Αρσάκειο –είχε δίκιο ο Άλκης, όσο πλησίαζαν την πλατεία, λιγόστευε η αστυνόμευση. Εκεί ήταν το πρώτο ραντεβού –όσοι μαζεύονταν θα ξεκινούσαν για το Χημείο. Ανηφόριζαν τη Θεμιστοκλέους προσεκτικοί κι ανήσυχοι, πλησιάζοντας στην πλατεία έκαναν ένα πέρασμα κοντά από Στουρνάρη και Πατησίων –τα ΜΑΤ είχαν περικυκλώσει το Πολυτεχνείο. Γλίστρησαν στην πλάτη των διμοιριών, εκεί που άραζαν, προστατευμένα πρεζάκια παρέα με χαφιέδες.
«Αυτός δεν είναι ο Βαγγελάκης ο Λαρισαίος;» έδειξε η Άλεξ.
«Ναι, χέστον το μαλάκα. Αρρώστησε και κωλοτρίβεται στους μπάτσους για καμιά ψιλή. Ο ξεφτίλας», έβρισε, ανοίγοντας το βήμα του ο Κώστας.
Η πλατεία ήταν επίσης περικυκλωμένη. Κλούβες είχαν αποκλείσει τους γύρω δρόμους και οι πεζόδρομοι ήταν φορτωμένοι με ΜΑΤατζήδες.
«Γαμώ το κέρατό τους, στημένη μας την έχουν», έκανε ο Κώστας. Προχώρησαν όμως και μπήκαν από τη Σολωμού, γιατί υπήρχε κόσμος μαζεμένος κάτω από το άγαλμα. Μπόλικος κόσμος, με μαντήλια στο λαιμό και τσέπες γεμάτες. Ο αέρας έβγαζε σπίθες. Η Πάολα ήδη γυρόφερνε στα 10 βήματα από τους ΜΑΤατζήδες και προκαλούσε –«αγοράκια, αντί για πουλάκι έχετε τα καουτσούκ στο χέρι; δε σιχαθήκατε να σας δίνουν κρύες τυρόπιττες και ζεστές πορτοκαλάδες;». Τέτοια.
Μέσα στον χαμό ήταν σχεδόν αδύνατο να πετύχεις τον Άλκη ή τους υπόλοιπους από την Πάντειο, γι΄αυτό βολεύτηκαν σε μια γωνιά και περίμεναν τον κόσμο να κινηθεί. Το ίδιο περίμεναν και οι ΜΑΤατζήδες –ζήτημα χρόνου ήταν, γιατί τους έβλεπαν να προβάρουν τις αντιασφυξιογόνες.
«Εδώ θα μας λιανίσουν. Αποκλείεται να φτάσουμε μέχρι τις σχολές», προειδοποίησε ο Πέτρος.
«Και τι να κάνουμε ρε μαλάκα; Όπου πάμε κι όσο φτάσουμε», κλώτσησε ένα άδειο κουτί μπύρας ο Κώστας.
«Το νου σου στην Άλεξ», του σφύριξε στο αυτί ο Άρης, επιφυλακτικά, όσο η κοπέλα κουβέντιαζε με κάτι Εξαρχειώτες.
Στο δέρμα των συγκεντρωμένων έπεφταν καυστικά τα δευτερόλεπτα, γιατί η αναμονή αφήνει, εύκολα, σημάδια. Κάποιοι έβριζαν, άλλοι μετρούσαν με τα μάτια τους αντιπάλους τους και άκρη δεν έβγαινε γιατί ήταν πολλοί οι μπάτσοι. Αν μάλιστα ξεμπέρδευαν και με το Συλλαλητήριο θα βούλιαζε η πλατεία από τις αρβύλες τους. Κάποιος φώναξε «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!» και οι ΜΑΤατζήδες σήκωσαν τις ασπίδες. Στο μισό λεπτό έφυγε η πρώτη μολότωφ που πήγε άκλαφτη και άσκαστη. Τα ΜΑΤ άρχισαν να βγαίνουν από τις κλούβες και οι διμοιρίες στους πεζόδρομους χτυπούσαν τις ασπίδες με τα γκλοπ –ρυθμικά. Από στιγμή σε στιγμή θα βάδιζαν προς το κέντρο της πλατείας γι΄αυτό και τα παιδιά σκέφτηκαν να επιτεθούν πρώτα.
Έπεσαν πέντε-έξη μαζεμένες μολότωφ που βρήκαν στόχο και μια ομάδα Εξαρχειωτών όρμησε τρέχοντας προς τις παραταγμένες ασπίδες. Ο Άρης τους διέκρινε ασύνταχτους να κραδαίνουν καδρόνια και σιδερόβεργες –τζάμπα κρέας του φαίνονταν, γιατί οι ΜΑΤατζήδες ήταν παραταγμένοι σε βάθος.
«Από πού θα φύγουμε ρε μαλάκα;» του φώναξε ο Πέτρος και απάντηση δεν υπήρχε, μόνο που ήταν παράξενο γιατί τα ΜΑΤ απλώς αμύνονταν. Και οι συγκεντρωμένοι έπαιρναν θάρρος, τώρα οι μολότωφ έφευγαν βροχή, συνοδευόμενες από ουρλιαχτά.
Οι μπάτσοι τους άφησαν να σπάνε τα μούτρα τους για κανένα εικοσάλεπτο και μετά άρχισαν τις ρίψεις, καλυμμένοι πίσω από τις κλούβες της Στουρνάρη. Θόλωσε η πλατεία, κόπηκαν οι αναπνοές –ο Πέτρος τράβαγε την Άλεξ που τρανταζόταν από τον βήχα.
«Θα μας την πέσουν τώρα ρε πούστη μου», έκανε ο Κώστας, αλλά κανείς δεν έφυγε από τη θέση του. Σκέφτονταν πως αν άντεχαν στα δακρυγόνα θα έβρισκαν χρόνο να ανασυνταχθούν, αλλά οι μπάτσοι δεν ήταν τόσο μαλάκες. Ξαφνικά πάτησαν την πλατεία με τις γουρουνομάσκες τους και βάραγαν ότι κουνιόταν.
Όσοι έβηχαν γονατισμένοι, έλιωναν κάτω από τις αρβύλες και άκουγαν τα γκλοπς να σπάνε στη ραχοκοκαλιά τους. Αλλά υπήρχαν και κάμποσοι που δεν είχαν πειραχτεί τόσο πολύ από τα χημικά –αυτοί ήταν πιο ευκίνητοι από τους μπάτσους και το εκμεταλλεύονταν. Ήδη είχαν αρπάξει μάσκες και ασπίδες –οι πρώτοι ΜΑΤατζήδες χωρίς καβούκι έπεφταν στις τσιμεντένιες πλάκες, αγκαλιά με τα παιδιά που ξερνούσαν χολή. Κάποιος γουρυονομούρης άρπαξε την Πάολα από τα μαλλιά –μαλακία του γιατί γύρισε αυτή και τον κλώτσησε στ’ αρχίδια –«πόνεσες μωρή μούτζα; έχεις κι αρχίδια δηλαδή;» και μετά άρχισε να τον τινάζει, κρατώντας τον από τη ζώνη –σα χαλί.
Ο Άρης άντεχε –μέχρι που είχε ρίξει κάτι ξεγυρισμένες πισώπλατες κλωτσιές σε έναν περαστικό ΜΑΤατζή –αλλά ο Κώστας κρατιόταν αγκαλιά με ένα καχεκτικό δέντρο. Έβηχε και ξέρναγε τη ζαλάδα του –έτρεξε κοντά ο Άρης και τον άρπαξε από τις πλάτες …
«Ζεις ρε αρχίδι;» κι ο άλλος δεν μπορούσε ούτε ν΄απαντήσει.
Εκείνη τη στιγμή κατρακύλησαν δυνατές οι κραυγές από τα στενά –«Μπάτσοι, κουφάλες, έρχονται κρεμάλες!», ανακατεμένες με συνθήματα για «δωρεάν παιδεία» και «επανάσταση παντού!». Φαίνεται πως οι διαλυμένοι του Συλλαλητηρίου ανασυντάχτηκαν και έρχονταν τώρα στην πλατεία, αγκαζέ με τους φοιτητές του Πολυτεχνείου που προσπαθούσαν ν’ ανοίξουν τον κλοιό. Αργότερα θα μάθαινε ο Άρης πως η συντονιστική βάδισε προς τις σχολές αλλά δεν ήταν δυνατό να μπουν μέσα γιατί τις είχαν αποκλείσει οι κλούβες των μπάτσων. Αποφάσισαν λοιπόν, στα γρήγορα, να περάσουν από την πλατεία και να κάνουν μια τελευταία προσπάθεια κατάληψης του Πολυτεχνείου.
Οι μπάτσοι μπερδεύτηκαν γιατί βρέθηκαν να σπρώχνονται προς την πλατεία, αποκομμένοι μέσα στο πλήθος. «Σήμερα θα πεθάνετε!» ούρλιαζαν τα παιδιά, πετώντας τους καρέκλες από τις καφετέριες και τσιμεντόπλακες από την πλατεία.
«Ρε μαλάκες; Λέτε να γαμήσουμε σήμερα;» αναθάρρεψε ο Άρης αν και ήξερε πως όλα αυτά ήταν προσωρινά. Σε λίγο θα έφταναν οι διμοιρίες από το Σύνταγμα και θα έπαιρνε τέλος η παράσταση. Έλα όμως που οι διμοιρίες αργούσαν! Γιατί η Πανεπιστημίου και η Ακαδημίας είχαν γεμίσει οδοφράγματα –κάδους απορριμμάτων, σκουπίδια και σίδερα, αφού κάποιοι ξήλωσαν τις σκαλωσιές έξω από το ΑΚΑΔΗΜΟΣ που έκανε ανακαίνιση.
Οι μπάτσοι της Στουρνάρη συνέχιζαν τις ρίψεις δακρυγόνων, αδιαφορώντας για τους δικούς τους που ήταν μπλεγμένοι ανάμεσα στον κόσμο. Η πλατεία γέμιζε από τους καινούργιους και το πλήθος σπρωχνόταν προς το Πολυτεχνείο –αναγκαστικά. Κάποια παιδιά επιδείκνυαν ήδη τα λάφυρά τους –ασπίδες, κράνη και αστυνομικά γκλοπς –ο Πέτρος είδε μια παρέα που προσπαθούσε να κρύψει κάποιο μπατσικό περίστροφο.
«Πρέπει να βιαστούμε αν θέλουμε να μπούμε στο Πολυτεχνείο», είπε ο Άρης.
«Λες να καταφέρουν να περάσουν τον κλοιό;» χάζεψε το πλήθος που στριμωχνόταν ήδη μπροστά στις κλούβες ο Πέτρος.
Αλλά ο Άρης πάλευε να συνεφέρει τον Κώστα -ευτυχώς βρέθηκε ένα μπουκάλι νερό κι ο άλλος έριχνε αβέρτα στο πρόσωπό του για να διώξει τα κολλημένα χημικά. Μετά από κάτι καθησυχαστικά νοήματα, άρχισαν να βαδίζουν μέσα στα ρημαγμένα παρτέρια, προς την πλευρά του ΤΣΑΦ. Επιφυλακτικοί, αν δεν ντρέπονταν θα κρατιόντουσαν χέρι-χέρι, ο Άρης μπροστά, ο Πέτρος με τον Κώστα αγκαζέ και η Άλεξ να σαχλαμαρίζει με τον Γιαννάκη. Έκανε σε όλους εντύπωση πως δεν είχε αποκοπεί ο Γιαννάκης γιατί μέσα στη φασαρία, σκαρφάλωσε στο άγαλμα και τράβαγε κάτι ξεγυρισμένες ροχάλες όπου διέκρινε μπάτσο.
Ο Άρης τους κράτησε για να συνοψίσουν την κατάσταση –από Στουρνάρη μεριά, γινότανε χαμός, δεν υπήρχε ελπίδα να πλησιάσουν το Πολυτεχνείο. Αν έκοβαν από τους πεζόδρομους και κατέβαιναν από την πλευρά του Μουσείου; Αυτό φαινόταν πιο λογικό κι έτσι έκαναν. Κατάφεραν μάλιστα να φτάσουν μέχρι τη Μπουμπουλίνας και είχε σχετική ησυχία. Ούτε δείγμα μπάτσου στην πρασιά πίσω από το Πολυτεχνείο. Ένα αυτοκίνητο διέσχιζε, σχεδόν σβηστό, τον δρόμο ανάποδα.
Από το παράθυρό του ξεπρόβαλε το αφανιασμένο κεφάλι …
«Ελάτε ρε, μπείτε μέσα, θα τους γαμήσουμε απόψε», φώναξε μόλις τους ξεχώρισε ο Κατσούλας και κουνούσε τα χέρια του ανυπόμονα.
Πλησίασαν. Το αυτοκίνητο είχε σπασμένα όλα του τα τζάμια, σημάδια από κλωτσιές στις πόρτες και η άσπρη μπογιά είχε πάρει να ξεφτίζει στο καπό.
«Που την κονόμησες την κούρσα ρε μεγάλε;» απόρησε ο Άρης.
«Την απαλλοτρίωσα μαζί με κάτι συντρόφους», παινεύτηκε ο Κατσούλας. «Άμα δείτε στο πίσω κάθισμα, είναι τίγκα στις μολότωφ. Θα τους την πέσουμε τεθωρακισμένοι. Άντε, μπείτε ρε –τι περιμένετε;».
Μαλακία τους φάνηκε η ιδέα, αλλά θα μπορούσαν μια χαρά να χρησιμοποιήσουν το αυτοκίνητο για κάλυψη. Να πλησιάσουν τις κλούβες, να πετάξουν όσες μολότωφ μπορούσαν και μετά να σκαρφαλώσουν στα κάγκελα του Πολυτεχνείου.
Οι τρεις τους χώθηκαν στο πίσω κάθισμα, στριμώχνονας τις μολότωφ ανάμεσα στα πόδια τους, ο Γιαννάκης έσπασε το κάλυμμα του πορτ μπαγκάζ και βολεύτηκε εκεί πίσω, διπλωμένος …
«Σα χαλί Μπουχάρα κατάντησες ρε αδερφάκι μου», κορόιδεψε ο Πέτρος.
Στην Άλεξ έμεινε η μπροστινή θέση –«να χαζεύει τη θέα», είπε ο Κατσούλας. Ξεκίνησαν με γυμνά καλώδια στη θέση της μίζας. Το αυτοκίνητο βρωμούσε και δεν έπαιρνε άλλη ταχύτητα εκτός από την πρώτη.
«Θα φτάσουμε μέχρι κάτω ρε μαλάκα;» ρώτησε ο Άρης.
«Μην ανησυχείς», του μίλησε ο άλλος από το καθρεφτάκι. Και το αυτοκίνητο προχωρούσε σαν τον εφιάλτη.
Δεν πρόλαβαν να βγουν στη Στουρνάρη γιατί τους έβαλαν στη μέση. Μια διμοιρία εμφανίστηκε από το πουθενά, θα είχαν κρυφτεί μάλλον στο Υπουργείο Πολιτισμού. Οι μπάτσοι έκοψαν τον δρόμο πίσω από το αυτοκίνητο και βάλθηκαν να κατεβαίνουν, τροχάδην, προς το μέρος τους –ενώ μπροστά, στη Στουρνάρη, οι κλούβες ξέρναγαν, ασταμάτητα, μπάτσους. Απομονωμένοι ένιωσαν, γιατί τα κύματα των επιτιθέμενων είχαν κολλήσει μακριά -στο φανάρι της πλατείας. Ο Κατσούλας φρέναρε.
«Μέχρι εδώ. Την κάνουμε», φώναξε και πετάχτηκε έξω από την σαραβαλιασμένη πόρτα. Έμειναν να τον παρακολουθούν που διέσχιζε τον δρόμο, αδιαφορώντας για τους μπάτσους …
«Που τρέχει κατά εκεί ο ηλίθιος; Θα τον μαγκώσουν στα σίγουρα», έκανε ο Κώστας και τότε ακούστηκε το πρώτο απροσδιόριστο σφύριγμα.
«ΟΛΟΙ ΕΞΩ!», ούρλιαξε ο Άρης σιχτιρισμένος με τη μαλακία τους. Δεν μπορούσε να χωνέψει πως αφέθηκαν να εγκλωβιστούν μέσα σε ένα κωλάμαξο!
Η Άλεξ βγήκε τραβώντας χειρόφρενο, την ώρα που ο Κώστας με τον Γιαννάκη άναβαν κάτι μολότωφ. Η διμοιρία ήταν στα 50 μέτρα πίσω τους όταν τις πέταξαν …
«Άιντε στην υγειά μας», φώναξαν χτυπώντας τα χέρια τους στον αέρα σαν μπασκετμπολίστες. Οι μολότωφ έσκασαν ανάμεσα στη διμοιρία και οι μπάτσοι σκόρπησαν στα πεζοδρόμια. Αλλά η μαλακία ήταν, οτι τους είχαν πάρει χαμπάρι οι μπροστινοί από τις κλούβες.
«ΤΡΕΞΤΕ ΑΠΕΝΑΝΤΙ!», φώναξε ο Άρης και περίμενε να ξεκινήσουν όλοι πριν το βάλει στα πόδια, πίσω τους. Καλύτερα να πέσουν επάνω τους τρέχοντας, παρά να τους περιμένουν. Οι μπάτσοι κουνούσαν τα χέρια προς το μέρος τους –όμορφη ήταν η Άλεξ όπως έτρεχε, δέκα πόντους πάνω από την άσφαλτο –δίπλα της ο Κώστας πήγαινε μονοκόμματος κι ο Πέτρος επιτάχυνε με κατεβασμένο το κεφάλι. Οι μπάτσοι δεν τους κυνηγούσαν, μάλλον γιατί ήξεραν πως θα πέσουν πάνω στις παρκαρισμένες, στα στενά, διμοιρίες. Ξαφνικά ο Άρης άκουσε κι άλλο σφύριγμα. Και μετά, ακόμα ένα. Σφυρίγματα, όχι σκασίματα –σαν κι αυτά που κάνουν οι εκτοξευτήρες δακρυγόνων, συνέχισε να τρέχει, προσπαθώντας να συγκεντρωθεί στην απέναντι γωνία.
Όταν πήγαν να στρίψουν, είδε τη βιτρίνα δεξιά του να θρυμματίζεται, σφύριγμα, μικρή έκρηξη, τζάμια στον αέρα …
«Α, τους πούστηδες, ρίχνουν στ΄αλήθεια –είμαστε όλοι εδώ ρε; Λείπει κανείς;» φρέναρε απότομα ο Πέτρος και κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Έλειπε ο Γιαννάκης. Ακούμπησαν τις πλάτες στον τοίχο και τα γόνατά τους έτρεμαν, γύρισαν πίσω να κοιτάξουν κι ο Γιαννάκης ήταν στη μέση του δρόμου. Πεσμένος μπρούμυτα.
«ΡΕ ΜΟΥΝΟΠΑΝΑ!» έσφιξε τις γροθιές του ο Κώστας –αλλά οι μπάτσοι δεν έριχναν πλέον. Περπατούσαν επιφυλακτικά, κυκλώνοντας το πεσμένο σώμα.
«ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΠΥΡΟΒΟΛΗΣΑΤΕ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΡΕ ΓΑΜΗΜΕΝΟΙ;» φώναξε ο Κώστας για να πνίξει κάτι ξαφνικά δάκρυα. Έκανε και δυο βήματα, ξεκόλλησε από τον τοίχο για να γυρίσει πίσω –κοντά στον Γιαννάκη που χανόταν περιτριγυρισμένος από στους μπάτσους.
«ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΕΙΤΕ ΚΩΛΟΠΑΙΔΑ ΓΙΑΤΙ ΘΑ ΤΗΝ ΦΑΤΕ ΚΙ ΕΣΕΙΣ!» φώναξε προς το μέρος τους ένας μπάτσος και γονάτισε σημαδεύοντάς τους.
«Φύγετε, θα γυρίσω εγώ να δω τι έγινε», ψιθύρισε ο Άρης και τους έσπρωξε βίαια πίσω. Ο αέρας έπηξε, τα πόδια τους δεν μπορούσαν να τον διασχίσουν –όνειρο θα ήταν.
Ο μπάτσος τους σημάδευε ακόμα –βλέποντάς τους αναποφάσιστους, σήκωσε το περίστροφο και έριξε στον αέρα –μικρές εκρήξεις ανακατεμένες με σφυρίγματα, μια σφαίρα καρφώθηκε σε τοίχο κι ο Άρης θυμήθηκε τη φορά που αγωνιζόταν να καρφώσει μια τσιμεντόπροκα για να κρεμάσει κάποια αφίσα στο δωμάτιό του –είχε βρει ντουβάρι, σπίθες πετάγονταν, σπίθες πετάχτηκαν και πάλι. Το΄βαλαν στα πόδια όλοι μαζί –χωρίς να κοιτάξουν πίσω. Αρπαγμένοι στην παλάμη του πανικού, έτρεχαν χωρίς να βλέπουν –εικόνες από ΜΑΤατζήδες που τους έβριζαν ακίνητοι στα πεζοδρόμια, ο Κατσούλας ακουμπισμένος στην είσοδο μιας πολυκατοικίας, δίπλα του κάποιοι άλλοι –σκέφτηκαν να πάνε κατά κει αλλά δεν προλάβαιναν γιατί τα πόδια είχαν τη δική τους ζωή.
Σταμάτησαν όταν βγήκαν στη Σόλωνος, διακοπτόμενες ανάσες από το λαχάνιασμα και δάκρυα. Είχε πάρει να σκοτεινιάζει, σωριάστηκαν έξω από ένα κλειστό ζαχαροπλαστείο. Αμίλητοι -πως αλλιώς;
«Πρέπει να πάμε στο νοσοκομείο –να τον περιμένουμε», είπε ο Πέτρος.
«Σε ποιο νοσοκομείο ρε;» μούδιασε ο Κώστας.
«Να βρούμε τα εφημερεύοντα. Στο πιο κοντινό θα τον πάνε –σίγουρα», έβγαλε το πακέτο και μοίρασε τσιγάρα σε όλους ο Άρης.
Αμίλητοι κάπνισαν κοιτάζοντας την άσφαλτο. Μέχρι που σηκώθηκε ο Κώστας …
«Θα πάω πίσω», έκανε να διασχίσει τον δρόμο αλλά ο Άρης τον κράτησε …
«Τι θα πας να κάνεις ρε μαλάκα; Λες να τον έχουν αφήσει ακόμα στην άσφαλτο;»
Η Άλεξ τρανταζόταν σιωπηλά με το κεφάλι θαμμένο στις παλάμες. Κι αυτό δεν ήταν καθόλου κακή ιδέα γιατί στ΄αλήθεια δεν απέμενε τίποτα περισσότερο να κάνουν.
«Πως έγινε; Πίσω του δεν ήσουνα;» ρώτησε ο Πέτρος κι ο Άρης κάπνιζε αμίλητος. Πίσω του ξεκίνησε αλλά τον πέρασε γρήγορα. Χάζευε την πλάτη της Άλεξ, την πλάτη ο μαλάκας –ούτε καν τον κώλο της! Και δεν πήρε χαμπάρι πως χάθηκε ο Γιαννάκης…
«Είδατε τον Κατσούλα;» πετάχτηκε ο Κώστας. «Τι έκανε στην είσοδο της πολυκατοικίας; Με ποιους ήταν;»
«Γάμα τον το μαλάκα. Με τίποτα φίλους του, κομματόσκυλα θα χαλβάδιαζε. Αυτοί δεν έχουν φόβο από τους μπάτσους. Είναι μαχητικοί διανοούμενοι –δε βρωμάνε σαν κι εμάς», είπε ο Κώστας και είχε δίκιο για τους κομματικούς, αλλά άδικο για τον Κατσούλα. Μόνο που, τότε, δεν περίσσευε μυαλό να το συνειδητοποιήσουν.
Ένα περίπολο ΜΑΤατζήδων ξεκόλλησε από την Γραβιάς και απλώθηκε στον έρημο δρόμο. Σφίχτηκαν όλοι τους στη θέα των μπάτσων, αλλά ο Άρης σηκώθηκε καθησυχαστικά …
«Ήρεμα, δεν τρέχει τίποτα. Περαστικοί είμαστε και χαζεύουμε τις πάστες».
Οι ΜΑΤατζήδες πλησίασαν δίπλα τους, ο επικεφαλής έκανε νόημα να σταματήσουν και ήρθε κοντά τους.
«Τι έγινε ρε αληταράδες; Ψάχνετε βιτρίνες να σπάσετε;»
«Εμείς; Όχι δα –από το φροντιστήριο σχολάσαμε», είπε ο Άρης ήσυχα.
«Ταυτότητες ρε κωλόπαιδα», πούλησε μούρη ο επικεφαλής. Οι υπόλοιποι άρχισαν να πλησιάζουν απειλητικά. Τα παιδιά έβγαλαν ότι ταυτότητα είχαν –ευτυχώς, τους έκοψε να μην δώσουν τα φοιτητικά πάσα γιατί θα τους βούταγαν χωρίς δεύτερη κουβέντα. Εκείνες τις μέρες ήταν ασφαλέστερο να κυκλοφορείς με διαρρηκτικά εργαλεία παρά με φοιτητικό πάσο.
Ο επικεφαλής κοίταξε τις ταυτότητες και μετά τις φάτσες των παιδιών, αφ’ υψηλού. Τους τις έδωσε πίσω, αφού χάζεψε λίγο παραπάνω τη φωτογραφία της Άλεξ…
«Εσύ κοπέλα μου ήσουνα μια χαρά κορίτσι. Πως κατάντησες έτσι, σαν τη θειά μου τη χήρα;»
Η Άλεξ δεν μπορούσε να βγάλει λέξη, οι ΜΑΤατζήδες πήραν να απομακρύνονται προειδοποιώντας …
«Τσακιστείτε σπίτια σας μαλακισμένα γιατί αν σας ξαναπετύχουμε θα σας πάμε μέσα». Και όλα φάνηκαν ήρεμα, αν εξαιρέσεις την απουσία του Γιαννάκη και την ξεφτίλα των υπολοίπων για τον τρόμο τους μπροστά στους μπάτσους –δυο φορές στη σειρά.
Ο Κώστας έμεινε να κοιτάζει τη διμοιρία που απομακρυνόταν …
«Πάμε ρε μαλάκα, δεν οφελεί», τον τράβηξε ο Πέτρος. Περπατούσαν στα χαμένα, ψάχνοντας ανοιχτό περίπτερο, περνούσαν πίσω από φωτιές σε σκουπιδοτενεκέδες και έστηναν αυτί στον ήχο από τις σειρήνες.
«Ασθενοφόρο είναι αυτό».
«Πυροσβεστική»
«Μπατσάδικο»
… και προχωρούσαν. Η Αθήνα είχε γεμίσει έρημους δρόμους και κρυμμένους ανθρώπους. Γιατί εκείνο το βράδυ τους είχαν τσακίσει οι μπάτσοι –και τώρα, κυκλοφορούσαν στις λεωφόρους ψάχνοντας τους νικημένους για να ξεσπάσουν πάνω τους. Η κτηνωδία συνεχιζόταν από Σύνταγμα μέχρι Χαυτεία κι από Πατησίων μέχρι Ρηγίλλης, γιατί υπήρχε πολύς κόσμος χαμένος που κυκλοφορούσε συντροφιά με την αγωνία του. Ουρλιαχτά, ασθενοφόρα, περιπολικά, πυροσβεστικές και γκλοπς να σέρνονται στους τοίχους –τρομοκρατία και εμψύχωση, εξαρτάται από την πλευρά που το βλέπεις.
Απέναντι από την ΟΠΕΡΑ είδαν κάτι περίεργους να κατεβάζουν τη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου –τα ΜΑΤ φύλαγαν τσίλιες πίσω τους …
«Στη διαδήλωση θα το φορτώσουν κι αυτό», σχολίασε ο Πέτρος και οι υπόλοιποι ίσως να γελούσαν –αν είχαν στόματα.
Έψαχναν αμίλητοι –κάποιο περίπτερο είχε μείνει ανοιχτό πίσω από τις έρημες στάσεις των λεωφορείων στην Ακαδημίας, πλησίασαν με προφυλάξεις, γιατί υπήρχαν παντού κλούβες.
«Έχετε μια εφημερίδα;» ρώτησε τον γερο-περιπτερά ο Άρης.
«Τι εφημερίδα;» απόρησε εκείνος.
«Όποια νάναι. Τα εφημερεύοντα θέλουμε να δούμε».
Ο γέρος τους πέταξε μια φυλλάδα αμίλητος –εφημέρευε το Γενικό Κρατικό και η Πολυκλινική.
«Να πάρουμε ένα τηλέφωνο;» παρακάλεσε η Άλεξ κι ο γέρος κούνησε τους ώμους αδιάφορα.
Τζίφος και στα δύο νοσοκομεία. Πουθενά δεν είχαν φέρει τραυματία, όπως τους τον περιέγραψε ο Άρης –κάποιους με αναπνευστικά είχαν στα Επείγοντα, αλλά κανέναν τραυματισμένο από σφαίρα ή από ξυλοδαρμό. Έμειναν να κοιτάζουν το γκρι ακουστικό. Και τώρα, τι;
«Δύο θα πάμε στο Γενικό και δύο στην Πολυκλινική. Μπορεί να μην έχει φτάσει ακόμα –ποιος ξέρει;» είπε ο Πέτρος. Ναι –ποιος ξέρει; Και ποιος έχει διάθεση να μάθει –δηλαδή.
«Να πληρώσουμε τον άνθρωπο», είπε ο Άρης πριν ξεκινήσουν, αλλά ο γέρος τους έκανε νόημα …
«Φύγετε ρε και μην ανησυχείτε. Θα το βρείτε το παλικάρι σας, τους κρατάνε λίγο οι μπασκίνες, για να τους σπάσουν τον τσαμπουκά. Κουράγιο ρε».
Χωρίστηκαν για να τρέξουν προς αντίθετες κατευθύνσεις. Ο Άρης με τον Πέτρο στην Πολυκλινική –γιατί η Ομόνοια ήταν ακόμα επικίνδυνη -ο Κώστας με την Άλεξ στο Γενικό Κρατικό.
Περίμεναν στα Επείγοντα μέχρι που ξημέρωσε. Ο Πέτρος είχε τηλεφωνήσει ακόμα και στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ –μήπως μάθαινε κάποιο νέο. Συλληφθέντες πολλοί, του είπαν, αλλά κανένας τραυματίας. Είχε δώσει το επώνυμο του Γιαννάκη –δεν ήταν ανάμεσα στους συλληφθέντες…
Ο Κώστας άφησε μια πορτοκαλάδα στο πλάι της Άλεξ, χωρίς να την κοιτάξει. Τι να δει άλλωστε; Τα μάτια της ήταν το ίδιο πρησμένα με τα δικά του κι από το Ρουφ ανέβαινε ψηλά το αστέρι του Εωσφόρου. Αναίσθητος ο λαιμός κατέληγε σε κομματιασμένο στομάχι, έτρεμαν από το κρύο της απελπισίας, την ώρα που δεν πέρναγε –αλλά ξοδευόταν.
«Τι κάνουμε;» ρώτησε την ομίχλη που διαλυόταν στον Υμηττό ο Κώστας και δεν παραξενεύτηκε όταν δεν πήρε απάντηση.
«Πότε θα τον φέρουν;» αναρωτήθηκε η Άλεξ και η σωστή ερώτηση ήταν «πότε θα παραδεχτούμε οτι δεν θα τον φέρουν».
«Μπορεί να τον έχουν ήδη πάει στην Πολυκλινική», ψιθύρισε ο Κώστας και η Άλεξ γέλασε.
Τα πρώτα λεωφορεία άρχισαν να σέρνονται στη Μεσογείων, η πορτοκαλάδα είχε ζεσταθεί ανέγγιχτη όταν σηκώθηκαν χωρίς να πουν κουβέντα, συνεννοημένοι με τον φόβο που δεν ήθελαν να αντιμετωπίσουν. Όχι ακόμα. Μπήκαν στο πρώτο λεωφορείο μαζί με τους εργάτες και τις καθαρίστριες. Στο λεωφορείο της παραίτησης.
«Δεν θέλω άλλο», είπε σε μια στιγμή η Άλεξ.
«Τι;» απόρησε αυτός.
«Δεν θέλω άλλο –έτσι. Δεν θέλω άλλο εσάς και το ντάντεμά σας. Εσάς και την απάνθρωπη λατρεία σας. Με στριμώχνετε σε μια εικόνα φτιαγμένη για την προσωπική σας ικανοποίηση κι εγώ στριμώχνομαι. Κοντεύω να ξεχάσω πως είμαι άνθρωπος ρε γαμώτο! Σε λίγο θα σταματήσω να κατουράω και να χέζω, σε λίγο θα ρεύομαι κρυφά για να μη διαλύσω την οπτασία σας. Δεν πάει άλλο και δεν θέλω άλλο», μιλούσε κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο η Άλεξ κι ο Κώστας ένιωθε τυχερός που δεν χρειαζόταν να δει τα μάτια της.
«Δεν είναι ακριβώς έτσι», μπόρεσε να πει.
«Ε, τότε πως είναι; Άσε τους άλλους –μίλα μου για σένα». Εκείνη τη στιγμή γύρισε και τον κοίταξε βαθειά στα ίσα. «Αφού σου αρέσω –δεν σου αρέσω; Γιατί δεν μου την έχεις πέσει ποτέ;»
Ο Κώστας άνοιξε έναν τεράστιο λάκκο και θάφτηκε μέσα του –κάτω από τόνους χώμα. Θα έβαζε και σταυρό «ενθάδε κείται», αλλά ανακάλυψε πως μόνο το κεφάλι του είχε χώσει μέσα –τελικά. Δεν μίλησε.
«Γι΄αυτό σου λέω, Κώστα, για να το πεις και στους υπόλοιπους. Δεν θέλω άλλο», έκλεισε την κουβέντα εκείνη.
Στη σιωπή που κάθισε ανάμεσα τους, ο Κώστας άρχισε να ψιθυρίζει ένα τραγούδι –«Και τώρα φίλοι μου είν΄αργά/ μια καληνύχτα στη μαμά/ και λίγη στάχτη στα μαλλιά/ καιρός να πούμε αντίο» -η Άλεξ χώθηκε στην αγκαλιά του.
«Τις προάλλες πέρασε ο Παυλάκης από την κατάληψη της Νομικής –μπήκε μέσα με την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ παραμάσχαλα κι έφαγε κράξιμο», είπε ο Κώστας.
«Ναι; Τι μαλάκας!», γέλασε η Άλεξ, «έχει κι αυτό το κόλλημα με την Ελένη Βλάχου…»
«Σκεπάσαμε όλους τους νεκρούς/ με αρρωστιάρικους ψαλμούς/ κλόουν με σοβαρούς σκοπούς/ γυμνοί μέσα στο κρύο», μουρμούρισε τραγουδιστά ο Κώστας κι ένιωσε την Άλεξ να τραντάζεται κάτω από το μπράτσο του. Για λίγο –μετά ηρέμησε και ήταν ήσυχα.
Τους πήρε ο ύπνος μέσα στο λεωφορείο –είχαν φτάσει στο τέρμα όταν τους ξύπνησε ο οδηγός που βιαζόταν να πάει για καφέ. Κατέβηκαν εκεί, χαμένοι και μουδιασμένοι. Περπάτησαν για να ξανακατέβει το αίμα στα πόδια τους, χάζεψαν σε πλατείες άγνωστες, κλώτσησαν χαλίκι ανακατεμένο με σύριγγες και ξαπόστασαν σε παιδικές κούνιες.
«Πουλάμε σώμα και ψυχή/ δώστε μας λίγη προσοχή/ στα υπόγεια μαύροι ποντικοί/ λουφάζουνε δύο δύο».
Περπατούσαν ακόμα αγκαλιασμένοι όταν η μέρα ανέβηκε ψηλά και δεν βιάζονταν να επιστρέψουν, σε κάποια φάση τραγούδησε, αταίριαστα δυνατά, ο Κώστας …
«Παίρνουμε σβάρνα τους γιατρούς/ αδύνατοι μπροστά στους δυνατούς/ και συναντάμε ξέμπαρκους θεούς/ που χάσανε το πλοίο», δυνατά και παράφωνα.
«Αυτό που κόλλαγε τώρα;» αναρωτήθηκε η Άλεξ.
«Για να κάνω φινάλε …», είπε ο Κώστας και μετά φώναξε: «Κατά τ’ άλλα εσείς/ που ‘σαστε υγιείς και αξιοπρεπείς/ βοηθήστε μας και λίγο/ δώστε μας πνοή, στέγη και τροφή/ μια ιδέα στεγανή/ που να μη μπάζει κρύο».
Γέλαγε η Άλεξ δίπλα του …
«Καλά, άμα σε βοηθήσει κανένας -πες το μου κι εμένα, να του κάτσω», είπε μετά τα γέλια.
«Άμα κάτσεις σε κανέναν θα του κόψω το τσουτσούνι και θα του το δώσω να το φάει», σκοτείνιασε προσωρινά ο Κώστας.
«Νάτα πάλι!» φώναξε η Άλεξ.
«Απλοί αυτοματισμοί», μουρμούρισε ο Κώστας και την έσφιξε στην αγκαλιά του.
Δεν μίλησαν άλλο και αμίλητοι προχωρούσαν, η απουσία αποχαιρέτησε την επιθυμία και μαζί προχωρούσαν, το μέλλον έψαχνε τρόπο να ξεφύγει από το πεπρωμένο και μαζί προχωρούσαν, ερωτευμένοι με το ανεκπλήρωτο και αμίλητοι προχωρούσαν –αλλά πουθενά δεν έφταναν.

(Συνεχίζεται –κατηφορικά)

36 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

numb είπε...

Good morning

Ανώνυμος είπε...

Μόνο επτά σελίδες?

The Motorcycle boy είπε...

Καλημέρα numb. Τι καλημέρα δηλαδή -σήμερα πόσταρα μέσω αντιπροσώπου.
Ρεμαλοαποτέτοιε -είμαι λακωνικός τώρα τελευταία -αυτό φταίει. Πάντως, αν κάνεις τα γράμματα 18άρια -μέχρι και 25 σελίδες γίνονται μη σου πω.

Ο Καλος Λυκος είπε...

δεκατρείς, στο word...θα καλοπεράσω στην πτήση...

Ανώνυμος είπε...

φοβερές περιγραφές και συναισθήματα!
το πιο ωραίο κείμενο που έχω διαβάσει (απο τα 4 που εχω διαβάσει)

Ανώνυμος είπε...

άλλο ένα μπλογκ για το πόσο άπλυτοι ήταν οι αριστεροανάρχες πριν 20 χρόνια...

καλά, όλοι οι αποτυχημένοι ανθυποτίποτε κωλοδημοσιογράφοι έχετε μαζευτεί στη χαβουζόσφαιρα και γράφετε πίπες?

Ανώνυμος είπε...

ανθυποτίποτε ανθυποασχέτε ..δεν έβαζες τουλάχιστον το λίνκ σου?
οχι πως προσωπικά θα ασχολιόμουν αλλά να...επειδή εσύ ασχολείσαι με μας τους "κωλοδημοσιογράφους"
θα έριχνα μια ματιά -και ας γέμιζα λάσπες-

sorry_girl είπε...

Λοιπόν έχω να δηλώσω πως αυτό σου το κείμενο καταλαμβάνει την δεύτερη θέση μετά το "Σιχαμένο κίτρινο φως".Στα δικά μου αγαπημένα εννοώ.

πι ες:Ο Παυλάκης με τσάκισε πλήρως στο τέλος. Σιχτίρι πρωινιάτικα!

The Motorcycle boy είπε...

Λύκε, το πάλεψα να έχεις κάτι για την επιστροφή. Αλλά μάλλον θα βολευτείς μόνο με αυτά γιατί το επόμενο το βλέπω να ποστάρεται όταν θα είσαι στη γειτονιά μας.
Μαύρη γάτα, ευχαριστώ. Που τα διάβασες εννοώ.
"Σπάστε τ' αρχίδια των μπλόγκερς" -δημοσιογράφος είσαι και φαίνεσαι. Καλά, πόσο βλάκας πρέπει να είσαι για να καθίσεις να διαβάσεις ολόκληρο σεντόνι που δεν το γουστάρεις; Α, και "σπάστε τα παϊδια", λέγανε τα φασιστόμουτρα του συναφιού σου παλιά -γράψε και κάτι σωστά ρε!
Μαύρη γάτα, το να πεις τη γνώμη σου επώνυμα είναι μαγκιά που ποτέ δεν είχαν τα φασιστάκια. Τι περίμενες δηλαδή;
Τελικά μου φαίνεται οτι οι περισσότεροι γράφουμε πάνω σε τραγούδια.
sorry, που το θυμήθηκες χρυσό μου; Εσύ ταιριάζεις με τον Άσωτο υιό, να το ξέρεις. Σιχτίρι πρωινιάτικα -έχεις δίκιο, κάθε πρωινό για σιχτίρισμα είναι έτσι κι αλλιώς.

Ανώνυμος είπε...

sorry_girl το "Σιχαμένο κίτρινο φως" δεν το έχω διαβάσει...θάναι το επόμενο :-)
motorcycle boy, ετσι είναι..ανώνυμοι και χέστες ..ένα μεγάλο ΑΝΕΥ είναι...σε "αρχίδια" σε "μαγκιά" σε όλα τους..

Ανώνυμος είπε...

ps
δεν το βρήκα το συγκεκριμένο κείμενο αλλά έχω πάθει πλάκα με το πέρασμα που έκανα ψάχνοντας...
δεν είχα φτάσει καν στους προηγούμενους μήνες!
φαντασιώνομαι αποκλεισμένα χωριά με τα κείμενα σου τον σκύλο μου και μια βασική προμήθεια ...και αφήστε με εκεί τρείς μήνες..τέσσερεις...

Ανώνυμος είπε...

Πανίβλακα αριστεροτσούτσεκα,

Εσύ δηλαδή γράφεις..."επώνυμα"; XAXXAXAXAXAXAXAXAX!!! Άντε ρε νούμερο, που σου είπανε ότι αν ανοίξεις μπλογκ και κοτσάρεις 3 κείμενα, 2 φωτό και καλέσεις και τους 5 καμμένους λιγουροσυντρόφους σου να τα λέτε (και να κλαίτε την κατάντια σας), έγινες....ΕΠΩΝΥΜΟΣ!!!!

Βλάκα.

Ανώνυμος είπε...

προς Σπάστε τα πόδια των αναρχικών

ρε φασιστακο κρυψου καλα οπως κρυβεστε πισω απο τους ματαδες, μια ζωη προδοτες και ρουφιανοι ειστε τωρα θα αλλαξετε...

The Motorcycle boy είπε...

Μαύρη γάτα -τι να σου πω; Καλό κουράγιο, θα σου χρειαστεί.
Σπαζαρχίδη, μην τσιρίζεις. Κι εσύ επώνυμα άρχισες να γράφεις. Επειδή βαριέμαι να το ψάξω -παίζεις τον sourfou ή είσαι ο sourfou;

Ανώνυμος είπε...

Αμέσως με βρήκες...

ο σουρφού είμαι.

Βλάκα.

+Άπλυτε.

The Motorcycle boy είπε...

Ανώνυμε, άστο, δεν αξίζει τον κόπο. Ούτε οι άνθρωποι αλλάζουν, ούτε τα σκουλήκια βγάζουν πόδια. Και βάλε κανένα διακριτικό να σε ξεχωρίζω γιατί θα μπερδευτούμε εδώ μέσα, με τον κάθε καραγκιοζάκο που κυκλοφορεί.

Ανώνυμος είπε...

Ιιιιιιιιιεεεεπππππππππ!!!

Ποιος ενοχλεί την κομματική νομενκλατούρα την ώρα που συσκέπτονται πως θα ανατρέψουν τον καπιταλισμό και τον κακό Λυκοσκούφη;

Πλυθείτε λεχρίτεςςςςςςςςςς

The Motorcycle boy είπε...

Μάλιστα. Κανένας άλλος πνευματώδης θα περάσει ή να κατεβάσω ρολλά;

Ανώνυμος είπε...

τι έγινε...έχει ρεπό η καφρίλα σήμερα? και πάνε απο blog se blog?

Ανώνυμος είπε...

sorry απο τους επώνυμους-ανώνυμους (του συγκεκριμένου μπλογκ)

Ανώνυμος είπε...

Θα το πάω και γω ταξιδάκι στη Β. Ελλάδα να του δείξω τα βουνά και τα όρη, xε xε.

Ανώνυμος είπε...

να γιαυτό μου την δίνουν οι γιορτές..όλοι οι φίλοι σκορπάνε :-)

με σεξ και πύρ...να περάσεις τέλεια! :-)
διορθώνω...με σεξ πύρ και διάβασμα

The Motorcycle boy είπε...

Κατά πως φαίνεται -ναι, μαύρη γάτα. Εγώ τους πέτυχα σε κάποια -τους είδες κι εσύ αλλού;
Τέλος πάντων -το τραβάνε, το τραβάνε, στο τέλος χύνουν και ηρεμούν (πάρντον μάι φρένς).
Για δουλειά φεύγει ο φιλαράκος ο Σέξπυρ, οπότε μην τον ζηλεύεις.
Σέξπυρ, μιλάμε για κείμενο που θα ταξιδεύει ταυτοχρόνως ανά την Ελλάδα και ανά τον κόσμο (με τον Καλό Λύκο). Ποιός είμαι ρε γαμώτο -ο Παπαγάλος Λουμίδη;

Ανώνυμος είπε...

Τι να σου πω, μόνο το ΠΑΛΙΑΚΟ του Φελέκη ξέχασες με τον Νικόλα να πουλά κασσέτες στην είσοδο. Α, να μη ξεχάσω, ήταν και το ιστορικό ΜΠΟΧΩΡΙ που φαγα χρόνια εκεί (ρε δε πιστευω να συχναζες εκει μεσα?). Να αναφέρω και το L.A. που πεντε χρόνια πριν ηταν ακόμα το ιδιο παίζοντας απελπιστικά ίδια ασταμάτητα, ίσα με 10 τόνους Stones!

Ξέρεις, όταν τα διαβάζεις με τέτοιο καταιγιστικά γρήγορο ρυθμό αφήγησης, τα ξαναζεις. Κάθε στιγμή σε κάνει να ανατριχιάζεις.
ΠΑΓΩΣΑ γιατί θυμήθηκα την επόμενη μέρα που "φάγανε το μιχάλη".
Υπήρχε σ' όλη την Αθήνα αυτός ο πάγος, ο φόβος ανακατεμένος με την οργή παντού.

Ένα μπορώ να σου πω, αν εγώ ονειρεύομαι φαντάσματα, εσύ κολητέ παίζεις "πόρτες" μαζί τους!

Σημείωση: Ναι, η Πάολα είχε τα μεγαλύτερα @@ απ όλους!

The Motorcycle boy είπε...

Στο Παλιακό δεν πήγαινα, είχε πολύ αγνό κόσμο για τα γούστα μου. Στο Μποχώρι ήμουνα μόνιμος. Με τον Άσιμο ποτέ δεν τα βρήκα και δεν το μετάνιωσα -με το Φελέκη τρώγαμε μαζί φασολάδα ακόμα και τότε που είχε το Ρω. Και τώρα απέναντι από τη δουλειά μου μένει -αλλά αποφεύγουμε τα πολλά -σα συνταξιούχοι θα μοιάζαμε. Το L.A. χα, χα -αθάνατος, θάνατος -παρακμή μέχρι πάνω.
Άχτι τόχω ρε μάγκα -μήπως θυμάσαι το Βιτόφσκι; Όταν φάγανε τον Καλτεζά, δεν ήταν το πρώτο -δυστυχώς. Είχαν φάει κι ένα άλλο παιδί πριν κανένα μήνα, μπροστά στα μάτια μας. Αλλά εκείνος ήταν από επαρχία -δεν τον έψαξε κανείς και πέρασε ντούκου.
Όχι πόρτες μάγκα μου -πλακωτό. Αλλά μου φαίνεται οτι αυτά πρέπει να τα πούμε από κοντά.
Τα' χε τ΄αρχίδια η Πάολα κι ας ήτανε στρίντζω. Την πέτυχα τις προάλλες στην πλατεία -έφευγα από τη δουλειά. Τα χάλια της έχει, αλλά από αρχίδια -ακόμα 10 οκάδες και βάλε.
Τον Κάιν με το λευκό του ποντίκι τους θυμάσαι ή δεν είσαι τόσο γέρος σαν και του λόγου μου;
Υ.Γ.: Για στείλε κανένα μέιλ -έχουμε κάτι δανεικά να βγάλουμε. Νομίζω;

The Motorcycle boy είπε...

Πρώτον αδερφέ -γίνεται να χάσουμε σήμερα; Μπας και αλλάξει τίποτα να ξεβαρεθούμε.
Δεύτερον -βρήκα ένα μπλογκ πολύ δικό μας θα πω να σου στείλουν πρόσκληση. Θα το ανακαλύψεις στα λινκ μου.

Ανώνυμος είπε...

motorcycle boy, υπερέβαλα (τώρα που ξαναδιαβάζω) πάντα μόνη μου βγαίνω τα βράδυα έτσι και αλλιώς

γιατί όμως οι γιορτές σε κάνουν να θέλεις να δείς φίλους που έχεις να δείς καιρό? (...και πάντα λείπουν εκτός Αθηνών)

"Τέλος πάντων -το τραβάνε, το τραβάνε......."
οκ...συνήλθα απο το συγκινησιακό προέορτιο σοκ (μονη μια γιορτινή μέρα? μα..δεν γιορτάζω κάτι) ...με επανέφερες στην πραγματικότητα ;-)

απίθανο! motorycle boy και deucedrevenge
μπορεί να τα πίνατε παρέα πριν κάποια χρόνια?!?!!
δεν υπάρχουν συμπτώσεις και τυχαία...οχι!

motorcycle boy ,σεξ+πυρ
ζήλεψα λίγο ένα σπίτι στο δάσος και ένα τζάκι να χωθώ μέσα...τι γάτα θα ήμουν :-)
δουλειά ή όχι ..η ευχή παραμένει (δίς) :-)

The Motorcycle boy είπε...

Έχεις δίκιο μαύρη γάτα -είναι αυτή η μαλακία των γιορτών και οι στολισμένες πόλεις. Που σε κάνουν να θέλεις να είσαι με γνωστούς σου και, αν είσαι με γνωστούς, βλαστημάς την ώρα και τη στιγμή που δεν είσαι μόνος.
Αυτός ο deuced που λες είναι καταραμένος και με κάτι τέτοιους τα φέρνει η κατάρα και δεν χανόμαστε ποτέ. Δεύτερη φορά που το παθαίνω μέσα στα μπλογκς κι ο προηγούμενος που γνώρισα έτσι -είναι ένα κομμάτι που μου έλειπε (και χωρίς να ξέρω το έψαχνα και χωρίς να το πολυσκεφτεί με βρήκε από μόνο(ς) του).
Ο Σέξπυρ θα σε ευχαριστούσε για την ευχή αν δεν όργωνε την ελληνική παραμεθώριο.

Ανώνυμος είπε...

Ρε Μοτορ, μια απορία.

Κάνεις ένα κείμενο. Σου απαντάνε κάποιοι ανώνυμα και σε βρίζουν. Απαντάς. Αφήνεις υπονοούμενα για το ποιοι είναι οι ανώνυμοι. Σου απαντάνε (πάλι ανώνυμα) και σε επιβεβαιώνουν (ειρωνικά ή μη). Και τα λοιπά, και τα λοιπά. Και αυτή η ιστορία συνεχίζεται καιρό τώρα.

Θεωρώ ότι είναι πολύ ανέντιμο εκ μέρους σου να μη σβήνεις αυτά τα σχόλια, και να κάνεις και υποθέσεις για το ποιοι τα γραφουν, από τη στιγμή μάλιστα που δεν μπορείς να είσαι σίγουρος οτι είναι το άτομο που υπονοείς. Δεν μπορεί να μην μου περάσει από το μυαλό ότι αυτή την κατάσταση τη συντηρείς (που προφάνως τη συντηρείς μιας και δεν τα σβήνεις). Και μάλιστα τη συντηρείς εδώ και αρκετό καιρό.

Επίσης, αφού ούτε εσύ μπορείς να είσαι βέβαιος για το ποιος είναι ο "ανώνυμος", ας κάνουμε λίγο brainstorming πάνω σε αυτό. Λοιπόν, είναι blogger (προφανώς), και γουστάρει να δημιουργεί μεγάλες (σε διάρκεια) ιστορίες. Χμμμμμμ, τί μου θυμίζει ρε γαμώτο.

Αφού λοιπόν αφήνεις τους ανώνυμους να σε βρίζουν(!) και κάνεις και υποθέσεις για την ταυτότητά τους, δίνεις το δικαίωμα και στους υπόλοιπους να κάνουν υποθέσεις περί προβοκάτσιας. Αααα, και η προβοκάτσια είναι μια μέθοδος την οποία την έχεις βιώσει (από την καλή και από την ανάποδη) πολύ καλά στους χώρους που κινούσουν νεότερος.

Για να σταματήσουν λοιπόν όλες αυτές οι υποθέσεις και ο εντυπωσιασμός, η λύση είναι μία και απλή. Delete!

The Motorcycle boy είπε...

Ρε ανώνυμε μια απορία -γιατί ντρέπεσαι να γράψεις με το κανονικό σου id; Για να μην κάνω κι εγώ μαντεψιές, κατάλαβες; Λοιπόν, δυο πραγματάκια, απλά και ξεκάθαρα -που θα τα διαστρεβλώσεις μια χαρά στη συνέχεια:
1. Από τη στιγμή που ξεκίνησα το μπλογκ είχα πει οτι δεν πρόκειται να σβήσω σχόλιο. Εντάξει, στην πορεία κατάλαβα πως είναι μαλακία να αφήνω σχόλια που βρίζουν άλλους γιατί, απλούστατα, δεν έχω καμιά διάθεση να τους ψάχνω και να τους ενημερώνω. Κάποιοι έχουν ξεκωλιαστεί εδώ μέσα για να τους σβήσω -συγνώμη αλλά δεν σβήνω κόσμο, ακόμα κι αν αυτός είναι ατόφιο σκουπίδι.
2. Είναι ανέντιμο αυτό που κάνω εγώ και όχι αυτοί που βρίζουν και απειλούν την κόρη μου και τη γυναίκα μου έτσι; Θαυμάσια λογική!

Για το άτομο που -δεν εννοώ, αλλά το -λέω, για τον sourfou δηλαδή είμαι σίγουρος πως έχει γράψει (μεταξύ των άλλων) όμορφα σχολιάκια στα οποία απειλεί πως θα κάνει κακό στην κόρη μου και εύχεται τον θάνατό της. Και επειδή είμαι σίγουρος -το λέω κιόλας. Δεν υπάρχει λόγος να κρυβόμαστε.
Υπάρχουν και κάτι άλλα καλόπαιδα που βρίζουν, αλλά γι΄αυτά δεν είμαι ακόμα βέβαιος -οπότε δεν λέω τίποτα ακόμα.
Για την προβοκάτσια που λες -έχεις καμιά εντύπωση πως ανήκα ποτέ στο ΚΚΕ και τα ξέρω από εκεί; Στο εσωτερικό ίσως; Στο Μ-Λ; Δε νομίζω. Γιατί αν ήταν έτσι, θα το ήξερα κι εγώ. Μάλλον βγάζεις συμπέρασμα από αυτά που γράφω, άρα με διαβάζεις. Με ξέρεις κιόλας;
Δεν δίνω κανένα δικαίωμα σε κανέναν -δεν χρειάζεται άλλωστε, το παίρνουν μόνοι τους. Και, μεταξύ μας, χέστηκα σχετικά με το τι υποθέτουν ή το τι υποθέτεις. Όσο εσύ δικαιούσαι να πιστεύεις οτι βρίζομαι μόνος μου, άλλο τόσο δικαιούμαι να πιστεύω οτι εσύ είσαι αυτός που έγραφες όλον τον βόθρο στο Καλαμπόκι (ναι, εκεί τα έσβησα γιατί το μπλογκ δεν είναι δικό μου). Άρα; Άντε στο καλό και να μην μας γράφεις. Ούτε γενικά, ούτε ειδικά.
Υ.Γ.: Το "κάνεις ένα κείμενο, σου απαντάνε κάποιοι και σε βρίζουν" γιατί το έγραψες; Θεωρείς πως το βρισίδι είχε να κάνει με το περιεχόμενο του κειμένου; Ή μήπως το έβαλες έτσι -για να μου εξηγήσεις καλύτερα πως γίνεται η προβοκάτσια;

Ανώνυμος είπε...

Μοτοσυκλέτα,

1. Όσο αφορά το γιατί είμαι ανώνυμος, η απάντηση είναι απλή: Δεν έχω id!
2. Μου φαίνεται λίγο χαζό να μη σβήνεις υβριστικά μηνύματα απλά και μόνο επειδή έτσι είχες πει ότι θα κάνεις από την αρχή, και ειδικότερα από τη στιγμή που θα λύνονταν πολλά προβλήματα και θα ξεφούσκωνε η ένταση με αυτό τον τρόπο.
3. Φυσικά και είναι ανέντιμο να σου απειλούν την κόρη. Είπα εγώ το αντίθετο?
4. Πως είσαι σίγουρος ότι είναι ο σουρφού? Είδες πχ μία IP που ανήκει στην εταιρία που δουλεύει? Ή ο τρόπος γραφής στον θυμίζει? Αν είναι το πρώτο, πες το να σταματήσουμε αυτή τη συζήτηση και να σου πω ΟΚ έχεις δίκιο. Αν όμως είναι κάτι σαν το δεύτερο τότε δεν είσαι σίγουρος αλλά έχεις υποψίες, και προφανώς με απλές υποψίες δεν θα έπρεπε να κατηγορείς κανέναν.
5. Για την προβοκάτσια που λέω... Δηλαδή μόνο το ΚΚΕ, το εσωτερικό και το Μ-Λ ξέρουν τι πάει να πει προβοκάτσια? Εσύ δεν κινήθηκες ποτέ σε χώρους αγωνιστικούς? (με την πολιτική έννοια, όχι στο καραϊσκάκη)
6. Ναι, εχω διαβάσει μέχρι κάποιο σήμειο το κείμενο σου. Μια χαρά είναι, συνέχισε.
7. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αναρωτιέσαι αν σε ξέρω και ποιος είμαι, από τη στιγμή που η λογική του blog σου είναι να αφήνεις να γίνονται anonymous posts.
8. Το "κάνεις ένα κείμενο κτλ κτλ" είναι απλά η καταγραφή μιας κατάστασης που συντηρείται στο blog σου, όπως την έχω αντιληφθεί εγώ.

Ανώνυμος είπε...

Να συμπληρώσω λίγο το 6 μπας και γίνω πιο κατανοητός.

6. Ναι, εχω διαβάσει μέχρι κάποιο σήμειο το κείμενο σου. Μια χαρά είναι, συνέχισε. Είναι κρίμα λοιπόν μια ενδιαφέρουσα ιστορία σαν αυτή που γράφεις να διανθίζεται με απίστευτους χαρακτηρισμούς στα σχόλια, και από τη μεριά σου αλλά και από τη μεριά ανώνυμων χρηστών. Και εξακολουθώ να πιστεύω ότι είναι στο χέρι σου να δώσεις ένα τέλος σε αυτή την κατάσταση.

The Motorcycle boy είπε...

Επειδή συνήθως πιστεύω τους ανθρώπους -να σε πιστέψω πως δεν έχεις id και να σου ζητήσω συγνώμη, αλλά το στυλ γραφής σου μου θύμισε κάποιον "γνωστό" μου. Γι' αυτό και η ειρωνία. Για να πάμε λοιπόν στο προκείμενο:
1. Δεκτόν και συγνώμη.
2. Είναι χαζό, συμφωνώ απόλυτα και το δίκιο σου είναι Κιλιμάντζαρο. Έλα όμως που αυτός είναι βασικός κανόνας που έθεσα στο μπλογκ μου. Οτι δηλαδή δεν πρόκειται ποτέ να επέμβω, διαγράφοντας σχόλιο. Γιατί αυτό; Γιατί θεωρώ το μέσο ανοιχτό σε όλους, ακόμα και στους σκατένιους και δεν γουστάρω να λογοκρίνω. Σε διαβεβαιώ οτι ακόμα κι αν έσβηνα τα σχόλια, η ένταση δεν θα ξεφούσκωνε. Απλά θα μεταφερόταν κάπου αλλού -σε άλλο μπλογκ μάλλον. Αυτό, αν θέλεις μπορώ να σου το εξηγήσω πιο αναλυτικά -στην αρχή της σελίδας είναι το μέιλ μου, στείλε μου το δικό σου και τα λέμε.
3. Δεν είναι ανέντιμο είναι κάτι χειρότερο. Δεν είπες το αντίθετο, αλλά μου κάνει εντύπωση που ζητάς το λόγο από εμένα και δεν σκέφτεσαι να πεις τίποτα για αυτούς που βρίζουν.
4. Με λίγα λόγια, η ιστορία είναι πως έχω 2 ip του sourfou διασταυρωμένες. Πάει να πει, ερχόταν εδώ και έβριζε και μετά πήγαινε αλλού και σχολίαζε σαν sourfou. Δεν θα το έπαιρνα χαμπάρι αν δεν φρόντιζε να καρφωθεί από μόνος του. Περισσότερα, δεν θα ήθελα να σου πω εφόσον δεν είσαι άμεσα εμπλεκόμενος. Αν είχα απλά υποψίες δεν επρόκειτο να πω κουβέντα για κανέναν, σε διαβεβαιώ.
5. Μόνο αυτοί και οι όμοιοί τους (τουτέστιν η αριστερά που κινούνταν στα όρια του κοινοβουλευτισμού) έστηναν προβοκάτσιες. Μόνο αυτοί; Όχι -να μην λέω ψέματα. Αυτοί, το ναζιστικό κόμμα (από το οποίο ξεκίνησε η τακτική) και οι φασιστικές παρατάξεις. Ε, εγώ δεν είχα ποτέ σχέση με κανέναν από αυτούς. Και είναι άλλο να τη στήνεις και άλλο να την τρως.
6. Κατανοώ οτι πολλοί σπάζονται ή/και χαλιούνται διαβάζοντας τέτοιου είδους σχόλια και απαντήσεις. Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να αλλάξω κάποια πράγματα -δεν είναι στο χέρι μου όπως λες, γιατί είμαι πολύ γέρος για να αλλάξω αυτά που πιστεύω. Ή πολύ ξεροκέφαλος -όπως θέλεις πάρτο. Αλλά, η δική μου λογική λέει πως αν αρχίσω σήμερα να σβήνω θα είναι κάτι που θα κάνω γιατί αναγκάστηκα. Και αύριο θ' αναγκαστώ να κάνω κάτι άλλο και μεθαύριο κάτι τρίτο. Ε, δεν μου αρέσει αυτό.
7. Από αυτά που γράφεις και από τον τρόπο που τα γράφεις. Και επειδή, παλιότερα τα έχω ξαναδιαβάσει, σκέφτηκα ότι είσαι κάποιος "γνωστός" μου όπως σου ξαναείπα. Αν δεν είσαι -γράψε λάθος.
8. Εδώ θα πρέπει να παραδεχτείς οτι είσαι φάουλ. Η σωστή πρόταση θα έπρεπε να είναι "κάνεις ένα κείμενο που αναφέρεται ας πούμε στους κοραλλιογενείς υφάλους και κάποιοι αρχίζουν να λένε πως θα βιάσουν την κόρη σου". Κάπως έτσι θα έπρεπε να είναι για να αποτελεί καταγραφή της κατάστασης που συντηρείται στο μπλογκ μου. Και για την οποία έχω το μερίδιο ευθύνης που αφορά την μη διαγραφή σχολίων και κάποιος άλλος (άλλοι) έχουν το μερίδιο ευθύνης που αντιστοιχεί στο γράψιμο των υβριστικών σχολιών. Για βάλτα και τα δυο σε μια ζυγαριά και πες μου κατά που γέρνει.

Ανώνυμος είπε...

anarha plysou

vrwmas gidila

Βαγγέλης Μπέκας είπε...

Βρε σεις μαγκήτες μια χαρούλα περνάτε!
Τις καλησπέρες μου!

Τι σεντονάρες είναι αυτές... Μοτορ?
Πάντως του Καβαδία ήταν πολύ gamato ...

The Motorcycle boy είπε...

Είδες vita mi; Μια χαρούμενη ατμόσφαιρα είμαστε. Είμαστε.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι