1. Στενά παπούτσια, σπασμένα κουμπιά
2. Ένα τσιγάρο υπόθεση
3. Ρόδες γυρίζουν στον αέρα
4. Συνθήκες βρασμού
5. Μαυρισμένες σελίδες, λιωμένα εξώφυλλα
6. "Δυο λάθη δεν κάνουν ένα σωστό"
7. Τρεις ιστορίες για το μεσοδιάστημα
8. Κάποια τραγούδια γύρω από φτηνά ξενοδοχεία
9. Προετοιμασία μίσους
10. Άσπρος φόβος
11. "Όμως στο λέω -αυτή η νύχτα είναι κακιά"
12. Ένα πολυάσχολο κάθαρμα
13. Ένα ζευγάρι μπότες και κάτι μύγες
14. "Μέρες κρασιού και τριαντάφυλλων"
Σαν τα τσακάλια που περιμένουν διψασμένα ζώα, κρυμμένα κοντά στο ποτάμι. Σαν κοράκι που μαγνητίζεται από το ασπράδι των ματιών, περιμένει ο Άρης –διπλωμένος πίσω από το φράχτη, 200 μέτρα από την είσοδο της πολυκατοικίας του Κατσούλα. Ο φράχτης κλείνει γύρω από ένα μεγάλο κήπο με ξεραμένα φοινικόδεντρα –ιδιοτροπία πλουσίου, Βορείων Προαστίων. Ευτυχώς δεν υπάρχουν σκυλιά, ευτυχώς ο ιδιοκτήτης λείπει.
Ο Άρης χαζεύει αυτοκίνητα που σταματάνε για να φορτώσουν σακούλες και χαρτόκουτα –μετακομίζει στα κρυφά το κάθαρμα, θέλει να χαθεί για μια ακόμα φορά. Όχι τόσο εύκολα λεβέντη μου!
Το αθόρυβο κινητό δονείται –μήνυμα από τα παιδιά, «Αρχηγέ Γουίλι οι μαλάκες πλησίασαν πιο κοντά σήμερα». Τα παιδιά παρακολουθούν αυτούς που παρακολουθούν το πατρικό της Μάχης. Πέντε πρόθυμα ρεμάλια παράτησαν, εδώ και μια βδομάδα, τις δουλειές τους στην Αθήνα για να φιλοξενηθούν στα σπίτια πρόθυμων γειτόνων –περνάνε τις μέρες στα παράθυρα, πίσω από μισάνοιχτες κουρτίνες, παρακολουθούν και περιμένουν. Μόνο έτσι θα άφηνε ο Άρης τη Μάχη στους γονείς της. «Μην ανησυχείς, δεν είναι τίποτα –κάτι παλιές υποθέσεις. Με τα παιδιά τριγύρω, θα είσαι ασφαλής» και η Μάχη έτρεμε αποχαιρετώντας τον. Παράτησε την ψυχή του στα άδεια σεντόνια δίπλα της, μόνο ο φόβος τον έκανε να βγει από την πόρτα –να κυνηγήσει το κτήνος πριν τους κυνηγήσει αυτό. «Μην κάνετε τίποτα αν δεν φτάσουν στην πόρτα. Τότε μόνο, γαμήστε τους», αποστολή μηνύματος, το μήνυμα παραδόθηκε. Κι ο Άρης παρακολουθεί καθισμένος στο χώμα, βρώμικος, άυπνος, ζαλισμένος. Δεύτερη μέρα στη σειρά –κρυώνει υγρασία –ξημερώματα ήταν όταν τόλμησε να αφήσει την κρυψώνα του για να φάει κάτι. Μισό σάντουιτς και δυο φλιτζάνια καφέ, ένα μπουκάλι νερό για παρέα.
Βρήκε το σπίτι του Κατσούλα από μισή πληροφορία, αόριστη σαν ημικρανία. Ο δημοσιογράφος, ο φίλος του, άκουσε για μια απόπειρα ληστείας στα Βου Που –εντάξει αυτό δεν ήταν πρωτοφανές. Αλλά όταν έμαθε πως ο ληστής άρπαξε το όπλο ενός μπάτσου και αυτοκτόνησε –άρχισε να ψυλλιάζεται. Όχι τόσο από το ίδιο το γεγονός, όσο από τη μούγκα που έπεσε στην εφημερίδα του και τα κανάλια. Ληστεία με νεκρό και κανείς δεν λέει τίποτα; Ρώτησε, έμαθε -ο αστυνομικός συντάκτης του έδωσε τη διεύθυνση του περιστατικού και κάποιες αμυδρές περιγραφές των εμπλεκόμενων. Αμέσως ειδοποίησε τον Άρη και του πέρασε όλα τα στοιχεία από το ρεπορτάζ που δεν έγινε.
Ο Κατσούλας θα βγει από το σπίτι, όπου νάναι. Οι μπράβοι του είναι ήδη έξω –ένας ελέγχει το δρόμο όσο ο άλλος φέρνει το αυτοκίνητο. Σα σκιά τον διακρίνει πίσω από το παρμπρίζ του τζιπ –άσπρισε ο καργιόλης και μυρίζει νευρικότητα από χιλιόμετρα. Δεν τολμάει να μπει σπίτι του ο Άρης, γιατί θα υπάρχει κόσμος που φροντίζει για τη μετακόμιση. Όταν ησυχάσουν λίγο τα πράγματα θα ακολουθήσει τα αυτοκίνητα –πρέπει να μάθει την καινούργια του διεύθυνση.
Ο ήλιος πάει να μεσημεριάσει και υπάρχει νέκρα στη γειτονιά. Ένα τσιγάρο θάβεται δίπλα στα παπούτσια του, στην τρύπα από φρέσκο χώμα. Ποιος ήταν ο ληστής που αυτοκτόνησε; Και γιατί; Δεν ήθελε να πέσει στα χέρια των μπάτσων κι ο Κατσούλας, για κάποιο λόγο, δεν μπορούσε να βάλει τους δικούς του να τον καθαρίσουν. Άρα δεν ήταν ληστής. Κάποιος επιτέθηκε στον Κατσούλα –προφανές το συμπέρασμα. Κι ο κάποιος ήταν απεγνωσμένος όταν απέτυχε. Δεν συνεχίζει άλλο τη σκέψη του ο Άρης, δεν θέλει άλλα συμπεράσματα. Μη σου πω ότι τα φοβάται κιόλας!
Δυο γομάρια κατεβαίνουν, κουβαλώντας κούτες. Δικοί του είναι αυτοί -ο Άρης σκοτώνεται να κάνει τον γύρο του κήπου. Ακριβώς από πίσω έχει κρύψει τη Ντεσπεράντο –θα τους προλάβει;
Η μοτοσικλέτα στρίβει σβηστή μόλις ξεκινάει το αυτοκίνητο –αλλά ο Άρης δεν ακολουθεί. Θέλει να βεβαιωθεί πως δεν έχουν ουρά οι αχθοφόροι του Κατσούλα και μετά θα τους πιάσει στην κίνηση. Το αυτοκίνητο ανεβαίνει με κατεύθυνση προς Εκάλη –τεράστιες πρασιές κρύβουν πλουσιόσπιτα, η κυκλοφορία στους δρόμους μειώνεται. Ο Άρης μένει όλο και πιο πίσω, σε λίγο θα είναι αδύνατο να τους ακολουθεί σε έρημους δρόμους –βρίζει μέσα του καθώς τους χάνει σε κάθε σταυροδρόμι. Είναι απορροφημένος με την παρακολούθηση, μπερδεμένος από τα αδιέξοδα δρομάκια, γι΄ αυτό αργεί να πάρει είδηση το μίνι που χαζεύει, μισοχωμένο ακόμα, στο στενό πίσω του. Αποφασίζει τελικά να πάρει τον αριστερό δρόμο, από διαίσθηση –βρίσκεται να ακολουθεί σήματα υποχρεωτικής πορείας που οδηγούν στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που χάθηκαν οι άλλοι.
«Δε βαρέθηκες να κάνεις γύρους; Θα ζαλιστεί το τετράγωνο και θα πέσει», ακούει τη φωνή και μόνο τότε συνειδητοποιεί ότι το μίνι τον ακολουθεί. Χαμογελάει μισό κιλό παγάκια, πλησιάζοντας το παράθυρο του οδηγού …
«Τι θες εσύ εδώ;»
«Ότι κι εσύ υποθέτω» απαντάει ο Πέτρος.
Αμίλητοι, απομακρυσμένοι, αμήχανοι.
«Ακολούθησέ με και κάνε ότι κάνω. Οι ερωτήσεις μετά –εντάξει;» ο Πέτρος ξεκινάει χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Ο Άρης πηγαίνει χαλαρά, με δευτέρα –στρίβει πίσω από το μίνι και χώνεται δίπλα του στο υπόγειο γκαράζ της χλιδάτης πολυκατοικίας.
«Τι είναι εδώ;» ρωτάει.
«Θα δεις».
Ο Πέτρος οδηγεί το ασανσέρ στον τελευταίο όροφο, ο διάδρομος μυρίζει φρεσκοβαμμένο ξύλο …
«Για ακολούθα με στο κλιμακοστάσιο», λέει ανεβαίνοντας τη σκάλα.
Η ταράτσα της πολυκατοικίας έχει θέα τα έλατα, αγκαζέ με ασυννέφιαστο ουρανό, πηγαίνουν προς τα κάγκελα …
«Βλέπεις τη μονοκατοικία εκεί, απέναντι;» του δείχνει ένα σπίτι με πισίνα, σκυλιά που κόβουν βόλτες και κόσμο που πηγαινοέρχεται.
Η Άρης τη βλέπει. Βαριά πόρτα από μαντέμι, αυλή δυο στρέμματα τριγύρω κι ένα σπίτι καλυμμένο από δέντρα.
«Το νέο σπίτι του φίλου μας», λέει ο Πέτρος και φτύνει στο κενό –πέρα από τα κάγκελα. Ο Άρης κάνει το ίδιο.
«Πάμε τώρα και στη φωλίτσα μας», προτείνει ο Πέτρος.
Το διαμέρισμα είναι άδειο, με θέα στην πίσω αυλή της πολυκατοικίας. Δυο πλαστικές καρέκλες, ένα στρώμα και κάποιο γκαζάκι για καφέ δίπλα στο τζάκι.
«Τι είναι εδώ;» ρωτάει ο Άρης.
«Διαμέρισμα σε κυριλέ γειτονιά. Νεόκτιστο και πανάκριβο. Πριν τρεις μέρες το νοίκιασα», κερνάει τσιγάρο ο Πέτρος.
«Και …», ξεκινάει ο Άρης, αλλά δεν προλαβαίνει να πει κάτι άλλο.
«Περίμενε –όλα έχουν τη σειρά τους», τον διακόπτει ο Πέτρος, ψάχνοντας την δεξιά τσέπη του τζιν του. Μετά απλώνει την παλάμη του μπροστά στα μούτρα του άλλου-«αυτό είναι δικό σου έτσι;»
Ο Άρης παίρνει τη βέρα, χαζεύει για λίγο τα γράμματα στο εσωτερικό της –«100 φορές και θα είναι λίγες». Τη φοράει αργά –πίστευε ότι την είχε χάσει στο νοσοκομείο, μετά το ατύχημα.
«Που τη βρήκες;»
«Ένα –ένα», λέει ο Πέτρος. «Θυμάσαι τον Αποστόλη; Ναι, το συμφοιτητή μας, που δούλευε στην εκδοτική. Άκου τώρα μια ιστορία για κανίβαλους», σβήνει το τσιγάρο του και βάζει νερό να ζεστάνει στο γκαζάκι. «Καφέ θα πιεις έτσι; Ο Αποστόλης λοιπόν ήταν τσιμπημένος με την Κάτια, την κοπελίτσα που δούλευε στο βιβλιοπωλείο -ξέρεις. Αναρωτιέσαι γιατί χρησιμοποιώ αόριστο; Γιατί το βιβλιοπωλείο το έκαψαν κάτι φασιστόφατσες, πληρωμένες καταλαβαίνεις από ποιόν και η εκδοτική φούνταρε από τα χρέη. Αλλά, αυτή η Κάτια πολύ με συμπαθούσε –σαν πατέρα με είχε, μη γελάς ρε μαλάκα! Τώρα που έκλεισε το μαγαζί, με παίρνει τηλέφωνο στο άσχετο και μιλάμε, μη γελάς λέω! Τις προάλλες δέησε ο Αποστόλης να της εξομολογηθεί τονβ έρωτά του –στο πολύ ντροπαλό βέβαια και στο διακριτικό –αλλά της είπε και κάτι που την προβλημάτισε. Της είπε πως σύντομα θα έφευγε γιατί άνοιγε μια έδρα στην Ξάνθη, στο Πανεπιστήμιο –αυτός ήταν κι ο λόγος που της έκανε κρούση εσπευσμένα, έτσι το έθεσε.
Παραξενεύτηκα γιατί ο Αποστόλης δεν μου είχε πει πως έκανε αίτηση για θέση σε Πανεπιστήμιο, άσε που έχει να δημοσιεύσει ο άνθρωπος από την εποχή του διδακτορικού του. Αλλά για τη θέση έμοιαζε σίγουρος –πως θα την έπαιρνε με μηδενικά προσόντα; Πήγα λοιπόν και τον έπιασα. Τον ρώτησα αν είχε τίποτα σχέδια για δουλειά –μπα, μου λέει, ξεραΐλα και προοπτικές μηδέν. Τότε τι λες στην Κάτια για θέση στο Πανεπιστήμιο; τον ρωτάω. Κιτρίνισε ο Απόστολος, γλώσσεψε τη μπέρδα του κι έτσι. Ώπα, σκέφτομαι, εδώ βγάλαμε λαυράκι! Μόνο που δεν μπορούσα από την αρχή να υπολογίσω πόσα κιλά ήταν!
Για να μην πολυλογώ, ο Αποστόλης μου ξέρασε ότι δούλευε για τον Κατσούλα (φτου), ο οποίος τον είχε τόσα χρόνια δίπλα μου, για να καρφώνει τις κινήσεις μου. Και του είχε τάξει θεσούλα σε Πανεπιστήμιο ως αντάλλαγμα –πως σου φαίνεται η ιστορία; Αναύδος; Συνεχίζω.
Μετά από πολιτισμένο διάλογο, πείθω τον Αποστόλη να μου πει όσα ξέρει για το κάθαρμα και μαθαίνω μέχρι και τη διεύθυνση του σπιτιού του. Τον απειλώ κιόλας ότι, έτσι και κάνει τίποτα για να ειδοποιήσει τον … (φτου) θα τα ξεράσω όλα –ότι αυτός τον κάρφωσε –και μετά, ας καθαρίσει μόνος του. Τρομοκρατημένος και να κλωσάει τ’ αυγά του ο Απόστολος πλέον –με εννοείς, έτσι; Πάω λοιπόν στο σπίτι του μαλάκα, πιάνω κουβέντα με μια γειτόνισσα –αν υπάρχει διαμέρισμα ελεύθερο στην πολυκατοικία, στη γειτονιά και λοιπά. Μάλλον φεύγει ο κύριος Οικονόμου –τρόμαξε με όσα έγιναν και πάει να μείνει αλλού, μου λέει η καλή κυρία. Τι έγινε; Ένας παρανοϊκός του επιτέθηκε και όταν τον πιάσανε κάτι γείτονες, έκλεψε το περίστροφο ενός αστυνομικού και σκοτώθηκε. Το ξέρεις αυτό ήδη –σωστά; Φεύγει λοιπόν η καλή κυρία και χώνομαι στην πολυκατοικία. Ψάχνω τον τόπο της μάχης, βλέπω κάτι ίχνη από αίμα στον ημιόροφο –ψάχνω καλύτερα. Πίσω από το παράθυρο του φωταγωγού, στην εξωτερική πλευρά βρήκα τη βέρα σου. Κατάλαβες;»
Κατάλαβε ο Άρης. Με το τσιγάρο να καίγεται τζάμπα στο δεξί του χέρι, με τα μάτια κολλημένα στο σβηστό τζάκι. Ήξερε από πριν δηλαδή, αλλά δεν ήθελε να πιστέψει. Ο Κώστας πεθαμένος κι αυτοί να ξύνονται από απόσταση –υπάρχει περιεκτικότερος ορισμός της ξεφτίλας για μια παρέα; Κάποτε θα ούρλιαζε, παλιότερα μπορεί και να έκλαιγε αλλά ήταν πλέον γερασμένος. Παραιτημένος. Δειλός. Κατάλαβες;
Ο Πέτρος του έφερε καφέ -ήπιαν σκεφτικοί. Κάπνισαν κιόλας –μετρώντας στάχτες και διαλυμένες ιστορίες που τραβάνε μοναχικές διαδρομές. «Ήταν κάποτε μια παρέα», έτσι θα έλεγαν. Ποιοι; Όσοι τους ήξεραν -και το τέλος της ιστορίας θα έμοιαζε με αποτυχημένο ανέκδοτο, «ήταν κάποτε μια παρέα και μετά δεν ήταν». Γαμημένες καταστάσεις, όπως και να το πεις.
«Τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε ο Άρης και, μάλλον, ήταν από τις λίγες φορές στη ζωή του που δεν είχε έτοιμη την πρόταση.
«Τον ξεσκίζουμε, θέλει και ρώτημα; Είχε βάλει άτομο δίπλα μου, στα σίγουρα υπάρχει κάποιος δικός του κοντά σε σένα, μας παρακολουθούσε τόσα χρόνια ο μπάσταρδος! Δεν ξέρω τι έκανε στον Κώστα, αλλά εμένα μου γάμησε τη ζωή, όσο μπορούσε…»
«Έτσι δεν ήταν πάντα; Συνέχεια στο πήδημα δεν μας είχε;»
«Ναι, εντάξει –φταίξαμε κι εμείς. Τον ξεφτιλίσαμε μπροστά σε όλη τη Σχολή, τον αφήσαμε ανάπηρο … κι όλα αυτά …»
«Θα πιάσεις τώρα την κουβέντα που ξεκινήσαμε στο γάμο μου; Θα μου πεις ότι ήμασταν υπερβολικοί και μπορεί στην τελική να τον γούσταρε η Άλεξ λόγω αγαμίας; Θα πεις ότι τίποτα δεν έχει αποδειχτεί;»
«Άραξε … δεν πρόκειται. Η κουβέντα τελείωσε τότε, μαζί με όλα τ’ άλλα. Σε τελική ανάλυση, δικαιολογίες ψάχναμε όλοι για να μην κάνουμε τίποτα –κι εσύ … μια από τα ίδια και οι τρεις μας …»
«Οι δυο μας. Ο Κώστας ήταν ο μόνος καθαρός. Περίμενε σαν το κάρβουνο κάτω από την εφημερίδα –εμείς μόνο το παίζαμε γιαλαντζί οργισμένοι».
«Τέλος πάντων», ο Πέτρος κοιτάζει τα δάχτυλά του. «Το θέμα είναι πως ο ξεφτιλισμένος τα θυμάται όλα και θέλει ρεβάνς. Προφανώς χέστηκε πάνω του όταν τον ανακάλυψε ο Κώστας –αλήθεια πως τα κατάφερε; Τώρα θα κοιτάξει να βολευτεί εδώ πέρα και αμέσως μετά, θα μας πάρει στο κυνήγι».
«Έχει βάλει ήδη δικούς του και παρακολουθούν το σπίτι των γονιών της Μάχης».
«Και την παράτησες εκεί;»
«Μη νοιάζεσαι –έχω κανονίσει. Εδώ τι γίνεται;»
«Σκυλιά, σεκιουριτάδες, συναγερμοί –τα είδα όλα να στήνονται».
«Άρα;»
«Άρα τον βουτάμε φόρα παρτίδα ένα όμορφο πρωινό –πριν χωνέψει τα κορν φλέικς του, για περισσότερο εφέ, και …»
«Μαλακίες, δεν γίνονται έτσι αυτά. Το πιο πιθανό είναι να καταλήξουμε σαν τον Κώστα. Αλλά και να κάναμε τίποτα, θα μας μάντρωναν αμέσως μετά οι μπάτσοι. Και τότε τι γίνεται η Μάχη με την Αφροδίτη;»
Ο Άρης κοιτάζει την αυλή της πολυκατοικίας. Κάποτε έβλεπαν ακάλυπτους από τα παράθυρά τους, τώρα είναι ακάλυπτοι οι ίδιοι. Υπήρξε εξέλιξη όσο να πεις!
«Με τη Μαρία τι θα γίνει;»
«Τι να γίνει δηλαδή;»
«Ν΄αφήσουμε τις μαλακίες ρε Πέτρο. Όταν πεθαίνει κάποιος δικός μας κρυβόμαστε στις ζωούλες μας και αναρωτιόμαστε –τι ωφελεί. Δεν είναι έτσι. Πρέπει να το πούμε στη Μαρία –πρέπει να ξέρει».
Έχει δίκιο. Έτσι πρέπει να κάνουν και δεν χρειάζονται πολλές κουβέντες για να το αποφασίσουν. Περιμένουν μόνο λίγο –να ηρεμήσουν τα πράγματα στο απέναντι σπίτι και μετά της τηλεφωνούν. Ο Πέτρος …
«Έλα Μαρία τι γίνεται;»
«Όπως τα ξέρεις. Κανένα νέο από τον Κώστα.»
«Που να βρεθούμε;»
«Στο ίδιο μέρος με την προηγούμενη φορά –όταν σχολάσω. Είναι καλά;»
«Μπα –δε λέει. Θα περάσω να σε πάρω από τη δουλειά σου και πάμε κάπου αλλού».
«Εντάξει».
Κοιτάζονται με το κλειστό τηλέφωνο ανάμεσά τους. Ένα σιωπηλό τηλέφωνο είναι απελπισία κι αυτό μοιάζει, συνήθως, οριστικό. Σκέφτεται να το αλλάξει λίγο ο Πέτρος …
«Θέλεις να τον τρομάξουμε λίγο ακόμα;»
Ο Άρης τον κοιτάζει απορημένος –δεν ξέρει πως ο Αποστόλης του έχει δώσει και τον αριθμό του Κατσούλα, δεν ξέρει πως ήδη ο Πέτρος τον έχει απειλήσει μια φορά. «Για να του κόψω τη φόρα», εξηγεί ο Πέτρος, βάζοντας τη συσκευή του στην απόκρυψη.
Καλεί τον αριθμό και περιμένει. Το κλείνει και ξαναπαίρνει –«δεν το σηκώνει όταν δεν βλέπει ποιος καλεί. Στην αρχή τουλάχιστον –μετά σπάει».
Στην τέταρτη προσπάθεια υπάρχει ανταπόκριση –ο Πέτρος βάζει ανοιχτή ακρόαση και πετάει τη συσκευή στον Άρη.
«Ποιος είναι;»
«Ρωτάς σα να μην ξέρεις Κατσούλα».
«Ποιος είσαι;»
«Αυτός που θα σου ξοφλήσει τα χρωστούμενα ρε μαλάκα»
«Δεν σε καταλαβαίνω»
«Θα έχεις όλο τον χρόνο –μην ανησυχείς. Τα λέμε σύντομα Κατσούλα».
Αυτό το κλειστό τηλέφωνο δε φέρνει απελπισία. Τρόμο, σιχασιά, φλέβες που τσιτώνουν στα μηνίγγια –αλλά όχι απελπισία. Γελάνε και οι δυο τους βεβιασμένα.
«Χεσμένος πάνω του είναι».
«Κι ακόμα δεν ξεκινήσαμε»
«Έχεις κάτι στο μυαλό σου;»
«Όλα στην ώρα τους».
Φεύγουν με το μίνι του Πέτρου για τη δουλειά της Μαρίας. Περνάνε το κέντρο αφήνοντας χαζές κουβέντες μισοτελειωμένες.
«Έχω σκοτοδίνες», λέει ο Άρης.
«Δηλαδή;»
«Μετά το ατύχημα .. ζαλάδες, χασίματα … τέτοια πράγματα».
«Προσωρινό;»
«Ουδέν μονιμότερο –έτσι δεν πάει;»
«Ελπίζω να μην το πάθεις όταν σε χρειαστώ».
Και μετά χαζεύουν την κίνηση, έξω από τη δουλειά της Μαρίας, σχολιάζουν κάτι χοντρές συναδέλφους της, που επιμένουν να κυκλοφορούν με στενά παντελόνια -«φαρδιά είναι ρε, αλλά πάνω της δείχνουν κολάν» και περιμένουν.
Η Μαρία βγαίνει αργοπορημένη –κάποια Μαρία τέλος πάντων, με καροτί βαμμένο μαλλί, με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια και νευρικό βήμα. Όταν τους βλέπει μαζί –θολώνει….
«Εσείς μαζί; Τι έπαθε ο Κώστας; Τι έγινε;»
Ο Άρης τραβάει το κάθισμά του και την βάζει μέσα. Κάθεται δίπλα της όσο ο Πέτρος φεύγει αγχωμένα.
«Τι έγινε; Μιλήστε».
«Πέθανε ο Κώστας, Μαρία μου», την σφίγγει στην αγκαλιά του ο Άρης για να αποφύγει την αντίδρασή της. Κλείνει τα μάτια –τέτοιες ώρες εύχεται να ήταν αυτός ο πεθαμένος, αλλά αμέσως μετά, βλέπει τα δακρυσμένα μάτια της Μάχης και το μετανιώνει.
«Πες μου τι έγινε», ρωτάει μια ανέκφραστη μάσκα της.
«Δεν ξέρουμε ακριβώς. Πήγε στο σπίτι του Κατσούλα και … μάλλον αρπάχτηκαν, το γεγονός είναι πως βούτηξε το όπλο ενός μπάτσου κι αυτοκτόνησε. Έτσι έμαθα από ένα φίλο μου δημοσιογράφο …»
«Που τον έχουν;»
«Δεν ξέρω. Την κουκούλωσαν την υπόθεση λόγω Κατσούλα».
Η Μαρία κοιτάζει έξω από το τζάμι, ακουμπάει τη γροθιά της στην πλαστική χειρολαβή …
«Οι μαλακίες σας! Οι μαλακίες σας πάντα! Σαν τα μικρά παιδιά να κυνηγιόσαστε με τον Κατσούλα –γελοίοι! Και γιατί; Πες μου ρε Άρη –γιατί; Επειδή πηδήχτηκε με την Άλεξ; Για μια αλλοπαρμένη χάθηκε ο άντρας μου;»
Ο Πέτρος κοιτάζει τον καθρέφτη ενώ οδηγεί κι ο Άρης χαζεύει τα πλαϊνά αυτοκίνητα. Τι να απαντήσεις στις λογικές κατηγορίες; Πώς να υπερασπιστείς τα μόνα πράγματα που είχαν αξία στη ζωή σου –όταν εσύ, πρώτος τα έχεις ξεπουλήσει;
«Και τι θα κάνετε τώρα;» λέει ήσυχα η Μαρία.
Ανακουφισμένοι που η κρίση πέρασε δεν μιλάνε. Δεν απαντάνε.
«Θα τον κυνηγήσετε έτσι; Σαν καλά κορόιδα θα διαλύσετε τις ζωές σας, μπορεί και να τις χάσετε –αλλά δεν τρέχει τίποτα! Σωστά; Η μαγκιά σας πάνω απ΄όλα!»
«Έχεις κάτι άλλο να προτείνεις;» ρωτάει τελικά ο Άρης.
«Γιατί; Σκοπεύεις ν΄ακούσεις;» έρχεται η ειρωνεία της.
«Λέγε Μαρία. Δεν βγάζει πουθενά ο καυγάς», επεμβαίνει ο Πέτρος.
Και η Μαρία τους λέει. Πράγματα που μόνο οργισμένες γυναίκες μπορούν να συλλάβουν, εκδίκηση που μόνο μέσα από βαθιές πληγές αναβλύζει. Όταν τελειώσουν μαζί του θα είναι ασφαλείς, αλλά θα έχουν χάσει οτιδήποτε τους κάνει να ξεχωρίζουν από αυτόν. Και θα έχουν φορέσει τη δική του προβιά –μπορούν να το κάνουν;
Την επόμενη μέρα θα περάσουν από τη γραμματεία της Παντείου. Θα νευριάσουν γιατί δεν βγάζουν άκρη, μέχρι που ο Άρης θα πετύχει μια παλιά γνωστή. Αυτή θα τον αφήσει να σκαλίσει παλιά αρχεία εγγραφής φοιτητών –είναι θαύμα που τα φυλάνε ακόμα, σκέτη σκονισμένη γραφειοκρατία δηλαδή –αλλά θαύμα!
Θα πέσουν πάνω σε παλιούς συμφοιτητές, θα σχολιάσουν ότι οι περισσότεροι φαίνονταν σαν μαλάκες φύτουλες και η αλήθεια είναι πως οι περισσότεροι ήταν κιόλας! Θα αποφύγουν να δουν τα έντυπα που αφορούν τον Γιαννάκη ή την Άλεξ και, κατά το μεσημέρι, θα πετύχουν τον φάκελο του Κατσούλα. Φωτοτυπία δελτίου ταυτότητας, τόπος γέννησης, όνομα πατρός και όλα τα σχετικά.
«Ρε συ, από τα Σεπόλια ήταν ο άθλιος;»
«Έτσι λέει. Σημείωνε τώρα για να φεύγουμε –σε λίγο θα μας πετάξουν έξω με το ζόρι».
Θα φύγουν τρέχοντας, με τις σημειώσεις, τσαλακωμένες στις τσέπες για να ψάξουν τη Μαρία. Που έχει πάρει άδεια από τη δουλειά της κι έχει φροντίσει να αφήσει τον Δημήτρη σε συγγενείς. Μαζί θα ξεκινήσουν, για να βρουν τις ρίζες του Κατσούλα. Γιατί όπως είπε και η Μαρία –«το κακό κόβεται από τη ρίζα του, αλλιώς ξαναφουντώνει».
Έτσι βρέθηκαν, σε μια γειτονιά ξεχασμένη στη δεκαετία του ’70. Σπίτια με βρώμικες αυλές, παρκαρισμένα αυτοκίνητα στη μέση του δρόμου και τσιμέντο να καλύπτει τα παρτέρια. Τι γινόταν αν δεν έμενε κανένας πια εκεί; Τι γινόταν αν αυτό δεν ήταν πλέον το πατρικό του Κατσούλα; Ο Άρης ευχόταν να είναι έτσι τα πράγματα –τρόμαζε να περπατήσει στο δρόμο της Μαρίας. Αλλά η ετοιμόρροπη μονοκατοικία στο νούμερο 35 του δρόμου έκρυβε μια καμπουριασμένη γριά που σκούπιζε στην τσιμεντένια αυλή. Την κοίταζαν ανέκφραστοι και προσπαθούσαν να καλυφθούν πίσω από ψεύτικο κυνισμό –«του μοιάζει», «ναι είναι το ίδιο άσχημη», «και ασουλούπωτη» -ανέκφραστοι αλλά ο Άρης φόρεσε ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά μήπως και κατεβάσει τον κόμπο από το λαιμό του.
«Θα περιμένουμε να νυχτώσει», είπε η Μαρία.
«Θα μας δουν αν περιμένουμε εδώ», παρατήρησε ο Πέτρος.
«Και τι έγινε; Σιγά μην ψυλλιαστούν τίποτα!» τον έκοψε αυτή.
Άναψαν τσιγάρα ταυτόχρονα –η Μαρία δεν κάπνιζε, έβγαλε μια τσίχλα από την τσάντα της και άρχισε να μασουλάει. Κοιτάζοντας.
Η γριούλα χώθηκε στο σπίτι όταν καθάρισε την αυλή, ξαναβγήκε με ένα καρότσι λαϊκής και πέρασε πολύ κοντά τους, δεν τους πρόσεξε γιατί είχαν φροντίσει να περπατάνε –δήθεν αδιάφορα –στο απέναντι πεζοδρόμιο.
«Γιατί το κάνεις αυτό;» ρώτησε ο Πέτρος.
«Γιατί πρέπει. Δεν ξέρω αν αγαπούσα πια τον Κώστα –μπορεί να ήταν η συνήθεια, η σιγουριά ότι θα τον έχω ξαπλωμένο στον καναπέ, να βλέπει τηλεόραση γελώντας. Το ξέρατε ότι τρελαινόταν στα γέλια με τις ειδήσεις; Έκανε ζάπινγκ από κανάλι σε κανάλι για να μη χάσει τα παράθυρα –μέχρι και αγαπημένους σχολιαστές είχε. Κάτσε να δεις, τώρα θα πει για βιώσιμες λύσεις, τώρα θα μιλήσει για κοινωνία των πολιτών –έτσι μου έλεγε. Κι εγώ γκρίνιαζα που δεν ασχολείται με τίποτα, που πρέπει να συμμαζέψω το σπίτι ενώ αυτός ζει στον κόσμο του. Δίκιο δεν είχα; Και τι έγινε; Τώρα η τηλεόραση είναι μονίμως κλειστή κι ο καναπές άδειος –αυτό έγινε. Πονάω κάθε φορά που το βλέπω και κάποιος πρέπει να πονέσει το ίδιο. Όχι γιατί θα ανακουφιστώ από τον ξένο πόνο, αλλά γιατί πρέπει. Σε κάλυψα;»
Ο Πέτρος το σκέφτηκε κι ο Άρης το σκέφτηκε –αλλά δεν έβγαινε άκρη. Επειδή άδειασε ένας καναπές ή γιατί χάθηκαν κάποιες ζωές, επειδή έκλεισε μια τηλεόραση ή για να ησυχάσουν οι αναμνήσεις τους –δεν υπάρχει δικαιολογία όταν καταστρέφεις, γιατί η καταστροφή αρχίζει από εσένα πρώτα. Άφησαν τα ηθικά διλλήματα και βάδισαν προς το τέλος με αβέβαια παπούτσια. –κουβαλώντας ένα ασήκωτο δοχείο με πετρέλαιο και μπόλικα στουπιά. «Θα φτάσει;» «Όσο φτάσει». Έκρυψαν τα σύνεργα στον μίζερο κήπο της –αμέσως μετά, δοκίμασαν την κλειδωμένη πόρτα. Ο Άρης ήταν έτοιμος να τη σπάσει, αλλά η Μαρία βρήκε ανοιχτό το παράθυρο στην κουζίνα –χώθηκαν μέσα, γεμίζοντας με λάσπες το νεροχύτη.
Το σπίτι μύριζε βρασμένο λάχανο και παλιά έπιπλα. Δεν δυσκολεύτηκαν να βρουν παλιές φωτογραφίες πάνω στο σκρίνιο –η γριούλα, νεότερη αλλά το ίδιο άσχημη, αγκαλιά με έναν ασπρόμαυρο μουστακαλή, ο Κατσούλας με σπυριά στη μούρη και γραβάτα, η οικογένεια καθισμένη σε μια κουβέρτα κάτω από δέντρα, ο Κατσούλας με μούσι, έτσι όπως τον θυμόντουσαν από τη Σχολή. Κάθισαν στον ξεχαρβαλωμένο καναπέ –απέναντι από την τηλεόραση που κοιμόταν, καλυμμένη από λουλουδάτο σεντόνι κι ανέπνευσαν σκόνη, ανακατεμένη με υγρασία. Χρειάστηκε να περιμένουν μισή ώρα, αμίλητοι –τεντωμένοι.
Όταν ακούστηκε το κλειδί στην πόρτα, κράτησαν τις ανάσες τους. Η Μαρία τους κοίταζε, ψάχνοντας να εντοπίσει διάθεση οπισθοχώρησης κι αυτοί έσφιγγαν τις γροθιές τους. Για να κρατηθούν.
«Ποιοι είσαστε εσείς;» τσίριξε η γριούλα, αφήνοντας τις σακούλες να φύγουν από τα χέρια της. Έκανε να γυρίσει προς την πόρτα αλλά ο Πέτρος ήταν ήδη όρθιος πίσω της.
«Κάτσε κάτω γιαγιά και δεν θα σε πειράξουμε», είπε ήσυχα η Μαρία.
Η γριά έμεινε με ανοιχτό στόμα, μπερδεμένη. Ήθελε να φωνάξει «βοήθεια» αλλά φοβόταν να το κάνει. Ο Πέτρος την τράβηξε αποφασιστικά από το μπράτσο και την έβαλε να καθίσει σε μια πολυθρόνα. Πάνω από το κεφάλι της στάθηκαν και οι τρεις μαζί.
«Δεν έχουμε τίποτα μαζί σου γιαγιά. Με το γιό σου τα έχουμε», της είπε η Μαρία.
«Το Σπύρο μου; Τι σας έκανε το παιδί; Αυτός …»
«Αυτός είναι κάθαρμα γιαγιά. Είναι υπεύθυνος για το θάνατο του άντρα μου, έχει βιάσει, κλέψει και καταστρέψει κόσμο …»
«Το παιδί μου;»
«Το κάθαρμα! Χαφιές της Ασφάλειας, μπλεγμένος σε κάθε βρωμοδουλειά …»
«Ο Σπύρος μου; Χαφιές; Όχι κορίτσι μου –ο Σπύρος δεν κάνει τέτοια. Έχει δει να σέρνουν τον πατέρα του οι ΕΣΑτζήδες, έχει δει τους χωροφύλακες να σπάνε τα παιχνίδια του όταν μας έψαχναν το σπίτι … Όχι χαφιές ο Σπύρος μου!»
«Χαφιές. Και βιαστής. Κατάστρεψε μια κοπέλα -στο ψυχιατρείο είναι από αυτόν. Και φταίει που πέθανε ο άντρας μου».
Η γριά βάζει το κεφάλι της ανάμεσα στα χέρια, τρέμει και αρνείται τα πάντα –«όχι το παιδί μου, όχι ο Σπύρος μου». Και οι άλλοι συνεχίζουν ανελέητοι. Κάθε πράξη του Κατσούλα μεγεθύνεται, κάθε ενέργειά του βάφεται με ελεεινά κίνητρα –«δεν τον λένε Κατσούλα πια το γιο σου, Οικονόμου τον λένε και περνιέται για σπουδαίος. Αλλά είναι φονιάς και κλέφτης –από τους χειρότερους».
Την αφήνουν σε σύγχυση καθώς φέρνουν μέσα το δοχείο –η Μαρία κάθεται δίπλα της όσο οι άλλοι δύο ποτίζουν τις κουρτίνες με πετρέλαιο.
«Δεν έχει να κάνει με σένα γιαγιά –αλλά μ’ αυτόν. Θα πληρώσει για όλα –να του το πεις όταν τον δεις. Θα ψοφήσει τόσο ξεφτιλισμένα όσο έζησε, να του το πεις γιαγιά».
Ο Άρης συνεχίζει να καταβρέχει τα έπιπλα ενώ ο Πέτρος βγαίνει στον κήπο. Τηλεφωνεί από απόκρυψη σε ένα κουτσομπολίστικο κανάλι. «Σας μιλάω εκ μέρους της οργάνωσης ‘Ασυμβίβαστοι Μαχητές Πόλεων’. Αυτή τη στιγμή αποδίδουμε δικαιοσύνη καίγοντας το σπίτι του μεγαλοκαθάρματος Σπύρου Κατσούλα, οδός τάδε, αριθμός τάδε. Ο άνθρωπος αυτός κυκλοφορεί με το όνομα ‘Αντρέας Οικονόμου’ διευθυντής εταιρείας και θεωρείται ευυπόληπτος πολίτης ενώ στην πραγματικότητα είναι παιδεραστής. Δεν θα σταματήσουμε αν δεν δώσουμε ένα καλό μάθημα στη σάπια κοινωνία σας. Περισσότερα στοιχεία θα βρείτε σε προκήρυξή μας που έχει ήδη σταλεί σε εφημερίδες και τηλεόραση». Κλείνει το τηλέφωνο χαμογελώντας. Σεξουαλικό θέμα με κοινωνικές διαστάσεις –το κανάλι δεν θα το ψάξει πολύ. Θα τρέξει να καλύψει το γεγονός για να μη χάσει την αποκλειστικότητα –δεν θα περιμένουν καν να τους έρθει η δήθεν προκήρυξη.
Ο Άρης ανάβει τα στουπιά σε κάθε γωνιά του σαλονιού, ενώ η Μαρία τραβάει έξω τη γριά. Δεν αντιστέκεται καθόλου –μένει μόνο να κοιτάζει τη φωτιά που γλύφει τα τζάμια και να τραβάει βουβά τα μαλλιά της. Ο Άρης ξαναμπαίνει στο σπίτι, κλωτσάει τραπέζια, μετακινεί καρέκλες, θέλει να τα κάψει όλα.
«Πάμε να φύγουμε», φωνάζει τρέχοντας η Μαρία και αυτό κάνουν. Καθώς το μίνι χάνεται σε κάποιο χωματόδρομο, κανείς δεν γυρίζει να κοιτάξει τη γριά που έχει πέσει στα γόνατα -ερειπωμένος άνθρωπος, ανάμεσα σε ξεραμένα δέντρα, μπροστά από μια καμένη πόρτα.
«Ευχαριστημένη;» ρωτάει ο Άρης.
«Θα μπορούσα να είμαι;» λέει η Μαρία.
Ο Πέτρος ψάχνει για σταθμό στο ραδιόφωνο –δεν παίζουν ακόμα τίποτα σχετικό, αλλά είναι νωρίς.
«Που πάμε τώρα;» ρωτάει.
«Στη δουλειά του μαλάκα», λέει η Μαρία.
Ο Πέτρος οδηγεί βιαστικά, με το δεξί χέρι κολλημένο στο κουμπί του ραδιόφωνου. Παραστάσεις φεύγουν σε παιδικό view master, φορτηγά πετάγονται αδιαφορώντας για το χρώμα των φαναριών, άνθρωποι κυκλοφορούν στη μέση της λεωφόρου κι από απέναντι έρχεται το βαν του τηλεοπτικού συνεργείου. Χαμογελούν, σε λίγο θα παίζει παντού το θέμα –αρκεί η γριά να θυμάται όσα της είπαν. Και να είναι σε θέση να τα πει.
Η πόλη αλλάζει καθώς αφήνουν τα προάστια –οι άνθρωποι προσέχουν τις σκιές τους πριν περάσουν το δρόμο και το αυτοκίνητο κινείται ανάμεσα από λεωφορεία. Στο φανάρι τους χαιρετάει η απελπισία των μεταναστών και μετά το φανάρι τους απειλεί η επιθετικότητα του αφηνιασμένου αγοραστικού κοινού –άνθρωποι στριμώχνονται σε μαγαζιά για γρήγορο φαγητό, «πάρε την παραγγελιά σου όρθιος, φάε, άδειασέ μας τη γωνιά» κι ο Πέτρος κορνάρει σε μπουκωμένα πρόσωπα που λεκιάζουν με μουστάρδα τις γραβάτες τους. Όχι, εντάξει –οι μετανάστες δεν τρώνε.
«Δεν πάει από πουθενά αλλού πιο γρήγορα; Θα έχει φύγει μέχρι να φτάσουμε στην παραλία», δυσανασχετεί η Μαρία.
«Μην ανησυχείς –θα τον προλάβουμε», λέει ο Άρης μέσα από σφιχτά κλεισμένα μάτια –ζαλίζεται.
«Είσαι καλά;»
«Ναι μια χαρά. Ένας ξαφνικός πονοκέφαλος» και αγωνίζεται να βρει που πατάνε τα πόδια του. Κάπου να πατήσουν τα πόδια του.
«Ησυχία!» λέει ο Πέτρος δυναμώνοντας το ραδιόφωνο.
«Περίεργη υπόθεση εμπρησμού στα Σεπόλια με θύμα μια ηλικιωμένη γυναίκα. Οι δράστες έβαλαν φωτιά στο σπίτι της πριν ειδοποιήσουν γνωστό τηλεοπτικό κανάλι αναλαμβάνοντας την ευθύνη της ενέργειάς τους. Σύμφωνα με πληροφορίες –πρόκειται για μέλη μιας καινούργιας τρομοκρατικής οργάνωσης με την επωνυμία ‘Ασυμβίβαστοι Μαχητές Πόλεων’. Οχήματα της πυροσβεστικής και ασθενοφόρα έφτασαν εσπευσμένα στον τόπο του εμπρησμού αλλά, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες των γιατρών του ΕΚΑΒ, δεν ήταν δυνατή η διάσωση της άτυχης γυναίκας που ξεψύχησε μπροστά στο φλεγόμενο σπίτι της. Ο θάνατός της αποδίδεται σε εγκεφαλικό …», κανένας δεν ακούει παρακάτω, αλλά το ραδιόφωνο συνεχίζει να μεταδίδει. Τι;
Ο Πέτρος ανεβαίνει στο κοντινότερο πεζοδρόμιο και ανάβει τα αλάρμ. Μπορεί να τον έβρισε κάποιος περαστικός, αλλά δεν έχει σημασία. Κοιτάζονται αναποφάσιστοι.
«Γιατί σταματήσαμε; Ξεκίνα, πρέπει να τον προλάβουμε», φωνάζει η Μαρία.
«Μα … δεν άκουσες;»
«Γι΄αυτό. Θέλω να δω τα μούτρα του, θέλω να μας δει. Ξεκίνα Πέτρο!»
Το αυτοκίνητο κατηφορίζει μέσα από τη φωτισμένη λεωφόρο χωρίς θέληση –οι άνθρωποι παρασύρονται μαζί του –μηχανικά. Χωρίς να το επιδιώκουν, φτάνουν έξω από την εταιρεία του Κατσούλα, τηλεοπτικά συνεργεία έχουν κάνει ήδη κατάληψη στο πεζοδρόμιό του.
«Τρέξτε», παρακινεί η Μαρία πριν ακόμα παρκάρουν.
Το μίνι εγκαταλείπεται στο πρώτο εύκαιρο πεζοδρόμιο και πηγαίνουν όλοι προς τους στημένους προβολείς, ακολουθώντας το περίεργο πλήθος. Σπρωγμένοι από αγκώνες, καθυστερούν σε κάτι ψιλά ανθρωπιάς που έχουν ξεμείνει στις τσέπες τους. Και τελικά φτάνουν.
Τα συνεργεία έχουν αποκλείσει την είσοδο του κτιρίου και το πάρκινγκ –μάλλον ο Κατσούλας είναι ακόμα μέσα. Κάποια αγχωμένη ρεπόρτερ βάφεται στο καθρεφτάκι της τσάντας της. Ένας ηχολήπτης ρίχνει αγκωνιές για να πάρει καλύτερη θέση. Άνθρωποι που περιμένουν να αποθανατίσουν δυστυχία και αποκαλύψεις. Άνθρωποι που καμουφλάρονται πίσω από την ανάγκη για να μην τους πετύχουν κάτι ισχνοί ενδοιασμοί. Ποιοι;
«Κάνε στην άκρη, εγώ μαλάκας είμαι που περιμένω τόση ώρα;»
«Σώπα ρε –νοικιασμένο το έχεις το πεζοδρόμιο;»
«Παιδιά πάμε δοκιμαστικό. Κοντινό πλάνο –μην το ανοίγετε ρε ζώα!»
Αυτοί.
«Σπρώξε ρε Άρη να φτάσουμε πιο μπροστά!»
«Σαν κοράκι νιώθω –μήπως να φεύγαμε;»
«Τώρα που ξεκινήσαμε θα το πάμε μέχρι τέλος. Σπρώξε!»
Αυτοί.
Από το πάρκινγκ εμφανίζεται ένα τζιπ κορνάροντας. Κάνει απεγνωσμένη προσπάθεια να τρομάξει τα συνεργεία, γκαζώνει αλλά αναγκάζεται να φρενάρει απότομα …
«Αυτός είναι, αυτός είναι!»
Ο Κατσούλας μοιάζει με ψάρι καμακωμένο, σπρώχνει το τιμόνι με το στήθος προσπαθώντας να απογειώσει το αυτοκίνητο, μικρόφωνα κοπανάνε αδιάκριτα πάνω στα κλειστά του τζάμια …
«Πως αισθάνεστε για τον εμπρησμό;»
«Είναι αλήθεια όσα σας κατηγορούν οι τρομοκράτες;»
«Κάντε μας μια δήλωση»
«Πως σας λένε;»
Τα μάτια του έχουν γυρίσει, σε λίγο θα γίνουν άσπρα, βρίζει πίσω από τα κλειστά τζάμια αλλά δεν μπορείς να αποφύγεις «την ενημέρωση των πολιτών». Τη διαπόμπευση. Γι’ αυτό ανοίγει το τζάμι …
«Αφήστε με να περάσω, δεν ξέρω για πιο πράγμα μιλάτε. Αφήστε με!»
«Πως σας λένε;»
«Οικονόμου γαμώτο! Ανοίξτε να περάσω!»
Η Μαρία ήταν πάντα καλή στους υπολογισμούς. Κάποιοι άνθρωποι έχουν έλλειψη προσανατολισμού, κάποιοι μπερδεύονται ακόμα και στη μέση μιας πλατείας –στη Μαρία ποτέ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Έχει ήδη φροντίσει να πιάσει τη σωστή θέση, εκεί που θ’ αναγκαζόταν να ανοίξει το παράθυρό του ο Κατσούλας.
«Πως σας λένε;»
«Πες τους πως σε λένε Σπύρο», η Μαρία έχει τρυπώσει δίπλα στους δαιμόνιους ρεπόρτερς και απέχει λίγα εκατοστά από την πανικόβλητη όψη του Κατσούλα. Κι αυτός την βλέπει –τελευταία στιγμή. Γυρίζει αφύσικα το κεφάλι του για να συναντήσει κάποιο παραμορφωμένο χαμόγελό της –δεν χρειάζεται πολύ προσπάθεια για να διακρίνει τον Άρη και τον Πέτρο πίσω από την πλάτη της.
«Πες τους πως σε λένε Σπύρο. Πες τους ποιος είσαι», η Μαρία εκμεταλλεύεται τον πανικό που δημιουργείται για να εξαφανιστεί μέσα στο πλήθος. Πίσω της ο Πέτρος με τον Άρη γυρίζουν να κοιτάξουν προς το τζιπ καθώς βουλιάζουν στη φασαρία. Και προλαβαίνουν να δουν τα σάλια που τρέχουν από τις άκρες των χειλιών του, προλαβαίνουν ν΄ακούσουν τον ήχο από τον πίσω προφυλακτήρα του –όταν χτυπάει στη μισόκλειστη πόρτα του πάρκινγκ, γιατί αυτός έχει χάσει πλέον τον έλεγχο. Κέρινος ψάχνει με ηλίθιο βλέμμα μέσα στο πλήθος. Του χρειάζεται ώρα για να συνέλθει, παίρνει χρόνο μέχρι να χάσει εντελώς την αυτοκυριαρχία του, μέχρι να πεταχτεί έξω από το τζιπ για να τους κυνηγήσει. Μάταια προσπάθεια –οι δημοσιογράφοι τον περικυκλώνουν –αρπακτικά πάνω από φρέσκο πτώμα -ακόμα χειρότερα, δημοσιογράφοι δίπλα στην φρέσκια είδηση.
Από τη θέση που έχουν αφήσει το μίνι, μπορούν να διακρίνουν το κεφάλι του, γελάνε χωρίς όρεξη με τον αγώνα που κάνει για να ξεφύγει …
«Δεν γλιτώνεις από την τηλεθέαση μαλάκα μου», σχολιάζει ο Πέτρος καθώς ξεκινάνε.
«Αν ήταν εδώ ο Κώστας θα στοιχημάτιζε για το πώς θα μας βαφτίσουν τα κανάλια», είπε η Μαρία.
«Ανάλγητους εγκληματίες», ψιθύρισε ο Πέτρος.
«Ανθρωπόμορφα τέρατα», υπερθεμάτισε ο Άρης.
Δεν το πέτυχαν.
Την άλλη μέρα, η υπόθεση απασχόλησε όλα τα Μέσα Μαζικής Αποκτήνωσης. Μίλησαν για μυστηριώδεις ακτιβιστές που ξεκινούσαν εκστρατεία αντιποίνων κατά σημαινόντων στελεχών επιχειρήσεων. Μίλησαν για αλλοδαπά μέλη κάποιας εξωτικής μαφίας, για ξεκαθάρισμα λογαριασμών και εμπόριο ναρκωτικών. Μέχρι και για οργισμένους γονείς που ήθελαν να εκδικηθούν τον διαφθορέα των παιδιών τους είπαν. Ως τη στιγμή που κάποιος ξέθαψε την προηγούμενη υπόθεση με το νεκρό ληστή. Δυο βδομάδες κράτησε το πάρτυ στα κανάλια –ποιος είναι ο μυστήριος κύριος Οικονόμου, γιατί θέλουν να τον σκοτώσουν, ποιοι τον επιβουλεύονται;
Βουνά ψεύτικων πληροφοριών, παρελάσεις άσχετων που γνώριζαν τον Αντρέα Οικονόμου από μικρό παιδί, έπαιζαν μαζί του σε αλάνες και σπούδαζαν δίπλα του στο εξωτερικό. Κανένας όμως δεν βγήκε να πει πως γνώριζε τον Σπύρο Κατσούλα. Ήταν σα να μην υπήρξε ποτέ αυτός ο άνθρωπος –κολλημένοι στην τηλεόραση μετρούσαν μέρες και οι τρεις τους. Το μόνο που τους παρηγορούσε ήταν πως το ίδιο θα πρέπει να έκανε και ο Κατσούλας.
Η Μαρία είχε αρχίσει να απομακρύνεται –ή ίσως οι υπόλοιποι απομακρύνονταν για μια ακόμα φορά από τη Μαρία. Δεν χρειάζεται, άλλωστε, να είσαι κοντά με τον συνεργάτη σου –που ακούστηκαν αισθήματα μεταξύ καθαρμάτων; Κλεισμένοι στο σπίτι της Μαρίας περίμεναν οι τρεις τους γιατί δεν ήταν ακόμα ώρα για την επόμενη κίνηση. Έτσι έμεναν κρυμμένοι και ανήσυχοι. Αγχωμένοι, άδειοι, αβέβαιοι.
Αηδιασμένοι.
(τελείωσε -θα έλεγα αν δεν συνεχιζόταν)
Σινεμά η Αφήγηση
-
Απ’ το πρώτο βιβλίο, *Σπουδή στο κίτρινο* (2018) μέχρι αυτό – δυο συλλογές
διηγημάτων και δυο μυθιστορήματα – παρακολουθώ το έργο του, ακριβέστερα...
Πριν από 2 ημέρες
28 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Πρώτο σχόλιο χωρίς να το έχω διαβάσει...
Σας πρόλαβα!!!
Έλεος!Θα εγκαινιάσω το καινουριο πολυμηχάνημά μου με τις βλακείες σου;Αν το ξερα δε θα εγβαζα τοαν παλιο εκτυπωτη!Φτου!
Φιρί-φιρί το πας Ευάγγελε, να θέσεις εαυτόν εκτός κλίκας. Πρόσεχε, γιατί με αυτά και με άλλα, κάποια από αυτές τις μέρες, θα πάρεις το καπελάκι σου και μη τον είδατε τον Παναή...
Εμένα μια χαρά μου έκατσε πάντως. Είμαι γραφείο και περιμένω τη Προεδράρα να με δει. Στο μεταξύ διαβάζω Mboy και τη περνάμε ζάχαρη! Πάω να συνεχίσω το διάβασμά μου (και το περίμενε βεβαίως βεβαίως).
Θα το διαβασω το σεντονι.
Προσπαθω να το αποφυγω....αλλα...
...απο σενα δεν μπορω να ξεφυγω.
Τι εγραψα ...ο blogger!
ρε φιλε ...τωρα το ειδα το word verification.
χαχαχαχαχαχαχαχαχα
Με τελειωσες τωρα.
Τωρα θα ερχομαι να σου γραφω.
χαχαχαχαχαχα
Sigmund έσπασες το σερί της sorry; Αυτό κι αν είναι!
Ευ-άγγελε για να το τεστάρω το κάνω βρε! Να το τυπώσεις το σεντόνι, να κολλήσει και να το δώσεις πίσω τώρα που είναι πάνω στην εγγύηση. Φροντίζω πριν από σένα για σένα.
ditchit έξυπνο σχόλιο! Από που ψωνίζεις χιούμορ να αγοράσω ρουμπινέ για το καζανάκι;
Σέξπυρ έχεις ραντεβού με τον Κόκαλη; Καθότι ένας είναι ο Πρόεδρος. Βλέπετε ρε πως είναι ο άνθρωπος που παραδέχεται την αξία των έργων μου; Βλέπετε να μαθαίνετε!
Ζερό, ποιητή σε κατάντησα ρε φίλε! Μη χειρότερα! Το verification το έβαλα για τον μαλάκα τον δικό σου, που σου γύριζε τ' άντερα, γιατί πέρναγε από εδώ και σπάμαρε.
καί έλεγα κι εγώ, "τί θα κάνω σήμερα στο τρίωρο meeting, να δείχνω πως δουλεύω στο laptop"...
ευχαριστώ καλέ μου μηχανάκια...
Το καλό που σου θέλω! Θα κάνεις κάτι με το φάντασμα! Να εμφανιστεί πάλι!
Δε θα μου σκοτώνεις εσύ όποιον βρεις μπροστά σου!
Με έκανες χάλια με τη γιαγιά. Γαμάτο κι αυτό το κεφάλαιο. Είσαι αρχηγός(παρότι γαύρος)*, λέμε!
*Και μην με πεις βάζελο, δεν θα τ' αντέξω. Μ' αυτούς που θα τον αποκλείσουν είμαι.
Τώρα να σου πω εδώ είναι το δύσκολο κομμάτι, θέλει τέχνη και σκέψη, θέλει σενάρια, θέλει κίνηση ή ακινησία. Το στρες είναι σε όλους ψηλά, ήρωες και αναγνώστες. Τα στομάχια δένονται κόμπο κι από δω και πέρα τα λάθη είναι κρίσιμα, σε ήρωες και συγγραφείς.
Κι έτσι όπως μας τα έδεσες, οι ήρωες φαντάζουν σαν συμμαχική αποδεκατισμένη διμοιρία που έχει ν' αντιμετωπίσει ένα τάγμα μελλοθάνατων της βέρμαχτ οι οποίοι τους περιμένουν με αγάπη!
Παρόλα αυτά οι ήρωες είναι έξυπνοι και γνωρίζουν πως τα λίγα που τους έχουν απομείνει θα τα χάσουν αν κάνουν πίσω κι είναι αυτό που τους κάνει επικίνδυνους. Μένει μόνο η στιγμή κι ο τρόπος που θα διαλέξουν να είναι κατάλληλος κι η αντοχή τους στο χρόνο. Κάθε στιγμή που περνά, το κάθαρμα κερδίζει λίγη ζωή ακόμα ενώ οι ήρωες νιώθουν να τους τελειώνει ο αέρας.
Όλοι θέλουμε κι είμαστε σίγουροι πως θα τα καταφέρουν αλλά κανείς δεν θέλει να μετρήσει τις απώλειες κι όλοι αυτές φοβόμαστε πια...
Λύκε, τελικά επιτελώ κοινωνικό έργο μου φαίνεται. Ότι είναι η Κορομηλά για τις νοικοκυρές, είμαι κι εγώ για τα στελέχια!
Ampot, λίγοι μείνανε ακόμα κοριτσάκι μου. Πως να γίνει δηλαδή που οι κακοί δεν είναι και τόσο κακοί και οι καλοί είναι άβουλοι; Καθημερινά πράγματα λέω.
Exiled μη νομίζεις οτι κι εγώ το πολυχαίρομαι. Αλλά το θέμα είναι να στέκει αυτό το πράγμα -όσο γίνεται, τουλάχιστον. Άγγελοι και διάβολοι, καθαροί και ξεκαθαρισμένοι υπάρχουν μόνο στον (παλιό)ελληνικό σινεμά. Δεν επρόκειτο να σε πω βάζελο, τους ξεχωρίζω μετά από τόσα χρόνια (γειά σου Ampot!). Την ομάδα σου τη γούσταρα μέχρι τη φάση που αποφάσισε ο Άγγελος να το παίξει ΟΗΕ και να πάει για το Χ με τον βάζελο για να μην μπλεχτεί στην, τότε, κόντρα για τον τίτλο.
Deuced τα κατάφερες ρε άτιμε να βγάλεις ένα σχόλιο πολύ κοντά σε αυτά που μου έχουν λείψει! Τα λάθη είναι ειδικότητά μου, οπότε να περιμένεις να τα κάνω. Η παρομοίωσή σου είναι 1000% μέσα -εφόσον οι καλοί και οι κακοί ορίζονται από θέση και όχι πλέον από πρόθεση. Απλά, το τράβηξα άλλο λίγο για να σιγουρευτώ πως όποιος παίζει -χάνει. Γιατί στο προηγούμενο κεφάλαιο μπορεί και να ξέφυγε λίγο της προσοχής, το γεγονός οτι οι ήρωες δεν είναι και τόσο ήρωες τελικά.
τι κάνεις ρε σε γυναίκα με τριανταεννιάμισυ πυρετό;πενήντα να πάει;
Το σερί μου έσπασε λόγω τεχνικών δυσκολιών!
Τώρα για το κείμενο..γρήγορο πολύ και δυνατό!
"εικόνες από παιδικό view master"
Με έστειλες ρε!
Κι εσύ άρρωστη cherry; Ε, καλά λέω πως πρόκειται για ίωση των μπλόγκερς και κολλάει από τα σχόλια! Περαστικά ρε.
Υ.Γ.1: Αν φτάσει 50 θα μπορείς να φτιάχνεις τσάι χωρίς να χρειάζεται να σηκωθείς από το κρεβάτι. Υπάρχει βέβαια η λεπτομέρεια οτι εσύ, δεν θα χρειάζεσαι τσάι.
Υ.Γ.2: Ψάξτο λίγο, αφού είσαι άρρωστη, να ακούς το ράδιο Καπέλα. Εγγυημένη αποχαύνωση από τις 8 και μετά!
Sorry, θα το παραδεχτώ -στην είχα στημένη και πόστρα όταν ήξερα πως έχεις φύγει από τη δουλειά. Ευχαριστώ τον προϊστάμενό σου που δεν σε κράτησε υπερωρία, χε, χε.
Υ.Γ.: Πήγες και σχολιάσες πάνω σε μένα ρε θηρίο! Έβλεπα το σχόλιό σου στο μέιλ και δεν το έβρισκα εδώ μέσα -βαλτή είσαι να με εξοντώσεις;
πόσταρα γαμώ τη δυσλεξία μου!
Αααααχχ ου γαρ!
χιχιχι!
Ρε συ τώρα που το σκέφτομαι αυτός ο Κατσούλας κάποιον μου θυμίζει, σαν να τον βλέπω μπροστά μου.
Θα σκεφτώ και θα σε πω..
(μόλις έκανα άλλο ένα καλό σχόλιο για σένα και τα γραπτά σου..χμμ λες να 'χω κι εγώ πυρετό;Μπρρρρ..)
Ηταν μαλακία θα έλεγα αν δε μου άρεσε.
Πολύ καλο και αυτό. Λογικα έχουν μείνει 5 me 6 ακόμα ε;
(luthor)
Ότι θα ήσουνα οπαδός ης συλλογικής ευθύνης, δεν το περίμενα. Πάντως, το πρόσωπο που ανέφερες θεωρείται ανεπιθύμητο από τα 3/4 των συνοπαδών μου.
Πάψε ρε sorry σου λέω! Αφού έχω πει πως είναι υπαρκτό πρόσωπο ο τύπος! Θες να έχουμε τραβήγματα; Πυρετό έχεις, φάνηκε κι από τη φωνή σου -αγνώριστη! Άσε που μου έχεις αφήσει ένα σχόλιο αναπάντητο, αλλά δεν σου λέω που!
lex, 5-6 κάπως έτσι το βλέπω κι εγώ. Έχουν πέσει και κάτι απειλές από τον Στομάχη ... Κι αν έχεις δει τον Στομάχη, δεν τα παίρνεις αψήφιστα αυτά.
Exiled, συλλογική ευθύνη; Μπα -απλά μου τη σπάει το στυλάκι "είμαι ρυθμιστής της κατάστασης" γιατί μετά ακολουθείται από ομαδικό σφαλιάρωμα. Εσείς πάντως, δυστυχώς, έχετε να βρίσετε. Μπατατούδης ας πούμε, Μέγκαντεθ κ.λ.π. Αλήθεια, τον Μπαλάφα και τον Ηλιάδη τους πουλάτε;
Μέγκαντεθ; χα, χα, χα -τον έκανα τρομακτικό τον κεφάλα!
είχα ξεχάσει ότι το συνεχίζεις...
Στον ίδιο ρυθμό βαδίζει νομίζω και βεβαίως λίγο καλύτερα.
(δες ξανά την 1η παράγραφο, κάτι κάπου σκοντάφτει, αλλά μπορεί να κάνω λάθος)
Σε λίγο θα ξεχάσω κι εγώ οτι το συνεχίζω Ροϊδη. Η πρώτη παράγραφος; Εκτός από υπέρμετρη κοινοτυπία δεν νομίζω να σκοντάφτει πουθενά αλλού. Ξέρω γω;
Καλέ που σε έχω αφήσει αναπάντητο;!
Δεν το ΄ξερα οτι έχεις πει οτι είναι υπαρκτός..σοβαρά κάτι μου θυμίζει αλλά λόγω ηλικίας (μικρής!) δεν μου ρχεται!
αααα!Θα σκάσω!
εγώ πήγα να κάνω ένα σχόλιο και με φίμωσαν, ας όψονται οι τεμπέληδες που θα το διαβάσουν στο τέλος...ΔΕ ΜΙΛΑΩ ΟΥΤΕ ΤΩΡΑ ΛΟΙΠΟΝ! :Ρ
Κρύβε λόγια παιδάκι μου σου λέω! Δεν έχει σχέση με ηλικίες! "Ε, λοιπόν εσείς κύριε Μπεϊζάνη κάποιον μου θυμίζετε! Θα σκάσω άμα δεν το βρω! Αααααα ναι! Έναν μπάρμαν στο Τέξας!". "Άει στο καλό σου θείο και με κοψωχώλιασες!"
Bitch κάντο το σχόλιό σου -οι τεμπέληδες περνάνε στην αρχή και μετά δεν ξαναπερνάνε. Μόνο οι δυο μας θα το δούμε -άντε και η sorry ... ε;
Το χειρότερο από το "καλός" και το "κακός" είναι το "άβουλος". Ε; Πως με βρίσκεις; Μασάω τον Γιάλομ, ανακατεμένο με Φρόιντ και Λακάν αντί για κορνφλέικς κάθε πρωί!
Έβαλα μωρέ, μέχρι να περάσει η κρίση στον προσωπικό μου μαλάκα που με βρίζει επί 250.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!