Δευτέρα, Φεβρουαρίου 07, 2011

18. Κρίσεις

Προηγούμενα:
1. Κανένας δεν αγαπάει τη Φορολογική Δικαιοσύνη
2. Το καινούργιο παντοτινό όνομα του Προέδρου
3. "Η εξαγωγή του λίθου της τρέλας"
4. Ο Οδυσσέας, οι Αργοναύτες και άλλοι ηλίθιοι
5. Η προσευχή είναι ένας νεκρός κροκόδειλος
6. Αφού η Χελώνα έγινε Κέδρος
7. Όλοι βλέπουν τους αόρατους
8. Για τα ψάρια που ταξιδεύουν γύρω από τους καρχαρίες
9. Μετεγχειρητικές επιπλοκές
10. Η αναγκαστική αλήθεια στον βολικό λήθαργο
11. Ένα άλυτο πρόβλημα δεν είναι πρόβλημα
12. Όταν οι σπηλιές δαγκώνουν
13. Ο εκκωφαντικός ήχος της ασφάλτου
14. Από μηχανής συμβιβασμός
15. Η νίκη χρειάζεται επειγόντως θεραπεία
16. Θάλαμος Ανάνηψης
17. Η αμοιβή του ήρωα

Γύρω από το σπίτι απλώνεται ένας κήπος με συνθετικά φυτά. Τα φυτά είναι τακτοποιημένα ακτινωτά, καλύπτοντας τις χρωματικές αποχρώσεις του μπλε, όσο πιο μακριά από το σπίτι τόσο περισσότερο ξεθωριάζει το μπλε. Μάλλον δουλειά διακοσμητή κήπων. Περπατάω τον κήπο, το έδαφος που χωρίζεται από σωλήνες ποτίσματος και σωλήνες φωτισμού, έχει νυχτώσει ή έτσι τουλάχιστον φαίνεται στον θόλο που καλύπτει το σπίτι και τον κήπο. Ο θόλος είναι από διαφανές πλαστικό και έχει τη δυνατότητα ρύθμισης της θερμοκρασίας. Το σπίτι βρίσκεται στη μέση του κήπου και έχει τρεις εισόδους. Μια κεντρική, μια από την κουζίνα και μια από την κρεβατοκάμαρα. Έξω από την κρεβατοκάμαρα υπάρχει μια πισίνα. Ο διακοσμητής έχει φροντίσει ώστε τα πλακάκια της πισίνας να ταιριάζουν με τη χρωματική απόχρωση του μπλε στη συγκεκριμένη περιοχή του κήπου.
Γυροφέρνω το σπίτι ώρα πολλή και δεν αποφασίζω να μπω μέσα.
Η αυλόπορτα του κήπου ανοίγει μόνο από μέσα, για τώρα. Σύντομα όμως θα ανοίγει και με το καινούργιο μου σήμα, αυτό που θα μου δώσουν στην Υπηρεσία. Η Κάσσι έχει το δικό της κινητό με το οποίο ανοίγει τις πόρτες και τα πάντα εδώ μέσα –εγώ όχι ακόμα. Η Κάσσι ξαφνιάστηκε πολύ όταν είδε το σπίτι, εντυπωσιάστηκε κιόλας. Θα δυσκολευτεί να προσαρμοστεί, αλλά θα τα καταφέρει –η τεχνολογική εξέλιξη εύκολα συνηθίζεται. Τώρα η Κάσσι τριγυρίζει μέσα στο σπίτι, μετράει τα δωμάτια, τους χώρους, ανοίγει παράθυρα, σχεδιάζει στο μυαλό της την κοινή μας ζωή. Σε αυτό το σπίτι.
Πρέπει κάποια στιγμή να μπω κι εγώ μέσα.
Ο θόλος που καλύπτει το σπίτι και τον κήπο εκτείνεται σε ολόκληρο το νησί, επειδή το σπίτι αυτό βρίσκεται πάνω σε ένα νησί. Προηγουμένως στο νησί έμεναν τα στελέχη κάποιας εταιρείας και σ΄αυτό το σπίτι το ίδιο. Έμενε η οικογένεια κάποιου μεγαλοστελέχους –όχι, όχι του Γουίλιαμ Δράκου, εκείνοι έμεναν σε άλλο νησί. Ευτυχώς.
Με φωνάζει, κάνω οτι δεν ακούω καθώς κατευθύνομαι προς την αυλόπορτα που ανοίγει μόνο από μέσα.
Περπατάω στο κυλιόμενο πεζοδρόμιο απολαμβάνοντας τον θερμό αέρα που βγαίνει από τους αγωγούς –6 μήνες βγαίνει θερμός αέρας και 6 κρύος, ανάλογα με την εποχή του χρόνου. Από απέναντι πλησιάζει ένας ηλικιωμένος άντρας, για την ακρίβεια έχει αφεθεί στην κίνηση του πεζοδρομίου και βαυκαλίζεται οτι κάνει περίπατο. Φτάνοντας δίπλα μου χαμογελάει και φέρνει το χέρι του στο στήθος, κοιτάζω αλλού αμήχανα.
Η Κάσσι με περιμένει στο σπίτι, στο σπίτι μας, κι εγώ αποφεύγω.
Γυρίζω προς τον ηλικιωμένο άντρα που μόλις με προσπέρασε.
«Ο σταθμός πού είναι;» ρωτάω.
Σταματάει, ή τουλάχιστον έτσι δείχνει. Γυρίζει προς το μέρος μου.
«Δεν γνωρίζω», απαντάει χαμογελώντας όπως και πριν.
Τον καταριέμαι και συνεχίζω τον δρόμο μου. Θα τον βρω τον σταθμό, δεν χρειάζομαι τη βοήθεια κανενός. Ακολουθώ απλώς τους δρόμους που έχουν τον περισσότερο κόσμο και τον δυνατότερο φωτισμό.
Την πήγα πρώτα στο διαμέρισμά μου, να της δείξω τον χώρο. Στο δρόμο, όσο μας μετέφερε το ελικοφόρο από το νοσοκομείο (πήραμε εξιτήριο μαζί κι ας είχε αναρρώσει νωρίτερα από μένα –με περίμενε) της έλεγα για την ΑΔΙ μου και τον Μήτσαμ που είχε το ίδιο όνομα με τον σκύλο μας αλλά ήταν ολόγραμμα ενός παλιού ηθοποιού κι εκείνη βούρκωσε κάποια στιγμή επειδή θυμήθηκε τον σκύλο μας και σταμάτησε να προσέχει αυτά που της έλεγα. Και καλύτερα δηλαδή.
Επειδή, όταν φτάσαμε στο διαμέρισμά μου δεν υπήρχε τίποτα, εντάξει, το διαμέρισμα υπήρχε, ήταν εκεί, στη θέση του. Αλλά κάποιοι είχαν μπει μέσα και διέλυσαν τα πάντα, η ΑΔΙ ήταν πια ένα μάτσο παλιοσίδερα και αντιστάσεις, το κρεβάτι μου διαλυμένο, η κουζίνα.... Κοίταζα αυτό το χάλι και ένιωθα κάπως άβολα, επειδή ήταν το σπίτι μου, αλλά τίποτα περισσότερο. Δεν είχα δεθεί με αυτό το σπίτι, δεν το αισθανόμουν δικό μου, ιδιοκτησία μου –έτσι δεν το λένε; Η ιδιοκτησία, το πρώτο πράγμα που έπρεπε να ξεχάσεις στην εκπαίδευση των δημόσιων υπαλλήλων, «εσείς ανήκετε στην Υπηρεσία, σε εσάς δεν ανήκει τίποτα», οι εκπαιδευτές καθημερινά, την ώρα του φαγητού. Όταν γέμιζες τον δίσκο σου και τον έδινες στον τελευταίο της σειράς εκτελώντας την εντολή του εκπαιδευτή, «μεταφέρατε και επανέλθετε», έπαιρνε ο τελευταίος το δίσκο σου κι εσύ τη θέση του στο τέλος της σειράς. Εκπαιδευτήκαμε, ήταν δύσκολο για όσους είχαν μεγαλώσει σχετικά άνετα, μάθαμε πώς να ξεχάσουμε την ιδιοκτησία. Τίποτα δεν ήταν δικό μας, ακόμα και τα στοιχεία ταυτότητας –όλα καταγεγραμμένα σε χρεωστικό με σκοπό να επιτελέσουμε το έργο μας. Έτσι λοιπόν δε μ΄ένοιαξε η διάλυση του διαμερίσματός μου, περισσότερο σκεφτόμουν που θα μέναμε εγώ κι η Κάσσι.
Ο πιλότος του ελικοφόρου μας περίμενε στην είσοδο του κτιρίου, η μηχανή αναμμένη να καίει άσκοπα καύσιμο.
«Δεν αργήσατε καθόλου», είπε.
«Μας περίμενες;» απόρησα.
«Η εντολή μου είναι να σας πάω μέχρι το σπίτι σας», μου εξήγησε.
«Κι εδώ δεν είναι...» άρχισα να λέω. Αλλά η Κάσσι είχε ήδη ξαναμπεί στο ελικοφόρο, την ακολούθησα λοιπόν.
Αφήσαμε τον πιλότο να μας μεταφέρει στο σπίτι μας. Σ΄αυτό εδώ το νησί των πλουσίων. Αλλά μας προσγείωσε σε μια ξέρα-ελικοδρόμιο, από εκεί μας πήρε πλωτό μέχρι το νησί, δεν είχαμε μπει από τον κανονικό σταθμό.
Βρέθηκα στον κεντρικό δρόμο, αυτόν με τα μαγαζιά που πουλούσαν άχρηστα μικροπράγματα εξυπηρετώντας την ψευδαίσθηση των κατοίκων για ψώνια. Ήξερα, το είχα δει στις βαρετές μεσημεριανές δικτυακές περιηγήσεις, οτι κάτι τέτοιοι κεντρικοί δρόμοι είχαν φτιαχτεί στα πρότυπα κάποιου παλιού λονδρέζικου εμπορικού δρόμου (ή μήπως ήταν νεοϋορκέζικος; πάντα μπέρδευα τις ονομασίες), άρα ο σταθμός ήταν στο τέρμα του δρόμου (ή στην αρχή του –εξαρτάται από την οπτική). Διέσχισα λοιπόν τα φωτισμένα μαγαζιά, απόλαυσα τις μυρωδιές, χαμογέλασα στους περαστικούς (το είχα πλέον πάρει το μάθημά μου). Μια σιδερένια ταμπέλα με μπλε γράμματα, «Κεντρικός Σταθμός», ακριβώς κάτω από ένα φως-φανάρι. Πέτρινο το κτήριο, φυσικά πλαστική πέτρα. Δρασκέλισα την είσοδο, έψαξα για κάποια κάρτα που θα χρέωνα το εισιτήριο αλλά οι τσέπες μου ήταν άδειες, πέρασα λοιπόν τη μπάρα ελέγχου βγήκα στην προβλήτα και στρογγυλοκάθισα σε κάποιον πάγκο περιμένοντας. Περιμένοντας να έρθει κάποιο όχημα, μάλλον υδροπλάνο, για να με πάει στην πόλη. Ήμουν μόνος στον πάγκο μα αυτό δεν μου έκανε εντύπωση. Ένας άνθρωπος φάνηκε από την αριστερή πλευρά της αποβάθρας, κατέβαινε αργά τη σκάλα, κοίταξα λίγο προς το σκοτεινό νερό μετά ξανακοίταξα για τον άνθρωπο όμως είχε χαθεί. Γύρισα το κεφάλι στην άλλη πλευρά της αποβάθρας και μετά κοίταξα πίσω, στην αίθουσα που βρισκόμουν προηγουμένως. Υπήρχε κόσμος, αρκετοί, αλλά δεν έβγαιναν στην αποβάθρα. Αυτό μου έκανε εντύπωση. Μετά σηκώθηκα κι άρχισα να περπατάω στην άκρη της αποβάθρας, άκουγα το νερό που κοπάναγε το τσιμέντο μυρίζοντας μούχλα. Προχώρησα λίγο, έκανα μια απότομη στροφή 180 μοιρών και κοίταξα τις σκάλες αριστερά –ένας άντρας με μαύρη καμπαρτίνα καθόταν με σταυρωμένα τα χέρια στην κορυφή. Δεν χρειαζόταν να κοιτάξω την άλλη σκάλα ή μέσα στο κτίριο για να βεβαιωθώ οτι συνέβαινε το ίδιο. Σήκωσα τους ώμους και πήγα να ξανακαθίσω στον πάγκο, αλλά τώρα υπήρχε κάποιος εκεί. Μαύρα γυαλιά-δέκτες, κεφαλόφωνο, Ειδικός Συνεργάτης σίγουρα. Πλησίασα και στάθηκα μπροστά του.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησα.
Ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα.
«Γιατί έχουν αποκλείσει την αποβάθρα;» επέμεινα δείχνοντας προς τις σκάλες.
«Για την ασφάλειά σας. Εφόσον επιμένετε να κινείστε από δημόσιους σταθμούς...» είπε σταθερά κόβοντας τη φράση του με χειρουργικό νυστέρι.
«Είσαι, ας πούμε, ο επικεφαλής της ασφάλειάς μου», διαπίστωσα.
«Χωρίς ας πούμε», ξεκαθάρισε.
«Από πού παίρνεις εντολές;»
«Από εσάς».
«Και μόνο;»
«Άλλη ερώτηση;»
«Πες τους ν΄αφήσουν τον κόσμο να κυκλοφορεί ελεύθερα».
«Δεν γίνεται αυτό, έχω διαφορετικές εντολές».
«Από πού παίρνεις εντολές;»
«Από εσάς».
«Να πας στο διάβολο τότε».
Δεν άλλαξε τη στάση του ούτε στο παραμικρό, δείχνοντάς μου πόσο μετράνε οι εντολές μου. Κάθισα λοιπόν κι εγώ δίπλα του να περιμένω το υδροπλάνο.
«Ελήφθη», είπε ξαφνικά και μετά σηκώθηκε όρθιος.
«Ήρθαν να μας πάρουν», ανακοίνωσε.
Μάλλον σε μένα.
Ένα μικρό υδροπλάνο γλίστρησε ήσυχα στα μαύρα νερά της αποβάθρας, ο πιλότος τσακίστηκε να μας ανοίξει την πόρτα. Ο άντρας με προσπέρασε και χώθηκε πρώτος μέσα, λες κι ο χώρος χρειαζόταν να ελεγχθεί πριν μπω εγώ. Οι άλλοι από τις σκάλες έτρεξαν πίσω μας.
Μπήκα και κάθισα.
Μπήκαν όλοι, ο πιλότος ρώτησε αν ήταν εντάξει για να ξεκινήσει κι όταν του απάντησαν θετικά σηκωθήκαμε στον αέρα.
«Θέλετε να μπείτε στο δίκτυο μήπως;» ο άντρας με τα γυαλιά –δέκτες και το κεφαλόφωνο μού δείχνει τον σταθμό αναψυχής που υπάρχει δίπλα στο κάθισμά μου.
Κουνάω το κεφάλι αρνητικά, χωρίς χάπια η περιήγηση στο δίκτυο είναι σκέτη σαχλαμάρα. Οπότε ο άντρας επιλέγει τη λειτουργία οθόνης κι ο σταθμός αρχίζει να προβάλλει διαφημιστικές ειδήσεις.
«Ακόμα να σταματήσουν αυτά;» μονολογώ.
«Τι εννοείτε;» με ρωτάει.
Τίποτα. Δεν εννοώ τίποτα.
Άλλωστε, απ΄ότι βλέπω, δεν είναι οι συνηθισμένες διαφημιστικές ειδήσεις. Με την έννοια οτι δεν υπάρχει στο τέλος αναγραφή τρόπου προμήθειας του προϊόντος ή της υπηρεσίας. Μοιάζει σα να πρόκειται να έρθουν όλα στον δικό σου χώρο δίχως να χρειάζεται κάποια δική σου ενέργεια. Όσο χαζεύω τις εικόνες σκέφτομαι την Άννα –έτσι, δίχως συγκεκριμένο λόγο. Τι να κάνει άραγε; Πώς να τα καταφέρνει;
Η πόλη δεν έχει αλλάξει καθόλου σε πρώτη ματιά, όμως αν κοιτάξεις καλύτερα....
Ερείπια, πολλά ερείπια.
Φωτισμένα.
Και ραγισμένα συγκροτήματα διαμερισμάτων και δρόμοι σκοτεινοί ενδιάμεσα. Η πόλη έχει αλλάξει ή, αν θες, εγώ βλέπω από διαφορετική θέση την πόλη, άρα η πόλη παραμένει ίδια κι εγώ έχω αλλάξει. Το σκέφτομαι λίγο αυτό –είτε η πόλη πληγώθηκε από την εξέγερση, είτε εγώ διαφοροποίησα την οπτική μου γωνία, πράγμα που κάνει ακριβώς το ίδιο.
Και τότε περνάμε από εκεί που αδειάζουν οι τεράστιοι αγωγοί τα σκουπίδια τους, ανατριχιάζω κοιτάζοντας το απύθμενο σκοτάδι. Ίσως ιδρώνω και λίγο, στο μέτωπο.
Ο Ειδικός Συνεργάτης με πλησιάζει.
«Σας συμβαίνει κάτι;»
Του δείχνω με το δάχτυλο έξω από το παράθυρο.
«Ξέρεις τι είναι εκεί;» ρωτάω.
«Δεν έχω την παραμικρή ιδέα –κάποια φτωχή περιοχή», λέει.
«Οι σπηλιές», μουρμουρίζω.
«Ποιες σπηλιές;» ρωτάει.
Απλώνω τα πόδια μου στον διάδρομο, κλείνω τα μάτια.
«Ειδοποίησέ με όταν φτάσουμε», του ζητάω.
Θόρυβοι από τη μεριά της οθόνης, διαπιστώνω πως, όταν δεν βλέπεις, δεν καταλαβαίνεις τι ακούγεται, θόρυβοι, μάλλον φωνές.
«Φτάσαμε».
Ανοίγω τα μάτια, είμαστε στην ταράτσα του κτιρίου της Φορολογικής Δικαιοσύνης. Η κοντινή μου πόρτα ανοίγει και μπαίνει ανελέητος ο αέρας. Τουρτουρίζω, σηκώνομαι βιαστικά.
«Από δω», μου φωνάζουν.
Μπαίνουμε τελικά στο ασανσέρ, το κατευθύνει ο Ειδικός Συνεργάτης. Φτάνουμε στον όροφο των Γενικών Διευθυντών, οι υπόλοιποι μένουν στο ασανσέρ, καταλαβαίνω οτι μόνο εγώ πρέπει να βγω.
Βρίσκομαι λοιπόν μόνος σ΄ένα διάδρομο με μαλακό πάτωμα, απομίμηση ξύλου στους τοίχους και χαμηλό φωτισμό. Κανένας δεν τρέχει σ΄αυτόν τον διάδρομο, κανένας δεν φοβάται όπως εμείς παλιότερα στον όροφο των τριψήφιων. Εδώ όλα είναι μοναδικά, σαν τα ψηφία.
Μετράω τα βήματά μου περπατώντας. Δεν υπάρχει κανένας άλλος εδώ, όμως ξαφνικά ανοίγει μια βαριά πόρτα (όσο ξαφνικά μπορεί ν΄ανοίξει μια βαριά πόρτα που κυλάει ράθυμα στο μαλακό πάτωμα) και βγαίνει ένας αρωματισμένος μεσήλικας.
«Καλώς τον», πανηγυρίζει κοιτάζοντάς με.
«Καλώς σας βρήκα», λέω.
«Πέρνα μέσα για ένα ποτό πριν πας στο γραφείο σου», μου προτείνει.
«Ευχαριστώ, μια άλλη φορά», κοιτάζω τριγύρω. «Το γραφείο μου πού είναι;»
«Πρώτη μέρα ε;»
«Πρώτη μέρα -νύχτα».
Του χρειάζεται λίγη ώρα μέχρι να καταλάβει και να ξεκαρδιστεί.
«Όλο ευθεία, η τρίτη πόρτα αριστερά».
Εκεί πηγαίνω. Τα ρούχα πέφτουν ξένα πάνω μου, νιώθω άβολα επειδή δεν πρέπει να είμαι εδώ, δεν έχω φτιαχτεί για εδώ.
Έξω από την πόρτα υπάρχει αερογραφημένη η επιγραφή «Υπηρετώντας Ανυψώνεσαι» και μπροστά από αυτή, τρισδιάστατη η ταυτότητα «Α7». Μέσα από την πόρτα υπάρχει μια άλλη πόρτα, αφού περάσω ένα μικρό χωλ με τριθέσιο καναπέ. Ανοίγω την επόμενη πόρτα και βλέπω οτι το γραφείο μου είναι τεράστιο –έχει κι ένα τραπέζι συσκέψεων και πόρτες στον απέναντι τοίχο, δεν ξέρω που οδηγούν. Έχει κι έναν άνθρωπο καθισμένο στην πολυθρόνα με τα πόδια πάνω στο γραφείο, ο άνθρωπος καπνίζει κάτι που μοιάζει με Καουλούνγκ αλλά μυρίζει πιο ευχάριστα.
«Σε περίμενα», μου λέει.
«Δεν χρειαζόταν», του απαντάω.
«Κι όμως....»
Κοιταζόμαστε αμίλητοι. Υπάρχουν διάφορα πράγματα που θα μου χάλαγαν τη διάθεση, ένα από αυτά (ένα από τα σημαντικότερα για την ακρίβεια) είναι να βρω τον Α77 στο γραφείο που προοριζόταν για μένα.
«Κάθεσαι στο γραφείο μου», του είπα.
«Αυτό δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο», απάντησε.
Τι εννοούσε;
«Και πότε θα ξεκαθαρίσει;» ρώτησα.
«Περιμένουμε τον Γιάν», μου είπε.
«Με ποια αρμοδιότητα;» ενδιαφέρθηκα να μάθω.
Τότε εκείνος γέλασε ειρωνικά και με εκνεύρισε.
Άρχισα λοιπόν να κόβω βόλτες μέσα στο γραφείο, είδα οτι υπήρχε ειδικός χώρος για τον σταθμό εργασίας, μια τεράστια πολυθρόνα στην οποία βυθιζόσουν όταν ήθελες να μπεις και οθόνες κρεμασμένες στους τοίχους που έπαιζαν διαφημιστικές ειδήσεις μέχρι (υπέθετα) να τις προγραμματίσει κάποιος σύμφωνα με το γούστο του. Ξανασκέφτηκα την Άννα, έτσι άνευ λόγου.
Έψαξα καρέκλα να καθίσω αλλά δεν ήθελα σε καμιά περίπτωση να του αφήσω το γραφείο, σκεφτόμουν οτι έτσι θα του παραχωρούσα τη θέση ισχύος, κάτι τέτοιο θα απέβαινε εναντίον μου ίσως. Σκεφτόμουν κάτι ακόμα –αναρωτιόμουν πες καλύτερα –γιατί ήθελα να πάρω εγώ αυτή τη θέση; Γιατί ήθελα να γίνω ο Α7; Ήξερα οτι η εκπαίδευσή μου δεν ήταν επαρκής για τη συγκεκριμένη θέση, ήξερα επίσης οτι δεν θα μπορούσα να τα καταφέρω, όχι δηλαδή οτι ο προηγούμενος Α7 τα κατάφερνε ικανοποιητικά, όμως αυτό δεν ήταν δικό μου θέμα. Εγώ είχα μάθει (με είχαν μάθει) να λειτουργώ εντός του πλαισίου των δυνατοτήτων μου. Γιατί λοιπόν δεν άφηνα τον Α77 να πάρει τη θέση, γιατί (ακόμα περισσότερο) δεν τον πρότεινα εγώ; Θα ήταν επαρκής; Ικανός; Αποτελεσματικός; Βεβαίως όχι. Αλλά δεν θα ήμουν πλέον εγώ ο ανεπαρκής.
«Θέλεις;» μου έτεινε το πακέτο με τα τσιγάρα.
«Όχι», είπα.
Κι όσο τον κοίταζα το κατάλαβα –ήθελα να καθίσω εγώ σε αυτή τη θέση, να είμαι εγώ αυτός που έχει τη δύναμη. Να επιστρέψω μετά στο σπίτι, να βρω την Κάσσι που με περιμένει και να της πω τα ευχάριστα νέα. Χρειαζόμασταν ευχάριστα νέα, επειγόντως ευχάριστα νέα, όσο περισσότερα.
Στήθηκα λοιπόν πάνω από το κεφάλι του.
«Σήκω από το γραφείο μου», είπα.
Συνέχισε να καπνίζει δείχνοντας αδιαφορία οπότε κλώτσησα τα πόδια της πολυθρόνας, ήταν πολύ εύκολο να τον πετάξω στο πάτωμα έτσι όπως καθόταν με τις αρβύλες στο γραφείο κι αυτό ακριβώς έκανα. Έσκασε με την πλάτη στο μαλακό χαλί, δεν τον άφησα να πάρει ανάσα, τον άρπαξα από τους γιακάδες και τον έσυρα μέχρι την πόρτα. Εκεί θυμήθηκα οτι μεσολαβούσε ένα χωλ μέχρι τον διάδρομο οπότε τον άφησα να προσπαθήσει να σταθεί στα πόδια του κι όταν βρέθηκε γονατισμένος τον κλώτσησα στα νεφρά.
Σωριάστηκε και με κοίταξε ανίκανος να βογκήξει.
«Σήκω φύγε από δω μέσα», του φώναξα.
Αλλά δεν έφυγε, αντιθέτως στηρίχτηκε στους αγκώνες του και με κοίταξε χαμογελαστός και τότε κατάλαβα οτι δεν κοίταζε εμένα, κοίταζε πίσω από την πλάτη μου, γύρισα και είδα τον Γιάν που έμπαινε από μια πόρτα του απέναντι τοίχου. Στριφογύρισα το τακούνι της αρβύλας μου και χτύπησα τον Α77 για να μην του μπαίνουν ιδέες.
«Τι γίνεται εδώ μέσα;» ρώτησα τον Γιάν.
«Κρίσεις Γενικών Διευθυντών», μου εξήγησε.
«Νόμιζα οτι αυτά είχαν ήδη γίνει», είπα.
«Όχι, γιατί νόμισες κάτι τέτοιο;» απόρησε αλλά μετά θυμήθηκε. «Εννοείς την τελετή στο νοσοκομείο; Καθαρά για λόγους δημοσιότητας, στον κόσμο αρέσουν οι ήρωες που ανταμείβονται».
«Δηλαδή έπαιξα το ρόλο του αξιοθέατου...» είπα.
«Συνήθως αυτές οι παραστάσεις καταλήγουν στο εκτελεστικό απόσπασμα, αλλά εσύ μας είσαι ακόμα χρήσιμος. Γι΄αυτό η εικονική εκτέλεση....» μου εξήγησε ο Γιάν.
«Μια μέρα θα μου το πληρώσεις», του είπα.
«Αν ζήσεις μέχρι εκείνη τη μέρα –ευχαρίστως», χαμογέλασε.
«Και τώρα;»
«Κρίσεις Γενικών Διευθυντών».
Ο Α77 είχε πλησιάσει δίπλα μου, στράφηκα απότομα αλλά δεν ήταν ο άνθρωπος που θα χτυπούσε τον αντίπαλό του. Τόσο φανερά τουλάχιστον.
Ο Γιάν πήγε και κάθισε στο τραπέζι συσκέψεων, μετά άνοιξε τα χέρια για να μας δείξει οτι έπρεπε να καθίσουμε απέναντί του. Το κάναμε φροντίζοντας να παρεμβάλουμε 2 καρέκλες ανάμεσά μας –ο Α77 το φρόντισε αυτό.
«Πείστε με», είπε ο Γιάν.
Τον κοιτάξαμε.
«Γιατί θα πρέπει να γίνει κάποιος από εσάς Α7;» μας ξαναρώτησε.
«Είμαι αρχαιότερος. Έχω διοικητική εμπειρία σε οργανωτικό επίπεδο και όχι σε απλό επιχειρησιακό. Αν όλα αυτά λένε ακόμα κάτι μπορείς να δεις τις αξιολογήσεις μου από την προηγούμενη Διοίκηση της Υπηρεσίας», είπε ο Α77. Μας κοίταξε αμέσως μετά για να μετρήσει την απήχηση των λόγων του. «Μπορεί να μην συμμετείχα στις οδομαχίες της εξέγερσης αλλά ξέρεις καλά οτι ήμουν μαζί σας. Κάθε άνθρωπος στο πόστο του, αυτό πιστεύω. Κάθε άνθρωπος εκεί που αποδίδει, ο καθένας σύμφωνα με τις δυνατότητές του. Καμιά θέση δεν είναι υποδεέστερη, απλώς η δική μου θέση είναι εδώ. Επιχειρησιακά δεν θα καταφέρω όσα θα καταφέρω οργανωτικά», σταμάτησε πάλι για να μετρήσει την βαρύτητα των λόγων του.
Τον λυπήθηκα.
Λυπήθηκα για τους σιχαμένους τρόπους προώθησης που χρησιμοποιούσε και λυπήθηκα που η εκπαίδευση δεν του είχε μάθει τίποτα. Ή που είχε ξεχάσει μέχρι και τα στοιχειώδη –το ίδιο έκανε. Κοίταξα τον Γιάν.
«Δώστο μου», ζήτησα.
«Είσαι σίγουρος;» ρώτησε.
Έτεινα το αριστερό μου χέρι προς το μέρος του. Κούνησε τους ώμους, έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του ένα πιστόλι και το άφησε στη χούφτα μου. Έσφιξα την παγωμένη λαβή, όσο το γύριζα προς το μέρος του Α77 φρόντισα να τραβήξω πίσω την ασφάλεια, σταμάτησα την κίνηση όταν η κάνη ευθυγραμμίστηκε με το μέτωπό του.
«Μα... τι είναι αυτά;» φώναξε.
Κανένας μας δεν του απάντησε.
«Θα το αφήσεις να γίνει;» εκλιπάρησε τον Γιάν.
«Μπορώ να το αποτρέψω;» αναρωτήθηκε εκείνος.
Έστρεψα την κάνη προς τη μεριά του Γιάν που σήκωσε τα χέρια ψηλά δείχνοντας οτι δεν έχει καμιά πρόθεση να αναμειχθεί. Μετά έστρεψα την κάνη πάλι προς τον Α77, ο αγκώνας μου ακουμπούσε στο τραπέζι αλλά, καλού –κακού, τον στήριξα με το δεξί μου χέρι....
«Εντάξει, δική σου η θέση, παραιτούμαι της διεκδίκησης....» τσίριξε ο Α77.
Έμεινα ακίνητος, το δεξί μου χέρι ακόμα στήριζε το αριστερό.
«Αν παραιτείται....» είπε ο Γιάν.
«Μου είναι αδιάφορο», αποφάσισα και πάτησα τη σκανδάλη.
Ακούστηκε ένας ξερός κρότος, ο Α77 πετάχτηκε πίσω κι έπεσε από την καρέκλα ουρλιάζοντας. Ήμουν σίγουρος πριν τον δω να ξανασηκώνεται, απλά έσκυψα για να βεβαιωθώ –είχε κατουρηθεί πάνω του.
«Γιατί τα άσφαιρα;» ρώτησα τον Γιάν χωρίς να τον κοιτάζω.
«Αν δεν είχε τίποτα μέσα θα το καταλάβαινες από το βάρος», μου είπε.
Σωστά.
Ο Α77 ξανακάθισε στη θέση του κι έβαλε τα κλάματα. Δεν άντεχα να τον βλέπω.
«Είχα δίκιο λοιπόν», μονολόγησε ο Γιάν.
«Σχετικά με τι;» ρώτησα.
«Τον είχα προτείνει για Α2...»
«Αυτόν;»
«Ελεγκτικό –γιατί όχι;»
Γέλασα και μετά γέλασα πιο δυνατά, ο Α77 (νυν Α2) σήκωσε το κεφάλι και μας κοίταξε.
«Αν αυτό είναι αστείο...» ψέλλισε, αλλά δεν κατάλαβα αν αναφερόταν στο περιστατικό με τον πυροβολισμό ή στην τοποθέτησή του σε θέση Α2.
«Πραγματικά αστείο, όπως το λες», του απάντησα. «Πήγαινε τώρα ν΄αλλάξεις παντελόνι».
Με κοίταξε, ξεκίνησε να διαμαρτυρηθεί αλλά κατάλαβε πως δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά.
«Είσαι με τα καλά σου; Ή να ρωτήσω, είσαστε με τα καλά σας;» φώναξα στον Γιάν όταν ο Α77 έφυγε από το γραφείο.
«Δυο πράγματα εξασφαλίζουν τυφλή υπακοή –ο φόβος και ο φθόνος. Αρκεί να τα ελέγχεις», μου απάντησε.
«Αυτά, αυτά είναι αηδίες....» μουρμούρισα. «Αν θέλαμε τέτοιες τεχνικές γιατί δεν μέναμε στην προηγούμενη κατάσταση; Γιατί να γίνει η εξέγερση, γιατί να σκοτωθεί κόσμος;»
Ο Γιάν μου χαμογέλασε ξαπλώνοντας πίσω στην καρέκλα του.
Χαμογέλασα κι εγώ με τη σειρά μου –ήταν πραγματικά ηλίθια η ερώτησή μου.
Κοίταξα τριγύρω στο δωμάτιο και σκέφτηκα την Άννα.
«Η Άννα είναι ενήμερη....» ξεκίνησα να λέω.
«Μα φυσικά», απάντησε ο Γιάν.
«Και η δική σου θέση....»
«Ω μα δεν θα με έχετε για πολύ ακόμα να μπλέκομαι στα πόδια σας. Σύντομα θα πρέπει να αποχωρήσω, η εταιρεία με χρειάζεται σε άλλες περιοχές».
«Είσαι...»
«Αντιπρόσωπος», σήκωσε τους ώμους ο Γιάν λες και ήταν το προφανέστερο πράγμα στον κόσμο.
«Νόμιζα οτι δεν υπήρχαν Αντιπρόσωποι, νόμιζα οτι οι σχετικές φήμες ήταν ψεύτικες....» είπα.
«Καμιά φήμη δεν είναι ψεύτικη όπως και καμιά είδηση δεν είναι αληθινή», γέλασε ο Γιάν.
Είχε και πάλι δίκιο. Οι Εταιρικοί Αντιπρόσωποι ήταν ανεξάρτητοι εταιρικοί πράκτορες, φρόντιζαν για την επέκταση των εταιρειών σε νέες αγορές. Πληρώνονταν με το κομμάτι.
«Πόσοι από σας ήρθαν εδώ;» ρώτησα.
«Όχι πολλοί, είσαστε μικρή αγορά», απάντησε.
«Και η Άννα;»
«Εφαρμόστρια».
Βέβαια...
«Μια Εφαρμόστρια αντικατέστησε έναν πολιτικό στην προεδρία –δεν είμαι σίγουρος αν αυτό επιτρέπεται», σκέφτηκα φωναχτά.
«Και ποιος θα το μάθει;» απόρησε ο Γιάν.
«Το ξέρω εγώ ήδη», είπα.
«Εσύ είσαι Α7. Από πότε οι Γενικοί Διευθυντές...»
Εκείνη την ώρα ξαναμπήκε ο Α77. Είχε αλλάξει ρούχα, μάλλον είχε κάνει κι ένα γρήγορο μπάνιο.
«Καλωσορίζουμε τον καινούργιο Α2», είπε ο Γιάν.
«Λίγο πιο πίσω στον διάδρομο βρίσκεται ένα γραφείο...» ξεκίνησε να λέει ο Α2. «Ένας μεσόκοπος πετάγεται συνέχεια στον διάδρομο και καλωσορίζει».
«Είναι ο νέος Α6», είπε ο Γιάν.
«Είναι ενοχλητικός», είπε ο Α2.
Ο Γιάν σήκωσε τους ώμους.
«Να χρησιμοποιήσω την ενδοσυνεννόησή σου;» μου ζήτησε ο Α2.
«Για ποιο λόγο;» απόρησα.
«Θέλω να δώσω μια εντολή σύλληψης», είπε εκείνος.
Ο Γιάν ξεκαρδίστηκε.
«Είναι αστείο έτσι;» τον ρώτησα.
Συνέχισε να γελάει.
«Φύγε από το γραφείο μου», είπα στον Α2.
«Είμαι Α2», μου θύμισε.
«Γι΄αυτό φρόντισε την επόμενη φορά να έρθεις με τους βοηθούς σου αν θέλεις να ξαναβγείς ζωντανός από εδώ μέσα. Δεν θα είναι πάντα άσφαιρα....»
Τον πλησίαζα καθώς τα έλεγα κι εκείνος πισωπατούσε. Μέχρι που βγήκε έξω μασουλώντας τον εξευτελισμό του.
«Θα σε εκδικηθεί», είπε ο Γιάν.
«Έπρεπε να το προβλέψετε», του θύμισα.
«Πιστεύεις οτι δεν το είχαμε προβλέψει;» απόρησε.
«Τότε λοιπόν καλά θα κάνει», συμπέρανα.
«Κι εσύ;»
«Είμαι υπάλληλος της Φορολογικής Δικαιοσύνης. Έχω μάθει να ανήκω. Έχω εκπαιδευτεί....»
Κούνησε το κεφάλι νευρικά, τα ήξερε όλα αυτά.
«Θα ενεργήσω σύμφωνα με τους νόμους», του εξήγησα.
«Ποιους νόμους;» ρώτησε.
«Οι νόμοι είναι μοναδικοί, πάντα ήταν», είπα.
Γέλασε.
«Δεν το ήξερες αυτό;» τον ρώτησα.
Αλλά δεν πήρα καμιά απάντηση επειδή ο Γιάν είχε ήδη εξαφανιστεί πίσω από κάποια πόρτα.
Καλύτερα.
Έπρεπε να προετοιμαστώ, δεν είχα πολύ χρόνο.

10 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Ανώνυμος είπε...

Μη βλέπεις που δε μιλάω τόσο καιρό, περιμένω το τέλος να εκφέρω ολοκληρωτική άποψη μεγάλου βάθους, βαρυνουσης σημασίας κτλ κτλ, αλλά μην το βιάζεσαι, ωραία είναι η ανάγνωση σε δόσεις αναγκαστικές :-)

The Motorcycle boy είπε...

Μην το βιάζομαι να το γράφω ή μην το βιάζομαι να το τελειώσω; Χαχαχαχα

Η ανάγνωση σε δόσεις είναι αυτό που πληρώνετε για να καταφέρω να τελειώσω την κάθε ιστορία, αλλιώς θα την παράταγα στη μέση.

Kit Kat είπε...

Άντε επιτέλους ο Άγριος γύρισε στον παλιο καλό μουνοπανίξ εαυτό του! Και είχα αρχίσει να ανησυχώ... πολύ καλοσύνη βρε παιδί μου. χαχαχαχα

Μου θύμησε και λίγο Τζων Λόκ αυτό για τους νόμους. Ξέρω ξέρω ότι θυμάμαι χαίρομαι :P

The Motorcycle boy είπε...

Με ανησυχεί που θεωρείς μουνοπανίξ τη δημοσιοϋπαλλική συμπεριφορά του ήρωα, χαχαχαχα.

Τζον Λοκ ε; Δηλαδή να περιμένουμε την εμφάνιση του μυθικού τέρατος Λεβιάθαν εντός ολίγου; Πολύ καλή ιδέα.

Kit Kat είπε...

Χαχαχαχαχα! Ελα μωρέεεε αφου τον συμπαθώ κατα βαθος και το ξέρεις.

Γουάι νοτ! Δεν κακο! Δεν είναι καθόλου κακό να κάνει ενα γκέστ και ο Λεβιάθαν -αν και δεν είναι του Λoκ :P

The Motorcycle boy είπε...

Κατά βάθος, κατά πολύ βάθος -ρε δίκιο έχουν και σας πήζουν οι δημόσιοι υπάλληλοι! Χαχαχαχαχα

Ε, ο Λοκ δεν ταιριάζει σε επιστημονική φαντασία, ενώ ο τέρας Λεβιάθαν με τα πολλά κεφάλια...

Kit Kat είπε...

Να δω τον τέρας σε επόμενο κεφάλαιο και τι στον κόσμο. Θα υποκλιθώ, στο υπόσχομαι χαχαχα.

Εδώ να σημειωθεί πως δεν με έχει πήξει ποτέ! δημόσιος υπάλληλος. Μια φορά σ'ενα ΚΕΠ αλλα τι να σου κάνει και ο υπάλληλος αμα τον πρήζεις πρώτος εσυ?

The Motorcycle boy είπε...

Το τέρας, καλό μου παιδί, το έχεις ήδη δει στην ιστορία, ο Λεβιάθαν είναι καλός δράκος ή κάτι τέτοιο.

Και οι υπάλληλοι του ΚΕΠ δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι -δεν έβαλα τυχαία εφοριακό για ήρωα...

Kit Kat είπε...

Μα, θεία Λένα το ξέρω πως το έχω δεί το τέρας...δει τρόπος του λέγειν -έτσι;
Όπως και να έχει, αν εμφανιστεί ο Λεβιάθαν, η υπόκλιση ισχύει.

Εντάξει λοιπόν θα επαναδιατυπώσω: Δεν με έχει πήξει ποτέ εφοριακός...ακόμα! χαχαχαχαχα

Τα bonjourια μου.

The Motorcycle boy είπε...

Όπως υπάρχει το you've been lawyerer", του Marshal στο How I met your mother σε λίγο θα υπάρξει το "you've been taxated" αυτή είναι η φιλοδοξία μου.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι