Τετάρτη, Ιανουαρίου 05, 2011

15. Η νίκη χρειάζεται επειγόντως θεραπεία

Προηγούμενα:
1. Κανένας δεν αγαπάει τη Φορολογική Δικαιοσύνη
2. Το καινούργιο παντοτινό όνομα του Προέδρου
3. "Η εξαγωγή του λίθου της τρέλας"
4. Ο Οδυσσέας, οι Αργοναύτες και άλλοι ηλίθιοι
5. Η προσευχή είναι ένας νεκρός κροκόδειλος
6. Αφού η Χελώνα έγινε Κέδρος
7. Όλοι βλέπουν τους αόρατους
8. Για τα ψάρια που ταξιδεύουν γύρω από τους καρχαρίες
9. Μετεγχειρητικές επιπλοκές
10. Η αναγκαστική αλήθεια στον βολικό λήθαργο
11. Ένα άλυτο πρόβλημα δεν είναι πρόβλημα
12. Όταν οι σπηλιές δαγκώνουν
13. Ο εκκωφαντικός ήχος της ασφάλτου
14. Από μηχανής συμβιβασμός

Έτσι λοιπόν ήταν η νίκη. Έτσι μύριζε η νίκη, κατουρημένα παντελόνια και καμένα στάχυα. Και τέτοια ήταν η γεύση της νίκης, ανατριχιαστική, λες και δάγκωσες αδειανό κουτάλι. Σα να έγλυφες το λερωμένο μαχαίρι. Έτσι έμοιαζε η νίκη.
Τόσα χρόνια στη Φορολογική Δικαιοσύνη δεν την είχα γευτεί, εκεί πέρα κάναμε τη δουλειά μας χωρίς συγχαρητήρια, χωρίς υπερβολές, χωρίς ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη. Μονάχα μετά τις αποτυχίες βαδίζαμε στον ατέλειωτο διάδρομο σκυφτοί περιμένοντας τον καταλογισμό ευθυνών. Και έτσι δεν υπήρχε νίκη, θρίαμβος, επικράτηση για εμάς της Φορολογικής Δικαιοσύνης –υπήρχε μόνο καθυστέρηση του καταλογισμού. Κάθε υπόθεση που κλείναμε, κάθε έσοδο που φέρναμε στην Υπηρεσία απομάκρυνε για λίγο το παγωμένο βλέμμα του προïσταμένου, καθυστερούσε την επίδοση της έκθεσης που διαβαζόταν μονίμως από το τέλος προς την αρχή –από τον προσδιορισμό της ποινής προς την αιτιολόγηση του σφάλματός μας.
Πλησίαζα το ημιφορτηγό με το αυτόματο ακόμα οπλισμένο και σκεφτόμουν οτι ήμουνα πλέον χιλιόμετρα μακριά από τα Κεντρικά της Φορολογικής Δικαιοσύνης και όλα εδώ έξω έδειχναν πιο έντονα, σχεδόν πολύχρωμα, άλλοτε ενοχλητικά, άλλοτε ευχάριστα. Το μαχαίρι που κόβει το ζεστό ψωμί ή το μαλακό δέρμα... Κάπως έτσι τέλος πάντων.
«Θα ανέβεις;» μου χαμογέλασε εκείνη.
«Έρχομαι», της είπα.
Ήμασταν νικητές, δεν χρειαζόταν πια να μένουμε χωρισμένοι, δεν χρειαζόταν να τρέχουμε, να κρυβόμαστε, ν΄αγωνιούμε. Γι΄αυτό δεν πίεσα τον εαυτό μου, δεν επιτάχυνα το βήμα για να προλάβω το ημιφορτηγό που τσούλαγε ράθυμα στον χωματόδρομο. Πίσω μου οι στρατιωτικές αρβύλες όργωναν το έδαφος δεν είχα διάθεση ούτε να τους κοιτάξω –ήξερα τι ακριβώς ήταν. Δεν ήθελα βέβαια να το παραδεχτώ αλλά ήξερα. Πού διάβολο είχε εξαφανιστεί ο Γιάν; Κι ο Α77; Τι ήθελα και τον θυμήθηκα αυτόν;
«Δεν θ΄ανέβεις;» με τράβηξε από το μανίκι.
«Πού;» απόρησα.
«Στο φορτηγό, μαζί με τη γυναίκα σου», απόρησε με τη σειρά του.
«Όχι ακόμα», είπα.
«Θα επιταχύνουν σε λίγο που θα βγουν στο δρόμο», με προειδοποίησε.
«Δεν πρόκειται να τους χάσω», τον διαβεβαίωσα.
Είχα αυτή τη σιγουριά.
Το ημιφορτηγό τραντάχτηκε περνώντας πάνω από (νόμισα οτι ήταν) μια μεγάλη πέτρα και μετά επιτάχυνε προκειμένου να κρατήσει σταθερή την πορεία του. Επιτάχυνα κι εγώ ασυναίσθητα αλλά το ημιφορτηγό πήγε ακόμα πιο γρήγορα, πετάχτηκε σπάζοντας κλαδιά και βγήκε στον ασφαλτόδρομο. Δεν ήταν δρόμος προδιαγραφών, εννοώ οτι είχε κάμποσες τρύπες και σκασμένη άσφαλτο, παρ΄όλα αυτά το ημιφορτηγό διατήρησε μια σχετικά γρήγορη πορεία –δηλαδή για αυτοκίνητο πήγαινε αργά, αλλά μού ήταν αδύνατο πλέον να το ακολουθήσω περπατώντας.
«Σταθείτε», φώναξα.
Και τότε -εκείνη ακριβώς τη χρονική στιγμή- μού γεννήθηκε η απορία. Τους φώναξα να σταθούν ή απλώς το σκέφτηκα; Όπως και να΄χε, το ημιφορτηγό με αγνόησε –έμεινα να το χαζεύω όσο μίκραινε στον ορίζοντα.
«Πού πάνε;» σκέφτηκα.
«Στο είπα οτι θα τους χάσεις», μου απάντησε ο Α77.
Αναστατώθηκα λίγο, στο μυαλό μου ήρθε πάλι η βεβαιότητα της ΑΔΙ, γύρεψα τριγύρω ένα κομμάτι από σύννεφα για να το περπατήσω με το κεφάλι ανάποδα και τα πόδια ψηλά, δεν βρήκα τίποτα όμως. Μόνο αρβύλες που κοπανάγανε ρυθμικά τριγύρω μου και τον Α77, ή αλλιώς Ιωσήφ, που έπαιζε το ρόλο του συμπονετικού φίλου και ο Γιάν εξαφανισμένος. Το ημιφορτηγό επίσης.
«Πού θα πάνε;» ρώτησα.
«Δεν έχω ιδέα», είπε ο Α77.
«Κι εμείς;»
«Άκουσα οτι θα στείλουν οχήματα να μας μαζέψουν».
«Δεν υπάρχουν οχήματα; Αυτοί με τι ήρθαν δηλαδή;» έδειξα τις αρβύλες που παρέλαυναν τριγύρω μας.
«Αυτοί θα συνεχίσουν με τα φορτηγά για τον επόμενο στόχο».
«Που είναι ποιος;»
Ανασήκωμα ώμων.
«Κι εμείς;»
«Θα μεταφερθούμε στην πόλη μαζί με τους τραυματίες».
«Ο Γιάν;»
«Κάπου εδώ...»
«Εννοώ...»
«Θα έρθει μαζί μας απ΄ότι ξέρω. Έτσι κι αλλιώς οι επιχειρήσεις από δω και πέρα είναι μόνο εκκαθαριστικές».
«Εκκαθαριστικές».
«Ξέρεις τώρα...»
Στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου άρχισαν να προβάλλονται εικόνες εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, απ΄αυτές που διεξάγονται μετά την επικράτηση ενός ιδιωτικού στρατού. Ανακατεύτηκε το στομάχι μου.
«Μπορείς να σταματήσεις για να κατέβω;» ζήτησα από την ξανθιά.
Ο Α77 με κοίταξε έκπληκτος.
«Τι πράγμα;» ρώτησε.
«Άστο, τίποτα», έκανα και τάχυνα το βήμα μου.
Δεν ήθελα άλλα μπλεξίματα.
Ο δρόμος, κομμάτια σκασμένης ασφάλτου κάθε λίγο, δυσκόλευε το χαλαρό περπάτημα αλλά δεν παραπονιόμουν, δεν παραπονιόμασταν –βλέπεις, ξέραμε οτι σύντομα θα τελειώσουν τα βάσανά μας. Ακόμα κι όταν ο ήλιος βάλθηκε να μας γδάρει τα ρούχα στις πλάτες και τα μαλλιά μας κόντεψαν να πάρουν φωτιά, κανέναν δεν άκουσα ν΄αναρωτιέται τι δουλειά είχε ένας τόσο καυτός ήλιος στα μέσα του χειμώνα.
«Για μας είναι αυτά τα φορτηγά», έδειξε ένα χέρι δίπλα μου.
Αλλά δεν ήμουν σίγουρος –το χέρι ανήκε σε τραυματία ή σε εκκαθαριστή;
Κοντοστάθηκα με το στόμα ξεραμένο και προσπάθησα να μετριάσω το λαχάνιασμά μου, ήξερα οτι το περπάτημα όλο και θα δυσκόλευε σ΄αυτόν τον μισοκαταστραμμένο ασφαλτόδρομο.
Ένα φορτηγό μπροστά μου, έκανα στο πλάι αλλά μάλλον εμένα περίμενε.
«Άντε ανέβα», μου έδωσε το χέρι ο Α77. Εκείνος ήταν ήδη πάνω.
Τον αγνόησα, αρπάχτηκα από τη σιδεριά στο πλάι της καρότσας και έδωσα ώθηση για να φτάσω το άνοιγμα. Σαχλαμάρες, τα χέρια μου δεν με κράτησαν. Βρέθηκα πάλι στο έδαφος εξευτελισμένος. Από την καρότσα του φορτηγού άκουγα μουρμουρητά.
Ο Α77 έσκυψε προς το μέρος μου, έπιασα το χέρι του, κρατήθηκα κι ανέβηκα. Όμως απέφυγα το βλέμμα του, είχα την εντύπωση οτι θα ήταν θριαμβευτικό κι ακόμα χειρότερα –είχα την εντύπωση οτι έχοντας την εντύπωση πώς το βλέμμα του θα ήταν θριαμβευτικό θα τον κοίταζα για ν΄ανακαλύψω ένα συμπονετικό βλέμμα. Και τότε;
Στο βάθος του φορτηγού σκοτείνιαζε από το μουσαμαδένιο κάλυμμα και τους ανθρώπους που βογκούσαν. Υπήρχαν εκεί τραυματιοφορείς που γυροφέρνανε, όταν ξεκίνησε μ΄ένα τράνταγμα το φορτηγό βγήκαν στην άκρη της καρότσας και άρχισαν να εποπτεύουν τον τόπο τριγύρω. Μετά από λίγο φώναξαν και το φορτηγό σταμάτησε. Τραβήχτηκα όσο πιο πίσω μπορούσα στον ξύλινο πάγκο, κόντεψα να βρεθώ έξω από τον μουσαμά προσπαθώντας να αποφύγω τους τραυματίες που ανεβάζανε πάνω. Τελικά ήταν αρκετοί. Δεν είχα υπολογίσει οτι θα υπήρχαν τόσοι, ίσως όμως να μαζεύανε και τραυματίες από τη Σεκιούριτι.
Έσκυψα λίγο να κοιτάξω στο βάθος του φορτηγού για να το διαλευκάνω από τις στολές.
«Τους τραυματίες της Σεκιούριτι τους εκτελούν επιτόπου», ψιθύρισε ο Α77.
«Σε ρώτησε κανείς;» μούγκρισα.
Αυτός ο άνθρωπος -μια ενοχλητική συνήθεια να με παρακολουθεί συνέχεια.... Σε βαθμό που μ΄έκανε να νοσταλγώ την εποχή της παντοδυναμίας του, όταν μονάχα έβριζε, διέταζε και χρηματιζόταν. Αναστέναξα –κάποιοι άνθρωποι χειροτερεύουν όσο γίνονται καλύτεροι.
Το φορτηγό κινήθηκε για αρκετή ώρα χωρίς στάσεις, οι τραυματιοφορείς κάθισαν στο βάθος δίπλα στους τραυματίες κι εγώ αποφάσισα να κοιμηθώ λίγο. Έκλεισα τα μάτια. Τα ξανάνοιξα.
Σηκώθηκα και πλησίασα τον κοντινότερο τραυματιοφορέα.
«Πονάω», του είπα. «Έχεις τίποτα;»
Με κοίταξε. Έμοιαζε έμπειρος τύπος, απ΄αυτούς που παζαρεύουν τα πάντα.
«Γιατί σε κουβαλάμε εσένα;» ρώτησε.
«Είμαι τραυματίας», μουρμούρισα.
«Ναι, εντάξει», γέλασε και μετά, «αλήθεια τώρα τι κάνεις εδώ πάνω;»
«Έχεις τίποτα να μου δώσεις; Μετά κουβεντιάζουμε ότι θέλεις», του πρότεινα.
Ψάχτηκε, έβαλε τα χέρια του στο πλάι της ζώνης, περίμενα. Τελικά έβγαλε ένα γελοίο μικροκαμωμένο πιστόλι.
«Θα πρέπει να σου ζητήσω να κατέβεις», μου είπε όσο με σημάδευε.
Ανασήκωσα τους ώμους απορημένος πριν γυρίσω το αυτόματο πάνω του.
«Γίνεται κι έτσι άμα θέλεις», του εξήγησα.
Κατέβασε το πιστόλι του, έτσι κι αλλιώς δεν είχε τραβήξει καν την ασφάλεια.
«Εντάξει, δεν είπαμε και τίποτα», ψέλλισε.
«Δώσμου», μούγκρισα.
Και του χτύπησα τον καρπό με την άκρη του αυτομάτου μου, το μικρό πιστόλι έπεσε στο πάτωμα του φορτηγού. Οι άλλοι τραυματιοφορείς μάς κοίταξαν παραξενεμένοι αλλά σύντομα αδιαφόρησαν.
Ένα φιαλίδιο μισοτελειωμένο, αυτό μόνο κατάφερα να πάρω.
Πέρασα δίπλα στον τραυματιοφορέα, χτύπησα το τζάμι της καμπίνας του οδηγού. Το τζάμι άνοιξε, ένα κεφάλι μισοφάνηκε.
«Είναι μπροστά ο Γιάν;» ρώτησα.
«Ποιος Γιάν;»
Σκέφτηκα λίγο και μετά σκέφτηκα ακόμα περισσότερο, το φιαλίδιο γαργάλαγε τη χούφτα μου έπρεπε όμως πρώτα να ξεκαθαρίσω τη θέση μου. Δεν ήθελα να με πετάξουν σε κάνα χαντάκι όταν θα μ΄έπαιρνε ο ύπνος.
«Εξ Ον 13», φώναξα ανακουφισμένος.
Το κεφάλι μαζεύτηκε στην άλλη άκρη του τζαμιού, άκουσα ψιθύρους.
«Είσαι με τον 13;» με ρώτησε ο τραυματιοφορέας.
Ένευσα.
«Συγνώμη για προηγουμένως», είπε.
«Εντάξει», τον καθησύχασα.
Και ξαναγύρισα στη θέση μου, μάσησα τα χάπια που είχαν απομείνει στο φιαλίδιο, το στόμα μου δηλητηριάστηκε αλλά δεν σταμάτησα μέχρι να τα καταπιώ όλα.
Και ήρθε τότε ένας απότομος ύπνος, τον ένιωσα να με κλωτσάει στο ηλιακό πνεύμα κι όσο παρέλυα το φορτηγό ανέπτυσσε ταχύτητα, μούγκρισα προσπαθώντας να κρατηθώ, έπεσα μένοντας στη θέση μου, χρειάστηκα τότε μια κραυγή αλλά δεν μπόρεσα να την ελευθερώσω, ήταν δύσκολο να την ξεσκαλώσω από τα νεφρά μου κι έτσι στο τέλος τα παράτησα και παραδόθηκα σε λήθαργο.
Είμαι υπάλληλος της Φορολογικής Δικαιοσύνης με αριθμό Α777, αλλά κάποιοι με λένε Άγριο και ισχυρίζονται πώς έχω γυναίκα και σύντομα θα έχω και παιδί. Τη γυναίκα μου τη λένε Κάσσι από το Κασσάνδρα ή το Κασσιόπη αλλά, όσο σημαντικό κι αν έμοιαζε, εγώ δεν μπορούσα να βρω ποιο από τα δυο ονόματα ήταν το σωστό. Το παιδί μου θα ήταν κορίτσι κι εγώ θα ζούσα να τη δω όταν θα γεννιόταν, μπορεί να ζούσα ακόμα περισσότερο αλλά σίγουρα θα έβλεπα την κόρη μου. Όπως και να’χε, κάποια μέρα εκείνη, η κόρη μου θα έβρισκε τον καταγραφέα και τότε θα της μιλούσα, θα μάθαινε τα πάντα ή τουλάχιστον όσα εγώ ήξερα εκείνη θα τα μάθαινε. Θα με μάθαινε. Ο καταγραφέας, έψαξα να τον ελέγξω αν ήταν ανοιχτός αλλά δεν είχα κουράγιο, όλα έγιναν πορτοκαλί αφρός κι ήταν αδύνατο να στηριχτώ.
Ο ήλιος μού έκαιγε τα βλέφαρα –ποιος ηλίθιος είχε σηκώσει τον μουσαμά του φορτηγού;
Κάποια (νόμισα πως ήταν) μεγάλη πέτρα προκάλεσε αναπήδηση, τα σωθικά μου τραντάχτηκαν δείχνοντας ξεκρέμαστα, αστήριχτα μέσα στην κοιλιά μου, στοιβαγμένα όπως-όπως.
Ένα τραγούδι, περισσότερο ένας επαναλαμβανόμενος σκοπός που ζωντάνευε λίγο πριν σβήσει εντελώς και μετά έπεφτε σταδιακά μέχρι που νόμιζες οτι θα σταματήσει αλλά τότε... Θα ΄πρεπε ν΄ακούσεις αυτόν τον σκοπό για να καταλάβεις τι εννοώ.
Ο καταγραφέας ξανάρχισε να δουλεύει κανονικά.
Άνοιξα τα μάτια, έκλεισα τα μάτια –ήλιος, ανθρώπινη αποφορά και σκόνη.
«Φτάσαμε», ανακοίνωσε η φωνή.
Αδιαφόρησα.
Θόρυβος, σουρσίματα, κάποιοι με έσπρωχναν μέχρι που πήραν απόφαση οτι δεν υπήρχε λόγος. Βολεύτηκα καλύτερα στο φορτηγό, ο ήλιος δεν με ενοχλούσε τόσο.
Άνοιξα τα μάτια, σκοτάδι, τα ξανάκλεισα.
Και μετά ήρθε το νυχτερινό κρύο, κανένας δεν μπορεί ν΄αντέξει το νυχτερινό κρύο όταν βρεθεί απροετοίμαστος. Αναγκάστηκα λοιπόν να διπλώσω το σώμα μου, μάταιος κόπος. Ήξερα οτι έπρεπε να σηκωθώ αν δεν ήθελα να περονιάζουν οι βελόνες τα πλευρά μου, έπρεπε να περπατήσω, να ζεσταθώ, να βρω ένα μέρος απάγκιο, ίσως ένα σπίτι με ταβάνι και τοίχους ολόγυρα και (γιατί όχι;) μερικά μεγάλα παράθυρα απ΄όπου θα χάζευα τη νύχτα.
Έφτασα στην άκρη της καρότσας και πήδηξα κάτω –παντού παρκαρισμένα φορτηγά. Περπάτησα λίγο στα χαμένα μέχρι να ξεχωρίσω τα φώτα του κτιρίου και μετά πήγα προς το κτίριο. Η νύχτα είχε σηκώσει έναν αέρα σαν ξυράφι, θυμήθηκα ξαφνικά τις σπηλιές, επιτάχυνα βιαστικά. Έκανε και πολύ κρύο.
Μπήκα στο κτίριο από μια πλαϊνή είσοδο, μάλλον από εκεί έβγαζαν τα σκουπίδια, προχώρησα, στον διάδρομο μια λάμπα τρεμόσβηνε. Μετά σκάλες, σκέφτηκα να τις ανέβω αλλά προτίμησα να μάθω μερικά πράγματα πρώτα. Κι έτσι άρχισα ν΄ανοιγοκλείνω πόρτες στο διάδρομο μέχρι να πετύχω ανθρώπους.
Δυο άντρες κολλημένοι στις σωλήνες θέρμανσης για να αντέξουν κάπως το κρύο. Κάθονταν ανακούρκουδα, επειδή οι σωλήνες πέρναγαν χαμηλά από το δωμάτιο. Και κάτι σκάλιζαν στο πάτωμα.
Με είδαν αμέσως όταν άνοιξα την πόρτα.
«Τι είσαι εσύ πάλι;» απόρησε ο ένας.
«Ήρθα με τα φορτηγά», είπα.
«Τραυματίας;» έκανε ο άλλος άντρας.
«Δε μοιάζει», σχολίασε ο πρώτος.
«Όχι, όχι.... Απλά ήρθα με τα φορτηγά», επανέλαβα.
«Ήρθες και μετά σε ξεχάσανε μέσα», ξεκαρδίστηκε ο πρώτος άντρας.
«Κάπως έτσι», παραδέχτηκα ντροπαλά.
«Ανέβα καλύτερα στον πάνω όροφο, πήγαινε στο γραφείο κίνησης να σε καταγράψουν», με συμβούλευε ο δεύτερος άντρας.
«Να με καταγράψουν;»
«Ρε παιδί μου, να σε περάσουν στο βιβλίο ασθενών. Να πάρεις κάνα κρεβάτι, να βολευτείς γι΄απόψε», είπε ο πρώτος άντρας.
«Τι είναι εδώ;» ρώτησα.
«Νοσοκομείο –δε βλέπεις;»
Από πού να το δω;
«Κι εσείς;»
«Νυχτερινή φύλαξη αλλά δεν υπάρχει λόγος να τρέχουμε συνέχεια εκεί έξω....»
«Έτσι κι αλλιώς η φασαρία τελείωσε. Ποιος έχει όρεξη να κάνει σαμποτάζ σε νοσοκομείο;»
«Δηλαδή....»
Με κοίταξαν απορημένοι.
«Από πού είπες οτι σε φέρανε εσένα;»
Τους πλησίασα, δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Σκέφτηκα οτι αν άνοιγα την πόρτα και έτρεχα θα με κυνηγούσαν, η δουλειά τους ήταν αυτή. Έτσι λοιπόν τους πλησίασα, δεν ήξερα τι άλλο να κάνω.
«Τι σκαλίζετε εκεί κάτω;» έδειξα το πάτωμα.
Σηκώθηκαν ταυτόχρονα και στάθηκαν απέναντί μου. Πασχίζοντας να κρύψουν. Ασυναίσθητα σήκωσα το κεφάλι, ψηλότερα από τους ώμους των φυλάκων, ήθελα να δω, να μάθω. Περιέργεια ή αίσθηση καθήκοντος; Πόσο Φορολογική Δικαιοσύνη παρέμενα ακόμα μέσα μου;
Στο ξύλινο πάτωμα (φτηνή απομίμηση ξύλου από πλαστικό) είδα χαραγμένα κάτι κεφαλαία γράμματα και δίπλα αριθμούς –δυο στήλες.
«Τι είναι αυτά;» ρώτησα.
Οι φύλακες μαζεύτηκαν. Ήξερα (ακόμα θυμόμουν) πώς να χειριστώ τέτοιους υπαλλήλους, χαμηλής βαθμίδας.
«Είσαι...» ξεκίνησε να μουρμουρίζει ο ένας.
«Φορολογική Δικαιοσύνη», ανακοίνωσα.
«Δε σου φαίνεται», είπε ο δεύτερος άντρας.
«Έχουν ακόμα εξουσία τα Φίδια;» ρώτησε ο πρώτος.
«Υπάρχει περίπτωση να μην έχουν εξουσία τα Φίδια;», απόρησε ο δεύτερος.
«Έλα, ας σταματήσουμε τις σαχλαμάρες. Τι γράφετε εκεί;» απαίτησα να μάθω.
«Μια απλή καταγραφή....»
«Παρατήρηση....»
Τους έσπρωξα στην άκρη, ευτυχώς δε χρειάστηκε να βάλω πολλή δύναμη, και έσκυψα πάνω από τα σημάδια στο πάτωμα. Γράμματα –ένα, δύο το πολύ –και δίπλα τους αριθμοί.
«Αρχικά είναι αυτά;» ρώτησα.
«Ε....»
«Αρχικά ανθρώπων που είναι εδώ μέσα;»
«Ασθενών και....»
Τότε πρόσεξα οτι δίπλα σε κάθε γράμμα, από την δεξιά πλευρά, υπήρχε ένα κλάσμα.
«Ποντάρετε», διαπίστωσα.
«Όχι αλλά....»
«Ποντάρετε», επέμεινα. «Αλλά σε τι;»
«Είναι ασθενείς ή άνθρωποι που έχουν φέρει και μένουν στους θαλάμους των ασθενών...»
«Ασθενείς τέλος πάντων...»
«Κάποιοι από αυτούς εκτελούνται, κάθε μέρα κάποιοι εκτελούνται....»
Έκανα πίσω προσέχοντας να μην πατήσω τα γράμματα και τους αριθμούς, μου φάνηκε άπρεπο αυτό.
«Εκτελούνται;» απόρησα.
«Όχι εδώ, παραδίπλα, στην αυλή...»
«Τους βγάζουν με παραπεμπτικό για άλλη μονάδα, ή νοσοκομείο, δεν ξέρω...»
«Τους βλέπουμε να φεύγουν συνοδεία, μετά μπαμ-μπαμ...»
«Μετά σε κουβέρτα και στον κλίβανο....»
«Από κάτω, στο υπόγειο....»
Έφτασα στην πόρτα, την άνοιξα κι έβγαλα έξω το μισό μου σώμα.
«Τι θα γίνει τώρα; Θα μάς δώσεις;»
«Μη μας καρφώσεις, ένα αστείο ήταν...»
Τους κοίταξα. Ήμουν έτοιμος να απαγγείλω κατηγορίες, ξερόβηξα για να ακουστώ πιο επίσημος. Μετά είδα οτι στις ζώνες τους φορούσαν πιστόλια –φυσικό, ήταν φύλακες –σκέφτηκα την κουβέρτα και τον κλίβανο στο υπόγειο...
«Να μην ξαναγίνει –για τελευταία φορά σάς τη χαρίζω», ανακοίνωσα.
Είδα τις φάτσες τους να χαλαρώνουν. Έψαξα να βρω τίποτα αριθμούς καρφιτσωμένους στα ρούχα τους για να μπορώ να τους καταγγείλω όταν θα συναντούσα κάποιον υπεύθυνο αλλά δεν είδα κάτι. Έτσι απομνημόνευσα απλώς τα χαρακτηριστικά των προσώπων τους. Και βγήκα, όχι χωρίς κάποια αγωνία οτι θα μου τη φυτέψουν πισώπλατα.
Τίποτα τέτοιο δεν έγινε, βρέθηκα να βαδίζω τον διάδρομο προς την μπροστινή πλευρά του κτιρίου. Σκεφτόμουν κιόλας –δυο επιλογές. Να δηλώσω την παρουσία μου ή να προσπαθήσω να ξεφύγω από εδώ μέσα;
Έφτασα στο λόμπι του νοσοκομείου, στο βάθος βούιζαν τα ασανσέρ, ένας άνθρωπος μισοκοιμόταν στη ρεσεψιόν. Αριστερά μου οι γυάλινες πόρτες, έκανα να πάω προς τα κει. Σιγά, προσεκτικά, μετρώντας τα βήματα, υπολογίζοντας. Δεν έβλεπα φύλακες στις γυάλινες πόρτες. Έφτασα λοιπόν τόσο κοντά που ακούμπησα το μέτωπό μου στο παγωμένο τζάμι (όχι και τόσο παγωμένο αφού ήταν πλαστική απομίμηση τζαμιού) είδα έξω το σκοτάδι να κόβεται από φώτα αυτοκινήτων. Λίγα φώτα. Έκανα ν΄ανοίξω την πόρτα, είχε ένα κουμπί στη μέση, χωρίς να σκεφτώ το πάτησα και τότε πετάχτηκαν δυο φύλακες από την εξωτερική πλευρά. Χώσανε τα μούτρα τους στο τζάμι σχεδόν κολλητά με τα δικά μου (ευτυχώς που μας χώριζε το τζάμι). Κοιταχτήκαμε. Έδειξαν απορημένοι, μου έκαναν νοήματα, στη συνέχεια φάνηκαν να αγριεύουν. Καταλάβαινα τι εννοούσαν –είχαν ενοχληθεί από το πάτημα του κουμπιού, τι ακριβώς τούς ζητούσα;
Ένωσα τις παλάμες μου ανοιχτές και μετά τις χώρισα απότομα, για να καταλάβουν οτι ήθελα να ανοίξουν, με κοίταξαν για μια στιγμή αμήχανοι και μετά φάνηκαν να αγριεύουν ακόμα περισσότερο. Ο ένας τους μάλιστα μού κούνησε το όπλο του δήθεν απειλητικά. Τους γύρισα την πλάτη –αν ήθελα να φύγω από εδώ μέσα θα έπρεπε πρώτα να δηλώσω την παρουσία μου, ήταν φανερό.
Ο άνθρωπος της ρεσεψιόν είχε ήδη ξυπνήσει.
«Τι στο καλό πήγες να κάνεις στην πόρτα;» με ρώτησε.
«Να βγω έξω», είπα.
«Σκαστός από την ψυχιατρική είσαι;» απόρησε.
«Καμιά σχέση. Για την ακρίβεια θέλω να κάνω εισαγωγή», απάντησα.
«Πού;»
«Στο νοσοκομείο –εδώ».
Ο άνθρωπος έτριψε τα μάτια του προσπαθώντας να ξεχωρίσει το άβολο όνειρο από την εξίσου άβολη πραγματικότητα.
«Στον πρώτο όροφο», μου έδειξε.
«Ευχαριστώ», είπα.
«Κάποιος πρέπει να ξεχέσει αυτούς της ψυχιατρικής....» τον άκουσα να λέει πίσω από την πλάτη μου.
Στον πρώτο όροφο υπήρχε ένας αρχαϊκός σταθμός εργασίας και μια μικροκαμωμένη κοπέλα κρυμμένη μέσα του.
«Μπορώ να σε απασχολήσω;» ζήτησα πλησιάζοντας όσο πιο προσεκτικά μπορούσα την ακτίνα δράσης του σταθμού.
Η κοπέλα πετάχτηκε σαν αθλήτρια των καταδύσεων, πήρε και μια βαθιά ανάσα.
«Συγνώμη, αλλά αυτά τα κουτιά είναι σκέτη πνευμονοκονίαση», δικαιολογήθηκε.
Δεν χρειαζόταν –την καταλάβαινα απόλυτα.
«Φοβάμαι οτι πρέπει να με καταγράψεις», ψιθύρισα.
«Από πού μάς ήρθες εσύ;» ρώτησε ναζιάρικα η κοπέλα.
«Από το πάρκινγκ των φορτηγών...»
«Ααααα, μάλιστα».
«Με ξέχασαν εκεί όταν μετέφεραν τους τραυματίες....»
«Πώς σε ξέχασαν; Τι είσαι; Καμπαρτίνα;»
«Κοιμόμουν...»
«Ααααα....»
«Λοιπόν;»
«Τι πράγμα;»
«Θα με καταγράψεις;»
«Αααα, ναι, εντάξει».
Κοιταχτήκαμε για λίγο, αφού δεν είχαμε κάτι καλύτερο να κάνουμε.
«Θα πάρει πολύ;»
«Ποιο πράγμα;»
«Η καταγραφή μου»
«Μα αν δεν μού πεις το όνομά σου...»
«Α777»
«Τι είναι αυτό;»
«Ο αριθμός μου».
Βούτηξε απότομα στον σταθμό εργασίας. Μετά από λίγο βγήκε το ίδιο απότομα.
«Άγριος...»
«Έτσι με λένε».
«Είσαι ήδη περασμένος στο αρχείο».
«Εντάξει τότε, πού βρίσκεται το δωμάτιό μου;»
«17ος όροφος, 17-77, η οικογένειά σου σε περιμένει....»
«Οικογένεια;»
«Η γυναίκα σου».
«Α, ναι...»
«Καλή διαμονή και καλή ανάρρωση».
«Ευχαριστώ».
Γύρισα την πλάτη.
«Κάτι τελευταίο μόνο...»
Σταμάτησα, κοίταξα τη μικροκαμωμένη κοπέλα που με κρυφοκοίταζε μισοχωμένη στον σταθμό εργασίας.
«Τι πράγμα;» ρώτησα.
«Ο Α777 που είπες...»
«Ναι, αυτός είμαι εγώ».
«Ο Α777 σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια επιχείρησης σύλληψης φορολογικών εγκληματιών».
Κοντοστάθηκα προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω ότι είχα ακούσει.
«Σκοτώθηκε ε;»
«Υπάρχει οπτική καταγραφή», έκανε δύστροπα η κοπέλα.
«Κι αν σκοτώθηκε, πώς βρήκες το όνομά μου;» χαμογέλασα.
«Ανάλυση προφίλ», ξεφύσησε η κοπέλα αγανακτισμένη από την ασχετοσύνη μου. «Σε σκάναρα, πώς αλλιώς;»
«Και τότε γιατί με ρώτησες πώς με λένε;» απόρησα.
«Κουβέντα να γίνεται –είναι πολύ βαρετά εδώ πέρα», παραδέχτηκε κοκκινίζοντας η κοπέλα.
«Αυτή την οπτική καταγραφή....» δοκίμασα την τύχη μου.
«Ε, λοιπόν;»
«Μπορώ να την δω;»
«Να μπεις δηλαδή στον σταθμό μου;»
Χαμήλωσα κάπως το βλέμμα, παραδέχτηκα ενδόμυχα οτι αυτό ήταν τρομερά εκτός κανονισμών.
«Έτσι κι αλλιώς κανένας δεν πρόκειται να το καταλάβει», είπα.
«Τι σου ήρθε όμως και έδωσες τέτοιο όνομα;» παραξενεύτηκε η κοπέλα.
«Επειδή αυτό ακριβώς είναι το όνομά μου».
«Τώρα τι προσπαθείς να πετύχεις με αυτές τις βλακείες; Αφού ο Α777 έχει σκοτωθεί, υπάρχει οπτική καταγραφή σου είπα», δυσανασχέτησε η κοπέλα.
«Με βλέπεις για νεκρό;» τη ρώτησα.
«Εσένα όχι. Τον Α777 όμως....»
Πλησίασα πιο κοντά της.
«Δείξε μου», ζήτησα.
«Μην πλησιάζεις», τσίριξε.
Σήκωσα τα χέρια ψηλά.
«Εντάξει, πες μου ποιος είναι ο προϊστάμενός σου», απαίτησα.
«Δηλαδή...»
«Είναι αυτό όνομα;»
«Όχι αλλά....»
«Θα περιμένω πολλή ώρα για το όνομα του προϊσταμένου σου; Για πες μου το δικό σου όνομα λοιπόν».
Σταμάτησα τη στιγμή ακριβώς που ήταν έτοιμη να βουρκώσει. Δεν είχα καμιά όρεξη να χάσω χρόνο σκουπίζοντας τις μύξες της.
«Καλά, έλα από εδώ να δεις. Αλλά μετά θα φύγεις και δεν θα το πεις σε κανέναν...»
«Κάνε μου χώρο», της ζήτησα.
Έχωσα το κεφάλι στον σταθμό εργασίας, ήταν όντως πολύ παλιός σταθμός, η μυρωδιά των ζεσταμένων κυκλωμάτων μού έφερε αναγούλα. Το αρχείο ταυτοτήτων ήταν ακόμα ανοιχτό, στη μέση του συρταριού περίσσευε ένα κομμάτι από το δισδιάστατο διάγραμμά μου. Το τράβηξα λίγο πιο έξω αλλά το παράτησα όταν είδα πώς το όνομα ήταν «Άγριος».
Η κοπέλα με σκούντηξε επειδή βιαζόταν. Είχε ήδη ανοίξει την οπτική καταγραφή.

Είδα το εσωτερικό του ελικοφόρου κι όλους εμάς να επιστρέφουμε κουβαλώντας ομήρους. Τη γυναίκα και τα παιδιά του Γουίλιαμ Δράκου. Η κάμερα ήταν τοποθετημένη στην οροφή του ελικοφόρου, τα λόγια μας δεν ακούγονταν καλά όμως εγώ ήξερα τι λέγαμε. Ήξερα, θυμόμουν, άκουγα. Ένα όπλο, αυτόματο για την ακρίβεια, άκουσα το κλείστρο να τραβιέται. Αλλά δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από τη γυναίκα. Άσχημη γυναίκα, έσφιγγε τα δυο παιδιά στην αγκαλιά της. Αλήθεια, τι ήταν αυτά τα παιδιά; Αγόρια; Κορίτσια; Ένα κι ένα; Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω με τα στρογγυλά κουρέματα που ήταν της μόδας και με τις φαρδιές φόρμες...
Άκουσα το κλείστρο να τραβιέται οπλίζοντας, ο Β715 στήριξε την πλάτη του στο πίσω μέρος του ελικοφόρου για να μη χάσει τον έλεγχο του αυτόματου. Τράβηξα το πιστόλι και πυροβόλησα, δεν είχα χρόνο να στοχεύσω κι έτσι....
Αστόχησα.
Ο Β715 γύρισε και με κοίταξε απορημένος, η απορία του ήταν τόσο μεγάλη που κυριάρχησε στην κάμερα, με το ζόρι μπόρεσα ν΄ακούσω τον πυροβολισμό και μετά τραντάχτηκα, με είδα να τραντάζομαι μέσα στο κινούμενο ελικοφόρο, τραντάχτηκα αντίθετα με την κίνηση κι έτσι σωριάστηκα με τα μούτρα. Έμεινα ακίνητος.
Ο Β715 έστρεψε ξανά το όπλο του προς την οικογένεια του Γουίλιαμ Δράκου. Η καταγραφή σταμάτησε, η εικόνα χάθηκε.
«Λοιπόν;» έκανε χαιρέκακα η κοπέλα.
«Όμως...» ξεκίνησα να λέω.
«Πείστηκες τώρα οτι ο Α777 πέθανε; Ή θα μου πεις οτι εκείνος που είδες δεν ήταν ο Α777;»
«Όχι –εκείνος ήταν...»
Είχαμε βγει και οι δυο από τον σταθμό εργασίας, την κοίταζα επίμονα. Το κατάλαβε και μαζεύτηκε ντροπαλά.
«Δες με καλύτερα –μήπως προτιμάς να σταθώ κάτω από το φως;» είπα.
«Όχι, σε βλέπω μια χαρά», απάντησε.
«Ε και;» περίμενα.
Με κοίταζε σα χαζή.
«Αυτός ο Α777 είμαι εγώ. Δεν είναι ολοφάνερο;»
Τώρα με κοίταζε με τρόμο.
«Είμαι ο Α777 και απορώ για ποιον λόγο στήθηκε αυτή η παράσταση», είπα.
Η κοπέλα άρχισε να τρέμει.
«Εντάξει», της είπα, «μη φοβάσαι, θα βρω την άκρη».
Αυτό όμως δεν την καθησύχασε κι έτσι έκανα μια προσπάθεια να την πλησιάσω. Κακή ιδέα.
«Μην έρθεις πιο κοντά», ούρλιαξε.
«Μη φοβάσαι. Ξέρω οτι δεν έχεις καμιά ανάμειξη σε αυτή την ιστορία», είπα ήρεμα.
Η κοπέλα κόλλησε στον τοίχο πίσω από τον σταθμό εργασίας της.
«Δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι», ξανάπα.
«Δεν υπάρχει περίπτωση να σταματήσω να φοβάμαι όσο υποστηρίζεις οτι μοιάζεις στον Α777», ψέλλισε η κοπέλα.
«Τι μοιάζω; Είμαι ο Α777 που να πάρει ο διάβολος», βλαστήμησα.
Η κοπέλα άρχισε τώρα να κλαψουρίζει ξέπνοα.
«Τι έπαθες;» νευρίασα.
Ήταν πια φανερό, χανόταν ο έλεγχος. Η κοπέλα μαζεύτηκε στη γωνιά της κι αυτό έμοιασε ιδιαίτερα άβολο εφόσον ο τοίχος ήταν ατέλειωτα ευθύς.
Έτσι λοιπόν ξαναπήγα κοντά της, επωφελήθηκα από τη σύγχυση της για να την αρπάξω από τον καρπό του αριστερού χεριού και να τη σύρω δίπλα μου, με τη φόρα κατάφερα να βάλω το κεφάλι της στον σταθμό εργασίας, δίπλα της μπήκα κι εγώ.
Ήταν όντως άσχημα εκεί μέσα, καμένες συρμάτινες απολήξεις κι απροσδιόριστοι ήχοι αλλά ήταν ένας σταθμός εργασίας. Κανονικός. Με πρόσβαση.
Έσπρωξα την οπτική καταγραφή να αρχίσει πάλι. Είδα το εσωτερικό του ελικοφόρου κι όλους εμάς να επιστρέφουμε κουβαλώντας ομήρους.
«Βλέπεις;» είπα στην κοπέλα δίπλα μου.
Έβλεπε.
Κι εγώ επίσης.
Ο Β715 γύρισε και με κοίταξε απορημένος, η απορία του ήταν τόσο μεγάλη που κυριάρχησε στην κάμερα, με το ζόρι μπόρεσα ν΄ακούσω τον πυροβολισμό και μετά τραντάχτηκα, με είδα να τραντάζομαι μέσα στο κινούμενο ελικοφόρο, τραντάχτηκα αντίθετα με την κίνηση κι έτσι σωριάστηκα με τα μούτρα. Κάτι δεν πήγαινε καλά.
Έσυρα λίγα δευτερόλεπτα πιο πίσω την καταγραφή, με είδα να τραντάζομαι ξανά, αλλά αυτός που τρανταζόταν δεν ήμουν εγώ. Δεν μπορούσε να είμαι εγώ επειδή ο άντρας που τρανταζόταν έδειχνε πολύ μεγαλύτερός μου, γέρος με αραιά άσπρα μαλλιά, σκεβρωμένος από κακουχίες –ίσως να ήμουν εγώ μετά από μια δεκαπενταετία κι ας στεκόμουν εδώ, ας είχα περάσει τόσα πριν δω αυτή την οπτική καταγραφή, ο άνθρωπος που έπεφτε νεκρός από τις σφαίρες του Β715 δεν είχε την παραμικρή σχέση με μένα. Απόρησα για μια στιγμή πώς μάς μπέρδεψα. Απόρησα που δεν το είδα από την αρχή. Μα τι είχα πάθει;
Γύρισα στο πλάι, προσπάθησα να εντοπίσω το συρτάρι απ΄όπου προηγουμένως περίσσευε ένα κομμάτι του δισδιάστατου διαγράμματός μου με την ετικέτα «Άγριος».
Κάπου εδώ θα ήταν.
Σκοτάδι και ένας θόρυβος δαιμονισμένος, τα κυκλώματα πήραν να παγώνουν απότομα στριγκλίζοντας. Τράβηξα το κεφάλι πίσω τρομαγμένος. Πρόλαβα να δω την κοπέλα στο άνοιγμα της πόρτας, ο δαιμονισμένος θόρυβος δεν έλεγε να σταματήσει –ήξερα τι ήταν.
Κάθισα λοιπόν εκεί πέρα περιμένοντας, η κοπέλα είχε ενεργοποιήσει τον συναγερμό, το δωμάτιο είχε σίγουρα κλειδωθεί και ο σταθμός εργασίας βρισκόταν εκτός λειτουργίας.
Ο θόρυβος σταμάτησε όσο απότομα άρχισε.
Χαμογέλασα.
Η πόρτα άνοιξε, δυο φύλακες με άσπρες μπλούζες, νοσοκομειακές. Από κάτω φούσκωναν τα όπλα τους. Άραγε πού είχα παρατήσει το δικό μου αυτόματο;
«Θα σας συνοδεύσουμε στο δωμάτιό σας», είπε ο ένας.
«Σας περιμένουν», είπε ο άλλος.
«Ε, αφού με περιμένουν ας πάμε», μουρμούρισα εύθυμα.
Οι δυο φύλακες βρέθηκαν δεξιά κι αριστερά μου, προσπάθησαν να με πιάσουν από τις μασχάλες, τινάχτηκα απότομα μπροστά.
«Πριν λίγο έμαθα οτι με σκοτώσανε όταν γέρασα γι΄αυτό θα σας συμβούλευα να μη με ξαναγγίξετε», τους είπα.
Μετά δρασκέλισα την πόρτα του δωματίου και τους την κοπάνησα στα μούτρα πριν προλάβουν να βγουν.
Έξω στον διάδρομο κάθισα να τους περιμένω χαμογελώντας.
Για πεθαμένος τα κατάφερνα μια χαρά.

2 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

xylokopos είπε...

καμιά ιστορία με σεξ, αεροσυνοδούς και γρήγορα αυτοκίνητα έχεις? Διότι όλες αυτές οι δυστοπικές αλληγορίες μου θυμίζουν τον καιρό που πήγα να διαβάσω τον πύργο του κάφκα και γύρω στη σελίδα 42 ντράπηκα για λογαριασμό του και πήγα και ήπια ένα σκασμό ρούμι.

The Motorcycle boy είπε...

Τώρα που το λες -είχα κυκλοφορήσει κάτι τέτοιο παλιότερα, μάλιστα μού έχει μείνει κι ένα βιντεάκι από το προμόσιον του βιβλίου (ήμουν λίγο πιο γεμάτος τότε βέβαια, αλλά εσύ είσαι φίλος -δεν θα παρεξηγήσεις):
http://www.youtube.com/watch?v=LLIFuj488J0&feature=player_embedded#!

Υ.Γ.: Εύκολο το΄χεις ρε γιατρέ να γραφτεί ιστορία με γκόμενες, σεξ, γρήγορα αμάξια κ.λ.π.; Ποιος είμαι -ο Ζεράρ Ντε Βιγιέ, ο Λουίς Λ'Αμούρ ή ο ξάδερφος του Τζέισον Στάθαμ; Οτι μπορούμε κάμνουμε οι πτωχοί διανοούμενοι, "ο Πέτρος (Τατσόπουλος), ο Γιόχαν (Βόλφκανγκ Γκαίτε) κι ο Φρανς (Κάφκα)" πού τραγούδαγε παλιά ο μυτόγκας.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι