Πέμπτη, Απριλίου 17, 2008

16. Εκεί έξω, πριν ξημερώσει

1. Σφραγίζοντας πλαστά διαβατήρια
2. Ο χρόνος δεν είναι φίλος κανενός
3. Η ανασφάλεια των ομαδικών παιχνιδιών
4. Περιστροφή γύρω από ένα "βιβλίο -ευαγγέλιο"
5. Η αποξένωση των διπλανών δρόμων
6. Ο νεκρός του επάνω ορόφου
7. Φτερά πεταλούδας στη γλώσσα ενός φιδιού
8. Ο φόβος είναι οικογενειακή υπόθεση
9. Μια μεγάλη βόλτα
10. Η μουσική είναι το φως μιας αδυσώπητης λάμπας
11. Με την πλάτη στον τοίχο
12. Πεθαίνοντας με κάθε τρόπο
13. Ένα σπίτι, λίγο πριν έρθουν αυτοί
14. "Το σκοινί του Αρχάγγελου και οι μαύρες αφίσσες"
15. Η δική τους νύχτα


Ας υποθέσουμε ότι όλα οδηγούνται προς κάποιο τέλος. Ας δεχτούμε πως η αναστάτωση μιας χώρας ακολουθείται από τη διάθεση για ηρεμία –οι άνθρωποι κουράζονται να πεθαίνουν και το κράτος εξαντλείται κατά τη διάρκεια των ανθρωποθυσιών. Υπάρχει πάντα και η οικονομική ζωή –μην το ξεχνάμε. Τα κράτη είναι μηχανές παραγωγής, δουλεύουν μέσα σε ένα εργοστάσιο (ας το πούμε γη), σκοπός του οποίου είναι να αυτοκαταναλώνεται. Άχρηστα πράγματα αντικαθιστούν αχρείαστα πράγματα και έτσι δεν μένει χρόνος για όσα είναι απαραίτητα σχετικά με την επιβίωση. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι έφτασε η ώρα των απανωτών συνθηκολογήσεων.

Επαρχιακές περιοχές συμβιβάζονται με την περιορισμένη αυτονομία –το κράτος δίνει ότι σκοπεύει να πάρει πίσω, όσο γίνεται πιο σύντομα. Πόλεις οδηγούνται σε παράδοση λόγω έλλειψης καταναλωτικών αγαθών. Δρόμοι ξανανοίγουν λόγω φόβου. Και όλα πηγαίνουν μοιραία ομαλά –με εξαίρεση την πρωτεύουσα. Δεν μπορούμε να είμαστε διαλλακτικοί στην πρωτεύουσα, δεν γίνεται να διαπραγματευτούμε σχετικά με την πρωτεύουσα –εδώ, τα θέλουμε όλα. Εξαφανίστε τις ενοχλητικές λεπτομέρειες. Άμεσα!

Το λιμάνι σφύζει από κίνηση, ο απόπλους των επιβατικών έχει απαγορευτεί γιατί αδειάζουν άρματα και φορτηγά γεμάτα στρατιώτες. Μια αδιάκοπη απόβαση –το εθνικό δίκτυο δεν είναι, πλέον, αξιόπιστο. Οι λεωφόροι της πόλης βυθίζονται στην ησυχία για να πεταχτούν ξαφνισμένες από τους θορύβους των στρατιωτικών εξατμίσεων. Οι πολίτες κρύβονται πίσω από τις γρίλιες –«που πάνε;» «ευτυχώς πέρασαν από δω και δεν σταμάτησαν», «θα τους λιώσουν». Σίγουρα.

Ένα στραβοπατημένο παπούτσι χάσκει σφηνωμένο στη σχάρα του υπονόμου. Δεν υπάρχει τίποτα να του κάνει παρέα στο διπλανό πεζοδρόμιο –ο αέρας δεν αφήνει τίποτα ακίνητο, πρέπει να κρατηθείς από κάπου για να μην παρασυρθείς. Όπως κάνει το στραπατσαρισμένο παπούτσι, όπως δεν έκανε ο πρώην κάτοχός του …

Οι αξιωματικοί κατευθύνουν τις περιπόλους μπροστά από τις μπούκες των κανονιών. Στη μέση του δρόμου, απέναντι από σπίτια που ρίχνουν τις τελευταίες απροειδοποίητες βολές πριν γίνουν ένα με το χώμα. Ξημερώνει.
«Τους βλέπεις;» ψιθυρίζει ο Γρηγόρης.
«Πεντακάθαρα. Δεν μας μένει πολύ ώρα, θα φτάσουν σύντομα έξω από τον κήπο», απαντάει ο Γιάννης.
«Τι θα κάνουμε;»
Ο Νίκος κοιτάζει τη Μαριάνα, όσο αυτή ζυγίζεται πίσω από την κάνη του Μ1.
«Θα τους λιανίσουμε όλους και μετά θα καταλάβουμε την πόλη», της απαντάει.
«Ευτυχώς που δεν το ξέρουν ακόμα γιατί αλλιώς θα έτρεχαν πανικόβλητοι», γελάει εκείνη.
«Πάμε πιο μέσα», λέει απότομα ο Γρηγόρης και πισωπατάει χωρίς ν΄αφήσει από τα μάτια του το παράθυρο.
Ακολουθούν προσεκτικά. Στηρίζονται στον τοίχο, ανασαίνουν στα γεμάτα.
«Ποιος θέλει να γλιτώσει;» ρωτάει ο Γρηγόρης.
«Παίζει τέτοια περίπτωση;» μουρμουρίζει η Μαριάνα.
«Χαλαρά και παντοιοτρόπως!» επαυξάνει ο Νίκος. «Πρώτον, όποιος θέλει, βγαίνει με τα χέρια ψηλά. Λοχαγέ μου, τυγχάνω εγκλωβισθείς σε αυτή την τρύπα, θέλω να πάω σπίτι μου, θα με συνοδεύσετε;» σταματάει για λίγο. «Ρήτορας είμαι ο πούστης!» θαυμάζει.
«Δεύτερον;» ρωτάει η Μαριάνα.
«Δεύτερον, όποιος θέλει, φεύγει από πίσω ενώ οι υπόλοιποι τον καλύπτουν. Η αυλή επικοινωνεί με άλλη αυλή, κάπου θα πέσει πάνω σε περίπολο, αλλά μπορεί και να γλιτώσει. Αν βγει από τη συνοικία –σώθηκε. Αν τον πιάσουν αρχίζει τα ‘Λοχαγέ μου …’ όπως είπε ο Νίκος», συνεχίζει ο Γρηγόρης.
Κοιτάζουν τριγύρω αμίλητοι.
«Ποιος έχει τσιγάρο;» ρωτάει ο Γιάννης.
«Το θέμα τώρα είναι ‘ποιος φεύγει’», υπενθυμίζει ο Νίκος.
«Κοίτα κάτι. Εγώ έχω τη ζωή μου εκεί έξω, τη Βίκυ, τη μικρή … Με χρειάζονται. Μπορείς να φανταστείς το πρόσωπο ενός μικρού παιδιού όταν συνειδητοποιεί ότι ο πατέρας του δεν θα ξανάρθει; Έχω μια ζωή εκεί έξω και ήμουν υποχρεωμένος να τη ζήσω –κατάλαβες;» ο Γιάννης μιλάει αλλάζοντας συχνά πόδι –πονάει κάπως άβολα.
«Ναι, μην εξηγείς –καταλαβαίνω. Το θέμα ήταν να μη μπλέξεις με όλα αυτά. Τώρα πια το θέμα έχει να κάνει με το πώς θα ξεμπλέξεις …», λέει ο Νίκος.
«Αρχίδια καταλαβαίνεις!» φωνάζει ο Γιάννης. «Όλα άσπρο –μαύρο για σένα, όλα καθαρά. Νομίζεις ότι οι άνθρωποι έχουν διακόπτες κάπου πάνω από τον κώλο τους, γυρίζει ο διακόπτης κι ο άνθρωπος τινάζει τον κόσμο στον αέρα, στρίβει από την άλλη ο διακόπτης κι ο άνθρωπος φοράει παντόφλες και βλέπει τηλεόραση αγκαλιά με την οικογένεια. Τα λέω καλά;»
«Καλά ή άσχημα –δεν έχει σημασία. Γιατί έτσι αποφασίσαμε να παίξουμε και τώρα δεν μπορούμε να αλλάξουμε το χαρτί. Αν έχεις τίποτα εσωτερικές διαφωνίες, κράτα τις για τον ψυχολόγο σου. Άντε, κοπάνα την –να κάνουμε παιχνίδι όσοι μείνουμε», σκοτεινιάζει ο Νίκος.
«Ρε ηλίθιε –ξεκόλλα λίγο! Εδώ είμαι γιατί ξόφλησα με τη ζωή μου όταν ξεκίνησαν όλα αυτά. Τι να με κάνουν οι δικοί μου πεθαμένο άνθρωπο; Καλύτερα η ανάμνηση παρά ένα περιφερόμενο κουφάρι που βρωμάει. Απλά, ήθελα να πω –ας τελειώνουμε όσο γίνεται πιο γρήγορα, δεν αντέχω άλλο να σκέφτομαι τα πρόσωπα των δικών μου. Κατάλαβες μαλάκα; Και δώσμου εκείνο το γαμημένο το τσιγάρο –τι πρέπει να κάνω δηλαδή; Να σου πάρω πίπα πρώτα;» ο Γιάννης τραβάει μια ξεγυρισμένη κλωτσιά στο κοντάκι του Μ1 κι εκείνο φτιάχνει μισό ακροβατικό στον αέρα.
Ο Νίκος ανάβει δυο τσιγάρα, του δίνει το ένα –καθώς το πλησιάζει στα χείλια του Γιάννη τον αγκαλιάζει από τους ώμους.
«Με ένα συγνώμη δεν πατσίζουμε, αλλά όπως και νάχει …», του ψιθυρίζει στο αυτί.
«Ρε ξεκόλλα από πάνω μου και θα μας παρεξηγήσουν!» γελάει ο Γιάννης.
«Εντάξει τα αγοράκια; Κάνανε τα τσαλιμάκια τους;» ρωτάει η Μαριάνα.
«Τι γουστάρεις τώρα; Ένας από μας θα σου καθόταν και δεν κατάφερες να τον κρατήσεις …», λέει ο Νίκος.
«Αυτός είχε φύγει από καιρό ρε κορόιδο. Δικαιολογία έψαχνε», τον πληροφορεί θυμωμένα η Μαριάνα.
«Τέλος πάντων –νομίζω ότι κανένας δεν έχει διάθεση να φύγει», τους διακόπτει ο Γρηγόρης.
«Και που να πάμε;» αναρωτιέται η Μαριάνα. «Που αλλού θα βρούμε τόσους στρατιώτες να μας περιμένουν;»

Ο ταγματάρχης κορνάρει μανιασμένα για να του ανοίξουν δρόμο. Ένας λοχίας που κατευθύνει τις κινήσεις των ΡΕΟ πλησιάζει βρίζοντας.
«Τι θες ρε κερατά;» βιάζεται όμως να καταπιεί τα λόγια του, βλέποντας τα αστέρια πίσω από τιμόνι. «Στις διαταγές σας κύριε ταγματάρχα!»
«Τι γίνεται λοχία; Θα μου σπάσετε τον πούτσο μέχρι να περάσω απέναντι;» χαμογελάει εκείνος.
«Ξέρετε … χρειάζεται άδεια … άλλωστε …»
«Λοχία ξύπνα! Έχω μια ταμπελίτσα καρφιτσωμένη –βλέπεις τι γράφει;»
Ο λοχίας ζαρώνει τα μάτια μέσα στο ημίφως.
«Θα περιμένω πολύ;» αδημονεί εκείνος.
Ο λοχίας χάνεται στη μέση του δρόμου, σταματάει τα ΡΕΟ και του κάνει νόημα να περάσει.
«Για να δούμε … από πού πάνε για πλατεία σ΄αυτή την κωλογειτονιά … Δεν έχει και ταμπέλες γαμώ το στανιό τους …», ο ταγματάρχης οδηγεί βρίζοντας. Προσεκτικά. Διασταυρώνεται με τζιπάκια, αφήνει το πρώτο να περάσει –σταματάει το επόμενο.
«Οδηγέ –κατά που πέφτει η πλατεία;»
«Από δω αριστερά και μετά όλο ευθεία κύριε ταγματάρχα».
«Έχει καταληφθεί;»
«Νομίζω ότι θα πρέπει να τελειώνει τώρα η επιχείρηση εκεί πέρα κύριε ταγματάρχα».
Βλαστημάει καθώς πατάει τέρμα γκάζι –το αυτοκίνητο πετάγεται μπροστά σα μαριονέτα.

Μέσα στο ερειπωμένο σπίτι έχουν πάρει θέσεις. Μετράνε κεφάλια, οι στρατιώτες χαζολογάνε καθώς προσπαθούν να καθυστερήσουν την είσοδό τους στα σπίτια. Κανένας πυροβολισμός πλέον.
«Θα μας δώσουν χρόνο», λέει ο Γρηγόρης.
«Αλλά όχι πολύ», συμπληρώνει ο Γιάννης.
«Μήπως να τους περιμέναμε εδώ μέσα; Θα φάμε μπόλικους πριν μας καθαρίσουν», σκέφτεται φωναχτά ο Νίκος.
«Γιατί να σκοτώσουμε στρατιώτες ρε μαλάκα; Τι θ΄αλλάξει;» ρωτάει ο Γρηγόρης.
«Τίποτα δεν θ΄αλλάξει. Για χαβαλέ», του λέει ο Νίκος.
«Σώπα ρε Βίνσεντ Βέγκα! Δείξε και λίγο έλεος!» γελάει ο Γιάννης.
«Εγώ δεν σκοτώνω κανέναν», ξεκαθαρίζει η Μαριάνα.
«Κανένας δεν κινείται –κανένας δεν πεθαίνει», ανακοινώνει ο Γρηγόρης.
«Τι θα πει αυτό;» ρωτάει η Μαριάνα.
«Τίποτα. Ένα τραγούδι το λέει …»
«Άρχισες να ακούς και χιπ χοπ στα γεράματα;» απορεί ο Γιάννης.
«Εδώ εσύ έκανες οικογένεια –τι να λέμε τώρα …» τον χτυπάει στην πλάτη ο Γρηγόρης.
«Άσε μη μου το θυμίζεις …» θολώνει εκείνος.

Ο ταγματάρχης παρατάει το αυτοκίνητο πίσω από τα σταθμευμένα φορτηγά και καλύπτει τον υπόλοιπο δρόμο τρέχοντας. Η πλατεία φαίνεται ήδη –για την ακρίβεια, ένας μισοκαμένος τρούλος εκκλησίας, πάνω από τις στέγες των σπιτιών. Ο ταγματάρχης στρίβει στο πρώτο στενό, οι σόλες του αντηχούν στο λιθόστρωτο. Γλιστράει στο μπάσιμο της πλατείας –το γόνατό του χτυπάει σε έναν πυροσβεστικό κρουνό.
«Το γαμήδι! Όλα έχουν γίνει ίσωμα κι αυτό ακόμα στέκεται σαν τσουτσέκι!» βρίζει ανάμεσα στα δόντια του. Βλέπει τους στρατιώτες, επιταχύνει το βήμα –κουτσαίνει.
Μια περίπολος φτάνει δίπλα του, ο επικεφαλής σταματάει –χαιρετάει.
«Τι γίνεται εδώ ανθυπασπιστά;» ρωτάει ο ταγματάρχης.
«Περιμένουμε το γενικό πρόσταγμα. Θα επιχειρήσουμε στα σπίτια απέναντι», απαντάει εκείνος ενώ στέκεται προσοχή.
«Ποιος είναι υπεύθυνος;»
«Ο κύριος λοχαγός –εδώ πιο κάτω …»
«Δώσε μου έναν άνδρα να με πάει σ΄αυτόν»
Ο ανθυπασπιστής υπακούει βιαστικά. Κοντοστέκεται βγάζοντας έναν φαντάρο από την περίπολο.
«Μήπως να σας πάω εγώ κύριε ταγματάρχα;»
«Άσε τις μαλακίες ανθυπασπιστά! Δεν κάνουμε άσκηση εδώ πέρα –θα εγκαταλείψεις τους άνδρες σου;»
Ο ταγματάρχης κάνει νόημα στον φαντάρο και ξεκινάνε τρέχοντας.

«Πότε θα βγούμε;»
«Ξέρω ΄γω …»
«Βλέπεις τον ήλιο;»
«Δεν φαίνεται ακόμα».
«Πριν βγει ο ήλιος. Δεν έχω όρεξη να τον δω σήμερα».
«Πότε θα βγούμε;»
«Σε λίγο».

Ο ταγματάρχης πλησιάζει έναν γερασμένο λοχαγό που ουρλιάζει διαταγές σε κατάσταση αμόκ.
«Τι συμβαίνει εδώ;» ρωτάει.
Ο λοχαγός πετάγεται.
«Της πουτάνας ταγματάρχα μου. Θα επιτεθούμε σε λίγη ώρα».
«Περιμένετε μέχρι να σας δώσω εγώ διαταγή. Αναλαμβάνω την επιχείρηση», λέει αφηρημένα εκείνος.
Μετά αρχίζει να προχωράει ανάμεσα στους στρατιώτες –ψάχνει με τα μάτια καρφωμένα στο ξημέρωμα.
«Δε γαμιέσαι ρε εύελπι! Σήκωσες τον κώλο σου από τα γραφεία για να μας κάνεις τον καμπόσο …», βρίζει ο λοχαγός βλέποντάς τον να απομακρύνεται. «Λοχία! Πες στους ομαδάρχες να περιμένουν. Ο ταγματάρχης θα δώσει διαταγή εφόδου», ξελαρυγγιάζεται αμέσως μετά.

«Άντε ρε ξεφτίλες –τέρμα το κωλοβάρεμα», λέει ήρεμα ο Γρηγόρης καθώς σηκώνεται. Φτάνει μέχρι την ανύπαρκτη πόρτα, κοντοστέκεται, αδειάζει τη θαλάμη του Μ1 από τα φυσίγγια. Και βγαίνει στον κήπο.
Οι υπόλοιποι ακολουθούν.
«Να ξέρεις ότι τελικά δεν ήσουν τόσο μαλάκας όσο έλεγα», αγγίζει το μπράτσο του Νίκου η Μαριάνα.
«Ούτε κι εσύ τόσο καργιόλα. Αλλά τελικά μήπως ήμασταν περισσότερο;» γελάει ο Νίκος.
«Δεν τρώγεσαι!» του απαντάει εκείνη.
«Πας στοίχημα;» ξεκαρδίζεται ο Νίκος δείχνοντάς της τους στρατιώτες.
Ακολουθούν τον Γρηγόρη στον κήπο αφού έχουν αδειάσει τα όπλα τους –ο Γιάννης φεύγει τελευταίος, κουτσαίνοντας.
Ο Γρηγόρης σταματάει απότομα –τους κοιτάζει.
«Θα τα ξαναπούμε», λέει.
Μετά κοιτάζει πίσω τους, στο άνοιγμα της πόρτας.
«Θα τα πούμε -σύντομα», ξαναλέει.
Ο Αντώνης κουνάει το κεφάλι του συμφωνώντας. Μετά, κάνει νόημα στον διπλανό του και ξαναμπαίνουν στο άδειο σπίτι.

«Είδες καμιά κίνηση δόκιμε;»
«Ησυχία κύριε ταγματάρχα».
«Αν δουν τίποτα οι άντρες σου να με ειδοποιήσουν άμεσα. Θα περιμένετε εντολή μου πριν κινηθείτε».
«Όπως διατάξετε».
«Τι είναι αυτό;»
«Που κύριε ταγματάρχα;»
«Εκεί πέρα ρε στραβάδι!»
«Δεν μπορώ να διακρίνω καλά».
Ο ταγματάρχης τεντώνεται πιάνοντας την κίνηση.

Σπρώχνουν την καγκελόπορτα, βγαίνουν στο δρόμο ήρεμα.
«Τι κάνουμε τώρα;» ρωτάει ο Γιάννης.
«Περπατάμε. Προσεκτικά», λέει ο Γρηγόρης.

«Κύριε ταγματάρχα κάποιοι βγαίνουν από το σπίτι απέναντι!»
«Τους είδα ηλίθιε!»
«Τι να κάνουμε; Να στείλω στρατιώτες;»
«Περίμενε λίγο –άστους να πλησιάσουν».

«Βλέπεις εκείνο το βουνό που είναι γεμάτο ασβέστη;» γελάει ο Νίκος δείχνοντας απέναντί τους.
Η Μαριάνα τον τσιμπάει στο μπράτσο –τεντωμένη από τα νεύρα.
«Αυτοί οι φαντάροι εκεί πέρα μου φαίνονται μια χαρά», σχολιάζει ο Γιάννης.
«Πάμε κατά πάνω τους», προτείνει ο Γρηγόρης.

«Κύριε ταγματάρχα είναι οπλισμένοι!»
«Σκάσε!»
«Έρχονται κατά δω –κρατάνε όπλα!»
«Βγάλε το σκασμό ρε!»

«Λιγότερο από 50 μέτρα είμαστε –τι περιμένουν οι μαλάκες;» μουρμουρίζει ο Γιάννης.
«Κοίτα!» τον αρπάζει απότομα ο Νίκος. «Κοίτα εκεί! Ο Δημήτρης!»
«Στο είπα ότι θα έρθει!» θριαμβολογεί ο Αντώνης.
Ο Γιάννης τινάζεται. Κοιτάζει τριγύρω να βρει ποιος μίλησε, ηρεμεί σχεδόν αμέσως –καταλαβαίνει. Πιάνει τον Γρηγόρη, τον αναγκάζει να σταματήσει.
«Ο δικός μας», του δείχνει απέναντι –ανάμεσα στους παραταγμένους στρατιώτες.
Ο Γρηγόρης σηκώνει το άδειο όπλο –σημαδεύει τους στρατιώτες απέναντι.
«ΓΙΑΤΙ ΤΟΤΕ ΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ ΜΥΡΙΖΑΝ ΘΑΝΑΤΟ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ!» φωνάζει.
Ο Γιάννης χτυπάει τον ώμο του Νίκου και γελάνε. Η Μαριάνα τους κοιτάζει απορημένη.


«ΜΑΣ ΣΗΜΑΔΕΥΟΥΝ! ΘΑ ΠΥΡΟΒΟΛΗΣΟΥΝ!», ουρλιάζει ο δόκιμος.
«Περίμενε», λέει ο ταγματάρχης.
Ακούνε τη φωνή του άντρα απέναντί τους, βλέπουν την υπόλοιπη παρέα να αγκαλιάζεται όσο εκείνος σηκώνει το όπλο.
«Τι είπαν κύριε ταγματάρχα; Κάτι για καλοκαίρια είπαν;»
Ο Δημήτρης γελάει. Βγάζει το πηλίκιο –στρώνει τα ξανθά του μαλλιά …
«Σκοτώστέ τους», λέει ήρεμα.

Ο Αντώνης στο άνοιγμα της πόρτας δεν ακούει τους πυροβολισμούς. Μόνο τον καπνό που στροβιλίζεται από τις κάνες των όπλων …
«Ώστε αυτό ήταν όλο», λέει στον διπλανό του. «Πάμε να φύγουμε».

ΤΕΛΟΣ

Υ.Γ.: Δεν ξέρω πόσο καλή, άσχημη, βαρετή ή κοινότυπη ήταν αυτή η ιστορία. Το μόνο που ξέρω είναι οτι, αν δεν υπήρχε εκείνο το "βιβλίο -ευαγγέλιο" κι εκείνο το άτομο που με άφησε να το χρησιμοποιήσω, δεν θα έφτανε στο τέλος της.

22 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

savon des bebes gentilles είπε...

egrapses! einai teleio, kinhmatografiko sto full. i istoria exei apisteuto neuro: oi perigrafes ekei pou dinontai den menoun ntekor alla ginontai istoria ths Istorias

exo diathesi na ourliaxo (oriste kai mia akomi antidrasi pou ta grapta sou prokaloun)

parepiptontos: an thes mazepse to kai linkare to me rapidshare, einai apo ta mpizoudakia tou graptou logou pou mou aresei(kai oxi mono ego fantazomai) na xero oti me perimenoun kapou ston upologisti i stin bibliothiki

The Motorcycle boy είπε...

Τα παραλές αλλά ευχαριστώ πάντως. Θα παρακαλέσω την Tomboy να τα φτιάξει και να τα σηκώσει σε rapidshear (όπως και τα προηγούμενα), αλλά δεν μένουν για πολύ καιρό ρε συ. Όποιος προλάβει είναι οι κερατάδες.

savon des bebes gentilles είπε...

anevasetai mia fora sto rapishare...(kai epi tis eukairias kai ta palia)

apo oti exo katalavei to rapishare sto katevazei an den tous plironeis gia sumploromatikes upiresies. enallktika uparei to http://www.black-tracker.gr/ to opoio linkarei kai to athens indymedia kai den nomizo na uparxei provlima.

episis den xero kata poso paizei http://e-vivlia.blogspot.com/
mporeis omos na to deis``

auta einai ta prota pou mou irthan sto mialo

ante ki se ultra lux ekdosi se xarti

The Motorcycle boy είπε...

Νομίζω οτι η εκδότης μου είδε τις πληροφορίες και σε ευχαριστεί. Για χάρτινη έκδοση άστο καλύτερα -λυπάμαι τα δεντράκια

Laplace είπε...

φιλαρακο,μολις ανακαλυψα το blog σου..ΜΑΓΕΜΕΝΟΣ απο αυτο..
Ειδικα που βλεπω εχεις σε περιοπτη θεση το rumble fish,την αγαπημενη μου ταινια..
θα τα λεμε

The Motorcycle boy είπε...

Φίλε μου, ο χώρος εδώ μέσα φρουρείται από το Τσαμπουκαλέμενο Ψάρι (στο οποίο χρωστάω και το 'ψευδώνυμό' μου), τις μνημειωδεις ατάκες των ηρώων του Νίκου Νικολαϊδη και τον Captain Marvel αυτοπροσώπως -ακόμα και μετά θάνατον.

Οι παραπάνω αξιότιμοι κύριοι χαίρονται να γνωρίζουν δικούς τους ανθρώπους -κι αν χαίρονται αυτοί μια φορά, φαντάσου πόσο χαίρομαι εγώ.
Να τα λέμε λοιπόν.

Ανώνυμος είπε...

Εντάξει είναι απίστευτό το τέλος...
Ό,τι κ να πω είναι λίγο κ δε θέλω να το χαλάσω με χαζοεπίθετα...

Μπράβο σου!

The Motorcycle boy είπε...

Μπράβο σου εσένα που άντεξες να το διαβάσεις. Εγώ δεν θα το κατάφερνα.

Ανώνυμος είπε...

Δεν είναι έτσι...
Τον Μαλτέζο ναι, λίγο δύσκολο. Ακόμα δεν τον έχω ξεκινήσει.

Πάντως πέρα του ότι γ΄ραφεις καταπληκτικά, οι εικόνες, οι σκέψεις κλπ, αυτό που θέλω να ξαναπώ... οι διάλογοι είναι πάντα τέλειοι!!! Δε ξέρω αλλά για μένα είναι από τα δύσκολα να είναι πετυχημένοι οι διάλογοι.

Πολύ, πολύ συγκινητικό κ ρομαντικό όσο κλισέ κ αν σου ακούγονται αυτά... ευτυχώς ήμουν μόνη...

The Motorcycle boy είπε...

Χαίρομαι που το θεωρείς ρομαντικό -γιατί πραγματικά, κάπως έτσι είναι. Και ο Μαλτέζος είναι αποθέωση του ρομαντισμού -μέχρι συροπιάσματος, ας πούμε.
Γιατί, νομίζω οτι με χαρακτηρίζει "κάποιο συναίσθημα κάτω από το λίπος", όπως έλεγε και ο Βαλαβανίδης σε εκείνη την ταινία χαχα.

Ανώνυμος είπε...

Οι 3 τελευταίες παραγραφοι όμως... μας γ.....νε!!!

The Motorcycle boy είπε...

Μακάρι φιλενάδα -γιατί ήμουν πάντα αδύνατος στα τελειώματα.

Πάντως, τα τελευταία λόγια του Γρηγόρη είναι συνθηματικό από τους Τυμβωρύχους του Νικολαϊδη. Άντε, σου δίνω και έξτρα πληροφορία -μέχρι να ξαναβγεί εκείνο το βιβλίο.

Ανώνυμος είπε...

Λες θα ξαναβγεί αυτό το βιβλίο;

Κ ποιος είναι to "Τσαμπουκαλεμένο Ψάρι" - rumble fish, που λέτε;
Κοιτάζω στα πλαϊνά σου αλλά δεν καταλαβαίνω. Μπλόγκερ είναι;

The Motorcycle boy είπε...

Το βιβλίο θα ξαναβεί, αν δουν οι άνθρωποι οτι υπάρχουν κάποιοι που θέλουν να το διαβάσουν. Αλλιώς, γιατί να κόβουν τζάμπα τα δέντρα;

Το rumble fish είναι εκείνη η τρομερή ταινία του Κόπολα, η φωτογραφία πάνω στο μπλογκ μου είναι από εκεί. Και το ψευδώνυμό μου επίσης.

Ανώνυμος είπε...

Ωχ! Νομίζω ότι τη θυμήθηκα! Κ έλεγα κάτι μου θυμίζει η φώτο.
Την είχα δει μικρή.
Είναι αυτή η ασπρόμαυρη που έδειχνε ο πρωταγωνιστής να κοιτάει ένα ψάρι που ήταν το μόνο έγχρωμο πράγμα ε; Λίγο τη θυμάμαι.

Θυμάμαι τα αδέρφια το Μικυ Ρουρκ κ τον άλλο που δε θυμάμαι πως τον λένε. Μου είχε αρέσει πολύ

The Motorcycle boy είπε...

Ο Ματ Ντίλον ήταν ο αδερφός του. Και έπαιζε ο Νίκολας Κέιτζ κι ένας ξανθομπάμουρας τους κολλητούς του. Ταινιάρα και λίγα λες.

Από τις σημαντικότερες της ζωής μου.

Ανώνυμος είπε...

Κατ'αρχήν τα αποσπάσματα απο τους "Τυμβωρύχους" που έβαλες, μπορώ να σου ομολογήσω ότι μου τσάκισαν τα κόκαλα. Και δεν εντυπωσιάζομαι εύκολα. Ειδικά "το σκοινί του Αρχάγγελου..." το ρούφηξα. Στείλε και κανένα άλλο απόσπασμα, όποτε μπορείς από κει μέσα, με mail.

Δικαίως λοιπόν εμπνεύστηκες το έργο σου. Βέβαια, ρωτάς συνέχεια το "Κάθαρμα" αν του άρεσε, κι εμείς το απλό κοινό "εδώ" είμαστε.:)

Αν μπορείς, να το εκδώσεις κάποτε αυτό το πόνημα σου. Είναι πράγματι ένα πολύ δυνατό κείμενο, που εκπέμπει ζωή. Ναί, έτσι είναι, παρ' όλο το δραματικό τέλος του. Σίγουρα μπορεί να γίνει και σενάριο, και μάλιστα από σένα τον ίδιο.

Ενώ σαν υπόθεση μπορείς να το κατατάξεις στα έργα φαντασίας, εν τούτοις έχει πολλά πραγματικά στοιχεία μέσα του και χαρακτήρες, που ενώ φαίνονται καθημερινοί, το "λέει η ψυχή τους".

Είναι το πρώτο έργο σου που διάβασα από την αρχή, και με εξέπληξε πολύ ευχάριστα.

ΟΚ well done mcboy...
go on riding...

The Motorcycle boy είπε...

Καλώς τα παιδιά! Ναι και ο Αρχάγγελος και τα υπόλοιπα αποσπάσματα είναι καταπληκτικά, όμως δεν έχω άλλα γιατί τα κάνω αντιγραφή με τα χεράκια μου από το σχετικό βιβλίο. Ελπίζω οτι κάποτε (μακάρι το 'κάποτε' να είναι ΄σύντομα') θα ξαναβγεί εκείνο το βιβλίο -οι Τυμβωρύχοι -και θα μπορείτε να το διαβάσετε ολόκληρο. Κάτι τέτοια βιβλία μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους -για τους εαυτούς μας, πρώτα απ΄όλα.

Το Κάθαρμα το ρωτάω γιατί δεν πρέπει να παίζουμε με τα Καθάρματα -εσείς οι υπόλοιποι (χαίρομαι που είσαστε εδώ!) είσαστε καλοί άνθρωποι, το ξέρω. Εμένα μη με βάλεις στους υπόλοιπους γιατί στη συγκεκριμένη δουλειά κάνω απλώς τον μεσολαβητή.

Μπα, εγώ δεν εκδίδω -εγώ μόνο γράφω. Και κάνω μεσολαβήσεις -μην ξεχνιόμαστε, χεχεχε. Σενάριο να στο κάνω -δεν έχω πρόβλημα -αν μου βρεις κανέναν να το γυρίσει. Αλλά στην πιάτσα οι σκηνοθέτες είναι και σεναριογράφοι, αυτοί ξέρουν καλύτερα από μένα τι να γυρίσουν και "που να γυρίζουν".
Για την ώρα, το μόνο που μπόρεσα να κάνω, ήταν να το μαζέψω στην άκρη δεξιά -όλο το κείμενο ενιαίο, ώστε να μπορεί όποιος θέλει να το διαβάσει κανονικά και να μη βγάζει τα μάτια του στα συνεχόμενα ποστ.

Ευχαριστώ πάντως που το διάβασες κι ευχαριστώ για την υποστήριξη στο να το γράψω.

Ανώνυμος είπε...

Το "Κάθαρμα" μοιάζει νάναι καλό κάθαρμα αφού δεν σούχει σπάσει το κεφάλι μέχρι τώρα. Μπορείς λοιπόν να μην το ρωτάς και να χρησιμοποιήσεις κι' άλλα πράγματα από κεί που ξέρεις... γιατί μας περιμένει και το μυθικό σπίτι στο τέλος του δρόμου.

The Motorcycle boy είπε...

Γι' αυτό ακριβώς. Επειδή μας περιμένει εκείνο το σπίτι στο τέλος του δρόμου -γι΄αυτό ρωτάω. Για να μου απαντάνε αυτοί που είναι δίπλα μου και να παραμένουν δίπλα μου.

Ανώνυμος είπε...

Εεεε, δίπλα σου είναι όσο μοιράζεσαι τα παραμύθια που ξέρεις απο τον γαλαξιακό κόσμο.

The Motorcycle boy είπε...

Όλα μοιράζονται όσο υπάρχουν κάποιοι να τα μοιραστείς.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι