Τρίτη, Δεκεμβρίου 13, 2011

8. Προδιαγραφές θανάτου


Προηγούμενα:

1. Προετοιμασία για αιφνίδιο θάνατο 
2. Τα όνειρα γερνάνε άσχημα
3. Οι γυναίκες είναι ακριβό χόμπυ 
4. Η πονεμένη ιστορία της Βίβιαν 
5. Η αντοχή είναι πιο σημαντική από την αλήθεια 
6. Κορόιδο 
7. Η πονεμένη ιστορία της Σόνιας


Η Σόνια έλειπε όταν γύρισα σπίτι, έκλεισα την πόρτα πίσω μου αμήχανα –σαν πιτσιρικάς που τρύπωσε στο δωμάτιο κάποιας γκόμενας. Το μυαλό μου άδειασε από Αλευράδες, Κωνσταντινίδηδες και λοιπούς κερατάδες –ήθελα μόνο να ξαπλώσω στον κοντινότερο καναπέ, να κλείσω τα μάτια και να μυρίσω την απουσία της. Φυσικά, ξεκαρδίστηκα αμέσως μόλις μου πέρασε αυτή η σκέψη κι επιτόπου ένιωσα ναυτία, σε λίγο θα πλάκωναν οι πόνοι στα κόκαλα. Κατέβασα λοιπόν κάμποσα χάπια κωδεϊνης κι αποκοιμήθηκα στον καναπέ πριν προλάβω ν΄ ανάψω τσιγάρο. Δεν ήρθε στον ύπνο μου, ούτε εκείνη, ούτε κανένας τους. Μόνο μια αίσθηση παγωμένης λάμας που τριγύρναγε το δέρμα μου χωρίς ν΄ αποφασίζει να το χαράξει -συνηθισμένα πράγματα για όποιον έχει κοιμηθεί σε κελί.

Άκουσα την εξώπορτα να τρίζει μαζί με το πνιχτό γέλιο πάνω από το κεφάλι μου, τινάχτηκα με αποτέλεσμα να βρεθώ σωριασμένος στο πάτωμα. Το πνιχτό γέλιο μετατράπηκε σε κανονικό χάχανο, ήμουν αντιμέτωπος με ένα ζευγάρι στραβοπατημένων αθλητικών παπουτσιών.
«Ρε μαλάκα Γκας, δεν είχανε κουδούνια εκεί που γεννήθηκες;» μούγκρισα.
Τα στραβοπατημένα αθλητικά έκαναν δυο βήματα πίσω –πρώτα το αριστερό, το καλό, μετά το δεξί που σερνόταν άτσαλα από τότε που είχε μαγκωθεί η κνήμη του στην πρέσα.
«Είπα να μη σε ενοχλήσω αδερφούλη», κορόιδεψε ο Γκας.
«Έλα όμως που το έκανες...» διαπίστωσα καθώς βολευόμουν ξανά στον καναπέ.
Είχα την ευκαιρία να ελέγξω το χώρο, ένα από τα καλόπαιδα του Γκας μπλόκαρε την εξώπορτα με τα ξύγκια του όσο το άλλο αγνάντευε ρομαντικά έξω από το παράθυρο της κουζίνας. Άπαντες φορούσαν γυαλιστερές φόρμες γυμναστικής και μοιάζανε με αδερφές στα πρόθυρα υστερίας. Έπνιξα ένα γέλιο.
«Κοιμάσαι ενώ θα έπρεπε να δουλεύεις», είπε ο Γκας.
«Και τι μ΄αυτό;» απόρησα.
«Ξέχασες οτι μου χρωστάς νομίζω...» μουρμούρισε.
«Ξεχνιούνται αυτά;» ψιθύρισα. «Αλλά δεν χρειαζόταν να έρθεις αυτοπροσώπως –έχουν εφευρεθεί τα τηλέφωνα εδώ και κάτι χρόνια....»
«Πάντα ο ίδιος αστείος», ψευτοθαύμασε ο Γκας. «Ξέρεις –τους αστείους, αλλιώς τους λένε και καραγκιόζηδες».
«Και τους μαλάκες πώς αλλιώς τους λένε;» ρώτησα.
Κοκκίνισε κι εγώ μαζεύτηκα υπολογίζοντας οτι θα μου στρέσαρε καμιά ξεγυρισμένη, αλλά δεν έκανε τίποτα. Πράγμα που σήμαινε οτι με είχε ανάγκη κι αν σκεφτείς οτι μου έκανε την τιμή να έρθει αυτοπροσώπως –άρχιζα να μην έχω καθόλου καλό προαίσθημα για τη δουλειά...
«Μιας και ήρθε η κουβέντα στους μαλάκες... Υπάρχει μια ανταγωνίστρια εταιρεία η οποία προσπαθεί να μας μειώσει τον τζίρο –με αντιλαμβάνεσαι;» σταμάτησε με κοίταξε, δεν ικανοποιήθηκε καθόλου από την έλλειψη αντιδράσεων εκ μέρους μου αλλά συνέχισε. «Πάνε λοιπόν και εισπράττουν από τα μαγαζιά τα δικά μας, με τέτοια κρίση τους νιώθουμε τους ανθρώπους –πού να τα βρουν να δίνουν σ΄ όλους; Δε σου κρύβω οτι τα παιδιά με πόνο ψυχής τους ζητάνε τα συμφωνημένα...»
Κοίταξα τα «παιδιά» κι απόρησα σε ποιο ακριβώς σημείο του κορμιού τους νιώθανε τον πόνο.
«Αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά. Βλέπεις, οι τύποι στήνουν 2-3 απέξω από το μαγαζί να κόβουν κίνηση και στέλνουν έναν δικό τους μέσα. Αν πάμε να πλησιάσουμε την ώρα που γίνεται το νταραβέρι θα μας λιανίσουν καθότι αυτοί μάς ξέρουνε ενώ εμείς όχι.... Πρέπει λοιπόν να το παίξουμε ανάποδα, να πάει κάποιος δικός μας άγνωστος κι όταν φανερωθούν οι δικοί τους να τους αναλάβουμε εμείς που θα παραμονεύουμε», σταμάτησε, πήρε ανάσα και ψάχτηκε για τσιγάρο επειδή τύγχανε κακός χαρτοπαίχτης από αμνημονεύτων χρόνων.
Όχι οτι μπορούσε να με κοροϊδέψει δηλαδή –την ήξερα αυτή τη φάμπρικα με τον «φυτευτό», 9 στις 10 φορές κατέληγε σε πραγματικό φύτεμα για όποιον αναλάμβανε να παίξει το ρόλο του καμπόη που σκάει από το πουθενά. Συνήθως το ιππικό αργούσε να έρθει ή οι ινδιάνοι τους καθυστερούσαν, άλλωστε ο «φυτευτός» δεν ήταν κανονικό μέλος της παρέας και σε κανέναν δεν θα έλειπε.
«Με στέλνεις συστημένο, έτσι;» τον ρώτησα.
«Ε, τώρα...» έκανε να διαμαρτυρηθεί.
«Τι τώρα, τι ύστερα», τον έκοψα. «Μέσα –αλλά αν τη γλιτώσω δεν πρόκειται να σου κάνω άλλη δουλειά».
«Δεν ήταν αυτή η συμφωνία», διαμαρτυρήθηκε.
«Στα παπάρια μου η συμφωνία –εδώ με στέλνεις να με καρικώσουν σα ζακέτα, σιγά μην υπολόγιζες να σου κάνω κι άλλη δουλειά....»
Έριξε τη στάχτη του στο πάτωμα, νευρίασα λίγο.
«Θα δούμε», είπε.
«Δες και μου λες», του ξεκαθάρισα. «Κι επειδή η αναμονή μού βάζει ιδέες θέλω, αν τελειώσω τη δουλειά, να μου κάνεις πλάτες σε μια επίσκεψη στον Αλευρά –πώς το βλέπεις; Αποφάσισες ή να προσθέσω κάτι ακόμα;»
Βλαστήμησε μέσα απ΄ τα δόντια του όσο άναβα κι εγώ τσιγάρο. Έσπρωξα το τασάκι προς το μέρος του, κάνοντας νόημα να το χρησιμοποιήσει.
«Παίζεις με την υπομονή μου», μούγκρισε. «Είσαι τυχερός που κάναμε μαζί μέσα, αλλιώς θα έψαχνες να βρεις το κεφάλι σου τώρα».
«Χάρη θα μου έκανες ρε κορόιδο», γέλασα.
«Τέλος πάντων», είπε.
«Πότε;» ζήτησα να μάθω.
«Απόψε το βράδυ. Το μαγαζί λέγεται Φαντάζιο, στη μέση περίπου της Ιεράς Οδού. Θα πας κατά τις 10, σήμερα του έχουν πει του μαγαζάτορα οτι θα περάσουν για είσπραξη. Είναι μιλημένος, θα σου κάνει νόημα όταν έρθουν».
«Και πώς θα με γνωρίσει;»
«Θα του συστηθείς όταν πας ρε μαλάκα».
Έσβησα νευρικά το τσιγάρο.
«Δηλαδή σα να λέμε, αν είχα μια πιθανότητα να τους αιφνιδιάσω, μου τη γάμησες κι αυτή», συμπέρανα.
«Έλα –μη γκρινιάζεις», χαμογέλασε.
Κρύος ιδρώτας κύλησε στην πλάτη μου.

Όταν έφυγε ο Γκας με τους δικούς του ανακάλυψα οτι έδειχνα χάλια και ένιωθα ακόμα χειρότερα. Πάνω στο τραπεζάκι είχαν αφήσει ένα πιστόλι, ένα κουτί σφαίρες και τρία κατοστάρικα, για να ξοδέψω στο μαγαζί. Βιάστηκα να τα παραχώσω στο σακ βουαγιάζ μου, τα παρατημένα πιστόλια είναι κακός μπελάς, ποτέ δεν ξέρεις ποιος θα τα πάρει. Έξω έκανε ακόμα μεσημέρι, σενιαρίστηκα κι εγώ, έψαξα στα ράφια της κουζίνας, βρήκα ένα θησαυρό υλικών (μακαρόνια, σάλτσες, μανιτάρια, καλαμπόκια και πακέτα αγνώστου περιεχομένου), το σκέφτηκα για λίγη ώρα, κοίταξα κατάματα την κουζίνα και αποφάσισα να παραγγείλω κινέζικο απέξω.

Όταν μπήκε, το τραπέζι ήταν ήδη στρωμένο και τα φαγητά την περίμεναν δίπλα στο φούρνο μικροκυμάτων. Άνοιξα ένα κόκκινο παλιόκρασο και της χαμογέλασα. Με κοίταξε, γύρισε αλλού το κεφάλι προσπαθώντας να κρύψει ένα σκληρό βλέμμα και πήγε στην κρεβατοκάμαρά της. Σε λίγο επέστρεψε με ελαφρύτερα ρούχα και ανάλογη έκφραση.
«Γιατί όλα αυτά;» χαμογέλασε.
«Φιλοξενούμενος είμαι», δικαιολογήθηκα.
«Αυτό μόνο;»
«Τι τα ψάχνεις τώρα... Κάτσε να φάμε».
Κάθισε.
«Λοιπόν», είπε πίνοντας λίγο κρασί, «κάπου εδώ θα πρέπει να σε ρωτήσω πώς ήταν η μέρα σου».
«Και να προσποιηθείς οτι ακούς με ενδιαφέρον, πριν αρχίσεις να μου λες για τη δική σου μέρα», συμπλήρωσα.
Γέλασε.
«Νομίζω οτι αυτά που έκανε ο καθένας μας στη μέρα του είναι ικανά να μάς κόψουν την όρεξη», είπε.
Συμφώνησα.
Φάγαμε σιωπηλοί, έψαχνα ευκαιρίες να της ρίξω κλεφτές ματιές, μπας και καταλάβω τη διάθεσή της.
«Θα βγεις το βράδυ;» τη ρώτησα.
«Δεν έχω κανονίσει. Εσύ;»
«Έχω μια δουλειά κατά τις 10».
«Δική σου ή....»
«Ή»
Σήκωσε τα μάτια της από το πιάτο.
«Να προσέχεις», είπε.
«Μην ανησυχείς», μου ξέφυγε.
Ξανάσκυψε στο απείραχτο φαγητό της.
«Τι θέλεις να κάνουμε μέχρι να φύγεις;» με ρώτησε.
Το πρώτο που ήρθε στο μυαλό μου ήταν το πήδημα –έφταιγε μάλλον η διστακτική φωνή της όταν έκανε την ερώτηση και το γεγονός οτι οι πιθανότητες να δω το ξημέρωμα της επόμενης μέρας ήταν λιγοστές. Απέφυγα να την κοιτάξω για να μην καρφωθώ, απέφυγα να πιάσω το ποτήρι του κρασιού για να μην το χύσω κατά λάθος. Σκέφτηκα να το παίξω πούστικα, σε στυλ «εσύ τι προτείνεις;» αλλά ντράπηκα να της φερθώ έτσι. Άναψα λοιπόν τσιγάρο, έσπρωξα το μισοφαγωμένο μου μοσχάρι σετσουάν και ήπια μια γενναία γουλιά κρασιού. Χαμογέλασα.
«Σόνια, όταν κάποιος έχει απέναντί του μια γυναίκα σαν εσένα, το πρώτο που θέλει είναι να πηδηχτεί μαζί της. Το δεύτερο που θέλει είναι να μείνουν μαζί για πάντα. Και το τρίτο να καπνίσουν ένα τσιγάρο, συζητώντας τις πιθανότητες να συμβούν τα δυο προηγούμενα», αισθάνθηκα ηλίθιος όταν τέλειωσα τη φράση μου αλλά ήταν αργά να την πάρω πίσω.
«Δεν ρώτησα τον κάποιο, εσένα ρώτησα», έκανε σκληρά η Σόνια.
Κατάπια έναν κόμπο σάλιου.
«Όσο για μένα κι εφόσον ρωτάς», μουρμούρισα, «δεν κάνω ποτέ κουβέντες που αφορούν τα πάντα, επειδή συνηθίζω να πέφτω έξω στους υπολογισμούς μου, άσε που χρειάζομαι κι ένα τσιγάρο πριν, εκτός από το τσιγάρο μετά. Στα υπόλοιπα θα συμφωνήσω με τον κάποιον».
«Ενδιαφέρον», σχολίασε η Σόνια.
«Ποιο απ΄ όλα;» ζήτησα να μάθω.
«Το οτι έψαξες να βρεις τρόπο να μη με προσβάλεις λέγοντας ξερά πως θέλεις να με πηδήξεις...»
Έκανε λάθος φυσικά, αλλά δεν υπήρχε λόγος να το διορθώσω.
Σηκώθηκα φανερά ξενερωμένος και πήγα το πιάτο μου στον νεροχύτη, γύρισα μετά για να μαζέψω και τα υπόλοιπα. Αλλά δεν πρόλαβα γιατί μπήκε μπροστά μου η Σόνια και με μπλόκαρε.
«Δεν χρειάζονται όλα αυτά...» ψιθύρισε περνώντας το νύχι της από το μάγουλό μου.
«Επειδή περιλαμβάνεται στην τιμή;» τη ρώτησα.
Σκλήρυνε χαμογελώντας.
«Αυτό είναι κάτι που δεν θα μάθεις», είπε.
«Και γιατί θα έπρεπε να με ενδιαφέρει;» αναρωτήθηκα περνώντας το χέρι μου στη μέση της.
Αντιστάθηκε λίγο στην αρχή, δεν το περίμενε, αλλά μετά αφέθηκε να την τραβήξω κοντά μου και να την φιλήσω. Μύριζε νεκρολούλουδο.
«Πάμε;» τη ρώτησα.
Δεν αντέδρασε, απλώς έμεινε χαλαρή στην αγκαλιά μου. Κι εγώ την τράβηξα προς την κρεβατοκάμαρά της, στην αρχή με ακολούθησε αλλά όταν κατάλαβε τι γινόταν σταμάτησε.
«Όχι εκεί», είπε.
«Μεγαλύτερο κρεβάτι, περισσότερη άνεση», σχολίασα.
«Μη γίνεσαι μαλάκας. Ένα πράγμα σου ζήτησα –να μη μπαίνεις στην κρεβατοκάμαρά μου», θύμωσε.
«Δεν θα έμπαινα μόνος μου», της υπενθύμισα.
«Είχα πει οτι κάνει διαφορά;» αναρωτήθηκε. «Δηλαδή γιατί κάποιοι άνθρωποι δεν σέβονται τίποτα;»
Κοίταξα τριγύρω μπας και εντοπίσω αυτούς τους ανθρώπους αλλά δεν είδα κανέναν.
«Εντάξει», είπα στο τέλος κάνοντας δυο βήματα πίσω.
Μετά της γύρισα την πλάτη και κατευθύνθηκα για το δωμάτιό μου.
«Πού πας;» ρώτησε.
«Έχουμε και δουλειές», παραδέχτηκα.
Χώθηκα στο δωμάτιό μου, φόρεσα μια φαρδιά μάλλινη μπλούζα για να μη φαίνεται η Μπερέτα που έχωσα στο παντελόνι μου, έβαλα το πιστόλι που μου άφησε ο Γκας στην τσέπη του μπουφάν, το σκέφτηκα λίγο, αποφάσισα να κρύψω και την πεταλούδα στην αριστερή μου μπότα. Έκανα δυο βήματα κι ένιωσα λίγο ρομπότ, αλλά δε γαμιέται; Μάλλον θα με τρώγανε λάχανο, δεν υπήρχε λόγος να μπλέξω και τη Σόνια παρατώντας όπλα στο σπίτι της. Βγήκα στο καθιστικό.
«Δεν χρειάζεται να φύγεις από τώρα», μου είπε.
Καθόταν στον καναπέ και κάπνιζε απέναντι από την κλειστή τηλεόραση.
«Είπα εγώ οτι χρειάζεται;» αναρωτήθηκα.
«Σου κόλλησα το ελάττωμα μου -άρχισες να μιλάς κι εσύ στον εαυτό σου», παρατήρησε.
«Ναι», γέλασα.
«Κάθισε», μου ζήτησε.
«Κάποια άλλη φορά», είπα.
Κι άνοιξα βιαστικός την πόρτα, δεν γινόταν διαφορετικά. Αν έμενα κι άλλο μαζί της δεν θα είχα κουράγιο να κάνω τη δουλειά του Γκας -δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να πρέπει να σκοτωθείς μετά από πήδημα.

Το κρύο με συνέφερε όταν βγήκα από την πολυκατοικία, άρχισα να βαδίζω γρήγορα για να μην το μετανιώσω. Περπάτησα κάνα χιλιόμετρο πριν βρω έναν τηλεφωνικό θάλαμο που να λειτουργεί –χώθηκα μέσα και πήρα στο Βιτόφκσι.
«Λέγετε», ζήτησε ο μπάρμαν.
«Εγώ είμαι», είπα.
«Α, τι γίνεσαι; Όλα καλά; Η οικογένεια καλά;» με ρώτησε.
Κλασσικό συνθηματικό οτι είχανε σφίξει τα πράγματα.
«Μια χαρά», είπα. «Εσύ πώς τα πας;»
«Δύσκολα.... Κόσμος μπαίνει, κόσμος βγαίνει αλλά κανείς δεν πίνει...»
Πάει να πει, οι μπάτσοι είχανε φτάσει μέχρι το μπαρ.
«Κάνε υπομονή, θα στρώσει το πράγμα», του είπα.
«Ναι –γιατί αλλιώς θα βάλω λουκέτο. Ανοίξανε κι ένα μαγαζί ακριβώς από πάνω μου και μού έχει φάει όλη την κίνηση, συνέχεια γεμάτο κόσμο»
Άρα, οι μπάτσοι με περιμένανε στο διαμέρισμά μου.
«Κουράγιο φίλε –θα περάσω κάποια μέρα να τα πούμε από κοντά».
«Ναι, όποτε θέλεις. Πάρε όμως πρώτα κάνα τηλέφωνο».
Έκλεισα σκεφτικός. Γρήγορα βγάλανε άκρη οι μπάτσοι κι ακόμα πιο γρήγορα βρήκαν το σπίτι μου. Σίγουρα τους είχε ειδοποιήσει ο Κωνσταντινίδης –ειδικά μετά την επίσκεψή μου –και δεν τον κατηγορούσα γι΄αυτό.

Έφτασα πολύ νωρίτερα από την προκαθορισμένη ώρα στο μαγαζί -ήταν 8 και κάτι -μόνο οι καθαρίστριες φαίνονταν να κυκλοφορούν εκεί μέσα. Το Φαντάζιο έμοιαζε για κωλάδικο πολυτελείας, απ΄αυτά που κονσομασιόν κάνουν οι τραγουδίστριες και οι λουλουδούδες ξαναπουλάνε τα πεταμένα άνθη. Δίπλα στη μαύρη μαντεμένια πόρτα φιγουράρανε (αφώτιστες ακόμα) οι φωτογραφίες των καλλιτεχνών –Άντα, Μύριαμ, Νατάσσα και Βερόνικα Λόη. Αυτή η τελευταία με προβλημάτισε –γιατί δηλαδή είχε ονοματεπώνυμο; Οι άλλες σε πηγάδι κατουρήσανε; Άσε που το επώνυμό της ήταν μικρότερο από το όνομα –μυστήρια πράγματα....
Το μαγαζί είχε μπροστά του ένα τεράστιο πεζοδρόμιο, για να παρκάρουν οι κουρσάρες των πελατών βεβαίως, στα δεξιά υπήρχαν δυο είσοδοι πολυκατοικιών ενώ στα αριστερά ξεκίναγε ένα στενάκι, μαγαζί-γωνία δηλαδή. Βολτάρισα για λίγο στο στενό, κλειστά συνεργεία και ένα ερειπωμένο σπίτι, τίποτα το ιδιαίτερο. Ξαναγύρισα μπροστά στο μαγαζί και πήρα να εποπτεύω τον χώρο.
Οι καργιόληδες θα τη στήνανε στο απέναντι πεζοδρόμιο της λεωφόρου, υπήρχε άπλα για να παρκάρουν εκεί πέρα, άσε που η διαχωριστική νησίδα με τα τσιμεντένια παρτέρια θα τους έκρυβε μια χαρά. Άναψα τσιγάρο κοιτάζοντας την είσοδο της διπλανής πολυκατοικίας. Πόσο εύκολο θα ήταν να κρυφτεί κάποιος εκεί μέσα; Πολύ εύκολο, αρκεί να βρισκόταν ένας μαλάκας ένοικος που θα άνοιγε χωρίς να ρωτήσει, ή να προλάβαινε την πόρτα στο κλείσιμο. Πέταξα το τσιγάρο και το πήρα απόφαση, η δουλειά ήθελε κάμποση προετοιμασία.

Πέρασα τη λεωφόρο και βρέθηκα στο απέναντι πεζοδρόμιο –είχε κάτι κλειστά μαγαζιά ανταλλακτικών εκεί πέρα κι ακόμα περισσότερες πολυκατοικίες. Βολτάρισα πέρα-δώθε ψάχνοντας πού θα διάλεγαν να παρκάρουν. Φάτσα απέναντι από το μαγαζί ή στα πλάγια; Ήταν ένα τεράστιο οικοδομικό τετράγωνο με εξίσου τεράστιο πεζοδρόμιο. Καταράστηκα τους δημάρχους κι όλους τους σχετικούς ρεμπεσκέδες που φτιάχνουν τέτοια τέρατα, λες και υπάρχει περίπτωση να κάνει κάποιος τη βόλτα του στη γραφική Ιερά Οδό. Πιάτσες για πουτάνες στήνουν οι καργιόληδες, αν θες τη γνώμη μου, πιάτσες για πουτάνες και για να γαμιούνται αθώοι άνθρωποι σαν εμένα. Η κίνηση στη λεωφόρο ήταν αραιή σαν παγωμένη σούπα, αυτό χειροτέρευε τα πράγματα –έπρεπε να μην κάθομαι σκέτο αγγούρι, έπρεπε κάπου να κρυφτώ, να βλέπω χωρίς να βλέπομαι. Οι καργιόληδες που θα τη στήνανε εδώ πέρα δε με γνώριζαν, έπρεπε λοιπόν να κρατήσω το πλεονέκτημα για όσο περισσότερο γινόταν. Κοίταξα τις εισόδους των πολυκατοικιών ψάχνοντας για φιλόξενη στέγη.
Δεν άργησα να εντοπίσω μια σαράβαλη εξώπορτα, το λευκό καλώδιο αυτόματης απελευθέρωσης μισοκρεμόταν δίπλα από την πετούγια, ανάθεμα κι αν δούλευε... Πήγα πιο κοντά, έσπρωξα, η πόρτα υποχώρησε. Το εσωτερικό της πολυκατοικίας μύριζε βραστό λάχανο και ξεραμένο κάτουρο, φαίνεται πως και άλλοι, πριν από μένα, είχαν πάρει χαμπάρι τη χαλασμένη εξώπορτα. Ανέβηκα λίγο τη σκάλα που πήγαινε στους ορόφους, κουλουριάστηκα σ΄ένα βολικό σημείο για να βλέπω έξω αλλά και να είμαι έτοιμος να το παίξω «ανεβαίνω στον πρώτο» αν τυχόν εμφανιζόταν κάποιος από τους ένοικους. Η ώρα ήταν 9 παρά κάτι λίγα.

Στις 9 και μισή ανακάλυψα οτι ψιλοκοιμόμουν στο σκοτάδι. Πετάχτηκα, άναψα τσιγάρο, κάπνισα κλεφτά, συνήλθα. Κάνα τέταρτο αργότερα είδα το αυτοκίνητο. Ένα παλιό Ασκόνα χρώματος απροσδιόριστου που ανέβηκε στο πλατύ πεζοδρόμιο και πάρκαρε 20 μέτρα μακριά από την πολυκατοικία. Δυο μαλάκες πετάχτηκαν από τις ανοιχτές πόρτες, περπάτησαν προσεκτικά θέλοντας να ξεμουδιάσουν –έβλεπα τις πλάτες τους γιατί κοιτούσαν προς το Φαντάζιο. Περίμενα λίγο ακόμα, οι μαλάκες ακούμπησαν στη σκεπή του αυτοκινήτου και άναψαν τσιγάρα. Ήταν η ώρα μου. Σηκώθηκα, τεντώθηκα και βγήκα από την εξώπορτα της πολυκατοικίας σαν νοικοκύρης. Με το που πάτησα στο πεζοδρόμιο σταμάτησα, κούμπωσα το μπουφάν μου κοιτάζοντας τριγύρω. Μετά τους πλησίασα.
«Συγνώμη, μην παρκάρετε εδώ γιατί γράφουν», τους είπα χαμογελαστά.
Δεν γυρίσανε καν να με δουν.
«Ας γράφουν», μούγκρισε ο οδηγός μέσα από το αμάξι.
Σήκωσα τους ώμους σαν άνθρωπος που έχει κάνει το χρέος του και τους προσπέρασα. Η καλύτερη τακτική για να μη σε εντοπίσουν αυτοί που σε ψάχνουν είναι να πέσεις πρώτος πάνω τους –δεν ακούνε καν τι τους λες, νοιάζονται μονάχα να φύγεις από μπροστά τους, να μην τους κόβεις τη θέα. Γι΄αυτό και το τράβηξα λίγο ακόμα, στάθηκα με το ένα πόδι στο πεζοδρόμιο και το άλλο στην άσφαλτο, χάζεψα τα μπαλκόνια της πολυκατοικίας από την οποία μόλις είχα βγει, άκουσα τα μουγκρητά τους, «εκεί θα κάτσει ο μαλάκας;» και πέρασα απέναντι με το πάσο μου. Βέβαια, όταν έφτασα στη διαχωριστική νησίδα ξανασταμάτησα για να ξανακοιτάξω τα μπαλκόνια, λίγο ακόμα και θα με πυροβολούσαν για να φύγω από το οπτικό τους πεδίο.

Το μαγαζί ήταν ολόφωτο, αλλά η κίνηση δεν είχε αρχίσει. Ένας πορτιέρης ξυνόταν στο σκαμπό του.
«Ο κύριος;» ρώτησε.
«Έχει αρχίσει το πρόγραμμα;» ρώτησα με τη σειρά μου.
«Τώρα, σε λίγο...»
«Εντάξει», είπα. «Πληρώνω είσοδο;»
«10 ευρώ, περιλαμβάνεται ένα ποτό».
Έβγαλα τα λεφτά και του τα έδωσα, μου έκοψε ένα κακοτυπωμένο απόκομμα και έκανε στην άκρη για να μπω. Κοίταξα προς το αυτοκίνητο στο απέναντι πεζοδρόμιο, οι τύποι μού είχαν γυρισμένη την πλάτη και κάτι κουβεντιάζανε. Υπέροχα.
Κάτι ασημένιες ντισκόμπαλες του περασμένου αιώνα με στράβωσαν όταν μπήκα στην αίθουσα, αναγκάστηκα να φτάσω σκυφτός μέχρι το μπαρ. Ο τύπος που έκοβε λεμόνια από μέσα δε μου φαινόταν για πολύ αφεντικός, κοίταξα τριγύρω, ψάχνοντας να τον εντοπίσω.
«Τι θα πάρετε;» με ρώτησε ο λεμόνιας.
Παράγγειλα τη συνηθισμένη μου βότκα κι έμεινα να την περιμένω παίζοντας με κάποιο μεταλλικό σουβέρ.
Ο μπάρμαν άφησε το ποτήρι μπροστά μου μη βρίσκοντας τον παραμικρό λόγο να το παίξει ευγενικός.
«Το αφεντικό πού είναι;» τον ρώτησα.
«Ποιο αφεντικό;» απόρησε.
Του χαμογέλασα περιμένοντας. Με κοίταξε αναποφάσιστος.
«Τόνυ, βάλε μου το συνηθισμένο», ζήτησε επιτακτικά ένας σαπιοκοιλιάς που στριμώχτηκε δίπλα μου.
«Εσύ είσαι ο Τόνυ;» ρώτησα τον μπάρμαν.
Κούνησε το κεφάλι εμφατικά.
«Φάτε ρε έναν Τόνυ», μουρμούρισα γυρίζοντας προς τον σαπιοκοιλιά. «Εσύ κάνεις κουμάντο εδώ μέσα;» τον ρώτησα.
«Τραβάς κάνα ζόρι;» μου χώθηκε πλησιάζοντας. Ιδρώτας ανακατεμένος με βαριά κολόνια.
«Με στέλνει ο Γκας», είπα.
Ο σαπιοκοιλιάς μαζεύτηκε.
«Καιρός ήταν», διαπίστωσε. «Εγώ δεν έχω πρόβλημα, εσείς πρέπει να τα βρείτε μεταξύ σας –δε γίνεται να πληρώνω σαράντα νοματαίους μ΄ αυτή την κρίση...»
«Εντάξει, δε χρειάζεται να το συζητήσουμε –απλώς έχε υπόψη σου όταν έρθει ο λεβέντης οτι θα χωθώ», του είπα.
Κούνησε το κεφάλι και απομακρύνθηκε μαζί με το ποτό του. Επειδή ήταν έξυπνο παιδί φρόντισε να μείνει μέσα στο οπτικό μου πεδίο. Και τότε σκίστηκαν οι ουρανοί ή κάτι χειρότερο. Ένα μπουμπουνητό απείλησε να διαλύσει τα ηχεία, ένα σμήνος από παράσιτα μάς επιτέθηκε –στιγμιαία έγινε νεκρική ησυχία κι απότομα γέμισε ο χώρος από μπουζούκι ανακατεμένο με συνθεσάιζερ. Κοίταξα πίσω μου την πίστα –ένα κάζο  (κάτι ανάμεσα σε γυναίκα και αρχηγό των Σιού) είχε εμφανιστεί εκεί πέρα, το χειρότερο ήταν οτι κρατούσε μικρόφωνο. Πήρα βαθιά ανάσα και άναψα τσιγάρο. Ο ήχος δυνάμωσε ακόμα περισσότερο κατεδαφίζοντας τις προσδοκίες μου. Η ώρα ήταν 10 παρά κάτι.

Κι ο τύπος εντελώς ηλίθιος. Μπήκε στο μαγαζί με υφάκι «σας γαμάω όρθιους», έκανε μια γυροβολιά και στήθηκε δίπλα στην κεντρική κολώνα της αίθουσας νομίζοντας οτι εξασφάλισε αμφιθεατρική θέα. Αυτό που, στην πραγματικότητα, είχε καταφέρει ήταν να βλέπει τον ιδιοκτήτη κι εμένα να μου έχει γυρισμένη την πλάτη. Όταν βεβαιώθηκε οτι όλα ήταν ήσυχα, έβγαλε το κινητό του. Σε δυο λεπτά εμφανίστηκε το κυρίως πιάτο –ένα ξανθό πιθηκοειδές με δερμάτινη καμπαρτίνα. Εντελώς σούργελα οι τύποι.
Ο ξανθός πήγε καρφί στον ιδιοκτήτη όσο ο άλλος μετακινήθηκε προς την είσοδο του μαγαζιού, προφανώς για να ελέγχει τον μπράβο.
«Να σε πληρώσω;» φώναξα στον μπάρμαν.
Ήρθε απορημένος αφού ακόμα έπινα το ποτό της «εισόδου» αλλά όταν είδε το δεκαρικάκι να φιγουράρει στο κόντρα πλακέ, το μάζεψε όλο χαμόγελα. Σηκώθηκα, έστρωσα το μπουφάν μου και ξεκίνησα να φύγω κάπως απογοητευμένος από την ποιότητα του προγράμματος –αυτή ήταν η αλήθεια. Ο ηλίθιος στην πόρτα γύρισε να με κοιτάξει.
«Καλησπέρα σας», είπα.
Βιάστηκε να κοιτάξει από την άλλη πλευρά.
«Χάλι το πρόγραμμα», επέμεινα, «κανονικά έπρεπε να μας πληρώνουν για να το βλέπουμε».
Δεν έκανε τον κόπο να γυρίσει αλλά κι εγώ δεν έχασα την καλή μου διάθεση.
«Δεν συμφωνείτε;» επέμεινα, πιάνοντάς τον αγκαζέ.
Ταράχτηκε, έκανε ν΄ απελευθερωθεί από το πιάσιμό μου σαν ηλίθιος που ήταν –στο μεταξύ εγώ έβγαλα τη Μπερέτα και την πίεσα στο αριστερό του νεφρό.
«Κάτσε ήσυχα μη γεμίσουμε άντερα εδώ μέσα», τον προειδοποίησα.
Μαζεύτηκε, ήταν περπατημένο παιδί, ήξερε οτι δεν κάνεις πολλά κουνήματα όταν σε σημαδεύουν. Ο μπράβος από την εξώπορτα γύρισε να μάς κοιτάξει, του έκλεισα το μάτι κι αδιαφόρησε. Τώρα έπρεπε να γίνουν όλα γρήγορα.
«Πάμε στο μαλάκα σου», του σφύριξα στο αυτί και τον πίεσα να κουνηθεί.
Ο ξανθός μάς είδε που ερχόμασταν α λα μπρατσέτα, έχωσε το χέρι του κάτω από το τραπέζι, προφανώς για να βγάλει πιστόλι, και περίμενε.
«Τον δικό σου θα πετύχεις αν κάνεις καμιά μαλακία», του εξήγησα όσο βολευόμασταν στο τραπέζι τους.
Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού μάς χάζευε όλο ενδιαφέρον. Ο ξανθός γύρισε λίγο το σώμα του για να με σημαδεύει καλύτερα –θύμωσα που κάποιοι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν από πολιτισμένη συζήτηση και τον πυροβόλησα κάτω από το τραπέζι. Τινάχτηκε πριν κοπανήσει με το κεφάλι στο σίδερο του τραπεζιού, ο μαλάκας δίπλα μου αναστατώθηκε κι έτσι αναγκάστηκα να τον κοπανήσω στη μούρη με την κάνη της Μπερέτας που ακόμα κάπνιζε. Ο ήχος του πυροβολισμού, ευτυχώς, είχε πνιγεί στην κακοφωνία της τραγουδιάρας.
«Θα τον πάρεις και θα φύγετε ήσυχα. Άμα σας ξαναδώ εδώ μέσα την πουτσίσατε», είπα στον διπλανό μου.
Ταυτόχρονα έψαχνα με τη μπότα μου στο πάτωμα μέχρι να βρω το πεσμένο πιστόλι –μόνο όταν το πάτησα ησύχασα. Ο ξανθός άρχισε να κλαψουρίζει.
«Τα χέρια πάνω στο τραπέζι, να τα βλέπω», του φώναξα.
Βιάστηκε να υπακούσει όσο ο διπλανός μου έγλυφε το αίμα από τη μούρη του.
«Κι εσύ, ξεφόρτωσε», είπα κοιτάζοντάς τον.
Άφησε ένα πιστόλι πιο βαρύ κι από νεογέννητο.
«Ακόμα εδώ είσαστε;» απόρησα θυμωμένα.
Ο τύπος δίπλα μου σηκώθηκε, κόντεψε να πέσει καθώς μπερδεύτηκε στην καρέκλα του, αλλά τελικά κατάφερε να μαζέψει τον ξανθό και να πάρουν το δρόμο της εξόδου. Γύρισα προς τον ιδιοκτήτη.
«Θα τους συνοδέψω μέχρι έξω, μην ξεχάσεις για ποιον δουλεύω», τον προειδοποίησα.
Η τραγουδιάρα φαλτσάρισε ακόμα χειρότερα από το αναμενόμενο βλέποντας τους δυο άντρες να αποχωρούν σε στυλ «Οι γενναίοι του Μπρανκαλεόνε», της χαμογέλασα καθώς τους συνόδευα αλλά δεν το κατάλαβε. Τότε ακριβώς μια τεράστια σφίγγα με τσίμπησε πισώπλατα στο ύψος του ώμου, ήταν μια πολύ κακιά σφίγγα και, προς στιγμή, κόντεψα να βάλω τα κλάματα –όμως άκουσα τον ήχο του πυροβολισμού και κατάλαβα οτι δεν υπήρχε λόγος. Γύρισα προσπαθώντας να μη μου πέσει η Μπερέτα, είδα τον σαπιοκοιλιά τον ιδιοκτήτη να το βάζει στα πόδια.
«Πούστη», σφύριξα μέσα απ΄ τα δόντια μου όσο τον έβαζα στο σημάδι.
Τελευταία στιγμή ήρθα στα λογικά μου, χαλάρωσα το σφίξιμο στη σκανδάλη και γύρισα προς το ζευγαράκι των παραπληγικών.
«Προχωράτε εσείς μη σας γαμήσω», τους ξέκοψα.
Όταν στην έχουν στημένη απέξω δεν πυροβολείς άσκοπα –τους έσπρωξα λοιπόν για να βγουν, ο μπράβος παραμέρισε να περάσουμε.
«Πες στο αφεντικό σου οτι λίαν συντόμως πεθαίνει», του ξεκαθάρισα.
Αδιαφόρησε.

Βρεθήκαμε στο πεζοδρόμιο, μια χαρούμενη παρέα, και οι καργιόληδες από απέναντι κάτι άρχισαν να ψυλλιάζονται. Τους είδα να βγαίνουν από το αυτοκίνητο, τρία ντερέκια έτοιμα για σαματά.
«Στο δρόμο, βγείτε στο δρόμο», φώναξα στους δυο κοντινούς μου.
Ο ξανθός πήγε να πει κάτι αλλά με είδε αγριεμένο και το μετάνιωσε. Βγήκαν στη λεωφόρο τρομαγμένοι ψάχνοντας από που θα τους έρθουν τα αυτοκίνητα. Κι εγώ άρχισα να πυροβολώ στα τυφλά τούς απέναντι, έβγαλα το πιστόλι που μου είχε αφήσει ο Γκας βάζοντας στην τσέπη τη Μπερέτα, οι τύποι τρέχανε να καλυφθούν για να ανταποδώσουν τους πυροβολισμούς -τότε εμφανίστηκαν τα αυτοκίνητα. Δύο στο δικό μου ρεύμα, ένα στο απέναντι.

Σταμάτησα να πυροβολώ αλλά οι μαλάκες απέναντι συνέχισαν, κάποια σφαίρα πέτυχε το κοντινό τους αμάξι, ο οδηγός έχασε τον έλεγχο και καβάλησε το πεζοδρόμιο –το τρακάρισμα που ακολούθησε ήταν εντυπωσιακό. Την ίδια περίπου στιγμή το πρώτο από τα δυο αμάξια της δικιάς μου πλευράς εντόπιζε με σχετική καθυστέρηση τους δυο σακάτηδες που βολτάρανε στην άσφαλτο, ο οδηγός έκοψε ανάποδα το τιμόνι για να τους αποφύγει με αποτέλεσμα να κουτουλήσει στο διαχωριστικό διάζωμα. Το επόμενο αυτοκίνητο προτίμησε την ευθεία οδό κι έτσι σήκωσε τους σακάτηδες στον αέρα πριν ο οδηγός χάσει τον έλεγχο και ντεραπάρει. Έτρεξα χαμογελώντας –πάντα μού άρεσαν οι καταστροφές.

Δεν χώθηκα στο στενάκι, προτίμησα να τρέξω δίπλα στη λεωφόρο μέχρι που πήρα έναν παράπλευρο δρόμο, ένιωθα συνέχεια πίσω μου τα βήματά τους αλλά δεν γύριζα να κοιτάξω –ήταν η φαντασία μου ή ήμουν καταδικασμένος, όπως και να ’χε δεν υπήρχε λόγος να χάνω χρόνο. Έτρεξα και έτρεξα, μέχρι που ο ιδρώτας ανακατεύτηκε με το κολλώδες υγρό μέσα από το μπουφάν μου, τα πόδια μου μετατράπηκαν σε ζελέ και φοβήθηκα οτι θα λιποθυμούσα. Τότε έγινα τυχερός –ένα ταξί σταμάτησε πέντε μέτρα μπροστά μου για να κατεβάσει κάτι πιτσιρικάδες. Το πρόλαβα οριακά, χώθηκα στο πίσω κάθισμα.
«Παγκράτι», ζήτησα όσο πιο ήρεμα μπορούσα από τον οδηγό.
«Είσαι καλά;» με ρώτησε εκείνος.
«Μια χαρά –τι μια χαρά δηλαδή;» κλαψούρισα. «Είπα κι εγώ να πάω μια φορά σε πονηρό μαγαζί και έγινε χαμός...»
«Άκουσα κάτι μπαμ –τι έγινε;» ρώτησε ο οδηγός.
«Καραμπόλα –αμάξια χτυπήσανε πεζούς και μετά τρακάρανε... μην τα ρωτάς...» λαχάνιασα.
«Τι λες ρε παιδί μου...» θαύμασε ο οδηγός.
«Έφυγα τρέχοντας –το μόνο που μου έλειπε ήταν να με δει η γυναίκα μου στις ειδήσεις, της έχω πει οτι είμαι σε συνάντηση...» συνέχισα ένα ελεγχόμενο παραμιλητό.
Ο ταξιτζής γέλασε.

Κατέβηκα δυο τετράγωνα πριν το σπίτι της Σόνιας και κάλυψα την απόσταση με πολύ κόπο. Έσφιγγα τα δόντια, αν τύχαινε και λιποθύμαγα τώρα, την είχα γαμήσει πολύ άσχημα. Ξεκλείδωσα, πήρα το ασανσέρ, έφτασα στην πόρτα της, σωριάστηκα αλλά άνοιξα. Με είδε κι έτρεξε προς το μέρος μου.
«Μην πεις σε κανέναν οτι είμαι εδώ γιατί θα σε σκοτώσω», πρόλαβα να την προειδοποιήσω.
Μετά, κάποιος κατέβασε απότομα τον γενικό κι εγώ άρχισα να πέφτω ασταμάτητα. Δεν είχα κουράγιο ούτε να ουρλιάξω.

8 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

miliokas είπε...

Πολλή βροχή σήμερα, σαν τις ταινίες του Νικολαΐδη_
και πάνω που έψαχνα ποστ να ποστάρω
-για να μην ποστάρω συνεχώς στα άκυρα-
έσκασε αυτό...
Καλημέρα
ε οκ, όχι και καλημέρα τέτοια ώρα...
:)
miliokas aka skylos_mayros

The Motorcycle boy είπε...

Η καλή μέρα από τη βροχή φαίνεται αλλά δε λέει να βρέξει ο πούστης εδώ πέρα, μάς έχει τσακίσει στην υγρασία μετά ήλιου.

liontas είπε...

Έξω έκανε ακόμα μεσημέρι!

The Motorcycle boy είπε...

Έκανε, να μην έκανε;

ninguaqui είπε...

Μπράβο ρε μάγκα, γάμησε το κεφαλαιάκι!

The Motorcycle boy είπε...

Ευχαριστώ φίλε -χαίρομαι που σου αρέσει.

argosholos είπε...

Άντε μας τασπασε πια! Τον συμπαθούσα στην αρχή, αλλά τον βαρέθηκα.
Σκότωσέ τον τον πούσητ να ησυχάσουμε! Μου έχει γίνει συνήθεια πια να σε επισκέφτομαι συνέχεια, ψάχνοντας να δω που το πας. Από την άλλη, θα πάει αγάμητος (εκτός από τη μαυρούλα στο τρένο, και αυτό με επιφύλαξη...) και αυτό δεν το θέλει ούτε ο διάολος!

Κάτι ξέρεις εσύ...Φαντάζομαι να είναι εφάμιλλο της προσμονής!

The Motorcycle boy είπε...

Παπαπα... τι λόγια είναι αυτά, άγιες μέρες! Ο καλός πράιβιτ άι πάντα είναι σπαστικός και οι κύριοι σπανίως γαμάνε τις αιθέριες υπάρξεις. Έχει λίγο μέλλον ακόμα η ιστορία -πάντως κοντά στο να ψοφήσει είναι, όπως βλέπεις.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι