Περίληψη προηγουμένων:
1. Όπου ο ήρωας κατεβαίνει από το αεροπλάνο επιστρέφοντας στην κωλοπόλη του μετά από 20 χρόνια. Τον περιμένει μια παλιά φίλη, η Ρέα και μπόλικος, άσχετος με το θέμα, εκνευρισμός.
2. Δίνονται κάποιες αναγκαίες εξηγήσεις σχετικά με τον Πέτρο, που σαπίζει σε ψυχιατρείο και ο ήρωας ξανασυναντάει την κτηνώδη κίτρινη -μπλε Τενερέ 600.
3. Η Τενερέ πηγαίνει στο συνεργείο και ο ήρωας ανακαλύπτει οτι τον ανακάλυψαν.
4. Μια επίσκεψη στο μπαρ ενός παλιού φίλου, Σπήλιος το όνομα, καταλήγει σε κλωτσοπατινάδα, όπου ο ήρωας τις αρπάζει δεόντως. Σκοπός της επίσκεψης είναι η αναζήτηση πιστολιού.
5. Μετά από άγονη περιπλάνηση (που λένε και οι μορφωμένοι) ο ήρωας βρίσκεται σε δανεικό αυτοκίνητο να παρακολουθεί το σπίτι των γονιών του Πέτρου. Εκεί ακριβώς εμφανίζεται η Έλλη.
6. Μια όμορφη σχέση, διανθισμένη από μπουγέλα και τσαντιές, αναπτύσσεται μεταξύ του ήρωα και της αδερφής του Πέτρου -της Έλλης. Γίνεται και μια αναφορά στον "Καρχαρία" που θέλει να σκοτώσει ο Πέτρος. Μια ακόμα όμορφη ανθρώπινη επαφή με τους θαμώνες κάποιου κωλόμπαρου αφήνει ενθύμιο στον ήρωα, ένα βουλάρικο περίστροφο Άρκους 94.
7. Όπου ο ήρωας συναντάει οτι έχει απομείνει από τον Πέτρο.
8. Δυο φιλικές συνομιλίες -η πρώτη με μπάτσους και η δεύτερη με έναν παλιό φίλο ξεκαθαρίζουν κάποια πράγματα στον ήρωα. Όπως ας πούμε, σχετικά με το ποιος είναι ο Καρχαρίας.
Ήμασταν μαζεμένοι και χαζεύαμε τη Βούτα. Πηχτό καυσαέριο, αιωρούμενο από την κίνηση της μέρας, ερχόταν νύχτα και κόλλαγε στον ιδρώτα μας. Ήμασταν ανήσυχοι γιατί μηχανές άλλαζαν ιδιοκτήτη μετά από κάθε κόντρα, είχε βγει κι η βρώμα ότι θα κάνανε έφοδο οι μπάτσοι. Κάποια στιγμή μέσα στη νύχτα. Καπνίζαμε Camel φίλτρο και οι καρεκλάδες Marlboro σκληρό. Περιμέναμε τον Καρχαρία.
«Λες να τον πάρει τελικά;» ρώτησε ο Πέτρος.
«Χλωμό το βλέπω. Έχει γίνει μπαγκατέλα το Τζι Πι Ζετ, δεν το προσέχει καθόλου ο βλάκας. Αν καταφέρει να βγάλει τη διαδρομή χωρίς να κόψει εκκεντροφόρο θα είναι θαύμα –προβλέπω πάντως να τον ψάχνουμε στα παρτέρια», είπα κοιτάζοντας στο βάθος του δρόμου.
«Κι ο άλλος ο χαμούρης το ‘χει φτιάξει τζιτζιλόνι ρε γαμώτο! Είδες τις εξατμίσεις που φοράει;» μουρμούρισε ο Πέτρος.
«Τι λες να κάνουμε; Άμα χάσει δεν υπάρχει φράγκο να τον καλύψουμε».
«Θέλει και ρώτημα; Θα πλακώσουμε τα γκιράπια στις γρήγορες και μετά θα γίνουμε μπουχός», πρότεινε διστακτικά ο Πέτρος.
Κοίταξα τα σούργελα που καβαλάγαμε –συμμερίστηκα τους δισταγμούς του. Από το άλλο ρεύμα της Βουλιαγμένης ανέβαινε πατημένη μια μηχανή. Τεντωθήκαμε στην αγωνία να ξεχωρίσουμε ποιος ήταν.
«Ο Καρχαρίας μάγκα μου!» φώναξε κάποιος ινδιάνος που παρακολουθούσε σκαρφαλωμένος στα κάγκελα της γέφυρας.
Κοίταξα τον Πέτρο με κοίταξε πίσω. Γελάγαμε. Ο Αντουάν καβάλησε τη νησίδα και ήρθε δίπλα μας.
«Ανεβείτε και φευγάτε μαλλιοκούβαροι», ψέλλισε τσιτωμένος ακόμα. Μετά ξεκίνησε –αέρας.
Κουτουλήσαμε ανάμεσα στους μπερδεμένους θεατές, κάναμε ότι μας είχε πει. Κατά Γλυφάδα μεριά χώθηκε πίσω από ένα παραλιακό μπουρδελοξενοδοχείο, πέσαμε δίπλα του, σβήσαμε τα φώτα.
«Τι έγινε ρε;»
«Δεν τον είχα τον πούστη, δεν τον είχα …» έλεγε συνέχεια σαν αυτιστικός.
«Και;»
«Τον στρίμωξα στις μπάρες, τι να ΄κανα; Αφού δεν τον είχα!»
«Τι έκανες ρε γαμημένε;»
«Τον έκλεισα όσο προλάβαινα –τσακίστηκε …»
Κοιταχτήκαμε με τον Πέτρο. Παγώσαμε.
«Και δεν κατέβηκες να δεις τι έπαθε;»
«Σιγά τ’ αυγά! Να λένε καλά που δεν τους ζήτησα και τα φράγκα από το στοίχημα».
Ο Αντώνης, ή Αντουάν ο Καρχαρίας μπέρδεψε τα μπούτια του μετά από λίγα χρόνια, τον τσίμπησαν σε κάτι φασαρίες κατά Στουρνάρη μεριά –δεν είχε προλάβει να την κοπανήσει γιατί τον βάραιναν οι οθόνες που είχε σηκώσει από μια σπασμένη βιτρίνα. Έκανε τρεις μήνες Τίρυνθα, βγήκε ήρωας στην πλατεία επειδή οι οθόνες ξεχάστηκαν, η «αντίσταση κατά της αρχής» έμεινε -δανεικό παράσημο από τον χώρο. Καλό παιδί, απ΄αυτά που σε μαχαιρώνανε πισώπλατα κι έπειτα σου ζητάγανε τα ρέστα επειδή δεν είχες μαντήλι να σκουπιστούν. Τον αποφεύγαμε τότε –όχι πάντα με επιτυχία. Τώρα έπρεπε να τον ψάξω εγώ κι αυτός να παίξει το κρυφτούλι. Έξτρα καθυστέρηση να πούμε κι ο χρόνος μου δεν ήταν ατελείωτος. Έπρεπε το λοιπόν να προγραμματιστώ, να κάνω σχέδιο και, το δυσκολότερο, να το τηρήσω. Μεσημέριαζε για τα καλά, ο αέρας είχε κόψει, τα σύννεφα μπαμπάκι πάνω απ΄το κεφάλι μου –ήταν μια χαρά ώρα για εθιμοτυπικές επισκέψεις. Να αγόραζα κι ένα κουτί πάστες; Άστο καλύτερα –βλάφτουν τη χοληστερόλη, ξεκίνησα φουριόζος και ερημικός.
Δεν μου πήρε πάνω από ένα τέταρτο να βρεθώ έξω από το σπίτι τους, πριν φτάσω στο τέρμα του δρόμου έκοψα ψυλλιασμένος. Μου το είχε πει η πιτσιρίκα και είχε δίκιο. Ένα ασφαλίτικο αμάξι ήταν απέναντι από την πόρτα του κήπου τους –φαίνεται πως τα κονέ του πατέρα του Πέτρου κρατάγανε καλά ακόμα. Έκρυψα την Τενερέ μέσα σ΄ένα δεντρωμένο παρκάκι, ευτυχώς υπήρχαν ακόμα τέτοια στις κυριλέ συνοικίες. 500 μέτρα απόσταση, θα τα κάλυπτα με τα πόδια. Έλεγξα τον Άρκους, τράβηξα την ασφάλεια, έβγαλα τη σφαίρα από τη θαλάμη. Μην είχαμε και κανένα ατύχημα! Περπάτησα.
Θυμόμουν το στενό στην πίσω πλευρά του σπιτιού, βρέθηκα εύκολα εκεί –καβάλησα τα κάγκελα, δεν ήμουν ευέλικτος όπως παλιά, όμως γλίτωσα τον κώλο μου. Με παραδέχτηκα. Ο κήπος είχε γεμίσει ζιζάνια και αγριόχορτα, γερασμένος όπως και οι ιδιοκτήτες. Η μπότα μου μπερδεύτηκε σ΄ένα λάστιχο ποτίσματος, στο παραπέντε γλίτωσα τη σαβούρδα. Δεν πτοήθηκα.
Η πόρτα της κουζίνας ήταν τίγκα στο σκουπίδι, ξινισμένο λάχανο, τσόφλια αυγών και ξεκοιλιασμένες κονσέρβες. Δοκίμασα την μπετούγια κρατώντας τη μύτη μου –κλειδωμένα. Είχα δυο επιλογές και η πρώτη ήταν να τραβήξω κάποια ξεγυρισμένη κλωτσιά στην κλειδαριά. Το σκέφτηκα, πήρα φόρα. Επειδή δεν μπορούσα να σκεφτώ ποια ήταν η δεύτερη επιλογή –κατάλαβες; Είχα σηκώσει το πόδι, σημάδευα κιόλας, όταν διέκρινα κίνηση στην κουζίνα. Φρέναρα αμήχανα –στα πράσα! Η Έλλη γέμιζε ένα ποτήρι νερό από τη βρύση, με είδε έξω από το παράθυρο –κοιταχτήκαμε. Δεν έδειξε να με αναγνωρίζει, μόνο που πήγε και ξεκλείδωσε την πόρτα. Πριν φύγει από την κουζίνα.
Χαμογέλασα. Ζόρικο άτομο η πιτσιρίκα.
Και μετά, άνοιξα προσεκτικά –μπήκα αθόρυβος σαν υπνοβάτης.
Το σπίτι σκοτείνιαζε λίγο, όχι από τη συννεφιά, αλλά απ΄την κλεισούρα. Ήξερα τα κατατόπια, θυμόμουν –περπάτησα το διάδρομο που έβγαζε στο καθιστικό. Ο πατέρας θα πρέπει να διάβαζε εφημερίδα παλεύοντας να χωνέψει, η μάνα κανείς δεν ξέρει. Ακούμπησα την εσωτερική τσέπη του δερμάτινου, αεροπορικού τύπου, μπουφάν μου –άγγιξα τη λαβή του Άρκους, μετάνιωσα αμέσως. Δεν ήθελα να τρομάξουν οι άνθρωποι, να μου πάθουν καμιά συγκοπή πριν προλάβουμε να πούμε δυο κουβέντες. Μετά …
Μπήκα ήρεμα στο καθιστικό, ο πατέρας διάβαζε εφημερίδα, η μάνα έβλεπε τηλεόραση και η Έλλη έβαφε τα νύχια της. Με είδε πρώτη, ήταν προετοιμασμένη –έκανε το κορόιδο μέχρι να με πάρουν χαμπάρι οι υπόλοιποι.
«Καλησπέρα», είπα.
Ο πατέρας πνίγηκε από το μεσημεριανό που σεργιάνιζε ακόμα στο στομάχι του, η μάνα ούρλιαξε.
«Ήρεμα», είπα. «Δεν υπάρχει λόγος για φασαρίες».
«Τι θες εδώ;» κατάφερε να ψελλίσει ο πατέρας.
«Να μιλήσουμε», απάντησα.
«Θα φωνάξω την αστυνομία!» τινάχτηκε η μάνα.
«Κάτσε κάτω μη γίνει της πουτάνας εδώ μέσα», προειδοποίησα. Το εννοούσα. Η Έλλη με χάζευε αμίλητη. Πάλεψα πολύ να μην την κοιτάξω και τα γαμήσω όλα.
«Τι θες;» ξαναρώτησε ο πατέρας.
«Εξηγήσεις», είπα καθώς βούλιαζα στον καναπέ απέναντί του.
«Τολμάς να ζητάς εξηγήσεις; Έμπλεξες τον γιο μας, τον κατέστρεψες! Τολμάς να έρχεσαι σπίτι μας;» τσίριξε η μάνα.
«Δεν ξεκινάμε καλά», διαπίστωσα. «Εγώ ρωτάω, εσείς απαντάτε και όχι το ανάποδο. Έχω ένα πιστόλι στην τσέπη και χίλιους λόγους να σας ανοίξω τα κεφάλια σαν καρπούζια. Βοηθήστε με να βρω έναν, έστω ΕΝΑΝ λόγο να μην το κάνω», χτύπησα και το στήθος μου εκεί που ήταν κρυμμένο το Άρκους –έτσι για φιγούρα.
Είχαν μείνει να με κοιτάνε σα βρικόλακες. Μπορεί και να ήταν κιόλας –δεν φαίνονταν πολύ γερασμένοι από την εποχή που τους θυμόμουν να με βρίζουν, είχαν πιει το αίμα του Πέτρου για να παραμείνουν ζωντανοί, τώρα υποπτευόμουν ότι ετοιμάζονταν να ρουφήξουν τα νιάτα της Έλλης.
«Λοιπόν –πρώτη ερώτηση. Ποιος μας κάρφωσε στους μπάτσους;»
«Άντε στα τσακίδια αλήτη!» βρυχήθηκε ο πατέρας.
Έβγαλα το Άρκους. Το κοίταξα στοργικά. Μετά το βρόντηξα πάνω το πορσελάνινο τραπεζάκι. Η μάνα ούρλιαξε. Άφησα και την καπνοσακούλα μου δίπλα –με αργές κινήσεις.
«Έχουμε όλη τη μέρα μπροστά μας», τους πληροφόρησα. «Κι αν ξανατσιρίξεις θα σου ρίξω», επεσήμανα στη μάνα.
Κοιταχτήκαμε περιμένοντας. Έστριψα τσιγάρο και ζήτησα τασάκι, ρίχνοντας ένα χαμόγελο Κολγκέιτ. Η μάνα τσακίστηκε να μου φέρει ένα.
«Έχω κάνει μια ερώτηση», υπενθύμισα.
«Δεν πρόκειται να σου πω κουβέντα», μουρμούρισε ο πατέρας.
«Τότε θα πεθάνεις. Κι εσύ και η γυναίκα σου και η πιτσιρίκα», είπα απλά.
Ένα σούρσιμο στην πολυθρόνα της Έλλης –κοίταξα με την άκρη του ματιού –είχε σηκώσει το βερνίκι νυχιών και με σημάδευε, αλλά το μετάνιωσε. Ήμουν σίγουρος ότι δεν θα μου τη χάριζε στο τέλος.
Σήκωσα το όπλο, σημάδεψα έτσι για πλάκα το κεφάλι του πατέρα.
«Πες του!» τσίριξε η μάνα.
«Σκάσε!» φώναξε ο πατέρας. «Ένας κοπρίτης από την παρέα σας, αυτός μίλησε στην αστυνομία. Ούτε και ξέρω το όνομά του … Ένας αλήτης με μηχανή, φυλακόβιος … Θες τίποτα άλλο;»
Το περίμενα. Το είχε πει άλλωστε κι ο Πέτρος.
«Ο Πέτρος ήξερε ποιος ήταν αυτός;»
«Ναι, ναι, του τον πήγαν στην κλινική οι αστυνομικοί για …» άρχισε η μάνα.
«Πάψε σου είπα!» ούρλιαξε ο πατέρας.
«Γιατί;» ρώτησα κατεβάζοντας το Άρκους.
«Γιατί τι;»
«Γιατί τον κλείσατε σε τρελάδικο;»
«Και τι να κάναμε; Θα έμπαινε φυλακή ….» μουρμούρισε η μάνα.
«Ενώ τώρα τον σώσατε, έτσι;» ρώτησα.
Ο πατέρας πετάχτηκε από την καρέκλα, αλλά όχι στην κυριολεξία. Εννοώ ότι τινάχτηκε πάνω σαν ελατήριο ενώ παρέμενε καθιστός –δεν ξέρω πως τα κατάφερε.
«Ο γιος μας ήταν σχιζοφρενής. Σχιζοφρενής –ακούς; Αυτά που έκανε δεν ήταν λογικά πράγματα, δεν ήταν το παιδί μας αυτό! Έπρεπε να τον είχαμε πάει νωρίτερα στους γιατρούς –δε θα φτάνανε μέχρι εκεί τα πράγματα».
Σώπασε. Τον κοίταξα. Μετά είδα την Έλλη να σηκώνεται, αργά, υπολογισμένα. Ήρθε προς το μέρος μου αλλά δεν ήταν αρκετά γρήγορη. Ή αρκετά αποφασιστική –δεν ξέρω … Μάζεψα το Άρκους πριν το αρπάξει και του τινάξει τα μυαλά στον αέρα.
«Δώστο μου!» ούρλιαξε.
«Έλλη!» φώναξε η μάνα.
Τινάχτηκα σαν ξεδοντιασμένο φίδι –βρέθηκα δρασκελίζοντας στην είσοδο του δωματίου με το Άρκους κρατημένο σφιχτά.
«Ο γιος σου ήταν ο πιο ωραίος τύπος που γνώρισα στη ζωή μου. Όλοι τον γούσταραν, ερχόταν ο Πέτρος και ξύπναγε η παρέα. Ουρά κάνανε οι γκόμενες να φιλήσουν τον Πέτρο, καθόμασταν και τον χαζεύαμε. Δεν είχε κάνει κακό σε άνθρωπο, δεν ήξερε να φέρεται σκάρτα. Αλλά, τι σου λέω τώρα; Εσύ τον έβλεπες χαμογελαστό και τον πέρναγες για τρελό –έτσι πήγαινε το πράγμα. Γιατί να χαμογελάει; Γιατί να χαίρεται; Η ζωή είναι σκατά και πρέπει να βογκάμε κάθε μέρα –αυτό ήταν η δικιά σου ζωή. Και ζήλεψες τη ζωή του Πέτρου –τον έθαψες λοιπόν στα άσπρα δωμάτια, να μη σου χαλάει τη μιζέρια. Σωστά;»
Δε μίλησε –δεν περίμενα να πει και τίποτα.
«Κάτι ακόμα. Θα σου πω για εκείνο το απόγευμα –δικαιούσαι να μάθεις για ποιο λόγο σακάτεψες το ίδιο σου το παιδί».
Ακούμπησα στο πλαίσιο της εισόδου, πήρα ανάσα.
«Η ιστορία είχε αρχίσει κοντά ένα μήνα πριν. Οι Ζητάδες ήτανε καινούργια ομάδα –τους είχανε μαζέψει από τη σαβούρα των καφετεριών. Κάθε κομπλεξικός λεχρίτης, κάθε χέστης που έτρεμε να κατέβει στις κόντρες μην του την πέσουν οι μπάτσοι, όλοι οι σάπιοι της εποχής γίνανε Ζητάδες. Αλλά δεν ξέχασαν τα παλιά τους κόμπλεξ. Μας την έπεφταν στο κέντρο και άρπαζαν τα κλειδιά από τις μοτοσυκλέτες εν κινήσει –σκέψου το λίγο! Εκεί που πήγαινες, μπλόκαρε η μηχανή κι έπεφτες –σκέψου το. Κάποιοι αγρίεψαν, δεν ήταν η ξεφτίλα μόνο –ήταν και σπασμένα φανάρια, πλαστικά τσακισμένα, πανάκριβα –αυτό το επιχείρημα είμαι σίγουρος ότι το καταλαβαίνεις –σωστά; Ένας Ζητάς κυνήγησε εκείνο το παιδί στη Συγγρού, το παιδί δεν είχε όρεξη να ξεφτιλιστεί εκείνη τη μέρα, δεν είχε και χαρτιά μαζί του -εξακρίβωση στοιχείων, μαλακίες. Δεν σταμάτησε. Ο Ζητάς τσακίστηκε στη διαχωριστική νησίδα όσο έτρεχε να πιάσει το παιδί –ο Ζητάς πέθανε. Οι υπόλοιποι σκύλιασαν. Μας έσπασαν τ΄αρχίδια, συνέχεια εξακριβώσεις, ξύλο … Εκείνο το απόγευμα έφταιγα εγώ. Γινόταν διαδήλωση παρακάτω, είχαμε περάσει να κόψουμε κίνηση, ο Ζητάς ήταν ήδη αλαφιασμένος. Μας έκανε νόημα στην Ακαδημίας –σταματήσαμε. Ο Πέτρος κουβάλαγε μια τσάντα με μολότωφ, χάρη έκανε σε κάποιο φιλαράκο από την πλατεία –δεν ήταν δική του δουλειά. Έπρεπε να πάρω τον Ζητά πάνω μου, να γλιτώσει ο Πέτρος. Έτσι τον έβρισα και δεν κατέβηκα από τη μοτοσυκλέτα. Ο Ζητάς πλησίασε, μπήκε ανάμεσά μας. Περίμενα τον Πέτρο να την κοπανήσει –για να το γυρίσω σε τσάμικο, ‘συγνώμη δεν σας κατάλαβα κύριε αρχιφύλαξ’ –τέτοια. Ο Πέτρος δεν έφευγε. Ο Ζητάς μου ξαναζήτησε να κατέβω. Δεν κατέβηκα από τη μοτοσυκλέτα. Ο Πέτρος δεν είχε φύγει ακόμα. Ο Ζητάς έβγαλε το περίστροφο, με σημάδεψε. Κοίταζα τον Πέτρο, χέστηκα για το όπλο –ήξερα ότι δεν θα ρίξει. Πίστευα ότι δεν θα ρίξει. Κι ο Πέτρος δεν έφευγε. Ο Ζητάς στάθηκε απέναντί μου με τα πόδια ανοιχτά –όπλισε ο καργιόλης, το κλικ ακούστηκε μέχρι τα Χαυτεία νομίζω. Νομίζω! Ο Πέτρος άναψε τη μολότωφ και του την πέταξε στην πλάτη –ο Ζητάς χέστηκε από το φόβο. Έκανε πίσω, έπεσε πάνω στη μοτοσυκλέτα του, κυλίστηκαν στην άσφαλτο. Από την κάτω πλευρά της Ακαδημίας πλησίαζε η διαδήλωση ζωσμένη στα ΜΑΤ, ο Ζητάς στην άσφαλτο, μπλεγμένος στη δικιά του μοτοσυκλέτα, δίπλα του χυμένη βενζίνη, ο Ζητάς πήρε να φουντώνει. Η διαδήλωση ερχόταν, μαζί με τα ΜΑΤ, τον αφήσαμε εκεί και φύγαμε πανικόβλητοι –κάποια έκρηξη ίσως, ο Ζητάς πέθανε στο νοσοκομείο από πολλαπλά εγκαύματα. Αυτή είναι η ιστορία. Κατάλαβες τώρα γιατί σμπαράλιασες το μυαλό του γιου σου;»
Σταμάτησα λαχανιασμένος. Ήθελα να κλάψω, ήθελα να σκοτώσω. Σήκωσα το Άρκους. Τον σημάδεψα χαμηλά, στο ηλιακό πλέγμα. Μια σφαίρα. Θα ήταν αρκετή. Είδα το σκυμμένο του κεφάλι, είδα τα μάτια της γυναίκας του. Να τον καρφώνουν, μάτια σαν κοφτερά νύχια εξασκημένα τις ατέλειωτες νύχτες –όταν μ΄αυτά ξέσκιζε το στήθος της, θρηνώντας για τον Πέτρο. Μάτια γυάλινα, κοφτερά. Ο πατέρας το ένιωσε, ανατρίχιασε μια στιγμή, έριξε το λαιμό προς τα κάτω –περίμενε.
Έβαλα το Άρκους στην θέση του, δεν μπορούσα να του δώσω θάνατο χειρότερο απ΄αυτόν που τον περίμενε ήδη. Τον άφησα λοιπόν να ζήσει, για να τον εκδικηθώ. Πισωπάτησα.
«Η κοπέλα θα έρθει μαζί μου γιατί δεν σας εμπιστεύομαι με τους μπάτσους απέξω», είπα.
Η μάνα έσπασε.
«Όχι το άλλο μου παιδί», παρακάλεσε.
«Ένα φίλο μου πήρατε, ένα παιδί σας παίρνω», απείλησα.
Μετά έπιασα το μπράτσο της Έλλης, έτσι για εφέ, αλλά δεν χρειαζόταν, η πιτσιρίκα ερχόταν μαζί μου ήδη. Ανοίξαμε την πόρτα αγκαζέ, ζευγαράκι της Αγίας Παρασκευής, τέτοια γελοιότητα.
«Έλλη!» ούρλιαξε η μάνα.
Η πιτσιρίκα δεν γύρισε καν να την κοιτάξει, κράτησα με το ζόρι ένα χαμόγελο επιδοκιμασίας. Είχε άντερα η πιτσιρίκα. Διασχίσαμε τον κήπο, όταν ανοίγαμε την αυλόπορτα ένα χέρι έκλεινε την πόρτα του σπιτιού. Το άκουσα, δεν το είδα.
Οι ασφαλίτες πετάχτηκαν για μια στιγμή, η Έλλη τους έγνεψε καθησυχαστικά –ξανάπεσαν σε νιρβάνα. Όλα πρίμα.
«Που πάμε πιστολά;» μου έσκασε ένα χαμόγελο.
«Να κλείσουμε τους λογαριασμούς μας», είπα.
«Τους δικούς μας ή τους δικούς σου;» ρώτησε.
«Σ΄ αυτή την παλιοκοινωνία δεν υπάρχει δικό μου και δικό σου», έριξα το αρχαίο τσιτάτο.
«Και πόσοι θα πεθάνουν όσο θα κλείνουμε λογαριασμούς;»
«Όσοι πρέπει. Ούτε ένας παραπάνω –ούτε ένας λιγότερος. Τρέχα τώρα γιατί οι ασφαλίτες θα με θυμηθούν όπου νάναι και τότε τη βάψαμε», μουρμούρισα.
Τρέξαμε πιασμένοι ακόμα χέρι –χέρι. Ήταν άβολο, όμως δεν είχαμε καμιά διάθεση να το αλλάξουμε. Τρέξαμε να βρούμε που τελειώνουν οι ζωές μας, μήπως κι αρχίζαμε να ζούμε επιτέλους.
(και θα συνεχιστεί)
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
16 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Πάρα πολύ καλό.
Κ τελειώνει πολύ ωραία.
Στην αστυνομία μίλησε ο καρχαρίας για τον Πέτρο ε;
Έχω κάποιες άγνωστες λέξεις αλλά δεν έχει κ πολύ σημασία
Αυτό τι σημαίνει "Θα πλακώσουμε τα γκιράπια στις γρήγορες..." ;
Α, πολύ παλιά είχα ξανακούσει για καρεκλάδες, τι είναι αυτοί;
Κάτι για χορό μου είχε πει κάποιος αν θυμάμαι καλά
Ναι, έτσι φαίνεται, αυτός ο Καρχαρίας μίλησε στην αστυνομία. Λεπτομέρειες μάλλον θα ακολουθήσουν αργότερα.
Γκιράπια (αυτό βγήκε από το το "Get up, get them up" που έλεγε στο Sex machine ο Τζέιμς Μπράουν και ακουγόταν σαν "γκιρ απ γκιρ εμ απ") ή καρεκλάδες (αυτό βγήκε από κάτι τύπους που γυρνάγανε στις γειτονιές με λουστρίνι και ανοιχτό πουκάμισο και φώναζαν "κερακλααααααάιις!!! κομοδινάααααααιιις!!")ήταν δυο χαρακτηρισμοί για όσους άκουγαν μπάσταρδη φανκ και κανονική ντίσκο εκείνες τις εποχές.
Που τα θυμήθηκες αυτά; Ποιος μαλάκας χρησιμοποιεί τέτοιους όρους μετά από τόσα χρόνια; Χεχεχε
Ναι κ γω φαντάστηκα ότι κάποια σχέση έχει με το "get up"
Motorcycle Boy, πριν πολλά χρόνια την είχα ακούσει τη λέξη (πάνω από 10, θυμάμαι κ πού κ από ποιον ακόμα)
Το μαγαζί που ήμασταν λεγόντανε "Κρύπτη" (κ έμοιαζε κιόλας), αλλά θυμάμαι ότι κάτι για χορό μου έλεγε, θυμάμαι κ το ντίσκο, αλλά νομίζω ότι εννοούσε τον τρόπο που χορεύανε. ΉΤαν περιγραφικότατος...
Ε, τι να κάνουμε όλο μεγαλύτερους ννώριζα εκεί που γυρνούσα. Τώρα που μεγάλωσα θ' αρχισω να κάνω παρέα μόνο με πιτσιρικάδες :)
Ναι σωστή σε βρίσκω! Να κάνεις παρέα με πιτσιρικάδες -ξεκινώντας από μένα, χεχεχε.
Δεν έχεις κ άδικο. Μερικές φορές νιώθω πιο γρια κ από τους γέρους (τους κανονικούς, όχι εσένα).
Το κακό είναι ότι μαζί με τις χαζοαναμνήσεις σου, θυμάμαι κ γω το παρελθόν κ δε μ' αρέσει.
Πες τίποτα για τους EMO :Ρ
Σε διαβεβαιώνω οτι δεν υπάρχει περισσότερο γέρος από μένα -γιατί εγώ γεννήθηκα γέρος.
ΕΜΟ, ήθελε να γίνει η κόρη μου γιατί δεν γουστάρει, λέει, να παίρνει αποφάσεις στη ζωή της (όταν μεγαλώσει), επειδή μπορεί να κάνει λάθος. Και της αρέσει και το χτένισμα με το φιογκάκι. Εγώ τι να πω;
Χαχαχα! Το πιτσιρικάκι :))))
Αυτή θα σε τρελάνει. :)
Χεχε, το "θα" το έβαλες για να μεγαλώσει η πρόταση ε;
Χαχαχα! Ήδη την καραγουστάρω την μικρή, τυχερε!
Ναι, πολύ καλή είναι και σίγουρα είμαι πάρα πολύ τυχερός.
ελα τυχερε, το περιμενα οτι κατι τετοιο ειχε γινει με τον πετρο...
ειδωμεν.
πηρα εισητηριο για τον nick θα γινει χαμος μπροστα και χορος ακους παπου!!
Τι το περίμενες ρε; Αφού το έγραφα και πιο πίσω -την είχα δώσει την ιστορία σε κομμάτια.
Στον Αρχηγό θα πάμε από το απόγευμα νωρίς, να πιάσουμε θέσεις, και θα αντιμετωπίσουμε τις διδαχές του με ευλάβεια και κατάνυξη. Φυσικά θα καθίσουμε μπροστά μπροστά, μπας και μας πιάσει ο αγιασμός.
kapsimo batswn...xmmm oso paei k kalitero xixixi.
egw protinw na gineis k esu emo k na pigenis sta merh pou sxinazei h korh sou.e pou tha paei tha ths spaseis ta nevra k de tha thelei na einai emo pia.
O έρωτας είναι υπέρβαση θανάτου.
Note:
Τις αφήνω και τις διαβάζω δυο - δυο τις συνέχειες γιατί δεν αντέχω την αναμονή. Δεν μπορείς πιο σύντομα;
Είναι σπουδαίο πάντως.
Το κάψιμο του Ζητά είναι πραγματικό γεγονός, αυτός που το έκανε έφαγε και φυλακή μάλιστα.
Ψήνω τη μικρή να γίνει γκρανζ -της πάει και πιο πολύ στο στυλ της και στη μουσική που γουστάρει να παίζει.Πολύ ξενέρα τα ΕΜΟ αδερφάκι μου -μέχρι και η μικρή αρχίζει να τα βαριέται. Και είναι μόλις 8 έτσι;
Μανταλένα, ο έρωτας και η φιλία. Και η φιλία.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!