Προηγουμένως:
1.Ο Άρης είναι καθηλωμένος σε παραθαλάσσιο ξενοδοχείο αντιμετωπίζοντας σημαντικά κενά μνήμης. Μαζί με μια ακόμα ένοικο, την Κατερίνα, βρίσκουν έναν κρεμασμένο άντρα κοντά στο ξενοδοχείο.
2. Οι χωρικοί εμφανίζονται με απειλητικές διαθέσεις λόγω του κρεμασμένου, αλλά η κατάσταση διορθώνεται μετά την παρέμβαση του θείου Χάρη και την παράδοση των ενόχων κυνηγών.
3. Κατανομή αρμοδιοτήτων μέσα στο ξενοδοχείο, όσο τα όπλα παραμένουν στον θείο Χάρη και μια φωτογραφία εφημερίδας που ισχυρίζεται οτι ο Άρης είναι καταζητούμενος τρομοκράτης.
4. Ψάρεμα με αμφίβολα αποτελέσματα και κάποιες αψιμαχίες σχετικά με την κατανομή αρμοδιοτήτων.
5. Μια απόπειρα βιασμού έχει συνέπεια την κοινή πορεία του Άρη με τον Πάνο εκτός ξενοδοχείου.
6. Ο Άρης φτάνει στο χωριό και, με τη βοήθεια του αστυνόμου, ψάχνει να βρει την κόρη του.
7. Ο Άρης συναντάει τους δικούς του συντρόφους για να ανακαλύψει οτι δεν είναι ούτε δικός τους, ούτε σύντροφός τους.
8. Ο Άρης ανακαλύπτει διάφορα πράγματα, μεταξύ αυτών και το πτώμα του πατέρα του.
Ο πατέρας μου. Κάθε πρωί να ξεκινάει με την καλοσιδερωμένη του στολή για τη δουλειά, μονίμως νευριασμένος. Είχα την εντύπωση οτι πέρναγε πολύ άσχημα στη δουλειά του γι΄αυτό έφευγε κάθε πρωί βλαστημώντας, τα μεσημέρια επέστρεφε αμίλητος λες και τον είχαν περάσει από λεμονοστύφτη. Ο πατέρας μου. Εφτά μεταθέσεις, από πόλη σε χωριό και μετά σε άλλη πόλη –πάντα ήμουν ο καινούργιος στο σχολείο, συνέχεια κάτι έπρεπε να αποδείξω. Οτι δεν είμαι χωριάτης κι οτι δεν είμαι πρωτευουσιάνος, οτι δεν είμαι αγροίκος κι οτι δεν είμαι βουτυρόπαιδο –έχασα τα σημάδια του εαυτού μου στο τέλος. Εφτά μεταθέσεις κι εγώ στη θέση του συνοδηγού σε ένα φορτηγό που έπαιζε λαϊκές κασέτες ολόκληρη τη διαδρομή –τότε έκοψα κάθε σχέση με πατρίδες, καταγωγές, συγγένειες. Ήμουν εγώ που έψαχνε σε κάθε καινούργιο μέρος για καινούργιο κολλητό φίλο να στηριχτώ και ήμουν εγώ που ήξερα οτι θα τον χάσω ένα μεσημέρι –όταν θα ξανανέβω στο φορτηγό, συνοδηγός δίπλα στις λαϊκές κασέτες. Ο πατέρας μου βγήκε στη σύνταξη πριν την ώρα του και κάθισε σε μια καρέκλα, με θέα το βουνό, περιμένοντας να πεθάνει. Πάλευα, από μικρό παιδί, να βγάλω τη ρετσινιά του από πάνω μου, στο τέλος ξεχνούσα να αναφερθώ σ΄αυτόν, ηθελημένα –δεν είχα γονείς, δεν γεννήθηκα ποτέ, φύτρωσα μια νύχτα πίσω από κάτι αναποδογυρισμένους κάδους σκουπιδιών που φώτιζαν τον ουρανό καθώς καιγόντουσαν –ένας τοίχος σπιτιού στα δεξιά μου, ένα σύνθημα με μαύρη μπογιά, «όταν ο τελευταίος μπάτσος κρεμαστεί από τα άντερα του τελευταίου παπά τότε ο κόσμος θα γίνει καλύτερος» -δίπλα σ΄αυτόν τον τοίχο γεννήθηκα. Ο πατέρας μου που κατατάχτηκε στην αστυνομία μετά τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο επειδή ήθελε να γλιτώσει το στρατό, πέρασε, κλειδωμένος εκεί μέσα, τις επιστρατεύσεις και τους υπόλοιπους πολέμους που περιμένανε να κηρυχτούν –ήθελε να είναι κοντά στην οικογένειά του. Εγώ δεν ήθελα κανέναν. Δεν είχα οικογένεια. Μέχρι που έφτιαξα τη δικιά μου.
Περπατούσα ώρα πολλή σ΄αυτόν το δρόμο ακολουθώντας τα ίχνη της θάλασσας -αραιές, διαλυμένες σταγόνες υδρατμών στον αέρα αλλά μου ήταν αρκετό. Ποτέ μου δεν έχασα τη θάλασσα και ούτε τώρα υπήρχε περίπτωση να το πάθω –είχα ένα αόρατο σκοινί ποντισμένο σε κάποιο σάπιο βυθό κι αυτό με οδηγούσε προς τη θάλασσα, κάποια μέρα θα έκοβα αυτό το σκοινί, θα το ξέσκιζα με νύχια και με δόντια –δεν ήθελα να έχω κανένα δεσμό με τίποτα. Από πάνω μου έτρεχε να κρυφτεί ο ήλιος, το απόγευμα ξάπλωνε τεμπέλικα –δεν θα προλάβαινα να φτάσω στο ξενοδοχείο πριν νυχτώσει. Επειδή ήξερα που ήταν η θάλασσα αλλά δεν ήξερα τι υπάρχει ανάμεσα σ΄ εκείνη κι εμένα. Συστάδες δέντρων πυκνές που έπρεπε να αποφύγω –μέσα εκεί θα δυσκολευόμουν να ξεχωρίσω τη μυρωδιά της θάλασσας. Αγροικίες που απαγόρευαν τις ευθείες με συρματοπλέγματα. Μέτρησα δύο που παρέκαμψα, στην τρίτη αποφάσισα ν΄αλλάξω τακτική. Βρήκα μια τρύπα στο συρματόπλεγμα και συνέχισα το δρόμο μου, αγνόησα τα σκυλιά κι αυτά με αγνόησαν επίσης –ήξεραν οτι είμαι περαστικός. Μετά κάποιος πυροβόλησε στον αέρα, μια-δυο φορές, αναγκάστηκα να κάνω όλο το δρόμο προς τα πίσω για να βγω από την ιδιοκτησία του. Έπρεπε λοιπόν να παρακάμπτω τις αγροικίες αν δεν ήθελα να καταλήξω παραγεμισμένος με μολύβι.
Ήθελε να κάνουμε παιδί γι΄αυτό παντρευτήκαμε, εγώ δεν ήθελα τίποτα και δεν μπορούσα κιόλας. Η εποχή ήταν αλλόκοτη, μύριζαν καμένη βαλβολίνη τα τριαντάφυλλα και ξέραμε οτι κάτι θα συμβεί. Σήμερα, αύριο, χτες –μπορεί και να είχε ήδη συμβεί αλλά να μην το πήραμε χαμπάρι. Κι εκείνη ήθελε παιδί επειδή σε μια ηλικία πρέπει να κάνεις παιδί –έτσι κι έγινε. Μετά έφυγε ή εγώ έφυγα –φύγαμε γενικώς. Οι μέρες περνούσαν βιαστικά και οι γουρουνόφατσοι μας ζώνανε από παντού, δεν ήξερες πλέον τι θα σου ξημερώσει. Σκεφτόμουν τότε οτι δεν είχαμε χρόνο για πολυτέλειες κι αυτό το σκοινί που με έδενε με το παιδί μου έπρεπε να το κόψω γρήγορα –αλλά δε γίνεται να κόψεις τα σκοινιά. Λέγαμε, «θα το ξέσκιζα με νύχια και με δόντια», αλλά ποτέ δεν το πιστέψαμε. Πως να κόψεις ένα βελούδινο σκοινί που κάνει την ψυχή σου να μοιάζει ζωντανή; Και τότε βρέθηκα ευάλωτος –εννοώ οτι ο κόσμος μύριζε μπαρούτι αλλά εγώ τότε βρήκα να συναντήσω τη γυναίκα της ζωής μου σ΄ένα πολυσύχναστο δρόμο -θα μπορούσα να την ξεχωρίσω ακόμα κι αν κοίταζα τη γη από τη σελήνη. Έτσι βρέθηκα με μια κόρη και μια γυναίκα –η μάνα της κόρης μου εξαφανίστηκε τις πρώτες μέρες των ταραχών. Άκουσα οτι δεν κατάφερε να επιστρέψει από κάποιο ταξίδι στο εξωτερικό, άλλοι είπαν οτι ρίξανε το αεροπλάνο της πάνω από το μητροπολιτικό αεροδρόμιο –δεν μ΄ένοιαξε καθόλου. Έζησα τον παράδεισο όταν ο κόσμος γύρω μου καιγόταν χειρότερα από τα καζάνια της κόλασης –αλλά τίποτα δεν είναι για πάντα –έστειλα λοιπόν εκείνη και την κόρη μου εδώ, στο χωριό του πατέρα μου. Τα χωριά είναι ασφαλέστερα από τις πόλεις στις μέρες μας.
Δέκα βήματα πιο μπροστά μου μια άσπρη-γκρι μάζα κουνήθηκε, κοντοστάθηκα να δω καλύτερα. Ένα σμήνος από γλάρους περπάταγε άτσαλα σκαλίζοντας το χώμα, έβγαζαν κόκαλα από εκεί μέσα και κομμάτια σπασμένου γυαλιού, ανήσυχοι τσιμπολογούσαν κρώζοντας όσο πλησίαζα. Οι γλάροι άρχισαν να ψευτοτρέχουν, αλλά δεν έκαναν καμιά προσπάθεια να πετάξουν –είχα δει οτι τίποτα δεν πέταγε όσο πλησίαζα προς τη θάλασσα. Αλλά πλησίαζα προς τη θάλασσα, αυτό μου ήταν αρκετό.
Τα πόδια μου βυθίστηκαν στην άμμο.
Φεύγοντας από το σταθμό του τρένου που τις έπαιρνε για πιο ασφαλή μέρη θέλησα να γίνω ένα με την ανθρώπινη άμμο –έτσι κι αλλιώς με είχαν πατήσει αρκετά οι εξελίξεις και είχα χάσει το σχήμα μου.
Τώρα το ξενοδοχείο έμοιαζε με αφιλόξενο βράχο στη μέση της ερήμου, δεν θα έπρεπε να είναι έτσι –εκεί είχα κάποτε ένα δωμάτιο, μαλακό κρεβάτι και τρεχούμενο νερό. Σταμάτησα, κάθισα στο χώμα και άναψα τσιγάρο. Ήθελα να καθυστερήσω την επιστροφή στο ξενοδοχείο και η νύχτα βοηθούσε ακόμα σ΄αυτό, επειδή δεν είχε προλάβει να παγώσει τα πάντα γύρω της. Ένα ζώο έκλαψε κάπου μακριά –καταλάβαινα την απόγνωσή του.
Φτάνοντας στην πόρτα του ξενοδοχείου σκέφτηκα να χτυπήσω το κουδούνι κι ας μην υπήρχε ρεύμα. Έτσι, απλά για να νιώσω οτι ειδοποίησα τους μέσα. Αλλά δεν πρόλαβα –όσο καθόμουν αναποφάσιστος έξω από την κλειστή πόρτα άκουσα μια άγρια φωνή από το παράθυρο του πάνω ορόφου.
«Ποιος είσαι; Κάνε πίσω».
Κατάλαβα οτι ήταν ο Μάρκος που φώναζε.
«Κατέβαζα να μου ανοίξεις, ο Άρης είμαι», είπα ήσυχα.
«Κάτσε πιο πέρα, στη μέση της αυλής να φαίνεσαι», ούρλιαξε ο Μάρκος.
Τι διάολο γινόταν εκεί μέσα; Άρχισα να περπατάω προς τα πίσω. Μετά από λίγο βαρέθηκα και κάθισα σ΄ένα κούτσουρο παρατημένο δίπλα στα πεζούλια της αυλής –μάλλον για ντεκόρ. Από τα παράθυρα του πρώτου ορόφου πρόβαλαν κεφάλια, μισόκλεισα τα μάτια για να ξεχωρίσω. Πίσω από τα κεφάλια κάποια τρεμάμενα φώτα –κεριά ή φανάρια.
«Θα πάει πολύ ακόμα αυτή η κωμωδία;» φώναξα κάνοντας τα χέρια μου χωνί.
«Μην κουνηθείς από εκεί που είσαι», απάντησε ο Μάρκος.
Γέλασα σηκώνοντας τα χέρια ψηλά. Η νύχτα άρχισε να παγώνει. Τα κεφάλια με κοίταζαν, χάνοντας στο εσωτερικό των δωματίων και μετά ξανάβγαιναν –δεν καταλάβαινα τι περίμεναν να δουν.
«Ας ξυπνήσει κάποιος την Ελβίρα», πρότεινα όταν βαρέθηκα να με αντιμετωπίζουν σαν αξιοθέατο.
«Ξύπνια είμαι και σε βλέπω», απάντησε ένα κεφάλι από εκεί ψηλά.
«Κατέβα λοιπόν κάτω –τι περιμένεις;» αναρωτήθηκα.
«Όχι ακόμα», είπε η Ελβίρα.
Τότε ένιωσα οτι το ξενοδοχείο είχε ορθώσει τα γαμψά νύχια του απέναντί μου –ανατρίχιασα. Κι αναρωτήθηκα πόσο χρειάζεται στους ανθρώπους για να σε απαρνηθούν, πόσο γρήγορα ή πόσο εύκολα μπορείς να γίνεις ξένος γι΄αυτούς. Αν σήμερα έβλεπα κάποιον παλιό συμμαθητή πως θα με αντιμετώπιζε; Σαν φίλο που μοιράστηκε μαζί του κάποιο θρανίο ή σαν απειλή; Σηκώθηκα τεντώνοντας τα πόδια μου να ξεμουδιάσουν.
«Αρκετά», φώναξα. «Κατεβάστε κάποιον εδώ έξω να μιλήσουμε αλλιώς μπαίνω μέσα».
Το ξενοδοχείο ρουθούνισε, ο αέρας ανάμεσά μας μύρισε ιδρώτα.
«Ο αιώνιος Άρης! Μονίμως καπετάν Φασαρίας!» γέλασε ο θείος Χάρης ξεπροβάλλοντας από ένα παράθυρο.
«Δεν έχω όρεξη για αποφθέγματα σήμερα –είμαι βιαστικός», του απάντησα.
«Κανένας άνθρωπος δεν είναι πιο γρήγορος από μια σφαίρα –σωστά Γιούρι;» μίλησε στη διπλανή του σκιά ο θείος Χάρης.
Γέλασα.
«Δεν θα με σκοτώσετε σα σκυλί στ΄αμπέλι», παρατήρησα. «Όχι μπροστά σε όλους αυτούς».
«Δεν θα είναι η πρώτη φορά», είπε ο θείος Χάρης.
Ασυναίσθητα προσπάθησα να μετρήσω κεφάλια εκεί πάνω στα παράθυρα. Άδικος κόπος, δεν μπορούσα να βρω από εδώ κάτω αν έλειπε κανένας. Ίσως ο θείος Χάρης να εννοούσε τους κυνηγούς –αλλά και πάλι, δεν τον είχα για τόσο παραβολικό τύπο.
«Ούτε και η τελευταία, υποθέτω», φώναξα καθώς ξεκινούσα πάλι για την πόρτα.
Σε λίγο θα έβλεπα αν είχα καταφέρει να τους δημιουργήσω κάποιες αμφιβολίες, περπατούσα λοιπόν προσεκτικά λες και βάδιζα πάνω σε ριζόχαρτο –τους έδινα χρόνο. Ένα κλείστρο σηκώθηκε –προσπάθησα να δείξω αδιαφορία. Έφτασα στην πόρτα και την ταρακούνησα με δύναμη, μια σφαίρα καρφώθηκε κάπου πίσω μου, ήθελαν απλώς να με τρομάξουν. Για αρχή.
«Θα κατέβει κανένας ν΄ανοίξει ή θα σπάσω την πόρτα;» αναρωτήθηκα.
Έλπιζα να κατέβει κάποιος επειδή τα πόδια μου έτρεμαν από την πεζοπορία κι ένιωθα τόσο αδύναμος όσο ένα κλωσόπουλο. Παρ΄όλα αυτά έπεσα με τον ώμο στην πόρτα, έσκασα εκεί και μετά έφυγα προς τα πίσω –εγώ το μπαλάκι και η πόρτα μια γιγάντια ρακέτα. Θυμήθηκα οτι είχα κάτι επείγον να κάνω και θύμωσα με όλους αυτούς που με καθυστερούσαν –πήρα πάλι φόρα και έπεσα πάνω στην πόρτα. Χωρίς αποτέλεσμα. Δάκρυα θυμού μου ξέφυγαν.
«Μπορούμε να σε αφήσουμε εκεί έξω, να κοπανιέσαι μέχρι αύριο το πρωί», κορόιδεψε ο θείος Χάρης.
Έκανα δυο βήματα πίσω για να τον κοιτάξω.
«Σίγουρα. Αλλά κάποια στιγμή θα μπω μέσα», του είπα.
«Και τότε τι σκοπεύεις να κάνεις;» ρώτησε η Ελβίρα.
«Χρειάζομαι λίγες ώρες ύπνο. Μετά θα πάρω ένα όπλο και θα ανέβω στο βουνό», της εξήγησα.
«Δεν είμαι σίγουρη οτι...» ξεκίνησε να λέει.
«Μην τον αφήσετε! Θα μπλέξουμε πάλι!» φώναξε η Αργυροπούλου.
Έκανα δυο βήματα πίσω, πήρα φόρα και ξανάπεσα στην πόρτα.
«Θα βγω εγώ έξω», είπε η Ελβίρα, περισσότερο στους άλλους παρά σε μένα.
«Όχι μόνη σου», ακούστηκε κοφτή η φωνή του θείου Χάρη.
Ακούμπησα στην πόρτα για να ξαναβρώ την ανάσα μου.
«Πήγαινε πιο πίσω να σε βλέπουμε», φώναξε ο Πάνος.
«Άντε γαμήσου», μούγκρισα –αλλά έκανα όπως μου είπε.
Η Ελβίρα με βρήκε καθισμένο στο κούτσουρο –είχε τα χάλια της, μαύροι κύκλοι και ρυτίδες, άσπρες τρίχες ξεχώριζαν ανάμεσα στις μπούκλες της. Πως γίνεται να τσακίσει έτσι ένας άνθρωπος σε τόσο λίγες μέρες; Στο άνοιγμα της πόρτας πίσω της ξεπρόβαλε ο Γιούρι.
«Δύσκολοι καιροί για πρίγκιπες», είπε χαμογελώντας η Ελβίρα όσο με κοίταζε εξεταστικά.
«Και για πριγκίπισσες το ίδιο», παρατήρησα.
«Εντάξει, έχουμε και οι δυο τα χάλια μας –πάμε παρακάτω», έκανε αυτή εκνευρισμένη.
«Παρακάτω θα πάω μόνος μου, δεν έχει θέση για κανέναν από σας», της εξήγησα.
«Πάει να πει, δεν βρήκες ακόμα την κόρη σου», διευκρίνισε.
«Κάπως έτσι», είπα αόριστα.
«Τι γίνεται στο χωριό;» ρώτησε.
«Εντάξει, δεν μας περίμεναν με ανοιχτές αγκάλες αλλά δεν είναι και ανθρωποφάγοι. Υπάρχει ένας αστυνόμος εκεί πέρα, συμπαθητικός τύπος. Θα σας βοηθήσει αν αποφασίσετε...»
«Σκότωσαν τη Βανέσα», είπε εκείνη με σπασμένη φωνή.
«Ποιος;» απόρησα.
«Ο Γιούρι, εννοώ ο θείος Χάρης του είπε. Για να μην έχουμε μπελάδες στο μέλλον, είπε σε μας τους υπόλοιπους... Την πήγε προς τη θάλασσα και...»
Κοίταξα τον Γιούρι που έξυνε νευρικά τις μασχάλες του. Με είδε κι έστρεψε το όπλο προς το μέρος μου.
«Δεν καταλαβαίνω», είπα.
«Ο θείος Χάρης θεώρησε οτι το πρόβλημα δεν θα λυνόταν μόνο με την απομάκρυνση του Πάνου. Είπε οτι η Βανέσα έτσι ήταν –ανάφτρα. Και αύριο κάποιος άλλος θα τη στρίμωχνε... δεν έχουμε την πολυτέλεια να τους διώξουμε όλους! Από την άλλη, η Βανέσα δεν...»
«Δεν προσέφερε τίποτα στην ομάδα –ήταν απλώς ανάφτρα», μουρμούρισα.
«Ναι, έτσι είπε...» ψιθύρισε η Ελβίρα.
«Κι εσύ τι έκανες;» ζήτησα να μάθω.
«Τι μπορούσα να κάνω;» απελπίστηκε εκείνη.
Την κοίταξα.
«Τίποτα δεν μπορούσα να κάνω, απλά μας το ανακοίνωσε ο θείος Χάρης», είπε στο τέλος αποφεύγοντας το βλέμμα μου.
«Οι υπόλοιποι είναι εντάξει;» ρώτησα.
«Ναι... μια χαρά....»
«Τι σκέφτεστε να κάνετε; Θα μείνετε εδώ;»
«Τι άλλο;»
«Γιατί δεν πάτε στο χωριό;»
Γέλασε άθελά της.
«Εδώ έχουμε μόνο τον θείο Χάρη πάνω από τα κεφάλια μας –μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα... με κάποιες υποχωρήσεις. Στο χωριό...»
«Έχεις δίκιο», είπα. «Κι όταν έρθει χειμώνας;»
«Κανένας δεν ξέρει αν θα είναι ζωντανός μέχρι το χειμώνα», είπε η Ελβίρα.
«Κάτι ακόμα –νομίζεις οτι μπορείτε να τα καταφέρετε εδώ πέρα χωρίς τον θείο Χάρη;» ρώτησα ψιθυριστά.
«Δεν είμαι σίγουρη...»
«Κατάλαβα», έκανα ήρεμα και μετά ξεκίνησα για το ξενοδοχείο.
Η Ελβίρα με ακολούθησε και πριν μπούμε μέσα έβαλε το χέρι της στον ώμο μου.
«Βοήθησέ μας», ψιθύρισε.
«Δεν είναι δική μου δουλειά», απάντησα.
Ο Γιούρι μου μπλόκαρε την είσοδο, κοιταχτήκαμε.
«Δεν έχεις εντολή να μου ρίξεις –από την άλλη εγώ δεν παίρνω εντολές από κανέναν. Πως το βλέπεις;» τον ρώτησα.
Ανασήκωσε τους ώμους κι έκανε στο πλάι να περάσω.
Το ξενοδοχείο μύριζε στυφά, σάπια τρόφιμα και ανθρώπινος φόβος –ο θείος Χάρης έκανε αποτελεσματική δουλειά εκεί μέσα. Πριν φτάσω στις σκάλες η Κατερίνα έπεσε πάνω μου και με αγκάλιασε –αλλά μετά έκανε πίσω το ίδιο απότομα.
«Όλα θα πάνε καλά», της είπα –έτσι, για να πω κάτι.
Ανέβηκα χωρίς να ασχοληθώ με τους υπόλοιπους που κρυφοκοίταζαν, έφτασα έξω από την πόρτα του θείου Χάρη και άνοιξα χωρίς να χτυπήσω. Καθόταν σε μια πολυθρόνα και κοίταζε έξω από το παράθυρο.
«Τώρα θα πρέπει να σου ευχηθώ το καλωσόρισες;» αναρωτήθηκε.
«Δεν έχουμε χρόνο γι΄αυτά», είπα εγώ.
«Σε ακούω λοιπόν», γύρισε απότομα προς το μέρος μου.
«Ένα όπλο και σφαίρες –αυτά χρειάζομαι», μουρμούρισα.
«Και σε ξεφορτωνόμαστε;» ζήτησε να μάθει.
«Ας υποθέσουμε», είπα εγώ.
Έσκυψε για να με δει από πιο κοντά.
«Κάτι άλλαξε», διαπίστωσε. «Θέλεις να μου πεις;»
«Μικροπράγματα», γέλασα. «Απλά βρήκα τον πατέρα μου σκοτωμένο και θυμήθηκα τι ψάχνω».
Ξεκαρδίστηκε.
«Μικροπράγματα –όντως!» έκανε.
«Τι θα γίνει μ΄αυτά που σου ζήτησα;» ρώτησα.
«Μη βιάζεσαι», είπε.
«Η κόρη μου και η γυναίκα μου είναι κάπου εκεί έξω –νομίζεις πως έχω χρόνο για κουβέντα;» αγανάκτησα.
«Νομίζω οτι η κουβέντα βοηθάει πάντα τους ανθρώπους», σχολίασε αόριστα.
«Όπως βοήθησε και τη Βανέσα να υποθέσω;» έκανα πικρόχολα.
Με κοίταξε όλο σιχασιά.
«Νομίζεις οτι τα ξέρεις όλα –έτσι; Νομίζεις οτι έχεις τις οδηγίες χρήσης κι ο κόσμος πρέπει είτε να δουλέψει σύμφωνα με αυτές, είτε να ξεχαρβαλωθεί...»
«Λόγια, λόγια!» τον έκοψα απότομα.
«Λάθος. Δεν ξέρεις τι ήταν για μένα η Βανέσα και δεν έχεις καμιά διάθεση να καταλάβεις τους λόγους της απόφασης –ούτε το κόστος».
«Η Βανέσα ήταν μια πουτάνα που σου τα έφερνε κι εδώ πέρα είδες οτι δεν έχει καμιά χρησιμότητα. Τι άλλο;» πετάχτηκα νευριασμένος.
«Άγγελοι και διάβολοι –μόνο αυτά υπάρχουν στο δικό σου κόσμο Άρη! Και οι άγγελοι είσαστε πάντα εσείς!» αγανάκτησε ο θείος Χάρης.
«Άγγελοι και καουμπόηδες», τον διόρθωσα καθώς θυμήθηκα ένα βιβλίο που είχα διαβάσει παλιά.
«Όπως και να ‘χει...» μουρμούρισε.
«Άγγελοι και καουμπόηδες», ξαναείπα.
«Κι εσύ; Είσαι σίγουρος με ποιους είσαι;»
«Σίγουρος. Επειδή είμαι μόνος μου γι΄αυτό», είπα εγώ.
«Σαχλαμάρες. Δεν ανατίναξες μόνος σου τον δρόμο εκεί έξω», συμπέρανε ο θείος Χάρης.
Όχι μόνος μου. Ήταν κι άλλοι τριγύρω –εγώ καθυστερούσα να δώσω την εντολή και οι υπόλοιποι έμεναν κρυμμένοι, ξαλαφρωμένοι επειδή δεν είχαν την ευθύνη. Τα πρώτα τζιπάκια φάνηκαν από μακριά, πίσω τους έρχονταν τα καμιόνια –αυτά τα καμιόνια έφτιαξαν τον χάρτη της μοναχικής μου καθόδου στην κόλαση –πόσα ήταν τα καμιόνια;
«Εντάξει», είπα. «Είμαστε ίδιοι και είμαστε ένοχοι. Δώσμου τώρα οτι ζήτησα επειδή ξέρεις οτι άνθρωποι σαν κι εμάς παίρνουν πάντα αυτό που θέλουν. Κι αν κάποιος τους εμποδίσει...»
«Αυτή την παράνοιά σου να σώσεις τον κόσμο –αυτή φοβάμαι», είπε ο θείος Χάρης. «Τι θα γίνει αν σου δώσω όπλο και το στρέψεις εναντίον μου;»
«Κάποια μέρα, έτσι κι αλλιώς θα σκοτωθούμε μεταξύ μας εμείς οι δύο», τον καθησύχασα.
«Και πρέπει να σε οπλίσω εγώ –για να έρθει αυτή η μέρα πιο σύντομα;» γέλασε ο θείος Χάρης.
«Το αντίθετο. Αν δεν μου δώσεις ότι θέλω, αυτή η μέρα θα είναι η σημερινή», είπα εγώ. «Δώσμου όπλο για να κερδίσεις χρόνο».
Ξάπλωσε πίσω στην πολυθρόνα του.
«Ο Γιούρι είναι απέξω. Μπορώ οποιαδήποτε στιγμή να του δώσω εντολή...»
«Κάντο», τον παρότρυνα.
Με κοίταξε σοβαρός κι αναποφάσιστος.
«Γιούρι!» φώναξε.
Η πόρτα τραντάχτηκε ανοίγοντας.
«Πάρτον μαζί σου και δώστου ότι θέλει», διέταξε ο θείος Χάρης.
Ο Γιούρι ένευσε.
«Και μη με ενοχλήσετε άλλο –είμαι ψόφιος στην κούραση», μούγκρισε ο θείος Χάρης.
«Την επόμενη φορά...» προειδοποίησα.
«Κάποιος από τους δυο μας θα πεθάνει και δε νομίζω οτι υπάρχει έστω κι ένας που θα στοιχηματίσει υπέρ σου», είπε ο θείος Χάρης ενώ σηκωνόταν. «Καλή αντάμωση λοιπόν», ευχήθηκε όσο βγαίναμε.
«Πάρε αυτό, μπορεί ν΄ανατινάξει ελέφαντα στα 100 μέτρα», θαύμασε ο Γιούρι ζυγίζοντας ένα εντυπωσιακό όπλο με τις χερούκλες του.
«Δεν σκοπεύω να κυνηγήσω ελέφαντες», απάντησα εγώ.
«Ναι, αλλά μπορεί να σε κυνηγήσουν αυτοί», σχολίασε ο Γιούρι.
Γέλασα.
«Έχετε πλούσια γκάμα εδώ μέσα», παρατήρησα χαζεύοντας τα όπλα που γέμιζαν το δωμάτιο.
«Γκάμα;» έξυσε το κεφάλι του ο Γιούρι.
«Δώσμου ένα αυτόματο που να χωράει στην τσέπη μου», είπα εγώ για να ξεμπερδεύουμε.
Ο Γιούρι έπιασε κάποιο όπλο, μαύρο σαν τη δυστυχία, και μου το έδωσε.
«Προχτές το γράσαρα», είπε.
Μετά μου έδειξε κάτι πακέτα με σφαίρες, πήρα τρία, τα άδειασα και γέμισα τις τσέπες μου με το περιεχόμενό τους.
«Αν πας να πυροβολήσεις το Αφεντικό...» μουρμούρισε.
«Μην ανησυχείς, θα σε ειδοποιήσω πρώτα», τον καθησύχασα.
Μετά ανέβηκα στο δωμάτιό μου, αν ήθελα να φτάσω στο βουνό χρειαζόμουν ύπνο προηγουμένως. Αλλιώς θα άφηνα τα κόκαλά μου να κάνουν παρέα στα υπόλοιπα ξασπρισμένα οστά με τα οποία φρόντισα να γεμίσω το δρόμο. Και να αποκλειστώ από το ανθρώπινο είδος για πάντα.
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
14 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
έλα, να οπλίζονται τα πλήθη..
πρτφ
Χαχα, κάτσε ρε αγριάνθρωπε! Μην το κάνουμε κι Αμέρικαν Μπαρ εδώ μέσα! Θα κρατήσουμε την διαπάλη σε καθαρά στοχαστικό επίπεδο (αφού πέσουν 10 τόννοι αίματος, το οποίο θα χρησιμεύσει σαν ντεκόρ).
this i liked. the plot thickens, as always!
Και θα χοντρύνει λίγο ακόμα προσεχώς.
Θα γίνει χαμός!
Νίκος
Αρκεί να στρωθώ να τον γράψω φίλε -αλλιώς θα πάει χαμένος ο χαμός! Χαχαχα
gti efages to vanesaki re? :P
Επειδή ρε κοπρίτες δεν είχατε πάρει χαμπάρι οτι ο θείος Χάρης ήταν νταβατζής κι όλο "ω, μα τι καλά τα λέει και τι σωστός τύπος", ήσασταν. Κι αν δεν τον μισήσετε θα τον βάλω να μακελεύει ένα ολόκληρο ορφανοτροφείο μαζί με τη σέξυ καλόγρια ορφανοτρόφο! Να μάθετε!
kala de mh varas...
sorry pou de to epiasa,mallon tha fteei oti to diavaza nhfalios.
Δε φταις εσύ που δεν το έπιασες -φταίει οτι είσαστε παλιοκοπρίτες και σας γοητεύουν οι παλιοχαρακτήρες. Για να βάλω αύριο έναν ήρωα που να είναι σωστός, ειλικρινής κι αγνός και να είναι μάλιστα και υπέρ της μίας και μοναδικής σχέσης -να δεις, θα το διαβάσει κανένας; Χαχαχα
εχω χασει κατι. γιατι δεν θυμουνται οι περισσοτεροι στο ξενοδοχειο και ο αρης παλιοτερα;
υ.γ ειδα τον παλαιστη. δεν τρελαθηκα αλλα μου αρεσε. πως εχει γινει ετσι απο τις πλαστικες ο μικυ ρε συ....
Βασικά ο Άρης είναι ο μόνος σίγουρος που δεν θυμόταν μέχρι τώρα (και αρχίζει να θυμάται). Οι ξενοδοχειάτοι θυμούνται λίγα ή κάποια ή όλα -δεν είναι ξεκάθαρο ακόμα. Όλα αυτά λόγω της έκρηξης που έγινε στον κεντρικό δρόμο.
Υ.Γ.: Δεν διάβασες τη συνέντευξή του που είχα σηκώσει; Είχε κοντέψει να μείνει στον τόπο από τους αγώνες μποξ, άσε που έχει μια τάση να κάνει τα μούτρα του κυμά ο τύπος. Ας πούμε, στη σκηνή του Παλαιστή που κόβεται με το ξυράφι για να φανεί αίμα το κάνει στ΄αλήθεια δεν είναι τρυκ. Η ταινία, ο Παλαιστής, για τον πούτσο εντελώς. Ο Μίκι θεός -μόνος του το σήκωσε το παιχνίδι, σκέτος Νταρμπισάιρ στον τελικό.
Λες :
"Για να βάλω αύριο έναν ήρωα που να είναι σωστός, ειλικρινής κι αγνός και να είναι μάλιστα και υπέρ της μίας και μοναδικής σχέσης -να δεις, θα το διαβάσει κανένας"
και μετα κανεις ποστ για το μεγαλο αδερφο και το winston που κλεινει με τη φατσα του λαζοπουλου. Σαν να μας κοροϊδευεις λιγο λιγακι -περιμενα να δω να γραφεις για αφοσιωση και Τη μεγαλη αγαπη :-/
Σοβαρα ομως, μετρησε ο τιτλος. Το κειμενο, το αφηνω ασχολιαστο λογω πενθους για το κοριτσι.
Εντάξει, ο τίτλος ήταν αφιέρωση για αυτούς που θυμούνται ακόμα τους Αγριεμένους Ανάπηρους.
Φίλε ο Μεγάλος Αδερφός είναι Μεγάλος επειδή όλοι μας είμαστε εν δυνάμει Μεγάλοι Αδερφοί. Άρα, δεν κοροϊδεύω -τη δουλειά μου κάνω, χαχαχα.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!