Προηγουμένως:
1.Ο Άρης είναι καθηλωμένος σε παραθαλάσσιο ξενοδοχείο αντιμετωπίζοντας σημαντικά κενά μνήμης. Μαζί με μια ακόμα ένοικο, την Κατερίνα, βρίσκουν έναν κρεμασμένο άντρα κοντά στο ξενοδοχείο.
2. Οι χωρικοί εμφανίζονται με απειλητικές διαθέσεις λόγω του κρεμασμένου, αλλά η κατάσταση διορθώνεται μετά την παρέμβαση του θείου Χάρη και την παράδοση των ενόχων κυνηγών.
3. Κατανομή αρμοδιοτήτων μέσα στο ξενοδοχείο, όσο τα όπλα παραμένουν στον θείο Χάρη και μια φωτογραφία εφημερίδας που ισχυρίζεται οτι ο Άρης είναι καταζητούμενος τρομοκράτης.
4. Ψάρεμα με αμφίβολα αποτελέσματα και κάποιες αψιμαχίες σχετικά με την κατανομή αρμοδιοτήτων.
5. Μια απόπειρα βιασμού έχει συνέπεια την κοινή πορεία του Άρη με τον Πάνο εκτός ξενοδοχείου.
6. Ο Άρης φτάνει στο χωριό και, με τη βοήθεια του αστυνόμου, ψάχνει να βρει την κόρη του.
7. Ο Άρης συναντάει τους δικούς του συντρόφους για να ανακαλύψει οτι δεν είναι ούτε δικός τους, ούτε σύντροφός τους.
Ήμουνα με τα μούτρα στο πάτωμα προσπαθώντας να καθυστερήσω την ανατολή του ήλιου. Επειδή το κεφάλι μου βούιζε και τα μάτια μου –τριμμένο γυαλί μέσα απ΄τα βλέφαρα, το ένιωθα σε κάθε πετάρισμα. Πήγαινε λιγότερο από μια ώρα που είχα επιστρέψει, ελαφρύς κι ενοχικός σαν έφηβος που ξεπόρτισε για ξενύχτι. Οι δικοί μου... αυτοί που έλεγαν οτι ήταν δικοί μου τέλος πάντων, αυτοί οι άντρες με είχαν αποχαιρετήσει, αγκαλιάζοντάς με σταυρωτά. Ο Στέφανος είχε μείνει μαζί τους. Θα έψαχναν και για την κόρη μου –έτσι είπαν. Έλπιζα μόνο να κοιμάται βαριά ο αστυνόμος.
Ένα αηδόνι πλακώθηκε να σκίσει το λαρύγγι του έξω από το ανοιχτό παράθυρο και έμοιαζε το κελάηδισμά του με απειλή –πάντα έτσι είναι το κελάηδισμα των αηδονιών. Με τη νύχτα στα τελευταία της, με το άστρο του Διαβόλου μεσούρανα, το αηδόνι σε προειδοποιεί οτι ακόμα μια μέρα στην κόλαση θα ξεκινήσει πολύ σύντομα. Μια φορά, εγώ ταμπουρωμένος σε κάτι χαλάσματα, από απέναντι ούρλιαξε το αηδόνι, ασυναίσθητα πρόβαλα με το όπλο σηκωμένο για να το κάνω να σωπάσει. Αντί για το αηδόνι πετάχτηκε ένα ανθρώπινο κεφάλι, το πυροβόλησα χωρίς δεύτερη σκέψη –δεν ξέρω αν πέτυχα τίποτα. Κάποτε έγιναν όλα αυτά, κάπου αλλού, μακριά από δω. Τι έγινε στη συνέχεια δεν θυμάμαι.
Πρόβαλα διστακτικά το κεφάλι από το ανοιχτό παράθυρο, έψαξα τριγύρω για το αηδόνι αλλά μόνο τον ήλιο είδα να σηκώνεται βαριεστημένα. Αν είχα όπλο θα τον πυροβολούσα κατάσαρκα. Από τα διπλανά δωμάτια ακούστηκε θόρυβος, κάποιος περπατούσε –μετά ακούστηκε το καζανάκι της τουαλέτας. Πίεσα το κεφάλι στον τοίχο και άναψα τσιγάρο –πόσο χειρότερος θα μπορούσε να γίνει ο πονοκέφαλος; Διστακτικά χτυπήματα στην πόρτα μου.
«Ποιος είναι;» μούγκρισα.
Το κεφάλι του Πάνου πρόβαλε στο άνοιγμα.
«Καλημέρα», είπε.
Κοίταζα έξω από το παράθυρο όσο αυτός μπήκε στο δωμάτιό μου και κάθισε πάνω σ΄ένα γραφείο.
«Με άφησε ο αστυνόμος...» ξεκίνησε να λέει.
«Και τι με νοιάζει εμένα;» αναρωτήθηκα.
Σώπασε.
«Πάω να πλυθώ και να φτιάξω καφέ», ανακοίνωσα.
Στην κουζίνα έπεσα πάνω στον αστυνόμο που ετοίμαζε τον δικό του καφέ.
«Καλημέρα, δεν κατάλαβα οτι ξύπνησες να βάλω δυο φλιτζάνια», μου είπε.
Του έκανα νόημα οτι δεν πειράζει.
«Ε, πως!» συνέχισε. «Να μη σε περιποιηθούμε όσο σε έχουμε μαζί μας!»
«Γιατί; Προβλέπεται να μεταφερθώ κάπου αλλού;» ρώτησα.
«Ξέρω ΄γω; Εσύ να μου πεις», έκανε ο αστυνόμος.
Έψαξα στα μάτια του να βρω αν είχε καταλάβει τη νυχτερινή μου έξοδο, αλλά μόνο κούραση βρήκα εκεί μέσα.
«Δεν κοιμήθηκα καλά», δικαιολογήθηκε.
«Τι θα γίνει με την κόρη μου;» άλλαξα θέμα.
«Σήμερα θα βγούμε έξω από το χωριό, θα ψάξουμε εκεί πέρα...»
«Πότε ξεκινάμε;»
«Όποτε είσαι έτοιμος».
«Και με τον άλλο;» έδειξα προς το δωμάτιό μου, εκεί που περίμενε ο Πάνος.
«Ας κάνει οτι τον φωτίσει... Του άνοιξα για να κάνει την ανάγκη του, αν έχει μυαλό θα ξανακλειδωθεί μέσα. Αν, πάλι, θέλει να βγει έξω...»
Σταμάτησε επειδή ο καφές του είχε βράσει.
«Θα έρθεις να τον πιούμε μαζί;» ρώτησε.
«Ναι, εντάξει», είπα.
«Κι ο άλλος;» έδειξε προς το δωμάτιό μου.
«Ούτε να τον βλέπω», μουρμούρισα.
Απολαμβάναμε ένα πλουσιοπάροχο, για την περίσταση, πρωινό στη βεράντα πίσω από το γραφείο του. Με θέα τον χορταριασμένο κήπο. Καπνίζοντας με μισόκλειστα μάτια –δήθεν εκστατικοί από τη θέα, μάλλον σκεπτικοί.
«Να δω πως διάολο θα τα καταφέρουμε εδώ πέρα όταν χειμωνιάσει....» είπε ο αστυνόμος.
«Τι εννοείς;» τον ρώτησα.
«Αν δεν ανοίξουν το δρόμο θα σαπίσουμε από την υγρασία. Εδώ όταν βρέχει ξεχνάει να σταματήσει».
«Ποιος ν΄ανοίξει το δρόμο;»
«Όποιος να ΄ναι... Οι δικοί σου, οι προηγούμενοι...»
«Οι δικοί μου ε;» χαμογέλασα.
«Ναι, οι κανονικοί. Όχι αυτά τα σούργελα που έχουμε στο χωριό», είπε υποτιμητικά ο αστυνόμος.
«Για ποιους λες;» έκανα ψευτοαδιάφορα.
«Γι΄αυτούς που συνάντησες χτες βράδυ –μπορεί να είμαστε επαρχιώτες αλλά δεν είμαστε και ηλίθιοι κύριε Άρη μας!»
Καθυστέρησα ανάβοντας ακόμα ένα τσιγάρο.
«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς», είπα στο τέλος.
«Εντάξει, δεν πειράζει –αρκεί που καταλαβαίνω εγώ...» ξεκαρδίστηκε ο αστυνόμος.
«Τέλος πάντων, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να φύγει κανείς από δω; Μόνο ο κλειστός δρόμος;» ρώτησα.
«Υπάρχει και η θάλασσα αλλά πρέπει να έχεις πλεούμενο. Υπάρχει και το βουνό πίσω μας», έδειξε προς τον τοίχο του σπιτιού, «αλλά κανένας δεν έχει γυρίσει από κει για να μας πει οτι βγάζει κάπου ο δρόμος...»
«Έχουν φύγει άνθρωποι για το βουνό;»
«Αρκετοί. Ειδικά στις αρχές, όταν πέφτανε οι μπόμπες... Τρομάξανε και πήρανε τα βουνά, που λένε», γέλασε πάλι με το αστείο του.
«Μπορεί να έφυγε προς τα κει και η...» δίστασα.
«Μπορεί –γιατί όχι;» είπε σκεφτικός. «Τίποτα δεν αποκλείεται».
Ένιωσα λες και κατάπια ολόκληρο πορτοκάλι αμάσητο –έσκυψα το κεφάλι.
«Έλα, μη σε παίρνει από κάτω. Γιατί να φύγανε οι δικοί σου άνθρωποι; Δεν ήξεραν οτι θα ‘ρθεις να τους βρεις;» με καθησύχασε ο αστυνόμος.
«Δεν θυμάμαι», παραδέχτηκα αποκαμωμένος. Ο πονοκέφαλος δυνάμωνε.
Μείναμε για λίγο αμίλητοι, μέχρι εκείνος να σηκωθεί ράθυμα.
«Όποτε είσαι έτοιμος ξεκινάμε», είπε.
«Να σε ρωτήσω....» έκανα εγώ.
Κοντοστάθηκε.
«Αν πιστεύεις οτι βρέθηκα με τους δικούς μου, δεν έχεις αγωνία να μάθεις τι κουβεντιάσαμε; Έστω για σένα...»
Χαμογέλασε.
«Να με ξεπαστρέψετε, τι άλλο!» απόρησε.
«Κι αυτό δε σε ενοχλεί;» αναρωτήθηκα.
Έσκυψε προς το μέρος μου, τραβήχτηκα ασυναίσθητα πίσω.
«Άρη, αν με σκοτώνανε κάθε φορά που το αποφασίζανε τώρα θα ήμουνα λίπασμα για τις μπιγκόνιες», είπε σιγά.
«Έχεις μπιγκόνιες;» ρώτησα χαζά.
«Όχι. Περιμένω να με σκοτώσουν και μετά θα βάλω», ξεκαρδίστηκε ο αστυνόμος.
Μπήκε μετά μέσα στο σπίτι και τον ακολούθησα. Με ενοχλούσε πολύ η συμπαθητική του συμπεριφορά. Δεν κάνεις ποτέ σχέσεις με τον εχθρό γιατί κινδυνεύεις να τον θεωρήσεις άνθρωπο, έλεγα πάντα στους καινούργιους. Έλεγα. Πότε το έλεγα;
Βαδίζαμε δίπλα-δίπλα, εκείνος κούτσαινε από το βάρος του όπλου που είχε κρεμασμένο στη ζώνη της μέσης του. Κοντοστεκόταν κιόλας να σηκώσει το παντελόνι που γλίστραγε συνέχεια κάτω από την κοιλιά του.
«Πουστόκαιρος!» μουρμούριζε κάθε φορά που σταματούσε λαχανιασμένος από την υγρασία.
Περάσαμε δίπλα από την πλατεία και ακολουθήσαμε τον κεντρικό δρόμο (αν αυτή η σκασμένη άσφαλτος, η σπαρμένη με κοτρόνες, μπορούσε να θεωρηθεί δρόμος) τα κεφάλια που ανοιγόκλειναν νευρικά πατζούρια παραθύρων λιγόστευαν όσο προχωρούσαμε. Σ΄ένα κούφωμα του δρόμου διέκρινα κάποιο σπίτι γνωστό, κοντοστάθηκα, έψαξα για τις διπλές κολώνες –τις ντούκες.
«Τι έγινε;» ρώτησε ο αστυνόμος.
«Υπήρχε κι άλλη κολώνα του ηλεκτρικού εδώ πέρα παλιότερα;» ρώτησα.
«Που να θυμάμαι; Πάντως κόψανε κολώνες και τις μεταφέρανε πριν κάτι χρόνια, για να περάσει ο δρόμος...» είπε ο αστυνόμος.
Κοίταξα τριγύρω, έψαξα τα σημάδια που χρειαζόμουν αλλά δεν βρήκα κάτι να με σιγουρέψει. Σπίτια, το ένα απέναντι στο άλλο, πατζούρια σφαλισμένα, χαραμάδες στις πόρτες –εγκατάλειψη.
«Δε υπάρχει κανένας εδώ πια», διάβασε τη σκέψη μου ο αστυνόμος. «Αλλά ξέρω που μπορούμε να βρούμε κάποιους απ΄αυτούς που μένανε».
Ξεκίνησε πάλι και τον ακολούθησα. Βγαίνοντας από το χωριό πέσαμε σ΄έναν άντρα με κάρο, κάποιο σκυφτό μουλάρι έσερνε την ξεχαρβαλωμένη σανιδένια καρότσα. Κοιτάζοντας καλύτερα διαπίστωσα οτι με τον οδηγό του κάρου αγκαλιαζόμασταν συντροφικά χτες βράδυ. Ο άντρας είδε τον αστυνόμο και γύρισε το κεφάλι του αλλού.
«Από που έρχεσαι ρε ζωντόβολο;» γκρίνιαξε ο αστυνόμος.
«Απ΄τα χωράφια τι σε κόφτει εσένα;» δυσανασχέτησε ο άντρας.
«Αν δεν κόφτει την εξουσία που γυρνοβολάνε οι ταραξίες –ποιον κόφτει;» απαίτησε να μάθει ο αστυνόμος.
Ο άντρας χαμογέλασε ρίχνοντάς μου μισή ματιά.
«Τέλος πάντων –μεταβολή και πίσω ολοταχώς», διέταξε ο αστυνόμος.
«Τι θα πει αυτό;» απόρησε ο άντρας.
«Θα μας πας μέχρι τα υποστατικά στα χωράφια, μ΄αυτόν τον κωλοήλιο θα λιώσουμε μέχρι να φτάσουμε με τα πόδια», απάντησε ο αστυνόμος.
«Έχω να κλαδέψω τις βερικοκιές», διαμαρτυρήθηκε χαλαρά ο άντρας.
«Γύρνα ρε το κάρο πίσω μην κλαδέψω εγώ εσένα!» φώναξε ο αστυνόμος.
Ανεβήκαμε και βολευτήκαμε δίπλα του όσο εκείνος καμτσίκιαζε το μουλάρι.
«Δεν σας σύστησα...» μου χαμογέλασε ο αστυνόμος, «αλλά δε νομίζω οτι χρειάζεται κιόλας», ψιθύρισε.
Άφησα το κάρο να με νανουρίσει στον χωματόδρομο. Μύριζε ο τόπος καμένα αγκάθια και χυμένο μούστο, τα θυμόμουν όλα αυτά.
«Σταμάτα εδώ», φώναξε ο αστυνόμος και τινάχτηκα ξαφνιασμένος. Μάλλον είχα αποκοιμηθεί. Μπροστά μας έχασκε μισάνοιχτη μια πόρτα φτιαγμένη από λαμαρίνα και μπαλωμένη με κοτετσόσυρμα. Ο αστυνόμος πήδηξε από το κάρο.
«Έχουν σκυλί», διαπίστωσε.
Κοιταχτήκαμε αμήχανα με τον άντρα που οδηγούσε το κάρο.
«Τους ξέρεις καθόλου;» τον ρώτησε ο αστυνόμος, δείχνοντας προς τη μεριά του αγροκτήματος.
«Λίγο, αλλά δεν έχουμε παρτίδες», απάντησε ο άντρας.
«Τότε δεν τη γλιτώνει το σκυλί –ελάτε μαζί μου», είπε ο αστυνόμος.
Κατεβήκαμε και τον ακολουθήσαμε όσο έσπρωχνε την πόρτα βγάζοντας το πιστόλι του.
«Δε νομίζω οτι θα βοηθήσει σε τίποτα», ψιθύρισα.
«Αν δεις τα βρωμόσκυλα που έχουν θ΄αλλάξεις γνώμη», είπε ο αστυνόμος. Μετά γύρισε προς τη μεριά της παράγκας –στο βάθος. «Νοικοκυραίοι!» φώναξε κάνοντας τα χέρια του χωνί.
Ένα σκυλί πετάχτηκε αφηνιασμένο προς το μέρος μας –έμοιαζε να έχει θυμώσει που δεν μας μυρίστηκε νωρίτερα. Το είδαμε να σηκώνει σκόνη τρέχοντας και κοιτάξαμε ασυναίσθητα τον αστυνόμο που σήκωνε το πιστόλι του.
«Στον τόπο!» ακούσαμε τότε μια επιτακτική φωνή.
Το σκυλί φρέναρε απότομα πέρνοντας μισή τούμπα. Μας κοίταξε γρυλίζοντας.
«Ευτυχώς!» αναστέναξε ο άντρας δίπλα μου.
Αλλά εγώ δεν ήμουνα σίγουρος οτι τα δύσκολα είχαν περάσει, επειδή ο ιδιοκτήτης του σκυλιού μας σημάδευε με μια κυνηγετική καραμπίνα.
«Κατέβασε το όπλο ρε μπάρμπα!» προειδοποίησε ο αστυνόμος.
Ο άνθρωπος από απέναντι έμεινε παγωμένος χωρίς διάθεση να συμμορφωθεί.
«Κουφός είσαι;» μούγκρισε ο αστυνόμος. «Που ακούστηκε να σηκώνουν όπλα στην εξουσία;»
«Δε σημαδεύω εσένα», είπε ο άνθρωπος από απέναντι.
Κοίταξα καλύτερα –τον άντρα που στεκόταν δίπλα μου σημάδευε. Ο αστυνόμος μας κούνησε το χέρι καθησυχαστικά και προχώρησε προς τον οπλισμένο άντρα. Μείναμε πίσω να τον κοιτάζουμε όσο έκανε τις συνεννοήσεις, ο ήλιος μας περόνιαζε και το σκυλί βλέποντας το αφεντικό του να μη δίνει σημασία μας πλησίαζε ύπουλα. Λίγο ακόμα και θα κρεμόταν από κάποιο μπατζάκι, αλλά μπερδεύτηκε ψάχνοντας σε ποιον από τους δυο μας να επιτεθεί πρώτα. Σταματήσαμε να προσέχουμε τους δυο άντρες που μιλούσαν απέναντι και επικεντρωθήκαμε στο σκυλί –ευτυχώς εκείνη τη στιγμή ακούσαμε τη φωνή του αστυνόμου.
«Μάζεψε τον κόπρο σου για να φύγουμε».
Και μετά ο άντρας με την κυνηγετική καραμπίνα φώναξε γυρίζοντάς μας την πλάτη.
«Εδώ!»
Το σκυλί τσακίστηκε να υπακούσει.
«Πάμε», είπε ο αστυνόμος.
«Τι -αυτό ήταν όλο;» ρώτησα.
«Δεν είναι εδώ η κόρη σου, ο γέρος ζει μόνος –η γριά του πέθανε πριν κάτι χρόνια. Μου είπε για δυο-τρία αγροκτήματα παρακάτω, που έχουν επισκέπτες...»
«Νομίζω οτι σκέφτηκα κάτι χρήσιμο.... αν έχει έρθει εδώ η κόρη μου, μάλλον ήρθε στους παππούδες της –σωστά; Μόνο που ο δικός μου ο πατέρας δεν ήταν ποτέ αγρότης –ίσως ήρθε εδώ πέρα για τα γεράματα, για να ησυχάσει ξέρω ΄γω....» σκέφτηκα φωναχτά.
«Τι ηλίθιος που είμαι! Βέβαια! Δεν γίνεται ένας πρωτευουσιάνος σαν εσένα να έχει γονείς αγρότες! Γι΄αυτό δεν θυμήθηκαν τίποτα στο καφενείο!»
Τον περίμενα να συνεχίσει, αλλά αυτός στράφηκε στον άντρα που μας ακολουθούσε.
«Τσακίσου φύγε από ‘δω πέρα. Θα γυρίσουμε μόνοι μας», του γάβγισε.
Ο άντρας ανέβηκε βιαστικά στο κάρο του και ξεκίνησε χωρίς να μας χαιρετήσει.
«Μπελάς ήταν στην τελική», μου είπε ο αστυνόμος. «Να ξεκουμπιστεί γιατί μπορεί να τρώγαμε καμιά αδέσποτη για πάρτη του».
«Τι εννοείς;» ρώτησα.
«Αυτοί με τα αγροκτήματα είναι σκέτοι μπαμπουίνοι. Φοβούνται οτι οι δικοί σου θα τους πάρουν τις περιουσίες και θα τους κρεμάσουν στην πλατεία αλειμμένους με κηροζίνη, να παριστάνουν τα φωτιστικά», μου εξήγησε.
«Δίκιο έχουν», είπα εγώ.
Με κοίταξε απορημένος.
«Τι μου λες τώρα;» ανησύχησε.
«Δεν θα είναι η πρώτη φορά που οι ξεσηκωμένοι θα βρουν ευκαιρία να λύσουν τις προσωπικές τους διαφορές», του απάντησα.
«Κι εσείς τι κάνετε για όλα αυτά;» ξαναρώτησε ο αστυνόμος.
«Βρήκες άνθρωπο να ρωτήσεις!» γέλασα κοροϊδευτικά.
Πήραμε ένα μονοπάτι χαραγμένο από ρόδες κάρων και τότε κατάλαβα οτι έπρεπε να πάρω ένα παγούρι νερό μαζί μου, επειδή τα χείλια μου έκαιγαν.
«Έχεις καθόλου νερό;» ρώτησα τον αστυνόμο.
Μου έδωσε ένα παγούρι που εμφάνισε από το πουθενά χωρίς να σταματήσει το περπάτημά του. Ήπια και του το επέστρεψα.
«Ελπίζω να μην είσαστε τελικά τόσο αδύναμοι όσο λέτε», ψιθύρισε ο αστυνόμος.
«Ή τόσο καιροσκόποι», τον συμπλήρωσα.
«Εδώ είναι το σπίτι –αν το σκεφτόμουν πιο νωρίς θα γλιτώναμε την ταλαιπωρία», άλλαξε θέμα εκείνος, δείχνοντάς μου ένα κτίσμα περιτριγυρισμένο από κληματαριές. Κοντοστάθηκα. Ένας γέρος με παχύ μουστάκι βγήκε στην εξώπορτα με ανοιχτή αγκαλιά, κοίταζε προς το μέρος μου και ήταν τεράστιος. Στράφηκα προς τη μητέρα μου αλλά αυτή δεν είπε τίποτα –εκείνη τη στιγμή ο πατέρας μου έδωσε μια φιλική σφαλιάρα στο σβέρκο. «Πήγαινε στον παππού σου», είπε κοφτά. Εγώ έμεινα μετέωρος.
«Τι περιμένεις;» με ρώτησε ο αστυνόμος.
«Δεν θα έρθεις μαζί μου;» είπα εγώ.
«Δεν υπάρχει λόγος. Το ξέρω το σπίτι, δεν έχει ούτε σκυλιά ούτε τίποτα. Πήγαινε να βρεις την οικογένειά σου».
Εξακολουθούσα να κοιτάζω το σπίτι αλλά δεν μπορούσα να διακρίνω ανθρώπινες παρουσίες, τα παράθυρα κλειστά, ο κήπος απεριποίητος –μόνο κάτι πλαστικές καρέκλες μαύριζαν στον σκονισμένο αέρα. Δίστασα.
«Άντε καημένε! Τι περιμένεις;» απηύδησε ο αστυνόμος.
Προχώρησα για να μη γίνω ρεζίλι –γι΄αυτό μόνο. Έφτασα στην πόρτα και τη χτύπησα με τη γροθιά μου. Περίμενα. Τίποτα δεν ακουγόταν από μέσα. Ξαναχτύπησα. Αφουγκράστηκα. Μετά γύρισα προς τον αστυνόμο που καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα παραπίσω. Ανασήκωσα τους ώμους. Χτύπησα για τελευταία φορά. Και πάλι τίποτα. Γύρισα να φύγω αλλά το μετάνιωσα –είχα φτάσει πολύ κοντά για να τα παρατήσω τόσο εύκολα. Έκανα νόημα στον αστυνόμο οτι θα έφερνα ένα γύρο το σπίτι, μου έγνεψε καθησυχαστικά. Ξεκίνησα.
Τα στηρίγματα της κληματαριάς είχαν αρχίσει να χαλαρώνουν από τον χρόνο, τσαμπιά σταφύλια κρέμονταν με τις άκρες τους μισοσαπισμένες. Κανονικά θα έπρεπε να χορεύουν γύρω τους οι μέλισσες αλλά τίποτα δεν πετούσε στον αέρα εδώ και πολύ καιρό. Ίσως ήταν που αεροβατούσαν οι άνθρωποι γι΄αυτό τα πετούμενα λούφαξαν. Σκόνταψα σε ένα παιδικό πατίνι, το σήκωσα –κοριτσίστικα σχέδια πάνω από μωβ ροδάκια, εδώ είμαστε. Έστησα προσεκτικά το πατίνι στον κοντινότερο τοίχο για να μην εμποδίζει. Μια αιώρα δεμένη στο δέντρο που ποτέ δεν έμαθα τι καρπούς κάνει, η άλλη άκρη της πιασμένη σ΄ένα τσιγκέλι –το είχε καρφώσει ο παππούς στον απέναντι τοίχο. «Για να ξεκουράζεται το παιδί τα μεσημέρια». Κι εγώ, κάτω από τα τζιτζίκια –δίπλα στα καρπούζια που έτριζαν ωριμάζοντας –εγώ κατάκοπος από τις βαρετές μέρες, νυσταγμένος από το φαγητό και δίπλα μου ο Ζαγκόρ, ο Μαύρος Γύπας, ο Μυστηριώδης Ίσκιος, ο Ιπτάμενος Θάνατος, δίπλα μου χάρτινη αγωνία αντίδοτο στην αποχαύνωση. Βρήκα το τσιγκέλι στον τοίχο, κοίταξα το δέντρο απέναντι –κάποιος είχε κάψει τις ρίζες του, καυστική ποτάσα, τα ίχνη της ακόμα άσπριζαν το κούτσουρο. Έσκυψα να μυρίσω το χώμα, αλλά εκεί κάτω οι αναμνήσεις είχαν ξεραθεί –καυστική ποτάσα ίσως.
Πήγα στην πίσω πλευρά του σπιτιού, εκεί που θυμόμουν οτι υπήρχε η πόρτα της κουζίνας –το κούφωμα ήταν ραγισμένο από τη ζέστη, έσπρωξα, πίεσα, στο τέλος έπεσα με τον ώμο και διέλυσα την ετοιμόρροπη κλειδαριά. Το σπίτι μύριζε βαριά κλεισούρα και χόρτο από τα μαξιλάρια των καναπέδων. Προχώρησα μετρώντας παιδικά βήματα για να προσανατολιστώ, άνοιξα την πόρτα του μπάνιου –το ποτήρι για τις οδοντόβουρτσες σπασμένο, άδειο. Σήκωσα το κεφάλι μου στον καθρέφτη, ένας άντρας με πρησμένα μάτια με κοίταζε. Αϋπνία ή κλάμα; Βγήκα στο διάδρομο, πέρασα τις κρεβατοκάμαρες –στρωμένα κρεβάτια, λεηλατημένες ντουλάπες.
Δεν υπήρχε ψυχή εδώ μέσα.
Μπήκα στο καθιστικό, σωριάστηκα σε μια πολυθρόνα, έκλεισα τα μάτια. Διψούσα ακόμα αλλά δεν είχα κουράγιο να πάω μέχρι την κουζίνα. Άκουγα το σαράκι που μασούλαγε τα ξύλινα έπιπλα, έψαξα στις τσέπες μου, άναψα τσιγάρο. Η κακιά αρρώστια είχε φάει τον παππού, στο τέλος είχε μείνει μόνο ένα κεφάλι κρυμμένο σε άσπρα μαξιλάρια –αυτό και μια πλάτη στριμωγμένη κόντρα στον παγωμένο τοίχο, ντρεπόταν να βογκήξει όσο ήμασταν μπροστά. Τις νύχτες τον άκουγα να στριφογυρίζει στα σεντόνια του όταν τον πήραμε από το νοσοκομείο, ήθελε να πεθάνει στο χωριό του. Μετά δεν ξέρω τι έγινε –μόνο οτι ο πατέρας με άφησε σ΄ένα φιλικό σπίτι για να πάνε στην κηδεία. Θυμάμαι τον παππού με μισάνοιχτα μάτια να κοιτάζει τις γωνίες στο ταβάνι.
Έψαξα να βρω τασάκι, στράφηκα στο διπλανό τραπέζι –θυμήθηκα όμως οτι δεν κάπνιζε κανένας σε αυτό το σπίτι. Έριξα λοιπόν τη στάχτη μου στο πάτωμα και μέτρησα τις ακανόνιστες πέτρες του μωσαϊκού μέχρι εκεί που ξεκίναγε ο τοίχος. Ο τοίχος είχε ένα λεκέ μεγάλο σαν μπάλα ποδοσφαίρου. Σηκώθηκα, πήγα πιο κοντά για να δω. Ο λεκές μύριζε πολυκαιρισμένα σκουπίδια και κάτι όξινο –άγγιξα τον τοίχο εκεί πέρα, έπιασα κομμάτια σκληρά, σαν θρυμματισμένα χαλίκια, καλυμμένα με τρίχες. Κοίταξα καλύτερα. Έτριψα ένα κομμάτι ανάμεσα στα δάχτυλά μου, κοφτερό, κοκάλινο. Και τρίχες, ανθρώπινα μαλλιά. Κάποιον είχαν σκοτώσει εδώ μέσα, κάποιος είχε λερώσει τον τοίχο με κομμάτια από το κεφάλι του. Σηκώθηκα πετώντας το τσιγάρο κι άρχισα να τρέχω, βγήκα πάλι στην αυλή. Ο αστυνόμος ήταν πιο πέρα, έκοβε σάπια σταφύλια από την κληματαριά για να σκοτώσει την ώρα του. Γύρισε και με είδε όταν πετάχτηκα από την πόρτα της κουζίνας.
«Κάποιον σκοτώσανε εκεί μέσα», μούγκρισα.
«Βρήκες πτώμα;» ρώτησε χαλαρά.
«Μόνο μυαλά και κομμάτια κρανίου στον τοίχο», απάντησα.
«Αν δεν υπάρχει πτώμα σημαίνει οτι το θάψανε εδώ τριγύρω», είπε κι αμέσως ξεκίνησε να περπατάει προσεκτικά.
Τον άφησα να ψάξει μπροστά κι εγώ πήρα το πίσω μέρος, πέρασα το δέντρο –δεν κοίταζα κάτω, κοίταζα έξω. Οι άνθρωποι θάβουν τους ανθρώπους σε μέρη σκιερά, σε μέρη κρυμμένα από τα βλέμματα των περαστικών. Έτσι βρήκα το χωμάτινο βουναλάκι –δεν ήταν τίποτα, έμοιαζε με παιδική προσπάθεια, μόνο η σημαία στην κορυφή του έλειπε για να γίνει κάστρο. Άρχισα να κλωτσάω με τα πόδια, στη συνέχεια γονάτισα κι έχωσα τα νύχια στο ξεραμένο χώμα.
Ο αστυνόμος ήρθε από πάνω μου με μια τσουγκράνα.
«Σκέφτηκα οτι θα τη χρειαστείς», είπε ντροπαλά.
Έσκαψα και δεν χρειάστηκε να σκάψω πολύ, έσκαψα κατά μήκος, χτένισα το χώμα, τα χέρια μου που έτρεμαν ήταν η καλύτερη βοήθεια. Έπεσα πρώτα πάνω στα παπούτσια, στη συνέχεια ένα λεκιασμένο παντελόνι και παραπάνω κάποιο πουκάμισο –κάποτε γαλάζιο. Το κεφάλι του άντρα ήταν ακόμα κρυμμένο στα χώματα αλλά δεν υπήρχε λόγος να το αποκαλύψω. Σταμάτησα κοιτάζοντας.
«Τον αναγνωρίζεις;» είπε με επαγγελματικό ύφος ο αστυνόμος.
«Είναι ο πατέρας μου», απάντησα εγώ.
«Είσαι λοιπόν γιος του ταξίαρχου», μουρμούρισε εκείνος.
«Δεν ήταν ποτέ ταξίαρχος –μ΄αυτό το βαθμό αποστρατεύτηκε...» δικαιολογήθηκα.
«Ο πατέρας σου ήταν σπουδαίος άνθρωπος», είπε ο αστυνόμος.
«Ότι κι αν ήταν δεν του άξιζε να πεθάνει έτσι», είπα εγώ.
«Πες το αυτό στους δικούς σου», γρύλισε ο αστυνόμος.
«Βούλωστο», είπα εγώ.
Μετά έστρωσα πάλι το χώμα που είχα σκάψει, ξανάθαψα τον πατέρα μου. Σιγά, προσεκτικά –μου πήρε ώρα πολλή.
«Είναι όμως τραγική ειρωνεία...» μονολογούσε ο αστυνόμος. «Ο πατέρας σου με μας κι εσύ...»
Σταμάτησα το περπάτημά μου, σταμάτησε κι αυτός.
«Ο πατέρας μου δεν ήταν με κανέναν», είπα. «Το μόνο που ήθελε ήταν να τη βγάλει καθαρή».
«Είχα μιλήσει μαζί του τις λίγες φορές που κατέβηκε στο καφενείο. Ανησυχούσε...» θυμήθηκε ο αστυνόμος.
«Ανησυχούσε για την οικογένειά του μόνο –για τους υπόλοιπους δεν τον έκοφτε», του εξήγησα.
«Αυτό θα σε θύμωνε αρκετά –εσένα, έναν ιδεολόγο!» διαπίστωσε ο αστυνόμος.
«Ποιος σου είπε οτι είμαι ιδεολόγος;» νευρίασα.
«Δεν είσαι; Κι όλα αυτά γιατί τα έκανες;»
«Για τον ίδιο λόγο με τον πατέρα μου. Επειδή ανησυχούσα για την οικογένειά μου», είπα.
«Την κόρη σου;» ρώτησε ο αστυνόμος.
Την κόρη μου κι εκείνη. Επειδή τώρα θυμόμουν ποια ήταν εκείνη και το στομάχι μου σφίχτηκε στην ανάμνηση –πως μπόρεσα να ζήσω μακριά τους; Πόσον καιρό;
«Θα πάω να τις βρω», είπα στον εαυτό μου κυρίως.
«Θα φύγεις λοιπόν;» διαπίστωσε στενάχωρα ο αστυνόμος.
«Ναι –όσο πιο γρήγορα γίνεται. Και να εύχεσαι να μην ξαναγυρίσω. Επειδή τότε θα σκοτώσω κι εσένα και τους άλλους», είπα σκοτεινά με μια φωνή που φοβόμουν να θυμηθώ τόσον καιρό.
«Αλλά...» έκανε ο αστυνόμος.
«Στο τέλος κανείς δεν θα γλιτώσει», του είπα.
Μετά τον χτύπησα στην πλάτη κι έφυγα βιαστικά –έπρεπε να βρω τον δρόμο προς την παραλία πριν νυχτώσει. Το βράδυ θα έμενα στο ξενοδοχείο, μετά θα ανηφόριζα το βουνό. Από τον κατεστραμμένο δρόμο θα ήταν μάλλον πιο σύντομα. Οι κατεστραμμένοι δρόμοι είναι αυτοί που πρέπει να περπατήσουμε, η μόνη πιθανότητα να σωθούμε είναι να χαθούμε πρώτα.
Κοίταξα τον ήλιο με κοφτερά μάτια.
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
26 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Όποιος αγαπάει τον πατέρα του ή τη μητέρα του περισσότερο από μένα, δεν είναι άξιος για μένα. Kαι όποιος αγαπάει το γιο ή την κόρη του περισσότερο από μένα, δεν είναι άξιος για μένα. Kαι όποιος δεν παίρνει το σταυρό του να με ακολουθήσει, δεν είναι άξιος για μένα. Όποιος βρει τη ζωή του, θα τη χάσει, κι όποιος τη χάσει για χάρη μου, θα τη βρει.
κατά Ματθαίον, κεφ.10 $37-39
Αυτά τα λέει ο Τζίζας έτσι; Οι Αρχειομαρξιστές συμφωνούν;
ώστε αρχειομαρξιστής είναι ο άρης;
αποκαλύφθηκες.
Αρχειομαρξιστές τα συντρόφια του -αυτός μέχρι πρότινος αμνησιακός.
Προτείνω να γράψεις ένα ποστ, που να εξηγείς όλα αυτά τα αρχειομαρξιστής, τροτσκιστής, λενινιστής κ.λ.π. Όλοι γράφουν (γενικά, όχι εδώ) και θεωρούν πως όλοι οι υπόλοιποι είναι μέσα στο μυαλό τους. Ή θα είναι ένα πολύ βαρετό ποστ; Λέω απλά!
Νίκος
Επειδή αυτές όλες οι έννοιες είναι αντικείμενα συζήτησης πολλών πονοκεφαλιασμένων νυχτών γι΄αυτό δεν τις έβαλα ποτέ μέσα στις ιστορίες. Εντάξει, τις χρησιμοποιώ με κανέναν ρεμάλη της εποχής μου αλλά μη δίνεις σημασία.
Ή γκούγκλισέ τες αν έχεις απορία -λυπήσου τους ελάχιστους που διαβάζουν εδώ μέσα! Μη με βάλεις να κάνω τέτοιο ποστ, θα ακολουθήσουν σωροί ψυχοφαρμάκων, χαχαχα.
:)
Νίκος
psixofarmaka xriazomaste k xwris na mas analiseis ti enoia tou arxeiomarksisth.
miala k kommatia kraniou wtf?
(asxeto ida ta kourelia xthes)
Ε, κάτι έπρεπε να μείνει από τον σκοτωμένο -τι να έβαζα; Την τσατσάρα του σπασμένη στο πάτωμα;
Πως σου φάνηκαν τα Κουρέλια; Είχες καμιά κόπια που να ακούγονται τα λόγια ή...
mia xara akougodousan,dax ti na pw.varia tenia k ligo kourastikh gti einai nikolaidis.alla me gamise psixologika,viasmos meta ptomatos.korifea tenia opws ta perimena, treloi xaraktires, trela skinika, pola noimata.bhke stis agpahmenes mou.mou edwse thn ediposh pws etsi tha kateligan oi tipoi apo th glikia simoria an ixa pote to perithorio na gerasoun.
νταξει εγραψες για την αποχη, εγραψες για τα μπολογκς (νεβερ μαιντ), επιτελους εγραψες και για τον αρη. παντως σα να μου φαινεται οτι βιαζεσαι να το τελειωσεις η να βγαινει αλλιως απο οτι το ειχες σκεφτει. ξερω γω λεω τωρα...
Τι σε βάρυνε χρυσό μου στα Κουρέλια; Το γιαούρτωμα; Ή το χορευτικό Τζούμα -Βαλαβανίδη; Χαχαχα. Πάντως ο μονόλογος του Άκη που ψάχνει τη Βέρα εμένα μου έχει γίνει ψυχολογικό τατουάζ από τότε που πρωτοείδα την ταινία πριν κι εγώ δεν θυμάμαι πόσα χρόνια.
Και οι ατάκες της ταινίας... "Χάρι Λάιμ", «Τζιμ Μπλαίκερ. επάγγελμα; μα φυσικά, ταχυδακτυλουργός από την Οντέσα!» Ψάξτα λίγο όλα αυτά να βρεις τις σχετικές πηγές -όπως εκείνο το ποίημα, τους "Τρεις Μάγους". Πάρε και το λινκ του:
http://www.yiannisdallas.org/ydallas/site/Forms/easy_print?doc=/Documents/Literary/Poems/treismagoi&url=http%3A//www.yiannisdallas.org/ydallas/site/popups/t_docpage§ion=popups
Έχει πολύ πράμα πίσω της η ταινία. Κάποτε, όταν ξαναβρεθούμε, θύμισέ μου να σου πω πολλά πράγματα σχετικά.
Έτσι νομίζω πάντως οτι θα πρέπει να τελειώνει όποιος σέβεται τον εαυτό του -ή κάπως έτσι.
Άσωτε, ναι απέφευγα να συνεχίσω τον Άρη -κάποιες δικαιολογίες ας πούμε. Και σωστά υποθέτεις, βγαίνει αλλιώς απ΄ότι το είχα σκεφτεί -αλλά όταν μπλέκεις με τον Άρη ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου ξημερώσει. Μουνόπανο εντελώς ο τύπος.
nai edaxi polles atakes.
ολα αρχισαν οταν εκεινος ο κρετινος ο Perry Como τραγουδησε την Glendora.
ktl
pisw apo ta giaourtomata k tous xwrous einai exei alla paramata k nai afto pistevw to kanei vari.de to lew arnhtika pada, katalaveneis.kala to poihma afto einai alou...
oso gia tis anafores se tragoudistes k ithopiious ephdh de ta kserw merika pragmata de ta epiana.
Καλά μη νομίζεις οτι εγώ τα ήξερα και γι΄αυτό τα 'πιανα. Ας πούμε το ποίημα το βρήκα επειδή αγόρασα το βιβλίο με το σενάριο της ταινίας -όπως εκείνο το άλλο που έλεγε ο Τζούμας με τον Παναγιωτίδη το "είμαστε μόνοι σ΄αυτή την πόλη", "μόνοι είμαστε σ΄αυτή την πόλη" -που ήταν του Πέτρου του Πικρού. Επανέκδωσαν πρόσφατα τα βιβλία του, αν βρεις τίποτα χτύπα το -αρκεί να έχεις γερό στομάχι, αλλά πραγματικά γερό, αλλιώς μακριά.
Κατάλαβα πως εννοείς το "βαρύ" -και για μένα καλά είναι να βλέπω και μερικά βαριά έργα μπας και δουλέψει το τσερβέλο μου λίγο.
"Τότε λέγαμε -θα σε δω αργότερα αλιγάτορα", το ξέρεις αυτό το τραγούδι έτσι;
Άντε -μη με κολάς νυχτιάτικα ρε φίλε.
nai edax see you lator aligator to lew k egw.ok to kserw xtipisa fleva. kalinixtez
Ο μπάτσος, γιατί μου μοιάζει φτυστός ο Πέτρος; (Ο ρόλος που έπαιζε ο Χατζησάββας στον Βασιλιά)
swsth h parathrhsh tou lionta de to xa skeftei.
Χμμ, δεν είμαι σίγουρος. Απ΄ότι θυμάμαι στον Βασιλιά ο μπάτσος ήταν καλός άνθρωπος και ενεργούσε καλοπροαίρετα. Αυτός εδώ οδηγείται από την περιφρόνησή του στους χωριάτες κι από τη διάθεσή του να τα έχει καλά με την οποιαδήποτε εξουσία.
Τώρα πάλι, μπορεί και να λειτουργούσε έτσι κι ο Πέτρος του Βασιλιά -μια φορά έχω δει την ταινία, παλιά, και δεν την θυμάμαι σε τόσο βάθος. Εννοώ οτι αν έκλεψα από εκεί το έκανα ασυνείδητα -από αλλού αντιγράφω συνειδητά για τη συγκεκριμένη ιστορία.
Έτσι κι αλλιώς συνήθως ο ρόλος "καλός μπάτσος", σημαίνει απλά, "ψύχραιμος και λογικός μπάτσος" (όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται -lol), (ίσως φταίει η φορτισμένη λέξη, ενώ το "ψύχραιμος και λογικός αστυνομικός" είναι πιο.... {συμπληρώστε τη λέξη- κόλλησα})
Οπότε μιλάμε για τον ίδιο πάνω κάτω ρόλο, είτε στον βασιλιά, είτε εδώ, είτε αλλού, είτε στην ζωή την ίδια!
Πάντως το εύρημα του "καλού μπάτσου", δυναμώνει έτσι κι αλλιώς την πλοκή σε κάθε πόνημα φαντασίας. ;)
Χμ, νομίζω πως έχεις δίκιο. Ουσιαστικά στην περίπτωση μπάτσων υπάρχουν δυο ειδών χειρισμοί: α) εξουσιαστικό γουρούνι, β) άνθρωπος πίσω από τον ρόλο. Στη δεύτερη περίπτωση ο μπάτσος γίνεται συμπαθής όπως και κάθε άλλος άνθρωπος φυσικά. Ας πούμε, θυμίσου τους συμπαθητικούς κακούς των ιστοριών.
Βασικά οι μπάτσοι της δεύτερης κατηγορίας (όταν τους χρησιμοποιώ) είναι απλώς μια αισχή απόμίμηση του μπάτσου από τα "Γουρούνια στον άνεμο" του Νικολαϊδη. Αν έχεις διαβάσει το βιβλίο θα καταλάβεις το κλίμα που προσπαθώ (αδίκως βέβαια) να φτιάξω.
Και εμενα πιο πολυ με παει στο ρολο που εμφανιζεται στο Βασιλια. Απο την πρωτη στιγμη που εμφανιζεται. Και νομιζω πως εχει να κανει αρκετα με το γεγονος οτι αποτελει ενα σημειο ουδετερο μεσα σε ενα περιβαλλον [χωρικοι, τα τυπακια που αφησε πιο πριν, οι "δικοι του" που δεν μπορει να ειναι σιγουρος σε τι σταδιο τους αφησε -μια καποια παρανοια] που ως τωρα το εχεις φτιαξει αρκετα εχθρικο για τον Αρη. Στα Γουρουνια, απο την αλλη -αν θυμαμαι καλα, ο μπατσος αποτελουσε επιπλεον προκληση με εναν καπως πιο επιθετικο ρολο.
Οπως και να 'χει, ωραιο κειμενο.
οπλο αηδονι προσωπο, δυσκολη η συνυπαρξη ;-)
Και παντα το πρόσωπο χάνει και πάντα το αηδόνι φταίει -έτσι; Χαχαχα
Δεν μου έχουν μείνει πολλά από τον μπάτσο του Βασιλιά κι έτσι δεν μπορώ να επιχειρηματολογήσω.
Ξέρω όμως δυο πράγματα:
1. Ο αστυνόμος της ιστορίας δεν είναι ουδέτερος, είναι η παλιά εξουσία που μετεωρίζεται μέσα στην άγνοια του πως έχει πλέον διαμορφωθεί η κατάσταση.
2. Ο μπάτσος στα Γουρούνια είναι κατά βάθος καλό ανθρωπάκι, μπορείς να πεις και δυο κουβέντες μαζί του -τέτοιον ήθελα να κάνω και τον αστυνόμο εδώ πέρα.
Με αλλα λογια ολοι χαμενοι βγαινουν :-)
Αυτα ως φηντμπακ, δεν επιχειρηματολογω πανω σε κατι, απλως περιγραφω πιθανες αφορμες για να μου σκαει εκεινος ο τυπος και οχι αυτος απο τα γουρουνια.
2. Ο μπατσος στα Γουρουνια ισως να ειναι κατα βαθος καλο ανθρωπακι, αλλα η παρανοια που πυροδοτει στην πρωτη του εμφανιση δε μου αφησε περιθωρια να το παρατηρησω αυτο παρα μοναχα προς το τελος. Αντιθετα ο μπατσος στο Βασιλια, ειναι απο την αρχη [παντα σε σχεση με τον κεντρικο χαρακτηρα και την οποια ταυτιση υπαρχει με αυτον] σε μια θεση που μειωνει την παρανοια [ή το θυμο που επαιζε ως κυριο χαρακτηριστικο του Βασιλια απεναντι στο, ανθρωπινο, περιβαλλον του]. Αυτο νομιζω πως εγινε και εδω: εχεις βαλει αρκετα πριζωμενο / απανθρωπο περιβαλλον γυρω απο τον Αρη και [μετα τον Θειο, που φαινεται περισσοτερο κοντρολαρισμενο κτηνος, παρα "καλο ανθρωπακι"] ξαφνικα εμφανιζεται ενας τυπος με ανθρωπινη συμπεριφορα. Η αντιθεση τον παει λιγο αλλου, μετα ερχονται οι οποιες κουβεντες του και μετρανε λιγοτερο απο οτι μετρησε αυτη η αντιθεση. Γι αυτο νομιζω μου σκαει ο τυπος απο το Βασιλια και οχι ο τυπος απο τα Γουρουνια.
1. Για το αν ειναι ουδετερος ή οχι δεν ειμαι τοσο σιγουρος. Δεν εχω αποφασισει ακομα. Οι πραξεις του ως τωρα μου φαινονται αρκετα ουδετερες με ενα περιτυλιγμα εξουσιας-παρωδια.
Ε πως: Δε βγαίνουν όλοι χαμένοι. Τα όπλα κερδίζουν -ε;
Ναι, όντως ο μπάτσος στα Γουρούνια είναι η απαρχή του σουρεαλισμού (δεν θα το έλεγα ακριβώς παράνοια) ενώ ο Χατζησάββας στον Βασιλιά είναι η "φωνή της λογικής", ας πούμε.
Όμως σκέψου τι έχουμε εδώ. Έναν κόσμο διαλυμένο που περιμένει την εισβολή και ελπίζει οτι οι εισβολείς θα είναι οι δικοί της και όχι οι άλλοι. Ένας αστυνόμος που μοιάζει καρικατούρα της εξουσίας (επειδή του λείπει το σημείο αναφοράς αλλά του περισσεύει το εξουσιαστικό, προς τους κάτω και γλύφτικο προς τους πάνω ύφος) μάλλον σε σουρεαλισμό μου κάνει.
Βέβαια, τα ξέρεις αυτά, άλλα γράφεις κι άλλα γράφονται -τα πούστικα τα γράμματα είναι ζωντανά και οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες το ίδιο.
Τι πως; Σε αυτον τον κοσμο δεν γινεται να βγουν κερδισμενοι οι οργανισμοι που ειναι τοσο ασυμβατοι με την υγρη φυση του -περισσοτερα δε γνωριζω.
Καλα λες, δεν ειναι ακριβως παρανοια. Ειδικα αν πιανεις την παρανοια οπως τη χρησιμοποιουν κανονικα οι μηχανικοι της ψυχης. Βεβαια, οπως και να το πω, μαλλον θα το αδικησω με την περιγραφη.
Μπα, ετσι επειδη ειμαι της διαφωνιας: μαλλον για ρεαλισμο προκειται αν γδυσεις τη συμπεριφορα απο τις προφασεις της. Στο κατω κατω, στα εκπαιδευμενα σκυλια ο αφεντης υπάρχει περισσοτερο στη μνημη της εκπαιδευσης παρα σε καποιο συγκεκριμενο πραγματικο σημειο αναφορας -γι αυτο μαλλον και οι "εκτος πραγματικοτητας" αντιληψεις που σχηματιζουν.
Τα ξερω, πως δεν τα ξερω... Γι αυτο και το ταλαιπωρω τοσο το θεμα! Τωρα αναρωτιεμαι αν γι αυτο το λογο συνηθιζουν να πεθαινουν οι χαρακτηρες οταν τελειωνουν οι ιστοριες σου.
"Ηθελε λεει να ειναι ελευθερος. Σκοτωστε τον!"
:-)
Δεν πεθαίνουν κι όλοι οι χαρακτήρες μου -για την ακρίβεια οι περισσότεροι ζουν επειδή δεν είμαι τόσο καλός άνθρωπος ώστε να τους απαλλάξω από το καθημερινό τους μαρτύριο.
Τώρα που το σκέφτομαι μόνο εκείνος ο τύπος στο Συννεφάκι πέθανε (πως αλλιώς; αφού ήταν αφιερωμένο στον Ν.Ν.) και μερικοί πλάγιοι, συμπαθητικοί χαρακτήρες στα υπόλοιπα.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!