Τρίτη, Σεπτεμβρίου 09, 2008

5. Με τον διακόπτη στη ρεζέρβα

Προηγουμένα:
1. Ο τελευταίος κροκόδειλος του πλανήτη
2. Τιλτ
3. Ο σκλάβος της Κυριακής
4. Λίγος, πολύ λίγος

Κοιμάμαι ώρες πολλές κι όταν ξυπνήσω, πίνω ένα νες για να με ξαναπάρει ο ύπνος. Τρεις μέρες τώρα στο σπίτι των γέρων μου, δεν είχα καταλάβει οτι ήμουνα τόσο κουρασμένος. Μάλλον επειδή τελικά δεν έπαιζε τόσο η κούραση –απλά χρειαζόμουν τον καιρό να περάσει ήσυχα. Ασυναίσθητα, αναίσθητα πες καλύτερα. Κοιμάμαι συνήθως στον καναπέ, απέναντι από την ανοιχτή τηλεόραση –έχει φουντώσει για καλά η υπόθεση Κοσκωτά και σιχτιρίζω γιατί πάνε να φάνε την προεδράρα, τώρα που κάνει τρελές μεταγραφές στον Θρύλο. Έχει κι ένα παιχνίδι ζωντανά –μπουρδέλο η ομάδα, τίγκα στις παιχτούρες, αλλά θέλουν μια μπάλα ο καθένας μόνος του. Ο Μουστακίδης διατηρεί ακόμα εκείνο το φοβερό ρεκόρ με τα 12 γκολ σε 15 κολλητά παιχνίδια –αλλά γυαλίζει τον πάγκο για να παίξουν οι καινούργιοι. Τον βλέπω να μπαίνει αλλαγή, με την τρομερή χαίτη ν’ ανεμίζει –σκέτος Duran Duran -τρέμουν τα πόδια του, κάνει δυο πάσες στους πλαϊνούς μπας και ξεφορτωθεί την ευθύνη, μετά ξεχνιέται, μένει μόνος στη μικρή περιοχή, φεύγει η μπάλα από ένα άσταλο κοντρόλ του αμυντικού, την τσιμπάει ο δικός μου, δε σημαδεύει, ο τερματοφύλακας έχει πάει να μαζέψει χαμομήλι, ο Μουστακίδης σουτάρει για μια θέση στην εντεκάδα, σουτάρει χωρίς δεύτερη σκέψη επειδή είναι η ώρα του –σουτάρει για μια θέση στον ήλιο, που λένε. Αστοχεί σε άδειο τέρμα. Κοιτάζει, δεν το πιστεύει, ποιος έσπρωξε το τέρμα 20 μέτρα μακριά; Δεν έχει όρεξη ούτε να γυρίσει πίσω, στην επόμενη φάση είναι οφσάιντ καταστρέφοντας ακόμα μια επίθεση. Χάνουμε μέσα στην έδρα μας. Κλείνω τα μάτια –μήπως δω στον ύπνο μου την κανονική ιστορία, τα γκολ να μπαίνουν στο άδειο τέρμα, τους δικούς μου να μη χάνουν χωρίς αντίπαλο, τη ζωή όπως θα έπρεπε πραγματικά να είναι ... Μαλακίες.

Έχω μουδιάσει από την ακινησία, οι γέροι μου κάτι λένε, αλλά έχω χρόνια που δεν τους καταλαβαίνω. Σκέτος θόρυβος ρε συ – είμαι σίγουρος πλέον οτι μιλάνε Ταϊλανδέζικα. Ο πιτσιρικάς ο αδεφός μου ετοιμάζεται να πάει σε μια πρόβα με το γκρουπάκι του. Λέω να πεταχτώ μέχρι του Μπιλ του Χοντρού γιατί αν καθίσω κι άλλο εδώ μέσα θα βγάλω φύκια. Δεν έχω όρεξη να ξυριστώ, το αφήνω για όταν θα αρχίσουν να με φαγουρίζουν τα γένεια, η μηχανή θέλει βενζίνη, δεν θυμάμαι από πότε έχω γυρισμένο τον διακόπτη στη ρεζέρβα, ευτυχώς που η καφετέρια είναι κοντά –ελπίζω μόνο να μη μπλέξω. Ζαλίζομαι κάπως στον απογευματινό αέρα, νιώθω σαν ανοιγμένη κονσέρβα τόνου, η επαφή με την ατμόσφαιρα με μουχλιάζει.

«Μπα; Μας θυμήθηκαν κι οι επιστήμονες! Σκούπισε λίγο να καθίσει ο κύριος!» μουγκρίζει μέσα από τα δόντια του ο Μπιλ.
«Ποιος να σκουπίσει ρε Μπιλ; Μη μου πεις οτι πήρες γκαρσόνι!» γελάω.
«Μωρέ θα ‘παιρνα αν με είχες ειδοποιήσει οτι θα ‘ρχόσουν! Αλλά δεν το ‘ξερα, οπότε πιάσε τη σφουγγαρίστρα από μόνος σου, προκαταβολικά, που λέμε».
Κάθομαι στη μπάρα μπροστά του, χαμογελάω ανόρεχτα. Δεν μου έχει λείψει καθόλου η μουτράκλα του Μπιλ.
«Μπύρα;» ρωτάει.
«Κερνάς;»
«Ρε άντε και γαμήσου επιστήμονα! Σιγά μη σου αγοράσω και σουβλάκια από απέναντι!»
«Όχι εντάξει –έχω φάει ...» κάνω σιγά.
Σκύβει πάνω από τη μπάρα.
«Ρέστος;»
«Μονίμως, αλλά μη μασάς. Βάλε μια μπύρα –μέχρι εκεί αντέχω».
Πάει στην κάνουλα, ρημάζει το πρώτο ποτήρι στον αφρό, βλαστημάει –ο Μπιλ έχει το καλύτερο ρεπερτόριο από μπινελίκια στα νότια προάστεια.
«Θα περάσει κι ο δικός σου, έτσι είπε δηλαδή ...»
Κουνάω το κεφάλι, εντάξει.
«Κρατάει το μαγαζί τα πρωινά ...»
«Πως κι έτσι;»
«Κουράστηκα, είπα να κοιμάμαι λίγο παραπάνω ...»
Κοιταζόμαστε. Καταλαβαίνω.
«Τόσο χάλια είναι;» ρωτάω.
«Γάμησέ τα. Πριν μισό χρόνο ανοίξανε ένα περίπτερο, τους μαγκώσανε, τον άλλο μήνα έχει δικάσιμο».
Ο Στάθης, διπλανός στο θρανίο από την Δευτέρα Γυμνασίου μέχρι το τέλος του Λυκείου. Κολλητός. Έπαιζε δυνατό μπάσκετ, είχε και καλό χέρι –κόλλαγε τα τρίποντα αβέρτα-κουβέρτα. Αυτό τον έφαγε. Ξέμεινε στην ομάδα του σχολείου ακόμα κι όταν τελείωσε το σχολείο. Γίνονται αυτά; Δεν γίνονται! Ήρθαν τα επόμενα παιδιά, ο Στάθης κοπάναγε τις μπασκέτες όσο οι άλλοι κάνανε μάθημα, στα διαλείμματα έβαζε ο γυμναστής να τον πετάξουν έξω. Εξωσχολικός. Καλό αρχίδι κι ο γυμναστής –όσο τον ξελάσπωνε ο Στάθης στο διασχολικό ήταν μέσα στις γλύκες, μέχρι και τους άλλους καθηγητές έπιανε να του βάζουν κανένα βαθμό της προκοπής, να περνάει τις τάξεις. Μετά, «που σε είδα, που σε ξέρω», ο γυμναστής. Έμεινε στον αέρα ο Στάθης, σαν φύλλο χτεσινής εφημερίδας. Όταν ήμασταν εμείς μαθητές, οι εξωσχολικοί κουβαλάγανε μια αίγλη ακαταμάχτητη. Έρχονταν, μας παίρνανε τις μπάλες, μας παίρνανε τα κορίτσια, μας ρίχνανε και μια φάπα από πάνω για να ισιώσουμε. Όταν ήμασταν μαθητές θέλαμε να γίνουμε εξωσχολικοί. Αλλά μετά ξημέρωσε η άλλη μέρα και οι εξωσχολικοί μετατράπηκαν σε ανεπιθύμητους ταραξίες. Το γιατί ποτέ δεν το κατάλαβε ο Στάθης.
Στα πρώτα έτη τον έπαιρνα μαζί μου στη σχολή –ήταν και ωραίο παιδί ο Στάθης, είχε βρει μπόλικες φοιτήτριες να τον ερωτευτούν. Μάταιος κόπος –με τον καιρό άλλαζαν οι κουβέντες, μιλάγαμε για Σωσίρ και Μπρετόν και Αντόρνο, χρωστάγαμε Μαρκούζε και Λέβι Στρως –αποξενωνόταν ο Στάθης. Έχανε τη μπάλα –ποιοι πούστηδες ήταν όλοι αυτοί; Τι γύρευαν τώρα; Κόψαμε, δεν ξανάρθε στη σχολή, τον έχασα. Γύρισε στου Μπιλ του Χοντρού να σαπίσει εκεί πέρα, γιατί ήταν νεκροταφείο ταλαντούχων ανθρώπων το μαγαζί –ένα τσούρμο παιδιά που μπορούσαν να κάνουν πολλά, αλλά βολεύονταν πίσω από τους ξύλινους πάγκους, να κοιτάζουν τα χάμπουγκερ να ψήνονται. Και να μην έχουν λεφτά να τ΄αγοράσουν. Κοίταξα πίσω μου τους πάγκους που άρχιζαν να γεμίζουν. Απελπισία.

Τότε μπήκε η παρέα του αδερφού μου, πιτσιρικάδες που μαλακίζονταν σε χεβι μέταλ πόζες. Ένας τους μόνο άξιζε τον κόπο, ο Μάριος, συνέχιζε την παράδοση της συνοικίας να βγάζει ζόρικους κιθαρίστες, μελετούσε εξαφανισμένος, γούστραρε πρόβες, μέχρι και σε ωδείο θα πήγαινε αν δεν φοβόταν την καζούρα. Μπορεί και να πήγαινε στα κρυφά, δηλαδή.
«Μάριε, πως πάει; Έβγαλες κανένα καινούργιο Σάμπαθ;» τον ρώτησα καθώς παράγγελνε δίπλα μου. Για όλη την παρέα –οι γέροι του Μάριου είχαν κάποια φράγκα. Για πέταμα.
«Αμέ –παρακολούθα να μαθαίνεις!» πετάχτηκε ο Μάριος.
Άραξε καλύτερα στο σκαμπό δίπλα μου και έκανε κάποια ξεγυρισμένη μίμηση τραγουδώντας, το Wizard. Τουτέστιν:
«Never talking» και πήρε μια έκφραση θαυμασμού σαν κάποιον που βλέπει τη θεογκόμενα να περνάει.
«Just keep walking» και ανεβοκατέβασε σφιγμένη την αριστερή του γροθιά σα να τράβαγε μαλακία.
«Spreading his magic» και τίναξε τα χέρια στον αέρα ακουμπώντας το πρόσωπό μου, σα να εκτόξευε πίδακες παντού γύρω.
«Σιγά ρε μαλάκα, μας πιτσίλισες!» γέλασα
Ο Μάριος άρπαξε τις μπύρες και έφυγε να βρει τους υπόλοιπους. Εκείνη την ώρα μπήκε ο Στάθης αγκαζέ με τον Κώστα τον Ιντζέ. Χαμογέλασαν όταν με είδαν, ή έτσι ήθελα να πιστεύω.
«Τι έγινε ρε; Πως από δω;» ρώτησαν.
«Σας πεθύμησα», απάντησα.
«Καλά, φίλα τον εσύ γιατί είναι αξούριστος», είπε ο Ιντζές.
Άρπαξαν δυο μπύρες και με τράβηξαν σ΄έναν πάγκο στο βάθος. Κοίταξα τριγύρω –οι παλιοί είχαν σχεδόν εξαφανιστεί, τώρα εμείς ήμασταν οι μεγάλοι στο μαγαζί.
«Για πες, τι γίνεται;» ρώτησε ο Ιντζές.
«Μια από τα ίδια», μουρμούρισα. «Τα δικά σας;»
«Ζόρικα!» πετάχτηκαν κι οι δυο μαζί. Μετά κοιτάχτηκαν και γέλασαν.
«Τι ‘ζόρικα’ ρε μαλάκες; Άκουσα οτι σε περνάνε δικαστήριο ...» γύρισα προς τον Στάθη.
«Εντάξει, μη δίνεις σημασία ...» τίναξε ένα τσιγάρο από το πακέτο και το έπιασε με το στόμα στον αέρα.
«Πόσο ηλίθιος είσαι;» τον κάρφωσα. «Κι εσύ ρε Κώστα, τι διάολο! Τον πήρες μαζί σου σε καρφωμένη δουλειά;»
«Γιατί –που ξέρεις οτι ήμουνα μαζί του;» πετάχτηκε ο Ιντζές.
«Χέσε μας! Δε γεννήθηκα χτες, μαλάκα».
Πήρε ένα τσιγάρο από το πακέτο του Στάθη.
«Τι γίνεται τώρα;» τον ρώτησα.
«Εντάξει, αυτός θα τη βγάλει καθαρή, αναστολή λόγω λευκού ποινικού μητρώου....»
«Εσύ;»
«Τι εγώ; Εμένα δε με πιάσανε!»
«Τόσο μουνόπανο δηλαδή!» διαπίστωσα.
«Μην ξηγιέσαι!» διαμαρτυρήθηκε ο Ιντζές.
«Καλά, άντε γαμήσου παραδίπλα να πω δυο κουβέντες με τον δικό μου», είπα.
Ο Ιντζές κούμπωσε κάπως, αλλά ο Στάθης πήρε να τον ησυχάζει.
«Φύγε ρε καριόλη μη σου σκίσω τα ράματα!» πετάχτηκα όρθιος απέναντί του. Ο Μπιλ μας κοίταξε κι έριξε ένα υποχθόνιο καντήλι.

«Τα ‘χεις παίξει ρε; Τι θέλεις με τον Ιντζέ, αποφάσισες να τη δεις βουτηχτής;» του φώναξα όταν μείναμε οι δυο μας.
«Έλα μωρέ –σιγά τώρα ...» έβγαλε καπνό από τα ρουθούνια σε χαλαρό στυλάκι.
«Εντάξει, πάσο, κάνε οτι γουστάρεις. Άμα το βλέπεις το θέμα σε στυλ ‘δεν τρέχει τίποτα’ εμένα μου περισσεύει», μουρμούρισα.
«Εσύ τι γίνεσαι;» πήγε ν’ αλλάξει την κουβέντα.
«Μαλακίες, τα ίδια και τα ίδια».
«Καμιά γκόμενα;»
«Μια συνεταιρική», γέλασα.
Σημάδεψε με την κάφτρα του τσιγάρου την απέναντι γωνία.
«Τις βλέπεις εκείνες εκεί κάτω;»
Τις είδα.
«Της προσκολλήσεως», συνέχισε.
«Πως κι έτσι;»
«Ξέρω ΄γω; Μάθανε φαίνεται οτι είμαστε και πολύ μπήχτες εδώ πέρα ...»
«Από που είναι;»
«Από δίπλα», έδειξε έξω από το μαγαζί, στο βάθος του δρόμου, εκεί που άρχιζε η παραπέρα συνοικία. Τα ξέραμε τα παιδιά από εκεί. Τρομεροί μπασκετομπολίστες τα αγόρια, τρομερές κουφάλες τα κορίτσια. Σου πούλαγαν φούμαρα και στο τέλος έμενες με το πουλί στο χέρι.
«Δεν αξίζουν τον κόπο», είπα.
«Ναι, αλλά είναι καλές γκόμενες».
«Αν όμως δεν ... τότε γιατί;»
Γέλασε μυστήρια. Έμοιαζε να τον ξαναβρίσκω, έστω για λίγο.
«Βγήκε ο Τάκης ξέρεις ...», σχολίασε στο άσχετο.
Τον κοίταξα.
«Βγήκε από το τρελάδικο;»
Ένευσε.
«Πως είναι;»
«Χειρότερα απ΄ότι ήταν όταν μπήκε, τι περίμενες;»
Έλα ντε; Τι περίμενα; Ο Τάκης ήταν η πρώτη Gibson les Paul της συνοικίας, μεγαλύτερός μας –τρία χρόνια. Μόνο που την είχε δει κιθαρίστας κανονικός, με δωδεκάωρη εξάσκηση ημερησίως, ειδική διατροφή και τέτοια. Μέθοδος-πατέντα. Οι γέροι τον δεν την εκτίμησαν ιδιαίτερα τη μέθοδο και τον κλείσανε μέσα μέχρι να συνέλθει.

Μια από τις γκόμενες της απέναντι παρέας ξέκοψε και ήρθε προς το μέρος μας.
«Στάθη, θα πάμε σήμερα Spider;» γουργούρισε.
«Μπα, βαριέμαι», απάντησε ο δικός μου χωρίς να την κοιτάξει.
«Έλα μωρέ ... Έχουμε να βγούμε δυο βδομάδες ...» παρακάλεσε η πιτσιρίκα.
«Εντάξει», συμφώνησε ο Στάθης.
«Θα πάμε δηλαδή;» χοροπήδησε η άλλη.
«Όχι, βαριέμαι σου είπα. Αλλά εντάξει, έχεις δίκιο. Έχουμε να βγούμε δυο βδομάδες ...» παρατήρησε ο Στάθης.
Εκείνη έφυγε φουρκισμένη.
«Τι έγινε ρε; Την τρώμε την πιτσιρίκα;» γέλασα.
«Ψόφια», με πληροφόρησε ο Στάθης. «Τη θες;»
«Μπα, δεν πεινάω ...»
«Τρίχες!»
«Σωστός! Απλά είμαι ακόμα με τα σφραγίσματα κολλημένα στη λαμαρίνα ...»
Κούνησε το κεφάλι με ψεύτικη κατανόηση. Έτσι ήταν ο Στάθης, αντιλαμβανόταν τον έρωτα σαν συναίσθημα που σε έσπρωχνε να κάνεις μνημειώδεις μαλακίες, μέχρι να βγάλεις τη γκόμενα. Μετά –τέλος. Τι δηλαδή; Αφού την είχες ήδη –τι έμενε; Να βρεις τρόπο να τη σουτάρεις, τι άλλο;

Η παρέα του αδερφού μου μεγάλωσε απότομα, σκάσανε κάτι δερμάτινα σταυροκούμπωτα με μαλλούρα άφθονη –κοίταξα καλύτερα. Κάποιους τους ήξερα από την εποχή που πηγαίναμε παρέα στην 7, κάποιους άλλους πρώτη φορά τους έβλεπα. Χουλιγκάνια του αντιβηχικού, παρέα με τραμπούκους προς ενοικίαση. Χαιρέτησα τον πρώτο που με κοίταξε.
«Πως ξεπέσανε όλοι αυτοί στα μέρη μας;» ρώτησα το Στάθη.
«Που αλλού να πάνε; Στα μισά μαγαζιά τους έχουν πετάξει έξω και στα υπόλοιπα δουλεύουν πόρτα», γέλασε.
Μαζί τους είχαν και δυο περίεργες γκόμενες, ξανθές σα διαφήμιση σαμπουάν, μεταλλικές σα νερό Λουτρακίου και ψεύτικα αγριεμένες. Καλές μου φάνηκαν, η μια ήτανε κοκαλλιάρα σαν ολόσωμη ακτινογραφία, αλλά η άλλη ...
«Καινούργιες αυτές εκεί πέρα;» τον ρώτησα χωρίς να δείξω.
«Μακριά», μούγκρισε.
«Για πες!»
«Αδερφές».
«Έλα ρε! Κι εγώ τις πέρασα για κανονικές κοπέλες!»
Γέλασε.
«Πάντα μαλάκας έτσι;» αναρωτήθηκε ρητορικά. «Η μεγάλη είναι η γκόμενα του Αντρέα του Καναδού που παίζει μπάσο με τον Μάριο. Έχουν γίνει κάποια σκηνικά καθότι χάνος ο Αντρέας –μια φορά του την πήδηξε ο Βαγγελάκης όσο ένας άλλος έπαιζε τάβλι μαζί του ...»
Κούνησα το κεφάλι, τα παιδιά της γειτονιάς δεν είχαν αλλάξει στο ελάχιστο.
«Η άλλη όμως ...» συνέχισε ο Στάθης.
«Ζόρικη γκόμενα!» παρατήρησα.
«Ναι, αυτό πιστεύει κι ο Νίνο που τραβιέται μαζί της την τελευταία τριετία».
Μαζεύτηκα. Ο Νίνο ήταν ο σημαντικότερος λόγος ν’ αλλάξεις πεζοδρόμιο, αν τα ΄φερνε η κατάρα να περπατάει απέναντί σου. Από τους λίγους που είχαν κάνει και φυλακή και αναμορφωτήριο –πολύ αποτελεσματικό μαχαίρι στα νότια προάστεια, ήξερε τους ασφαλίτες με τα βαφτιστικά τους, μέχρι που βρήκε άκρη με τους οργανωμένους του Ολυμπιακού, του κόψανε ένα μεροκάματο και βάραγε κόσμο βάσει μισθοδοτικής κατάστασης.
«Γκόμενα του Νίνο ε;» έκανα περίλυπος.
«Ναι και μακριά, αν θέλεις την άλλη προχώρα, αλλά και πάλι μπορεί να τις αρπάξεις. Βλέπεις, η παρέα του Νίνο έχει πάρει και τις δυο αδελφές», έκανε μια παύση, «υπό την προστασία της», ολοκλήρωσε.
Ο κολλητός του αδερφού μου ο Βασίλης μάς κούναγε τα χέρια σα ναυαγός.
«Τι θες ρε;» φώναξα.
«Ελάτε να σας πω».
Ο Στάθης σηκώθηκε.
«Ξέρω τι θέλει. Ετοιμάζονται για Spider –οπότε λέω να πάρω την άλλη και να πάμε. Δεν βλέπω να το αποφεύγουμε τελικά», και χώθηκε στην κοριτσοπαρέα με τις ψόφιες.

Στην παρέα με τα μέταλα μού έκαναν χώρο να καθίσω –κόντεψα να πάθω ασφυξία από το πατσουλί των κοριτσιών.
«Τι έγινε ρε δικέ μου; Μου είπε ο αδερφός σου οτι γύρισες», φώναξε ο Βασίλης.
«Εντάξει μην ψήνεσαι. Περαστικός, θα ξαναπάω σπίτι μου σε λίγες μέρες», απάντησα.
«Έμαθες τα νέα; Έρχεται ο Ίγκυ!» συνέχισε ο Βασίλης.
«Ο Ποπ;» αναρωτήθηκα.
«Αυτός», έκανε όλο το τραπέζι μαζικά.
«Έχουμε κανονισμένο ντου, θα έρθεις;» ρώτησε ο αδερφός μου.
«Μέσα. Που παίζει;»
«Ριζούπολη».
Άναψα τσιγάρο. Την τελευταία φορά που είχα πάει σ΄εκείνο το κωλογήπεδο καταλήξαμε στον αγνωστικό χώρο να σπάμε τα δοκάρια. Κάποια ισοπαλία εκτός προγράμματος, από τις πολλές που τύχαιναν στον Θρύλο τότε. Κωλογήπεδο πάντως, όλο στενά τριγύρω –αν σε μπλόκαραν οι μπάτσοι, σε λιάνιζαν για πλάκα. Δε είπα τίποτα όμως.
«Θα πάμε Spider είσαι μέσα έτσι;» ρώτησε ο αδερφός μου.
«Μπα, λέω να την κάνω για σπίτι».
«Μη μας τη χαλάς!» φώναξε ο Βασίλης.
«Ναι, κάντο έστω για χάρη μας!» πετάχτηκε η ξανθιά. Η κοκαλιάρα.
«Σε ξέρω;» έκανα κάπως σπασμένος. Δε γουστάρω να μου μιλάνε πρώτες οι γκόμενες.
«Σε ξέρω εγώ», γέλασε εκείνη. «Έχω ακούσει από τον αδερφό σου πολλά ...»
«Μη δίνεις βάση», έκοψα την κουβέντα. Με την άκρη του ματιού έπιασα την παρέα του Νίνο που είχαν περάσει ντούκου τη φάση. Ή με θεωρούσαν δικό τους ή με θεωρούσαν ακίνδυνο –χέστηκα πάντως.
«Έλα μαζί –θέλω να σου πω», μου ψιθύρισε ο Βασίλης.
«Εντάξει θάρθω, ξεφορτώσου με», έκανα.

Μέχρι να φτάσουμε στην παραλία, ήμουνα στην τσίλια μην αρχίσει να βήχει η μηχανή ψάχνοντας στον πάτο του καρμπυρατέρ για τίποτα υγρασία. Έπρεπε να την πέσω σε κάποιον γρήγορα –χρειαζόμουν δανεικά για βενζίνη ή κάποια δυνατά παλικάρια να με σπρώξουν στις ανηφόρες για την επιστροφή στο σπίτι. Οδηγούσα μόνος, τριγύρω μου τα παπάκια των μεταλάδων σκέτη ζαλούρα. Εντάξει, ο Νίνο καβάλαγε ένα κτήνος με την ξανθιά κορδωμένη πίσω του. Παρκάραμε στη σειρά έξω από το μαγαζί και ανεβήκαμε τις σκάλες σε στυλ «ο ανίκητος στρατός του Λόρδου Μπούχεβαλντ».

Η Spider έπαιζε μουσική για κλάμματα –αρχαιολογίες, Doors, Zeppelin, Purple, χαρντροκάδες κομμωτηρίου, Foreigner, Scorpions, UFO και τη μυριζόμουνα τη δουλειά οτι σε λίγο θα πλάκωναν οι βαρυμέταλοι, Sabbath, Maiden, Priest, άρπαξα μια μπύρα που περιφερόταν ασυνόδευτη και βολεύτηκα στο μπαλκόνι του μαγαζιού. Έστησα και τις αρβύλες στο κάγκελο –κάποιος ρομαντισμός σε καπνισμένο ουρανό και λασπωμένη θάλασσα να πούμε.
«Να καθίσω;»
Κοίταξα δεξιά μου, η ξανθιά με ένα τεράστιο ποτήρι τραμπαλιζόταν στην κουπαστή του μπαλκονιού. Τι γούσταρε τώρα;
«Κάτσε», είπα σιγά.
«Λοιπόν είσαι φοιτητής ε;» άρχισε η ξανθιά.
Ένευσα.
«Νανά», με πληροφόρησε.
Κρατήθηκα να μην της κάνω καμιά χειρονομία και είπα κάτι που έμοιαζε με «χάρηκα».
Η ξανθιά την είχε δει επανάσταση και φιλοσοφία σε 10 απλά μαθήματα (δι΄αρχάριους), ο μικρός της είχε σφυρίξει για το Χημείο του ’85 και νόμιζε φαίνεται οτι έχει απέναντί της το εγγόνι του Μπακούνιν. Κουνούσα το κεφάλι αντιμετωπίζοντας την πολυλογία της –που να ήξερε γιατί είχαμε μπει στο Χημείο τότε! Γιατί και πως!
«Τι γίνεται τώρα στο κέντρο; Θα κάνετε τίποτα; Θέλω να ‘ρθω κι εγώ!» κατέληξε η ξανθιά.
Την έκοψα από το λακαρισμένο μαλλί μέχρι τα μυτερά μποτάκια. Μια χαρά θα τη γούσταρε ο Τάκης.
«Ξέρω το ανάλογο άτομο για να σε βάλει στις φάσεις –θέλεις να του δώσω το τηλέφωνό σου;» πρότεινα.
«Γίνεται;» ενθουσιάστηκε.
«Ναι αμέ».
«Και τι είναι αυτός;»
«Πολυτεχνείο. Οργανωμένος», είπα ψευτοσυνωμοτικά.
Εκστασιάστηκε η ξανθιά –αν το έπαιζα σωστά ο Τάκης το είχε σίγουρο το πήδημα.
Εκείνη τη στιγμή πλάκωσαν κι άλλοι έξω –ο Βασίλης, ο αδερφός μου και η ξανθιά αδερφή της ξανθιάς.
«Θέλουμε να σου πούμε», έριξαν ένα χορωδιακό από κοινού.
«Για πέστε μου».
«Έχω μια γκόμενα», άρχισε ο Βασίλης.
«Κι εγώ τι φταίω;» αναρωτήθηκα.
«Τίποτα ρε. Απλά στράβωσε κάπως η φάση ...»
Σηκώθηκα.
«Πες σε κανένα από τα κορίτσια να σου κάνει το προξενειό ρε μαλάκα», πρότεινα στον Βασίλη.
«Όχι ρε –δεν κατάλαβες!» φώναξε. «Αλλιώς στράβωσε η φάση...»
Το ρεζουμέ ήταν οτι ο Βασίλης δεν πρόσεξε και κάθισε κάποια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Αλλά δεν υπήρχε ούτε σάλιο για έκτρωση ...
«Κι εγώ ρέστος είμαι», παραπονέθηκα.
«Σιγά ρε! Εσύ τα έχεις κονομήσει!» παρατήρησε ο αδερφός μου.
Τον κοίταξα άγρια. Εντάξει, θα μπορούσα να ζητήσω λεφτά από τη μετάφραση, αλλά μετά θα έπρεπε να κάνω πεζοδρόμιο για να πληρώσω το νοίκι μου.
«Καλά ρε μαλακισμένα. Θα δω τι μπορώ να κάνω ...» μουρμούρισα.
«Είναι βιαστικό», είπε ο Βασίλης.
«Οι βιασύνες σε φάγανε», γκρίνιαξα.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα βέβαια, ήταν οτι για να πάρω φράγκα έπρεπε να περάσω από το βιβλιοπωλείο που δούλευε η Φανή.

Οι πιτσιρικάδες χάρηκαν που τακτοποίησαν το πρόβλημά τους και χώθηκαν πάλι στο μαγαζί για να κουνηθούν στην καθρεφτιζέ πίστα. Έμεινα πάλι μόνος, στην άλλη γωνιά του μπαλκονιού ο Στάθης χαμουρευόταν με τη γκόμενά του –άραξα προσπαθώντας να τελειώσω τη μπύρα μου.
«Ήταν καλό αυτό που έκανες», με πληροφόρησε ένα ζευγάρι από γυμνασμένα μπούτια σφιγμένα σε κολάν παντελόνι.
Σήκωσα το κεφάλι. Η άλλη ξανθιά μου χαμογελούσε –πιτσιρίκα την έκοβα, στην ηλικία του αδερφού μου αλλά γκομενάρα πάντως.
«Ναι, κάνω καλά πράγματα για να πάω στον Παράδεισο», απάντησα.
«Ποιον Παράδεισο;» αναρωτήθηκε.
«Αμαρουσίου», της εξήγησα.
Ξεκαρδίστηκε. Αν ήτανε να γελάει με τέτοιες κρυάδες, την είχα χαλαρά τη γκόμενα. Πετάχτηκα στα ξαφνικά μυγιασμένος, αλλά δεν μπορούσα πουθενά να δω τον Νίνο.
«Που είναι ο δικός σου;» ρώτησα για να το σιγουρέψω.
«Την έκανε –δουλεύει σε μια ώρα. Και δεν είναι δικός μου ...»
«Τι είναι δηλαδή;»
«Τίποτα. Μαλάκας», φύσηξε το τσουλούφι που έπεφτε στο μάτι της.
Μεγαλείο! Το είχα δει κι άλλες φορές αυτό το έργο, «δεν τον θέλω, δεν τον αντέχω, δεν με καλύπτει» και πάντα σε πήδημα κατέληγε. Ξάπλωσα πίσω στην καρέκλα μου.
«Κάτσε ...» πρότεινα.
«Χρύσα», με πληροφόρησε.
«Έστω κι έτσι ... κάτσε», την καθησύχασα.
Μπερδεύτηκε για λίγο –δεν ήταν και πρώτο μυαλό η κοπέλα. Αλλά αυτό δεν με ενοχλούσε καθόλου τη συγκεκριμένη στιγμή.
«Η αδερφή μου σε θαυμάζει», εκμυστηρεύτηκε.
«Ναι ε; Ελπίζω να μη συμβαίνει το ίδιο και με σένα».
«Γιατί το λες;» έξυσε το κεφάλι της.
«Επειδή είναι σχεδόν αδύνατο να κάνεις κατάσταση με γκόμενα που σε θαυμάζει –γι΄αυτό», απάντησα. Το μετάνιωσα βέβαια, κι αν είχα λίγο μυαλό να υπολογίσω τι θα γινόταν αν το μάθαινε ο Νίνο θα βούταγα επιτόπου από το μπαλκόνι για να γλιτώσω τα χειρότερα. Την κοίταξα.
«Εννοείς οτι θα ήθελες να κάνουμε κατάσταση;» είπε φιλάρεσκα.
«Εννοώ οτι όποιος δεν θέλει να κάνει κατάσταση μαζί σου θα πρέπει να είναι ή τυφλός ή ανώμαλος», την πληροφόρησα.
Γέλασε –την είχα.


Εκείνη τη στιγμή γέμισε ο τόπος πανικό κι ομίχλη, λες και γκρεμίστηκε το ταβάνι του μαγαζιού. Πεταχτήκαμε στον αέρα, μπήκαμε μέσα. Η πίστα είχε φρακάρει από ξαπλωμένους, κάποιοι με μπάγκι παντελόνια τούς ρίχνανε κλωτσιές με το τσουβάλι. Έπιασα τοίχο και την κόλλησα δίπλα μου από ένστικτο. Ένας καργιόλης έσπασε τον πλαϊνό καθρέφτη, παρά λίγο να μας λούσει με γυαλιά. Έβγαλα το τζιν μπουφάν και το τύλιξα στο δεξί μου χέρι, λίγη προστασία στην ανάγκη. Την τράβηξα προς τις σκάλες, περνούσαμε πάνω από αγκαλιασμένους, έψαξα να βρω τους δικούς μου. Ο Βασίλης κλώτσαγε ένα παιδί κόντρα στην πόρτα από τις τουαλέτες, ο αδερφός μου τις έτρωγε κανονικά –πήγα και τον άρπαξα από το μανίκι. Ο τύπος που τον βάραγε στράφηκε σε μένα με τα μάτια ανάποδα, τον έφτυσα κατάμουτρα. Έκανε να σκουπιστεί κι έτσι πρόλαβα να του τραβήξω μια κλωτσιά –ήταν καιρός να την κάνουμε. Έσπρωξα τα πιτσιρίκια προς τις σκάλες, δεν έβλεπα κανέναν να ανεβαίνει εκείνη τη στιγμή. Μετά κοίταξα στο μαγαζί και δεν μου άρεσε καθόλου αυτό που είδα. Γιατί ο Στάθης είχε πιάσει τοίχο, κουνώντας έναν σουγιά. Βλαστήμησα.
«Περιμένετέ με έξω!» φώναξα.
Τρια κωλόπαιδα πλησίαζαν το Στάθη, ένας στα ίσια, δύο από τα πλάγια κι εκείνος έκοβε αέρα με την κάμα. Κοπάνησα τον μεσαίο πίσω από το κεφάλι και πλεύρισα το Στάθη.
«Πάμε να φύγουμε ρε μαλάκα –τι ψάχνεις τώρα;» τον σκούντηξα.
«Θα τα γαμήσω τα μουνόπανα», ούρλιαξε αυτός με τα μάτια άσπρα.
Έπεσα με το μπούτι στον σουγιά, τον στόμωσα, αλλά έσκισα και το παντελόνι μου.
«Πάμε τώρα!» τσίριξα.
Ο Στάθης τραντάχτηκε, πήγε να κοντράρει, οι πλαϊνοί τού έριξαν κάτι κοφτές στ΄αυτιά, δάκρυσε.
«Κάντε άκρη να φύγουμε γιατί θα σας σουγιαδίασει ο δικός μου!» ούρλιαξα.
Οι τύποι μαζεύτηκαν, ευτυχώς. Τράβηξα τον Στάθη στις σκάλες, πάλευε να γυρίσει πίσω αλλά τυγχάνω πιο μεγαλόσωμος, τον έσυρα λοιπόν με το βάρος μου. Από κάτω περίμεναν οι άλλοι.
«Αράξτε στο Steven’s και θα ΄ρθουμε σε λίγο», φώναξα χωρίς να κοιτάξω.
Μετά τον έσπρωξα απότομα, κόντεψε να πέσει με τα μούτρα αλλά συνήλθε.
«Πάμε στην παραλία γιατί όπου νάναι θα πλακώσουν οι μπάτσοι», του είπα.
Ακολούθησε αμίλητος και μαύρος.

Μερικά παιδιά είχανε ανάψει φωτιές στην αμμουδιά –ένα κασετόφωνο έπαιζε Dust in the wind, ξεκαρδίστηκα. Καθίσαμε στο πρώτο παγκάκι.
«Τι ήταν αυτοί;»
«Μαλακισμένα γκιράπια. Έχουμε ανοίξει παρτίδες μαζί τους ...»
«Πως κι έτσι;»
«Την πέσαμε τις προάλλες στη Φλόριαν Γκρέι ...» ψάχτηκε για τσιγάρο.
«Ωραία!» έκανα. «Ανοίγεις περίπτερα, την πέφτεις στα γκιράπια, σε λίγο θα κάνεις τη μαϊμού στα σύρματα της 7, καλά τα λέω;»
Δε μίλησε.
«Τι είσαι ρε; Κανένας σπυριάρης που δεν βρίσκει να γαμήσει και το παίζει γουάιλντ σατισφάξιον; Σε λίγο θα φοράς αλυσίδες και νεκροκεφαλές –πως την έχεις δει;»
Καπάκωσε το αναμένο τσιγάρο μέσα στη χούφτα του, το έσβησε λιώνοντάς το.
«Τι ξέρεις εσύ ρε αρχίδι; Έχεις το πανεπιστημιάκι σου, τη δουλίτσα σου, το σπιτάκι σου! Σε λίγο θα πας φαντάρος, θα γυρίσεις, θα βολευτείς πίσω από ένα γραφείο και θα μας πουλάς υφάκι κι εμπειρία! Τι ξέρεις για μας εδώ πέρα; Μας πνίξανε στα σκατά κι από πάνω γελάνε, τι ξέρεις εσύ;»
Ήταν η σειρά μου να κάνω μόκο. Συνέχισα να καπνίζω κοιτάζοντας τη θάλασσα, ένα αγόρι έπιασε κάποιο κορίτσι από τη μέση και κυλίστηκαν μαζί στην άμμο. Έδειχναν ευτυχία ή κάτι τέτοιο.
«Πως καταντήσαμε έτσι;» αναρωτήθηκε σιγανά ο Στάθης. «Κάποτε ήμασταν οι πρώτοι στη γειτονιά, γυρίζανε κεφάλια όταν περνάγαμε... Θυμάσαι στον τελικό στο διασχολικό; Στο Βόλο ρε μαλάκα –που χάσαμε από πουστιά του διαιτητή! Θυμάσαι με την Αθηνά που κάψαμε το γυμανστήριο; Τις κοπάνες στη 16, τις θυμάσαι; Θεοί ήμασταν, τι έγινε και καταντήσαμε ρεζίληδες; Τι έγινε και πότε έγινε;»
Πέταξα το τσιγάρο μακριά και τον αγκάλιασα.
«Δεν ξέρω ρε φίλε. Δεν ξέρω τι έγινε και δεν ξέρω τι γινόταν τότε. Μπορεί να μας πετάγανε λεμονόκουπες κι εμείς να τις νομίζαμε ροδοπέταλα –δεν μπορεί; Όλα είναι πιθανά, ακόμα και να ζήσουμε σαν άνθρωποι κάποτε. Απλά κοίτα να ξοδευτείς με πιο αργό τέμπο αδερφάκι μου, γιατί έτσι που το πας θα σε κλαίνε οι ρέγγες λίαν συντόμως».
«Και ποιο είναι το πρόβλημά σου εσένα;» πετάχτηκε ο Στάθης.

Άναψε ακόμα ένα τσιγάρο και περπάτησε προς τη θάλασσα. Ήθελα να πάω πίσω του αλλά δεν γινόταν. Γιατί ήξερα οτι εκείνο το βράδυ, μέσα στην υγρασία και κάτω από την τσίκνα των παραλιακών σουβλατζίδικων είχα χάσει ένα φίλο.

Όχι οποιονδήποτε φίλο, τον διπλανό μου στο θρανίο –καταλαβαίνεις;

22 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Ανώνυμος είπε...

Ρε μάγκα έχεις καταφέρει να με κολήσεις με την ιστορία. Συνέχισε...
Τελικά στην εποχή της ρεμούλας και του γλυψίματος υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που βουτάνε στην ζωή και στοχάζονται.Μπράβο και μην ξεπουληθείς ποτέ.

The Motorcycle boy είπε...

Καλά θα συνεχίσω -λες και μπορώ να κάνω διαφορετικά ας πούμε!

Ρεμούλα; Γλύψιμο; Που τα είδες αυτά ρε; Έχεις κανένα κονέ στα κόλπα να πιάσω στασίδι; Άλλωστε, όπως έλεγε και το παλιό τσιτάτο "Απαιτώ λιγότερη διαφθορά ή περισσότερες ευκαιρίες να συμμετέχω".
Να είσαι καλά πάντως.

Ανώνυμος είπε...

ολα καλα αλλα επρεπε να βαλεις την γκομενα να πινει την κλασικη κοκκινη "μπυρα με γρεναδινη".Αυτο δεν ηταν το επισημο γκομενοποτο στην Spider?
Nikos Xan Terps

The Motorcycle boy είπε...

Ρε το μαλάκα! Δεν ήθελα να καρφωθώ τόσο πολύ, μην τύχει και το διαβάσει ποτέ η γκόμενα (αν ζει ακόμα, που πολύ αμφιβάλλω) και μου βγάλει τίποτα μάτια.

Υ.Γ.: Και ούζο πορτοκάλι για κάτι αξύριστες της κουλτούρας.

Ανώνυμος είπε...

Ρε motor είμαι ο πρώτος που έκανε σχόλιο. Τα σκηνικά λιγό πολύ είναι αυτοβιογραφικά; ΡΕ ΜΑΓΚΑ είσαι πραγματικό ΚΟΥΡΕΛΙ ή αλλίως ΚΟΥΓΧΕΛΙ όπως έλεγε και ο Κ.Τ

The Motorcycle boy είπε...

Αυτόβιογραφικά -όχι ακριβώς. Απλά έτυχε να είμαι εκεί και να τα έχω δει όλα αυτά, κάποια παιδιά εκεί πέρα ήταν φίλοι μου που έχουμε χαθεί εδώ και αιώνες. Τώρα τελευταία συνειδητοποίησα οτι είχα αρχίσει να ξεχνάω, είπα λοιπόν ...
Ο Κ.Τ. ποιος είναι ρε; Με πετυχαίνεις αγουροξυπνημένο.

Ανώνυμος είπε...

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

The Motorcycle boy είπε...

Χαχα τι μαλάκας!

Υ.Γ.: Για μένα το λέω που δεν το 'πιασα με την πρώτη.

SDRyche είπε...

Είμαι κι εγώ ένας από αυτούς που έχουν κολήσει με τις ιστορίες σου (παρόλο που δε σχολιάζω πάντα)!
Τα σκηνικά που περιγράφεις είτε μου θυμίζουν κάτι από τα παλιά είτε ιστορίες που έχω ακούσει.

Αλλά η δική μου γενιά (ή ίσως μόνο εγώ) όλα αυτά τα πρόλαβε στο σβήσιμό τους. Τότε που η μαγκιά συνοδευόταν κι από την κλανιά και τον κώλο παξιμάδι.

The Motorcycle boy είπε...

Χαχαχα,νομίζω οτι πάντα έτσι ήταν. Και έτσι ήμασταν οι περισσότεροι -απλά υπήρχαν κάτι λίγοι διαφορετικοί που τους θυμόμαστε.

Από την άλλη βέβαια, δεν νομίζω οτι τη γενιά μου την έπαιρνε για πολλές μαγκιές, τι μαγκιά να πουλήσεις όταν είσαι με τα δόντια στο τσιμέντο;

Ανώνυμος είπε...

οταν περιεγραψες την χαμενη ευκαιρια του σακη μουστακιδη ενα δακτυ κυλισε σαν διαμαντι απο το μαγουλο μου. το ιστοριακι καλα παει αν και εχει πολυ παραπανω γκομενες απο οτι μας εχεις συνηθισει....

The Motorcycle boy είπε...

Εντάξει, όχι και σαν διαμάντι ρε αξύριστε! Θυμάσαι όμως τι τράβαγε το παιδί που το βάζανε αλεξιπτωτιστή να γυρίσει τα παιχνίδια λες και ήταν ο Ντιόγο να πούμε! (Συγνώμη, ο Μαραντόνα ήθελα να πω χεχε).

Εδώ υπάρχουν παραπάνω γκόμενες καθότι η πραγματική ζωή είναι πιο φαντασμαγορική από τις φανταστικές ιστορίες αγαπητέ μου.

Madame de la Luna είπε...

"απλά χρειαζόμουν τον καιρό να περάσει ήσυχα.." Ναι, το 'χω αισθανθεί κι εγώ σαν ανάγκη κάποιες φορές.

γκιράπια λέγοντας;

The Motorcycle boy είπε...

Γκιράπια εκ του "Sex machine" του Τζέιμς Μπράουν με τον κλασσικό στίχο "get up get em up" που ακουγόταν σαν "γκιραπ γκιτεμάπ". Θα τους δεις να αναφέρονται και σαν "καρεκλάδες" λόγω της ομοιότητας στο ντύσιμο με τους γύφτους που κυκλοφορούσαν στις γειτονιές φωνάζοντας "καρεκλάαααϊϊς, κομοδινάαααϊϊςςςςς!"
Εν ολίγοις, τα παιδιά που στην δεκαετία του '80 άκουγαν ντίσκο μουσική.

Ανώνυμος είπε...

Μ αρέσει πολύ ο Iggy Pop

Σε ξέρω;» έκανα κάπως σπασμένος. Δε γουστάρω να μου μιλάνε πρώτες οι γκόμενες.
«Σε ξέρω εγώ», γέλασε εκείνη. «Έχω ακούσει από τον αδερφό σου πολλά ...»
«Μη δίνεις βάση», έκοψα την κουβέντα.

καλά ας μου λεγες εμένα έτσι κ θα σου λεγα μετα περί "σωστης διατύπωσης" αλλά σιγα μη σου λεγα να ρθεις μαζι μας εξ αρχης

βλαμμένοι άντρες! δεν ξερετε τι θέλετε! καλα το λεγα τυρρανια κ βασσανιστήρια γουστάρετε κ φτυσιμο
που είναι ξεκαθαρο από την ιστορία σου εδω με τη Φανή ή με τις βλα΄κειες που λετε
κ αν τελικά η άλλη φτασεί στα όρια της κ ενα πρωί σας παρατήσει, γιατί, ΓΙΑΤΙ ρε γαμώτο μετά τρέχετε σαν τρελοί;; Αλλά σαν ΤΡΕΛΟΙ!!! κ ας περάσει κ 1μισυ χρόνος, παρανοείτε! δεν το δέχεστε με τίποτα!

λοιπον ΧΑΙΡΟΜΑΙ πραγματικά να σε διαβάζω! Νιώθω τέλεια! μου φευγει κ το τελευταίο κομματάκι ανησυχίας (ή πες το "τυψης") που μπορεί να είχα μεχρι τώρα για κάποιους μαλάκες. Κ το καλύτερο; χαιρόμαι που τους γάμησα! παρολο που δεν το έκανα επιτηδες τότε που το έκανα κ ούτε φανταζόμουν ότι θα τους γαμήσει ψυχολογίκα!!!!

παλιομαζοχιστές!!!

κ αυτό «Εννοώ οτι όποιος δεν θέλει να κάνει κατάσταση μαζί σου θα πρέπει να είναι ή τυφλός ή ανώμαλος» είναι ηλίθια ατάκα!

Υ.Γ. κάπου ανέφερες "Levi-Strauss" κοιτα να δεις εχω 1 βιβλίο του χαντακωμένο (δεν ξερω τι με τραβηξε κ το πήρα κ από ποιον) κ όταν ξεκαθάριζα πραγμ. να πετάξω όλο έλεγα τι το κρατάω αυτό το οποίο από ό,τι είδα είχα διαβασει αρκετα αλλα δε θυμαμαι τίποτα απολύτως! θυμάμαι ότι μια φορά που πήγα να το ξαανδιαβάσω είπα μα καλά τι με τράβηξε κ το πήρα; τετοια διαβαζατε στη σχολή σου;
απλά θυμαμαι ότι ήταν κάπως δύσκολο

The Motorcycle boy είπε...

Κοίτα -τους διαλόγους που παραθέτεις, δεν τους κάνω εγώ, αλλά ο ήρωας της ιστορίας, να το ξεκαθαρίσουμε αυτό. Εννοώ οτι όταν γράφεις μια ιστορία υπερτονίζεις ή υποβαθμίζεις κάποια σημεία, με σκοπό να καταλήξεις στο συμπέρασμα που θέλεις να δώσεις -έτσι και οι διάλογοι εδώ είναι σχετικά τραβηγμένοι.

Πάντως, να ξεκαθαρίσω κάτι ακόμα, η στάση του "ήρωα" με καλύπτει αρκετά. Ας πούμε, ούτε εγώ γουστάρω να μου την πέφτουν οι γυναίκες (όχι οτι γίνεται ποτέ, αλλά λέμε τώρα), για τον απλούστατο λόγο οτι θέλω να διαλέγω κι όχι να με διαλέγουν. Έτσι μου είναι πιο βολικό -κατάλαβες;
Τώρα, αν από το γεγονός οτι "οι γυναίκες είναι σαν τα γραμματόσημα -όσο τις φτύνεις τόσο κολλάνε" που εκφράζουν οι συγκεκριμένοι διάλογοι (μην το πάρεις σαν ιδεολογία ζωής -απλά χρησιμοποιείται για λόγους μυθοπλασίας) συμπεραίνεις οτι οι άντρες είναι μαζόχες .... χαχαχα, τι να πω;

Όλοι νομίζω, άντρες-γυναίκες τρέχουν σαν τρελλοί όταν φάνε απορρίψη, επειδή δεν αντέχουν την απόρριψη. Έτσι πιστεύω.

Ναι, η ατάκα που αναφέρεις είναι ηλίθια και γι΄αυτό μπήκε εκεί πέρα -για να υποβαθμίσει την ιστορία.

Και τελικά, αν χαίρεσαι που γάμησες ψυχολογικά (συνειδητά ή ασυνείδητα) κάποιους άντρες, μαγκιά σου. Εγώ (για μένα μιλάω τώρα, όχι για τον "ήρωα" της ιστορίας) όποτε το έχω κάνει έχω τρελλές τύψεις μετά.

Ο Κλοντ Λεβί Στρος ήταν μια τεράστια μορφή για την Κοινωνική Ανθρωπολογία -επειδή ήταν ο πρώτος που υποστήριξε την άποψη οτι οι λεγόμενες πρωτόγονες φυλές δεν είναι πολιτιστικά κατώτερες και άρα θα πρέπει να "εκπολιτιστούν", απλά είναι διαφορετικές και πρέπει να τις αφήσουμε στην ησυχία τους. Αν σκεφτείς λίγο τι σήμαινε η συγκεκριμένη άποψη θα δεις γιατί τον είχαμε σε τρομερή εκτίμηση. Ναι, τέτοια πράγματα κάναμε όταν ήμασταν φοιτητές.

Ανώνυμος είπε...

Ναι, πολύ ωραίο αυτό που λες
όχι στην ιστορία δε φαίνεται ότι τον είχατε σε εκτίμηση, ούτε κ περιμενα ότι διαβάζατε τέτοια...

το βιβλίο που έχω λέγεται "άγρια σκεψη" προφανώς το είχα βρει ενδιαφέρον κ το πήρα, όταν το ξεχαντάκωσα είδα ότι είχα διαβάσει εκατον κάμποσες σελίδες αλλά το ξανα κοιταξα κ είπα (...ούτε για πλάκα δε συνεχίζω) κ το ξαναβαλα στο δύσκολα προσβασίμο ντουλάπι που το έχω (λόγω χώρου)

εντάξει, φαντάστηκα ότι άλλο ο ήρωας άλλο εσυ, αλλά επειδή είναι γραμμένο σε 1ο προσωπο...

αυτό που λες για τις γυανίκες δεν το ξέρω

εγώ αν μ αρέσει κάποιος μπορεί να κάνω σαν χαζό... μπορεί να παιρνω 100 τηλεφ. ή δεν ξέρω τι, αλλά θα προσπαθησω κάποιο καιρό, αν δω ότι με γράφει, καταλαβαίνω ότι δε γουστάρει οπότε μου φεύγει αυτόματα
αρα αυτό με τα γραμματοσημα σε μενα τουλαχιστον δεν ισχυει

τωρα στις σχέσεις είν' αλλιώς τα πράγμ. κ είναι μεγάλη συζητηση
κ γω είχα τύψεις (για το πώς είχε γίνει ο άλλος όταν έφυγα, αλλά δεν πήγαινε άλλο) ίσως οι τύψεις να σας καθοδηγούν περισσοτερο (από φιλούς που είχα ακούσει) κ μερικοί γυρίζουν πισω λόγω αυτών

όταν όμως έχει τελειωσει κάτι, όσο κ να χτυπιεται ο άλλος... εσένα θα σου άρεσε να γυρίσει πίσω ή άλλη επειδή σε λυπάται;;;
είχαμε χωρίσει πολύ καιρό πριν κ ερωτεύτηκα... βέβαια φρόντισε να μου κάνει τη ζωή πατήνι για 1μισυ χρόνο και.

αλλά δε σου είπα ότι νιωθω καλα γι αυτό... ακόμα κ όταν μου έκανε τη ζωή πατήνι δεν ήθελα να τον εκδικηθω, ίσα-ίσα προσπάθησα απίστευτά να τον κάνω να τον κάνω να ξεκολλήσει, αυτός όμως εκανε απίστευτα πραγμ. επί 1μισυ χρόνο και

εξ άλλου για κάτι άλλο μιλάω που δεν εχει σχεση
δεν παίρνω χαρα με το να κάνω τον άλλο σκατα
αλλά τι να σου λεω τώρα...
βέβαια ποτε δεν είναι αργα... αμα είναι τόσο ανωμαλοι κ γουστάρουν βασσανηστήρια

αφού το χουμε πει, το βλεπα κ από φίλες! όσο πιο σκύλες τοσο πιο ωραία φέρονται. είναι στο DNA τους :) νιωθούν μαλλόν σαν μαχητες/πολεμιστές, ξέρω γω

Ανώνυμος είπε...

Υ.Γ. πολύ δύσκολα πραγματα (κάνατε) δεν το περιμενα (για την κοινωνιολογία στην ελλάδα) το συγκεκριμένο βιβλίο είναι "καταχωρημένο" στη φιλοσοφία
γενικότερα διαβαζατε φιλοσοφία ε;

The Motorcycle boy είπε...

Η Άγρια Σκέψη είναι Κοινωνική Ανθρωπολογία, αυτός είναι ο κλάδος του Λεβί Στρος. Αλλά στην Ελλάδα οι εκδότες είναι για τον πούτσο, οτι θέλουν να πουλήσουν το λένε φιλοσοφία και ξεμπερδεύουν. Από την άλλη, οι "διανοούμενοι", αν δουν οτι κάποιο βιβλίο έχει κανένα εύκολα μνημονεύσιμο τσιτάτο, το ονομάζουν κι αυτοί φιλοσοφία και το χρησιμοποιούν τους χειμώνες στο Πήλιο δίπλα στο τζάκι όταν ακούει καμιά γκομενίτσα (ή γκομενάκος).
Τέλος πάντων, είναι δύσκολο βιβλίο η Άγρα Σκέψη, αλλά πάλεψέ το να το διαβάσεις. Είναι πολύ όμορφο και έχει αυτό που σου έγραψα στο αποπάνω σχόλιο.
Τέτοια βιβλία τα δίναμε εξετάσεις και ήταν τα εύκολα, που να δεις κάτι Μαρκούζε και την άλλη τη Σουζάν Ντε Μπρινόφ! Μιλάμε η γκόμενα έγραφε από το υπερδιάστημα -λέγαμε μεταξύ μας πριν τη δώσουμε εξετάσεις (επειδή ήταν γκόμενα του Πουλαντζά) οτι ο άνθρωπος διάβασε το βιβλίο της και φούνταρε από το παράθυρο! Όντως, πάντως ο Πουλαντζάς φούνταρε από το παράθυρο, αλλά αυτή είναι μια ιστορία που μπορεί κάποτε να καταφέρω να την πω.

Υ.Γ.: Ξεχάστηκα και δεν σχολίασα για τα γκομενικά -δεν πειράζει όμως.

Ανώνυμος είπε...

Ναι, έχεις απόλυτο δίκιο. Γιατί κ γω που το ξαναείδα αναρωτιώμουν γιατί λέει "φιλοσοφία", ναι, "κοινωνική ανθρωπολογία".

Ευχαριστώ ρε συ, για τα βιβλία που λες! κ για το άλλο στο προηγούμενο "Τοπία της Φιλομήλας"

μα τι να πεις για τα γκομενικά, τι να λέμε τώρα, τσαμπα χρονος κ γράψιμο

Ανώνυμος είπε...

Χαχα θεωρούνταν κ ευκολα

οποτε άστο, για τους άλλους που αναφέρεις
Μαρκούζε και Σουζάν Ντε Μπρινόφ
ΑΝ τύχει... αλλιώς δεν τους σημειώνω να τα πάρω

The Motorcycle boy είπε...

Όχι δεν χρειάζεται να τους διαβάσεις όλους αυτούς -άστους να πάνε. Ειδικά τη Σουζάν δεν νομίζω οτι υπάρχει άνθρωπος στον πλανήτη που την καταλαβαίνει!

Να 'σαι καλά.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι