Τετάρτη, Ιανουαρίου 24, 2007

17. Αδειάζοντας από τις τσέπες σου -μικρές ώρες

1. Στενά παπούτσια, σπασμένα κουμπιά
2. Ένα τσιγάρο υπόθεση
3. Ρόδες γυρίζουν στον αέρα
4. Συνθήκες βρασμού
5. Μαυρισμένες σελίδες, λιωμένα εξώφυλλα
6. "Δυο λάθη δεν κάνουν ένα σωστό"
7. Τρεις ιστορίες για το μεσοδιάστημα
8. Κάποια τραγούδια γύρω από φτηνά ξενοδοχεία
9. Προετοιμασία μίσους
10. Άσπρος φόβος
11. "Όμως στο λέω -αυτή η νύχτα είναι κακιά"
12. Ένα πολυάσχολο κάθαρμα
13. Ένα ζευγάρι μπότες και κάτι μύγες
14. "Μέρες κρασιού και τριαντάφυλλων"
15. Ο εχθρός σου είναι ο καθρέφτης σου
16. Τέσσερα λάθη

Τα τελευταία αυτοκίνητα περνάνε αργά –η μεταλλική πόρτα μένει ανοιχτή όσο χρειάζεται, μετά σέρνεται για να σφραγίσει πίσω της το σπίτι. Τα τελευταία αυτοκίνητα σχηματίζουν μια μικρή νεκρώσιμη πομπή πριν χαθούν βιαστικά στην πρώτη στροφή του δρόμου. Από την ταράτσα της πολυκατοικίας παρακολουθούν αμίλητοι τα αυτοκίνητα που απομακρύνονται –τα τελευταία αυτοκίνητα -αν και έχει μείνει ακόμα ένα τζιπ στο γκαράζ του μεγάλου σπιτιού. Το δικό του τζιπ.
«Αυτοί ήταν όλοι;» ρωτάει η Μαρία.
«Έτσι νομίζω», απαντάει ο Πέτρος.
«Να περιμένουμε λίγο», ψιθυρίζει ο Άρης.
.............

Έχουν ήδη περάσει τρεις μέρες από τότε που πήραν τηλέφωνο τη Μαρία. Κάθονταν όλοι στο σαλόνι του σπιτιού της αμίλητοι, υποτίθεται πως έβλεπαν το «Don’t look now» του Νίκολας Ρεγκ, μεταμεσονύκτια προβολή σε κάποιο κανάλι –αλλά κανένας δεν είχε μυαλό για την ταινία. Ο Άρης κρατούσε στη χούφτα το κινητό του, περιμένοντας την καληνύχτα της Μάχης, ο Πέτρος ξεφλούδιζε, εδώ και ώρα, ένα πορτοκάλι και η Μαρία κοίταζε τον δέκτη με τόση ένταση που έβαζες στοίχημα ότι έβλεπε τις λυχνίες πίσω από την οθόνη. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνό της –ρίχνοντας το πορτοκάλι από τα χέρια του Πέτρου και αναγκάζοντας τον Ντόναλντ Σάδερλαντ να κοιτάξει ξαφνιασμένος πίσω από τον ώμο του. Στο καντράν της συσκευής δεν εμφανίστηκε κανένας αριθμός.
«Ποιος είναι;» ρώτησε νευρικά τη συσκευή.
«Αυτό δεν έχει σημασία κυρία μου. Είμαι φίλος σας –θα πρέπει να σας αρκεί», απάντησε μια αντρική φωνή με καλυμμένη ξενική προφορά.
«Δεν σας καταλαβαίνω», έκανε νόημα στους υπόλοιπους η Μαρία.
«Μην βιάζεστε. Θα σας πάρω αμέσως στο τηλέφωνο του σπιτιού σας. Βάλτε με παρακαλώ σε ανοιχτή ακρόαση για να ακούνε και οι κύριοι που είναι μαζί σας».
«Τι πράγμα;» απόρησε η Μαρία, κρατώντας το κλειστό κινητό στα χέρια της.
Οι άλλοι δυο την κοίταζαν ξαφνιασμένοι ακόμα, όταν χτύπησε το τηλέφωνο –η Μαρία το σήκωσε και ενεργοποίησε μηχανικά την ανοιχτή ακρόαση.
«Χαίρετε κυρία μου και κύριοι. Όπως βλέπετε, ξέρω που είστε μαζεμένοι. Ξέρω και το γιατί είστε μαζεμένοι. Θα σας παρακαλούσα να με ακούσετε προσεκτικά για λίγο», είπε η φωνή, ανακατεμένη με την αντήχηση της ανοιχτής ακρόασης.
«Ποιος είσαι;» φώναξε ο Άρης.
«Μην χάνουμε χρόνο κύριε … Άρη, σωστά; Είμαι κάποιος που θα βοηθήσει τους σκοπούς σας. Με λίγα λόγια θα σας βοηθήσω να έχετε στη διάθεσή σας τον κύριο Κατσούλα –μόνο του, απροστάτευτο. Πως σας φαίνεται αυτό;»
Σιωπή.
«Ξέρω πως έχετε τη δυνατότητα να παρακολουθείτε το σπίτι του. Γι΄αυτό λοιπόν, σε τρεις μέρες από σήμερα, θα σας παρακαλούσα να είστε όλοι εκεί. Θα δείτε τους μπράβους τους κυρίου Κατσούλα να αποχωρούν. Όλους τους μπράβους. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, θα είναι στο χέρι σας να κάνετε αυτό που πρέπει. Πως σας φαίνεται η ιδέα;»
«Δεν …», πήγε να μιλήσει ο Πέτρος.
«Καταλαβαίνω –δεν με ξέρετε και δεν με εμπιστεύεστε. Γι΄αυτό θα σας πω μερικά πράγματα. Εκπροσωπώ μια … εταιρεία … ανταγωνιστική αυτής που διευθύνει ο κύριος Κατσούλας. Μετά την δική σας εμπλοκή, η εταιρεία του κυρίου Κατσούλα έχασε την δυναμική της στην αγορά. Είμαι κατανοητός; Είμαι και συνεχίζω. Η δική μας εταιρεία έχει την πρόθεση να καλύψει το ελεύθερο πεδίο που πρόκειται να δημιουργηθεί. Αλλά ο κύριος Κατσούλας παραμένει, εν δυνάμει, ανταγωνιστής –καταλάβατε; Είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πως έχετε την πρόθεση να επιχειρήσετε την πλήρη … αδρανοποίηση … του συγκεκριμένου ατόμου, πράγμα που μας εξυπηρετεί. Σας προσφέρουμε λοιπόν τη συνεργασία μας –ακυρώνοντας την προστασία του κυρίου Κατσούλα.»
«Για μισό λεπτό, δεν μας τα λες καλά …» πετάχτηκε ο Άρης.
«Μια χαρά τα λέω και το ξέρετε. Σε τρεις μέρες ο κύριος Κατσούλας θα μείνει μόνος. Τότε θα έχετε την ευκαιρία που χρειάζεστε. Αλλιώς …»
Νέα σιωπή πριν συνεχίσει ο άγνωστος.
«Δεν πρόκειται να σας παρουσιαστεί παρόμοια ευκαιρία προσέγγισης του συγκεκριμένου ατόμου. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Υποψιάζεστε ίσως, πως οι δικοί σας άνθρωποι διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο –όσο ο κύριος Κατσούλας διαθέτει το συγκεκριμένο …προσωπικό. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως ήδη έχουν δοθεί εντολές με δυσάρεστο, για τους δικούς σας ανθρώπους, περιεχόμενο. Σας προσφέρω τη σωτηρία τους μαζί με την επίτευξη των σκοπών σας. Νομίζω πως είμαι γενναιόδωρος –τι λέτε;»
«Και που ξέρουμε ότι δεν μας δουλεύεις;» ρώτησε ο Πέτρος.
«Μην είστε αφελής αγαπητέ μου! Ξέρω που είσαστε και ξέρω για το διαμέρισμα που έχετε νοικιάσει απέναντι από το καινούργιο σπίτι του Κατσούλα. Νομίζετε πως θα μου χρειάζονταν περισσότερα για να σας παγιδεύσω; Αλλά, ας μην χρονοτριβούμε. Ακούσατε την προσφορά μου –είναι στο χέρι σας να την εξετάσετε. Ελπίζω να την αποδεχτείτε για δικό σας καλό –και μην ξεχνάτε …σε τρεις μέρες από τώρα!»
Ο Ντόναλντ Σάδερλαντ γύρισε απότομα το κορμί του προς το μισοσκότεινο ιερό του επιβλητικού ναού και διέκρινε φευγαλέα την φρικιαστική φιγούρα του νάνου –η Μαρία πετάχτηκε στο κλικ που διέκοψε την τηλεφωνική συνομιλία.
Κοιτάχτηκαν. Ο Ντόναλντ άρχισε να τρέχει σαν μανιακός.
«Τι ήταν αυτό;» ρώτησε η Μαρία.
«Έχει κάποια βάση. Ο (φτου) έλεγχε ένα κάρο κόσμο, αυτό είναι γνωστό. Κάποιοι άλλοι θέλουν να πάρουν τη θέση του και, εμείς, τους βολεύουμε μια χαρά –προκειμένου να τον ξεφορτωθούν», είπε ο Πέτρος.
«Και πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι;» ξαναρώτησε η Μαρία.
«Δεν μπορούμε», συμπέρανε ο Άρης.
«Ο Κατσούλας θα γίνει επικίνδυνος γι’ αυτούς που θα του φάνε την πελατεία. Σίγουρα ξέρει πράγματα και αν τα βγάλει στη φόρα … Αλλά γιατί δεν τον τρώνε αυτοί; Εμάς τι μας χρειάζονται;» εξακολούθησε το γαϊτανάκι η Μαρία.
«Γιατί κάποιος πρέπει να φορτωθεί την όλη υπόθεση. Ο μαλάκας είναι ακόμα στις ειδήσεις –δεν μπορεί να εξαφανιστεί σαν ...», κρατήθηκε να μην το πει, «σαν να μην τρέχει τίποτα. Θα μας βάλουν μπροστά και θα περιμένουν. Το πολύ –πολύ να τον αποτελειώσουν αν δεν τα καταφέρουμε. Πάντως, εμείς θα είμαστε οι υπεύθυνοι», είπε σκεφτικά ο Άρης.
«Θα το κάνουμε;» αναρωτήθηκε φωναχτά ο Πέτρος.
«Τι άλλο μας μένει να κάνουμε;» έκλεισε την κουβέντα η Μαρία. Σημάδεψε τον δέκτη με το τηλεκοντρόλ και μαύρισε την οθόνη –αφήνοντας τον Ντόναλντ Σάδερλαντ να τα βγάλει πέρα μόνος του.
.............

Η νοσοκόμα γεμίζει το κυλιόμενο καροτσάκι με φάρμακα από τα ντουλάπια του ψυγείου. Βαριέται και βιάζεται ταυτόχρονα –γιατί έχει αφήσει μια κουβέντα στη μέση –εξηγούσε στην προϊσταμένη πως έκανε ένα τεστ που είδε στην τηλεόραση και ανακάλυψε ότι ο γιος της είναι χαρισματικό παιδί.
«Άντε στο διάολο βραδιάτικα με τους τρελλάρες», μουρμουρίζει. «Τζάμπα σπαταλάμε τα φάρμακα –βασανιζόμαστε εμείς, τους βασανίζουμε κι αυτούς. Κρίμα κι άδικο, δεν το θέλει ούτε ο Θεός».
Η γιατρός εμφανίζεται απότομα, αποβλακωμένη από τη νύστα.
«Αδελφή, καλά που σας πρόλαβα. Η τρόφιμος του 307 παραμένει σε κατατονία. Να της χορηγήσετε κατασταλτικά σε ενδοφλέβια μορφή. Εντάξει αδελφή;»
Εντάξει. Η νοσοκόμα σέρνει το καροτσάκι στον διάδρομο με σταθερό βήμα, «πάει η τρελή του 307 –λίγα είναι τα ψωμιά της, καλύτερα, να γλιτώσουμε από τις υστερίες της». Σκέφτεται.
.............

Έχει αρχίσει να κάνει ψύχρα στην ταράτσα –ο Πέτρος σκεπάζει τη Μαρία με το μπουφάν του και πηγαίνει πάλι να κολλήσει στα κάγκελα, αμίλητος.
«Δεν ωφελεί να καθόμαστε όλοι εδώ πάνω», λέει ο Άρης. «Να βάλουμε βάρδιες».
«Βλακείες. Τι περιμένουμε δηλαδή; Φύγανε τα αυτοκίνητα –πάμε», ψιθυρίζει η Μαρία.
«Κάτσε λίγο ακόμα. Να σιγουρευτούμε. Έπειτα –είναι και τα σκυλιά…» δείχνει τον κήπο ο Πέτρος. «Κι ο πούστης εκεί μέσα θα έχει σίγουρα όπλο. Εμείς μόνο ένα σουγιά έχουμε –πώς να γίνει;»
Εξακολουθούν να παρατηρούν το φωτισμένο σπίτι, σκεφτικοί. Δεν μπορούν να διακρίνουν την παραμικρή κίνηση αλλά είναι σίγουροι πως ο Κατσούλας βρίσκεται στο σπίτι. Ανήσυχος γιατί έχει απομείνει μόνος –ανύποπτος ότι τον παρακολουθούν.
«Δε με νοιάζει πως θα γίνει. Δεν φτάσαμε μέχρι εδώ για να τον αφήσουμε έτσι απλά. Αποφασίστε και ξεκινάμε», λέει η Μαρία.
Το κινητό του Άρη δονείται με αποτέλεσμα να γλιστρήσει στο χέρι του. Μήνυμα –«αγάπη μου σε σκέφτομαι συνέχεια –θα κοιμηθώ τώρα και ελπίζω να έρθεις στο όνειρό μου». Ο Άρης δακρύζει.
.............

«Αφεντικό πρέπει να μας καταλάβεις. Φοβόμαστε να μπλεχτούμε περισσότερο –μας έχουν στριμώξει ήδη», ο φαλακρός με το σκασμένο πρόσωπο έχει γίνει ένα με το χαλί. Σκύβει το κεφάλι για να αποφύγει το βλέμμα του Κατσούλα –ξύνει τη μύτη του από αμηχανία.
«Τι λες ρε; Τι είπες τώρα; Ποιος σας στρίμωξε;» ο Κατσούλας φωνάζει για να κρύψει τον φόβο του.
«Οι μπάτσοι αφεντικό. Μας είπαν ότι αλλάξανε τα κόζια και μην τολμήσουμε να κουνηθούμε –θα μας γαμήσουν … μας είπαν», απαντάει ο δίμετρος πίσω από τον φαλακρό.
«Τι μου λέτε;»
«Όπως στα λέμε. Και μας παρακολουθούν κιόλας. Βρωμάει η κατάσταση αφεντικό», το σκυμμένο κεφάλι λέει τη μισή αλήθεια. Η άλλη μισή έχει να κάνει με την αλλαγή εργοδότη. Πάνε δυο μέρες που τους πλησίασαν κάποιοι καινούργιοι –μάλλον Ρώσοι. Τους προσέφεραν διπλά λεφτά για να δουλέψουν μαζί τους και τους απείλησαν πως, σε άλλη περίπτωση, θα ξαμολήσουν τα σκυλιά στο κατόπι τους.
«Δεν πάτε πουθενά –ακούτε; Θα κάνετε πρώτα τις δουλειές που συμφωνήσαμε και μετά …»
«Όχι αφεντικό. Δε μας παίρνει, έχουμε τους μπάτσους πίσω μας, δεν καταλαβαίνεις;»
«Σώπα ρε! Τα φράγκα τα πήρατε όμως!»
Ο δίμετρος πίσω από τον φαλακρό βγάζει ένα μάτσο χρήματα, τα σπρώχνει διστακτικά προς τον Κατσούλα. Κι αυτός κερώνει –δεν επιστρέφονται χρήματα από τέτοια άτομα! Εκτός κι αν έχουν αλλάξει αφεντικό –τα χρήματα που έρχονται πίσω είναι προειδοποίηση πιο επικίνδυνη κι από εκρηκτικό μηχανισμό σε κουτί με πάστες!
Ο Κατσούλας τραβάει τα λεφτά κοντά του και κατεβάζει το κεφάλι …
«Να πάτε να γαμηθείτε!»
«Τι είπες αφεντικό;»
«Τίποτα. Φύγετε να τελειώνουμε».
Δεν σηκώνει καν το κεφάλι όταν τους ακούει να μιλάνε με τα παιδιά στην κουζίνα, δεν γυρίζει το βλέμμα προς τη σκάλα, όταν ανεβαίνουν και παίρνουν τα σακ βουαγιάζ τους. Είναι σκυφτός όσο οι κινητήρες των αυτοκινήτων απομακρύνουν τον θόρυβό τους –μόνο τα σκυλιά σκέφτεται. Πως θα βγει έξω τώρα που έφυγαν όλοι;
.............

Η Άλεξ νιώθει μεταλλικές μπίλιες να κυλάνε στη σπονδυλική της στήλη. Πονάει αλλά δεν μπορεί να κινηθεί –είναι και άσκοπο γιατί οι μπίλιες θα κυλήσουν μαζί της. Και θα εξακολουθήσουν να την πιέζουν. Πονάει, αλλά είναι κάπου βαθειά πίσω θαμμένος ο πόνος, σε άλλη ανήκει όχι σ΄αυτήν. Προσπάθησε ν΄ανοίξει τα μάτια της πριν κάποιους αιώνες –αδύνατο. Προσπάθησε να μετακινήσει το δεξί της χέρι λίγο αργότερα, ίσως και πολύ νωρίτερα. Αλλά το χέρι της είναι κάπου εκεί έξω, εκεί πέρα, εκεί μακριά –ακίνητο. Δεν ξέρει αν έχει ακόμα τη δυνατότητα να κινείται. Μόνο ότι πονάει –όχι αυτή, κάποια άλλη, κι ένα βουητό –μάλλον η άλλη κλαίει. Κάποια μεταλλική μπίλια κυλάει μέχρι τον αυχένα στέλνοντας ένα κυματιστό μούδιασμα στο κεφάλι της άλλης. Ποια είναι η άλλη και που είναι αυτή;
.............

«Ξύλιασα».
«Κάνει ψοφόκρυο γι΄αυτό».
«Ε μα τι περίμενες νυχτιάτικα;»
«Πότε θα σβήσει τα φώτα;»
«Ποτέ. Μένει όλη τη νύχτα με φώτα ανοιχτά. Μάλλον φοβάται το σκοτάδι»
«Υπάρχουν χειρότερα πράγματα που θα έπρεπε να φοβάται».
«Όπως;»
«Οι ντολμάδες αυγολέμονο για παράδειγμα».
«Έτσι σκοπεύεις να τον καθαρίσεις;»
«Θα προτιμούσα να ρωτούσες αν σκοπεύω όντως να τον καθαρίσω».
«Να είσαι σίγουρος πως θα ρωτούσα, αν υπήρχε δυνατότητα επιλογής»
«Δεν υπάρχει;»
«Υπάρχει;»
«Ας το κάνουμε τότε να ξεμπερδεύουμε»
«Θα σαχλαμαρίζετε για πολύ ώρα ακόμα εκεί έξω; Άντε ελάτε να κατέβουμε», τους φωνάζει η Μαρία από την μισάνοιχτη πόρτα του κλιμακοστασίου.
.............

Κοιτάζει το σφραγισμένο μπουκάλι καθώς τεντώνει τα πόδια του έξω από τον καναπέ. Δεν πρέπει να πιεί σήμερα, ούτε και τις επόμενες μέρες. Μέχρι να την κοπανήσει από αυτή την ποντικότρυπα που τον έκλεισαν. Ποιος καριόλης αγόρασε τους ανθρώπους του; Πως τόλμησαν να τον παρακάμψουν έτσι στεγνά; «Δεν τελειώσαμε ακόμα μαλάκες. Θα φτύσετε αίμα –μπορεί να γυρίζετε εσείς, τώρα, τον τροχό, αλλά εγώ θα τον σπάσω –χίλια κομμάτια. Δεν ξεμπερδεύετε εύκολα μαζί μου».
Πετάγεται απότομα και τρέχει προς την κουζίνα. Ανακατεύει τα ντουλάπια, ρίχνει στο πάτωμα μαχαιροπήρουνα μέχρι να βρει το βαρύ περίστροφο. Βγάζει το γεμιστήρα και χαμογελάει μετρώντας σφαίρες. Νιώθει σιγουριά καθώς το ζυγίζει στη χούφτα του, τραβάει την ασφάλεια –δοκιμάζει. Επιστρέφει στον καναπέ χαμογελαστός και ακουμπάει το όπλο δίπλα στο κλειστό μπουκάλι. «Τώρα θα σας δείξω εγώ παλιόσκυλα» κι αυτά ουρλιάζουν έξω από το παράθυρό του. Αποφασίζει να κλείσει για λίγο τα μάτια του –ακουμπώντας στο μπράτσο του καναπέ.
.............

Μέσα στο δωμάτιο κάνει κρύο και μέσα στο κρύο υπάρχει ένας άντρας. Μπορεί και δύο γιατί είναι σκοτεινά και η Άλεξ δεν ξεχωρίζει καλά τις φιγούρες. Ο άνθρωπος παίζει νευρικά με την άκρη της κουρτίνας όταν η Άλεξ σιγουρεύεται πως είναι άντρας. Μετά νιώθει το γέλιο του –δεν τον ακούει γιατί το δωμάτιο βουίζει ακόμα, από το κλάμα της άλλης –νιώθει το γέλιο του και είναι ο Απροσάρμοστος, στα σίγουρα. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα αστείο –μόνο αυτός γελάει με πράγματα που δεν βλέπουν οι υπόλοιποι άνθρωποι.
Η φιγούρα σηκώνει αδιάφορα τους ώμους, αφήνοντας την κουρτίνα και πλησιάζει το κρεβάτι. Θα ήθελε πολύ να τον δει η Άλεξ, με τα μάτια της δηλαδή –αλλά δεν γίνεται να σηκώσει τα βλέφαρα –κάποιος μοιάζει να τα κρατάει κλεισμένα με τσιρότο. Αλλά τον νιώθει να πλησιάζει, γιατί το κορμί της έχει γίνει άμμος και τα βήματά του στην ξεφτισμένη μοκέτα του δωματίου είναι βήματα πάνω της. Τότε καταλαβαίνει ότι αυτή είναι το δωμάτιο και ο άντρας δεν είναι ο Απροσάρμοστος. Γελάει και τα παραθυρόφυλλα χτυπάνε στον τοίχο της. Ο Απροσάρμοστος δεν έγινε ποτέ άντρας –γιατί αυτός πέθανε όταν ήταν ακόμα παιδί. Το κλάμα της άλλης διακόπτεται –πότε πέθανε ο Απροσάρμοστος; Αφού …
Ο άντρας έχει ήδη διασχίσει τη μοκέτα και ακουμπάει κουρασμένα, πίσω από το μέτωπό της. «Όλοι πεθαίνουμε κάποια μέρα Άλεξ», ψιθυρίζει μέσα στον λαιμό της. Τον αναγνωρίζει –η πόρτα του δωματίου ανοιγοκλείνει από το γέλιο της –πως δεν τον κατάλαβε νωρίτερα; «Στο είχα υποσχεθεί ότι θα σε έπαιρνα από εδώ μέσα Άλεξ. Δεν ήθελα να αργήσω τόσο -αλλά αναγκάστηκα. Είσαι έτοιμη;»
.............

Στο νοικιασμένο διαμέρισμα ετοιμάζονται. Αδειάζουν τα πορτοφόλια τους από ταυτότητες, πιστωτικές κάρτες και κάθε χαρτί που αναφέρει τα στοιχεία τους. Αδειάζουν τις τσέπες τους από εισιτήρια και σημειώματα. Η Μαρία βγάζει τα λίγα κοσμήματα που φοράει και κοιτάζεται με τον Άρη. Είναι η ώρα να αποχωριστούν τις βέρες τους. Πηγαίνουν σε αντίθετες πλευρές του δωματίου και το κάνουν με γυρισμένες πλάτες. Ο Πέτρος κοιτάζει την πλαστική σακούλα που γεμίζει με προσωπικά αντικείμενα –όσο οι δυο τους μιλάνε με τις ζωές τους. Ο Άρης τελειώνει πρώτος –ρίχνει τη βέρα στη σακούλα κοιτάζοντας αλλού.
«Αργείς Μαρία;»
«Δεν βγαίνει εύκολα ρε παιδιά. Τόσα χρόνια είναι αυτά …»
«Αυτό είναι μόνο;»
«Σκάσε!»
Η Μαρία ακουμπάει προσεκτικά τη βέρα της στον πάτο της σακούλας και κάνει δυο βήματα πίσω –κοιτάζοντάς την. Η σακούλα θα κρυφτεί στο μίνι του Πέτρου –μέχρι να ξαναπάρουν, όλοι, τα πράγματα τους πίσω. Έτσι ελπίζουν.
«Τι έχουμε από εξοπλισμό;» αναρωτιέται ο Άρης.
Ένας σουγιάς πέφτει στο πάτωμα –ο Πέτρος κάνει νόημα πως μόνο αυτό του βρίσκεται. Η Μαρία πετάει ένα διπλωμένο σκοινί απλώματος ρούχων …
«Πόσο είναι;»
«Δυο μέτρα –πλαστικό».
Μετά βγάζει από το παλτό της ένα σπρέι σε μικρό μέγεθος…
«Προκαλεί παροδική τύφλωση αν σε πετύχει στα μάτια».
«Αλλιώς;»
«Αλλιώς μυρίζεις χαλασμένο αυγό για την υπόλοιπη μέρα».
«Προτιμώ την τύφλωση».
Ο Άρης βγάζει από την τσέπη του ένα ζευγάρι κομμένα γάντια με καρφιά στην εξωτερική πλευρά …
«Αυτά από πότε τα έχεις; Από την εποχή που έπαιζες κομπάρσος στα ‘Τσακάλια’;» γελάει ο Πέτρος.
«Τη δουλειά τους την κάνουν», λέει σκεφτικός ο Άρης γιατί βλέπει πως πηγαίνουν σαν πιτσιρικάδες σε πετροπόλεμο με την απέναντι γειτονιά.
«Μην καθυστερούμε. Σε δυο ώρες ξημερώνει. Πηγαίνετε να κρύψετε το αυτοκίνητο και τη μηχανή», δυσανασχετεί η Μαρία.
.............

Το μπουκάλι τον κοιτάζει μισοάδειο –δεν άντεξε. Δεν είχε εύκολο τον ύπνο, ήπιε από το στόμιο, χωρίς ποτήρι –ο καλύτερος τρόπος για να χάσεις κάθε αίσθηση του μέτρου. Νιώθει καλύτερα αν και το στομάχι του πονάει. Θέλει να δοκιμάσει τον βηματισμό του -βηματίζει μέχρι την εξώπορτα. Πριν την ανοίξει, θυμάται τα σκυλιά –γι’ αυτό τώρα στέκεται, με το όπλο στο χέρι, κοιτάζοντας τη νύχτα. Ακούει τα πόδια τους να ξύνουν το χορτάρι και βγάζει την ασφάλεια. Πυροβολεί αμέσως όταν διακρίνει ένα ζευγάρι κίτρινα μάτια και φυσικά αστοχεί.
«Ελάτε! Ελάτε μούλικα!» Τινάζεται όταν καταλαβαίνει πως κάτι αλυχτάει κοντά του, γυρίζει και πυροβολεί χωρίς ισορροπία. Κατά τύχη πετυχαίνει το ζώο –μια κλωτσιά ωστικού κύματος το τινάζει στον αέρα πριν το προσγειώσει στην κοντινότερη πρασιά. Γελάει –«πάρτε τ’ αρχίδια μου!» και μπαίνει στο σπίτι κλείνοντας την πόρτα. Μετά σωριάζεται δίπλα της.
.............

«Τι ήταν αυτό;»
«Πυροβολισμός!»
«Μείνετε ακίνητοι!»
Τα σκυλιά κλαίνε ανατριχιαστικά καθώς οι τρεις τους πλησιάζουν την τσιμεντένια μάντρα. Ο Άρης βοηθάει τον Πέτρο να πατήσει στις παλάμες του για να σκαρφαλώσει …
«Τόσο κωλόγερος κατάντησα που χρειάζομαι ‘σκαμνάκι’;» χαμογελάει αυτός.
«Τόσο κι άλλο τόσο», απαντάει ο άλλος, «άσε που έχεις πάρει κιλά».
«Αει γαμήσου ρε», ψιθυρίζει ο Πέτρος σκαρφαλώνοντας.
Μετά καβαλάει τη μάντρα και κοιτάζει προς τον κήπο.
«Τα σκυλιά είναι όλα μαζεμένα έξω από την πόρτα του», μουρμουρίζει.
«Παράθυρα;» ρωτάει ο Άρης.
«Ένα στα δεξιά».
«Μπαίνουμε από εκεί;»
«Άνετα».
«Ανεβαίνω τότε».
«Ανεβαίνουμε», τον διορθώνει η Μαρία.
«Δεν υπάρχει λόγος», της λέει σιγά.
«Ανεβαίνουμε», επιμένει αυτή.
«Ανεβαίνουμε».
Ο Άρης βοηθάει τη Μαρία να σκαρφαλώσει και μετά αρπάζεται από τα χέρια τους. Σε λίγο είναι και οι τρεις τους μέσα –εκατό μέτρα απόσταση από την πλαϊνή πλευρά του σπιτιού. Αρχίζουν να τρέχουν σαν παλαβοί, αμέσως μόλις ακουμπάνε τα παπούτσια τους στο χορτάρι και αλληθωρίζουν προς την εξώπορτα με τα σκυλιά.
«Μας είδαν!» φωνάζει ο Πέτρος.
«Τρέξτε!», σπρώχνει τη Μαρία ο Άρης.
Και τρέχουν. Είκοσι μέτρα πριν φτάσουν στο παράθυρο, τους κόβει το δρόμο ένα απελπισμένο σκυλί. Φρενάρουν απότομα –η Μαρία γονατίζει βγάζοντας το σπρέι, αλλά ο Άρης την εμποδίζει.
«Άστο», γονατίζει κι αυτός μπροστά στο σκυλί. Κοιτάζονται στα μάτια και φοβούνται –δύσκολο να ξεχωρίσεις ποιος περισσότερο. Το σκυλί κάνει δυο βήματα πίσω …
«Έχει ένα πεθαμένο σκυλί στην εξώπορτα!», φωνάζει ο Πέτρος –σηκώνονται αδιαφορώντας πλέον για το φοβισμένο σκυλί και συνεχίζουν τον δρόμο τους. Περπατώντας.
Όταν φτάνουν στο παράθυρο ανακαλύπτουν πως είναι περιφραγμένο.
«Γαμώτο!» χτυπάει τη γροθιά του στον τοίχο ο Άρης.
«Σιγά! Το σπρέι Μαρία -εσύ σπάσε το τζάμι», λέει ο Πέτρος.
Η Μαρία δίνει το σπρέι κι αυτός ανοίγει μια μικρή τρύπα με τον σουγιά, όσο ο Άρης στριφογυρίζει το γάντι του ανάμεσα στα διαλυμένα τζάμια.
«Αναπτήρα και όλοι κάτω!» φωνάζει ο Πέτρος.
Ακούνε ακόμα το αέριο που βγαίνει σφυρίζοντας από το μπουκάλι, μυρίζουν τη φωτιά, όσο αυτό βρίσκεται στον αέρα με κατεύθυνση τις κουρτίνες του σπιτιού. Η έκρηξη δεν είναι εντυπωσιακή, αλλά, όταν σηκώνουν τα κεφάλια τους, βλέπουν πως η φωτιά έχει φτάσει μέχρι τα κουρτινόξυλα.
«Αθόρυβοι σα γάτες είμαστε οι πούστηδες!» γελάει ο Άρης.
Τα σκυλιά πίσω τους τρέχουν προς τη μάντρα και πηδάνε άσκοπα –τρομοκρατημένα, να ξεφύγουν. Κι από το εσωτερικό του σπιτιού ακούγεται ένα ουρλιαχτό.
«Έρχεται» ψιθυρίζει ο Άρης, «πηγαίνετε από την άλλη πλευρά, εγώ θα μπω από την πόρτα».
Η Μαρία με τον Πέτρο έχουν διαφωνίες –αλλά δεν υπάρχει χρόνος να το συζητήσουν. Γι’ αυτό τρέχουν, ψάχνοντας τρόπο να μπουν στο σπίτι. Ο Άρης σηκώνεται αργά. «Τώρα την πουτσίσαμε», σκέφτεται καθώς χτυπάει το κουδούνι της εξώπορτας.
Τίποτα δεν γίνεται –γι΄αυτό κολλάει το δάχτυλό του στο κουμπί και περιμένει, ακούγοντας τις καμπάνες να χτυπάνε στο εσωτερικό του σπιτιού. Δεν έχουν περάσει ούτε δυο λεπτά όταν βλέπει το κεντρικό κομμάτι της πόρτας να τινάζεται προς τα έξω, αφήνοντας κομμάτια ξύλου στον αέρα. Χαμογελάει συνειδητοποιώντας πως ο Κατσούλας έχει χάσει εντελώς την ψυχραιμία του –ακόμα κι ένα παιδάκι ξέρει πως δεν κάθεσαι πίσω από πόρτες όταν ο άλλος είναι στην άλλη πλευρά με όπλο. Έτσι μας έχει διδάξει ο Μπρους Γουίλις!
Αλλά ο Άρης κλωτσάει την πόρτα και τραβάει μια ξεγυρισμένη απομίμηση βήχα, όσο περιμένει στο πλάι της. Από τη δεύτερη έκρηξη που ακολουθεί –καταστρέφοντας τη μισή πόρτα –καταλαβαίνει πως ο Κατσούλας έχει χάσει κάθε επαφή. Σκέφτεται κιόλας μήπως θα έπρεπε να του ρίξει τίποτα πέτρες –όπως έκαναν στα παλιά γουέστερν –«μη γίνεσαι γελοίος, δεν πρόκειται να ξαναφάει το ίδιο κόλπο». Θα πρέπει λοιπόν να τον αντιμετωπίσει με το όπλο μισογεμάτο κι αυτό ετοιμάζεται να κάνει, καθώς σέρνεται προς το άνοιγμα της πόρτας –όμως ακούγονται πυροβολισμοί στο εσωτερικό του σπιτιού. Χώνεται μέσα χωρίς προφυλάξεις, βλαστημώντας τους μαλάκες που βιάστηκαν!
Βλέπει τον Κατσούλα να σημαδεύει την κορυφή της εσωτερικής σκάλας, είναι σίγουρος πως αν κοιτάξει καλύτερα θα διακρίνει κάπου τα κεφάλια τους –αλλά δεν έχει χρόνο. Ορμάει με το κεφάλι ανάμεσα στους ώμους, την ώρα ακριβώς που εκείνος έχει στραφεί προς το μέρος του. Το όπλο του Κατσούλα εκπυρσοκροτεί δυο δευτερόλεπτα αργότερα από ότι θα ήθελε –γιατί ήδη ο Άρης τον έχει χτυπήσει στο πρόσωπο. Το όπλο εκπυρσοκροτεί για τελευταία φορά –πέφτοντας στο πάτωμα, ενώ ο Πέτρος πηδάει από τη μέση της σκάλας για να προσγειωθεί πάνω στους πεσμένους άντρες.
Αν εξαιρέσεις κάποιο μικρό μπέρδεμα που δίνει τη δυνατότητα στον Κατσούλα να συρθεί στο πλάι –η υπόθεση έχει ήδη κλείσει. Δεν τους παίρνει πάνω από τρία λεπτά να τον δέσουν χειροπόδαρα με το πλαστικό σχοινί. Σηκώνονται τινάζοντας τα ρούχα τους καθώς η Μαρία κατεβαίνει τη σκάλα με ήρεμο βήμα.
«Βρε το Σπύρο! Χρόνια και ζαμάνια!» λέει ο Πέτρος.
«Μην κάνετε μαλακίες!» τσιρίζει αυτός, γεμίζοντας σάλια τον αέρα.
«Δεν είναι τρόπος αυτός για να μας υποδεχτείς!» κοροϊδεύει ο Άρης.
Τραβάνε καρέκλες και κάθονται απέναντι του, αμίλητοι. Μόνο η Μαρία καθυστερεί λίγο, για να μαζέψει το πεσμένο όπλο. Κοιτάζονται –αλλά μόνο ο οίκτος έχει μείνει για τον δεμένο άντρα, η εκδίκηση ξεθυμαίνει πάντα –όταν είσαι συνηθισμένος άνθρωπος και βρίσκεσαι ένα βήμα πριν το τέλος. Και τώρα;
«Τι θέλετε από μένα;» κλαψουρίζει ο Κατσούλας.
«Εμείς τίποτα. Εσύ μας έψαχνες τόσα χρόνια Σπύρο», λέει ο Πέτρος.
«Κάνετε λάθος!» στριφογυρίζει, σφίγγοντας τα σκοινιά που τον δένουν.
«Ναι ε; Τότε θα πεθάνεις από λάθος Κατσούλα», λέει η Μαρία σηκώνοντας το όπλο.
Ο πεσμένος άντρας κρύβει το κεφάλι στο πάτωμα τσιρίζοντας και μόνο η βαριά του ανάσα ακούγεται για τα επόμενα λεπτά.
«Πριν πεθάνεις όμως, θέλω να μου πεις τι έγινε με τον Κώστα», λέει η Μαρία εξακολουθώντας να τον σημαδεύει.
Ο Κατσούλας σηκώνει τα μάτια του επιφυλακτικά.
«Τι έγινε; Τι φταίω εγώ; Εκεί που έμπαινα σπίτι μου –πετάχτηκε με ένα πιστόλι στο χέρι. Με πυροβόλησε αλλά … δεν ξέρω τι συνέβη, το πιστόλι έσκασε στα μούτρα του … στο πρόσωπό του. Μετά με έπιασε από το λαιμό … να με πνίξει …ήρθε η αστυνομία. Τους άρπαξε ένα περίστροφο και …»
Το όπλο τρέμει, γέρνοντας στα χέρια της Μαρίας. Οι υπόλοιποι δύο, κοιτάζουν τα παπούτσια τους. Δεν έχουν τον δικό της τσαμπουκά γι΄αυτό δακρύζουν σκυφτοί –αφήνοντάς την να κλαίει βουβά, χωρίς να χάνει από τα μάτια της τον Κατσούλα. Η σκανδάλη τραβιέται πίσω και η σφαίρα φεύγει από την κάνη –καίγοντας τον αέρα. Ο Κατσούλας ουρλιάζει με διαλυμένο τον δεξί του ώμο ενώ το όπλο γλιστράει από τα χέρια της Μαρίας.
.............

Η Άλεξ μπορεί επιτέλους να σηκωθεί! Είναι μέρες, αιώνες που τα κόκαλά της τρύπαγαν το δέρμα σε ένα δωμάτιο ζωντανό -μια γυναίκα έξω από αυτήν. Αλλά τώρα μπορεί να σηκωθεί –δεν έχει σημασία που το δωμάτιο αναπνέει σε λήθαργο και παγώνει το δέρμα. Η Άλεξ βλέπει όσα δεν χρειάζονται μάτια για να δεις και περπατάει χωρίς πόνους στα γόνατά της. Δοκιμάζει να κάνει μια πιρουέτα –είναι τόσο αξιοζήλευτη η κίνησή της που μετανιώνει γιατί παράτησε τα μαθήματα μπαλέτου. Μετά γελάει γιατί σκέφτεται πως οι πιρουέτες γίνονται όλο και πιο εύκολες όσο απομακρύνεσαι από τα πόδια σου. Σταματάει να γελάει –αυτή γελάει και ανακαλύπτει πως δεν ακούει πια το κλάμα της άλλης γυναίκας. Γιατί να κλαις; Και γιατί δεν γελάς; Σαν εμένα –να δες!
«Έλα Άλεξ, μην καθυστερούμε άλλο –δε βαρέθηκες να κάνεις σαχλαμάρες;» της λέει ο Κώστας, σκαρφαλωμένος ήδη στο παράθυρο του δωματίου.
.............

«Θα τον σκοτώσεις;»
«Θα του άξιζε»
«Ναι –αλλά θα το κάνεις;»
Το όπλο χαμηλώνει στα χέρια της Μαρίας. Μετά διαγράφει ημικύκλιο, σαν προέκταση του καρπού της και ακουμπάει στην παλάμη του Άρη.
«Εσύ πρέπει. Εσύ τα ξεκίνησες όλα –πάντα για αρχηγό τους σε είχαν οι υπόλοιποι. Εσύ το ξεκίνησες, εσύ να το τελειώσεις».
Ο Άρης σηκώνεται κουβαλώντας αφηρημένα το όπλο.
«Αρχηγός; Πότε; Εγώ δεν μπορούσα να κουμαντάρω την πάρτη μου ρε Μαρία –μη μου φορτώνεις …», κοιτάζει τον Κατσούλα που έχει καταντήσει άμορφη μάζα, μέσα σε σάλια, αίμα και ιδρώτα.
«Εγώ τον σκότωσα μια φορά στην Πάντειο και κατάστρεψα τις ζωές των άλλων δύο. Εγώ ξυνόμουν όσο ο Κώστας κυνήγαγε το κτήνος κι έπινα καφέ όταν εκείνος έπινε από την κάνη. Εγώ έριξα τη βενζίνη που σκότωσε τη μάνα του. Μου φτάνει τόσο –δε χρειάζεται να φέρω άλλες συφορές».
«Μη με σκοτώσετε! Έχω κάνει λάθη, αλλά δε φταίω μόνο εγώ. Μια ζωή στην κοροϊδία κι όταν πήγαινα να μοιάσω στους άλλους έτρωγα ξύλο. Δεν φταίω μόνο εγώ, φταίνε οι μπάτσοι και οι κομματικοί που με πρεσάρανε από όλες τις πάντες, φταίνε οι γκόμενες που καυλώνουν μόνο άμα είσαι δυνατός, φταίτε εσείς… Ήρθα γιατί έψαχνα φίλους και με κοιτάγατε σα λεπρό –μιλούσα και γυρίζατε αλλού το κεφάλι με σιχασιά! Δε φταίω μόνο εγώ, φταίμε όλοι μας!» ο Κατσούλας κλαίει και τινάζεται κάθε φορά που τραβιέται ο ώμος του.
Και οι υπόλοιποι αποφεύγουν να τον κοιτάξουν για μια ακόμα φορά –όπως παλιά. Γι΄αυτό δεν βλέπουν το κεφάλι του να σκάει σαν πρωτοχρονιάτικο ρόδι, μόνο την έκρηξη ακούνε και γυρίζουν απότομα. Η λεπτή γυναίκα τους χαμογελάει από τη διαλυμένη πόρτα, βάζοντας το όπλο μέσα στη φαρδιά της τσάντα.
«Βλέπω οτι τελικά δεν είχατε τ’ αρχίδια να το κάνετε», διαπιστώνει με χαμόγελο.
«Ποια είσαι πάλι εσύ;» ρωτάει ο Πέτρος.
«Κάποια που σας έβγαλε από τον κόπο».
«Και γιατί παρακαλώ;» απαιτεί να μάθει η Μαρία.
«Σου αρκεί οτι ο μακαρίτης μου είχε κάνει μεγάλες ζημιές και οτι το χρώσταγα σε κάποιους φίλους;»
«Ποιοι είναι αυτοί οι φίλοι –μπορούμε να μάθουμε κι εμείς;» ο Άρης αποφεύγει να κοιτάξει πίσω του –πάει στοίχημα πως ο τόπος θα είναι γεμάτος μυαλά. Και δεν έχει άδικο.
«Μην το ψάχνεις κύριος», του χαμογελάει η γυναίκα. «Ας πούμε πως υπήρχε κάποτε ένα κορίτσι που ερωτεύτηκε ένα αγόρι σε λάθος στιγμή. Και ξαναβρέθηκαν μετά από χρόνια, πάλι σε λάθος στιγμή και μετά, το αγόρι πέθανε και πριν, το κορίτσι είχε πεθάνει . Έτσι έχει η ιστορία».
«Κι αυτός είναι ο λόγος που σκότωσες τον Κατσούλα;» επιμένει ο Πέτρος.
«Όχι γυαλάκια. Αυτός είναι ο λόγος που δεν σκοτώνω εσάς», η γυναίκα κάνει ένα βήμα πίσω για να βρεθεί έξω από την πόρτα. «Άντε τώρα –εξαφανιστείτε χωρίς φασαρία και χαρήκαμε απαξάπαντες».
Μετά, χάνεται, αθόρυβα, μέσα στη νύχτα.
.............

«Πάω να φέρω ποτά, θέλει κανένας;» φωνάζει ο Κώστας για να σκεπάσει τη δυνατή μουσική.
«Έρχομαι μαζί σου», λέει ο Άρης, αφού παίρνει το άδειο ποτήρι της Μάχης.
«Περιμένετε και μένα ρε μαλάκες!» φώναζει ο Πέτρος, αφήνοντας τη θέση του δίπλα στην dj.
Το μπαρ έχει αδειάσει από ώρα, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να φύγουν. Ο Πέτρος έχει διπλαρώσει τη dj –μια ασχημούλα πιτσιρίκα που ενθουσιάστηκε όταν έμαθε πως είχε δει τους Joy Division ζωντανά στο Λονδίνο –πριν από μια εικοσαετία. Δεν έπαιζε τίποτα το πονηρό, απλά η παρέα είχε βρει πρόθυμο πλατώ για να ακούσει τη μουσική της. Και η κοπελίτσα ενθουσιαζόταν γιατί είχε επιτέλους την ευκαιρία να παίξει στο μαγαζί, αυτά τα παλαιολιθικά κομμάτια που γούσταρε ν΄ακούει σπίτι της. Ευτυχισμένοι σαραντάρηδες χορεύουν μόνοι τους δίπλα στη μπάρα –μόνο η Μαρία έχει στραβώσει, ως συνήθως, και περιμένει ανυπόμονα να τελειώσει το πανηγύρι. Εκείνη τη στιγμή πετάγεται το “Face to face” από τα ηχεία, με αποτέλεσμα να παρατήσει ο Άρης τους υπόλοιπους με τα ποτά για να ρίξει ένα κανιβαλισμένο τανγκό –με παρτενέρ τη Μάχη.
«Τι μαλάκας είναι αυτός ο τύπος!» θαύμασε ο Πέτρος.
«Ο έρωτας τυφλώνει τον άνθρωπο», αποφάνθηκε ο Κώστας.
«Εγώ ήξερα πως η μαλακία τυφλώνει», είπε ο Πέτρος.
«Το ίδιο λέμε», του απαντάει ο άλλος, δίνοντας ένα ποτήρι βότκα στη Μαρία. Η οποία αρνείται νευριασμένα.
Ο Πέτρος διακρίνει το πρόβλημα και σπεύδει να δώσει λύση, πιάνοντας την κουβέντα στη Μαρία. Όσο να πεις, λογικό ήταν η γυναίκα να βαριέται –ο Κώστας με τον Άρη έχουν πάθει κρίση μαλακίας. Ορίστε, ουρλιάζουν ήδη στη dj –«κοπέλα μου λυπήσου μας γέρους ανθρώπους! Cramps παίζεις τέτοια ώρα; θες να μας ξεκάνεις;»
Η Μάχη τους πλησιάζει χαμογελαστή …
«Σαν παιδάκια κάνουν ώρες-ώρες!»
«Ναι, δεν είναι γελοίο;» ρώτησε η Μαρία.
«Όχι. Μια χαρά μου φαίνεται».
«Καλά –παντρέψου τον να τα τρως στη μάπα επί μονίμου βάσεως και μετά μου λες!» αγριοκοιτάζει η Μαρία.
«Αυτό θα κάνω. Θα τον παντρευτώ σε δυο μήνες από τώρα», λέει η Μάχη και ξεκαρδίζεται στα γέλια.
«Μπράβο ρε! Συγχαρητήρια!» βρήκε ευκαιρία να χωθεί στην κουβέντα ο Πέτρος.
Λίγο πιο πέρα ξαποσταίνει ο Άρης, αγκαλιά με τον Κώστα. Ιδρωμένα μέτωπα σε κατάσταση νιρβάνας.
«Δεν είμαστε πια για τόσο χορό. Εγώ λαχάνιασα», ψιθυρίζει ο Κώστας.
«Γιατί είσαι κωλόγερος, γι΄αυτό», λέει ο Άρης.
«Να σου υπενθυμίσω πως είμαι έξη μήνες μικρότερός σου», σοβαρεύει ψεύτικα ο Κώστας.
«Ναι αλλά εγώ παντρεύομαι σε δυο μήνες κι εσύ έχεις παιδί της παντρειάς», ανακεφαλαιώνει ο Άρης.
«Παντρεύεσαι;»
«Ναι».
Ο Κώστας τον κοιτάζει σοβαρά.
«Με την …»
«Όχι, με τον Πέτρο -είπαμε να επισημοποιήσουμε τη σχέση μας. Με τη Μάχη ρε μαλάκα –με ποια άλλη;»
«Και ποιος θα σας παντρέψει;»
«Εσύ κι ο Πέτρος»
«Μας ρώτησες;»
«Σας ρωτάω τώρα».
«Δεν θέλουμε»
«Στ΄αρχίδια μου».
«Εντάξει. Σε δυο μήνες είπαμε;»
«Ναι».
Οι γυναίκες γελάνε με κάτι που τους λέει ο Πέτρος και αδιαφορούν πλήρως για την πληροφορία του Κώστα περί γάμων και κουμπάρων. Η dj ενδιαφέρεται να μάθει αν ο Άρης είχε πάει στη συναυλία των Bauhaus (που παίζουν εκείνη τη στιγμή στα πλατώ) κι εκείνος, αφού τη διαβεβαιώνει πως ήταν εκεί –προβληματίζεται για το πότε.
«Ρε Κώστα, πότε ήρθαν οι Bauhaus στην Ελλάδα;»
«Πριν δυο αιώνες αγόρι μου. Μπορεί και περισσότερο».
Ο Πέτρος βρίσκει ευκαιρία να ξεκολλήσει από τις γυναίκες και δίνει την ακριβή χρονολογία μαζί με πικάντικα παραλειπόμενα –όπως το «σκάστε μαλάκες», σε άπταιστα ελληνικά, του Πήτερ Μέρφυ.
«Την κοπανάμε από λίγο-λίγο;» ρωτάει ο Κώστας φορώντας ήδη το παλτό του.
«Εντάξει, αλλά μην καρφωθούμε ότι φεύγουμε», λέει ο Άρης ανοίγοντας την πόρτα.
«Περιμένετε να πληρώσω ρε μαλάκες!» τρέχει να τους προλάβει ο Πέτρος.
Έξω από το μπαρ οι γυναίκες αγκαλιάζονται, όσο ο Κώστας γκρινιάζει …
«Δεν ξαναβγαίνω μαζί σας ρε –έχουμε και δουλειές αύριο!»
«Γιατί εγώ ξαναβγαίνω;» υπερθεματίζει ο Πέτρος.
«Άντε μωρέ μαλάκες! Κι εγώ σας βαρέθηκα, σιγά μην ξαναχάσω τον χρόνο μου μαζί σας!» δηλώνει σοβαρά ο Άρης.
«Πάμε αύριο σινεμά;» ρωτάει ο Πέτρος.
«Παίζει τίποτα καλό;» ενδιαφέρεται ο Κώστας.
«Όλο και κάτι θα έχει», λέει ο Άρης.
«Και μετά για καμιά μπύρα –έτσι;» κλείνει το πρόγραμμα ο Πέτρος.
«Έγινε. Τα λέμε αύριο», λέει ο Κώστας.
«Αύριο», συμφωνεί ο Άρης κουμπώνοντας το μπουφάν του.

.............

Απομακρύνονται βιαστικά από το σπίτι, πηγαίνοντας προς το μίνι του Πέτρου. Απομακρύνονται βιαστικά από το παρελθόν τους –τρεις άνθρωποι γερασμένοι.
«Θα σε πάω μέχρι το σπίτι σου Μαρία», λέει ο Πέτρος.
Εκείνη δε λέει τίποτα.
Μοιράζονται τα πράγματά τους από τη σακούλα και νιώθουν μια κούραση να παραμονεύει κάθε τους κίνηση. Αποφεύγουν να κοιτάξουν πίσω.
«Σε πόση ώρα λες να πλακώσουν οι μπάτσοι;» σκέφτεται ο Πέτρος.
«Δεν θ΄αργήσουν πολύ», απαντάει ο Άρης.
«Πόσο θα τους πάρει να το συνδέσουν με μας;» αναρωτιέται η Μαρία.
«Μάλλον θα αργήσουν. Μην ξεχνάς πως έχουμε δει εκείνη τη γυναίκα. Κανέναν δε συμφέρει να σκαλίζει τέτοιες ιστορίες», λέει ο Άρης. Μακάρι να το πίστευε κιόλας.
«Ποια ήταν αυτή η γυναίκα;» θέλει να μάθει η Μαρία.
«Δεν έχω ιδέα», λέει ο Πέτρος. Λέει ψέματα.
Μπαίνει στο μίνι δίπλα στη Μαρία και ετοιμάζεται να ξεκινήσει. Ο Άρης ακουμπάει στο παράθυρό του …
«Να μη χαθούμε», λέει.
«Σίγουρα», συμφωνεί ο άλλος.
Ξέρουν καλά πως δεν πρόκειται να συναντηθούν –ποτέ ξανά. Το μίνι φεύγει σπινιάροντας. Μένει ο Άρης να το παρακολουθεί καθώς χάνεται στον αυτοκινητόδρομο, μαζί με τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του.
Μετά πηγαίνει προς τη Ντεσπεράντο, σέρνοντας τις μπότες του. Δεν θα γυρίσει στη Μάχη σήμερα, δεν είναι εύκολο. Μάλλον δεν θα γυρίσει κοντά της ούτε αύριο –αλλά στο τέλος θα γυρίσει. Η Μάχη είναι ότι του απόμεινε, σε τελική ανάλυση.
Κουμπώνει το κράνος και ξεκινάει όσο η ψύχρα δίνει τη θέση της σε έναν αρρωστιάρη ήλιο. Οδηγεί προσεκτικά γιατί έχει πέσει η πρωινή υγρασία στην άσφαλτο –ένας άντρας χωρίς προοπτική, ξεκολλάει από μια γενιά που έψαχνε μάταια τους σκοπούς της. Και φυσικά, τους βρήκε.
.............

Η Μελίνα απομακρύνεται γρήγορα, ενώ μιλάει στο κινητό της -«ναι, όλα εντάξει –ξεμπερδέψαμε … όχι, δεν μπόρεσαν να το κάνουν, χρειάστηκε να επέμβω …ακριβώς …. μείνετε ήσυχος …όσα συμφωνήσαμε …. ναι, ήταν ανθρωπάκια τελικά. Καλή σας μέρα».
Κλείνει το τηλέφωνο και βάζει τα κλάματα.

ΤΕΛΟΣ


Και μετά το τέλος τι; Τίποτα περισσότερο από ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όσους άντεξαν να διαβάσουν ολόκληρη την ιστορία, βγάζοντας τα μάτια τους στην οθόνη. Ένα ευχαριστώ σε όσους έκαναν παρατηρήσεις και με βοήθησαν να διορθώσω κάποιες από τις αδυναμίες της. Χωρίς τα σχόλιά σας θα ήταν μια ακόμα ημιτελής προσπάθεια -ευχαριστώ για τον κόπο σας.


Αυτή η ιστορία είναι αφιερωμένη στον marquee de mud -χωρίς τον οποίο δεν θα είχε καν ξεκινήσει και, φυσικά, γράφτηκε για χάρη της tomboy (σε μια, ακόμα, προσπάθεια να διασκεδάσω την καθημερινή της ρουτίνα).

28 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Ανώνυμος είπε...

Eυχαριστώ :)

Ανώνυμος είπε...

Τέλειωσε; Απίστευτο!!!

The Motorcycle boy είπε...

Tomboy κι εγώ. Πολύ.
Numb, ας μην ήταν ο φίλος σου ο αγριάνθρωπος και 183 συνέχειες θα το πήγαινα!

Ανώνυμος είπε...

De nada Motor. De nada.
Για το ευχαριστώ που είπες δηλαδή.
Άξιος!
Όχι δεν έκλαψα (αυτή τη φορά νταξ;!)

Ανώνυμος είπε...

Αν ήταν να κλαίτε και στα τελειώματα θα το πούλαγα στην Ακρίτα να το παίξει απογευματινή ζώνη στο ΜΕΓΚΑ ρε φιλενάδα.
Έκλαψε όμως από χαρά ο Στομάχης κι εγώ από ανακούφιση, κάτι είναι κι αυτό.
Στο έχω ξαναπεί οτι αν δεν ήσασταν όλοι εσείς εδώ μέσα δεν θα ήταν κι αυτό εδώ μέσα. (Τώρα, βέβαια, δεν ξέρω αν θα ήταν καλύτερα ή χειρότερα -αλλά το γεγονός παραμένει).

Ανώνυμος είπε...

Δεν ξέρω πως σου φάνηκε όλο αυτό το εγχείρημα φίλε, όμως σε ζηλεύω, είναι αλήθεια, γιατί έχω ξεκινήσει κι εγώ πολλές φορές κάτι αντίστοιχο και τα χω παρατήσει, όμως θα θελα να μου πεις πως αισθάνεσαι τώρα, λίγες ώρες μετά το τελευταίο κλικ της δημοσίευσης, τώρα που τέλειωσαν όλα.

Είναι αλήθεια αυτό που σου χω ξαναγράψει, γράφεις κινηματογραφικά, βομβαρδίζοντας εικόνες τον αναγνώστη, προκαλώντας του εθισμό να κάτσει μέχρι το τέλος. Θα μπορούσα, τώρα που τέλειωσε, να κάτσω και να ξαναβρώ χίλια πράγματα να σου επισημάνω αλλά το μόνο που χει σημασία είναι πως σε κάθε δημοσίευση ζούσα έντονα τις καταστάσεις που περιέγραφες και ταυτιζόμουν, άλλοτε διαφωνώντας κι άλλοτε συμφωνώντας, με τους πρωταγωνιστές.

Πέρασα εκπληκτικά διαβάζοντάς την ιστορία σου και χάρηκα που κι εσύ τη διαμόρφωνες κομμάτι κομμάτι. Χάρηκα επίσης επειδή, πέραν του ότι ήταν όμορφη κι ελκυστικά εθιστική, ανέφερε όλες εκείνες τις πτυχές που καμμιά ιστορία δεν γράφει, όλες εκείνες τις υποκουλτούρες της εποχής που βιώσαμε, άλλος λίγο κι άλλος πολύ, αναβιώνοντας κομμάτια ξεχασμένα σε πολλούς από εμάς και βοηθώντας αρκετούς να μυριστούν -έστω λίγο- από το κλίμα της εποχής.

Ανώνυμος είπε...

θα ανάψω κερί στον άγιο ευφραίμ πουλάκι μου.
λοιπόν.κριτική (τρίβω τα χέρια μου με κακία τώρα,χχεεεε).
ε,ένα συμμάζεμα το θέλει.εξαιρετικά τα μικρά σχόλια για τους δέυτερους χαρακτήρες. φοβερά αληθοφανές.φανερά επηρρεασμένος από νικολαίδη.άνετα θα μπορούσε να γίνει κινηματογραφικό σενάριο, και κρατάς τον αναγνώστη σε ενδιαφέρον,που για μένα είναι το βασικότερο,δε βαριέται ποτέ.
η τελευταία σκηνή στο μπαρ το κλείνει πόλύ ωραία. και η επιλογή του "don't look now". (τι ταινία!)
συνέχισε να γράφεις.
πάω στον αγιο ευφραίμ τώρα.
φιλιά!

Ανώνυμος είπε...

τι; τελείωσε; πάνω που είχα αρχίσει να συνηθίζω στην ιδέα ότι θα είναι Μπεν Χουρ; και μας πετάτε το τέλος στη μούρη αιφνιδιαστικά μια απλή Τετάρτη το ραντεβού αν δεν κάνω λάθος ήταν Παρασκευή...τςτςτς (δεν προλαβαίνω να το διαβάσω τώρα θα επιστρέψω...κι αυτό αποτελεί δέσμευση :Ρ)

Ανώνυμος είπε...

Deuced αν δεν υπήρχατε εσείς εδώ μέσα, θα το είχα παρατήσει χίλιες φορές. (17 φορές για την ακρίβεια).
Σου έχω πει κι από κοντά πως όλα αυτά με βολεύουν στο να θυμάμαι 10 πραγματάκια και χαίρομαι όταν αρέσουν και στους υπόλοιπους. Οι ιστορίες εκείνης της εποχής είναι πολύ προσωπικές για όσους τις έζησαν -γι΄αυτό και κανένα επίσημο βιβλίο δεν θα τις γράψει.
Εσένα πάντως, θέλω να σε ευχαριστήσω ιδιαίτερα για τα έξτρα σχόλια ... ξέρεις εσύ!
Πως νιώθω τώρα που τελείωσε; Αν θέλεις αλήθεια να ξέρεις (και συγνώμη για τα γαλλικά μου) σα να σηκώθηκα μόλις από επίπονο χέσιμο -μουδιασμένος και ξαλαφρωμένος. Γι΄αυτό και είμαι στη φάση να μην μπορώ να την κοιτάξω καν την όλη ιστορία -μέχρι να παλιώσει, τουλάχιστον, και να μη μοιάζει πια με δική μου.
cherry, θέλει χοντρό χτένισμα -τόσο χοντρό που στο τέλος, ελάχιστα θα θυμίζει την τωρινή ιστορία. Το θέμα είναι πότε (και αν) θα βρω την όρεξη να το κάνω. Έχει βουνά επιρροών (μέχρι και κλοπών θα σου έλεγα), απλά το κάνω τόσο άτσαλα που ξεχωρίζει δύσκολα. Μακάρι να έμοιαζε με κείμενο του Νικολαϊδη -θα το λάτρευα!
Οι σκηνές με τους δεύτερους χαρακτήρες ήταν περισσότερο άσκηση -χαίρομαι που σου άρεσαν. Η σκηνή με το μπαρ, σε κάποιους θα θυμίσει κάτι (ελπίζω τουλάχιστον). Πάντως, είναι κερασμένη για ένα περίεργα όμορφο βράδυ.
Το don't look now με έχει στοιχειώσει κυριολεκτικά ρε συ! Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί.
Ευχαριστώ που είχες το κουράγιο -όχι μόνο να το διαβάζεις, αλλά και να σπαταλάς το χρόνο σου για να το σχολιάσεις.
Υ.Γ.: Έχεις τάξει συγκεκριμένου ύψους λαμπάδα στον άγιο; Ελπίζω μόνο να μην ξεγελάστηκες και του έταξες λαμπάδα στο ύψος του Στομάχη!

Ανώνυμος είπε...

Πέμπτη ήταν το ραντεβού bitch, αλλά εσύ το έβλεπες πάντα με μια μέρα καθυστέρηση -γιατί μένεις μακριά. Ο ατζέντης μου είπε πως δεν πουλάνε πλέον τα ογκώδη -προτιμούνται τα σίκουελς. Οπότε, θα επανέλθω με το νο.2 ... πλάκα κάνω ρε Στομάχη μην αγριεύεις!

Ανώνυμος είπε...

Δε ξέρω για σας αλλά εγώ μια συγκίνηση την έχω. Θες που τελείωσε, θες που επιτέλους τελείωσε, θες που επιτέλους θεέ μου τελείωσε, θες που επιτέλους θεέ μου και Παναγία μου τελείωσε, θες που επιτέλους θεέ μου και Παναγία μου και Άγιο Πνεύμα τελείωσε και με αξιώσατε να το διαβάσω.

ΥΓ1: Ανατρεπτικό το τέλος του σχολίου μου αλλά το δικό σου με έφτιαξε για ώρες.

ΥΓ2: Συμφωνώ με Cherry

YΓ3: Το σχόλιό μου δεν έγινε με copy paste αλλά το έφτιαξα με τα χεράκια μου!

Ανώνυμος είπε...

Τώρα να σου κάνω ένα ανατρεπτικό κι εγώ και να ποστάρω 18η συνέχεια; Έχε χάρη!
Υ.Γ.1: Δεν νομίζω πως υπάρχει άτομο που θα μπορούσε να διαφωνήσει με τα συγκεκριμένα σχόλια της cherry.
Υ.Γ.2: Αυτό το σχόλιο το έγραψα σε word πριν το ποστάρω -γιατί έψαχνα να ωρω πως κάνου copy paste.
Υ.Γ.3: Ο θεός με μικρό και οι υπόλοιποι με μεγάλο γράμμα; Κάτι υπονοεί αυτό αλλά μου διαφεύγει.

Ανώνυμος είπε...

Κονγκρατζουλέισιονς!
Μπράβο μάστορα, όμορφο το έφτιαξες το στόρυ. Και όντως, όπως γράφεται και στα σχόλια, κινηματογραφικό το τέλος (όχι ότι το υπόλοιπο δεν ήταν, αλλά εδώ βγήκε ξεκάθαρα μία αρανόφσκεια προοπτική).

Πάντα τέτοια!

Υ.Γ.: Με παραξένεψε το χάπι εντ. Το σχεδόν χάπι εντ, τέλως πάντων.

Ανώνυμος είπε...

ΥΓ: Συνεχίζοντας, μιας και εσύ το ανέφερες, η dj ήταν ομορφούλα και καθόλου ασχημούλα, όπως ΚΑΚΩΣ έγραψες, κι αυτό είναι ιστορική ανακρίβεια! Απαιτώ την άμεση διόρθωση!

Ο Καλος Λυκος είπε...

υποσχέθηκα πως θα το ξαναδιαβάσω και θα το τελειώσω όλο, όταν το τελείώνες κι εσύ...comments όταν το διαβάσω λοιπόν...

Ξέρεις κάτι; στενοχωρήθηκα που τελείωσε...έπρεπε όντως να πάει 183 συνέχειες...

καιρός να ξεκινήσεις το επόμενο, δεν νομίζεις;

Ανώνυμος είπε...

Kριτική σοβαρή, δεν μπορεί να γίνει πιστεύω. Τουλάχιστον από εμάς εδώ. Περισσότερο γιατί το ζήσαμε όσο χτιζόταν . Ήταν πράγματι συγκινητικό σήμερα που τελείωσε. Η παρεμβολή της ανέμελης βραδιάς λίγο πριν το τέλος τόνισε τα σημάδια που αφησε η ιστορια στους χαρακτηρες και ηταν αριστουργηματική. Ευχαριστούμε για το ταξίδι φίλε.

Η γνώμη μου είναι να το τυπώσεις, να το βάλεις σε ένα συρταρι και να το βγαλεις κανα μηνα μετά. Η δευτερη πιο ψυχραιμη ματιά θα το ολοκληρωσει .


Υ.Γ. Αυτή η ταινία πως μου ξεφυγε;

Ο Καλος Λυκος είπε...

λοιπόν...το διάβασα...

Αρχικά θα συμφωνήσω με τον Lex. Λογοτεχνική κριτική δεν θα κάνω, μιάς και το ζούσα κομμάτι-κομμάτι. Μόνο να πώ τι ένοιωσα... αντιπαρέρχομαι του γεγονότος πως περίμενα το κάθε μέρος ανυπόμονα, και πως στενοχωρήθηκα που τελείωσε... οι αναφορές που είχε με καθήλωσαν σε κάθε κομμάτι, από το «ΜΑΡΙΑ ΘΕΛΩ ΜΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ», μέχρι το «Don't Look Now», (τί κάθαρμα που είσαι! θα σε λυσσαξω στο Angel Heart...)

Εγώ το τύπωσα...170 σελίδες, και αφού το δέσω θα πάει στην βιβλιοθήκη... ποιός είπε πως ένα κείμενο πρέπει να εκδοθεί γιά να εκτιμηθεί; να επιμείνω...καιρός να ξεκινήσεις το επόμενο...

και κάτι ακόμα που πιστεύω πως θα το καταλάβεις πολύ καλά... "We are all books of blood. Wherever you open us, we are red" - Clive Barker.

Ανώνυμος είπε...

my congratz :)
Αν και δε μ' αρέσει που τελείωσε, μ' αρέσει το πως τελείωσε. Ούτε μαύρο κι άραχλο αλλά ούτε και χάπι εντ.
Και τώρα περιμένουμε το επόμενο έπος i guess :)

The Motorcycle boy είπε...

Exiled η δική μου οπτική στα χάπυ έντ διαφέρει. Ας πούμε -το τέλος της "Γλυκιάς Συμμορίας" (σιωπή cherry!) το θεωρώ το ευτυχέστερο τέλος ιστορίας που έχω γνωρίσει. Από την άλλη, μια παρέα που διαλύθηκε, τρεις άνθρωποι γαμημένοι πλήρως, που δεν είχαν καν, τ΄αρχίδια να ορίσουν οι ίδιοι τη μοίρα τους -μάλλον για μιζερέντ μου κάνει. Ευχαριστώ για τα υπόλοιπα και να μη χάνεσαι -να περνάς από τα μέρη μας, εντάξει;
Βρωμόγερε με τόσα που είχες πιεί εκείνο το βράδυ, ακόμα κι εγώ ομορφούλης σου φαινόμουν. Ε;
Λύκε 1 -εγώ δεν ξέρω ακόμα αν στεναχωρήθηκα και δεν ξέρω αν μου άρεσε. Πρέπει να στρώσει λίγο μόνο του το πράγμα. Όχι άλλο τόσο γρήγορα! Κι αύριο μέρε είναι.
lex κι όμως αυτή είναι η σοβαρή κριτική για μένα. Εννοώ πως δεν είμαι λογοτέχνης και δεν εκδίδομαι. Λέω μια ιστορία στην παρέα μου κι αυτό το κάνω για προσωπική μου ευχαρίστηση. Ε, τι νομίζεις; Δεν με ενδιαφέρει αν πέρασαν καλά οι υπόλοιοι; Ευχαριστώ για την παρέα Lex κι ευχαριστώ για αυτά που δίνεις εσύ σε αυτή την παρέα. Την ταινία να τη δεις ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ! Κι ότι άλλο βρεις του Νίκολας Ρεγκ δηλαδή -μιλάμε για τεράστιο σκηνοθέτη! Η ταινία κυκλοφόρησε νομίζω με ελληνικό τίτλο "Μεσάνυχτα και κάτι".
Λύκε 2 -για να καταλάβεις πόσο μαλάκας είμαι, πρώτα απάντησα στον Lex και μετά διάβασα το τελευταίο σου σχόλιο. Τι θέλω και μιλάω ο ηλίθιος; Αφού τα έχεις ήδη γράψει καλύτερα από μένα. Αυτά ακριβώς που λες εννοώ.
Α ναι -αν το τυπώσεις, ο πρόχειρος τίτλος (εργασίας): "Και το όνομα του τραίνου είναι ..." Με πίεσε ο Στομάχης και όταν πιέζομαι καταφεύγω στον Αρχηγό.
Να με τρελλάνεις στο Angel Heart κι αν βαρεθείς, πήγαινε στο Barfly -και τελειωμό δεν θα έχει η λίστα.

The Motorcycle boy είπε...

razz που έχεις χαθεί καλό μου; Πες μου οτι γράφεις σιντιά να χαρώ! Λοιπόν, σκεφτόμουν με την Tomboy -αφού υπάρχουν διάφοροι που παραπονιούνται επειδή τέλειωσε, να σε κάνω contributor στον Λευκό θόρυβο και να σε αφήσσω να γράψεις το siquel. Ξέρεις -πάνω στο προσχέδιο που μου έστειλες με μέιλ και "μέχρι να μείνει μόνο ένας"

Ανώνυμος είπε...

Συγχαρητήρια γκαρντάσι.
Όταν πήρα είδηση το κείμενό σου, ένιωσα να μπαίνω σ’ ένα ποτάμι που θα με οδηγούσε σε τοπία γνώριμα και όμορφα. Μοτοσυκλέτες, ροκ και εφηβεία. Πού να ήξερα πως αυτά δεν κρύβονταν στην επιφάνεια και στο τοπίο; Έστησες παγίδες καταβόθρες στη διαδρομή και μας πήγαινες εκεί που ήθελες τραβώντας μας στο βυθό. Φτάναμε, καλά, έφτανα, για να μην πάρω κι άλλους στο λαιμό μου, στον προορισμό μ’ ένα διαρκές αίσθημα ανασφάλειας και αγωνίας. Είναι επίτευγμα για τον παραμυθά να συνεπαίρνει μ’ αυτόν τον τρόπο τον ακροατή του ή τον αναγνώστη του. Έχει κάτι από τον προφορικό λόγο αυτό που μόλις τελείωσε στις οθόνες μας. Ακόμα κι όταν οι καταβόθρες του ποταμιού σου μας έβγαζαν στην επιφάνεια και μας έριχναν σε καμία ξέρα, δε βαριέσαι, κι αυτό καλό ήταν. Συνέχεια στην τσίτα, δεν λέει. Θέλαμε και τις ανάσες μας.
Δεν έχει κανένα νόημα η συζήτηση για επιρροές. Το ποτάμι είναι δικό σου. Αν το νερό το πήρες από τη γκιόλα δίπλα στο παλιό σχολείο ή από την πισίνα του γυαλιστερού ξενοδοχείου, λίγο μ’ ενδιαφέρει.
Μ’ άρεσε ο τρόπος που απάλλαξες την τριάδα από το βαρύ φορτίο του τέλους, μ’ άρεσε που το αφιέρωσες όπως το αφιέρωσες.
Αμάν πια με τους δήθεν των blogs και τις ίντριγκές τους. Το ατόφιο συναίσθημα που βρήκα εδώ και το επιβεβαίωσες με το φινάλε και τα τελευταία λόγια εκτός ιστορίας, είναι δυνατό κρασί και μας λείπει.
Να είσαι καλά κι ευχαριστώ.

Ανώνυμος είπε...

να πω την αλήθεια το περίμενα λίγο πιο "Συμμοριακό" το τέλος...και πιο μεγάλο, με χάλασε λίγο ο Ρωσικής (;) καταγωγής από μηχανής Θεός (ε, τι περιμένατε τόσο καιρό γκρίνιαζα για τις συνέχειες, τώρα που τελείωσε με κάτι πρέπει να γκρινιάξω πάλι) θα το διαβάσω κ κάποια μέρα όλο μαζί πάντως, anyroad συνεχίστε να γράφετε αγαπητέ κ μην ακούτε κανένα μας, μια χαρά τα καταφέρνετε μόνος σας ;) congrats :)

Ανώνυμος είπε...

tsalimi -ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, αν και πιστεύω οτι (τουλάχιστον οι παλιότεροι) χρησιμοποίησαν το κείμενο για να προβάλουν πάνω του τις αναμνήσεις τους -κι αυτό μου αρέσει πολύ. Δεν τα έκανα λοιπόν εγώ όλα όσα μου αναγνωρίζεις, εσείς τα κάνατε.
Για το τέλος, διάβασε την παρακάτω πάραγραφο -απάντηση στη bitch. Για τους μπλόγκερς και τις ίντριγκές τους -δεν έχω ολοκληρωμένη άποψη. Βλέπεις, εδώ μέσα είμαστε μικρό χωριό και δεν προλαβαίνουμε να ασχοληθούμε με τον εξωτερικό χαμό. Άσε που έχω κάποια πικρή εμπειρία από τέτοιες ιστορίες και αρνούμαι να ξαναμπώ στο τριπάκι. Εσύ να είσαι καλά και να μην χάνεσαι -εντάξει;
Bitch -από το τέλος προς την αρχή. Αν δεν άκουγα κανέναν σας (κι αν δεν σας άκουγα όλους) μάλλον δεν θα έγραφα. Μου χρειάζεται ένας διάλογος για να προχωράω -γιατί αλλιώς είμαι μια κινούμενη αναβολή.
Το τέλος ήταν λίγο βιαστικό, γιατί ήθελα να προλάβω την Ampot, που έφευγε. Τελικά και γρήγορα το έγραψα και η Ampot καθυστέρησε να φύγει. Δεν είμαι τόσο ικανός ώστε να φτιάξω ένα "Συμμοριακό" τέλος -εγώ μόνο να μιμούμαι άτσαλα μπορώ. Ας πούμε, η αποχώρηση του πρωταγωνιστή με τη μοτοσυκλέτα είναι κλεμένη (φόρος τιμής το λένε αυτό οι κουλτουριάρηδες) από τον "Οργισμένο Βαλκάνιο". Αλλά γενικότερα υπήρχε ένα πρόβλημα. Οι ήρωες του Νικολαϊδη είναι τυπάκλες που περπατάνε 20 πόντους πάνω από τη γη. Οι δικοί μου είναι καρικατούρες -άνθρωποι που ήθελαν να φτάσουν αλλά δεν τα κατάφεραν λόγω έλλειψης προσανατολισμού. Αυτό γιατί πρόκειται για διαφορετικές γενιές. Άρα λοιπόν, δεν θα ήταν ικανοί να κάνουν φόνο και δεν ήταν ποτέ τόσο ελεύθεροι ώστε η αυτοκτονία να αποτελεί κανόνα τους. Εξαιρέσεις ναι -απελπισμένοι που έφτασαν στα άκρα, βεβαίως -αλλά αυτό δεν μπορούσε να είναι ο κανόνας.
Αυτά.

Ανώνυμος είπε...

ωω κύριε πρέσβη μας κακομαθαίνετε :))) ψήνομαι τρελά να "δανειστώ" τους ήρωες της ιστορίας σου (και θα το κάνω κάποια στιγμή, χεχε δις ιζ νοτ α θρέτ δις ιζ α γουώρνινγκ) αλλά προς το παρόν i'm running short on good ideas -μόνο κάτι καφριλίκια σκέφτομαι (και φυσικά τη χειρουργική αφαίρεση των όρχεων μιας και σου γράφω πάλι από τη δουλειά -να που χάθηκα ωλ δις τάημ, 12ωρα και τα μυαλά στα εξελόφυλλα)

Καλά με τα σιντί έχουν παιχτεί τρελά σκηνικά. Από τη φωτογράφιση για το εξώφυλλο (χάρη στην οποία απέκτησα ..εχμμ.. στενές επαφές τρίτου τύπου με τη δημοτική αστυνομία -μα δεν καταλαβαίνουν τίποτα από τέχνη αυτοί οι άνθρωποι) μέχρι την αναζήτηση τραγουδιών με τη βοήθεια Αυστραλών καμένων gamers.. ασε!!! Την επόμενη φορά πιστεύω οτι θα καταλήξω σε άλλο ηλιακό σύστημα γιατί ο μόνος τρόπος να βρω τη Χ εκτέλεση του Ψ κομματιού θα είναι μέσω της NASA.

T'was fun tho, και μέσα στο Σ/Κ θα τελειώσω και το κάψιμο (όχι του εγκεφάλου μου -αυτό είναι αέναο- των τσε-ντε εννοώ)

Ανώνυμος είπε...

Πάρε παιδάκι μου -πάρε ότι θέλεις από εδώ μέσα! Για ίδια χρήση είναι -κι αν σπάσεις κάτι, δεν τρέχει τίποτα, θα φτιάξω άλλο.
Με τα σιντιά είσαι ηρωίδα -το έχω πει και δεν θα σταματήσω να το λέω. Την ιστορία με τη Δημοτική Αστυνομία περιμένω να την ακούσω με συνταρακτικές λεπτομέρειες την Κυρική. Επίσης, θέλω να δω όλες τις φωτό που τράβηξες -όχι μόνο του εξωφύλλου, εντάξει; Ξέρεις οτι θαυμάζω πολύ τις καλλιτεχνικές σου φωτογραφίες -και ενδιαφέρομαι να εντρυφήσω στα άδυτα του κόσμου των μοντέλων σου, χεχε.
Υ.Γ.: Παράτα ρε καλό μου τις εργασίες με αφαιρέσεις οργάνων -θα παρανοήσεις στο τέλος!

Ανώνυμος είπε...

Με τη σειρά μου, να σας ευχαριστήσω και εγώ για τις ευχάριστες ώρες που πέρασα διαβάζοντας αυτή την ιστορία. Κάθε φορά που έβρισκα μια νέα συνέχεια, η χαρά μου ήταν μεγάλη. Θα μου λείψει. Ελπίζω όμως στο μέλλον να διαβάσω και άλλες τέτοιες ιστορίες από το blog σας.

Μια ανώνυμη πιστή αναγνώστρια

Ανώνυμος είπε...

ξαναβάζω ότι θυμάμαι πια από το αρχικό σχόλιο, δεν το είχα σώσει και o blogger (πως τον μπορείτε;)το έφαγε...!

Ωραίο φινάλε, με αλλαγές σκηνικού, περιγραφές, ατμόσφαιρα.

Τώρα θα πρέπει να ξαναδιαβάσω όλα τα μέρη, γιατί κάπου μου έχει χαθεί το νήμα καθώς το διάστημα μερικές φορές από το ένα μέρος στο άλλο ήταν μεγάλο.

(το μέηλ μου στη γιορτή σου το έλαβες; ή άλλαξες μέηλ;)

The Motorcycle boy είπε...

"Ανώνυμη αναγνώστρια" ένας είμαι ρε συ -ποιός είναι ο άλλος που ευχαριστείς; Δεν φαντάζομαι να μου απευθύνεσαι στον πληθυντικό; Πέρα από την πλάκα -ευχαριστώ που άντεξες να το διαβάσεις.
Ροϊδη, τον blogger απλά δεν τον μπορώ (εγώ τουλάχιστον) αλλά πήγα να μεταφερθώ στο wordpress και μου έκανε τα σχόλια αχταρμά. Το πήρα το μέιλ και δεν πρόλαβα να σου στείλω ούτε ένα ευχαριστώ με τα τρεχάματα των ημερών -έστω και καθυστερημένα λοιπόν, ευχαριστώ που με θυμήθηκες ρε φίλε. Ελπίζω να τα πούμε, όσο το δυνατό πιο σύντομα.
Άσωτε που έκανε το όνομα σου κόλαση η νέα, αναβαθμισμένη έκδοση -ουστ ρε που θα πάω με τον Πρετεντέρη! Αυτός είναι βάζελος ρε!
Συμπαθητικοί άνθρωποι -συμπαθητικό τέλος, έτσι πάει.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι