Προηγούμενα:
1ο μέρος: Στο ξέφωτο βαδίζοντας προς την κλειστή πόρτα
2ο μέρος: 'Ποτέ ξανά' έγραφε η πόρτα που δεν ήταν εκεί νωρίτερα
3ο μέρος: Όπου οι μέρες γέλασαν κι έτρεξαν μακριά
31. Το ξημέρωμα είναι δική μας υπόθεση
32. "Είμαστε τα λουλούδια στον σκουπιδοτενεκέ"
33. Γράφοντας με το ζόρι αναμνήσεις
34. Η νύχτα που μύριζε ξινισμένο ροδόνερο
35. "Πες μου, πόση ώρα έφυγε το τρένο; Κι εκείνη, ήταν μέσα;"
36. Ένα τσιγάρο και τίποτα
37. Μια πόρτα λιγότερη
38. Νεκρή φύση
39. "Το τραγούδι του μάρτυρα"
40. "Κοριός με στιλέτο στην πλάτη" (ξέρεις εσύ)
Το απόγευμα άκουσα οτι πέθανε ο Σιδηρόπουλος. Ανακοπή είπαν στο ραδιόφωνο, δηλαδή υπερ-γαμημένη-βολική δόση. Έτρωγα κοτόπουλο με πατάτες που είχε φτιάξει η μάνα μου, κούμπωσε η μπουκιά στο λαιμό –ούτε πάνω, ούτε κάτω πήγαινε. Μια γειτόνισσα Σαντορινιά, είχε φέρει γλυκό κόκκινο κρασί –σήκωσα το ποτήρι και άδειασα τρεις σταγόνες στο μωσαϊκό, για καλό κατευόδιο του Παυλάκη. Κουβεντιάζαμε να πάμε να τον δούμε και φέτος, αλλά το αναβάλλαμε, εγώ έφταιγα, δεν προλάβαμε. Άφησα εκεί πέρα το πιάτο σχεδόν ανέγγιχτο, άδειασα όμως το υπόλοιπο κρασί από το ποτήρι μου και σηκώθηκα να φύγω. Να φύγω από που; Και που να πάω;
Άραξα αργότερα έξω από το σπίτι του, η νύχτα έπεφτε με δόντια κοφτερά και νύχια βρώμικα, έτρεμα, αλλά ήταν αυτή η υπόσχεση που είχα δώσει στον Μαύρο. Να έχω το νου μου στον Σπέις. Μαλακίες δηλαδή, αλλά παιχνίδι να γίνεται. Τουρτούριζα λοιπόν έξω από το σπίτι του, η αυλή μύριζε μουχλιασμένο λάχανο, σκουπίδια κι εγκατάλειψη. Άναψα τσιγάρο να κόψω λίγο τον πηχτό αέρα κι αυτό ήταν, μάλλον, λάθος. Επειδή, το ξέρεις, ένα σήμα περιμένουν, μια κωλοφωτιά για να σε σταμπάρουν. Ούτε κατάλαβα από που ήρθε, πετάχτηκα στον αέρα όταν με ακούμπησε με το δάχτυλό της.
«Τι κάνεις εδώ ρε μαλακιστήρι;»
Γύρισα, την κοίταξα, μια χαρά φαινόταν –καθόλου πτώμα.
«Περαστικός κι έτσι, Γιολάντα», μουρμούρισα ξαναβρίσκοντας τα ζύγια μου.
«Περαστικός ε;» γέλασε εκείνη. «Και που πας για να ΄χουμε καλό ρώτημα;»
«Που πάω, ξέρω ΄γω που πάω; Στο διάολο κι ακόμα παραπέρα», απάντησα.
«Εντάξει τότε –δεν είσαι περαστικός, μόλις έφτασες κορόιδο!» μου γύρισε την πλάτη η Γιολάντα.
«Πως τα πάτε με τον Σπέις;» πέταξα την ερώτηση στο εντελώς ξέμπαρκο.
Τότε εκείνη γύρισε να με κοιτάξει κι εγώ είδα, για λίγο μόνο, οτι αυτή η γυναίκα υπήρξε κάποτε αιτία θανάτου.
«Και τι σε νοιάζει εσένα ρε πιτσιρίκο;» γέλασε ανοίγοντας την αυλόπορτα.
Την άφησα να χαθεί εκεί πέρα κι εγώ πήρα απόφαση να μην ασχοληθώ περισσότερο. Ένα ευτυχισμένο ζευγαράκι, εντάξει, κάπως σαραβαλιασμένο –αλλά μην τα θέλουμε και όλα δικά μας! Ξεκίνησα τη μηχανή, έφερα γύρα το σπίτι επειδή ήθελα να φύγω αντίθετη κατεύθυνση. Θα το έκανα δηλαδή, αν δεν τον έβρισκα κουρνιασμένο στην τρύπα του φράχτη, άθλιο θέαμα, σκελετωμένος να κοιτάζει την μπροστινή αυλή του σπιτιού. Άφησα τη μηχανή, έτρεξα κοντά του.
«Εσύ είσαι ρε μαλάκα;» απόρησα.
Ο Σπέις με κοίταξε, αλλά δεν με είδε.
«Τι κάνεις εδώ πέρα;» προσπάθησα να κουκουλώσω την αμηχανία.
Τα νύχια του ήτανε μαύρα από το ξεραμένο χώμα.
«Η ώρα είναι τώρα», ψέλλισε ο Σπέις.
«Ποια ώρα;» απόρησα.
«Φύγε, δεν έχει μείνει τίποτα...» μουρμούρισε εκείνος.
«Πως δηλαδή; Τώρα την είδα μια χαρά!» αγανάκτησα.
«Ποια είδες;»
«Τη Γιολάντα!»
Τίναξε τότε σα σουγιά το κοκαλιάρικο δάχτυλό του και με χτύπησε στο στήθος.
«Δεν υπάρχει καμιά Γιολάντα εδώ πέρα, μην το ξαναπείς αυτό!» χλόμιασε.
«Ρε Σπέις...»
«Φύγε, εξαφανίσου!» έκρωξε.
Κι εγώ βιάστηκα να ακολουθήσω την προτροπή του επειδή το μέρος κάπως ασφυκτικό.
Δεν πήγα σπίτι μου εκείνο το βράδυ, κατέβηκα στην παραλία, βρήκα κάτι παιδιά λιωμένα στους πίσω πάγκους του Ίρις –κάθισα μαζί τους, να παλέψουμε το σκοτάδι. Είχαν τσέπες φαρδιές, γεμάτες χάπια και σιρόπια γι΄αυτό παραγγέλναμε συνέχεια μπύρες –επειδή το στόμα μας συνέχεια ξεραινόταν. Μιλάγαμε ελάχιστα, κάποιος μάλιστα έκλαιγε στα κρυφά –αλλά όταν τον ρωτάγαμε προτιμούσε να μας σπρώχνει άγρια πίσω, μέχρι που σηκώθηκε και χτύπησε το κεφάλι του σε μια κολώνα, τον πήραν τα αίματα. Κανένας μας δε νοιάστηκε να τον περιμαζέψει, ήρθε λοιπόν η γκαρσόνα μαζί με τον μπράβο του μαγαζιού και τον πέταξαν έξω σαν την τρίχα από το γιαούρτι.
Εγώ δεν είχα τίποτα να κάνω με όλα αυτά, παρά μόνο να πίνω και να λέω «μέγκλα», κάθε φορά που με κερνάγανε χημεία σε υγρή ή σακχαρόπηκτη μορφή. Μέχρι που άρχισα να βλέπω κουρτίνες, στην αρχή φτιαγμένες από χάντρες αστραφτερές, μετά βαριές, βελούδινες, μπλε σκούρες –μάλλον το κεφάλι μου κοπάνησε στον ξύλινο πάγκο απροειδοποίητα.
Πονούσα παντού και αυτό ήταν το ένιωσα μέσα στη θολούρα.
«Η πρώτη αίσθηση που είχα ήταν πως αν κάποιος μου μιλούσε απότομα, θα έβαζα τα κλάματα.
Η δεύτερη, πως το δωμάτιο στο οποίο βρισκόμουν ήταν πάρα πολύ μικρό για το κεφάλι μου. Το μπροστινό μέρος του κεφαλιού μου το ένιωθα πάρα πολύ μακριά από το πίσω και τα πλάγια απείχαν μεταξύ τους πολλά μέτρα, παρ΄όλο που ένας τρεμουλιαστός πόνος έκανε δρομολόγια από τον ένα κρόταφο στον άλλο μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Καλά λένε ότι οι αποστάσεις έχουν εκμηδενιστεί στις μέρες μας.
Η τρίτη αίσθηση ήταν πως κάπου, όχι πολύ μακριά, κάτι βούιζε ασταμάτητα.
Η τέταρτη και τελευταία αίσθηση ήταν πως παγωμένο νερό έτρεχε στην πλάτη μου. Το κουβερλί ενός κρεβατιού, ένα εκατοστό από τα μάτια μου, αποδείκνυε πως ήμουν πεσμένος μπρούμυτα, με το πρόσωπο στο πάτωμα, αν ακόμα είχα πρόσωπο. Γύρισα στο πλάι, ανακάθισα κι ένας κροταλιστός ήχος κατέληξε σε γδούπο. Αυτό που κροτάλισε κι έπεσε με γδούπο ήταν μια πετσέτα γεμάτη μισολιωμένα παγάκια. Κάποιος που με αγαπούσε πολύ την είχε βάλει πάνω στη χτυπημένη κεφάλα μου στο τμήμα όπου με είχε χτυπήσει κάποιος που με αγαπούσε λιγότερο. Αλλά αυτοί οι δυο θα μπορούσαν να είναι το ίδιο πρόσωπο. Οι άνθρωποι αλλάζουν διαθέσεις τόσο συχνά».
Ξεκινάω να γελάσω αλλά μου βγαίνει σε κρώξιμο –κάπου υπάρχει μια πόρτα κι από εκεί πέρα ακούγεται το σύρσιμο του Φίλιπ Μάρλοου, που προσπαθεί να δραπετεύσει. Ξανακλείνω τα μάτια.
«Συνέρχεται; Πως σου φαίνεται εσένα;»
«Το καλό που του θέλω, αλλιώς...»
Κάπως απειλητικό μου κάνει το «αλλιώς», σηκώνω λοιπόν το κεφάλι και βλέπω τη γκαρσόνα με έναν ασπρομάλλη.
«Εντάξει είναι το παιδί», χαμογελάει η γκαρσόνα. «Πάω να του φτιάξω καφέ».
Ο ασπρομάλλης δε λέει κουβέντα.
«Τι έγινε;» ρωτάω.
«Σκατά στα μούτρα σου», απαντάει ο ασπρομάλλης.
Μετά εξαφανίζεται πίσω από την ίδια πόρτα που έφυγε κι ο Φίλιπ Μάρλοου. Που το ξέρω; Απλούστατο! Το δωματιάκι έχει μόνο μια πόρτα!
«Οι άλλοι έφυγαν και σε παράτησαν εδώ πέρα», λέει η γκαρσόνα καθώς σπρώχνει τον καφέ προς το μέρος μου.
«Καλά κάνανε. Δεν ήμουνα μαζί τους έτσι κι αλλιώς...» απαντάω.
Το στομάχι μου είναι σκέτο ναρκοπέδιο, πίνω αργά τον καφέ και ούτε να καπνίσω δεν μπορώ. Η γκαρσόνα μπαινοβγαίνει αμίλητη. Είναι μια συμπαθητική, αλλά άσχημη κοπέλα.
Το έκοψα για ήλιο με κέρατα έξω από το μαγαζί, γι΄αυτό φρόντισα να σουφρώσω ένα ζευγάρι Κολούμπια περνώντας δίπλα από τη μπάρα –βγήκα στο δρόμο και την είδα κανονικά Ρίσκι Μπίζνες. Έπρεπε να θυμηθώ που έχω αφήσει τη μηχανή κι αυτό ήταν σκέτος μπελάς, περπάτησα λοιπόν στα κουτουρού, ο καλύτερος τρόπος να βρεις αυτό που ψάχνεις. Χρειαζόμουν επειγόντως ύπνο και κάποια μαλακή κουβέρτα να με προφυλάξει από τις σκέψεις. Γι΄αυτό οδήγησα προς το σπίτι, παράτησα τη μηχανή έξω από την αυλόπορτα και ανέβηκα τις σκάλες υπνοβατικά. Έξω από την πόρτα του δωματίου μου ήταν στερεωμένος ένας μακρόστενος φάκελος, χρώματος κρεμ, με σφραγίδες ξεθωριασμένες και ταχυδρομική ατέλεια –το πράγμα μύριζε μπελάδες, από χιλιόμετρα. Έσκισα την άκρη του και έβγαλα από μέσα ένα χαρτί δακτυλογραφημένο που με πληροφορούσε οτι σε είκοσι μέρες θα έπρεπε να παρουσιαστώ στο 2/39 ΚΕΝ Μεσολογγίου, για να καταταγώ. Το όνομά μου δεν ήταν δακτυλογραφημένο –κάποιος το είχε γράψει με μπλε στυλό στο περιθώριο που του άφηναν 37 κατάμαυρες τελίτσες. Μπήκα στο δωμάτιό μου, ακούμπησα το χαρτί στο γραφείο, άφησα δίπλα τον κρεμ φάκελο και άναψα το πρώτο τσιγάρο της ημέρας χαζεύοντάς τα.
Κατάλαβα τότε οτι οι μέρες του κρασιού και των τριαντάφυλλων είχαν περάσει τρέχοντας από μπροστά μας και ξεμάκραιναν γελώντας αυθάδικα -το μόνο που έμεινε ανάμεσα στα δάχτυλά μας ήταν η αίσθηση των βελουδένιων φύλλων μαζί με μια καούρα στο στομάχι, τρυφερότητα κι ενόχληση μαζί.
Έπεσα με τα ρούχα κάτω από την κουβέρτα και κοιμήθηκα –ξερός.
«Ήταν πρωί τ΄Αυγούστου κοντά στη ροδαυγή/ σκοράριζες το θάνατο κει στη Δεξαμενή/ και σκούζοντας γι΄αλήθειες που στάζαν πανικό/ σε βρήκαν τα μεσάνυχτα ολότελα γυμνό/ να καρφώνεις το κενό».
Άκουγα τα παιδιά να τραγουδάνε όσο οι συγγενείς κατέβαζαν το φέρετρο στο λάκκο, ήταν πολλά παιδιά εκείνο το μεσημέρι στο νεκροταφείο του Κόκκινου Μύλου –είχαν πάει να δουν τον Παυλάκη. Επειδή μεγάλη ντίβα ο Παυλάκης, μια ζωή, γούσταρε κόσμο, θεατές, χειροκρότημα –και τα παιδιά το ξέρανε. Ήρθανε λοιπόν, τραγούδησαν, φώναξαν, χειροκρότησαν. Κάποιοι ανάμεσά τους έριξαν ξεγυρισμένες κλωτσιές στα διπλανά μνήματα, βρίσανε τον παπά και τσαμπουκαλεύτηκαν με τους νεκροθάφτες –γιατί τα παιδιά δεν μπορούν εύκολα να δεχτούν το θάνατο. Εγώ είχα πάει από πιο νωρίς, διάλεξα ένα πόστο καλό στο μαντρότοιχο του νεκροταφείου, από εκεί τα είδα όλα. Την αδερφή του που έκλαιγε, το φέρετρο κατάμαυρο γυαλιστερό, φίλους και γνωστούς στις πάντες και τον Αλέκο τον Αράπη να παραπατάει επικίνδυνα.
Όταν τον παραχώσανε σκέφτηκα οτι μια χαρά τα είχε καταφέρει ο Παυλάκης κι ας χρειάστηκε να φτάσει μέχρι τα 42 για να πεθάνει. Εγώ, ελπίζω να τα καταφέρω ακόμα καλύτερα και να πεθάνω πριν φτάσω τα 30 -άλλωστε πάνε κοντά 10 χρόνια από εκείνο το βράδυ που ο Γιωργάκης ο αδερφός του Σόλωνα την είχε κοπανήσει από τη χοροεσπερίδα πάνω στη βέσπα του αδερφού του για να γκρεμιστεί από τον Κρεμαστό Λαγό ανοίγοντας μια καταπακτή θανάτων που δεν έλεγε να κλείσει. Σήκωσα τους γιακάδες του τζάκετ μου, έβαλα τα χέρια στις τσέπες γιατί είχα ξυλιάσει και την έκανα από το μαντρότοιχο του νεκροταφείου σφυρίζοντας.
Την τελευταία βδομάδα πριν παρουσιαστώ στο Μεσολόγγι, έψησα ένα πάρτι αποχαιρετιστήριο –και πολύ σένιο. Έφαγα δυο μέρες στα τηλέφωνα, έχασα ένα αυτί από γάγγραινα, αλλά τελικά ειδοποίησα τους περισσότερους. Μίλησα και στον Πέτρο γιατί χρειαζόμουνα βοήθεια στο στήσιμο της όλης κατάστασης.
Την προηγούμενη του πάρτι πήγα στο μπαρμπέρη της γειτονιάς, έναν σκατόψυχο γέρο που κούρευε μόνο συνταξιούχους. Του ζήτησα να με περιποιηθεί ένεκα φαντάρικου, χάρηκε ο μαλάκας, ήξερε βλέπεις και το γέρο μου –μ΄έπρηξε περί στρατού, πατρίδας και άλλων τέτοιων παραφυάδων. Όσο έκοβε τα μαλλιά μου δεν τολμούσα να κοιταχτώ στον καθρέφτη, μετά με πασπάλισε ταλκ ενώ ο σβέρκος μου έτσουζε αφόρητα από τη μηχανή.
«Τώρα έδειξες άντρας!» μου είπε καθώς με ξεσκόνιζε.
«Μπα μη νομίζεις!» του σφύριξα στ΄αυτί. «Στην πραγματικότητα είμαι τελειωμένος πούστης, γι΄αυτό πάω στο στρατό –για να τον υφαρπάζω συχνότερα».
Μετά του πέταξα δυο κατοστάρικα κι έφυγα γρήγορα από κει μέσα πριν βγάλω τ΄άντερά μου.
Όταν έφτασα σπίτι κοιτάχτηκα στον καθρέφτη -ανακάλυψα οτι έτσι κουρεμένος ήμουνα φτυστός ο γέρος μου! Κλείδωσα λοιπόν την πόρτα της τουαλέτας κι έβαλα τα κλάματα.
Ο Πέτρος ήρθε από το μεσημέρι, αλλά όχι μόνος του. Έφερε Ευθύμη και Αλέξη συν Κορίνα με τις φιλενάδες της –ομάδα διάσωσης κανονική. Είχαμε να σουλουπώσουμε το γιαπί, να φροντίσουμε για ποτά και μάσα, να προετοιμαστούμε για το πάρτι. Τα ηχητικά τα είχε αναλάβει ο αδερφός μου και στήνανε σε μια γωνιά, επειδή θα έπαιζε με το συγκρότημά του και το συγκρότημα του Μάριου –να έχουμε κάποια ζωντανή μουσική. Παραδίπλα στήνανε τα πικάπ και καλουμπάρανε καλώδιο για τα ηχεία.
«Έχω κάτι για σένα», μου σφύριξε ο Πέτρος σε άσχετη φάση.
Τον κοίταξα περιμένοντας κι εκείνος μου έβαλε στο χέρι ένα κομμάτι τυπωμένο χαρτί.
«Τι είναι αυτό ρε μαλάκα;» απόρησα.
«Γράμμα από Τάκη».
«Δεν έχουνε στυλό στο Αμέρικα; Μόνο με γραφομηχανές γράφουν;»
«Είναι μέιλ», είπε ο Πέτρος.
«Οου ρίλι!» γύρισα τα μάτια ανάποδα. «Γουάτ γιου τελ μι!»
«Σταμάτα ρε βλάκα, αφού δεν ξέρεις τι είναι μέιλ –γιατί κοροϊδεύεις;» χαμογέλασε ο Πέτρος.
Και μου εξήγησε οτι στο Αμέρικα έχουν ένα ηλεκτρονικό δίκτυο, πανεπιστημιακό, που επικοινωνεί με το δικό μας πανεπιστημιακό δίκτυο του ΕΜΠ και ανταλλάσσουν ραβασάκια ηλεκτρονικά –οι φοιτητές έχουν δικές τους αντρέσες και τέτοια.
Ξεδίπλωσα το χαρτί. Πάνω –πάνω έγραφε «From: mounaki.jhu...», το έδειξα στον Πέτρο.
«Είναι η διεύθυνσή του», γέλασε εκείνος.
«Μουνάκι;» έκανα εγώ.
«Ε, τι άλλο!»
«Σωστός».
Παρακάτω ο Τάκης είχε γράψει με λατινικούς χαρακτήρες –λογικό, αφού οι κομπιούτορες σίγουρα δεν είχαν συμπεριλάβει την, ξακουστή στα πέρατα της οικουμένης, σκατογλώσσα μας στα πληκτρολόγια τους.
«Ithela na sou po oti eisai malakas. Mega malakas. Alla auto to ksereis, pame parakato.
Edo exo klasei patates, irtha nixta kai vrika ena krevati sketo stroma, maksilari miden. To epomeno proi vgika zitoulas, petixa enan ellina giati me tous allous den katalavaino gri. Mou edose kai maksilari kai zaxari kai kafe, den ksereis poso simantika einai ola auta. Giati eisai malakas, to eipame auto.
Me ton ellina kanoume parea, nikos metaptixiakos iatrikis. Leme na valoume fragka misiaka na agorasoume mia Fat Boy alla kanoun ton kolo tous, opote mas kovo gia Virago 600 to poli. Omos den kostizei tipota na oneireuesai, eidika an den iparxei kapoios malakas sta perix na sou gamei to oneiro.
Gia tin ora exo daneistei ena podilato na pigaino sto Campus, exo kai mia alissida na to deno kali alissida, karavisia. Tin pernao sti mesi otan odigo kai xezontai pano tous ta kseneria, nomizoun oti eimai o kavalaris tou thanatou.
Vrika kai mia Kolomviana poli treliara, super gkomena. Kanoume kanonika akrovatika sto krevati, tha sou po ta Xristougenna apo konta. Alla einai psycho, mia fora me epiase na xalvadiazo me kapoia Italida kai me gamise, mexri ti mprostini roda tou podilatou stravose. Zoriki tipissa.
Den einai i ginaika tis zois mou. Alla ksero oti kapou edo pera trigirizei i ginaika tis zois mou kai tha ti vro. Sigoura pragmata.
Koita na ta katafereis mexri na giriso, epeidi thelo na sou petakso ta matia ekso autoprosopos.»
Τσαλάκωσα πάλι το χαρτί και το σούταρα έξω από το ανοιχτό παράθυρο. Κοίταξα τον Πέτρο που με κοίταζε κι αυτός.
«Έφερες τη σημαία;» τον ρώτησα.
«Κάτω την έχω», είπε. «Κι έχω και κάτι ακόμα».
Η σημαία ήταν μια πειρατική με νεκροκεφαλή και κόκαλα -την καρφώσαμε στον τοίχο, στην πλευρά που θα παίζανε τα συγκροτήματα. Το «κάτι ακόμα», ήταν μια αφίσα από τσόντα. Την είχε σουφρώσει ο Πέτρος από το Λαού –διαφήμιζε την τελευταία δημιουργία του Μεγάλου Μπέρτο με τίτλο «ΒΑΛΤΟΝ –ΑΧ, ΠΟΝΑΕΙ ΒΓΑΛΤΟΝ!» Και φιλοσοφικό υπότιτλο «Μπρος στα κάλλη τι είναι ο πόνος;» Κολλήσαμε την αφίσα στην εξώπορτα σε στυλ καλωσορίσματος ας πούμε.
Στον μεγάλο τοίχο, που έβλεπες φάτσα όταν έμπαινες, βάλαμε το πανό που είχαμε βουτήξει από εκείνο το σινεμά. «Η ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΜΥΣΤΙΚΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ» κι από κάτω υπότιτλος «Όνειρα πάνω σε μια Γιαμάχα».
Οι κοπέλες κάτι σαχλαμάριζαν στην, λόγω των περιστάσεων, κουζίνα –έκοβαν, ανακάτευαν, σκέπαζαν με σελοφάν –μου άρεσε να τις ακούω. Ο Ευθύμης είχε αρχίσει ήδη να δοκιμάζει το στοκ με τις μπύρες, ξέραμε όλοι οτι η επιτυχία ενός πάρτι εξαρτάται από το απόθεμα με τα παγάκια του ψυγείου σου γι΄αυτό γεμίζαμε σακούλες, παγωνιέρες, ποτήρια του καφέ, μπουκάλια πρώην εμφιαλωμένου, γόβες ψηλοτάκουνες, τα πάντα –γεμίζαμε και στοιβάζαμε στο ψυγείο τρώγοντας αβέρτα βρισίδι από τις κοπέλες που δεν έβρισκαν χώρο να φυλάξουν αλλαντικά μαζί με κάτι ανωμαλίες που φτιάγνανε σε μπολ και τα ανέφεραν μεταξύ τους με την κωδική ονομασία «ντρέσινγκ».
Κάθισα με τη πλάτη στον τοίχο, άναψα ένα τσιγάρο και τους χάζευα όλους τους. Ίσως και να τους ζήλευα –δείχνανε ακόμα πολύ ζωντανοί –ίσως να τους λυπόμουν κιόλας.
«Τι κοιτάς γερο-ναυτικέ; Έχασες το τσιμπούκι σου και ψάχνεις να το βρεις;» κάθισε δίπλα μου η Κορίνα αγκαλιάζοντάς με από το λαιμό.
«Ναι, έτσι φαίνεται...» μουρμούρισα. «Δε μου παίρνεις εσύ ένα, μέχρι να το βρω;»
Κι εκείνη έριξε το γνωστό της κακαριστό γέλιο.
«Μμμ, μούτρα!» φώναξε.
«Ποτέ μην κρίνεις έναν πούτσο από την εξωτερική του εμφάνιση», τη συμβούλεψα.
Γελάσαμε ανόρεχτα.
«Είχες νέα από τον Τάκη;» με ρώτησε μετά.
«Τι νέα; Τίποτα –ούτε να τον δω...» είπα εγώ.
«Κι αυτό που σου έφερε ο Πέτρος, το χαρτί....»
«Η λίστα με τα ψώνια», είπα αδιάφορα.
«Με κόβεις για χάπατο;» είπε σιγά.
«Ξέρω ΄γω; Εσύ με κόβεις για καρφί;» της χώθηκα.
Δε μιλήσαμε για λίγο.
«Θα πάω να τον βρω όταν μαζέψω φράγκα», είπε.
«Να πας όπου θες!» έριξα την κλασσική ατάκα της γειτονιάς μου.
«Έτσι λες;» φάνηκε να το σκέφτεται. «Δεν με πείθεις», αποφάσισε τελικά καθώς σηκωνόταν.
Την έπιασα από το χέρι.
«Κορινάκι...», μουρμούρισα.
Γύρισε και με κοίταξε χαμογελαστή.
«Είσαι ξηγημένο άτομο, σε μια άλλη ζωή θα κάναμε καλή παρέα...»
«Πες μας κάτι καινούργιο!» κορόιδεψε.
«Το καινούργιο είναι οτι αυτή η ζωή μας τελείωσε και η άλλη δε λέει ν΄αρχίσει», είπα εγώ.
Η Κορίνα πήγε να βρει τις υπόλοιπες.
Περάσαμε το απόγευμα μέσα στη φασαρία, βλέπεις, τα συγκροτήματα θέλανε και να προβάρουν, μαζεύτηκαν μεταλλάδες και τζαζίστες με γκόμενες ανήσυχες που σβαρνίζανε τα πάντα στο διάβα τους. Πριν νυχτώσει για τα καλά αναγκαστήκαμε να χτυπήσουμε μια γειτονική κάβα γιατί πήγαινε για στεγνό πάρτι η δουλειά, έτσι που αδειάζανε τα ποτά οι μουσικοί.
Κατά τις 10 άρχισαν να έρχονται.
Πρώτα οι γνωστοί, Στάθης, Μίλλυ, Ζόμπι, Μαρία η Βρομιάρα, Ιντζές, Πουλής ... Μαζί τους φέρνανε ορφανές κοπέλες από του Μπιλ του Χοντρού.
Μετά οι εκπλήξεις, Τζίμης ο Έλβις, Μπιλ Στρατοκάστερ, Τζώννυ Τάραμας, Φώτης ο Πεταλούδας... Σκάγανε αγκαζέ με γυναίκες αεράτες, πανύψηλες, μυστήριες –απ΄αυτές που δεν τολμάς να κοιτάξεις γιατί θα καταλήξεις αλάτινος.
Και στη συνέχεια οι παρέες, Τόλιος συν οι μπασκετμπολίστες από τη διπλανή συνοικία, Καραμέλας με τη μισή ΠΕΦΟ της περιοχής, Καράμπελας με τ΄αρχίδια του μαζί.
Μετά πλάκωσαν οι συμμαθητές, Σόλωνας, Τζόρνταν, το παιδί από το Βουνό και άλλοι πολλοί. Μαζί τους οι γκόμενες της τάξης μου, μάταια έψαχνα καμιά από αυτές που γούσταρα –είχε περάσει άσχημος ο καιρός κι άλλες παντρεύτηκαν κοιλαράδες, άλλες έγιναν κομμώτριες, μόνο δουλεύουν και κοιμούνται τώρα πια, μερικές εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς και κανένας δε θέλει να μιλάει γι΄αυτά.
Στο τέλος ξεφτιλίστηκε το ζήτημα, από παντού μπούκαραν άγνωστοι –είχε πέσει σύρμα φαίνεται και πλάκωναν αλεξιπτωτιστές.
Πρώτοι παίξανε ο αδερφός μου με την παρέα του –εντελώς σύγχρονο ωδείο οι τύποι –είχαν μαζί τους μια μοιραία γκόμενα που τραγούδαγε «Μάι Φάνυ Βαλεντάιν», «Γκερλ φρομ Ιπανίμα» και άλλα σύγχρονα.
Μετά ξεκίνησαν οι Ρόου Σιλκ, έγινε της Όμπρε εκεί πέρα –επειδή τα παιδιά περάσανε μια καλή από Σάμπαθ, Περπλ, Ντιο, Σάξον, Πριστ, αθάνατες επιτυχίες. Είπανε και κάτι Μότορχεντ για να δώσουν αέρα στους κοπρίτες, μπουκάλια φύγανε στους τοίχους, αλλαντικά κολλήσανε στις σόλες μας, πολλοί γλίστρησαν, κάποιοι έπεσαν κιόλας, μερικοί μάλιστα σηκωθήκανε με αίματα στα μούτρα. Στο μπαλκόνι μάλλον έπεφτε ξύλο, αλλά δεν ήταν τίποτα σοβαρό. Φιλοσοφικές διαφωνίες.
Ένας πιτσιρικάς αχτένιστος με πλησίασε στα ξαφνικά.
«Ωραίο πάρτι φιλαράκι! Ξέρεις ποιος το κάνει;»
«Που να ξέρω; Εγώ για τις πουτάνες ήρθα», του απάντησα.
Έφυγε τότε φουριόζος, τον είδα να λέει κάτι στον Τάραμα δείχνοντάς με. Άνοιξα μια μπύρα και περίμενα. Ο Τζώνυ Τάραμας με πλησίασε σκασμένος στα γέλια.
«Μαλάκα, τρομερός ο μικρός!»
«Δηλαδή;» απόρησα.
«Ξέρεις τι ήρθε και μου είπε;»
«Οτι σε έχει δει να πηδάς γριές για φράγκα».
Ο Τάραμας κούμπωσε κάπως.
«Όχι ρε! Που να με δει; Γιατί; Ποιος με είδε; Ποιος τα λέει αυτά;»
Χέστηκα στο γέλιο αλλά από μέσα μου γιατί δεν έπαιζε να κοροϊδέψεις τον Τζώννυ Τάραμα κατάμουτρα.
«Πλάκα κάνω –λέγε!»
«Μου είπε οτι είσαι μπάτσος! Μυστικός που ήρθες στο πάρτι για να δέσεις κόσμο!»
Χαμογέλασα.
«Σωστός ο πιτσιρίκος –κόβει το μάτι του!» σχολίασα.
«Ναι, κόβει! Βούτυρο λιωμένο κι αυτό με το ζόρι...» γέλασε ο Τάραμας, αλλά είδε τη γκομενίτσα που του έκανε νόημα και ετοιμάστηκε να αποχωρίσει.
Τον άρπαξα.
«Για στάκα! Εσύ τι κάνεις εκεί πέρα μου λες; Το κοριτσάκι τυγχάνει μακράν ανήλικο...»
Με αγκάλιασε πατρικά.
«Την ξέρεις -δεν την ξέρεις;»
Κοίταξα καλύτερα αλλά δυσκολευόμουν.
«Η αδερφή του Σερίφη ρε μαλάκα!» με διαφώτισε ο Τάραμας.
«Σωστά», έκανα εγώ.
«Μου γάμησε το στέκι, του γαμάω την αδερφή –με πιάνεις;» σφύριξε ο Τάραμας.
Ένευσα απρόθυμα.
«Εντάξει. Μη με πιάνεις άλλο τώρα γιατί έχω και υποχρεώσεις», τινάχτηκε εκείνος, ελευθερώθηκε από το κράτημά μου και έφυγε προς τη μικρή.
Τα μέσα δωμάτια, τα πριβέ, θα είχαν τρελή κίνηση έτσι όπως πήγαινε το βράδυ. Μαλακία μου που δεν έβαλα δυο παιδιά να κόβουν εισιτήρια απέξω, θα κονόμαγα κανονικά.
Αποφάσισα λοιπόν να βγάλω τσάρκα το μπουκάλι μπύρας που είχε ξεμείνει στο χέρι μου κι αυτό έκανα –κάποιοι τρελαμένοι είχαν καβαλήσει τα ντραμς εκεί στη γωνία του δωματίου και βαράγανε στο γάμο του Καραγκιόζη, από τα ηχεία έπαιζε μανούρα, Γκοντφάδερς, Δόκτωρ Φίλγκουντ, Νάιν Μπιλόου Ζέρο –ωραία φάση. Μερικοί νόμιζαν κιόλας οτι χορεύουν, πέρασα ξυστά πλάι τους για να μην τους διακόψω. Τραβήξου όπως νομίζεις κι άσε τα κέρματα στο παγκάρι φεύγοντας –έτσι πάει. Έπιασα τοίχο δίπλα στον Ζόμπι που κουβέντιαζε με τον Μάριο.
«Πως πάει;» ρώτησα.
«Σέρνοντας», μουρμούρισε ο Ζόμπι.
«Λέγαμε για τον Σπέις...» κόμπιασε κάπως ο Μάριος.
«Τι τρέχει μ΄αυτόν; Τώρα κοντά τον είδα –εντάξει μου φάνηκε», είπα.
«Εντάξει;» απόρησε ο Ζόμπι.
«Εντάξει για Σπέις –αυτό εννοώ...»
«Μαλακίες!» κούνησε το κεφάλι ο Μάριος. «Προχτές μπήκαν οι μπάτσοι σπίτι του...»
«Σε τι στυλ;» αναστατώθηκα.
«Σε στυλ ‘πνίγηκε η γειτονιά στη μπόχα’», είπε ο Ζόμπι.
«Βρήκανε τη μάνα του σκουλιακιασμένη από τον πολύ θάνατο...»
«Κι ο Σπέις;»
«Άφαντος».
«Η Γιολάντα;»
«Ποια Γιολάντα;» είπαν με μια φωνή Μάριος και Ζόμπι.
«Η... Γάμησέ τα τώρα -παρακάτω;»
«Δεν έχει παρακάτω».
Έξυσα το κεφάλι μου αμήχανα.
«Είδα τον Βαγγέλη», μουρμούρισα.
«Τον Άλλο;» ρώτησε ο Μάριος.
«Όχι. Τον Μαύρο. Μου είπε να έχω το νου μου στον Σπέις...»
Ξεκαρδίστηκαν και οι δυο τους.
«Δεν παίζει αυτό ρε! Ο Σπέις μονίμως αέρας –τι να λέμε τώρα;»
«Τέλος πάντων και τώρα τι γίνεται;» αναρωτήθηκα.
«Ε, δεν ξέρεις;» απόρησε ο Ζόμπι.
Ήξερα. Μόνο που ποτέ δεν πίστεψα οτι όλα αυτά τα πράγματα συμβαίνουν στ’ αλήθεια, αν βέβαια εσύ μπορείς να μου εξηγήσεις τι διάολο σημαίνει «αλήθεια». Όταν ήμασταν παιδιά ακούγαμε τους ψαγμένους να λένε για σπηλιές κρυφές στο βουνό, εκεί πίσω, στα ριζά –σπηλιές μικρές και άλλες μεγαλύτερες που οδηγούν την καρδιά της πέτρας ή δεν οδηγούν πουθενά απολύτως –μεγαλώσαμε μετά κι ανακαλύψαμε κάποιες απ΄αυτές, νομίσαμε ξαφνικά οτι τα μάθαμε όλα. Χρειάστηκε να πατήσουμε καλύτερα στο χώμα, για μερικούς από μας χρειάστηκε να τρίψουμε τα μούτρα μας στη λάσπη για να καταλάβουμε οτι ο καθένας έχει τη δική του σπηλιά, ξέβαθη –σκέτη γρατζουνιά στο μάγουλο του βουνού, ή βαθειά και απύθμενη, τρίχες κατσαρές –όλες οι σπηλιές κάπου τελειώνουν, το θέμα είναι πόσο θάρρος έχεις για να φτάσεις μέχρι τόσο βαθειά.
«Κατά το βουνό τον είδαν να πηγαίνει, χτες το απόγευμα», έκλεισε την κουβέντα ο Μάριος.
Ο καθένας από μας έχει τη δικιά του σπηλιά να τον περιμένει –στα μάγουλα του βουνού ή στα σωθικά του, εξαρτάται –είχα κι εγώ κάποτε μια ιδιωτική σπηλιά αλλά τη γκρεμίσανε. Φάγανε το βουνό για να χτίσουν, αν θες να ξέρεις.
Αλλαγή ντιτζέι στα πικάπ –ησυχία για λίγο.
Ξεκίνησα για τα μέσα δωμάτια, ψάχνοντας λίγες ήσυχες σκέψεις. Η πόρτα της κρεβατοκάμαρας ήταν, φυσικά, κλειστή –χτύπησα καθότι κύριος και άνοιξα χωρίς να περιμένω απάντηση, καθότι ιδιοκτήτης. Εκεί μέσα είχαν αράξει μερικά παιδιά, ένα τρίφυλλο έφερνε γύρες –αθώα πράγματα –ήταν όλοι τους κολλημένοι στον ανοιχτό δέκτη της τηλεόρασης. Μου κάνανε χώρο αμίλητοι, πρώτο τραπέζι πίστα.
«Τι γίνεται εδώ μέσα ρε;» απόρησα. «Κατέβηκαν οι εξωγήινοι;»
Ένα παιδί με όρθια μαλλιά με σκούντηξε.
«Σουτ, μη μιλάς!» είπε.
Κοίταξα κι εγώ την οθόνη σα μαλάκας, κάποια παπαριά αμερικάνικη μάλλον, φτηνοπαραγωγή –δείχνανε μια νυχτερινή πόλη και μπόλικες εκρήξεις στο βάθος.
«Τι υπόθεση έχει;» ρώτησα.
«Τι υπόθεση ρε φίλε; Βομβαρδίζουν τη Βαγδάτη», απάντησε το παιδί δίπλα μου.
Στην οθόνη βγήκε ένας ξεμαλλιασμένος με μικρόφωνο και άρχισε να τσιρίζει.
«Βομβαρδίζουν στ΄αλήθεια σα να λέμε;» απόρησα.
«Ε τι; Στα ψέματα;»
«Βομβαρδίζουν απευθείας μετάδοση και με τηλεοπτική κάλυψη;» ξαναρώτησα.
«Δώστου να καπνίσει μπας και σταματήσει!» απηύδησε το παιδί.
Ο ξεμαλλιασμένος έδειχνε πίσω και έκανε μαθήματα γεωγραφίας, «η τάδε συνοικία βομβαρδίζεται τώρα», «τα νοσοκομεία γεμίσανε τραυματίες» -φτηνοπαραγωγή, δίκιο είχα, το ρίχνανε στο συναίσθημα για να καλύψουν τις αδυναμίες του σεναρίου. Τράβηξα μια καλή τζούρα και σηκώθηκα –το στομάχι μου πόνεσε από τον πόλεμο.
Βγήκα πάλι έξω, ζευγάρια είχαν πιάσει τις γωνίες και σύννεφο το μπαλαμούτι –χαμογέλασα. Προχώρησα προς το μπαλκόνι, πέρασα δίπλα από κατεδαφισμένα άτομα, βγήκα έξω. Μια από τα ίδια κι εκεί –ζευγαράκια, μπαλαμούτι. Ανάμεσά τους και γνωστές φάτσες, κοίταξα καλύτερα, ο Πέτρος φιλιόταν με μια γκόμενα. Άναψα τσιγάρο –ωραίος ο μάγκας και πολύ πιστός στη Νίνα! Αλλά πνίγηκα με τον καπνό όταν ανακάλυψα οτι η γκομενίτσα που είχε κουτουπώσει ο Πέτρος δεν ήταν άλλη από την Κορίνα! Έφυγαν τα τσιμέντα κάτω από τα πόδια μου, έτρεξα κι εγώ να σωθώ –μη με καταπιεί το μαύρο χώμα. Ήμουνα μόνος ανάμεσα σε παρέες και γι΄αυτό δυσκολευόμουν να κρυφτώ.
«Έλα ρε φιλαράκι! Κάπως κατακίτρινος –φάντασμα είδες;» με χτύπησε στην πλάτη ο Φώτης ο Πεταλούδας.
«Φάντασμα, δε λες τίποτα! Τα ύστερα του κόσμου!» προσπάθησα να χαμογελάσω.
Τότε ο Φώτης έκανε κάτι περίεργο, έβγαλε δηλαδή ένα κουμπούρι, το ζύγισε λίγο στην παλάμη του, μετά άνοιξε το μύλο, τράβηξε τις σφαίρες, τις μέτρησε και τις ξανάβαλε μέσα.
«Τι είναι αυτό ρε πούστη;» φρίκαρα. «Πάρτο και φύγε –δε θέλω σίδερα στο σπίτι μου!»
«Κούλαρε φιλαράκι, δεν τρέχει τίποτα», γέλασε ο Φώτης.
«Ρε ακούς τι σου λέω;» φόρτωσα άσχημα εγώ.
«Ηρέμησε αγόρι μου», είπε ο Φώτης και μου κούνησε το ανοιχτό του πορτοφόλι στη μάπα.
Μπερδεύτηκα αρκετά.
«Δεν ξέρω τι είναι όλα αυτά, οπότε πάω για κατούρημα», του είπα. «Όταν ξανάρθω να μη δω ούτε το παλτό σου εδώ μέσα. Συνεννοηθήκαμε;»
Του γύρισα την πλάτη και έψαξα κάποιον από τους δικούς μου.
Πέτυχα τον Στάθη να χαζολογάει με τη Γιουγκοσλάβα του.
«Αδερφέ, δε θα μας ευχηθείς;» γέλασε ο Στάθης.
«Γενέθλια ή ονομαστική εορτή;» έκανα χαζά.
«Παντρευτήκαμε ρε μαλάκα! Πού ζεις;» κορόιδεψε ο Στάθης.
«Έλα ντε! Πού ζω;» αναρωτήθηκα με τη σειρά μου. «Για πες μου κάτι φιλαράκι –ο Φώτης πως την έχει δει; Γιατί μοστράρει κουμπούρια εδώ μέσα;»
Ο Στάθης χαμογέλασε.
«Ομάδα Ζήτα», ψιθύρισε συνωμοτικά.
«Έλα ρε!» σοκαρίστηκα.
«Ήρθα», με διαβεβαίωσε ο Στάθης.
«Μπάτσος ο Φώτης;»
«Γουρούνι και δολοφόνος ήταν ήδη...» ξεκαρδίστηκε ο Στάθης.
«Αλλά πώς;»
«Μέχρι τώρα έριχνε ξύλο στη ζούλα, από δω και πέρα αποφάσισε να το ρίχνει με επίσημη εξουσιοδότηση», μου εξήγησε ο Στάθης.
Ανασήκωσα αμήχανα τους ώμους και απομακρύνθηκα. Δίκιο είχε ο Φώτης που αποφάσισε να βάλει σπόνσορα στο τραμπουκιλίκι, δίκιο είχε ο Στάθης που παντρεύτηκε για να βγάλει η άλλη άδεια παραμονής, δίκιο είχε ο Πέτρος που ερωτεύτηκε τη Δανέζα και χαμουρεύεται με τη γκόμενα του κολλητού του –δίκιο είχαν όλοι. Κι ο Παυλάκης που είδε τα ζόρια και την κοπάνησε –έστω αργά, σαραντάρης πατημένος –δίκιο είχε κι αυτός.
«’σου πω... όταν φύγει ο κόσμος να μείνουμε εδώ με την Κορίνα;» μου σφύριξε στο αυτί ο Πέτρος.
«Να μείνετε –εγώ πάντως φεύγω», ψιθύρισα.
Και κοίτα να δεις που το εννοούσα, επειδή βγήκαμε από εκείνα τα χρόνια ψαλιδισμένοι, με ρούχα δανεικά –τα δικά μας σκίστηκαν όσο παλεύαμε να αποδράσουμε. Άσε που ήμασταν ντυμένοι ομοιόμορφα τότε –σα φόρμες φυλακής- αλλάξαμε λοιπόν για να μη μας αναγνωρίζουν και στο τέλος καταντήσαμε να μην αναγνωρίζουμε ούτε οι ίδιοι τους εαυτούς μας. Βγήκαμε λοιπόν από εκεί –αλλά όχι ζωντανοί. Αν ποτέ υπήρχε αυτό το πράγμα που λέγεται «ζωή», εγώ δεν θυμάμαι πλέον.
Υστερόγραφο.: Κοίταζε έξω από το παράθυρο, κάποιο ξεραμένο αγιόκλημα, όση ώρα μίλαγα. Πάω στοίχημα οτι δεν άκουσε λέξη απ΄όσα είπα.
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
16 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
-δίκιο είχαν όλοι.
Αλλά πού να το βρουν!
Εύκολο. Στον Φώτη με τα χρωματιστά φτερά ;-)
Χαχα, ναι οπωσδήποτε! Τον Φώτη ως μπάτσο δεν αξιώθηκα να τον πετύχω πουθενά αλλά τον Φώτη ως χούλιγκαν που κατέβασε τρία γομάρια με δυο μπουνιές έξω από το Παλαί τον έζησα και από τότε αποφάσισα να αλλάζω πεζοδρόμιο κάθε που θα τον συναντάω.
Kai twra ti 8a diavazw me ton kafe re kataramene?
Kalimera kiolas.
Καλημέρα ρε καταραμένε -χαχαχα.
Κάτι άλλο θα φτιάξω για να διαβάζεις μαζί με τον καφέ σου -τώρα μαζεύω λίγο τις αναφορές της ιστορίας για να τις βάλω όλες μαζί σε ένα κομμάτι με τα λινκ συγκεντρωμένα.
Υ.Γ.: Λέω μετά να αρχίσω κάτι σε μακάβριο και ανατριχιαστικό (σε στυλ "η απεγνωσμένη ερωτική ιστορία της Ντόρας Μπακογιάννη με τον Βύρωνα Πολύδωρα και η καταραμένη Νικολούλη") πως με βλέπεις;
Με τετοιο κωλοκρυο εκεινες τις ημερες μου ηθελες και πάρτυ....
Στο επομενο ποστ γραψε για το μεσολόγγι
Βασικά εδώ έπαιξε μια ποιητική άδεια (μου την είχε δώσει παλιά ένας φίλος μου ποιητής και βρήκα ευκαιρία να τη χρησιμοποιήσω). Για την ακρίβεια λοιπόν το πάρτι έγινε καλοκαίρι, κοντά στα γενέθλιά μου -τότε πήγα και φαντάρος. Αλλά για τις ανάγκες της ιστορίας το πήγα πιο νωρίς, βλέπεις κι αυτός ο Σιδηρό μέσα στο πουτσόκρυο βρήκε να πεθάνει!
Δεν έχει άλλο ποστ συνέχειας της ιστορίας -μέχρι εδώ ήταν. Τα σχετικά με το Μεσολόγγι τα έδωσα σ΄ένα σκηνοθέτη και έφτιαξε το Ι4 -Λούφα και Απαλλαγή. Τεράστια επιτυχία!
Hahahaha ok allo ena prwino to kavatzwsa. Kai mallon 8a nai kai to kalytero, elpizw na ksemporstiazesai deontws-panta mou aresan ta "making of" pragmata :P
Έτσι ρε πούστη μου, κατάντια, απογοήτευση, προδοσία, απηύδηση ! Έτσι, να πιάσει πάτο, να μην έχει να χάσει τίποτα πλέον, να μηδενίσει το κοντέρ, να τα χάσει όλα, να μην ελπίζει σε τίποτα. Γιατί έτσι! Χωρίς λόγο, αφορμή και αιτία. Απλά και μόνο γιατί έτσι πρέπει. Για λόγους ισορροπίας του σύμπαντος και αυτοκαταστροφής. Γιατί έτσι σε λέω!
Γιατί έτσι θέλω! Γιατί έτσι γουστάρω ρε φίλε. Να τα βλέπω όλα δίπλα μου να πέφτουν, να χάνονται και εγώ να τα ακολουθώ. Να αφήνομαι, να μην νιώθω, να χάνομαι, να κατακλύζομαι από αισθήματα. Και να μην με νοιάζει καθόλου και για τίποτα.
Γιατί δεν έχω τίποτα. Ούτε είχα, ούτε θα αποκτήσω, ούτε θέλω να αποκτήσω γιατί δεν θα ξέρω τι θα το κάνω.
Και δεν βγάζω άκρη με τίποτα από όλα αυτά ρε φίλε. Με τίποτα όμως.
Δεν θέλω να με καταλάβεις. Δεν με νοιάζει αν με καταλάβεις. Θέλω απλά να τα πω. Γιατί θέλω κάπου να τα πω και αύριο που θα τα ξαναδιαβάζω, ελπίζω να τα καταλαβαίνω. Γιατί αν δεν τα καταλαβαίνω αυτά που λέω τώρα, σημαίνει ότι ποτέ δεν τα πίστεψα, ποτέ δεν τα χώνεψα, ποτέ δεν τα έζησα. Και ήταν αυτά που ήθελα να κάνω ρε φίλε, αυτά που φανταζόμουν για μένα. Αλλά δεν ξέρω αν θα προλάβω να τα κάνω τελικά...
Α, μου θες και ξεμπρόστιασμα εσύ! Εντάξει, κάτι θα κάνουμε, χαχαχαχα.
Σωτήρη, δεν ξέρω για ποιο λόγο θα πρέπει να καταλαβαίνουμε, να διερευνούμε τα, ας τα πούμε, υποσυνείδητα κίνητρά μας. Εγώ πάντως δυο πράγματα δεν έκανα ποτέ στη ζωή μου. Δε σκέφτηκα ποτέ ποιος είναι ο δολοφόνος στη μέση μιας αστυνομικής ταινίας και δεν έψαξα γιατί ενεργώ με αυτόν και όχι με τον άλλο τρόπο. Επειδή μου αρέσει η σασπένς και είμαι αρκετά βλάκας για να σκαρφιστώ δικαιολογίες -κατάλαβες;
Άλλωστε τα είχε πει και ο Θωμάς για την αυτο-ανάλυση.
Για τη Λούφα και την Απαλλαγή, είχες προτείνει και καστ;
Ποιος είναι ο Θωμάς; Βόηθα λίγο επειδή κυκλοφορεί μια ίωση Αλτσχάιμερ και καταλαβαίνεις...
Ναι αμέ, έτοιμο το είχα το καστ. Μήτσος το Άνιμαλ, Κόκκινος Κόκο, Κουρτ ο Γιατρός, Μηνάρας ο Πατρινός και Λευτέρης ο ΟΣΕ (αυτό δε βγαίνει από τους σιδηρόδρομους -εντάξει;) Καλά παιδιά, τους γνώρισα εκεί πέρα, μετά τους έχασα -μάλιστα τον Γιατρό τον Κουρτ πήγα να τον βρω μετά από χρόνια στη Χρυσούπολη και μου είπαν οτι πέθανε ο καημένος! Πάω περίλυπος στο σπίτι του να συλληπηθώ τη χήρα, πέφτω πάνω σε μια κυριούλα 100 χρονών! Πριν προλάβω να φρικάρω σκάει από μέσα ο Κουρτ ολόσωμος και μου εξηγεί οτι ο πεθαμένος είναι θείος του με το ίδιο όνομα -πολύ γέλιο!
Αλλά τα σπάσαμε τελικά με την παραγωγή του Λούφα και Απαλλαγή επειδή θέλανε να βάλουν τον Κόλιν Φάρελ να κάνει εμένα κι εγώ υπήρξα ανένδοτος. Ή θα με έπαιζε ο Μίκι Ρουρκ ή άντε (φιλανθρωπία κάνω) ο Μπραντ Πιτ! Τελικά γίναμε κώλος και πήραν τους ρόλους ο Σαλταμπάσης πως τον λένε και ο Παρθένης ξέρω γω...
Ο Θωμάς ο Ρόμπινς:
Ο Σ. δεν είχε μεγάλη ροπή προς την αυτοανάλυση. Ίσως επειδή αισθανόταν ότι η αυτοανάλυση οδηγεί τους ανειλικρινείς σε ακόμα βαθύτερη αυταπάτη και τους ειλικρινείς σε κρίσεις απελπισίας.
-Είδες τι παθαίνεις; Άμα είναι ενδιαφέρον το σενάριο δε βρίσκεις κόσμο να το στηρίξει :ρ
Αει στο διάολο -είπα κι εγώ! Να θυμάμαι τη φ(ρ)άση και να μου ξεφεύγει ο Θωμάς!
Ναι, για το σενάριο με έφαγε το σύστημα και το καταστημμένο ας πούμε.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!