Προηγουμένως:
1. "Που θα πας ρε ηλίθιε;"
2. Μαθαίνοντας τη Βέρα
3. Οι σφαίρες δεν πληρώνουν εισιτήριο μετ΄επιστροφής
4. Σκυλί με λαστιχένιο λουρί
5. Η πραγματική γαλήνη
6. Σημαδεύοντας τη βροχή
7. "Όχι πια εδώ"
Ξύπνησα από μια βαριά ανάσα που δεν μπορούσε παρά να είναι η δική μου. Πιασμένος, κράμπες στην πλάτη και στα μπράτσα –ξύπνησα μέσα στα αίματα. Τα δικά της αίματα. Που είχαν κάνει κρούστα στο πλάι του λαιμού μου, που είχαν κοκκαλώσει το πουκάμισό μου –ξύπνησα στην αγκαλιά της με δυο λόγια.
Έξω είχε ξημερώσει αραιή βροχή –κάποιος ήλιος μαλακιζόταν μπαινοβγαίνοντας πίσω απ΄ τα σύννεφα.
«Καλημέρα», της είπα.
Δεν απάντησε.
Την ακούμπησα μαλακά στο κρεβάτι και στριφογύρισα στο δωμάτιο, η μέρα ξεκινούσε κι είχα πολλά να κάνω. Έπρεπε να βάλω μια τάξη στο μυαλό μου, έτρεξα στο μπάνιο, άνοιξα τις βρύσες, άρχισα να καθαρίζομαι. Νερό ζεστό, νερό χλιαρό, νερό κρύο –Εκείνη ήταν νεκρή κι εγώ πάλι μόνος. Σαπούνι σε ανοιχτά μάτια, αρωματικό σαπούνι –ποιος θα με υποχρέωνε να την παρατήσω πίσω; Νερό ζεστό, νερό κρύο - σ΄ένα βουνίσιο σπίτι με θέα τη θάλασσα κι αγριοτριανταφυλλιές που στεφανώνουν τα παράθυρα, από κει θα χαζεύαμε τα χρόνια να περνάνε. Σκουπίστηκα προσεκτικά και ξαναντύθηκα. Εκείνη φοβόμουν να την πλύνω μην τη χαλάσω.
Άνοιξα την πόρτα μια χαραμάδα, κοίταξα στο διάδρομο –ησυχία. Το ασανσέρ ήταν στην άλλη άκρη του διαδρόμου, περίπου 10 δωμάτια απόσταση. Δεν θα δυσκολευόμουν να το φτάσω, έλπιζα μόνο να μην έχει κανέναν άλλο μέσα. Έκλεισα πάλι την πόρτα, άναψα τσιγάρο και την κοίταξα. Αναπαυόταν.
Μάζεψα τα ρούχα μου, τη φόρτωσα στην πλάτη κι αφού κρυφοκοίταξα από τη χαραμάδα ξεχυθήκαμε στον διάδρομο. Δεν ήταν βαριά, ακόμα και πεθαμένη παρέμενε πουπουλένια. Πίεσα νευρικά το κουμπί του ασανσέρ, χτύπαγα το πόδι στη μοκέτα μέχρι να ακινητοποιηθεί μπροστά μας η καμπίνα –αν δεν ήμουνα τόσο ηλίθιος θα είχα φροντίσει να καλέσω πρώτα το ασανσέρ και να ξεμπουκάρουμε αμέσως μετά. Ευτυχώς οι περιστάσεις βοηθάνε τους ηλίθιους –γι΄αυτό άλλωστε είναι τόσο πολλοί στη γύρα, σε διαφορετική περίπτωση θα είχαμε πνιγεί με το σάλιο μας την ώρα που κοιμόμαστε. Το ασανσέρ ήταν άδειο, μπήκαμε, έκλεισα, πάτησα το κουμπί για κάτω. Υπόγειο πάρκινγκ. Κατεβήκαμε έναν όροφο απαλά. Έναν ακόμα. Πλησιάζοντας στον επόμενο η καμπίνα πήρε να φρενάρει –οι συρταρωτές πόρτες ετοιμάζονταν ν’ ανοίξουν. Τράβηξα τον μοχλό της αναγκαστικής στάσης, ακινητοποιηθήκαμε και το φωτάκι ορόφου αναβόσβησε –περίμενα λίγο. Μετά ξεμπλόκαρα το ασανσέρ και συνεχίσαμε την κάθοδο χωρίς άλλα εμπόδια. Η καμπίνα μας ξέβρασε στο υπόγειο, βρώμαγε σα φουγάρο καθαριστηρίου εκεί μέσα. Κοίταξα τριγύρω, δεν είχα όρεξη να πέσω σε κόσμο. Και μετά στάμπαρα την Άλφα – μας περίμενε υπομονετικά, δίπλα σε μια τσιμεντοκολώνα.
Την έβαλα στη θέση του συνοδηγού και βιάστηκα να χωθώ πίσω απ΄το τιμόνι, ξεκινήσαμε. Φυσικά, όπως σε κάθε πάρκινγκ χλιδάτου ξενοδοχείου, υπήρχε κι εδώ μια μπάρα που έκλεινε την έξοδο. Βλαστήμησα αλλά δε ήθελα να τη σπάσω, δεν μου πήγαινε καρδιά να χαράξω την Άλφα, οπότε περίμενα να έρθει πιο κοντά ο μπεχλιβάνης παρκαδόρος. Που ήταν διαφορετικός από τον χτεσινοβραδινό.
«Ο κύριος;» με ρώτησε χαμογελαστός χώνοντας την κεφάλα του στο ανοιχτό μου παράθυρο.
«Ποιος κύριος; Α, αυτός ο κύριος!» έκανα δήθεν μπερδεμένος όσο τράβαγα το Βάλτερ και το έφερνα κολλητά στη μύτη του. «Αυτός ο κύριος μπορεί να σου κάνει τα μούτρα κιμά αν δεν ανοίξεις επιτόπου τη μπάρα. Κατάλαβες;»
Δεν χρειαζόταν να προσθέσω τίποτα περισσότερο, ο παρκαδόρος φαινόταν έξυπνο παιδί. Τσακίστηκε να πατήσει το κουμπί, τα σιρίτια του ανέμιζαν όσο η μπάρα σηκωνόταν και μετά γίναμε καπνός.
Η πόλη ήταν ασχημότερη από κάθε άλλη μέρα, βιαστικά αυτοκίνητα άλλαζαν λωρίδες στη λεωφόρο, νευρικοί άνθρωποι πετάγονταν πίσω από σκουπιδοτενεκέδες. Βρώμαγε σάπιο λάχανο εκεί έξω κι αυτό θα έμοιαζε ασήμαντο αν δεν είχα μια νεκρή γυναίκα δίπλα μου. Νεκρή ε; Την κοίταξα βιαστικά –είχε το αριστερό χέρι ακουμπισμένο στα γόνατά της, η παλάμη μισόκλειστη, τα μαλλιά έπεφταν στο πρόσωπό της. Ήταν ομορφότερη από όλες τις γυναίκες που έτυχε να γνωρίσω κι ο θάνατος δεν μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα για να τη χαλάσει. Πιέστηκα να μην την ξανακοιτάξω, είχα κάτι να κάνω και δε μ΄έπαιρνε για σαλιαρίσματα. Έβλεπα στον καθρέφτη τα αυτοκίνητα πίσω μου, μετρούσα, κανένα δεν κάθισε εκεί για περισσότερο από δυο λεπτά –κανένας δεν φαινόταν να με ακολουθεί. Οι μπάτσοι ομοίως άφαντοι. Είχα ρέντα, για την ώρα.
Άφησα τη λεωφόρο και μπήκα σ΄ένα δρόμο διπλής κατεύθυνσης, η συνοικία πήρε να φτωχαίνει απότομα. Χρειαζόμουν μια τέτοια συνοικία, με πλατεία, περίπτερα και έρημα μαγαζιά. Δεν άργησα να τα βρω όλα αυτά. Ούτε μου πήρε πολύ χρόνο να σταμπάρω το Γραφείο Τελετών που έχασκε μισοκοιμισμένο δίπλα σε ένα λουλουδάδικο, έκοψα ταχύτητα, το προσπέρασα κοιτάζοντας μέσα. Ένας υπάλληλος χάζευε τηλεόραση, έκανα γύρο το τετράγωνο και ξαναβρέθηκα μπροστά του. Πάρκαρα, τη σκέπασα με το μπουφάν μου και βγήκα έξω. Με το Βάλτερ στη ζώνη, κρυμμένο κάτω απ’ το πουκάμισο.
«Καλημέρα», ευχήθηκα στον υπάλληλο.
Σήκωσε το κεφάλι βαριεστημένα. Ήταν περίπου στην ηλικία μου -πεθαμένα μάτια και σκαμμένο πρόσωπο, έδειχνε αποκαμωμένος.
«Καλημέρα σας», είπε. «Καθίστε!»
Κάθισα.
«Λοιπόν; Τι μπορούμε να κάνουμε για σας;» αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα.
«Για μένα τίποτα –απ΄ότι φαίνεται», σχολίασα.
«Σωστά!» χαμογέλασε.
«Θέλω να ρωτήσω κάποια πράγματα...»
«Σας ακούω», αναστέναξε γέρνοντας προς το μέρος μου.
«Ήθελα να μάθω αν εσύ είσαι ο κουμανταδόρος εδώ μέσα...»
Απόρησε.
«Δικό σου είναι το μαγαζί ή είσαι υπάλληλος;» ρώτησα.
«Τι σχέση έχει αυτό;» αναρωτήθηκε.
«Όλα έχουν σχέση όταν έχουμε να κάνουμε με θάνατο», έκανα δήθεν θυμόσοφα.
«Σωστά!» παραδέχτηκε. «Λοιπόν, το μαγαζί είναι δικό μου...»
«Και το κρατάς μόνος σου;»
«Όχι –έχω κι ένα βοηθό για τα βράδια...»
«Εντάξει. Την περιποίηση ποιος την κάνει;»
«Περιποίηση;»
«Στον πεθαμένο βρε παιδί μου! Πλύσιμο, χτένισμα, ράψιμο, σενιάρισμα...»
«Ααα! Εγώ!»
«Μπράβο, θα βρούμε άκρη!» τον καθησύχασα.
«Δηλαδή;»
«Κάτι τελευταίο. Από βαλσάμωμα πως πάμε;» ρώτησα σιγά.
«Δεν καταλαβαίνω! Για άνθρωπο μιλάμε ή για παπαγάλο;» ξίνισε κάπως.
«Τι παπαγάλους λες τώρα βρε παιδί μου! Σου μοιάζω για Κάπτεν Χουκ;» πετάχτηκα.
«Όχι αλλά...»
«Εντάξει, μην το κουράζουμε. Κατέχεις τίποτα από βαλσάμωμα; Για να διατηρηθεί το σώμα κάποιον καιρό, με εννοείς;»
«Σας εννοώ...»
«Ναι, αλλά ακόμα να μου απαντήσεις!»
«Το Γραφείο μας έχει τη δυνατότητα...»
«Καλά –κόψε τη λεζάντα. Μπορείς να την κάνεις τη δουλειά;»
«Μπορώ», είπε σιγά.
«Όμορφα! Σήκω τώρα κι έλα να με βοηθήσεις να τη μεταφέρουμε».
Πάγωσε στην καρέκλα του.
«Ποια να μεταφέρουμε;» ρώτησε.
«Αυτή που χρειάζεται βαλσάμωμα ρε παιδί μου –ποια άλλη;» αγανάκτησα.
«Μα...»
Δε θα βγάζαμε άκρη έτσι όπως το πήγαινε ο λεχρίτης. Τράβηξα λοιπόν το Βάλτερ και το ακούμπησα στο τραπέζι μπροστά του. Το κοίταξε και κόλλησε.
«Δεν θέλω να γίνω κακότροπος, μη με αναγκάσεις», τον συμβούλεψα. «Ακολούθα με».
Μάζεψα το Βάλτερ και ξεκίνησα για την πόρτα, ο νεκροθάφτης ήρθε πίσω μου. Φτάσαμε στο αυτοκίνητο, έκοψα κίνηση –λίγα πράγματα –άνοιξα την πόρτα και την έπιασα από τους ώμους.
«Πιάσε από τα πόδια», του ζήτησα κι έτσι ακριβώς έκανε.
Ξαναμπήκαμε μέσα.
«Κλείδωσε και γύρνα ταμπέλα», απαίτησα.
Εντάξει κι αυτό.
Την πήγαμε στο πίσω δωμάτιο του Γραφείου, μύριζε εμετικά -πολυκαιρισμένους κρίνους -εκεί μέσα. Αναγούλιασα λίγο, αλλά κρατήθηκα. Την ακουμπήσαμε σε ένα μαρμάρινο λεκιασμένο πρώην λευκό πάγκο, έκανα πίσω νιώθοντας πάγο στα κόκαλά μου. Άραγε να ένιωθε κι Εκείνη το κρύο; Ανατριχιάζουν οι πεθαμένοι;
«Λοιπόν, ξεκίνα το βαλσάμωμα», του είπα.
«Θα προτιμούσα να το λέμε ΄ταρίχευση’ αν δε σε πειράζει», μουρμούρισε.
«Πες το όπως θες αλλά κάντο όσο καλύτερα μπορείς», του ξέκοψα.
Ακούμπησα την πλάτη στον τοίχο, τράβηξα το πακέτο από την τσέπη μου όσο ο νεκροθάφτης την έγδυνε.
«Μην καπνίσεις εδώ μέσα», μου ζήτησε.
«Όσο ζούσε δεν την πείραζε», απάντησα.
«Δεν είναι αυτή το θέμα πλέον», μου εξήγησε.
«Πάντα Αυτή θα είναι το θέμα –μην το ξαναπείς αυτό», τσαντίστηκα.
Αλλά δεν μπορούσα να βλέπω, δεν άντεχα –το κορμί της...
«Πάω έξω», του είπα αφού πρώτα σιγουρεύτηκα οτι το δωμάτιο δεν είχε άλλες πόρτες. Δεν ήθελα να μου την κοπανήσει από πουθενά ο μάστορας.
Ακούμπησα στην κλειστή πόρτα, άναψα το κωλοτσίγαρο με το αυτί κολλημένο στο ξύλο. Ήξερα τι της έκανε εκεί μέσα -βγάζουν τα σπλάχνα, ρίχνουν χημικά παντού, αδειάζουν το σώμα από τα εσωτερικά όργανα, το ξεραίνουν για να μην τουμπανιάσει –ήξερα τι της έκανε κι άκουγα τα εργαλεία να δουλεύουν στο κορμί της, άκουγα χωρίς να θέλω. Δάκρυα πολλά κι ένας πόνος ερπετό –ξεκίνησε από το στήθος, νέκρωσε την καρδιά μου, μπλόκαρε το λαιμό μου, έφτασε μέχρι τα μηνίγγια κι εκεί πέρα τυλίχτηκε σφίγγοντάς με σαν στεφάνι από ηλεκτροφόρο σύρμα. Έψαξα να βρω την αναπνοή μου μέσα από μύξες που τρέχανε στα μάγουλά μου –δάγκωσα την κάνη του Βάλτερ, αφού δε μου απέμενε ανάσα καλύτερα να πήγαινα να τη βρω... Σταμάτησα απότομα, άκουγα κάτι παράταιρο εκεί μέσα, σταμάτησα με την κάνη ακόμα σκαλωμένη στα δόντια –ένιωσα πολύ γελοίος. Από εκεί πίσω ακούγονταν διαδοχικά φλας και ένα κλείστρο φωτογραφικής μηχανής ν΄ανοιγοκλείνει. Έσκασα την πόρτα μια χαραμάδα, κοίταξα μέσα, ο πούστης τη φωτογράφιζε! Ξανάκλεισα την πόρτα, αποτελείωσα το τσιγάρο.
Πέταξα μετά τη γόπα στο πάτωμα κι έμεινα ακίνητος, όλος αυτιά, να περιμένω. Εργαλεία, ησυχία, κλείστρο φωτογραφικής και πάλι απ΄την αρχή. Πήρε κοντά μια ώρα η όλη υπόθεση κι εγώ προσπάθησα να υπολογίσω τις επόμενες κινήσεις μου μπας και ξεχάσω τι γινόταν στο μέσα δωμάτιο. Το μυαλό μου δούλευε με κομματιασμένες εικόνες, σκηνές από τα «προσεχώς» -οδήγηση με χαμηλωμένα φώτα σε δρόμους διαμπερείς, αναμονή σε σκοτεινές γωνιές μέχρι να ξεμπερδέψω με τα χρωστούμενα... Μετά θα την πήγαινα σ΄εκείνο το βουνίσιο σπίτι με θέα....
Η πόρτα άνοιξε πίσω μου, πετάχτηκα από το σπρώξιμο.
«Εντάξει, τελειώσαμε», είπε ο νεκροθάφτης.
Δεν τον άφησα να βγει από το δωμάτιο, μπήκα δίπλα του, έκλεισα την πόρτα και ακούμπησα πάνω της. Εκείνη ήταν ξαπλωμένη ακόμα στον μαρμάρινο πάγκο, φορούσε ένα ριχτό μαύρο φόρεμα που της έφτανε μέχρι τα γόνατα.
«Είπα να τη ντύσω κιόλας, επειδή τα ρούχα της ήταν χάλια...» μουρμούρισε ο νεκροθάφτης.
«Καλά έκανες», απάντησα άκεφα.
«Θες να τη βάψω;» με ρώτησε.
«Να τη βάψεις;»
«Ναι –ξέρεις –ρουζ, κραγιόν, τέτοια...»
«Άστο για την ώρα, δε μας έχουν καλέσει πουθενά επίσημα...» είπα αφηρημένα.
«Όπως θες...» απάντησε. Είδα την κούραση να ξεπηδάει από τους πόρους του δέρματός του, αλλά μπορεί και να ‘ταν φόβος.
«Τι σου οφείλω;» τον ρώτησα.
«Για το...» έδειξε να υπολογίζει από μέσα του. «Άστο, δεν κάνει τίποτα», είπε στο τέλος.
«Ε πως! Τζάμπα το βαλσάμωμα, τζάμπα και η φωτογράφηση! Θα μπεις μέσα, θα το κλείσεις το μαγαζί έτσι όπως πας!» σχολίασα.
Με κοίταξε τρομοκρατημένος.
«Οι φωτογραφίες...» ξεκίνησε να λέει.
«Ναι –πες μου γι΄αυτές. Γιατί τις έβγαλες; Για να τραβάς μαλακία τα βράδια ή για να τις πουλήσεις στους μπασκίνες;» ρώτησα ήρεμα.
«Όχι δεν είναι έτσι...» διαμαρτυρήθηκε.
«Τίποτα δεν είναι έτσι, αλλά δεν έχω χρόνο για σκάλισμα», του εξήγησα σηκώνοντας το Βάλτερ.
«Σε παρακαλώ!» τσίριξε με σπασμένη φωνή.
Κατέβασα το Βάλτερ, δεν άντεχα τα κλαψουρίσματα.
«Κάτσε», του ζήτησα.
Σωριάστηκε σε μια πλαστική καρέκλα δίπλα στον πάγκο –δίπλα της.
«Μη με σκοτώσεις δε θα πω κουβέντα!» μουρμούρισε.
«Σκάσε», φώναξα. Η κατάσταση άρχιζε να μου τσιτώνει τα νεύρα. «Που είναι η φωτογραφική μηχανή;»
Μου έδειξε ένα συρτάρι αριστερά του, πήγα εκεί, το άνοιξα, βρήκα τη μηχανή. Την πέταξα στο πάτωμα και την έλιωσα κάτω απ’ τη μπότα μου .
«Θα σου πω μια ιστορία», ψιθύρισα ανάβοντας καινούργιο τσιγάρο. «Γνώρισα αυτή τη γυναίκα πριν λίγες μέρες κι όμως η ζωή μου κόπηκε στα δύο. Πριν και μετά –καταλαβαίνεις τι λέω; Αυτή άρπαξε μια σφαίρα που προοριζόταν για μένα, ο τύπος που την έριξε δήλωνε αρραβωνιαστικός της –περίεργη κατάσταση, δε νομίζεις;»
Τον κοίταξα αμίλητος, βιάστηκε να κουνήσει το κεφάλι δείχνοντας κατανόηση.
«Μια τέτοια γυναίκα εσύ την έβαλες στον πάγκο και τη φωτογράφιζες σαν αξιοθέατο –πάω στοίχημα οτι αν στην άφηνα για κάνα δυο ώρες θα την πήδαγες κιόλας!» μούγκρισα.
«Όχι, όχι...» ξεκίνησε να λέει αλλά τον έκοψα.
«Ή θα μας κάρφωνες στους μπάτσους, επειδή σου ζήτησα να με βοηθήσεις μαζί της, να την φτιάξουμε κάπως, να μην καταντήσει τουμπανιασμένο πτώμα με πύων που θα τρέχει από τα μάτια της, να μη γίνει σιχαμένη... Αυτός είναι για σένα λόγος να με τσιμπήσουν οι μπάτσοι;»
«Όχι, όχι –δεν...» άρχισε πάλι το κλαψούρισμα, σε λίγο θα τρέχανε οι μύξες μέχρι το σαγόνι του.
Δεν το άντεχα αυτό, δεν μπορούσα να βλέπω ανθρώπους να ξεφτιλίζονται –κι έτσι τον πυροβόλησα βιαστικά, τον πέτυχα στο στήθος, εκείνος έπεσε πίσω, παρασέρνοντας την καρέκλα. Πήγα πάνω του και τον αποτελείωσα –να μη βασανίζεται.
Είχε γίνει ένα αποκρουστικό πατσαβούρι η μούρη του, σταμάτησα λοιπόν να τον κοιτάζω, γύρισα προς τον πάγκο –Εκείνη ήταν τόσο όμορφη!
«Δεν τελειώσαμε ακόμα μωρό μου», της είπα απαλά. «Θυμάσαι; Στο ΄χα πει –δεν θα σ΄αφήσω ακόμα κι αν το θελήσεις».
Τη σήκωσα στα χέρια μου, κλώτσησα το κορμί του νεκροθάφτη που μου έκλεινε το δρόμο βγήκαμε από το πνιγηρό δωμάτιο.
Ξεκλείδωσα την κεντρική πόρτα, πήγαμε προς την Άλφα, στο δρόμο διασταυρωθήκαμε με μια παρέα πιτσιρικάδων που έχασκαν χαζεύοντάς μας.
«Είναι να μη μπλέξεις με ψόφια γκόμενα...» τους είπα κλείνοντας το μάτι.
Γέλασαν απορημένα όσο την έβαζα πάλι στη θέση του συνοδηγού. Μετά γύρισα πίσω, κλείδωσα την πόρτα του Γραφείου Τελετών και πέταξα τα κλειδιά στον κοντινότερο υπόνομο. Αν ήταν τυχερός ο νεκροθάφτης θα του κάνανε παρέα οι βρικόλακες εκεί μέσα, αλλιώς θα σάπιζε μοναχός του μέχρι να τον ανακαλύψουν από τη βρώμα.
Πάτησα το γκάζι και η Άλφα Τζουλιέτα ξεκόλλησε από την άσφαλτο έτοιμη να μασήσει χιλιόμετρα. Έπρεπε να βρω κάποιο μέρος για να ξεκουράζεται Εκείνη, δεν μπορούσα να την τραβάω μαζί μου όσο θα κυκλοφορούσα στην πόλη. Και τα ξενοδοχεία αποκλείονταν –πως να την πέρναγα κουβαλητή στην πλάτη μπροστά από τους ρεσεψιονίστ; Έπρεπε να βρω κάποιο πρόσκαιρο σπίτι, ένα μέρος με ανεξάρτητη είσοδο –καταφύγιο για λίγες μέρες. Κοίταξα ασυναίσθητα τριγύρω, περνούσα τους δρόμους σαν πλάνα βαρετής ταινίας, δεν ήξερα ούτε καν που βρισκόμουν.
«Έχεις καμιά προτίμηση; Κήπο ας πούμε, ή μεγάλη οθόνη τηλεόρασης, λίβινγκ ρουμ ανατολικό ή μεσημβρινό;» τη ρώτησα.
Δεν περίμενα απάντηση, λογικό ήταν αφού δεν ήξερε τόσο καλά την πόλη. Όσο οδηγούσα μου πέρναγαν τα τσιμπήματα στους ώμους από τον προηγούμενο σκοτωμό, άνοιξα το παράθυρο, νιώσαμε άνετα. Σκέφτηκα τότε οτι της άξιζε ένα όμορφο σπίτι για όσο θα μένανε στην πόλη, κάτι παραθαλάσσιο ίσως, πέρα απ΄τις νότιες συνοικίες –εκεί που οι πλούσιοι αφήνουν τα εξοχικά τους έρημα όσο διαρκούν οι βροχερές μέρες. Βέβαια η βροχή είχε κόψει ώρα τώρα, αλλά ο ουρανός παρέμενε δέκα καντάρια μολυβένιος. Θυμήθηκα λοιπόν αυτό το σπίτι που χρησιμοποιούσαμε παλιά –πιτσιρικάδες, όταν χρειαζόμασταν καβάτζα για να πηδήξουμε. Ο Ματάκιας το είχε σταμπάρει το σπίτι, απομονωμένο, μ΄ένα μαύρο λυκόσκυλο για φύλακα, χτισμένο στα βράχια πάνω απ΄τη θάλασσα. Το παρακολουθούσε πάνω από μήνα κι έπιανε φιλίες με το ψοφόσκυλο όσο ήταν μέσα οι ιδιοκτήτες –κάποιοι περίεργοι τύποι που γυρίζανε ταινίες ή κάτι τέτοιο. Εκείνον το χειμώνα φύγανε οι ιδιοκτήτες, ο Ματάκιας μας πήγε πρώτα στο σπίτι για εξερεύνηση, ταΐσαμε κάτι κόκαλα κλεμμένα από ταβέρνα το σκυλί και πηδήξαμε τα κάγκελα. Σπιταρόνα! Εγώ τότε τραβιόμουνα με κάτι διάφορες, τελείωνα το γυμνάσιο και ήμουνα στην ομάδα στίβου, δεν είχα ξεκινήσει ακόμα το μποξ. Τελευταία φορά πέρασα απ΄το σπίτι πριν κάτι αιώνες κι ο Ματάκιας ήτανε πάνω από 10 χρόνια πεθαμένος –«έμφραγμα» είπαν στην αρχή. Μετά έμαθα από κάτι άκρες οτι τα πράγματα έγιναν κάπως αλλιώτικα, δηλαδή όντως πήγε από έμφραγμα ο Ματάκιας, αλλά τον είχαν με το κεφάλι χωμένο σε μια ξεχειλισμένη μπανιέρα όταν το έπαθε –κάτι φράγκα λείπανε από τα συνοικιακά ντηλέρια και νόμιζαν οτι τα πήρε αυτός, κάπως έτσι γίνανε τα πράγματα. Στην κηδεία του δεν πήγα, αλλά τη μέρα που τον θάψανε έλιωσα τα μούτρα ενός μπάρμαν που μου ζήτησε να του αδειάσω τη γωνιά για να κλείσει το μαγαζί του. Μου έλειπε πολύ ο Ματάκιας, ήταν εντελώς αρχίδι αλλά πολύ μεγάλος χαβαλές.
«Ομορφούλα, ετοιμάσου να ζήσεις τη μεγάλη ζωή», της είπα αλλάζοντας λωρίδα στη λεωφόρο και ξεκινώντας για τις νότιες συνοικίες.
Την ένιωσα να κουνιέται λίγο στο στρίψιμο του τιμονιού –ευτυχώς που δεν ήταν σε φάση να μου απαντήσει, θα με τρέλαινε στην καζούρα!
Αλλά έτσι είναι η ζωή, τα καλύτερα στα δίνει όταν δεν μπορείς πια να τα πάρεις.
Έμφυλη βία
-
*Λίλια Τσούβα, Γοβάκια από Πάγο, εκδ. Κουκίδα, 2024*
Μια στρίγγλα, κακομίλητη και κυριαρχική – μια κανονική μέγαιρα. Είναι η
εικόνα που κάθε φορά ανα...
Πριν από 2 εβδομάδες
16 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Αχ ρε γκαρσόνι, να σου αφήσω κάτι αλλά με πικραίνεις πρωί πρωί..
Μου χαλάς το ρομάντζο.
Καλά κι αυτός ο τύπος έχει γεμίσει τρύπες κόσμο και κοσμάκη.
Καμιά εξαίρεση δεν κάνει πουθενά;
Γιατρέ μου, τα πραγματικά ρομάντζα δεν ασχολούνται με μικρολεπτομέρειες του στυλ "ποιος ζει, ποιος πέθανε".
Ναι, στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο κάνει την εξαίρεση που ζητάς -ρε πόσο μπροστά είμαι ο πούστης! Χαχαχαχα.
Σ'αυτό έχεις δίκιο.
Πιο ρομάντζο είναι τώρα παρά όταν ζούσε μη σου πω..
Επιτέλους.Να το δω και να μην το πιστέψω!
-Να σου πω, αν χαρίζει τη ζωή σε κανα τυφλό παιδάκι ή σε ανάπηρη γιαγιά δε μετράει, έτσι; Να τη χαρίσει σε κανέναν που αλλιώς θα τον έτρωγε λέμε! -
Δηλαδή, αν είναι κανένα τυφλό παιδάκι που κρατάει τόμιγκαν και το κατευθύνει η ανάπηρη γιαγιά του προς τα που να ρίξει -μετράει; Χαχαχα.
Όχι, στο επόμενο κεφάλαιο "βρίσκει τον δάσκαλό του" στην κυριολεξία.
Χαχαχαχαχαα!!
Ε εκεί μάλλον μετράει...
ΧΑχαχαχαχαα!!
Εντάξει, χαχαχαχα.
wow. mpistolidi perimena, omadiko fono kai autoktonia perimena, ton ekdikhth ths nyxtas na makelevei thn polh perimena, alla *auto* dn to perimena. wow.
Δεν σου είπα οτι δεν τελειώνει ακόμα το ρομάντζο; Τι μας πέρασες για τίποτα άκαρδοι παλιαθρώποι δηλαδής;
Η γυναικα για μενα ειναι "πριγκιπισσα"... δε ξερω αν συμφωνεις ή οχι με τον ορο που εδωσα και πως εσυ θεωρεις μια γυναικα "πριγκιπισσα". Παντως το βαλσαμωμα ειναι καπως ακραιο και μακαβριο για την συγκεκριμενη περιπτωση και την ολη φαση που ζει ο ηρωας!
ΥΓ: Αλλά έτσι είναι η ζωή, τα καλύτερα στα δίνει όταν δεν μπορείς πια να τα πάρεις.
Ή καμια φορα στα δινει ολα μαζεμενα γλυκαινεσαι και μετα στα παιρνει πισω χωρις καν να εχεις προλαβει να τα χαλασεις!! Συμπληρωνω εγω...
Το στορυ σημερα το διαβασα με στασεις λογω προσωπικων σκεψεων απο μια φαση που επαθα σημερα. Οταν συνειδητοποιησα τι μου συναιβει εκεινη τη στιγμη διαβασα και την τελευταια φραση της ιστοριας σου.
Ποσο μα ποσο δικαιο εχεις ρε motor...ΔΥΣΤΥΧΩΣ!
Αντε περιμενω τη συνεχεια μπας και ξεχαστω.
Χμ, οι πριγκήπισσες συνήθως είναι ξενέρωτες μέχρι να βρωμιστούν κάπως -αλλά και πάλι... μπορείς να την πεις πριγκήπισσα, ακόμα και από αυτή την οπτική γωνία.
Ο Άλλος θα την έλεγε "γυναίκα με προδιαγραφές θανάτου" ή κάπως έτσι -δεν έχει σημασία τελικά, το ίδιο είναι.
Ο ήρωας έχει αποφασίσει να πάει τη γυναίκα σ΄ένα βουνίσιο σπίτι που βλέπει προς τη θάλασσα. Αλλά πρέπει πρώτα να κάνει κάποιες μικροδουλίτσες, άρα; Να τη σέρνει δίπλα του όσο αυτή θα τουμπανιάζει; Ή να την παρατήσει; Το βαλσάμωμα είναι μια κάποια λύση όσο δεν σκοπεύεις να γδύσεις το άτομο.
Δεν στα δίνει ποτέ μαζεμένα η ζωή, τα βουτάς με τσαμπουκά και κάποια στιγμή σε πιάνουν και στα πέρνουν πίσω -έτσι νομίζω.
Ελπίζω να την κουμαντάρησες τη φάση που πέρασες -οι φάσεις περνάνε, εμείς μένουμε, δεν γίνεται αλλιώς.
Η επόμενη συνέχεια θα είναι πιο, ας πούμε, εσωστρεφής.
μα καλά, βαλσάμωμα;
αδιανόητο.
μέσα σε γραφείο τελετών;
αυτό είναι σκέτη λογοτεχνία.
πρτφ
Τόσο χαμηλά έπεσα ρε γαμώτο; Αν έβαζα, ας πούμε, τον Γάνη το Χηνά να σκυλεύει το πτώμα λες να το έσωζα κάπως;
- "μα καλά, βαλσάμωμα;
αδιανόητο.
μέσα σε γραφείο τελετών;
αυτό είναι σκέτη λογοτεχνία."
αυτό είναι μάλλον σκέτος νικολαϊδης νομίζω :)
... αλλά δεν διαμαρτυρόμαστε, ξέρουμε που βρισκόμαστε όταν ερχόμαστε εδώ πέρα :))
βαλσάμωσέ τους όλους, μη μασάς
"Ο άνθρωπος που αγάπησε ένα πτώμα" Σίγκαπουρ Σλινγκ.
Εμμονές είναι αυτές κι εκεί πάνω κάνω παιχνίδι -κυρίως για προσωπική ευχαρίστηση. Αλλά, άμα τους βλσαμώσω όλους θα φτιάξω παράρτημα της Μαντάμ Τυσό στην Ελλάδα -χαχαχαχα.
Σίγκαπουρ Σλινγκ... Η πρώτη μου γνωριμία με το Νικολαϊδη. "Ιδιαίτερη" θα την χαρακτήριζα, αν και λίγο ζόρικη για το στομάχι.
Ο δάσκαλος ποιος θα είναι ρε μοτοσακέ ; Το Αφεντικό ή μήπως ο μπαμπάκας της βασιλοπούλας ; Φαντάζομαι κάτι σε ρώσικη ρουλέτα με εξάσφαιρο και ψήνομαι !!! Και στο background, το νεκροζώντανο πτώμα να παίζει την Βέρα. How cool is that ???
Ναι, και για μένα το Σίγκαπουρ ήταν ιδιαίτερη φάση -επειδή ταινίες του είχα δει και πριν αλλά εκεί πέρα έτυχε να πέσω σε πρώτη προβολή, οπότε ήταν η πρώτη και μοναδική φορά που είδα τον Νικολαϊδη.
Μην περιμένεις να σου αποκαλύψω ποιος είναι -θα το δεις μέσα στην επόμενη βδομάδα που θα το τελειώσω και θα το ανεβάσω. Πάντως, αν έχεις διαβάσει το παλιότερο, το Συννεφάκι που έκλαιγε -δεν χρειάζεται να ρωτάς, ξέρεις. Έτσι κι αλλιώς δηλαδή...
Για ακόμα παρακάτω, θα δείξει φίλε -δεν ξέρω κι εγώ τι θα κάνουν όλοι αυτοί, μέχρι να καταδεχτούν να μου το διηγηθούν για να το μεταφέρω.
Υ.Γ.: Ζόρικη ταινία για το στομάχι το Σίγκαπουρ; Χαχαχα, όχι και τόσο! Από κάπου πιο χαμηλά σε άρπαζε, όχι από το στομάχι.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!