Τρίτη, Ιουλίου 14, 2009

11. Σκιές στην ανηφορική νύχτα

Προηγουμένως:
1.Ο Άρης είναι καθηλωμένος σε παραθαλάσσιο ξενοδοχείο αντιμετωπίζοντας σημαντικά κενά μνήμης. Μαζί με μια ακόμα ένοικο, την Κατερίνα, βρίσκουν έναν κρεμασμένο άντρα κοντά στο ξενοδοχείο.

2. Οι χωρικοί εμφανίζονται με απειλητικές διαθέσεις λόγω του κρεμασμένου, αλλά η κατάσταση διορθώνεται μετά την παρέμβαση του θείου Χάρη και την παράδοση των ενόχων κυνηγών.

3. Κατανομή αρμοδιοτήτων μέσα στο ξενοδοχείο, όσο τα όπλα παραμένουν στον θείο Χάρη και μια φωτογραφία εφημερίδας που ισχυρίζεται οτι ο Άρης είναι καταζητούμενος τρομοκράτης.

4. Ψάρεμα με αμφίβολα αποτελέσματα και κάποιες αψιμαχίες σχετικά με την κατανομή αρμοδιοτήτων.

5. Μια απόπειρα βιασμού έχει συνέπεια την κοινή πορεία του Άρη με τον Πάνο εκτός ξενοδοχείου.

6. Ο Άρης φτάνει στο χωριό και, με τη βοήθεια του αστυνόμου, ψάχνει να βρει την κόρη του.

7. Ο Άρης συναντάει τους δικούς του συντρόφους για να ανακαλύψει οτι δεν είναι ούτε δικός τους, ούτε σύντροφός τους.

8. Ο Άρης ανακαλύπτει διάφορα πράγματα, μεταξύ αυτών και το πτώμα του πατέρα του.


9. Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο -η αντοχή των ορίων μεταξύ "δικού" και "ξένου"

10. Μετά από ένα βράδυ στο ξενοδοχείο ο Άρης ξεκινάει για το βουνό περνώντας από τον κατεστραμμένο δρόμο


Κόντραρα στα ίσα τον ήλιο εκείνη τη μέρα, έσβησα τα ίχνη του κάτω από τις μπότες μου -κάηκαν οι μπότες, ζάρωσε το δέρμα μας αλλά δεν σταμάτησα. Τον πήγα σπρώχνοντας στο βασίλεμα, ξεραμένα χείλη, μάτια θαμπωμένα –λίγο ακόμα και θα τον πυροβολούσα με το πιστόλι που έκρυβα στη ζώνη μου. Κι όταν ο ήλιος παραιτήθηκε –βούτηξε στη θάλασσα πίσω από την πλάτη μου –ούρλιαξα για τα αόρατα αστέρια. Είχα φτάσει ήδη στα ριζά του βουνού, όσο πλησίαζα κοντά τους τόσο δυνάμωνα.

Πρέπει να περπάτησα, γρήγορο βήμα, περισσότερο από τη μισή μέρα –μια σαύρα με κορόιδεψε ενώ κρυβόταν στα φυλλώματα, σταμάτησα απότομα να την κοιτάξω. Και τότε κατάλαβα οτι δεν με κρατούσαν τα πόδια μου, γονάτισα λιγόθυμος ήδη. Πρόλαβα να φέρω το παγούρι στα χείλια –σιγά, σιγά, αν το πιεις όλο θα πρηστείς –κατόρθωσα να ελέγξω την ανάγκη καπακώνοντάς την με μια μεγαλύτερη. Που είσαστε; Ήθελα να ουρλιάξω αλλά δεν είχα ανάσα.

Το βουνό τεντώθηκε μαχμουρλίδικα –δεν ένιωσε κίνδυνο από μένα –αδιαφορούσε. Γέλασα μέσα από τα πνευμόνια μου αλλά ο ήχος πνίγηκε κάπου πριν τον λάρυγγα, ήξερα οτι μπορούσα να φάω το βουνό και ήξερα οτι ίσως χρειαζόταν να το κάνω. Σύντομα.

Όπως ήμουνα καθισμένος στο ξερό χώμα άρχισα να κάνω σχέδια, επειδή το μονοπάτι σε λίγο θα σκιζόταν μπροστά μου –έτσι είναι τα μονοπάτια. Ξεκινάνε μοναδικά και σίγουρα, όσο τα περπατάς διακλαδώνονται σα φίδια που ψάχνουν να καταπιούν την ουρά τους, χάνεις την κατεύθυνσή σου –χάνεσαι. Εμείς.

Ξεκινήσαμε τόσο λίγοι, τόσο απελπισμένοι κι αυθάδεις –η απόγνωση ήταν η πανοπλία μας. Στην αρχή ζητήσαμε να μας σβήσουν από τα αρχεία τους, θέλαμε να κόψουμε κάθε παρτίδα μαζί τους, δεν βρήκαμε τρύπα να ξεμυτίσουμε γι΄αυτό σκάβαμε –νύχια γεμάτα χώμα. Ήταν όλα ένα αστείο στην αρχή. Να ακυρώσουμε τους αριθμούς των φορολογικών μας μητρώων, να διαγράψουμε τα προσωπικά μας στοιχεία –οι ταυτότητες μάς δυσκόλεψαν περισσότερο. Τότε ανέλαβαν οι δικηγόροι. Δυο –τρεις, δικοί μας. Χάνανε τις δίκες αβέρτα κι αρνούνταν να τα παρατήσουν, αρνούνταν ακόμα και να πληρώσουν τα έξοδα. Το δικονομικό σύστημα ήταν γεμάτο καρκίνους, τους είχαν απλωμένους εκεί μέσα για να τρώνε τις σάρκες των ανήμπορων –οι δικοί μας όμως οι δικηγόροι ήταν βαριά άρρωστοι. Γι΄αυτό απελπίστηκαν, γι΄αυτό αυθαδίασαν –η απόγνωση τους έσπρωξε. Αγκάλιασαν στοργικά τους καρκίνους του δικαστικού συστήματος, τους επώασαν κι έπειτα τους άφησαν να δουλεύουν ανενόχλητα. Δίκες μετά από δίκες και δίκες για δίκες... Λίγο πριν σβήσουμε τις ταυτότητές μας πλάκωσαν κι άλλοι –πολλοί. Ήθελαν να μας βοηθήσουν, ήθελαν να έρθουν μαζί μας –εντυπωσιασμένοι έδειχναν. «Τραβηχτείτε μόνοι σας», ποιος από μας το είχε πει αυτό; Όχι εγώ, μάλλον όχι εγώ. Ποιος;

«ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΑΛΛΑΞΕΙ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΣ ΤΟ ΚΑΝΕΙ –ΔΕΝ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥΜΕ ΚΑΝΕΝΑΝ ΚΑΙ ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΜΑΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΕΙ», με μαύρη μπογιά έξω από τον τοίχο του ερειπίου που διαλέξαμε για καταφύγιο.

«ΑΝ ΨΑΧΝΕΤΕ ΓΙΑ ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΗ –ΛΑΘΟΣ ΟΡΟΦΟΣ!» με μαρκαδόρο στο βγάλσιμο της σκάλας κάθε ορόφου.

«ΑΙΘΟΥΣΑ ΚΑΤΑΤΑΞΗΣ ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ», με μαρκαδόρο στις πόρτες όλων μας.

«ΑΙΘΟΥΣΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ», με μαρκαδόρο στις κοινές τουαλέτες.

«ΑΡΧΗΓΕΙΟ», με μαρκαδόρο στην σιδερένια πόρτα του τρίτου ορόφου, το «ΕΞΟΔΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ» προσεκτικά σβησμένο. Πίσω από τη σιδερένια πόρτα υπήρχε μια εξίσου σιδερένια ανεμόσκαλα –όταν μπήκαμε στο κτίριο ξηλώσαμε την ανεμόσκαλα, το πρώτο πράγμα που κάναμε. Δεν είχαμε σκοπό να φύγουμε, ούτε να κινδυνέψουμε. Ήταν όλα ένα αστείο στην αρχή.

Μετά ήρθαν καταπάνω μας.

Κι εκείνη φρόντισε να πάρει ένα χαρτί που έλεγε οτι απαγορεύεται να ξαναδώ την κόρη μου –τα δικαστήρια έψαχναν ρεβάνς. Δεν ήμουν ο μόνος. Κι άλλοι το πάθανε. Μας έκοψαν το ηλεκτρικό, μας έκοψαν το νερό, βάλανε φονιάδες με πολιτικά στα απέναντι παράθυρα να μας σημαδεύουν. Εξακολουθούσαμε να βλέπουμε την αστεία πλευρά της υπόθεσης, δεν μπορείς να σκοτώσεις ανθρώπους που αρνούνται να υπάρχουν πλέον.

Μας έδεσαν ένα απόγευμα όταν οι σακούλες γυρνάγανε στα σπίτια τους κουβαλώντας στραγγιγμένους ανθρώπους. Δεν αντισταθήκαμε αλλά στις φυλακές τους γελάσαμε πολύ –ήταν, βλέπεις, αμήχανοι. Δεν ήξεραν τι να μας κάνουν, τους χρειαζόταν χρόνος να προσαρμόσουν τις τακτικές τους πάνω μας. Και τότε εμείς αλλάξαμε για μια ακόμα φορά. Αλλάξαμε για μια ακόμα φορά και θα αλλάζαμε πολλές φορές στη συνέχεια....

Κάτι πετάχτηκε από τη συστάδα θάμνων στα δεξιά μου. Μια ζωή κατσιασμένη, όλο μάτια και δόντια γυμνά. Σύρθηκε στα ανοιχτά, στρίγκλισε και μετά χάθηκε τρέχοντας. Ήταν καλύτερα να μην με πάρει ο ύπνος εδώ πέρα, αλλιώς το πρωί θα με έβρισκε ξεσκισμένο από τους αρουραίους του βουνού. Σηκώθηκα –κι αν άναβα φωτιά; Έσφιξα στην παλάμη τον αναπτήρα μου, προτίμησα ν’ ανάψω τσιγάρο.
Όταν όλα πήγαιναν χαμένα ανακαλύψαμε οτι τίποτα δεν πάει χαμένο. Ήμασταν ήσυχοι σαν μαθητές που μόλις εξέτισαν την τιμωρία τους, σκεφτόμασταν. Η επόμενη κίνησή μας θα έπρεπε να είναι μια διαφορετικού τύπου αντίδραση, είχαμε ηττηθεί προσωρινά αλλά δεν έπαιζε κανένα ρόλο αυτό. Ξεκινήσαμε ηττημένοι, γι΄αυτό αντιδράσαμε άλλωστε. Δεν μας είχαν αφήσει τίποτα, κομμάτια ξέσκιζαν από πάνω μας την ανθρωπιά, την αγάπη, τη φιλία, την αξιοπρέπεια... Γι΄αυτό αντιδράσαμε, επειδή δεν είχε μείνει άλλη ήττα να υποστούμε, δεν μας είχε μείνει τίποτα άλλο να χάσουμε. Ήμασταν λοιπόν ελεύθεροι. Κι όσο σκεφτόμασταν την επόμενη κίνηση άρχισε η αλυσίδα των συνοικιών. Όλο και περισσότεροι αποφάσιζαν να κάψουν τις ταυτότητές τους και να διαγράψουν τη νομική τους υπόσταση. Τα γεγονότα μας βρήκαν απροετοίμαστους οπότε κάναμε στην άκρη για να τα απολαύσουμε.

Βράδυ στον ακάλυπτο πίσω από το ερείπιο που μας φιλοξενούσε εκείνη την εποχή. Παίζουμε μπάσκετ, για την ακρίβεια απλώς βαράμε σουτ σε μια ετοιμόρροπη μπασκέτα. Είμαστε προσηλωμένοι επειδή παίζουμε για σοβαρό σκοπό –αν και κανένας δεν μας τον έχει ξεκαθαρίσει. Ποιος κερδίζει τελικά; Ο κερδισμένος ή ο χαμένος; Χάνω πανηγυρικά κι ας προσπάθησα να μη βγω τελευταίος. Κοιτάζω τους κριτές που μετράνε ακόμα πόντους.
«Εγώ πάντως είμαι τελευταίος», λέω.
«Αυτό είναι ολοφάνερο», γελάνε.
«Ποιος πάει τελικά; Ο πρώτος ή ο τελευταίος;» ρωτάω όλο νεύρα. Ήθελα να ήμουν στη μέση, προσπάθησα γι΄αυτό.
Γελάνε φεύγοντας από τον ακάλυπτο, ένας-ένας, φίλοι και φίλοι φίλων. Με χτυπάνε στην πλάτη. «Καλό κουράγιο Άρη».

Κάθομαι στην ηλεκτρική καρέκλα του τηλεοπτικού πλατό. Αρνούμαι να με πλησιάσουν οι παράφρονες με τα φωτόμετρα και τα πινέλα. Αρνούμαι να κοιτάξω εκεί που μου λένε, αρνούμαι να δώσω το χέρι μου στους υπόλοιπους. Ξαφνικά ανάβουν προβολείς πάνω στα πρόσωπά μας, πέφτει ησυχία, αρχίζει το θέαμα. Ακούω τους υπόλοιπους με κατεβασμένο το κεφάλι, σκέφτομαι οτι πρέπει να φύγω από εκεί όσο πιο γρήγορα γίνεται, σκέφτομαι οτι υπάρχουν 100 άλλα μέρη που θα προτιμούσα να βρίσκομαι. Ξεκινάω να τα ταξινομώ στο κεφάλι μου όταν ο τηλεπαρουσιαστής μου απευθύνει τον λόγο. Τον κοιτάζω και βλέπω ιστογράμματα να χοροπηδάνε στις κόρες των ματιών του.
«Με λένε Άρη και αρνούμαι να γίνω αριθμός», μουρμουρίζω.
Ο τηλεπαρουσιαστής επιμείνει, ζητάει διευκρινήσεις.
«Με λένε Άρη και αρνούμαι να γίνω αριθμός», επαναλαμβάνω.
Θα το λέω μέχρι να βαρεθεί ο ηλίθιος.

Αυτή η καταραμένη προβολή μάς βγήκε σε κακό. Επειδή εμφανίστηκαν πολλοί εκεί έξω που αποφάσισαν να στρατευτούν κάτω από τις σημαίες μας –εγώ έμοιαζα να είμαι ο αρχηγός, ήταν τόσο φρικιαστικά όλα αυτά. Δεν μπορούσαμε να συνέλθουμε εύκολα από αυτό το χτύπημα, αποφασίσαμε να κρυφτούμε και να ξαναλλάξουμε. Ήταν θέμα επιβίωσης.

Μέχρι που οι δρόμοι πλημμύρισαν μπερδεμένους ανθρώπους κι άρχισε να χύνεται αίμα, τότε χωρίσαμε για να προφυλαχτούμε. Χωρίσαμε κι έτσι χαθήκαμε –γίναμε μεταξύ μας αγνώριστοι. Άκουγα για κάποιους από μας, οτι αντιστάθηκαν μόνοι σα λυσσασμένα σκυλιά και τους χτυπούσαν απ΄όλες τις πάντες. Άλλοι προτίμησαν να ηγηθούν της αντίδρασης, ήταν θέμα επιβίωσης. Εγώ πάλι....

Ένα κλαδί τσάκισε κάπου πίσω μου, όχι πολύ μακριά. Ζώο ή άνθρωπος –χούφτωσα το πιστόλι. Μετά γύρισα αργά, κοίταξα την ησυχία, περίμενα την επόμενη κίνηση. Τίποτα. Σκέφτηκα να χαραμίσω μια σφαίρα αλλά δεν υπήρχε λόγος. Ήξερα οτι τα ζώα θα παραμόνευαν να κοιμηθώ και μετά θα έφευγαν απογοητευμένα. Ήξερα οτι από τους ανθρώπους δεν είχα τίποτα να φοβηθώ –αυτοί σε χτυπάνε μόνο αν δεν τους πάρεις είδηση. Ξεκίνησα λοιπόν πάλι να περπατάω –είχα ακόμα κουράγιο, ίσως να έβρισκα και δυνάμεις.

Λοιπόν υπήρχαν τελικά πάρα πολλοί εκεί έξω που πνίγονταν στην απελπισία κι εμείς δεν το είχαμε καταλάβει –μάλλον αδιαφορούσαμε. Επειδή, βλέπεις, τα ξέραμε όλα. Ένας καλύτερος κόσμος είναι ένας καλύτερος κόσμος για μένα –φτιάξε εσύ τον δικό σου καλύτερο κόσμο. Δεν θα σου πω εγώ τι θα κάνεις, όλα είναι φανερά αρκεί να κοιτάξεις γύρω σου. Βλακείες! Κάποιοι αποφάσισαν να παίξουν στις πλάτες μας και κάποιοι αποφάσισαν οτι είμαστε καθοδηγητές όσο κάποιοι άλλοι πάλευαν να μας στιγματίσουν σαν τέτοιους. Το μονοπάτι, μετά τη διακλάδωση έφαγε την ουρά του και πέθανε δηλητηριασμένο. Κοίταξα καλύτερα –πέτρες έτοιμες να κατρακυλίσουν κάτω από τα πόδια των ανύποπτων, εγώ ήμουν υποψιασμένος. Και τι μ΄αυτό; Ξεκαρδίστηκα παίρνοντας φόρα –μετά άρχισα να σκαρφαλώνω.

Αν θέλεις να φτάσεις κάπου φρόντισε να μην κοιτάζεις ούτε την κορυφή ούτε τον πάτο. Κοίτα κοντά σου, βάλε στόχο να πας μέχρι εκεί. Όταν φτάσεις, το σημείο που στόχευες θα μετακινηθεί μόνο του προς τα πάνω. Ανέβαινα λοιπόν προσπαθώντας να αγνοήσω τις μυτερές πέτρες στα γόνατά μου, είχα σχεδόν φτάσει όταν μια πέτρα έφυγε από τη θέση της. Προσπάθησα να κρατηθώ από άλλη πέτρα για ν΄ανακαλύψω οτι οι πέτρες δεν έχουν ρίζες –αυτές οι πέτρες τουλάχιστον. Δεν είχαν. Έπεσα πίσω κρατώντας το κεφάλι μου, δεν είχα καμιά διάθεση να μείνω σακάτης εκεί κάτω. Όταν η πτώση σταμάτησε κοίταξα ψηλά, δεν μπορούσα να διακρίνω, ήταν σκοτάδι –αλλά δεν χρειαζόταν και πολύ μυαλό για να καταλάβω οτι οι πέτρες είχαν ριχτεί εκεί για να κρύψουν το μονοπάτι. Πανηγύρισα ανεβαίνοντας για μια ακόμα φορά.

Είναι συνηθισμένο να ψάχνουν οι άνθρωποι για την κορυφή, να μοχθούν τόσο πολύ για να φτάσουν εκεί –από τη λαχτάρα τους ονομάζουν «κορυφή» οτιδήποτε μοιάζει σαν τέτοιο. Και ξεχνάνε. Κοίταξα πίσω μου, είχα ανέβει αρκετά, ο δρόμος που περπάτησα δεν φαινόταν καν –τα είχα άραγε καταφέρει; Είχα φτάσει μακριά –λοιπόν τι λες κι εσύ; Κοίταξα γύρω μου και δεν είδα πουθενά τη γυναίκα μου, ούτε την κόρη μου. Συνέχισα τότε τον δρόμο μου, δεν υπάρχει λόγος να σταματήσεις όσο μπορείς έστω και να συρθείς –αυτό λέω εγώ. Η χώρα είχε κοπεί σε ασύμμετρα κομμάτια, από τη μια Εκείνοι κι απέναντι όλοι οι Άλλοι. Βαριεστημένοι καταναλωτές που δεν τους άφηναν πλέον να καταναλώσουν, οικογενειάρχες που έψαχναν τα παιδιά τους κάτω από τις ξηλωμένες πλάκες των πεζοδρομίων, γυναίκες που τις αμφισβήτησαν, δειλοί που αγωνίζονταν υστερικά να μην πεθάνουν, επαναστάτες της ανάγκης κι επαναστάτες της θεωρίας που τρόμαζαν μπροστά στη φρίκη της συνειδητοποίησης οτι «έφτασε επιτέλους η ώρα». Αν Εκείνοι δεν ήταν τόσο απάνθρωποι, αν δεν άφηναν τον πανικό να τους οδηγήσει ίσως όλα να τελείωναν πριν καν αρχίσουν. Αλλά Εκείνοι τρόμαξαν με τον αηδιαστικό τρόμο των ηλιθίων. Και άρχισαν να χτυπάνε στο ψαχνό. Δεν μπορούσα να περπατήσω άλλο και ίσως να κατάφερνα να κάνω μερικά βήματα ακόμα, σίγουρα όμως δεν άντεχα άλλο να σκέφτομαι. Να θυμάμαι.

Οι αναμνήσεις είναι η εμπειρία που σε παραλύει.

Ευτυχώς εκείνη ακριβώς τη στιγμή είδα τη σκιά να ξεκολλάει από μια συστάδα δέντρων –χαμογέλασα. Η σκιά προσπάθησε να φύγει αλλά δίστασε όταν κατάλαβε οτι την είχα δει. Κοντοστάθηκε. Δεν μπορούσα να διακρίνω λεπτομέρειες και η σκιά έβλεπε απλώς μια άλλη σκιά απέναντί της, παρ΄όλα αυτά κοιταχτήκαμε. Δυο άνθρωποι σ΄ένα σκοτεινό βουνό, μονάχα το φάντασμα του θεού μάς έλειπε για να ξαναδημιουργήσουμε τον κόσμο. Και, παρ΄όλο που οι συνθήκες ήταν περίεργες, παρ΄όλο που αυτή την εποχή δεν ήξερες αν είχες απέναντί σου φίλο ή εχθρό, σήκωσα το χέρι μου να χαιρετήσω τη σκιά και η σκιά έκανε το ίδιο. Μείναμε για λίγο ασάλευτοι ψάχνοντας την επόμενη κίνηση.

Όταν πήραμε τους δρόμους, κυνηγημένοι πρώτα από τους εαυτούς μας και μετά από το σκυλολόι του κράτους, γεμάτοι συντροφικότητα –είχαμε, βλέπεις, ήδη φορτώσει τις οικογένειές μας σε τρένα για ασφαλέστερους προορισμούς –ήρθαν πολλοί ορφανεμένοι μαζί μας. Τους βρίσκαμε σε ερείπια που κάπνιζαν καταστροφή ή στις άκρες της εθνικής οδού, φοβισμένους κι επικίνδυνους. Τους παίρναμε μαζί μας, ένα καραβάνι που ταξίδευε μακριά από τη Γη της Επαγγελίας. Μαθαίναμε απ΄αυτούς τα καθέκαστα, οτι ο στρατός τα έβρισκε δύσκολα προσπαθώντας να ελέγξει τις περιοχές που είχαν ξεσηκωθεί, μαθαίναμε για τρομοκρατία στην ύπαιθρο και για ομάδες που κυκλοφορούσαν –ήταν δύσκολο να ξεχωρίσεις τους δολοφόνους από τους αθώους. Κυρίως επειδή δεν υπήρξε ποτέ η Εποχή της Αθωότητας. Λέγαμε –νύχτωσε και είμαστε ακόμα ζωντανοί, είμαστε ανίκητοι. Μετά μας πήρε χαμπάρι ο στρατός και άρχισε το κυνήγι.

Η σκιά έκανε μερικά δειλά βήματα στο ξέφωτο πλησιάζοντάς με, έκανα κι εγώ το ίδιο. Στο κάτω-κάτω ήταν ένας άνθρωπος, μπορούσαμε να τα βρούμε μεταξύ μας. Περπάτησα προς το μέρος του με τα χέρια ανοιχτά για να δείξω οτι δεν ήμουν απειλή. Σταματήσαμε ταυτόχρονα όταν η απόσταση μεταξύ μας μειώθηκε. Μπορούσαμε τώρα να δούμε ο ένας τα χαρακτηριστικά του άλλου. Κι εγώ είδα απέναντί μου έναν άντρα, μάλλον συνομήλικό μου. Έδειχνε να έχει περάσει πολύ καιρό στο βουνό, αξύριστος με κουρελιασμένη στρατιωτική φόρμα παραλλαγής. Χαμογέλασα καθησυχαστικά κι εκείνος έκανε το ίδιο.
«Σου βρίσκεται κανένα τσιγάρο;» ρώτησε με σπασμένη φωνή –σα να είχε καιρό να μιλήσει με άνθρωπο.
«Ναι, βέβαια», βιάστηκα να απαντήσω και έψαξα τις τσέπες μου.
Αυτό φάνηκε να τον αναστατώνει, ίσως και να είδε το πιστόλι στη ζώνη μου, έβαλε απότομα το χέρι στην δεξιά τσέπη του παντελονιού του. Κι εγώ έβγαλα γρήγορα το πακέτο. Ανάψαμε πριν καθίσουμε στο χώμα.
«Ευχαριστώ», είπε. «Δεν θυμάμαι από πότε έχω να καπνίσω».
«Η φυγή κάνει καλό στην υγεία», παρατήρησα χαμογελώντας.
Με κοίταξε κρατώντας τον καπνό μέσα του.
«Η φυγή; Δεν φεύγω από πουθενά!» μουρμούρισε.
«Και τότε τι κάνεις στο βουνό;»
«Τι να κάνω; Εδώ είναι το σπίτι μου», είπε κοιτάζοντας τριγύρω.
«Όπως θέλεις...» έκανα εγώ αδιάφορα.
«Εσύ δηλαδή τι κάνεις στο βουνό;» με ρώτησε.
«Ψάχνω να βρω την οικογένειά μου...» είπα.
Ανασήκωσε τους ώμους και αφοσιώθηκε στο τσιγάρο του.
«Λοιπόν;» έκανα ανυπόμονα.
Με κοίταξε μπερδεμένος.
«Έχεις δει ανθρώπους εδώ πάνω; Ξέρεις τίποτα;»
«Το βουνό ήταν πάντα γεμάτο ανθρώπους, στις σπηλιές και κάτω από τα δέντρα... Πάντα υπήρχαν άνθρωποι εδώ... Ζωντανοί ή πεθαμένοι...» μουρμούρισε.
«Δεν με ενδιαφέρουν οι πεθάμενοι, πες μου για τους ζωντανούς», παρακάλεσα.
«Εσείς οι άνθρωποι της πόλης!» αγανάκτησε. «Ασχολείστε μόνο με τους ζωντανούς και δεν είσαστε ικανοί ούτε να πεθάνετε της προκοπής!»
Έσβησα το τσιγάρο και τον κοίταξα.
«Είναι η κόρη μου και η γυναίκα μου...» δικαιολογήθηκα.
«Μόνο;» αναρωτήθηκε. «Δεν έχεις πεθαμένους εσύ;»
«Έχω αλλά...»
«Αλλά θέλεις να σώσεις τους ζωντανούς. Κι έτσι θα τρέχεις μέχρι να τους βρεις και μετά θα τρέχετε όλοι μαζί μέχρι... Μέχρι πού;»
Τον κοίταξα περιμένοντας.
«Μέχρι να πεθάνετε και τότε κανένας δεν θα ψάξει για σας», κατέληξε.
«Έστω κι έτσι...» είπα εγώ.
«Τις προάλλες μίλησα με ένα παιδί, για την ακρίβεια το παιδί μού μίλαγε κι εγώ άκουγα. Είπε οτι οι πεθαμένοι κατέβηκαν πιο χαμηλά τώρα τελευταία, μοιάζει σα να φεύγουν από το βουνό», κοίταζε κάπου προς το σκοτάδι όσο τα έλεγε αυτά.
«Δεν είναι οι πεθαμένοι που κατεβαίνουν, είναι οι καινούργιοι που έρχονται», απάντησα εγώ.
Με κοίταξε με κάποια έκπληξη.
«Δεν το είχα σκεφτεί!» θαύμασε.
«Γίνονται πολλά εκεί κάτω...» μουρμούρισα.
«Τίποτα δε γίνεται, απλά οι άνθρωποι έχουν μπερδευτεί. Νομίζουν οτι βρήκαν συντροφιά... πάντα οι άνθρωποι σκοτώνουν για να βρουν συντροφιά....»
«Πες μου για όσους κρύβονται στο βουνό», παρακάλεσα για μια ακόμα φορά.
«Κανένας δεν κρύβεται στο βουνό, οι άνθρωποι δεν μπορούν να ανακατευτούν με την πέτρα και το χώμα... Αν κοιτάξεις προσεκτικά θα τους δεις σαν...»
«Σαν τη μύγα μέσα στο γάλα», γέλασα.
«Είσαι κάπως αφελής!» παρατήρησε. «Υπάρχει καλύτερη κρυψώνα για τις μύγες από το γάλα; Εξαφανίζονται κολυμπώντας στην ευτυχία».
Γέλασα με τη σειρά μου.
«Πρέπει όμως να προχωρήσω», του είπα.
«Πάντα έτσι ήταν», φιλοσόφησε αόριστα.

Και τότε υπήρχε αυτή η περίεργη κατάσταση επειδή δεν ένιωθα τα πόδια μου, καταλάβαινα οτι ήμουνα σε κίνηση από τα δέντρα που άλλαζαν σχήμα τριγύρω μου. Κι όταν έμπαινα σε καμιά συστάδα όλα σκοτείνιαζαν –μόνο ο αέρας υπήρχε και αυτός ήταν που με κινούσε. Επειδή τα πόδια μου και το σώμα μου είχαν νεκρώσει εντελώς, σκέφτηκα μάλιστα να πυροβολήσω το μπούτι μου μπας και ξαναβρώ τις αισθήσεις μου. Ανηφόριζα όπου υπήρχε ανηφόρα κι αυτό ήταν όλο.

Μετά μύρισα σκουπίδια και ανθρώπινα περιτώματα στριφογύρισα προσπαθώντας να προσανατολιστώ. Αλλά η νύχτα ήταν γεμάτη μυρωδιές κι εγώ...
«Στάσου λίγο», άκουσα τη φωνή του πίσω μου.
Δεν είχα καταλάβει οτι με ακολουθούσε. Γύρισα.
«Μην πας τώρα, είναι νύχτα. Θα σου ρίξουν πριν φτάσεις κοντά τους, κάτσε να ξημερώσει...» είπε.
«Να ξημερώσει...» επανέλαβα.
«Τότε θα είναι όλα πιο εύκολα», ψιθύρισε.
«Το ξημέρωμα μας έβγαινε πάντα σε κακό», σκέφτηκα φωναχτά.
«Όπως ακριβώς και η συναναστροφή με ανθρώπους –μαζί πάνε αυτά», μου θύμισε.
«Ποιος διάολος είσαι;» θύμωσα.
«Θα πρέπει να γίνω συγκεκριμένος; Πως το λένε; Απτός!»
«Ποιος είσαι και τι θέλεις από μένα;» φώναξα.
«Ξέρεις Άρη... δεν αναγνωρίζουμε τους άλλους επειδή δεν αναγνωρίζουμε και τον εαυτό μας, το θέμα λοιπόν δεν είναι ποιος είμαι εγώ. Εσύ ποιος είσαι; Και τι θέλεις από σένα;» γέλασε.
«Δεν θέλω να ξέρω –όσοι μάθανε είναι καταραμένοι», κλαψούρισα.
Γέλασε τότε δυνατά, τόσο πολύ που κοίταξα προς τον καταυλισμό μπροστά μου ανήσυχος μήπως ξύπνησαν οι άνθρωποι. Αλλά οι άνθρωποι δεν ξυπνάνε τόσο εύκολα, δεν αφυπνίζονται με τέτοιου είδους απειλές. Επειδή αυτές είναι οι μοιραίες απειλές, ποιος ο λόγος να τις παλέψεις;
«Σκάσε πια», είπα στο τέλος.

Αλλά μιλούσα στον εαυτό μου και πάλευα μόνος μου να σωπάσω το αναπόφευκτο. Επειδή ήμουνα μόνος εκεί πέρα και οι άνθρωποι απέναντι μου. Κοιμόντουσαν ήσυχοι.

«Ή κάνε ότι νομίζεις –κουράστηκα», μουρμούρισα καθώς βούλιαζα κρατημένος στον κορμό ενός δέντρου περιμένοντας το ξημέρωμα.

6 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Ανώνυμος είπε...

έτσι είναι τα μονοπάτια. ξεκινάνε μοναδικά, μετά σκίζονται και στο τέλος περιμένουν το ξημέρωμα πιασμένα στους κορμούς των δέντρων.
πετυχημένο.

άσχετο, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να συναντήσεις δύο όμοια δέντρα σε ένα δάσος. κάποιος το έχει γράψει αυτό.

γενικά, κάτι θέλεις να πεις αλλά δε το λες. όχι πως δε το γνωρίζεις αλλά δε το χαραμίζεις τόσο εύκολα.
γουστάρεις αγωνίες και μπερδέματα.
συντόμευε, γιατί έτσι όπως πας και με όλα αυτά που γίνονται, θα σε προλάβουν τα γεγονότα τα πραγματικά. αυτά του έξω κόσμου. και θα σε λένε κι άρη.

πρτφ

The Motorcycle boy είπε...

Δεν βιάζομαι φίλε μου και δεν είμαι σίγουρος κιόλας. Ότι βάζεις στο χαρτί (εντάξει, στην οθόνη πλέον) το χαραμίζεις, είναι σα να θέλεις να χωρέσεις ένα σύννεφο σ΄ένα γραμματόσημο.

Συνήθως, λόγω κάποιας περίεργης κωλοφαρδίας (και όχι λόγω αναλυτικής σκέψης) προηγούμαι των γεγονότων από ένα εξάμηνο μέχρι έναν χρόνο. Δεν βιάζομαι λοιπόν, έχω χρόνο, χαχαχα.

Ανώνυμος είπε...

Έλα ρε! Το βρήκα πώς τελειώνει η ιστορία. Πάει τώρα δεν έχει κανένα ενδιαφέρον. Θα πουλήσει ο Άρης το πατρικό του στο μπάτσο και πάνω στα παζάρια θα του πει ο μπάτσος: "Είναι πολλά τα λεφτά... Άρη" Τέλος.

Χαχαχα
Δε γελάει κανείς;
Καλά μη βαράτε

Νίκος

The Motorcycle boy είπε...

Χαχα, πολύ ενδιαφέρον τέλος αρκεί στη θέση του πατρικού να βάλεις τους συντρόφους του Άρη!

Ανώνυμος είπε...

Πω πω! Μόνο εγω είμαι στην Αθήνα; Όλοι πήγατε διακοπές. Βρήκανε κι ευκαιρία και περνάνε νομοσχέδια αβέρτα, κυνηγάνε και τους μετανάστες. Θα μου πεις κάθε καλοκαίρι τα ίδια κανουνε. Και τα κωλοκανάλια, και καλά, δεν έχουν θέματα..

Νίκος

Ανώνυμος είπε...

κουράγιο

πρτφ

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι