1. Στενά παπούτσια, σπασμένα κουμπιά
2. Ένα τσιγάρο υπόθεση
3. Ρόδες γυρίζουν στον αέρα
4. Συνθήκες βρασμού
5. Μαυρισμένες σελίδες, λιωμένα εξώφυλλα
6. "Δυο λάθη δεν κάνουν ένα σωστό"
7. Τρεις ιστορίες για το μεσοδιάστημα
8. Κάποια τραγούδια γύρω από φτηνά ξενοδοχεία
9. Προετοιμασία μίσους
10. Άσπρος φόβος
11. "Όμως στο λέω -αυτή η νύχτα είναι κακιά"
12. Ένα πολυάσχολο κάθαρμα
13. Ένα ζευγάρι μπότες και κάτι μύγες
«Έχεις φοβηθεί ποτέ τραγούδι;» Ο Κώστας καπνίζει το απελπιστικό τρίφυλλο απέναντι από κάποια αυλάκια δίσκου. Μέσα από τα αυλάκια περνάει η βελόνα του πικάπ, έξω από τα αυλάκια χύνεται κυματιστή μουσική – «48 φορές/ και παιχνίδια με το χθες/ το ρίγος του χρόνου». Περιμένει τους υπόλοιπους στο σπίτι της Μαρίας, έχοντας αγνοήσει τον βασικό κανόνα καπνίσματος φούντας. Γιατί η φούντα είναι χαβαλές όταν καπνίζεται με παρέα, ζεστασιά όταν καπνίζεται από ζευγάρι και παράνοια όταν την πίνεις μόνος σου. Το δωμάτιο γυρίζει όσο η μουσική γκελάρει στα ντουβάρια, η Μαρία έχει πάει στο χωριό της για Χριστουγεννιάτικες διακοπές και ο Κώστας προσπαθεί να ξορκίσει τρομερές εικόνες, με τραγούδια που τον φρικάρουν εξίσου. Αν έχει φοβηθεί ποτέ τραγούδι; Εσύ τι λες;
Η μέρα κουβαλάει μαύρο ουρανό και άρρωστο ήλιο, οι υπόλοιποι έχουν αργήσει όπως πάντα και η Άλεξ έχει πάνω από μήνα να δώσει σημεία ζωής. Από τη μέρα της απογοήτευσης, όταν συναντήθηκαν στο καφενείο της σχολής με άδεια χέρια και βαριά κεφάλια –όταν ήπιαν αμίλητους καφέδες αποχαιρετώντας την ανεμελιά τους. Ο Γιαννάκης δεν ήταν πουθενά, ανάμεσα στους ζωντανούς τουλάχιστον -κανένας δεν μπόρεσε να ανακαλύψει το ψυγείο που έκρυβε ότι είχε απομείνει από αυτόν. Κάποιοι φίλοι τους ειδοποίησαν πως είχε ανέβει η μάνα του από το χωρίο –έφαγε τα πόδια της η γυναίκα από την Ασφάλεια μέχρι το νεκροτομείο μήπως τον βρει –άδικα. Δεν άντεξαν ούτε καν να τη συναντήσουν. Ποιος ο λόγος; Όλοι ήξεραν πως ο Απροσάρμοστος είχε πετάξει δίπλα σε σφαίρες και δακρυγόνα, δεν χρειαζόταν παραπάνω πράγματα να ειπωθούν.
Μόνο που, φεύγοντας, πήρε μαζί του και τη ζωντάνια τους –άδεια μάτια και κρύα χέρια (από αυτά που πέφτουν αμήχανα στα πλευρά) –ότι απόμεινε πίσω του. Η Άλεξ είχε μιλήσει λίγο και τους είχε δείξει τα πάντα. «Οι Ιππότες της Ελεεινής Τραπέζης ήταν μια χαρά τυπάκια, αλλά στο τέλος γκρεμοτσακίστηκαν. Δεν γίνεται αλλιώς. Το δέχεστε και κοιτάζετε να κρατηθείτε από κανένα κλαδί ή σας μαζεύουν με το κουτάλι. Κι εγώ κουράστηκα να με μαζεύουν». Μετά χάθηκε, αφήνοντας ανέγγιχτο τον καφέ της. Την αναζήτησαν δήθεν τυχαία, αλλά δεν την βρήκαν. Και ο Κατσούλας –χαμένος κι αυτός από εκείνη την καταραμένη μέρα, αλλά δεν τον αναζήτησαν –και μόνο η σκέψη του έφερνε σφίξιμο στα χείλια.
Δεν κατάλαβε ο Κώστας για πόση ώρα χτυπούσε το κουδούνι –θα πρέπει να ήταν αρκετή, γιατί ο Άρης μπήκε συφιλιασμένος …
«Κουφός είσαι ρε ή τράβαγες μαλακία;»
«48 σιωπές/ σαν μοντέρνες μουσικές/ στην άκρη του δρόμου», απάντησε το πικάπ.
Έβγαλε από την τσέπη του στρατιωτικού μπουφάν ένα ΜΕΤΑΞΑ πεντάρι και το κούνησε μπροστά στη μύτη του Κώστα …
«Να μη λερώνουμε ποτήρια -έτσι;»
Καθισμένοι στην πολύχρωμη φλοκάτη μοιράζονταν καυτερές τζούρες, αμίλητοι τις έσπρωχναν με κονιάκ-γυαλόχαρτο στο λαιμό τους.
«Που είναι ο Πέτρος;»
«Κόλλησε με κάτι χαπάκηδες στην πλατεία. Δεν τον άντεξα το μαλάκα –δυο ώρες τα ίδια και τα ίδια –αντιβηχικά, ύπνους, τριπάκια …», αγανάκτησε συγκρατημένα ο Άρης.
«48 ριπές/ σ’ ένα τραύμα διαφανές/ μανιτάρια του τρόμου», υποστήριξε το πικάπ.
«Θα κάνει συναυλία τζαμπέ ο Δήμος Αθηναίων. Με Dream Syndicate, PIL και κάμποσους δικούς μας», είπε ο Κώστας στο άσχετο.
«Έλα ρε! Θα έρθει ο Rotten;» έκανε μια προσπάθεια να δείξει ενδιαφέρον ο Άρης.
«Lydon πια», διόρθωσε άκεφα ο Κώστας.
«Καλή φάση», συμπέρανε ο Άρης, εννοώντας το, όσο λιγότερο γινόταν.
Μετά, άφησαν την παγωμάρα να τους νικήσει. Γυάλινα μάτια και αυτιά στραμμένα κατά μέσα. Έξω από το παράθυρο, ο ήλιος έδειχνε να το παίρνει απόφαση πως το παιχνίδι ήταν ήδη χαμένο –χώθηκε, λοιπόν, πίσω από κάτι εύκαιρα σύννεφα και άφησε τη βροχή να μουλιάσει τα πεζοδρόμια.
«Δεν είμαι καλά», είπε ο Κώστας, λυμένος από το κονιάκ. «Η Μαρία μου σπάει τα νεύρα σε ημερήσια διάταξη και δεν έχω κέφι ούτε να την σουτάρω. Άσε δηλαδή που δεν βλέπω τον λόγο κιόλας. Αν αυτής της αρέσει –γιατί να της το χαλάσω; Έτσι κι αλλιώς, έχω ξεμείνει από αίσθημα και όρεξη. Αν γουστάρει να με μοστράρει δίπλα της, σαν κατατονικό μαλάκα –άστη να το κάνει. Σωστά;»
«Τα λες για να τα ακούσεις –έτσι;» συμπέρανε αόριστα ο Άρης.
«Μπορεί. Έχει καμιά σημασία ο λόγος; Και στην τελική –που να γυρίζεις;»
«48 σκεπές/ να χωθούμε από κάτω αν θες/ τέλος χρόνου», συμπέρανε οριστικά το πικάπ.
Κατάλαβαν πως δεν υπήρχε λόγος να περιμένουν άλλο –έτσι κι αλλιώς η βελόνα θα γύριζε αιώνια στο δίσκο, αφού δεν υπήρχε αυτόματη επιστροφή –αποφάσισαν να ανακατέψουν το υπόλοιπο κονιάκ τους με βρώμικο, βρόχινο νερό και γι΄ αυτό βγήκαν στο δρόμο. Περπάτησαν παράλληλα στη λεωφόρο με τα λάστιχα των αυτοκινήτων να τους μπουγελώνουν, πέρασαν απέναντι από το σπίτι της Άλεξ και ήπιαν κάτι ζόρικες γουλιές στην υγειά του σκοτεινού της παράθυρου. Κλώτσησαν πέτρες –απομεινάρια από πρόσφατα ανοιγμένους υπονόμους και κάπνισαν βιαστικά τσιγάρα πριν μουλιάσουν εντελώς και σβήσουν. Τα τσιγάρα τους.
«Που πάμε ρε μαλάκα;» ρωτούσε ο Κώστας.
«Από δω –καλά πάμε», απαντούσε ο Άρης χωρίς να τον κοιτάξει.
Πουθενά δεν πήγαιναν και καλά πήγαιναν προς το πουθενά. Μόνο, πλησιάζοντας στο σπίτι του Απροσάρμοστου, έστριψαν βιαστικά τη γωνία –γιατί είχαν προλάβει να δουν φως στο παράθυρό του. Φυσικά δεν είπαν κουβέντα γι΄ αυτό.
Κάπου στην Πλάκα πέτυχαν τρεις ξέμπαρκες με πολύχρωμες ομπρέλες που τους λυπήθηκαν και προσφέρθηκαν να τους προστατέψουν από τη βροχή. Φοιτήτριες της Φιλοσοφικής, πήγαιναν για καφέ στη «Φιλόμουσα» –αν ήθελαν τα παιδιά, μπορούσαν να πάνε μαζί τους και τα παιδιά δεν ήθελαν ιδιαίτερα, αλλά βρέθηκαν στη «Φιλόμουσα» να παραγγέλνουν καφέ φίλτρου και να τον εμπλουτίζουν αδιάκοπα με το πεντάρι που έδειχνε ξεδιάντροπα τον πάτο του.
«Εσείς πότε αρχίζετε εξεταστική στην Πάντειο;» ρώτησε η πιο ασουλούπωτη από τις τρεις, για να σπάσει τη μουγκαμάρα.
Ο Άρης το σκέφτηκε πριν απαντήσει. Είχε ήδη αρχίσει να βαριέται, πριν καν μιλήσουν οι κοπέλες –η μια μόνο άξιζε, με τα μακριά της μαλλιά και τα μεγάλα μάτια –οι άλλες δύο ήταν για τα μπάζα.
«Ποιος τις γαμεί τις εξεταστικές;» πετάχτηκε ο Κώστας.
«Ααα …», έκαναν οι δυο άσχημες και αποφάσισαν πως το θέμα ήταν καμένο εξ’ αρχής.
«Θα σας πάρει πρέφα το γκαρσόνι που γεμίζετε συνέχεια τους καφέδες με κονιάκ», αποφάσισε να μιλήσει η όμορφη.
«Ναι σωστά», άρπαξε την ευκαιρία ο Άρης. «Μήπως έχετε καμιά καβάντζα να πιούμε στο πιο άνετο;»
«Αααα, όχι. Δεν είμαστε για τέτοια –έχουμε διάβασμα. Μόνο λίγο βγήκαμε για καφέ», ήρθε η ξενέρωτη απάντηση.
«Συγνώμη λίγο», ψέλλισε ο Κώστας και σηκώθηκε τρεκλίζοντας. Η πρόθεσή του ήταν να πάει στην τουαλέτα αλλά δεν είχε τόσες πολλές αντοχές –οπότε ξέρασε δίπλα στο ταμείο του μαγαζιού. Πανικός κι ο Κώστας στα γόνατα. Στην προσπάθεια να κρατηθεί, του έπεσε το μπουκάλι στα πόδια ενός νευριασμένου γκαρσονιού.
«Αει στο διάολο, τσακιστείτε έξω κωλόπαιδα!» σάλταρε κανονικά το γκαρσόνι και δεν ήξερε αν έπρεπε να τους πλακώσει στο ξύλο ή να φέρει, πρώτα, τη σφουγγαρίστρα.
Η παρέα βρέθηκε πάλι στη βροχή με τις κοπέλες μουτρωμένες. Ο Άρης χάζεψε την όμορφη πριν αποφασίσει οτι της πήγαινε το νευρίασμα.
«Λοιπόν, εμείς να πηγαίνουμε», είπε μια από τις άλλες.
«Μαζί μένετε;» ενδιαφέρθηκε ο Άρης.
«Γιατί ρωτάς;» πετάχτηκε η δεύτερη άσχημη.
«Εγώ και η Αλέκα μένουμε μαζί», πληροφόρησε η όμορφη. Κι επειδή η ανωνυμία δεν πήγαινε άλλο …
«Εσένα πως σε λένε;» ενδιαφέρθηκε ο Άρης.
«Ελένη».
«Χάρηκα. Εγώ είμαι ο Άρης κι αυτός εκεί θα γίνει κάποια στιγμή Κώστας. Για την ώρα μπορείς να τον λες ερείπιο».
Η Ελένη γέλασε αυθόρμητα καθώς οι άλλες την τραβούσαν στην άκρη. Ένας μικροκαυγάς ξεκινούσε ανάμεσά τους –ο Άρης παρακολουθούσε αμέτοχος ενώ ο Κώστας σωριάστηκε μαζί με το καχεκτικό δεντράκι στο οποίο ακουμπούσε.
«Καλέ αυτός είναι χάλια! Να έρθω μαζί σου να σε βοηθήσω στο κουβάλημα;» ξεκόλλησε από τις υπόλοιπες η Ελένη –αγνοώντας τα αδυσώπητα βλέμματα.
Μέχρι που χαμογέλασε ο Άρης με την προσφορά της –βάλθηκαν μετά να αποχαιρετούν τις κάργιες κι έπιασαν τον Κώστα κάτω από τις μασχάλες. Όχι για πολύ. Στα 30 μέτρα ο Κώστας τους έσπρωξε …
«Σιγά ρε δεν είμαι σακάτης. Απλά οι φιλενάδες σου, βρε Ελένη, μου έφεραν κάποια στομαχική διαταραχή. Τώρα είμαι καλύτερα».
Μισογέλασε η κοπέλα με τη σαχλαμάρα του και συνέχισαν να βαδίζουν στη Σταδίου. Η βροχή έπεφτε ανελέητα και οι ομπρέλες είχαν αποχωρήσει μαζί με τις φίλες της Ελένης. Οπότε προχωρούσαν μουσκεμένοι και αδιάφοροι –το θέμα είναι να μην βραχείς, μετά δεν τρέχει τίποτα άλλο εκτός από τα μπατζάκια σου.
«Που πάμε να ρωτήσω;» μίλησε μέσα από τις κουρτίνες των μαλλιών της η Ελένη.
«Εσύ να ρωτήσεις –αλλά, να δω ποιος θα σου απαντήσει», αποφάνθηκε ο Κώστας, βουτώντας μέσα σε μια λακκούβα.
«Προχωράτε χωρίς πολλές κουβέντες γιατί μου φαίνεται ότι το πάει για βροχή», παρότρυνε ο Άρης.
«Κι αν δε βρέξει;» γέλασε χαζά ο Κώστας.
«Θα χιονίζει», συμπλήρωσε ο Άρης -δεν χρειαζόταν να κοιτάξει την Ελένη για να σιγουρευτεί πως τους είχε, στα σίγουρα, για λαλημένους.
Στην πλατεία έβρεχε λάσπη ανακατεμένη με ερημιά. Ακόμα και οι περίπολοι των ΜΑΤ είχαν κρυφτεί σε στεγνά μέρη. Η τριάδα χώθηκε στάζοντας στο «ΤΣΑΦ» και μόνο τότε κατάλαβαν πως έπρεπε να αποφεύγουν τις απότομες κινήσεις γιατί υπήρχε κίνδυνος να βρεθούν με τα παντελόνια στα γόνατα –έτσι μουσκίδια που ήταν. Παράγγειλαν καφέδες ψάχνοντας τις τσέπες τους για στεγνά τσιγάρα. Η Ελένη έτρεμε κιόλας –καθώς στέγνωναν τα ρούχα της, αχνίζοντας από την αναμμένη σόμπα. Ο Άρης προσφέρθηκε να της τρίψει τα μπράτσα κάτω από το ειρωνικό βλέμμα του Κώστα.
«Τις ξέρεις πολύ καιρό τις άλλες;»
«Από το πρώτο έτος»
«Ξενέρωτες ε;»
«Όσο να πεις»
«Κι εσύ;»
«Τι εγώ;»
«Σωστά. Τι εσύ;»
Έλειπε κι ο μαλάκας ο Πέτρος που είχε ειδικότητα «παγοθραυστικού συζητήσεων με γκόμενες» -έτοιμος ήταν να σηκώσει τα χέρια ψηλά ο Άρης. Και κρίμα δηλαδή, γιατί τη γούσταρε την Ελένη.
Ο Κώστας πάλι, είχε τις δικές του ανησυχίες. Στο διπλανό τραπέζι κάθονταν δυο περίεργοι που μουρμούριζαν χαζεύοντας τον κόσμο. Σκατόφατσες, με λαδωμένα μαλλιά -δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν ήταν ασφαλίτες ή ντηλέρια. Του πήρε 10 λεπτά για να αποφασίσει πως δεν είχε σημασία.
Στο τραπέζι δίπλα στη τζαμαρία χαβαλέδιαζε μια παρέα από Εξαρχειώτες. Καλά παιδιά, ξηγημένα και πάντα έτοιμα για φασαρίες. Ο Κώστας σηκώθηκε για να τους πλησιάσει. Οι Εξαρχειώτες είχαν πιάσει κουβέντα υψηλού επιπέδου με κάτι θεόρατους Περιστεριώτες ροκαμπιλάδες που είχαν απομείνει στην περιοχή από τη συναυλία του Jerry Lee στο Καλλιμάρμαρο. Τους θυμόταν ο Κώστας -με τα πόδια και με σημαίες του Νότου κατέβηκαν από τα νταμάρια για να πιάσουν θέση, κάτω ακριβώς από τη σκηνή. Από τότε γλυκάθηκαν και έμειναν στην πλατεία –γερά παιδιά που έριχναν φάπες με το τσιγάρο αραγμένο πίσω από το δεξί αυτί.
«Άμα δεν ακούσεις δυο Μπαμπελούλες στο καπάκι πώς να στανιάρεις αδερφέ;» απορούσε ένας από αυτούς.
«Αυτά έχουνε πεθάνει ρε νεκρόφιλε», γέλαγε ο Εξαρχειώτης απέναντί του.
«Ναι, …στά –ενώ ο Morrisson που μας έχετε πρήξει τ’ αρχίδια, σφύζει από ζωή», σνόμπαρε ο Περιστεριώτης.
«Να διακόψω λίγο το Μουσικό Καλειδοσκόπιο;» αναρωτήθηκε φωναχτά ο Κώστας ενώ θρονιαζόταν ανάμεσα στους νεσκαφέδες.
«Καλώς τον», μουρμούρισε η παρέα.
«Τι έγινε ρε επιστήμονα; Πως και μας καταδέχτηκες;» τον χτύπησε στην πλάτη κάποιος.
«Φοιτητής;» αναρωτήθηκε ένας Περιστεριώτης.
«Θάνατος στους φοιτητές –αυριανούς διευθυντές», αποφάνθηκε αντί συστάσεως η Εξαρχειώτικη πλευρά του τραπεζιού.
«Θα το παίξουμε πολύ ώρα ακόμα το πουλί μας; Όχι γιατί άμα είναι –να έρθω αργότερα», αγανάκτησε ο Κώστας.
«Λέγε μωρή κουλτούρα», τον ενθάρρυναν.
«Λέω. Εκείνους τους δυο στο τραπέζι πίσω μας, τους έχετε ξαναδεί;» περίμενε ο Κώστας μέχρι να συντονιστούν και να το συζητήσουν.
«Μπα –πρώτη φορά», αποφάνθηκε η παρέα.
«Τι τρέχει μ΄ αυτούς;» ενδιαφέρθηκαν κάποιοι.
«Τίποτα ακόμα. Για να μην τρέξει το λέω –γιατί μου φαίνονται σα χαφιέδες», είπε ο Κώστας κοιτάζοντας το ιδρωμένο τζάμι.
«Πάντως ντηλέρια δεν είναι», είπε ένας Περιστεριώτης. «Όσοι σπρώχνουν στην πλατεία, κάνουν αποχή αυτές τις μέρες γιατί περιμένουν ένα καινούργιο φορτίο».
«Άρα;» σφύριξε ο Κώστας.
«Τους πλακώνουμε για παν ενδεχόμενο», συμπέρανε ο πλησιέστερος Εξαρχειώτης.
«Καλώς. Πάω να το μαλακίσω κι ερχόσαστε μετά», είπε ο Κώστας ενώ σηκωνόταν ανάμεσα σε διαδοχικές καταφάσεις.
Πέρασε δίπλα από το τραπέζι του Άρη, οι ματιές τους συναντήθηκαν, «μα δε βαριέσαι ρε μαλάκα;», «αυτό λέω κι εγώ για σένα» -το παπούτσι του Κώστα σκάλωσε προμελετημένα στο σιδερένιο πόδι του τραπεζιού, καφέδες τραντάχτηκαν πριν ανακατευτούν με χυμένα νερά.
«Ε, πρόσεχε φιλαράκο!» είπε ο ένας τύπος ενώ πεταγόταν όρθιος για να προφυλάξει το παντελόνι του.
«Τι έγινε ρε μάγκα; Θα μας κάνεις και υποδείξεις για το πώς θα περπατάμε;» πλησίασε ο Κώστας τόσο κοντά στον άλλο που οι μύτες τους κόντεψαν να ακουμπήσουν.
«Ε μα ρε μεγάλε … χάλια μας έκανες!» μπήκε στην κουβέντα ο δεύτερος.
«Εγώ σας έκανα ή εσείς έχετε τα χάλια σας;» έριξε μια σπρωξιά στον κοντινό του ο Κώστας.
Το τραπέζι με τους ενιαίους Εξαρχειώτες- Περιστεριώτες είχε σηκωθεί και περικύκλωνε την εστία καυγά. Ο Άρης τράβηξε κοντά του την Ελένη που φόραγε υγρά, ανήσυχα μάτια. «Δεν τρέχει τίποτα –συνηθισμένα πράγματα», της είπε.
Η φασαρία εξελισσόταν μια χαρά, δίπλα τους –ο Κώστας είχε αρπάξει τον ένα τύπο από τους γιακάδες και τον τραβολόγαγε, «πάμε έξω ρε μουνόπανο», οι Εξαρχειώτες έκαναν πλάτες κι ένας δίμετρος ροκαμπιλάς συνόδευε τον δεύτερο της παρέας προς την πόρτα με το απαραίτητο κλωτσίδι. «Σιγά ρε παιδιά, δεν έγινε τίποτα ρε!» άσκοπες διαμαρτυρίες.
Στο πεζοδρόμιο, έξω από το «ΤΣΑΦ» έπεσαν μπόλικες ψιλές μαζί με κάτι ξεγυρισμένα μπουνίδια –τα παιδιά φώναζαν και οι τύποι πάλευαν να προφυλαχτούν. Μέσα από το χαμό πέρασε ο Πέτρος για να χωθεί στο μαγαζί, στάζοντας. Δεν άργησε να δει τον Άρη –σωριάστηκε στο τραπέζι του με μάτια χαμένα…
«Τι τρέχει εκεί έξω ρε;»
«Τα γνωστά. Ο Κώστας στάμπαρε δυο ασφαλίτες και τους την έπεσαν κανονικά».
«Ο Κώστας τους στάμπαρε;»
«Ναι»
«Ο Κώστας το ‘χει κάψει εντελώς. Ποιοι ασφαλίτες ρε μαλάκα; Αυτοί που βαράνε είναι από τα ΤΕΙ της Λάρισας. Δεν θυμάσαι που τους είχαμε πετύχει σ΄ ένα βρωμορεμπετάδικο πίσω από τη ‘Μπιμπερό’ όταν είχαμε ανέβει πάνω; Εντάξει, σκυλάδες είναι αλλά όχι κι έτσι!» Ο Άρης χάζευε τα παιδιά να κλωτσάνε τους πεσμένους στο πεζοδρόμιο –μαζί με τον Πέτρο τινάχτηκαν –ελατήρια, πετάχτηκαν έξω κι έβαλαν τις φωνές, «κόφτε το ρε μαλάκες, έγινε λάθος!». Με το ζόρι τους μάζεψαν, «ΤΕΙτζήδες από τη Λάρισα είναι ρε μαλάκες!» και οι ροκαμπιλάδες συνέχιζαν να κλωτσάνε, «τους έχουμε δει σε ρεμπετάδικο!» -«ε, μα τότε καλά κάνουμε και τους βαράμε», με τα χίλια ζόρια τράβηξαν τον κόσμο πίσω στην καφετέρια. Οι δυο τύποι μάζεψαν τα δόντια τους από το πεζοδρόμιο και χάθηκαν στα στενά.
«Τι σου ήρθε ρε ηλίθιε;» ρωτούσε ο Πέτρος τον Κώστα που κατέβαζε μια AMSTEL μπας και ξεδιψάσει.
«Μου φάνηκαν περίεργοι –δατς ολ», μουρμούριζε αυτός.
«Πάμε να γαμήσουμε τα περιπολικά στην Καλλιδρομίου» φώναξε κάποιος από την παρέα των Εξαρχειωτών.
«Α … μια χαρά τους βρίσκω!» παρατήρησε ο Πέτρος.
«Πάμε κι εμείς μαζί τους;» πρότεινε ο Κώστας.
«Κάτσε κάτω ρε! Δεν σου φτάνει η μαλακία που έκανες;» έβαλε πάγο ο Άρης.
«Για το Γιαννάκη ρε φίλε. Στη μνήμη του», παρακάλεσε ο Κώστας.
«Κάτσε κάτω είπα! Θα έρθει η ώρα και γι΄αυτό. Όχι τώρα!» επέμενε ο Άρης.
Έκατσε νευριασμένος ο Κώστας, ψιθύρισε και κάτι στο αυτί του Πέτρου για τον άλλο που θέλει να χαλβαδιάσει με τη γκόμενα και τους τραβάει μαζί του –τζάμπα.
Η Ελένη ήταν έτοιμη να φρικάρει. Δεν έφτανε ο κατά λάθος ξυλοδαρμός που είχε παρακολουθήσει –ένιωθε πως σε λίγο θα γινόταν παγκόσμιος πόλεμος στα στενά πάνω από την πλατεία. Κι εκείνη δεν ήθελε να βρίσκεται εκεί –αυτό ήταν το μόνο σίγουρο.
Η βροχή είχε κόψει εκεί έξω και η συννεφιά είχε βραδιάσει. Κόσμος έδινε βιαστικά ραντεβού, δυο δρόμους πιο πάνω –συνεννοήσεις για μπουκάλια μπύρας που θα γέμιζαν βενζίνη, αναβρασμός που ζέσταινε τη σόμπα στη μέση της καφετέριας.
«Να την κάνουμε σιγά –σιγά», είπε ο Πέτρος. «Αυτοί είναι τόσο ληγμένοι που θα καούν μεταξύ τους στη μέση της ανηφόρας».
Άφησαν κάποια κέρματα στο τραπέζι και βγήκαν στην υγρασία, τουρτουρίζοντας. Ο Άρης, επίσημα πλέον αγκαλιά με την Ελένη, ο Κώστας να κλωτσάει περαστικά τενεκεδάκια μπύρας κι ο Πέτρος άκαμπτος σαν στεγνή σανίδα.
«Πεινάω», μουρμούρισε ο Κώστας.
«Τσίμπα ένα αρχίδι και παράτα μας», απάντησε ο Πέτρος.
«Δε μιλάς καλά», είπε αδιάφορα ο Κώστας. «Άσε που καρφώνεσαι από χιλιόμετρα ότι έχεις γίνει. Τι πήρες ρε μαλάκα;»
«Κάνε δουλειά σου», έκοψε την κουβέντα αυτός.
Κι έτσι προχωρούσαν χωρίς να πηγαίνουν, απομακρύνονταν από την πλατεία –αλλά, τριγύρω την έφερναν, από τις παρόδους –με αυτιά τεντωμένα. Το ζευγαράκι ψιθύριζε αγκαλιασμένο και οι υπόλοιποι κορόιδευαν ακολουθώντας τους. Η ζωή είχε πάρει πάλι πρόσκαιρο νόημα, μέχρι να βρεθεί το επόμενο μπαρ, μέχρι να κρεμαστούν οι σκέψεις από άβολα σκαμπό –παρέα με βρεγμένα στρατιωτικά μπουφάν. Ο Κώστας βολεύτηκε με δυο σουβλάκια στο χέρι και η πρώτη σειρήνα περιπολικού ακούστηκε πριν από τους κρότους των εκρήξεων. Δίκιο είχε ο Πέτρος –τα παιδιά δεν θα έφταναν καν μέχρι το αστυνομικό τμήμα της Καλλιδρομίου. Για μια ακόμα φορά.
Ήπιαν πολύ εκείνο το βράδυ –περισσότερο από όσο άντεχαν οι τσέπες και τα στομάχια τους –μακριά από τις φασαρίες, σε έναν έρημο «Ιπποπόταμο», παρέα με σημαντικούς Εγγλέζους που γέρασαν στιχουργικά, πριν προλάβουν να ωριμάσουν και παρακμιακούς Αυστραλούς που ωρίμαζαν πρόωρα.
Κάποια στιγμή αποσύρθηκαν στο σκοτεινό βάθος του μαγαζιού, ο Άρης με την Ελένη –«εντάξει, εδώ μιλάμε για έναν έρωτα μεγάλο», σχολίασε ο Πέτρος κι ο Κώστας παράγγειλε «Heartbreaker από Pat Benatar» στον dj –ο οποίος τον αγνόησε κανονικά. Γιατί όχι άλλωστε; Αφού την ακριβώς επόμενη στιγμή ο Κώστας κοιμόταν με το κεφάλι ακουμπισμένο στο γιγαντιαίο τασάκι της μπάρας. Και, σα να μην έφτανε αυτό, σάρωσε με το μανίκι του ένα ποτήρι κρασιού που έπινε ο dj –κόκκινο υγρό κύλησε στον πάγκο, κάτι παρατημένα τριαντάφυλλα που είχε αγοράσει ο Άρης για την Ελένη βρέθηκαν να μουλιάζουν τα πέταλά τους.
Ο Πέτρος ταράχτηκε από την ξινή μυρωδιά, έπιασε το κεφάλι του για να βάλει σε τάξη τη ζαλάδα από τα χάπια κι άφησε το κάψιμο στο στομάχι για αργότερα. Χάλια και όλο χειροτέρευε –περπάτησε προσεκτικά τα δάχτυλά του στον πάγκο για να μην ακουμπήσει τα υγρά λουλούδια.
«Πως γίναμε έτσι;» μουρμούρισε το διπλανό του κεφάλι –με τα μάτια κλειστά από τις στάχτες.
«Μια χαρά είμαστε ακόμα. Αύριο θα είναι χειρότερα», σκέφτηκε ο Πέτρος ή ίσως και να το είπε φωναχτά. Ο Άρης με την Ελένη δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από το σκοτεινό βάθος –γιατί δεν πήγαιναν σε κάποιο σπίτι να ζήσουν τον έρωτά τους; Καταντούσε άβολο πλέον. «Μαλάκα μου, δεν αντέχω άλλο. Χτυπάμε ακόμα μια γύρα μπας και ξενερώσουμε;» πρότεινε ο Κώστας.
«Άντε να πλυθείς πρώτα που έχεις γίνει σαν τη Σταχτοπούτα και μετά βλέπουμε», προσπάθησε να του καθαρίσει το μέτωπο ο Πέτρος.
«Αφού είναι οοοο …. και ηηηηη …. εκεί κάτω», είπε αόριστα ο Κώστας.
«Άντε ρε μπας και ξεκουνηθούν γιατί θα ξημερώσουμε κολλημένοι στα σιρόπια», μουρμούρισε ο Πέτρος.
Το ζευγαράκι αποφάσισε επιτέλους να σηκωθεί, ο Κώστας άφησε μόνο κάποιες στάχτες στα φρύδια, ενθύμιο μιας υπέροχης βραδιάς και όλοι μαζί κατέβασαν δυο γύρους σφηνάκια κερασμένα –για το δρόμο.
«Πάμε στο σπίτι της Μαρίας;» πρότεινε ο Άρης.
«Α όχι –εγώ πρέπει να φύγω. Έχω διάβασμα», δίστασε η Ελένη.
«Έλα μωρέ –έτσι κι αλλιώς τη χάσαμε τη μέρα. Πάμε να ρίξουμε κανέναν ύπνο και το πρωί φεύγεις. Που να τρέχεις μόνη σου τέτοια ώρα;» βρήκε την ευπρεπή δικαιολογία ο Πέτρος.
Κατέβηκαν τη Βουκουρεστίου με σκοπό να φτιάξουν μια ευθεία γραμμή από το κέντρο μέχρι το Κουκάκι. Η «συντομοτέρα οδός» που λένε. Τα παπούτσια τους, σκέτα ενυδρεία, με τα δάχτυλα να πλατσουρίζουν σαν ατάιστα ψάρια. Γόνατα κομμένα και κεφάλια μουδιασμένα. Ο Πέτρος έτρωγε διαδοχικά φλας περνώντας από τις βιτρίνες –παλτά ζωντάνευαν για να τον χειροκροτήσουν, γυαλιά ράγιζαν όταν ένιωθαν την αναπνοή του, χρωματιστές λάμπες στριφογύριζαν. Αλλά προτιμούσε να μην πει τίποτα στους υπόλοιπους –έκλεινε τα μάτια και περπατούσε, παρακολουθώντας τα κύματα που λυσσομανούσαν στο στομάχι του. Μέχρι να φτάσουν στης Μαρίας κόντεψαν να χάσουν τα σαγόνια τους από ανατριχιαστική εξάντληση. Ο Κώστας κρατούσε ήδη τα κλειδιά της πολυκατοικίας, τα κόκαλά τους ζεσταίνονταν προκαταβολικά και βιαστικοί περπατούσαν –γι΄ αυτό διέκριναν τελευταία στιγμή την κουλουριασμένη φιγούρα στα σκαλοπάτια.
«Ποιος;»
«Που;»
«Εκεί!»
Πλησιάζοντας, τους πήρε χαμπάρι η Άλεξ και ξεδιπλώθηκε με δυσκολία για να σηκωθεί. Ο Κώστας έφτασε πρώτος και την αγκάλιασε …
«Τι κάνεις εδώ ρε κούκλα;» κι εκείνη -αμίλητη.
Ξεκλείδωσαν την εξώπορτα, μπήκαν μέσα -η Άλεξ έτρεμε από κρύο, εξάντληση κι άλλα πολλά. Κοίταξε προς την Ελένη …
«Ποια είναι αυτή;» ρώτησε αβέβαια.
«Φίλη», είπε ο Άρης.
«Θα μείνει εδώ;» την κάρφωσε με απεγνωσμένα μάτια η Άλεξ.
Κατάλαβε ο Άρης, τράβηξε παράμερα την Ελένη να της ζητήσει συγνώμη –κάτι σοβαρό είχε γίνει, θα έπρεπε να φύγει, αλλά αύριο το μεσημέρι … Σκοτώθηκε να την συνοδέψει μέχρι τη Συγγρού και να την βάλει σε κάποιο ταξί. Όταν γύρισε, βρήκε όλους τους υπόλοιπους αμίλητους –με αχνιστούς καφέδες να τον περιμένουν. Κάθησε απέναντι από την Άλεξ.
«Τι τρέχει;» ρώτησε αγχωμένος.
«Πρόβλημα», είπε η Άλεξ κοιτάζοντας τα παπούτσια της. «Έπαθα κάτι και δεν έχω σε ποιόν να πάω. Γι΄ αυτό ήρθα εδώ και περίμενα να εμφανιστείτε. Χρειάζομαι βοήθεια».
«Μίλα ρε παιδάκι μου!» αγανάκτησε ο Κώστας.
«Λοιπόν … φαίνεται πως είμαι έγκυος … Πρέπει να κάνω έκτρωση και …», η Άλεξ σταμάτησε, ψάχνοντας τα λόγια της.
Τέσσερα τσιγάρα άναψαν ταυτόχρονα –το ένα μεταφέρθηκε, χέρι με χέρι στο στόμα της Άλεξ.
«Πως έγινε;» ρώτησε ο Άρης.
«Ποιος είναι;» απείλησε ο Κώστας.
«Δεν έχουν σημασία αυτά. Έχουν; Μια μαλακία μου ήταν και έγινε η στραβή. Θα βοηθήσετε;» θέλησε να μάθει εκείνη.
«Ποιος πούστης είναι;» επέμεινε ο Κώστας.
«Άστο ρε μαλάκα. Έγινε τώρα –δεν άκουσες τι σου είπε; Να δούμε πως θα το διορθώσουμε», είπε ο Πέτρος.
Η Άλεξ δεν ξεκόλλησε το βλέμμα από τα παπούτσια της όσο οι υπόλοιποι κανόνιζαν για το που θα βρουν τα χρήματα, «έχω μια καβάντζα για το ενοίκιο», «θα ζητήσω από το γέρο μου», «ρε Άλεξ, ο μαλάκας σου δεν πρέπει να βάλει κανένα φράγκο;»
«Αυτός δεν θέλω να μάθει τίποτα. Για την ακρίβεια δεν θέλω ούτε να τον βλέπω», είπε εκείνη.
«Από γιατρούς ξέρεις τίποτα;»
«Ο γυναικολόγος μου μια χαρά είναι. Πήγα και τον είδα σήμερα».
Μετά σιωπή. Της μίλησαν για διάφορα -αδιάφορα οι υπόλοιποι, προσπάθησαν να ξεκολλήσουν το μυαλό της από το γεγονός –άδικος κόπος. Το κατάλαβαν και την έβαλαν να κοιμηθεί –εύκολο ήταν γιατί η Άλεξ κατέρρεε. Έτσι έμειναν μόνοι, στο διπλανό δωμάτιο καπνίζοντας την ησυχία.
«Ποιος να ‘ναι ο καργιόλης;» έλεγε συνέχεια ο Κώστας.
«Ξεκόλλα», τον έκοψε ο Πέτρος.
«Θα το μάθουμε στην ώρα του», είπε ο Άρης.
«Άνθρωποι που δεν μπορούν να κουμαντάρουν το τσουτσούνι τους είναι για πολλές σφαλιάρες», συμπέρανε ο Κώστας.
Καθιστούς τους βρήκε ο ύπνος κι έπεσε πάνω τους σαν την απελπισία –ύπουλος αλλά αναπόφευκτος. Μετά ήρθαν να τους συναντήσουν διακοπτόμενα όνειρα, φύκια από φουρτουνιασμένες θάλασσες που έκλειναν τα ρουθούνια τους, αέρηδες δυνατοί που εμπόδιζαν το περπάτημά τους. Πετάχτηκε με κομμένη ανάσα ο Άρης κι έτοιμος ήταν να ξανακοιμηθεί όταν είδε τον Κώστα γονατισμένο στην πόρτα του δωματίου. Έτριψε τα μάτια, κάτι έκανε ο άλλος κοιτάζοντας την Άλεξ που κοιμόταν –σύρθηκε για να τον πλησιάσει.
Απορροφημένος από τις κοφτές αναπνοές της –ο Κώστας δεν τον πήρε χαμπάρι. Μόνο συνέχιζε να την κοιτάζει και χάραζε το δεξί του μπράτσο με ένα σκουριασμένο ξυράφι. Γραμμές που κοκκίνιζαν, τις άφηνε να απλώσουν αίμα κι έκανε καινούργιες, κάθε που πάγωνε η ροή.
«Τι κάνεις εκεί ρε βλάκα;» τον έπιασε απαλά από τον ώμο ο Άρης.
«Δεν αντέχω δικέ μου. Θέλω να φύγει το κακό αίμα γιατί κοντεύει να ανατιναχτεί το κεφάλι μου».
Ο Άρης πήρε σιγανά το ξυράφι κι έκλεισε τη χούφτα του. Όταν άνοιξε –η παλάμη του ήταν κατακόκκινη και το ξυράφι σπασμένο.
«Να μη φύγουν ποτέ από πάνω μας –να μην τους χάσουμε πάλι», είπε και πέταξε τα κομμάτια από το ξυράφι στα σκουπίδια.
Έμειναν εκεί για ώρα πολλή –ακουμπισμένοι ο ένας στον άλλο, περιμένοντας να παγώσει το αίμα. Κοίταζαν, αλλά να σκεφτούν δεν μπορούσαν. Άλλο.
Το επόμενο πρωί, ξέπλυναν τα ξεραμένα αίματα και έγιναν πάλι παρέα. Είχε έναν ήλιο king size, χειμωνιάτικο –ακούμπησαν τις πουντιασμένες τους πλάτες στις καφετέριες του Θησείου. Ήρθε η ζέστη και τους ηρέμησε –μέχρι και η Άλεξ έπαιζε μια χαρά το ρόλο της -αν δεν την ήξερες θα πίστευες ότι διασκεδάζει.
«Όταν τελειώσουν όλα αυτά θα πάμε μια βδομάδα διακοπές στη Σαντορίνη. Κυριλέ –με δωμάτιο –θέα ηφαίστειο», είπε σε μια στιγμή ο Κώστας και όλοι συμφώνησαν.
«Όταν τελειώσουν όλα αυτά θα κάνουμε πάνω από δεκαετία να ξαναειδωθούμε», απάντησε η Άλεξ και όλοι συμφώνησαν.
Μέχρι που το πήρε ο Πέτρος και το ξέσκισε –κάνοντας υποθέσεις για την κατάστασή τους μετά από μια δεκαετία. Θα ήταν η Άλεξ, λέει, διάσημη σχεδιάστρια ρούχων με εναλλακτικό στυλάκι –κάτι σαν «φτιάχτο μόνος σου». Θα αγόραζες το ρούχο και θα έκανες παρεμβάσεις πάνω του με ότι υλικά διέθετες –άσε που θα μπορούσες να το αλλάξεις όταν το βαριόσουν, με άλλο ρούχο της γνωστής φίρμας «Άλεξ». Και θα γινόταν ο Άρης δημοσιογράφος, λέει –από αυτούς που τρέχουν σε επικίνδυνες ανταποκρίσεις και θα έκανε οδοιπορικά στους Τουπαμάρος, τους Φαραμπούτο Μαρτί –μέχρι στους Σαντινίστας θα έφτανε η χάρη του. Κι αν του έδιναν κανένα βραβείο, θα τους έστελνε ένα κείμενο καταγγελίας, που θα το διάβαζε κάποιος ινδιάνος –όπως είχε κάνει ο Μάρλον Μπράντο στην απονομή των Όσκαρ. Ο Πέτρος θα γινόταν συγγραφέας με ψευδώνυμο –θα έκανε επιτυχία και παράλληλα θα δούλευε στη Λαχαναγορά –μεροκάματα. Μόνο η παρέα θα ήξερε ποιος ήταν στην πραγματικότητα –κάτι σαν τον Σάλιντζερ ανακατεμένο με Μπουκόφσκι να πούμε. Και ο Κώστας θα γινόταν απλά πλούσιος για να πληρώνει τις μαλακίες των υπολοίπων. Θα έστηνε εταιρεία κοινωνικών μελετών –έρευνες εκλογικών προτιμήσεων –τέτοια πράγματα. Αλλά, από πίσω, θα έκανε μελέτες για περιθωριακές κοινωνικές ομάδες και καταγραφές καταπιεστικών κοινωνικών προτύπων.
Αυτά έλεγαν γιατί την επόμενη μέρα θα έπρεπε να συνοδεύσουν την Άλεξ στο γιατρό –να περάσει χειρουργείο. Και απέφευγαν να πουν ότι όλοι αυτό σκέφτονταν –έλπιζαν, ο καθένας, πως το μυαλό του άλλου θα ταξίδευε με διαφορετικές σκέψεις. Κι έτσι κορόιδευαν τους εαυτούς τους, κουβαλώντας, μοναχικά, το ίδιο φορτίο δυστυχίας.
Το βράδυ δεν κοιμήθηκαν –έπαιξαν χαρτιά, «Αγωνία» και «Δηλωτή», άκουγαν μουσικές χίπικες -13th Floor Elevator, It’s a Beautifull Day και Jefferson, πίνοντας ζεστή σοκολάτα. Μέχρι που τα μάτια βάρυναν κόντρα στη θέλησή τους –το ξημέρωμα τους πέτυχε ξεσκέπαστους, αγκαλιασμένους –η Άλεξ κρεμόταν από το λαιμό του Άρη, ο Κώστας να την κρατάει ζεστή ανάμεσα στα μπράτσα του και ο Πέτρος κουλουριασμένος στα πόδια της. Κοιμήθηκαν –όχι όλοι –η Άλεξ με τα μάτια ανοιχτά, λίμνες που ξεχείλιζαν, αγωνιζόταν να μείνει ακίνητη, να μην τους ξυπνήσει. Σκεφτόταν ότι δεν αγάπησε τίποτα, περισσότερο από αυτούς τους τέσσερεις μαντραχαλάδες –γιατί κι ο Γιαννάκης κάπου εκεί, πάνω από τα κεφάλια τους βολόδερνε. Και λυπόταν που έπρεπε να τους αφήσει πίσω της, τόσο σύντομα –αλλά η ιστορία είναι γραμμένη από πριν κι εσύ μόνο τα λόγια σου να πεις –μόνο αυτό μπορείς.
Σηκώθηκαν αμίλητοι, με αμήχανα αστεία και αγκαλιάστηκαν σφιχτά πριν περάσουν την έξοδο. Έκανε κρύο, αλλά τα μπουφάν δεν τους προστάτευαν, μέχρι τ΄αυτιά ήταν κουμπωμένοι και το κρύο θέριζε από μέσα τους. Μέσα στο ταξί έγιναν ένα με τα σκληρά καθίσματα καθώς ανέβαιναν την Αλεξάνδρας –ο Άρης μπροστά κι ο Κώστας με τον Πέτρο να της κρατάνε τα χέρια. Ζεστά.
Οι διάδρομοι του νοσοκομείου πλακώνουν το στήθος και η αναμονή είναι σταγόνα στο μέτωπο από μια βρύση προσαρμοσμένη στην αγωνία σου. Όσο και να περιμένεις είναι πολύ, ότι και να γίνει είσαι αντιμέτωπος με άγνωστες, κλειστές πόρτες. Δεν σε περιμένουν, απλά ανοίγουν για να σε καταπιούν. Όπως εκείνη τη μέρα κατάπιαν την Άλεξ –φώναξε το όνομά της η νοσοκόμα, σηκώθηκε αυτή, έκανε δυο αποτυχημένες πιρουέτες για να κρύψει την αμηχανία της και έστειλε πεταχτά φιλιά πριν βουτήξει μέσα από τις απειλητικές πόρτες.
Ο Κώστας άφησε ελεύθερο το ελατήριο -αυτό τον τίναξε είκοσι πόντους από την πλαστική καρέκλα -αμέσως μόλις χάθηκε η Άλεξ.
«Ποιος πούστης την έκανε τη δουλειά; Μου λες;» γυρόφερνε στο διάδρομο.
«Τι σημασία έχει ρε δικέ μου;» αναρωτήθηκε ο Πέτρος.
«Έχει -πως δεν έχει! Ένας μαλάκας που δεν μπορεί να κουμαντάρει την καύλα του, αλλά, κατά τα υπόλοιπα, βρίσκεται δίπλα στην κοπέλα –είναι μαλάκας με ελαφρυντικά. Όταν όμως δεν είσαι εκεί, την ώρα που η άλλη γαμιέται για πάρτη σου…», έκανε ο Άρης.
«Εντάξει μωρέ. Μπορεί να ήταν ξεπέτα της μιας νύχτας», υποστήριξε ο Πέτρος.
«Καλά ρε ξεφτιλισμένε –για τέτοια την έχεις την Άλεξ;» φούντωσε ο Κώστας. «Τι νομίζεις δηλαδή; Ότι είναι καμιά βλαμένη που ανοίγει τα πόδια της στον πρώτο άσχετο μαλακοκαύλη; Όχι κι έτσι ρε συ! Εντάξει, δεν διαφωνώ –μπορεί να ήταν ξεπέτα. Αλλά με κάποιο άτομο νορμάλ, ξηγημένο –όχι με …»
«Δεν ωφελεί να την ψάχνουμε. Θα μας πει η ίδια όταν θελήσει. Κι αν δεν θέλει –δικαίωμά της», είπε ο Άρης.
«Έτσι απλά;» τον κοίταξε ο Κώστας.
«Έτσι απλά», απάντησε αυτός.
Μακάρι να υπήρχε κάτι απλό στην όλη ιστορία και μακάρι η αναμονή να τελείωνε χωρίς αναμνήσεις –τινάζεις τη σκόνη από το παλτό σου, φοράς το καπέλο σου και φεύγεις καθαρός -«αύριο δεν θα θυμόμαστε τίποτα». Αλλά δεν ήταν έτσι γιατί παιδεύτηκε η Άλεξ με την αναισθησία –τα παιδιά δεν το ήξεραν τότε, αλλά είχε ήδη αρχίσει να σουτάρει κάτι ξεγυρισμένα φιξάκια, η Άλεξ, το τελευταίο διάστημα. Τα παιδιά δεν μπορούσαν να το φανταστούν αλλά η βόλτα της Άλεξ στην παραμύθα είχε ξεκινήσει αμέσως μετά τον θάνατο του Απροσάρμοστου –ανάγκη απόδρασης μέσα από νεκρωμένα εγκεφαλικά κύτταρα ή απλά ανάγκη –όπως θέλεις πες το. Και η αντίσταση του οργανισμού στις αναισθητικές ενέσεις ήταν το πρώτο της παράσημο από τη Λευκή Κυρία –σε ένα χορό που κράτησε χρόνια και κατέληξε πίσω από τους τοίχους του ψυχιατρείου. Αργότερα όμως.
Όταν τους ειδοποίησε η νοσοκόμα, βρήκαν την Άλεξ σε άθλια κατάσταση –να κολυμπάει κλαίγοντας στο ναρκωμένο της ασυνείδητο. Πονούσε η κοπέλα και χανόταν σε δίνες …
«Κρατήστε την ξύπνια για να συνέλθει», είπε ο γιατρός και χάθηκε πριν προλάβουν να τον ρωτήσουν.
Της μιλούσαν συνέχεια και καθάριζαν το πρόσωπό της –η κοπέλα ρωτούσε μόνο …
«Τελείωσε;»
Και οι υπόλοιποι την καθησύχαζαν, λέγοντας σαχλαμάρες –«τίποτα δεν ήταν», «μην ανησυχείς», «όλα θα πάνε καλά». Μαλακίες -και πάνω τους πάλευε να κρατηθεί η Άλεξ. Μέχρι που έπεσε σε μια κατατονική διάθεση –ξύπνια, αλλά ακόμα βυθισμένη στη νάρκωση του μυαλού. Ο Κώστας χανόταν πίσω από το φορείο της και χτυπούσε με γροθιές τον τοίχο, συνέχεια –νόμιζε πως δεν τον είχαν πάρει χαμπάρι, αλλά ο Πέτρος έκανε νόημα …
«Άρη, πάρτον λίγο έξω –να πιεί κανένα καφέ. Τώρα τη βλέπω πιο ήρεμη», κι αυτό έκανε ο Άρης.
Όταν έμεινε μόνος, συνέχισε να δροσίζει το μέτωπο της Άλεξ με βρεγμένο πανί, της κρατούσε το χέρι και ψιθύριζε, καθησυχαστικά, πως όλα θα περάσουν.
«Πέτρο;»
«Ναι κορίτσι μου».
«Πονάω».
«Θα περάσει. Μην το σκέφτεσαι».
«Πότε;»
«Γρήγορα». Έξυσε το κεφάλι του ο Πέτρος. «Ποιος ήταν Άλεξ;»
Η κοπέλα μισόκλεισε τα μάτια, αναστέναξε και πνίγηκε με το σάλιο της. Μετά προσπάθησε να τον κοιτάξει, αλλά το βλέμμα της δεν εστίαζε…
«Ο Σπύρος ο Κατσούλας. Με βρήκε … σε ένα σπίτι τέλος πάντων … και δεν ήμουν καλά, είπα να κοιμηθώ εκεί. Δεν ήμουν σε κατάσταση … καταλαβαίνεις… Είχαμε πιει κι έπαιζε πράμα … πρέπει να σούταρα κάτι κομμένο … ένα γκρέιν λέει … σαχλαμάρες … κομμένο με στρυχνίνη, στο λέω εγώ … και τέλος πάντων … ήταν κι άλλοι, κοιμήθηκα εκεί…λιποθύμησα .. ξέρω ‘γω;» έψαχνε να βρει σάλιο η κοπέλα, ρούφαγε τα μάγουλα της στο ξεραμένο στόμα. «Μέσα στο όνειρό μου τον θυμάμαι .. πάνω μου … πόναγα γιατί δεν ήθελα … και με πλάκωνε … το βάρος του … Το πρωί κοιμόταν δίπλα μου ... αχ, κάνε να μην τελείωσε μέσα γιατί ήταν επικίνδυνη η μέρα … κάνε!...», σώπασε. Έκλεισε τα μάτια, όχι για να κοιμηθεί αλλά για να κρατήσει τα δάκρυα.
Την αγκάλιασε ο Πέτρος, αμίλητος, κρύος από μέσα –αλλά ζεστός απέξω. Και έμειναν έτσι για ώρα, η Άλεξ χανόταν και ξαναρχόταν –μέχρι που οι υπόλοιποι επέστρεψαν. Πέρασαν δυο ακόμα ώρες μέχρι να τη συνεφέρουν –το ταξί που τους πήγε πίσω στο σπίτι της έμοιαζε λουλουδένιο –βρήκαν κάτι ψιλά να το πληρώσουν, αλλά είχαν ξεμείνει από δάκρυα.
Βάρδιες κράτησαν στο πλευρό της, έφτιαξαν απαίσιες σούπες κι αυτή έτρωγε για να μην τους στεναχωρήσει, έπαιξαν πάλι χαρτιά χωρίς μυαλό –τους πήρε ο ύπνος το επόμενο ξημέρωμα στα πόδια του κρεβατιού της. Δίπλα στα δικά της πόδια, αντίκρυ στο κεφάλι της. Αλλά η Άλεξ έδειχνε να συνέρχεται. Μόνη της σηκώθηκε το επόμενο μεσημέρι, πήγε στο φούρνο και τους αγόρασε κρουασάν …
«Ξυπνήστε τεμπέληδες, το μεσημεριανό πρωινό είναι έτοιμο», τους σκουντούσε γελώντας.
Έφαγαν όλοι μαζί με αχόρταγη διάθεση –έτσι που, αν τους έβλεπες, θα τους λογάριαζες για ευτυχισμένη παρέα. Ήταν όμως που αποχαιρετούσαν τις κοινές τους μέρες –γι’ αυτό έμοιαζαν τόσο όμορφοι. Είπαν αστεία και κορόιδεψαν τον Πέτρο που φορούσε διαφορετικό χρώμα κάλτσες -«δεν έβλεπα μπροστά μου ρε μαλάκες –τρέχει τίποτα;» κι έφυγαν με το απογευματινό φως. Στην πόρτα τους κράτησε, έναν-έναν, σφιχτά η Άλεξ στην αγκαλιά της και πέθανε τρεις φορές ο χρόνος, γιατί κανένας τους δεν γούσταρε αποχαιρετισμούς. Γι΄αυτό κιόλας έσφιξαν τα χέρια, μπερδεμένα δάχτυλα –μήπως κρατήσουν τον Απροσάρμοστο –σίγουροι πως θα κυλούσε ανάμεσά τους σαν άμμος. Και έτσι ακριβώς έγινε.
Βγήκαν στη λεωφόρο χωρίς προορισμό –όπως συνήθως. Ο Κώστας επιχείρησε να κοιτάξει για τελευταία φορά το φωτισμένο της παράθυρο, αλλά ο Πέτρος τον τράβηξε βίαια…
«Πάμε ρε μαλάκα –έχω να σας πω!».
Και πήγαν μέχρι την υπόγεια διάβαση, 500 μέτρα πιο κάτω, ακολουθώντας τον Πέτρο. Σχεδόν τρέχοντας. Τους έστησε στον τοίχο και μοίρασε τσιγάρα –μετρώντας τους με τα μάτια.
«Θέλω ψυχραιμία –εντάξει;» τους προειδοποίησε.
«Δεν την έχεις», είπε ο Κώστας
«Πάει καλά –ξεκινάω και βλέπουμε», του απάντησε αυτός. Έκανε δαχτυλίδια τον καπνό του στα μούτρα τους πριν συνεχίσει. «Έχω να σας πω και είναι άσχημα αυτά που έμαθα. Κατά πρώτον η Άλεξ τρυπιέται…»
«Γαμώ το στανιό μου!» βόγγηξε ο Κώστας και ξανακοπάνησε τη γροθιά στον τσιμεντένιο τοίχο.
«Καιρό;» ρώτησε ο Άρης.
«Δεν ξέρω. Γι΄αυτό δεν την έπιανε η αναισθησία».
«Άλλο», έκανε ο Κώστας.
«Κατά δεύτερον, αυτός που την άφησε έγκυο είναι ο Κατσούλας».
Πήγε να βλαστημήσει ο Κώστας αλλά δεν του βγήκε –προτίμησε να φτύσει το χώμα ανάμεσα στα πόδια του κι ο Άρης τον μιμήθηκε. Έμειναν σκεφτικοί αμέσως μετά –προσπαθούσαν να το χωνέψουν.
«Κάτσε ρε μαλάκα, είσαι σίγουρος; Η Άλεξ γούσταρε να πηδηχτεί με τον Κατσούλα; Θα μας τρελάνεις δηλαδή; Αυτός είναι σαν ανάποδο γαμώτο!» είπε ο Άρης.
«Εκεί είναι το θέμα. Γιατί, κατά τρίτον και χειρότερον –ο μαλάκας την πέτυχε λιώμα σε κάποιο σπίτι και την πήδηξε. Η Άλεξ μου είπε πως είχε γίνει για τα καλά –ήταν σχεδόν λιπόθυμη όταν τον κατάλαβε πάνω της. Μου είπε …»
«Σκάσε ρε -γαμώ τη ζωή μου!» ούρλιαξε ο Κώστας. Έκανε να φύγει αλλά τον βούτηξαν από πίσω οι υπόλοιποι.
«Που πας ρε μαλάκα; Δεν γίνονται έτσι αυτά τα πράγματα! Μαζί θα πάμε –κατάλαβες;» ούρλιαξε μέσα στα μούτρα του ο Άρης.
Στη συνέχεια -όλοι περίμεναν. Τις επόμενες μέρες περίμεναν χωρίς να το κουβεντιάζουν. Έβραζε ο θυμός μέσα τους και τον άφηναν να ωριμάσει σαν τα σκωτσέζικα ουίσκια. Συνέχιζαν να περνάνε από την πλατεία, εξακολουθούσαν να τρώνε, να πίνουν, να καπνίζουν –αλλά δεν κοιμόντουσαν πολύ. Τα απαραίτητα μόνο –όταν έπεφταν τα βλέφαρα απροειδοποίητα –σε άγνωστα σπίτια και εισόδους πολυκατοικιών. Έτσι περίμεναν.
Μέχρι τη μέρα που ξανάνοιξε η σχολή για το επόμενο εξάμηνο –γέμισε το προαύλιο νευρικούς φοιτητές που έψαχναν τις παρέες τους. «Πως τα πέρασες;» «Μια από τα ίδια –δεν αντέχονται οι γέροι ούτε για δέκα μέρες. Εσύ;» «Σκατά. Η γκόμενα που είχα στο Λύκειο γέννησε το πρώτο της παιδί». Τέτοια πράγματα.
Εκείνη τη μέρα τύφλωνε ο χειμωνιάτικος ήλιος γιατί τότε, υπήρχαν ακόμα αλκυονίδες. Οι τρεις τους κάθονταν καβάλα στα κάγκελα της σκάλας, στο νέο κτίριο και σάρωναν όλο το προαύλιο. Ο ήλιος δεν τους στράβωνε γιατί τα μάτια τους ήταν γεμάτα σκοτάδι. Πηχτό και ήσυχο –σαν αυτό που κυκλοφορεί στα τρομακτικά δάση. Κοίταζαν, μέχρι που τον είδαν να μπαίνει –από την κεντρική πύλη, παρέα με κάτι κομματόσκυλα. Τον άφησαν να πλησιάσει πριν του φωνάξουν …
«Ρε Σπύρο, για ανέβα να σε ρωτήσουμε κάτι».
Χαμογέλασε πούστικα όταν τους είδε και χαιρέτησε την παρέα του. Μετά άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά για να χαιρετηθεί με τα τρία παγωμένα βλέμματα.
«Τι έγινε ρε σεις; Χαθήκαμε. Μάθατε κανένα νέο για τον Γιαννάκη;» τους χτύπησε στην πλάτη.
«Όχι –άστον αυτόν. Για άλλο σε θέλουμε τώρα», είπε ο Άρης.
«Τι τρέχει;»
«Εσύ θα μας πεις. Ακούστηκε ότι παίχτηκε κάποιο πηδηματάκι με την Άλεξ», έκανε ο Πέτρος.
Χαμογέλασε ο άλλος –τεντώθηκε.
«Α, σας το είπε ε; Εντάξει μωρέ, δεν ήταν τίποτα φοβερό. Απλά βρεθήκαμε σε κατάλληλη φάση».
«Έτσι ε; Και πως είναι η γκόμενα; Κάνει κόλπα;» σφύριξε ο Κώστας.
«Ρε, τι κουτσομπόληδες είσαστε! Καλή ήτανε μωρέ –όχι τίποτα ιδιαίτερο. Καλή», κόμπασε ο Κατσούλας.
«Καλή; Δεν ήταν ψόφια δηλαδή;» ρώτησε, όλο ενδιαφέρον ο Άρης.
«Ψόφια; Ε όχι και ψόφια! Τα έκανε τα γούστα της», γέλασε ο Κατσούλας.
«Ναι; Για πες! Έκανε και το κόλπο της πεθαμένης; Ξέρεις –εκείνο που η κοπέλα είναι λιώμα κι ένας καργιόλης το εκμεταλλεύεται για να την πηδήξει. Το έκανε αυτό ρε γαμημένε;» φώναξε ο Κώστας αρπάζοντάς τον από το καστόρινο σακάκι.
Ο Κατσούλας ένιωσε ελεγχόμενη ηλεκτρική εκκένωση –αλλά νόμισε πως ακόμα σωζόταν η παρτίδα.
«Κάτσε ρε –τι μου λες τώρα; Μια χαρά είχε τις αισθήσεις της η γκόμενα. Αφού αυτή μου την έπεσε», μουρμούρισε.
«Σκάσε ρε μουνόπανο!» ούρλιαξε ο Κώστας και του τράβηξε μια ξεγυρισμένη σφαλιάρα, από αυτές που απογειώνουν γυαλιά μυωπίας.
Προσπάθησε να κάνει πίσω για να ξεφύγει ο Κατσούλας, αλλά ήταν αργά. Ο Πέτρος τον κρατούσε από τα μπράτσα και ο Άρης άρπαξε μια μπερδεμένη τούφα μαλλιών.
«Ήταν πολύ βρώμικο αυτό που έκανες Κατσούλα», του σφύριξε στο αυτί.
«Όχι ρε παιδιά …» κλαψούρισε αυτός, αλλά εκείνοι δεν άκουγαν.
Του τράβηξαν κάτι γερές στο στομάχι κι έπαψε να αντιστέκεται –τον χαστούκιζαν διαδοχικά και τον έφτυναν …
«Δείξε μας πόσο μάγκας είσαι! Έλα ρε να σε δούμε -τι περιμένεις;»
«Γουστάρεις παιχνιδάκια όταν ο άλλος είναι ανήμπορος; Κάντα και σε μας ρε σκατιάρη!»
Κι ο Κατσούλας έβγαζε μύξες, δάκρυα μαζί με παρακάλια.
«Γδύστο το μουνόπανο! Γδύστον να δούμε πόσο γαμίκουλας είναι!»
Ο Κατσούλας δεν αντιστάθηκε όσο του τραβούσαν το σακάκι στα σκαλιά. Δεν κόντραρε όσο του έσκιζαν το πουκάμισο, όσο του κατέβαζαν το παντελόνι –πήγε λίγο να παλέψει όταν ένιωσε ότι τον ξεβράκωναν αλλά έφαγε μια ξεγυρισμένη κλωτσιά στα δόντια και κουλουριάστηκε στα κρύα μάρμαρα. Δίπλα του –ένας σωρός από ρούχα κι ο Κώστας τα μούλιαζε με οινόπνευμα πριν ανάψει φωτιά στις άκρες τους.
Οι φοιτητές είχαν μαζευτεί κάτω από τα σκαλιά και μουρμούριζαν –ψάχνοντας να μάθουν τι έγινε. Κάτι φρικιά ζητωκραύγαζαν –«ΟΛΑ, ΟΛΑ!» κι ο κόσμος παρακολουθούσε αμέτοχος τον βρώμικο καπνό να γεμίζει τον αέρα.
Ο Κατσούλας στο πάνω σκαλί, γυμνός και διπλωμένος –σιχαμένο έμβρυο όπως όλοι οι κακογεννημένοι. Τον είδε ο Άρης και θυμήθηκε την Άλεξ, ένα τέτοιο πλάσμα θα έβγαινε από την κοιλιά της, σε εννιά μήνες, αν δεν είχαν προλάβει –αηδίασε στη σκέψη.
«Σήκω φύγε ρε σκατιάρη. Δεν αξίζεις μία για μας πλέον», του είπε σέρνοντας μακριά τη ματιά του.
Οι άλλοι δύο ακολούθησαν –κατέβαιναν τα σκαλιά μουρμουρίζοντας στον κόσμο «δεν τρέχει τίποτα, προσωπικό θέμα, έληξε» και, όλοι μαζί, πήγαν προς την έξοδο. Δεν στράφηκαν να μάθουν το λόγο για τη γενικευμένη βοή που ξέσπασε στο προαύλιο –μόνο είδαν έναν γυμνό, αλλόφρονα Κατσούλα να τρέχει ουρλιάζοντας. Γύρω του, αμέτοχοι φοιτητές, τραβιούνταν στα πλάγια –να μην τον αγγίξουν. Κι ο Κατσούλας άδειαζε, με άναρθρες κραυγές, τα πνευμόνια του, τίναζε τα χέρια για να αποφύγει εμπόδια μπροστά από τυφλωμένα μάτια. Έτρεχε κι αυτοί παρακολουθούσαν βρώμικες πατούσες να στρίβουν από την Πάντου με κατεύθυνση τη Συγγρού. Δεν ενδιαφέρθηκαν να τον ακολουθήσουν γι΄ αυτό δεν είδαν –μόνο άκουσαν φρένα να στριγγλίζουν, καθώς ο Κατσούλας πετάχτηκε απροειδοποίητα στη λεωφόρο. Ένα φορτηγό δεν πρόλαβε να σταματήσει, στη δεξιά λωρίδα –ο πανικόβλητος οδηγός έκοψε απότομα το τιμόνι δεξιά, με αποτέλεσμα να μαζέψει τον Κατσούλα κάτω από τον τεράστιο τροχό και να τον κολλήσει, χαλκομανία στο πεζοδρόμιο.
Οι τρεις τους δεν συγκινήθηκαν από τις κραυγές του κόσμου, δεν ακολούθησαν τους φοιτητές που έτρεχαν να δουν τι συνέβη – αλλά έφυγαν με αργά, ήσυχα βήματα, προς το Κουκάκι. Αργότερα έμαθαν πως ο Κατσούλας την έβγαλε, σχεδόν, καθαρή –μόνο που έχασε το αριστερό του πόδι, από το γόνατο και κάτω. Δεν χάρηκαν στο άκουσμα –δεν έδειξαν καν να μετανιώνουν. Γιατί άλλωστε; Δεν αλλάζει τίποτα όταν είσαι στο μάτι του κυκλώνα.
Μετά ήρθαν μπάτσοι στη σχολή κι έκαναν έρευνες –αλλά κανένας φοιτητής δεν μίλησε, κανείς δεν ήταν μπροστά όταν έγινε η φασαρία. Μόνο που η Άλεξ τους πέτυχε πίσω από κάτι φωτιές –μια άγρια νύχτα στην πλατεία και τους κοίταξε σκεφτικά. «Είσαστε εντελώς μαλάκες», τους είπε πριν γυρίσει την πλάτη της και εξαφανιστεί. Έκαναν, πράγματι, χρόνια να την ξαναδούν –ή, μάλλον, ποτέ δεν την ξανάδαν. Κάτι άλλο συνάντησαν –κάποτε. Κάτι που έμοιαζε με την Άλεξ, αλλά δεν ανέπνεε τη ζωή της, μόνο κολυμπούσε στη λάσπη των αστεριών.
Εκείνη την εποχή ήταν γεμάτος ο αέρας από κρότους –εκρήξεις και άτακτες φυγές. Άνθρωποι έτρεχαν να βρουν και μετά έτρεχαν να ξεφύγουν, οργισμένοι από τον φόβο τους και έπαιζε μια μουσική που έλεγε –«σωροί σωσιβίων/ σωστά στιβαγμένοι/ σε σημαίες σωματοφυλάκων./ Έχεις φοβηθεί ποτέ τραγούδι;/ Ποτέ μην τα φοβάσαι./ Φόβοι του Μαΐου –πολύχρωμες κορδέλες/ φαντάσματα με τραγούδια στο κεφάλι/ άσματα που χάνουν τη μάχη και σκύβουν/ και σκύβουν το κεφάλι».
Έτσι έλεγε.
(συνεχίζεται μετά την ευχάριστη αναδρομή στο παρελθόν)
Σινεμά η Αφήγηση
-
Απ’ το πρώτο βιβλίο, *Σπουδή στο κίτρινο* (2018) μέχρι αυτό – δυο συλλογές
διηγημάτων και δυο μυθιστορήματα – παρακολουθώ το έργο του, ακριβέστερα...
Πριν από 2 ημέρες
39 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Και τσαααααακ! Πρώτο σχόλιο!
Άντε καλά πάω να το διαβάσω τώρα..
(ευτυχώς που σήκωσες ποστ τα 'χα παίξει σήμερα!)
Καλημέρα. 1ο σχόλιο για το 2007 ε; Λεφτά θέλω.
:oxi re gmt mou,twra eida tin sorry,ta lefta pane...
Ts ts απορώ ποιος τρελός ζήτησε συνέχεια αυτής της ιστορίας δίχως τέλος...
Αυτο λέγεται το λιγότερο μαζοχισμός!
:ΡΡΡΡΡ
Ευτυχώς που υπάρχουν κι αυτοί που σχολιάζουν χωρις να διαβάζουν το ποστ.Αντε τελείωνέ το το γαμημενο!
when you smile i don't know what to do cause i could lose everything in a minute or two..
καλημέρα.απ'τα καλύτερα.
Ε τώρα αν ήσουνα εδώ θα σε έβριζα!
Ωραία μας μπήκε το 07!
(αυτό το κομμάτι με έχει κάνει κομμάτια για κομματιασμένους λόγους οπότε κομματιασμένα σχόλια οπότε σκατά)
Μη χέσω -δεν πρόλαβα να σε προειδοποιήσω ρε sorry. Πάντως, να ευχαριστήσω εσένα και τον numb που δεν αφήσατε τη montressor να κάνει πρώτο σχόλιο για το '07! Σας το χρωστάω ρε!
Numb, πως την πάτησες αγόρι μου; Αλλά κι εσύ, με τη sorry πήγες να τα βάλεις; Αυτή ρε σχολιάζει πριν κάνω refresh τη σελίδα!
Montressor, άμα δώσω ονόματα -κάποιοι θα δεχτούν αχαρακτήριστες απειλές, από κάποιους άλλους που σχολιάζουν ακριβώς από κάτω τους. Υπονοούμενο ε;
Ευ-άγγελε, όταν το σηκώσει ο Θρύλος το γαμημένο τότε θα τελειώσω κι εγώ το γαμημένο.
cherry, αν το λες για τον στίχο -συμφωνώ. Αν το λες για το ποστ -δεν ξέρω, ήταν αρκετά προσωπικό το σημερινό κομμάτι.
sorry, μέσα στην τρελλή χαρά σε βρίσκω πάλι! Σταθερή αξία μέσα στο χρόνο είσαι ρε συ!
Πέρασα για να πω καλημέρα:)
Να ευχηθώ πάλι για ότι θέλει η καρδούλα σας
φιλιά
Κι από εμάς (και εννοώ όλους εμάς) -ευχές για πολύ ευτυχισμένο 2007 mario. Μου έχουν λείψει οι δικές σου καλημέρες.
Ntaks... ante twra egw na grapsw gia ta tria eidh mastektomhs meta apo auto :p
De se ksanadiavazw en wra douleias, teleiwse!
gamaei h synexeia pantws. way to go :)
Raz δεν αναρωτήθηκες ποτέ γιατί οι περισσότεροι στα Καπέλα είναι πρόσφατα απολυμένοι; Γιατί είναι φίλοι μου βρε!
Υ.Γ.: Ακόμα την ψειρίζεις εκείνη τη μαστεκτομή; Μέχρι να τη γράψεις θα έχει βρεθεί η θεραπεία της νόσου μου φαίνεται!
exairetiko. an kai to arxisa me sketo kafe kai kapou sta mesa epsachna to metaxa gia na to telioso
Πεντάρι να υποθέσω; Γιατί το τριάρι είναι για εντριβές και το εφτάρι αποτελεί απλά ιεροσυλία.
Xexe.. me tous ry8mous pou to paw sto telos 8a vrw egw th 8erapeia :)))
pls mhn thn teleiwseis syntoma thn istoria. goustarw na diavazw synexeies mexri to 2012.
Ξεκίνησα τη δική σου ιστορία και ένα έχω να πω -βγάλτη σκουφιά σου και βάρα με!
Υ.Γ.: Αυτά με τις συνέχειες της ιστορίας μου μέχρι το 2012 μην τα πολυλές γιατί θα σε πάρει χαμπάρι ο Στομάχης με τον Ευ-άγγελο και έχουν βαρύ χέρι -σε διαβεβαιώ.
το διαβαζω και επιστρεφω
ρε μαζι γραφουμε;;;;;;;;
Αυτό έλειπε να μη γράφαμε μαζί ρε!
πού θα πάει, θα την ξαναπάθω την ίωση. κι αυτή τη φορά δεν θα είμαι μακριά από το σπίτι χωρίς υπολογιστή και εκτυπωτή. και τότε θα καταφέρω να διαβάσω τα μοτο-άπαντα. φτου μου!
Είπα και γω πρώτη φορά να το διαβάσω και μετά να σχολιάσω. Λοιπόν, έκατσα χθες βράδυ και το μελέτησα και έγραψα σε ένα χαρτί κάποιες σημειώσεις...για να αναφερθώ σε κάποια σημεία... που χρήζουν επεξήγησης από σένα....που στο διάβολο το έβαλα...το ρημάδι το χαρτί...φτού σου γαμώτο, το έχασα.
ΥΓ: Θυμάμαι ότι μου άρεσε πάντως!
Deuced ευχαριστώ που καταλαβαινόμαστε. Είναι αλήθεια οτι μου λείπει εκείνη η παλιά κριτική (ξέρεις τι εννοώ). Γι΄αυτό και τα σχόλια-σεντόνια τα χρειάζομαι απολύτως. Κάθαρση; Έρχεται ποτέ; "Αν είναι νάρθει θε να 'ρθει -αλλιώς θα προσπεράσει" Εκεί ήμουνα με το χαμό στο Πεδίο του Άρεως, ο Ρότεν δεν έβγαινε γιατί υπήρχε κόσμος πάνω στη σκηνή και φοβόταν για την ασφάλεια των μουσικών του και των θεατών -εμείς λέγαμε μαλακίες -"δεν τον αφήνουν να βγει γιατί θα τους τα πει στα ίσα και κωλώνουν" -μπουρδέλο το σκηνικό. Μας κυνηγάγανε οι ΜΑΤατζήδες στο δασάκι -μια χαρά περάσαμε όλοι!
Οι Περιστεριώτες θα άλλαζαν τον κόσμο (όπως τον ξέρμαε τότε) αν δεν τους τσάκιζε η πρέζα. Αυτοί που ακολούθησαν ήταν απλά λίγοι σε σύγκριση με τους παλιούς τρομακτικούς τύπους. Ρώτα και τον marquee να σου τα πει αυτά -εκεί ήταν από παλιά.
Little wing my friend.
Για τα παιδιά που τα φλόμωσαν στρυχνίνη, καφεϊνη, μέχρι και τσιμεντοκονίαμα -δε μιλάμε πολύ, γιατί δεν υπάρχουν λόγια.
Αν τον πετύχεις τον δικό σου -πες του "ευχαριστώ". Κάτι τέτοιοι μας έκαναν ανθρώπους. "You born into tears and you die into pain -that's your limit" λέγανε παλιά οι Boomtows Rats και είχαν δίκιο.
Συνγώμη που άργησα να σου γράψω απάντηση στο σχόλιό σου, αλλά το απέφευγα για προφανείς, όπως βλέπεις, λόγους.
Πασταφλώρα μου, μην αγχώνεσαι -θα το δέσω όταν το τελιώσω να στο χαρίσω για καλοκαιρινές διακοπές. Ε;
Βρες το χαρτί ρε Σέξπυρ -μπας και ψάξουμε μαζί τις επεξηγήσεις!
Σοβαρά μιλάω... μην την τελειώσεις σύντομα την ιστορία, πλιζ. Τι θα έχω εγώ να διαβάζω εν μέσω μαστεκτομο-συγγραμάτων και να νοσταλγώ την εποχή που δεν έζησα; (goddamn generation Y...)
Μη μου αγχώνεσαι -έχω κάτι παλιά λινκς να σου στείλω για την εποχή που νοσταλγείς.
Πάντως, ούτε εγώ, ούτε ο deuced, ούτε ο marquee, ούτε ο summertime, ούτε ακόμα κι ο Godot (που ήταν πιτσιρίκος τότε) τα νοσταλγούμε στα σκατόχρονα εκείνα. Ξουτ και μακρυά από μας!
motorcycle τι καταλαβαίνετε; έχω κι έναν τύπο δε θα μου τον χαλάσετε εσείς… rio mare με έχετε κάνει με τα 2 τελευταία
Καλό είναι αυτό αγαπητή μου. Φεύγουν και οι τοξίνες, άγιεσμερεσπουναι.
Κάν'τα βιβλίο επιτέλους, γιατί το φως της οθόνης στο κρεβάτι ενοχλεί τη γυναίκα μου...
Κάτσε να τελειώσει ρε συ. Τι να το κάνω τώρα; Ένθετο για εφημερίδα;
Υ.Γ.: Δεν ενοχλεί το φως της οθόνης τη γυναίκα σου -την ενοχλεί που διαβάζεις στο κρεβάτι υποθέτω.
για αρχη σε λεω καρντασι οτι πανω που τον λυπασαι τον κατσουλα μετα δεν τον λυπασαι πια. παιζεις με τα νευρα μας;
μετα με μπερδεψες γιατι μιλαγες για πεδιο του αρεως και λάιντον και προσπαθουσα να θυμηθω ποτε ειχε βροχες πριν. και μιας και το φερε η κουβεντα ο λάντον δεν θα επαιζε για δεν ηταν πια ροτεν, και ολοι περιμεναν να ζησουν στιγμες '77 το '88 και το ηξερε καλα αυτο γιατι θα το ειχε φαει πολυ στη μαπα τοσα χρονακια και γιατι το εχει αποδειξει οτι ειναι καλη πουτανα. το πεδιο του αρεως θα καιγοταν ετσι κι αλλιως παντως.
με τους περιστεριωτες(λοφου) ροκαμπιλαδες δεν ειχα σχεδον καμια σχεση. βρισκομασταν σε ενα μαγαζι το underground στο αιγαλεω.α! και σε μια καφετερια(;) στις εργατικες. ειχαν ομως σχεση με ατομα απο την παρεα μου, 3-4 ροκαμπιλαδες οι οποιοι ομως συχναζαν κυριως βικτωρια. οσο για την πρεζα απ'οσο θυμομαστε και ξερουμε ολοι, ξεκανε οτιδηποτε ομαδικο και χαβαλετζιδικο των 80's και μετα.
ραζ μην πολυχαιρεσαι για κεινα τα παλια. με ενα φιλαρακο γελαμε γιατι επιμενουμε οτι ειμασταν πειραματοζωα στο "πειραμα λαλιωτη". το μονο που πραγματικα μου λειπει απο κεινο το κομματι ειναι καποια live. τα οποια live γάματα δεν μπορουν να ξαναγινουν οχι γιατι τοτε "εμεις τοτε και παπαριες". δεν μπορουν ξαναγινουν επειδη ο πεινασμενος το πρωτο πιατο το τρωει μανιασμενα γρηγορα και με θορυβο. και ετυχε μεις να φαμε το πρωτο πιατο. καναμε μαγκες πολλες μπαντες τοτε οι οποιες παιζανε σε ολο τον κοδμο και σκαγανε ελλαδα και νιωθανε σαν τους μπητλς. το μονο που μου λειπει.
μαλακιες κι αλλα μου λειπουν. αλλοθι ιρις maze αγκαθι και οκτανα. αλλα παρομοια υπαρχουν και τωρα. ειπαμε το πρωτο πιατο
keep posting!
Kalh xronia apo Germania!
marquee -μάλλον ποτέ δεν είχα ξεκαθαρίσει τα συναισθήματά του σχετικά με τον κύριο αυτό, οπότε ....
Χριστούγεννα και μετά το έβαλα μωρέ -ξέρω οτι η συναυλία στο εδίο του πΆρεως είχε γίνει αρκετά αργότερα (τέλη άνοιξης; αρχές καλοκαιριού;) -αλλά το χρησιμοποιώ ποιητική αδεία. Δηλαδή είχα ένα φίλο ποιητή (παλιά), τον ρώτησα και μου είπε "εντάξει, γράψτο -έτσι κι αλλιώς λίγοι θα το διαβάσουν και ακόμα λιγότεροι θα το θυμηθούν".
Αντικαρφώνομαι όπως βλέπεις για να μην μπω στο βασικό κομμάτι του σχολίου σου. Εσύ κι ο άλλος ο deuced μ΄έχετε ρημάξει -το βράδυ διαβάζω τα σχόλια και το πρωί απαντάω -κατόπιν ωρίμου.
Μια χαρά θα μου έκανε να δω τον Lydon για να μου πει κατάμουτρα οτι ο "άλλος" ο Rotten με κορόιδευε -να το πάρω απόφαση πως με τις αυταπάτες έχεις τα καλύτερα τριπ. Τώρα δεν μου το είπε και έμεινα με την απορία.
Δεν ξέρω αν θα καιγόταν το Πεδίο -υπήρχε μια διάθεση να αρχίσουν από αλλού οι τσαμπουκάδες, μετά τη συναυλία όμως -αλλά θυμάμαι κάτι μαλακισμένα να δέρνουν το προσωπικό ασφαλείας του Δήμου (δεν τους λέω σεκιούριτι -γιατί ο παπάρας ο Έβερτ είχε βάλει τότε, άτομα με ειδικές ανάγκες, για ασφάλεια χώρου -τόσο αρχίδης!) για να βουτήξουν τα μηχανήματα από τη σκηνή. Το δεύτερο σωστό, αλλά το πρώτο αισχρό.
Αυτοί της Βικτώριας ήταν -για τους ίδιους λέμε. Απλά την έστηναν εκεί για να πλακωθούν με τα σκίνια και μετά έρχονταν πλατεία για άραγμα. Κωλόπαιδα -αλλά ωραία κωλόπαιδα. Λες και είχαν βγει από τις σελίδες του "Οργισμένου Βαλκάνιου".
Για το υπόλοιπο κομμάτι του σχολίου σου -απλά να πω οτι μου θύμισες την εποχή που σε απειλούσα ν΄ανοίξεις μπλογκ, αλλιώς θα ποστάρω εγώ τα σχόλιά σου, με τ' όνομά σου, φαρδύ πλατύ από κάτω.
Αυτά -πάνω(σεντονο), κάτω(σέντονο).
exiled -λέω να συνεχίσω, όσο δεν μου τα έχει κάνει τελείως ομελέτα ο μπλόγκερ με τις αναβαθμίσεις του.
Καλή χρονιά να έχεις κι εσύ ρε.
Υ.Γ.: Σας πολλοί δεν μαζευτήκατε στη Γερμανία;
το πεδιο του αρεως εγινε 2-3 μερες μετα την πρωτη εμφανιση του iggy pop στην ελλαδα, ριζουπολη μερια. αυτο εγινε 2-3 σεπτεμβρη του 88 και το θυμαμαι πολυ καλα γιατι ειχαμε μια ιστορια εκει που ειχε και σαν συνεπεια να μην πολυευχαριστηθω και το πεδιο του αρεως. τους triffids κλπκλπ. οσο για τα μαλακισμενα που θα το καιγανε εχεις απολυτο δικιο και ξερουμε και τι κανανε κανουνε και θα κανουνε σε παρα πολλα live σε τουτη τη χωρα. το πλιατσικο ομως ητανε αυτο που με πειραξε ισως περισσοτερο σαν εικονα εννοώ.
Ναι, έχεις δίκιο για την ημερομηνία. Θυμάμαι οτι είδα τη συναυλία του Iggy σκαφαλωμένος σε ένα καδρόνι για δυο ώρες και μετά πονούσα για 2-3 μέρες.
Γαμημένο πλιάτσικο έγινε -τι να λέμε τώρα.
wow φιλε
Πιστευω πως ηταν το πιο δυνατο κομματι απο ολη τη σειρα
(λουθορ)
Αν δεν μου βγουν τα επόμενα, δυνατότερα -την κάτσαμε τη βάρκα αδερφέ Lex
Το έχω ξαναπεί άσωτε -η ίωση κυκλοφόρησε μέσα στα μπλογκ, από κάποιο σχόλιο θα την κόλλησες! Ρίξε μια ματιά στα Καπέλα -ανοίξαμε ραδιόφωνο, άντε να παίξεις κι εσύ. Α ναι, αναβάθμισε και το μπλογκ σου για να σε ξαναβάλουμε στα Καπέλα.
Εγγύηση δεν θα πει τίποτα, 4-4-2 με ένα κλικ, παίζει ο γίγας -σύστημα εκπονηθέν υπό κούτς Μαντζούρ. Ρε μη μας δίνετε άλλα πρωταθλήματα!
Σκας συχνα κανα μαυρακι, man?
Γιατί ρωτάς μαν; Ασφαλίτης είσαι ή ασφαλιστής;
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!