Δευτέρα, Οκτωβρίου 26, 2009

10. Για κάποιους οι μέρες τελειώνουν νωρίς

Προηγουμένως:
1. "Που θα πας ρε ηλίθιε;"
2. Μαθαίνοντας τη Βέρα
3. Οι σφαίρες δεν πληρώνουν εισιτήριο μετ΄επιστροφής
4. Σκυλί με λαστιχένιο λουρί
5. Η πραγματική γαλήνη
6. Σημαδεύοντας τη βροχή
7. "Όχι πια εδώ"
8. Ένα παγωμένο χέρι για να κρατιέσαι
9. «Εξωτικό νησί είναι αυτό που δεν έχει μπάτσους»

Κάτι κόκκινο ανέπνεε στο βάθος του ορίζοντα, εκεί που η θάλασσα γινόταν ουρανός, έστριψα το κλειδί -η Άλφα Τζουλιέτα ούρλιαξε. Άρχισα μετά να δίνω γκάζι με το σταγονόμετρο, πέτρες τινάχτηκαν από το χώμα και κοπάνισαν τις πόρτες χαμηλά. Ρολάραμε προσεκτικά στον χωματόδρομο, βγήκαμε μετά στην άσφαλτο –η Άλφα αναστέναξε, η Βέρα τραντάχτηκε ελαφρά στη θέση του συνοδηγού κι εγώ κάρφωσα τα φώτα της παραλιακής με πρησμένα μάτια. Σήμερα κάποιοι δεν θα πηγαίνανε τη μέρα μέχρι το τέλος της –πολλοί, λίγοι, το ίδιο μου έκανε –κι αν ήμουνα κι εγώ ανάμεσά τους τόσο το καλύτερο. Αν υπάρχει κάποιος άλλος κόσμος πέρα από δω, τότε θα ξανασυναντήσω Εκείνη –κι αν δεν υπάρχει θα τον φτιάξω από μόνος μου. Για να την ξαναβρώ.

Η πόλη ακόμα κοιμόταν, οι νυχτερινοί επέστρεφαν κατάκοποι.

Άνοιξα το παράθυρο, άναψα τσιγάρο μπαίνοντας στις πυκνοκατοικημένες συνοικίες της πόλης, ήξερα από που θα ξεκινήσω αλλά δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Ευτυχώς οι άνθρωποι σε βοηθάνε όταν νιώθεις αναποφάσιστος –φροντίζουν να κάνουν κάποια μαλακία και να δικαιολογήσουν προκαταβολικά το χτύπημά σου. Σωροί σκουπιδιών έξω από τα τραγουδάδικα, μελαψοί με την κιτρινίλα της αποκτήνωσης σέρνανε τις σακούλες. Πέρασα τα χάι κλας μαγαζιά, πέρασα τις δευτεράτζες, έκοψα ταχύτητα όταν πλησίασα τα κακόφημα. Έψαχνα γνωστά αυτοκίνητα και δεν άργησα να βρω το πρώτο –παρκαρισμένο κάθετα στο πεζοδρόμιο. Πήγα λίγο πιο κάτω κι άφησα την Άλφα δίπλα σε μια καμένη λάμπα του Δήμου.
«Κάτσε εδώ και πρόσεχε», είπα στη Βέρα φεύγοντας.

Μύριζε μουσκεμένες γόπες τσιγάρων ο αέρας και η βροχή έπεφτε διακριτικά σα ντεκοράκι μελοδράματος. Έβαλα ασυναίσθητα το χέρι στη μέσα τσέπη του μπουφάν, χούφτωσα το Βάλτερ, αποφάσισα να το μεταφέρω σε εξωτερική τσέπη για μεγαλύτερη άνεση. Η πόρτα του κωλόμπαρου ήταν κλειστή αλλά όχι κλειδωμένη. Ήξερα οτι τέτοια ώρα μετράγανε την είσπραξη κι αυτός που έψαχνα καθόταν πάνω απ΄το κεφάλι τους υπομονετικά –μη χάσει κάνα σέντσι. Μπήκα λοιπόν χωρίς να πάρω καμιά προφύλαξη –δεν υπήρχε λόγος.
Στο τραπέζι δίπλα στην είσοδο μισοκοιμόταν ένας σφίχτης, τινάχτηκε με το που εμφανίστηκα αλλά δεν ήταν και πολύ γατόνι. Έφαγε μια εύστοχη ακριβώς στο λακκάκι του σαγονιού κι όταν κάτσανε οι καπνοί είδα οτι του είχα γαμήσει το λαιμό κανονικά. Πολύ αίμα, τον λυπήθηκα τον μπάσταρδο αλλά δε γινόταν διαφορετικά. Έπρεπε οι καργιόληδες που μέτραγαν φράγκα στη μπάρα να με πάρουν στα σοβαρά –δεν είχα χρόνο για τσιριμόνιες. Πετάχτηκαν, κανονικά έπρεπε να μ΄έχουν ήδη πυροβολήσει αλλά κόλλησαν με τη στραπατσαρισμένη πρόσοψη του σφίχτη –έτσι κέρδισα το χρόνο μου.
«Μη χαλάσω κι άλλη μούρη –κρίμα είναι!» τους γείωσα.

Ο μαγαζάτορας, μια σκουληκαντέρα με λαδωμένο μαλλί και χρυσή καδένα, σήκωσε πρώτος τα χέρια ψηλά. Ο μπάρμαν δίπλα του κοίταζε κοκαλωμένος. Έτσι έπρεπε να κάνουν, θα περίμεναν υπομονετικά να ξεκαθαρίσει η υπόθεση –άλλωστε γι΄αυτό πλήρωναν τους νταβατζήδες για να μην έχουν τέτοιου είδους σκοτούρες. Ο άνθρωπος που με ενδιέφερε έσπρωξε νευρικά ένα πάκο χαρτονομίσματα ελευθερώνοντας τις παλάμες του.
«Για έλα πιο κοντά ρε μαλάκα», του φώναξα. Μετά γύρισα να κοιτάξω τους άλλους δύο. «Κι εσείς, πάρτε τον κεφτέ από το τραπέζι –τι γουστάρετε δηλαδή; Να πλακώσουν οι μπάτσοι και να μας πάνε δεμένους;» νευρίασα.
Ο άνθρωπός μου ξεκίνησε να πλησιάζει μετά από μισό λεπτό αναποφασιστικότητας, οι άλλοι δύο ακόμα έχασκαν. Αλλά δεν έδινα μισό πούτσο για πάρτη τους, επικεντρώθηκα στον δικό μου.
«Κάτσε εδώ στο τραπέζι κι άδειασε», τον διέταξα.
Έκανε όπως του είπα, έβγαλε κι ένα κουμπούρι φρεσκότατο από τη ζώνη του. Το μάζεψα και το τακτοποίησα στη δική μου τσέπη, αμέσως μετά τον χτύπησα με το Βάλτερ στα χείλη. Μάτωσε αλλά δε μίλησε. Κάθισα απέναντί του.
«Ποιοι ήτανε τις προάλλες έξω από την κλινική;» τον ρώτησα.
Με κοίταξε αμίλητος, χαμογέλασα.
«Κοίτα –είμαι κάπως βιαστικός σήμερα, ρώτα και τον σοφέρ σου αν δε με πιστεύεις», ξηγήθηκα δείχνοντας τον πεθαμένο παραδίπλα. «Κι επειδή εσύ θα είσαι ο επόμενος φρόντισε να ζήσεις λίγο παραπάνω λέγοντάς μου όσα θέλω να μάθω», τον κοίταξα ήρεμα.
«Ήταν κάτι νησιώτες –καινούργιοι», μουρμούρισε.
«Κάτι νησιώτες –καινούργιοι... Γιατί αυτό; Χάθηκαν οι κανονικοί;» απόρησα.
«Το Αφεντικό δεν ήθελε να βρωμίσει κι άλλο η υπόθεση...»
«Επειδή...»
Πέρασε το χέρι απ΄τα μαλλιά του.
«Τα δοσίματα δε συμφέρει ν΄ακούγονται πολύ στην πιάτσα», μου απάντησε.
«Τι ξέρεις γι΄αυτό; Γιατί με δώσατε;»
«Δεν ξέρω τίποτα...» ξεκίνησε να λέει όμως του έκανα νόημα με το Βάλτερ και μαζεύτηκε. «Ότι έχω ακούσει... η δουλειά ήτανε καρφωμένη στους μπάτσους από την αρχή...»
«Και στείλατε το μαλάκα να φάει το κεφάλι του, έτσι;»
«Όχι εγώ –το Αφεντικό...» με κοίταξε σα δαρμένο σκυλί.
«Το Αφεντικό έτσι;» στράβωσα μισό χαμόγελο. «Κι εσύ τι είσαι ρε πούστη που δουλεύεις γι΄αυτόν; Πως τους λένε όσους δουλεύουν για τους χαφιέδες των μπάτσων –ξέρεις;»
Με κοίταγε σαν ηλίθιος –δε μίλαγε, ούτε κι εγώ είπα τίποτα. Επειδή ούτε εγώ ήξερα πως τους λένε όσους δουλεύουν για χαφιέδες των μπάτσων –κάτι σχετικό θα υπήρχε αλλά δεν μου ΄ρχόταν εκείνη τη στιγμή.

Οι του μαγαζιού είχαν ζυγώσει τον σκοτωμένο και έψαχναν από που να τον πιάσουν. Τους άφησα, επειδή το δύσκολο δεν ήταν πώς να τον πιάσουν αλλά πού να τον πετάξουν –αδιαφόρησα λοιπόν.
«Κανονικά έπρεπε να σε καθαρίσω αλλά με πετυχαίνεις σε περίοδο εκπτώσεων», ψιθύρισα στον δικό μου. «Μάζεψέ τα και κοπάνα τη!»
Έκανε να σηκωθεί, τον άρπαξα απ΄τον καρπό.
«Πες στ΄Αφεντικό οτι τον ψάχνω κι όταν τον βρω θα φροντίσω να δει τα μέσα έξω πριν πεθάνει –ξηγηθήκαμε;»
Ο μαλάκας κούνησε το κεφάλι πειθήνια –ότι κι αν του ΄λεγα θα συμφωνούσε προκειμένου να ξεμπερδέψει. Έκανε πάλι να φύγει, τον ξανακράτησα.
«Κάτι τελευταίο... Που μένουν οι νησιώτες πού μου ρίξανε;»
Κοντοστάθηκε. Σήκωσα το Βάλτερ.
«Στο ξενοδοχείο του Καμπούρη!» τσίριξε.
«Πάει καλά», έκανα αφήνοντάς τον. «Αυτό μην το πεις στ΄Αφεντικό, οτι τους έδωσες –για το καλό σου το λέω», έκανα αδιάφορα. Αν ψυλλιάζονταν οτι μου κάρφωσε άτομα θα τον γαμούσαν, έλπιζα να το καταλάβει αυτό για να μου δώσει τον χρόνο που χρειαζόμουν.

Τον κοίταζα καθώς έφευγε τροχάδην, μετά σηκώθηκα κι άδειασα μισή γεμιστήρα στην κάβα του μπαρ. Μπουκάλια άστραψαν, υγρά τινάχτηκαν γυάλινα, το μαγαζί βούιξε. Όταν κάθισε λίγο ο κουρνιαχτός μάζεψα άτσαλα το παρατημένο χρήμα -για μια ώρα ανάγκης.
«Έτσι για να με θυμόσαστε», τους είπα και βιάστηκα να φύγω. Ήθελα να πιστέψουν οτι ήμουν απλώς ο άνθρωπος κάποιου καινούργιου νταβατζή, επειδή ήξερα οτι ο ιδιοκτήτης έδινε καθημερινή αναφορά στη μπατσαρία.

Ο δρόμος βρώμαγε κάτουρο και η βροχή εξατμιζόταν πριν αγγίξει την άσφαλτο, ήμουν στο στοιχείο μου. Μέσα σ΄αυτή τη βρωμιά γεννήθηκα κι εδώ μέσα κολύμπαγα –κρόουλ, ανάποδο, πεταλούδα –οτιδήποτε αρκεί να μη βούλιαζε η μύτη μου βαθειά στους υπονόμους.

Χώθηκα στην Άλφα, έκλεισα το μάτι στη Βέρα και ξεκινήσαμε. Ένας λογικός άνθρωπος θα υπολόγιζε οτι είχε να διαλέξει ανάμεσα στους δυο στόχους, αλλά, αν το σκεφτείς καλύτερα, ένας λογικός άνθρωπος θα είχε πάρει τη βαλίτσα με τα φράγκα και θα έκανε ήδη για διακοπές στο πιο παομακρυσμένο θέρετρο. Μπορούσα να ακολουθήσω το μαλάκα που μόλις είχα αφήσει και να με πάει καρφί στ΄Αφεντικό, εγώ όμως προτίμησα ν΄ακολουθήσω το θυμό μου -αυτοί οι άνθρωποι είχαν πυροβολήσει τη Βέρα! Τι τους έφταιξε; Έβαλα δευτέρα καρφωτή κι εκτοξευτήκαμε στη λεωφόρο.

Η πόλη ανάσαινε βαριά όσο βουτάγαμε στα έγκατά της, να το ξέρεις αυτό, η κάθε πόλη έχει μια μακιγιαρισμένη μόστρα στις κεντρικές πλατείες και τους ολόφωτους δρόμους, η κάθε πόλη έχει αρτηρίες που οδηγούν στην καρδιά της, στα πολυώροφα κτίρια γραφείων και τα εμπορικά κέντρα, αλλά τα σπλάχνα της πόλης, το συκώτι, η χολή, το παχύ έντερο –όλα αυτά –λιμνάζουν στις κακόφημες συνοικίες. Στραπατσάρισε τη μόστρα της πόλης και θα δεις την πραγματική ασχήμια της. Κόψε τις αρτηρίες και η πόλη θα πεθάνει. Αλλά άμα μπλοκάρεις τα σπλάχνα της, η πόλη θα πνιγεί στα ίδια της τα σκατά.

Ένα μπατσικό εμφανίστηκε πίσω μου με αναμμένο φάρο. Έκοψα λίγο ταχύτητα. Οι μπάτσοι με πλεύρισαν.
«Κάνε στην άκρη», μου φώναξε ο συνοδηγός μ΄ένα μικρό τηλεβόα.
Τους κοίταξα. Μάλλον δεν ήξεραν με ποιον είχαν μπλέξει, αλλιώς θα πυροβολούσαν κατευθείαν. Υπέθεσα οτι απλώς κάτι τους είχε ξινίσει στην Άλφα, ίσως οι τρύπες στο πορτ μπαγκάζ. Έκανα στην άκρη χωρίς να σβήσω τη μηχανή, σφήνωσα το Βάλτερ ανάμεσα στο γόνατό μου και την πόρτα. Περίμενα. Ο ένας μπάτσος πλησίασε όσο ο άλλος ξυνόταν στο τιμόνι του περιπολικού. Χαλαροί.
«Δώσμου τα χαρτιά σου», ζήτησε ο μπάτσος.
Έκανα ν΄ανοίξω το ντουλαπάκι της Άλφα όσο χούφτωνα το Βάλτερ. Τον κοίταξα χαμογελαστός –δεν του μένανε πάνω από 10 δευτερόλεπτα ζωής. Αλλά εκείνη τη στιγμή ο ασύρματος του μπατσικού άρχισε να μικροφωνίζει, ο άλλος πετάχτηκε. Ο κοντινός μου μπάτσος γύρισε να δει τι συνέβαινε.
«Πάμε μαλάκα, έγινε της πουτάνας στα κωλάδικα!» του φώναξε ο οδηγός του περιπολικού.
Ο μπάτσος με κοίταξε ανασηκώνοντας τους ώμους –κάποιο μπέρδεμα.
«Κωλάδικα είναι, της πουτάνας θα γινόταν –τι δηλαδή;» απόρησα στο δήθεν.
Ψευτοχαμογέλασε.
«Κοπάνα τη στα γρήγορα να μην εμποδίζεις», μου φώναξε.
Βιάστηκα να υπακούσω σαν νομοταγής πολίτης. Η Άλφα πέταξε σπίθες από την εξάτμιση, τα έγκατα της πόλης με πήραν απ΄τη μύτη.

Άφησα την Άλφα σύρριζα στο γλιστερό πεζοδρόμιο, δέκα μέτρα παρακάτω μια γριά πουτάνα ξεπάγιαζε. Τα αυτοκίνητα την κατάβρεχαν κανονικά όσο την προσπερνούσαν κι αυτή ήταν η μόνη σχέση που ήθελαν να αποκτήσουν μαζί της οι περαστικοί. Την πλησίασα, με κοίταξε, σιχάθηκα. Αλλά έβγαλα ένα πενηντάρικο.
«Τσίμπα το», της πρότεινα.
«Για τι φάση! Δεν κάνω ανωμαλίες», μου διευκρίνισε.
«Βλέπεις το αμάξι μου; Το κόκκινο;» της έδειξα.
Ένευσε.
«Πας άλλα δέκα μέτρα πιο μακριά και το προσέχεις. Όταν γυρίσω θέλω να το βρω όπως το άφησα και θέλω να μου πεις αν κάποιος το τριγύρισε περίεργα. Εύκολο;» τη ρώτησα.
«Μαλακίες», μουρμούρισε. «Μπορεί να’χω φύγει με κάναν πελάτη μέχρι να γυρίσεις...»
«Ναι, κι εγώ μπορεί να γίνω αστροναύτης κάποια μέρα, αλλά εδώ μιλάμε για σήμερα!» της ξέκοψα.
«Μαλακίες», ξανάπε άκεφα.
«Να το πάρω πίσω το πενηντάρικο;» τη ρώτησα.
«Κάνε δουλειά σου», μου ξέκοψε.
Πήρα λοιπόν το δρόμο για το ξενοδοχείο του Καμπούρη –ήμουνα σίγουρος οτι θα την έβρισκα στη θέση της την πουτάνα όταν θα επέστρεφα. Για την ακρίβεια, αυτό που παιζόταν ήταν το αν θα επιστρέψω εγώ κι όχι το που θα είναι η πουτάνα –εντάξει;

Πλησίασα τη μισάνοιχτη ξύλινη πόρτα με το τζαμένιο παράθυρο, η πόρτα ήταν σκεβρωμένη από την υγρασία και πίσω της δυο μαυρούκες ζεσταίνονταν στη σόμπα υγραερίου. Έσπρωξα με τον ώμο και μπήκα μέσα, οι μαύρες σήκωσαν ταυτόχρονα τα κεφάλια.
«Δεν είμαι πελάτης κορίτσια –του μαγαζιού είμαι», τους ξέκοψα.
Ο Καμπούρης με πήρε χαμπάρι κι ας ήμουνα ακόμα μακριά του, έκανε μια στροφή γύρω από τη μπόχα του κι ετοιμάστηκε να φύγει.
«Κάτσε εκεί που είσαι!» του φώναξα.
Έκαστε. Οι μαύρες γίνανε ολόκληρες μάτια και αυτιά. Ανέβηκα τα σκαλιά δυο-δυο, έφτασα μπροστά στο γκισέ του. Ο Καμπούρης με κοίταξε πάνω από τα χοντρά γυαλιά του, δυο φούσκες σάλιου στις άκρες των χειλιών του.
«Χρόνια και ζαμάνια!» ψέλλισε.
«Ρε άσε τα σάπια! Που είναι;» ρώτησα στα ίσα.
«Εγώ δε μπλέκομαι, απλά ένα ξενοδοχείο έχω, επιχειρηματίας είμαι, δε θέλω φασαρίες...» πολυλόγησε ο Καμπούρης.
«Επιχειρηματίας –σωστά! Ας μιλήσουμε λοιπόν για μπίζνες!» τον βοήθησα. «Θέλω να νοικιάσω ένα δωμάτιο δίπλα σ΄εκείνο που έχουν πιάσει κάτι φίλοι μου –τι λες;»
«Μη με μπλέκεις!» παρακάλεσε ο Καμπούρης.
«Σκοπεύω να νοικιάσω το δωμάτιο για δυο μήνες και να μη μείνω σ΄αυτό περισσότερο από μισή ώρα...» του εξήγησα.
«Εγώ...» ξεκίνησε για νέα μίρλα ο Καμπούρης.
«Εσύ θα βγάλεις πέντε κατοσταρικάκια και θα κάνεις μόκο σε όποιο σε ρωτήσει, όταν μπήκα ήσουνα απασχολημένος, δεν με πρόσεξες...» συνέχισα το ψηστήρι.
«Δεν γίνονται αυτά!» διαμαρτυρήθηκε δείχνοντάς μου τις μαύρες.
«Μη σ΄απασχολεί», υποστήριξα. Μετά γύρισα προς το μέρος τους.
«Κορίτσια!» τους έκανα ένα πρόσχαρο.
Βιάστηκαν να πλησιάσουν.
«Πόσα παίρνετε για περίεργα κόλπα; Λεσβιακά κι έτσι;» τις ρώτησα.
Έριξαν κάτι χαζόγελα πριν ξαναπαγώσουν.
«Δεν κάνουμε τέτοια!» μου ξέκοψε η μια τους.
«Με το μπαρδόν και δεν ήθελα να σας προσβάλω!» αλληθώρισα. «Αλλά ακούστε το βίτσιο μου –είμαι τύπος καθαρά της φαντασίας... Γι΄αυτό σκέφτηκα να σας δώσω ένα τριαράκι και να πάτε σε όποιο δωμάτιο γουστάρετε, μόνες σας. Κι εγώ θα φαντάζομαι οτι λεσβιάζεστε –καλή φάση;»
«Δεν θα είσαι εκεί να βλέπεις;» με ρώτησε η μια.
«Εντάξει –έγινε!» βιάστηκε να προθυμοποιηθεί η άλλη –η πιο ξύπνια.
Έβγαλα τα φράγκα, τους τα μοίρασα. Ο Καμπούρης τους έσπρωξε ένα κλειδί και ξεκίνησαν για τις σκάλες.
«Κορίτσια, μισό λεπτό!» τις έκοψα.
Γύρισαν.
«Ας πούμε οτι περνάει κάποιος περίεργος και σας ρωτάει –που ήσαστε τώρα;»
«Με πελάτες!» υποστήριξαν πρίμο-σεκόντο.
«Κι εγώ; Ποιος είμαι;» ξαναρώτησα.
«Εσύ;» κοιτάχτηκαν μεταξύ τους αμήχανες. «Ποιος εσύ; Δε σε βλέπουμε!»
«Σωστές!» επικρότησα.
«Είσαι φανταστικός, δεν υπάρχεις!» γέλασε προς το μέρος μου η ξύπνια.
Ξεκαρδίστηκα.
«Κοιτάτε να κάνετε ζόρικα λεσβιακά!» τις προειδοποίησα.
«Μείνε ήσυχος!» κελάηδησαν.
Ήσυχος δεν έμεινα, με τον Καμπούρη έμεινα κι αυτό δεν ήταν καθόλου το ίδιο.
«Λοιπόν εντάξει οι μαυρούκες», του επεσήμανα.
«Εντάξει λες εσύ...» πήγε πάλι να πιάσει το κορδόνι.
«Τώρα μη με κουράζεις επειδή την έχω δει ‘Ο σκοτώνω’ κανονικά αυτές τις μέρες –ρίξε λοιπόν το νουμεράκι να τσακώσεις το μαλλί και πάμε παρακάτω...» άρχισα να φορτώνω.
«Τρίτος όροφος, 8», μουρμούρισε.
Μέτρησα τα φράγκα, τα ακούμπησα στο γκισέ και πάτησα το κουμπί του ασανσέρ.
«Καμπούρη δε με είδες, δε με ξέρεις –για το καλό σου!» του εξήγησα.
Ο θάλαμος έσκασε μπροστά μου σα φέρετρο σε ανοιγμένο λάκκο, τα συρματόσκοινα τσίριξαν. Έπιασα το ξεφτισμένο πόμολο προσεκτικά, το άνοιξα με κίνδυνο να μου μείνει στο χέρι. Σκεφτόμουν όσο ανέβαινα οτι ο Καμπούρης θα μπορούσε να τους ειδοποιήσει για την πάρτη μου αν δεν φοβόταν οτι θα πέρνανε νουμεράδα αμέσως μετά από μένα. Χαμογελούσα –το μοναδικό ανθρώπινο συναίσθημα στο οποίο μπορείς να βασιστείς είναι ο τρόμος, όταν πλέον δεν έχεις να κάνεις με ανθρώπους. Βγήκα από το ασανσέρ, στο διάδρομο μια λάμπα τρεμόπαιζε. Κοίταξα τριγύρω, βρήκα μια ξεχαρβαλωμένη καρέκλα δίχως πλάτη, ανέβηκα κι έβγαλα τη λάμπα. Έκαιγε η πουτάνα! Άφησα πάντως την καρέκλα στη μέση του διαδρόμου, προχώρησα στα σκοτεινά.

Μέτρησα τα δωμάτια, ψηλάφισα τα πλαστικά νούμερα στις πόρτες τους, 14, 12, 10, 8. Έστησα αυτί. Από μέσα τρίζανε οι σομιέδες, πνιχτές κραυγές –πόσοι γαμούσαν; Ο ένας ή και οι δυο τους; Βλαστήμησα που δεν είχα ζητήσει το πασπαρτού από τον Καμπούρη, τώρα θα έπρεπε να μπω φασαριόζικα, περίμενα λοιπόν εκεί κολλημένος –μια απόγνωση θανατερή στην ξύλινη επιφάνεια της πόρτας. Τα βογκητά κόψανε λίγο, οι σομιέδες τρίξανε δυνατότερα, κάποια ησυχία κι εγώ στημένος να αναπνέω τον ιδρώτα μου. Έπρεπε να ξεμπερδέψω με την πόρτα στον πρώτο πυροβολισμό αλλιώς οι μάγκες θα με περίμεναν φορτωμένοι, ακούμπησα λοιπόν το Βάλτερ στην κλειδαριά, πήρα βαθιά ανάσα. Το να πυροβολείς ανθρώπους είναι ασυναίσθητο, πριν το καταλάβεις έχεις διώξει τη σφαίρα –τα πάντα είναι θέμα στόχευσης. Όμως όταν κάθεσαι έξω απ΄την πόρτα λογαριάζοντας τι πας να κάνεις, εκεί νιώθεις γόνατα λειψά και φόβο φυτεμένο –δεν έχεις χρόνο να το παλέψεις, πυροβόλησα λοιπόν όσο ήμουνα ακόμα απροετοίμαστος. Η πόρτα έσκασε πετώντας κομμάτια κόντρα πλακέ, μετά άνοιξε από το βάρος μου, μπήκα σημαδεύοντας τα πάντα.

Οι τύποι ήταν για τα πανηγύρια, πηδάγανε κάτι ξανθές με αναμμένα όλα τα φώτα –κανονικό οδοντιατρείο το δωμάτιο! Πετάχτηκαν όλοι μαζί στον αέρα, οι γυναίκες ούρλιαξαν ντούμπλεξ.
«Ήσυχα!» φώναξα.
Οι δυο άντρες προσπάθησαν να καλύψουν τα τσουτσούνια τους κρατώντας μπροστά τους τις κοπέλες, έβλεπα ρούχα πεταμένα δίπλα στα κρεβάτια αλλά πουθενά όπλα.
«Δεν έχει να κάνει με τις γκόμενες –αφήστε τες!» τους είπα.
Οι δυο άντρες με γράψανε κανονικά. Ξεκίνησαν να σπρώχνουν τις κοπέλες προς το μέρος μου, όλο και πλησιάζανε οι καργιόληδες, σε λίγο θα βρίσκονταν μπροστά από τα κρεβάτια έτοιμοι να πάρουν τα όπλα τους. Σημάδεψα προσεκτικά, δεν ήθελα να κάνω ζημιά, η σφαίρα έγδαρε τη γάμπα της κοντινότερης ξανθιάς πριν καρφωθεί στο κουντεπιέ του καργιόλη που την είχε για ασπίδα. Η κοπέλα τσίριξε, γύρισε προς τα πίσω και έπεσε, παρασέρνοντας μαζί της τον γυμνό άντρα. Μαλλιά κουβάρια, δεν μπορούσα να σημαδέψω –σκέφτηκα να τους γαμήσω και τους δυο τους αλλά η κοπέλα δεν έφταιγε τίποτα. Γύρισα προς τον άλλο.
«Άσε τη γκόμενα γιατί θα σου κόψω τ΄αρχίδια», τον προειδοποίησα.
Πέταξε την κοπέλα μακριά του και σήκωσε τα χέρια ψηλά.
«Ξεμπέρδεψε και τους άλλους εκεί κάτω, δεν ήρθα να πάρω μάτι», τον πληροφόρησα.
Σε λίγο τους είχα τακτοποιημένους, οι δυο κοπέλες καθισμένες απέναντι από τους άντρες –ο ένας τους έκλαιγε χάνοντας αβέρτα αίμα.
«Πόσο πάει;» ρώτησα τις κοπέλες.
Κοιτάχτηκαν σα χαμένες.
«Πόσο πάει ρε γαμώτο; Με την ώρα σας είχαν ή με το βράδυ;»
«Με το βράδυ...» κλαψούρισε η μια κοπέλα κατεβάζοντας το κεφάλι.
«Μη μασάς, δεν είμαι της εκκλησίας», την καθησύχασα. «Λοιπόν θα πληρωθείτε κανονικά κι όταν φύγετε θα φροντίσετε να πείτε σε όλους τι έγινε εδώ μέσα...»
Με κοίταξαν έτοιμες να πάθουν υστερία.
«Αλλά μέχρι να φύγετε –η πρώτη που θ’ακούσω την ανάσα της –πέθανε! Ξηγηθήκαμε;» μούγκρισα. Δεν ήθελα σκοτούρες από δαύτες.
Κούνησαν τα κεφάλια σαν διακοσμητικά τιγράκια σε ταμπλό αυτοκινήτου.

Γύρισε και κοίταξα τους δυο άντρες, ο χτυπημένος ήταν αξιολύπητος, ο άλλος έδειχνε πιο ψύχραιμος.
«Λοιπόν λεβέντες;» αναρωτήθηκα. «Έτσι το ΄χουμε; Στηνόμαστε στις πολυκατοικίες κι όποιον πάρει ο Χάρος;»
«Μας πλήρωσαν γι΄αυτό –δε σε ξέρουμε, δεν έχουμε τίποτα μαζί σου...» είπε ο ψύχραιμος.
«Πόσα;» ρώτησα.
«Χίλια ο ένας», απάντησε ο ψύχραιμος.
«Και δε ρωτήσατε γιατί;» απόρησα.
«Δεν είναι δουλειά μας».
Τους κοίταξα. Δυο κακομοίρηδες μέσα στη γύμνια τους, δεν έδειχναν και τόσο σίγουροι χωρίς τα σιδερικά τους. Ο χτυπημένος σήκωσε το κεφάλι, ο πόνος τον έφερνε πιο κοντά στον πανικό.
«Άσε μας –θα εξαφανιστούμε από την πόλη!» παρακάλεσε.
«Θα εξαφανιστείτε από την πόλη κι όλα εντάξει –έτσι πάει;» αναρωτήθηκα.
«Δεν έχουμε τίποτα μαζί σου...» υπενθύμισε ο ψύχραιμος.
Τον πυροβόλησα στο στήθος, δεν μ΄έπαιρνε να το αργήσω για πολύ ακόμα. Άμα καταλάβαιναν οτι ήταν καταδικασμένοι μπορεί να κάνανε τίποτα μαλακίες. Έπεσε πίσω φτύνοντας αίμα. Ο διπλανός του άρχισε να τρέμει ακατάσχετα.
«Θα πεθάνεις κι εσύ», του εξήγησα. «Βλέπεις, οι καταστάσεις είναι δύσκολες κι εγώ ξέμεινα από περιθώρια. Το μόνο που ήθελα ήταν να κάνω τη δουλειά μου και να πληρωθώ, μετά βρήκα Εκείνη τη γυναίκα κι άλλαξα προοπτικές –ήθελα να την πάω νότια, σ΄ένα βουνίσιο σπίτι με θέα τη θάλασσα κι αγριοτριανταφυλλιές που στεφανώνουν τα παράθυρα, από κει θα χαζεύαμε τα χρόνια να περνάνε... Αλλά τελικά Εκείνη πέθανε....»
«Δεν έχουμε σχέση με όλα αυτά....» κλαψούρισε.
«Είπα εγώ οτι έχετε σχέση;» θύμωσα. «Αλλά μου τη στήσατε να μ΄εμποδίσετε...»
«Δεν το ξέραμε!» ούρλιαξε.
«Σωστά! Έπρεπε να σας πω οτι είμαι με γυναίκα –και τότε θα μ΄αφήνατε ανενόχλητο...» σχολίασα.
«Δεν φταίμε εμείς!» δοκίμασε ν΄αλλάξει το ποίημα ο χτυπημένος.
«Αλήθεια –δεν φταίτε. Αλλά χτυπήσατε τη Βέρα, κατά λάθος βέβαια...»
«Δεν χτυπήσαμε καμιά! Δεν ξέρουμε καμιά Βέρα!» αντέδρασε έντρομος.
«Δεν ξέρετε καμιά Βέρα; Κακό αυτό –λοιπόν, θα σου πω τώρα ποια είναι η Βέρα, δώσε βάση. Η Βέρα είναι αυτή παίρνει τους άντρες στο λαιμό της, κρίμα που δεν τη γνώρισες, επειδή για χάρη της θα πεθάνεις», του εξήγησα.
Τότε εκείνος μου το έκανε πιο εύκολο, δηλαδή τινάχτηκε πανικόβλητος σαν ποντίκι στη φάκα κι όρμησε να πιαστεί από τον λαιμό μου –τον περίμενα όσο σκόνταφτε στο πόδι του κρεβατιού, τον άφησα να σωριαστεί και μετά τον πυροβόλησα ανοίγοντας το πίσω μέρος του κεφαλιού του σα χαλασμένο πεπόνι.
Οι κοπέλες παρακολουθούσαν ακίνητες, σε κατάσταση σοκ.
«Πάει κι αυτό», σχολίασα ήρεμα λες και μόλις είχα φτιάξει κάποιο χαλασμένο σιφόνι.
Δεν με κοίταζαν.
«Ντυθείτε, καιρός να πηγαίνουμε», τους είπα.

Σηκώθηκαν και πήραν να ντύνονται μηχανικά, ήταν άσχημες κοπέλες, ατσούμπαλες –σαν αυτές που φορτώνουν οι δουλέμποροι από τα βάθη της στέπας και τις αμολάνε στους υπονόμους με κερματομηχανές ανάμεσα στα μπούτια. Μακάρι να είχα χρόνο να τις λυπηθώ. Αντί γι΄αυτό έψαξα στα ρούχα των πεθαμένων, άδειασα τα πορτοφόλια τους και πλήρωσα τις κοπέλες.
«Έχετε κάνα δεκάλεπτο μέχρι να πλακώσουν οι μπάτσοι», τους εξήγησα.
Τότε η μια απ΄αυτές πήγε πάνω στους πεθαμένους και τους έφτυσε –πρώτα τον έναν, μετά τον άλλον. Περίμενα να ξεκουμπιστούν.
«Μας έκαναν πάσα μεταξύ τους», μου εξήγησε η άλλη κοπέλα.
«Συγνώμη που δεν ήρθα νωρίτερα», είπα ειλικρινά.
Οι κοπέλες άνοιξαν την πόρτα και σε λίγο τα τακούνια τους χάραζαν την σαρακοφαγωμένη ξύλινη σκάλα. Πάω στοίχημα οτι άκουσα υστερικά γέλια. Τα γύρω δωμάτια κρυφάκουγαν στα μουλωχτά, περίμενα μέχρι να ξεμυτίσει ο κόσμος. Περίμενα. Οι πεθαμένοι έπαιρναν να ξεραίνονται, δίπλα στα πεσμένα πορτοφόλια πέτυχα έναν σουγιά. Τον πήρα -μετά έψαξα για τα πιστόλια τους. Βρήκα ένα, άδειασα τις σφαίρες και βάλθηκα να σκαλίζω δυο απ΄αυτές –άνοιξα τα καπάκια, στράβωσα όσο λιγότερο γινόταν τα μέταλλα και τα έχωσα στην τσέπη μου. Τα δάχτυλά μου μαύρισαν από το μπαρούτι και μύρισαν πιπεράτα. Οι ώμοι μου τρεμούλιασαν, το στομάχι μου δέθηκε κόμπος, πάλεψα να μην ξεράσω.

Κι έφυγα βιαστικά, ανακατεμένος ανάμεσα στις κοπέλες, τους πελάτες και τα παλιοτόμαρα. Ο Καμπούρης μας κοίταζε καθώς κατεβαίναμε, στάλες ιδρώτα στο μέτωπό του.
«Καμπούρη την έχεις γαμήσει πολύ άσχημα!» φώναξα χαμογελαστός.
Δεν έδωσε μεγάλη σημασία –ήξερε οτι θα είχε προβλήματα από τη στιγμή που με είδε στην ξύλινη πόρτα.

Πιέστηκα να περπατήσω ήρεμα όσο οι άνθρωποι τρέχανε στο δρόμο, η γριά πουτάνα δεν φάνηκε παραξενεμένη –απλά χαμογέλασε με όσα δόντια της απέμεναν.
«Γρήγορα ήρθες!» σχολίασε.
«Να μη σε κρατάω και περιμένουν κι οι πελάτες...» απάντησα.
«Νομίζεις οτι λες αστεία;» απόρησε.
«Όχι –αλλά όποιος δεν γελάει τον πλακώνω επιτόπου λόγω που έχω ανάγκη την επιβεβαίωση», της εξήγησα.
«Βγάζεις κόκκινα χνώτα, αυτό θα πει οτι γρήγορα θα πεθάνεις», παρατήρησε η γριά.
«Γρήγορα, αλλά όχι εύκολα. Έχω να πάρω μερικούς ακόμα μαζί μου», της εξήγησα.
«Τι να τους κάνεις; Μόνος σου θα πας όπως και να’χει...»
Γέλασα.
«Μόνος μου θα πάω, αλλά μόνος δεν θα είμαι», της εξήγησα.
«Μαλακίες», αποφάνθηκε.
«Είδες κανέναν περίεργο;» τη ρώτησα δείχνοντας την Άλφα.
«Ναι –εσένα», μου είπε.
«Καληνύχτα λοιπόν», της ευχήθηκα.
«Κακό ψόφο», μου ανταπέδωσε.

Μπήκα στην Άλφα και το πρώτο που έκανα ήταν να δοκιμάσω τα καπάκια από τις σφαίρες –ταίριαζαν μια χαρά στις τρύπες της Βέρας οπότε εύκολα τις σφήνωσα εκεί μέσα.
«Κούκλα έγινες πάλι!» παρατήρησα.
Η Βέρα δεν καταδέχτηκε να πει τίποτα.

Ξεκινήσαμε όσο η μέρα αποκάλυπτε τη δυστυχία της νύχτας –ανατρίχιασα γιατί η μέρα ήταν ανελέητη για μια ακόμα φορά. Από μακριά έρχονταν οι σειρήνες. Κι εγώ έπρεπε να βουλιάξω στο βούρκο της υπομονής αν ήθελα να τσακίσω το Αφεντικό. Επειδή ο θάνατος είναι μια κάποια λύση αν κοιμάσαι σε στρώμα με καρφιά. Αναστέναξα, η υπομονή δεν περιλαμβανόταν στα ατού μου –αλλά καλύτερα έτσι. Θα απολάμβανα στο πετσί μου το μαρτύριο του Αφεντικού.

Άνοιξα το τζάμι -να ξεβρωμίσει ο χώρος από το μίσος.

6 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

samson rakas είπε...

απολαυστικότατο ήταν. κορυφαίες στιγμές τα κόκκινα χνώτα, το φτύσιμο της ξανθιάς, το παζάρεμα με τον καμπούρη, το σαχτουρικό τέλος. αλλά γενικά όλο το μακέλεμα έκοβε την ανάσα.
μόνο που εύχομαι το παλικάρι σου να μη μετανιώσει και αμφιβάλλει για μια στιγμή και αναρωτηθεί αν άξιζαν όλοι αυτοί οι θάνατοι, γιατί τότε αν ζει τη γάμησε.

πρτφ

Ανώνυμος είπε...

διαβασα τρεις συνεχειες στη σειρα...νωρις μας αφησε το γκομενακι αλλα τι να κανουμε. φατους ολους ρε...

Πασκαλ είπε...

Ρε συ αυτός από τότε που έχασε Εκείνη έχει γίνει πολύ ψυχοπονιάρης και όλο τη χαρίζει σε κόσμο.
Αφήνει μάρτυρες και δε θα του βγει σε καλό, να μου το θυμηθείς.
Κάτι ξέρει η γριά πουτάνα που λέει..

The Motorcycle boy είπε...

Σαμσών, το σαχτουρικό τι είναι; Όπως λέμε σαντουρικό, δηλαδή με σαντούρια; Χαχαχα -πάντως το τέλος δεν μου άρεσε, μου κάθισε κάπως κοινότυπα. Αν οι θάνατοι ορίζουν την ύπαρξή σου αποκτούν αξιακή χρειά, βέβαια το θέμα είναι τι σκατά είσαι εσύ που η ύπαρξή σου ορίζεται από θανάτους...

Άσωτε, είπα να το κάνω φτηνή παραγωγή με πολλούς συμπρωταγωνιστές -για να μη μας φάνε όλη την είσπραξη τα μεγάλα ονόματα! Δεν μπορούσε να πάει περισσότερο η συγκεκριμένη γκόμενα -γιατί μετά θα ερχόταν η οικειοποίηση και το ξενέρωμα.

Πασκάλ, αυτός λειτουργεί με την ισορροπία του τρόμου -όσους αφήνει φοβούνται περισσότερο να τον καρφώσουν από το να κάνουν μόκο και ν΄αφήσουν τα πράγματα να κυλήσουν ερήμην τους. Φυσικά και ξέρει η γριά πουτάνα, αν δεν ξέρει η γριά πουτάνα ποιος ξέρει; Ο λέκτορας της Φιλοσοφικής Αθηνών ας πούμε;

Puppet_Master είπε...

sin city to kaname edw xamou

The Motorcycle boy είπε...

Είπαμε αδερφέ -καμπόικο! Κάτι έτσι για χαλάρωση -πως ήταν παλιά τα Άρλεκιν για τις γυναίκες;

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι