Πέμπτη, Νοεμβρίου 12, 2009

12. Και τ΄αηδόνια θα βγάλουν το σκασμό

Προηγουμένως:
1. "Που θα πας ρε ηλίθιε;"
2. Μαθαίνοντας τη Βέρα
3. Οι σφαίρες δεν πληρώνουν εισιτήριο μετ΄επιστροφής
4. Σκυλί με λαστιχένιο λουρί
5. Η πραγματική γαλήνη
6. Σημαδεύοντας τη βροχή
7. "Όχι πια εδώ"
8. Ένα παγωμένο χέρι για να κρατιέσαι
9. «Εξωτικό νησί είναι αυτό που δεν έχει μπάτσους»
10. Για κάποιους οι μέρες τελειώνουν νωρίς
11. "Καταζητούμενος"

Το μίσος σε ωριμάζει. Περνάς μια ζωή μέσα στις παρορμήσεις, ότι θέλεις το παίρνεις, ότι δε σου δίνουν το κλέβεις, τυφλωμένος -μύγα σε ζαχαροπλαστείο. Θυμώνεις, κοντράρεις, λυσσομανάς, επιτίθεσαι –αλλά δεν έχεις μάθει να μισείς. Όταν το θέμα έχει να κάνει με την επιβίωση, δε μισείς –το μίσος είναι πολυτέλεια. Ο αγώνας για την επιβίωση είναι σκέτη αποκτήνωση, όσο το μίσος παραμένει ένα ακόμα βίτσιο των χορτασμένων. Ή των ετοιμοθάνατων –που κάνει ακριβώς το ίδιο. Λένε πως οι ετοιμοθάνατοι μαλακώνουν συναισθηματικά, λένε οτι αυτοί αγαπάνε όλον τον κόσμο επειδή ετοιμάζονται να αποχαιρετήσουν. Όσοι λένε τέτοια πράγματα δεν υπήρξαν ποτέ ετοιμοθάνατοι, αυτό ξέρω εγώ.

Και μη νομίζεις, αν πίστευα οτι έχω ζωή μπροστά μου αλλιώς θα ενεργούσα –θα μπούκαρα στο σπίτι του Αφεντικού, ή θα πέρναγα απ’ το μαγαζί του και θα τα ‘κανα πουτάνα εκεί μέσα. Έτσι είχα συνηθίσει να δουλεύω τότε που μετριόμουνα στους ζωντανούς. Αλλά τώρα ήταν διαφορετικά. Έπεσα σε τρίτη, το κιβώτιο της Άλφα αναστέναξε ανυπόμονα, ο δρόμος μπροστά μου ήταν νύχτα και η κίνηση λιγόστευε. Είχα μπόλικη ώρα για σκότωμα, μέχρι να φτάσει το ξημέρωμα –τότε θα έκανα την κίνησή μου. Επειδή κάθε τι πονάει περισσότερο το ξημέρωμα.

Ένα περιπολικό χασμουριόταν με αναμμένο το φάρο στο πλάι της λεωφόρου, δεν είχαν όρεξη για τραβήγματα, δεν είχα διάθεση για μπλεξίματα –πέρασα μπροστά τους με σταθερή ταχύτητα. Στο παρμπρίζ της Άλφα καταστρώνονταν από μόνα τους τα αόρατα σχέδια.

Είχα χτυπήσει το μαγαζί του Αφεντικού και είχα χτυπήσει τους εισπράκτορές του –με τι άλλο ασχολιόταν; Ναρκωτικά και γυναίκες –πολλοί ήταν εκείνοι που προτιμούσαν να πληρώσουν το Αφεντικό σε είδος όταν τους έκανε κάποια μεταφορά, έτσι βρισκόταν συχνά με κάποια ποσότητα που έπρεπε να σπρώξει στην αγορά. Είχε γι΄αυτό φτιάξει ένα ψευτοδίκτυο, δεν έφτανε μέχρι κάτω στους πελάτες –όχι τέτοια πράγματα –το Αφεντικό δεν έπαιρνε ποτέ περιττά ρίσκα. Απλά μεταπουλούσε σε γνωστούς εμπόρους, μικρότερο το κέρδος αλλά σίγουρα πράγματα. Εκεί πέρα μπορούσα να του κάνω ζημιά όσο περίμενα να ξημερώσει. Ξεκίνησα λοιπόν για τα σπίτια των σιχαμένων.

Η Άλφα μου αναβόσβησε ένα κόκκινο λαμπάκι στο καντράν, υπενθυμίζοντας οτι ακόμα και οι θρυλικοί κινητήρες χρειάζονται βενζίνη. Ρολάραμε παρέα στους έρημους δρόμους ψάχνοντας για ανοιχτό βενζινάδικο –εκεί έξω είχε πέσει μια μοναξιά τόσο πυκνή που μούλιαζε η στεναχώρια τους σκουπιδοτενεκέδες. Αυτή η πόλη πέθαινε άσχημα –χρόνια τώρα. Από τότε που τη θυμόμουν, πιτσιρικάς βγήκα πρώτη φορά να τη συναντήσω κι εκείνη γινόταν κοφτερή, σαν κομματιασμένο πεζοδρόμιο, κάθε φορά που άπλωνα το χέρι μου. Ποτέ δε με φύλαξε αυτή η πόλη, ποτέ δεν άνοιξαν οι πόρτες των πολυκατοικιών της για να με κρύψουν. Τσιμέντο, παγωμένο μάρμαρο και σίδερο –η πόλη που με γέννησε. Αναγκάστηκα να σκάψω την πέτρα με κουτάλι σα φυλακισμένος, αναγκάστηκα να σκαλίσω το σχήμα του κορμιού μου για να προφυλαχτώ. Σκατούπολη.

Είδα έναν επιφυλακτικό στο πεζοδρόμιο, οδήγησα την Άλφα προς τη μεριά του.
«Ρε φίλε, ξέρεις κάνα βενζινάδικο ανοιχτό εδώ κοντά;» του φώναξα από το ανοιχτό παράθυρο.
«Δεν ξέρω τίποτα –δεν είμαι από δω», μουρμούρισε εκείνος επιταχύνοντας το βήμα του.
Κανένας δεν ήταν από δω, λες κι η πόλη εποικίστηκε από φαντάσματα –όλοι περαστικοί ήμασταν. Ακόμα και οι ταμπέλες, είδα μία γκρεμισμένη στην άκρη του δρόμου, την ακολούθησα χωρίς να την πιστεύω αλλά τελικά αποδείχτηκε σωστή. Βενζινάδικο 100 μέτρα δεξιά.

«Πόσο να βάλω;»
«Γέμισέ το»
«Απλή ή σούπερ;»
«Σούπερ».
«Κανονική ή αμόλυβδη;»
Έβγαλα το κεφάλι από το ανοιχτό παράθυρο –είδα καλύτερα τον πιτσιρικά. Με κοίταξε κι εκείνος μ΄ένα χαζό χαμόγελο που φώτιζε τα σπυριά στη μούρη του.
«’σου πω ρε σπόρε –για τι σου κάνει η τρύπα του ρεζερβουάρ;» τον ρώτησα.
«Εντάξει κύριος, επειδή είναι φαρδιά -χωράει η κάνουλα της κανονικής βενζίνης, αλλά χωράει και της αμόλυβδης...»
Ρε μ΄έναν πούστη....
«Να σε ρωτήσω, έχετε κάναν Μπλακ Πάουερ στο βενζινάδικο;» γλύκανα λίγο το ύφος μου κρεμασμένος ακόμα στο παράθυρο της Άλφα.
Ο πιτσιρίκος μαζεύτηκε.
«Δηλαδή... και γιατί ρωτάς;» κόμπιασε.
«Ρωτάω για να μάθω ρε σπόρε! Έχετε ή δεν έχετε;»
«Έχουμε», παραδέχτηκε.
«Ας πούμε λοιπόν οτι σκάει μύτη η Τζίνα Τζέιμσον –με παρακολουθείς;»
Με παρακολουθούσε μπερδεμένος βέβαια.
«Κι ας ξαναπούμε οτι είσαι εσύ που τρέχεις να την εξυπηρετήσεις, καθότι ο Μπλακ Μπράδερ με το αφεντικό του μαγαζιού παίζουν τόμπολα εντός...»
«Τι είναι τα τόμπολα;» απόρησε.
«Δεν έχει σημασία –πρόσεξέ με! Βγαίνει λοιπόν η Τζίνα και σου ξηγιέται ‘γέμισμα του ρεζερβουάρ πλας πήδημα’ –κλασσική φάση, με πιάνεις;»
Κούνησε το κεφάλι και κουνήθηκε μαζί όλο του το σώμα.
«Λοιπόν σ΄αυτή την υποθετική περίπτωση τι θα της πρότεινες; Να πηδηχτεί με τ΄αφεντικό σου τον φίφα ή να βάλει τον Μπλακ Πάουερ τον προικισμένο;»
Του πήρε λίγη ώρα να πιάσει την παραβολή αλλά στο τέλος χαμογέλασε ικανοποιημένος.
«Εντάξει, τώρα που έπιασες το νόημα ξηγήσου το σχετικό γέμισμα του ρεζερβουάρ», είπα ήρεμα.
Είναι καλό να είσαι καλός με τους ανθρώπους.

Ο πιτσιρικάς τίγκαρε το ρεζερβουάρ, μου έδειξε τον μετρητή που έγραφε «50» και πλησίασε να πληρωθεί.
«Κάπως γνωστός μου φαίνεσαι –που σε έχω δει;» με ρώτησε όσο τσέπωνε το χαρτονόμισμα.
«Που με έχεις δει; Ξέρω ΄γω; Μάλλον με θυμάσαι από τότε που πήδαγα τη μάνα σου», είπα κι έβαλα μπρος στα γρήγορα.
Είναι καλό να είσαι καλός με τους ανθρώπους -αρκεί αυτοί να το εκτιμούν. Βγήκα πάλι στη λεωφόρο. Η Άλφα ρεύτηκε σα βαρυστομαχιασμένη γάτα πριν επιταχύνει.

Έμενε στον πέμπτο όροφο και φυλαγόταν προσεκτικά –ένα τζιπ που ξεροστάλιαζε στην εξώπορτα της πολυκατοικίας κι ένα πολυμορφικό παραφύλαγε δυο σπίτια παρακάτω. Τα ήξερα όλα αυτά, από παλιά, όταν του πήγαινα χρήματα. Αν έκανα και πλησίαζα με την Άλφα θα με θέριζαν από δυο πάντες, γι΄αυτό πάρκαρα πιο πίσω και άρχισα το περπάτημα. Μέτραγα τα βήματα, τώρα θα με σταμπάρανε από τους καθρέφτες του τζιπ, τώρα θα ειδοποιούσαν τους άλλους στο πολυμορφικό, τώρα...
Η πόρτα του τζιπ άνοιξε και βγήκε ένας θεόρατος με μακριά μαλλιά. Τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν. Του έκανα νόημα. Έμεινε ακίνητος όσο πλησίαζα.
«Ήρθα να δω τον Γλύκα», είπα δυνατά.
«Και λοιπόν;» αναρωτήθηκε.
«Εσύ θα μου πεις», φρέναρα απέναντί του.
«Σε περιμένει;» θέλησε να μάθει.
«Δε νομίζω», υπέθεσα.
«Τότε δεν θα τον δεις», μου ξέκοψε.
«Προσπάθησε πάλι», τον προέτρεψα.
Κοίταξε για λίγο τα κορδόνια των αθλητικών του και μετά χώθηκε στο τζιπ. Εγώ περίμενα σκαλωμένος. Δυο άτομα βγήκαν από το πολυμορφικό και στάθηκαν παρακολουθώντας με. Ο μαλλιάς ξαναβγήκε.
«Τι τον θες;» ρώτησε.
«Δικιά μου δουλειά», απάντησα.
«Θα μπορούσα να κάνω τη δικιά σου δουλειά –δικιά μου», σχολίασε ο μαλλιάς.
«Δεν θα σου άρεσε –δεν πληρώνει καλά», του εξήγησα.
Έμεινε για λίγο σκεφτικός.
«Ο Γλύκας είπε να πεις σε μας πρώτα...» μουρμούρισε.
«Ο Γλύκας κάνει λάθος, δώστον μου στο τηλέφωνο και θα δεις που θα το παραδεχτεί», του είπα.
Χάθηκε για μια ακόμα φορά μέσα στο τζιπ και βγήκε με ένα τηλέφωνο στο χέρι. Το πήρα. Από το πίσω τζάμι του τζιπ με σημάδευε μια κοντόκανη.
«Τι θες!» ούρλιαξε το τηλέφωνο.
«Να μιλήσουμε», είπα.
«Τι να πούμε; Είσαι πεθαμένος, δεν τα΄μαθες;»
«Οι πεθαμένοι ξέρουν τα καλύτερα μυστικά για τους ζωντανούς –ειδικά για όσους μιλάνε με μπάτσους», του απάντησα.
Περίμενα για λίγο με το τηλέφωνο στ΄αυτί.
«Τσακίσου κι έλα πάνω!» ούρλιαξε το τηλέφωνο.
«Σου δίνω το μαντρόσκυλο για να του τα πεις», τον πληροφόρησα και πέταξα το τηλέφωνο στον αέρα.
Ο μαλλιάς το άρπαξε πριν γίνει κομμάτια στην άσφαλτο. Άκουσε για λίγο σιωπηλός, μουρμούρισε κάποιο «εντάξει» και άφησε το τηλέφωνο μέσα στο τζιπ.
«Ξεφορτώσου», με διέταξε.
Έβγαλα το Βάλτερ και το κράτησα από την κάνη.
«Κοίτα μην το χάσεις γιατί θα σε πηδήξω», τον προειδοποίησα.
Πήγε να το πάρει, τράβηξα το χέρι πίσω, έμεινε μετέωρος.
«Δεν άκουσα!» επέμεινα.
«Μην παίζεις με την υπομονή μου», προειδοποίησε ο μαλλιάς.
«Ακόμα κι έτσι....» μουρμούρισα, κρατώντας το Βάλτερ σε απόσταση.
«Εντάξει γαμώ το στανιό σου! Θα προσέχω να μην το χάσω!» απηύδησε ο μαλλιάς.
Του έδωσα το Βάλτερ.
«Ακολούθα», είπε χώνοντάς το στην τσέπη του μπουφάν του.
Άνοιξε τη μασίφ πόρτα της πολυκατοικίας και ξεκίνησε για το ασανσέρ, εγώ πίσω του με σταθερό βήμα. Τον είδα να πατάει το κουμπί, στον φωτεινό πίνακα φάνηκε οτι ο θάλαμος ξεκίνησε να κατεβαίνει από τον πέμπτο. Και τότε έστριψε το σώμα του ξαφνικά –μου στρέτσαρε ένα περιποιημένο ντιρέκτ ακριβώς κάτω απ΄τη μύτη. Έγλυψα αλμυρό αίμα από τα χείλη μου, πόνεσα αλλά δεν κουνήθηκα.
«Επειδή το παίζεις πολύ μάγκας», μου εξήγησε.
«Μέσα είσαι», συμφώνησα.
Το ασανσέρ άνοιξε μπροστά μας, μπήκαμε, εκείνος κόλλησε την πλάτη στον πίσω καθρέφτη για να με έχει μπροστά του. Εγώ όμως δεν είχα όρεξη για παιχνιδάκια, προτίμησα να περάσω τη γλώσσα από τα μπροστινά μου δόντια για να δω αν κουνιόταν κανένα τους.
«Φτάσαμε», μου είπε.
Άνοιξα την πόρτα του ασανσέρ, με προσπέρασε στο διάδρομο και πήγε μπροστά για να με μπάσει στο διαμέρισμα.

Το χωλ ήταν τίγκα στα πεταμένα παλτά, καπνοί βγαίνανε από το εσωτερικό του σπιτιού, ανακατεμένοι με γέλια και ξινισμένο αέρα. Ο Γλύκας ήταν γνωστός για τα πάρτι του, βασικά ο Γλύκας ζούσε σ΄ένα μόνιμο πάρτι. Κόσμος συνέχεια στο σπίτι του, άλλοι γίνονταν στα πίσω δωμάτια, άλλοι αγόραζαν φτιαγμένες γκόμενες για να τις πηδήξουν στο μπάνιο, στο σαλόνι, στο καθιστικό, στο μπαλκόνι –παντού. Κι ο Γλύκας γυρόφερνε, είχε αυτή την εντύπωση οτι κανένας δεν θα τον πείραζε σ΄ένα σπίτι γεμάτο κόσμο. Αλλά είχε και τη φρουρά από κάτω, επειδή οι εντυπώσεις από μόνες τους δε φτάνουν.
Ένας σκατόγερος μας προσπέρασε κυνηγώντας δυο γκόμενες που κρατούσαν κολονάτα ποτήρια –όταν ήταν δίπλα μου του ΄βαλα τρικλοποδιά –γκρεμίστηκε μαζί μ΄ένα τραπεζάκι βιτρό. Ο μαλλιάς κοίταξε ανήσυχος, του χαμογέλασα, στράβωσε.
«Στις ομορφιές σου σε βρίσκω –για πτώμα...» με χαιρέτησε φιλικά ο Γλύκας.
Τον λέγανε έτσι από την εποχή που ξεκίνησε την καριέρα του σαν νταβατζής –αλλά ποτέ δεν κατάλαβα αν εννοούσαν το τσουτσούνι του ή τους γλυκερούς του τρόπους. Όταν πέρασε στο πουσάρισμα κόκας το παρατσούκλι ήρθε κι έδεσε.
«Πάμε κάπου να τα πούμε χωρίς τον χιμπατζή», του ζήτησα δείχνοντας τον μαλλιά που μου είχε γίνει στενός κορσές.
«Τς, τς, τς... άκου λόγια! Δεν σκέφτεσαι οτι με κάτι τέτοια μπορεί να πληγώσεις τους γύρω σου;» χαμογέλασε ο Γλύκας.
Έγλυψα το ξεραμένο αίμα στα χείλη μου και δεν έδειξα καμιά διάθεση να χαμογελάσω.
«Έλα –να τελειώνουμε...» του ζήτησα.
«Βιάζεσαι; Που αλλού έχεις να πας;» έκανε πως απορεί εκείνος.
Δε μίλησα, οπότε μου γύρισε την πλάτη, προχώρησε σ΄ένα μισοσκότεινο διάδρομο, εγώ πίσω του, ο μαλλιάς παραπίσω. Ξεκλείδωσε ένα δωμάτιο και μου έκανε υπόκλιση τύπου «περάστε στο φτωχικό μας», δεν κουνήθηκα, σήκωσε τους ώμους και μπήκε πρώτος. Τον ακολούθησα. Κράτησα μάλιστα και την πόρτα περιμένοντας να μπει ο μαλλιάς, μόνο που, όταν έφτασε κοντά, του την κοπάνησα με δύναμη στα μούτρα, ούρλιαξε –χάρηκα.
«Έχεις μια έμφυτη κακία απέναντι στους ανθρώπους...» παρατήρησε υποτιμητικά ο Γλύκας.
«Κι εσύ έχεις εμφυτεύματα αντί για μαλλιά στο κεφάλι σου αλλά δεν το κάνω θέμα», τον γείωσα.
Μαζεύτηκε –δεν είναι ωραίο να χτυπάς έναν νταβατζή σε θέματα εμφάνισης. Ακόμα κι αν είναι πρώην –με διπλοσάγονα, μπάκες ξεγυρισμένες και φυτευτά μαλλιά.
«Τι θες;» με ρώτησε.
«Ξέρεις για την περίπτωσή μου, έτσι;» έκανα εγώ.
«Κάτι ακούστηκε...» είπε ο Γλύκας.
«Σαν τι δηλαδή;» ρώτησα.
Με κοίταξε χαμογελαστός κι αμίλητος.
«Εντάξει –δεν έχει σημασία», είπα. «Επειδή δε νομίζω να ακούστηκε η κανονική βερσιόν –μάλλον κάποια χολιγουντιανή διασκευή θα προτιμήθηκε...»
Ο Γλύκας με περίμενε να συνεχίσω κι αυτό έκανα.
«Ξέρεις, ας πούμε, οτι το Αφεντικό με έστειλε να μεταφέρω σημαδεμένα χρήματα και οι τύποι εκεί πέρα κοντέψανε να με σφάξουν όταν το πήραν είδηση; Τώρα, εγώ αναρωτιέμαι –ποιος πούστης έχει τη δυνατότητα να κυκλοφορεί χρήματα με συνεχόμενη αρίθμηση; Και γιατί οι άλλοι εκνευρίστηκαν; Μήπως φοβήθηκαν οτι η δουλειά βρώμαγε μπάτσικο στήσιμο;»
Ο Γλύκας έκανε μια φιλότιμη προσπάθεια να χαμογελάσει.
«Λέω λοιπόν εγώ –είναι ενήμερη η πιάτσα οτι το Αφεντικό δίνει κόσμο στους μπάτσους; Αν έχουν έτσι τα πράγματα -ευχαριστώ για το λικέρ που δε με κέρασες και να πηγαίνω...»
«Με ρωτάς αν ήξερα για κάρφωμα στους μπάτσους δηλαδή;» έκανε πως απορεί ο Γλύκας.
«Δε σε ρωτάω –αναρωτιέμαι», του εξήγησα.
Τότε εκείνος πετάχτηκε μέχρι το διπλανό κομοδίνο κι άρπαξε ένα πλακέ πιστόλι. Πριν προλάβω να κοιτάξω άκουσα τον κόκορα να σηκώνεται.
«Ήρθες στο σπίτι μου να με ρωτήσεις αυτό το πράγμα;» έκανε ο Γλύκας με φωνή καταψύκτη.
«Ήρθα στο σπίτι σου να σε προειδοποιήσω και μάζεψε το κουμπούρι. Χάρη θα μου κάνεις αν μου ρίξεις –αλλά δε σε θυμάμαι για πονόψυχο», του είπα.
Συνέχισε να με σημαδεύει οπότε γύρισα και τον είδα καλύτερα –κατάλαβα τότε οτι ήταν χεσμένος από την πολλή κόκα. Για μια στιγμή αναρωτήθηκα μήπως το σχέδιό μου ήταν σκέτη μαλακία.
«Ακούστηκε οτι βούτηξες τα φράγκα και το Αφεντικό έβγαλε απανταχούσα, όποιος σε δει να σε τελειώσει επιτόπου. Ο τυχερός κερδίζει μια μεταφορά χωρίς προμήθεια», σφύριξε ο Γλύκας.
«Εντάξει –ωραία είναι όλα αυτά. Ρίξε μου λοιπόν –να βγάλεις και κέρδος», του απάντησα.
«Μη βιάζεσαι», μου είπε. «Πες μου πρώτα τι σκοπεύεις να κάνεις».
«Τι να κάνω; Θα την κοπανήσω μπας και γλιτώσω. Αλλά ήθελα πριν, να πω δυο κουβέντες –κάποτε θα επιστρέψω και δε γουστάρω να βρω την πιάτσα μονοπώλιο...»
Φαίνεται οτι πιάστηκε το χέρι του από το πολύ τέντωμα κι έτσι το κατέβασε αργά. Πήγε κιόλας σε μια πολυθρόνα, έβγαλε την ταμπακέρα του, πήρε τσιγάρο και μου την πέταξε.
«Κάτσε να τα πούμε», πρότεινε φιλικά.
Στριφογύρισα την ταμπακέρα αλλά τσιγάρο δεν υπήρχε περίπτωση να πάρω –το μόνο που μου έλειπε ήταν να κουδουνίσω από τίποτα λιβάνια.
«Ας πούμε πως λες αλήθεια...» ξεκίνησε ο Γλύκας.
«Ας πούμε πως είσαι σίγουρος περί αυτού», τον έκοψα. «Επειδή κάνω καιρό τις πληρωμές και δεν έχει ακουστεί τίποτα για μένα, άσε που έχω ακόμα τα φράγκα μαζί μου –μπορώ όποτε θέλεις να αποδείξω οτι είναι σημαδεμένα».
«Τέλος πάντων...» δυσανασχέτησε. «Ας πούμε οτι το Αφεντικό θέλησε να ξεφορτωθεί κάποιους και τους έστησε, έβαλε κι εσένα το μαλάκα να βγάλεις το φίδι... Τι διάβολο κάνεις εδώ πέρα –μου λες; Αν ήθελες να την κοπανήσεις θα έφευγες προς τα πάνω, τι σκατά ξαναγύρισες στην πόλη;»
Σωστή ερώτηση –δεν ήταν ηλίθιος ο Γλύκας, έπρεπε να προσέξω.
«Με φέρανε κυνηγώντας, τι νόμισες;» αγανάκτησα. «Παντού μπλόκα, αφού έστησε τη δουλειά με τους μπάτσους εύκολο ήταν να με γυρίσει εδώ πίσω. Καθότι πιο βολικό να με φάει εντός έδρας...»
«Δε μου τα λες καλά», σκυθρώπιασε ο Γλύκας. «Εγώ άκουσα για κάποια απαγωγή, κόρη δικαστή είπαν... Μετά μαθεύτηκαν κάτι τσαμπουκάδες σε κωλόμπαρο και το μαγαζί του Αφεντικού είναι κλειστό λόγω ανακαίνισης! Τι σημαίνουν όλα αυτά καλλιτέχνη;»
Βλαστήμησα με σφιγμένα δόντια.
«Πήρα μια γκόμενα όμηρο για να γλιτώσω...» είπα.
«Και που την έχεις;» ρώτησε ο Γλύκας.
«Που να την έχω; Την πέταξα στα σκουπίδια επειδή μου προέκυψε ολίγον πεθαμένη».
«Πως αυτό;»
«Παράπλευρη απώλεια –εμένα σημάδευαν, εκείνη την άρπαξε», μουρμούρισα.
«Ποιοι σε σημάδευαν;»
«Ξέρω ΄γω; Οι Ινδιάνοι, το ιππικό, οι γρεναδιέροι... Δεν έβγαλα άκρη...»
«Και για τα υπόλοιπα;» ρώτησε σταθερά ο Γλύκας.
«Εντάξει ήμουνα άφραγκος και την έπεσα σ΄έναν εισπράκτορα του Αφεντικού –θέμα δικαιοσύνης νομίζω!»
«Αναμφισβήτητα!» επικρότησε ο Γλύκας.
«Για τα άλλα που είπες δεν ξέρω», ολοκλήρωσα εγώ.
«Ποια άλλα;» φίδιασε ο Γλύκας.
Δαγκώθηκα.
«Περί ανακαινίσεως και τα σχετικά...» δικαιολογήθηκα.
«Α, μάλιστα!» έκανε ο Γλύκας. «Κι από μένα τι γυρεύεις;»
Πήρα να ιδρώνω εσωτερικά της μπλούζας. Επειδή καταπληκτικό το σχέδιο να ξεφωνίσω το Αφεντικό στην πιάτσα, αλλά η πιάτσα είναι χώρος επαγγελματικός –δεν σκαμπάζει περί εκδίκησης.
«Κάλυψη –τι άλλο;» έκανα πως αναρωτιέμαι. «Να βάλεις πλάτη για να την κοπανήσω...»
«Τρελός θα είσαι!» πετάχτηκε ο Γλύκας. «Έρχεσαι εδώ, μου λες μια ιστορία για ουραγκοτάγκους και περιμένεις να παίξω το κεφάλι μου για πάρτη σου!»
«Εντάξει –αν φοβάσαι το Αφεντικό δεν τρέχει τίποτα», σχολίασα.
«Ο Γλύκας δεν φοβάται κανέναν!» έκανε τσιτωμένος. «Αλλά ο Γλύκας δεν είναι ερασιτέχνης, ο Γλύκας είναι επιχειρηματίας. Θέλεις βοήθεια από τον Γλύκα; Εντάξει –να τα βάλουμε κάτω. Βοήθεια σημαίνει κόντρα με το Αφεντικό –πες μου τώρα, τι θα κερδίσει ο Γλύκας απ΄όλο αυτό;»
«Αξιοπρέπεια ίσως... Σεβασμό στην πιάτσα, επειδή κόντραρε έναν χαφιέ...» πρότεινα διστακτικά.
«Αξιοπρέπεια! Σεβασμό!» κορόιδεψε ο Γλύκας. «Επειδή δεν είμαι εύκαιρος, κάνε μου εσύ την πράξη... Ένα κιλό άσπρη, πόση αξιοπρέπεια κοστίζει; Άστο, άστο αν δυσκολεύεσαι –πες μου μόνο πόσο σεβασμό πρέπει να δώσω σ΄ένα Ρώσο για να του αγοράσω τη γυναίκα! Σε ρωτάω για να μη με κλέψουν στο ζύγι –κατάλαβες;»
Αυτό έλειπε να μην καταλάβαινα κι αυτό έλειπε να μην ήξερα από τα πριν. Πριν κάνα χρόνο είχα βρεθεί στη μέση μιας εμπορικής διαμάχης –κάτι Σουμέριοι ήθελαν να φάνε δυο δρόμους του Γλύκα, τους πέτυχα την ώρα που πήγαιναν να του χαρακώσουν τις κοπέλες. Είχα στείλει έναν στο νοσοκομείο και τους άλλους στον αγύριστο –ήμουνα τυχερός επειδή δεν με περίμεναν. Ο Γλύκας νόμισε οτι το έκανα για χάρη του, εγώ απλώς δε γούσταρα να πειράξουν τα κορίτσια, αλλά τον άφησα να πιστεύει ότι ήθελε. Κάποιος θα μπορούσε να σκεφτεί οτι τώρα ήταν η ώρα της ανταπόδοσης από μεριάς του –κάποιος... Όχι εγώ. Σηκώθηκα να φύγω και καλά θλιμμένος.
«Κάτσε κάτω», είπε ο Γλύκας.
Γύρισα να τον κοιτάξω αλλά δεν κάθισα.
«Ήρθες να πουλήσεις φούμαρα στον Γλύκα αλλά είσαι τυχερός που σου χρωστάω. Αλλιώς θα σε παίρνανε σέρνοντας από δω μέσα και θα παρακάλαγες πολύ πριν κάποιος σου κάνει τη χάρη να σε πεθάνει...»
«Εντάξει –οτι πεις. Να πηγαίνω τώρα;» ζήτησα.
«Έφαγες τους νησιώτες στο ξενοδοχείο κι έκανες πουτάνα το μαγαζί του Αφεντικού εκτός από το οτι τσαμπουκαλεύτηκες με τον εισπράκτορά του. Τι σημαίνουν όλα αυτά; Οτι είσαι ένας ξεκωλιάρης καβαλημένος που αποφάσισες να γαμήσεις πολύ άσχημα το Αφεντικό –κι όσα είπες περί να την κοπανήσεις, κράτα τα για καμιά ποιητική βραδιά –δε ψήνεται ο Γλύκας με τέτοιες μπούρδες. Ήρθες εδώ για να βγάλεις βρώμα και θέλεις να την κυκλοφορήσω στην πιάτσα –θα το κάνω. Επειδή ξέρω οτι δεν είσαι κλέφτης και οι χαφιέδες βλάπτουν την ελεύθερη αγορά. Από κει και πέρα...» σηκώθηκε, με πλησίασε. «Αν νομίζεις οτι θα τελειώσεις το Αφεντικό είσαι κανονικός ψυχάκιας για να μην πω τίποτα χειρότερο. Αργά ή γρήγορα θα σε στριμώξουν, αν έχουν μαζί τους και τους μπάτσους σβήσε το ‘αργά’...»
«Πες μας κάτι καινούργιο ρε Γλύκα!» στράβωσα.
«Το καινούργιο είναι οτι δε θα΄ρθω στην κηδεία σου αλλά ούτε το Αφεντικό θα μπορέσει να παραβρεθεί...» μου απάντησε εκείνος.
«Τότε, τζάμπα θα πάνε τα κόλλυβα», γέλασα εγώ.
«Κοίτα να πεθάνεις όρθιος ρε ηλίθιε», μου φώναξε ο Γλύκας όσο άνοιγα την πόρτα.
Απέξω με περίμενε ο μαλλιάς.
«Περασμένα-ξεχασμένα;» χαμογέλασα.
Ξεκίνησε να με πλησιάζει σα φορτηγό σε κατηφόρα.
«Συνόδεψε τον κύριο μέχρι την έξοδο κι άσε τις μαλακίες!» ούρλιαξε ο Γλύκας.
Ο μαλλιάς φρέναρε –θα έβαζα στοίχημα οτι τα αθλητικά του σπίνιαραν στο παρκέ.
«Δώσμου!» του ζήτησα.
Ακούμπησε το χέρι στην τσέπη του.
«Όταν βγεις στο δρόμο», μου είπε.
Ξαναπήραμε το ασανσέρ.
«Αν σε ξαναπετύχω θα σε λιώσω», μούγκρισε ο μαλλιάς.
«Πάρε νουμεράκι από το μηχάνημα επειδή υπάρχει ουρά», του εξήγησα.

Στην είσοδο της πολυκατοικίας μου επέστρεψε το Βάλτερ, έβγαλα τη γεμιστήρα, την τσέκαρα –όλα εντάξει φαίνονταν. Φοβόμουνα βλέπεις, μην είχε ρίξει καμιά ροχάλα εκεί μέσα ο μαλλιάς λόγω εκνευρισμού.

Μπήκα στην Άλφα, ξεκινήσαμε, κοίταξα το ρολόι μου αλλά δεν είδα τίποτα συγκεκριμένο –κυρίως επειδή δεν είχα ποτέ μου ρολόι. Ήθελε καμιά ώρα μέχρι ν’ αρχίσει το ξημέρωμα, αυτό μπορούσα να το πω στα σίγουρα, ξεκίνησα λοιπόν χωρίς να βιάζομαι.

Οι περισσότεροι μεγαλοβρωμιάρηδες φροντίζουν να κρατάνε κρυφές τις διευθύνσεις των σπιτιών τους. Έχουν κάποιο διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης για να ξεσκίζονται, κάποιοι έχουν μέχρι και εξοχικό –αλλά οι οικογένειές τους δεν μένουν εκεί. Οι οικογένειες μένουν σε κρυφά σπίτια, σε πλούσιες γειτονιές –κανένας από τους γείτονες δεν γνωρίζει οτι ο πολυάσχολος κύριος χονδρός που φεύγει με συνοδεία είναι στην πραγματικότητα υπεύθυνος για τις μισές παράνομες μπίζνες της νύχτας. Σ΄αυτά τα κρυφά σπίτια ζουν οι γυναίκες τους, πιο άσχημες κι από τη δυστυχία, και τα εκτρωματικά παιδιά τους. Προφυλαγμένοι –έτσι θέλουν να πιστεύουν. Αλλά όχι από μένα.

Το πρώτο πράγμα που έκανα όταν ξεκίνησα να δουλεύω για το Αφεντικό ήταν να τον ψάξω. Ρώτησα στην πιάτσα –άκουσα διάφορα. Όταν είδα οτι είχε μέλλον η συνεργασία τον παραφύλαξα. Δε μου πήρε πολύ να βρω τα σπίτια του –κι εκείνο που είχε για φανερό και το άλλο, το κρυφό. Σ΄αυτό πήγαινα τώρα.

Και μπαίνοντας στην ακριβή συνοικία άκουσα αηδόνια να τσιροκοπάνε φωλιασμένα σε αιωνόβια δέντρα, οι δρόμοι ήταν μέσα στη βλάστηση εκεί πέρα –αλλά εγώ από μικρός ανατριχιάζω με την κραυγή του αηδονιού. Επειδή αυτό το παλιόπραμα νομίζω οτι μονίμως προαναγγέλλει θάνατο. Οδήγησα αλλάζοντας τις ταχύτητες πριν γεμίσουν.

Πλησιάζοντας έφερα στο μυαλό μου το σπίτι του Αφεντικού –μια θεόρατη καγκελόπορτα στον ερημικό δρόμο κι από πίσω της μπόλικος κήπος. Έξω από την καγκελόπορτα ένα ή περισσότερα αυτοκίνητα με φρουρούς –μεγάλη μαλακία. Επειδή αν κάποιος ήθελε να μακελέψει την οικογένεια του Αφεντικού δεν θα πήγαινε να χτυπήσει το κουδούνι της κεντρικής εισόδου. Πριν βγω στον ερημικό δρόμο έκανα αριστερά κι έπιασα τον από πίσω παράλληλο. Μέτρησα τα σπίτια μην κάνω καμιά μαλακία μέσα στο μισοσκόταδο –φρέναρα απαλά όταν σιγουρεύτηκα οτι βρισκόμουν εκεί που έβλεπε η κουζίνα και τα υπνοδωμάτια του πάνω ορόφου. Κανένα αναμμένο φως.

Βγήκα από την Άλφα.

Τράβηξα το Βάλτερ και άφησα να διαλέξει από μόνο του –εγώ απλώς το διευκόλυνα ανεβοκατεβάζοντάς το. Κουζίνα, κρεβατοκάμαρες, κουζίνα, κρεβατοκάμαρες, κουζίνα, κρεβατοκάμαρες –στύλωσα τα πόδια γερά στο χώμα όσο το Βάλτερ άδειαζε μια γεμιστήρα πάνω στα κλειστά τζάμια. Θόρυβος του δαίμονα –μέχρι και τα γαμημένα τ΄αηδόνια έβγαλαν το σκασμό. Όταν η σκανδάλη έφερνε άδειες θαλάμες σταμάτησα –γύρισα στην Άλφα θαυμάζοντας τη ζημιά. Εκεί φρόντισα να αντικαταστήσω την άδεια γεμιστήρα όσο ακούγονταν δυνατές φωνές και κινητήρες αυτοκινήτων που ξεκινούσαν.

Έφυγα από την άλλη μεριά χωρίς κανένας να με εμποδίσει –δεν είχε ακόμα ξεκινήσει το κυνηγητό. Έλπιζα να μην είχα πετύχει κανέναν αθώο εκεί πάνω, αλλά κι αν είχε συμβεί δε μ΄ένοιαζε.

Τίποτα δε μ΄ένοιαζε –μόνο να τελειώνουμε.

23 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Ανώνυμος είπε...

Τα σπάει ο κιθαροπαίχτης μποξέρ, όλο κ ανεβαίνουν οι στροφές.
Διάβασα τις τελευταίες μέρες κ τα υπόλοιπα μεγάλα κ έχω πάθει ζημιά, όμως λόγω δουλειάς μπαίνω ως ανώνυμος, οπότε δεν έχει παραπάνω ανυπόγραφα λόγια. Προσεχώς κ υπογραφάτα, περισσότερα κ έπεται κ πρόσκληση για το δικό μου το τσαρδί, όλοι οι ματάκηδες ευπρόσδεκτοι, τεσπα δεν είναι εκεί το θέμα, θέλω να σου κοινωνήσω κάποια πράγματα αν ψήνεσαι, γιατί με πήγες πίσω σε άλλη ματιά του κόσμου πιο φρέσκια κ πιο σάπια ταυτόχρονα, κάποτε όταν ήμασταν αλλιώς, πριν σαλπάρουν τα καράβια μας για το βυθό. Μου θύμισες διάφορα κ ευχαριστώ κ συνέχισε να ξύνεις τις σκουριές μας με τον ωραίο λόγο σου, πω πω, ωραία πράγματα...

The Motorcycle boy είπε...

Πωπω αδερφέ μου -φαντάσου και να 'θελες να γράψεις πολλά, χαχαχαχα.

Μόνος σου θυμάσαι και πηγαινοέρχεσαι ρε -μη νομίζεις. Δεν είναι τα νηολόγια το θέμα, τα καράβια είναι.

Περιμένω συνέχεια.

Υ.Γ.: Χαράς το κουράγιο σου που τα διάβασες -με εντυπωσίασες ρε φίλε.

razz the feminist είπε...

amazing. no, really. isws to kalytero kommati ths seiras. kai h 5h paragrafos POSO ma POSO gamaei. respek.

The Motorcycle boy είπε...

Την 5η παράγραφο από κάπου την έχω κλέψει σαν αίσθηση -μάλλον πρέπει να έβαλα στο μίξερ Τσάντλερ και Σαιντ Χοκ του Κέιβ...

Χαίρομαι που σου άρεσε πάντως.

Ανώνυμος είπε...

Ωραίος ρε! Ευχαριστώ.

Νίκος

ολια είπε...

''και τ αηδονια θα βγαλουν το σκασμο''.....απαιχτοι καθε φορα κι οι τιτλοι. σαν ονομα κομματιων απο σαουντρακ ειναι!

The Motorcycle boy είπε...

Ρε Νίκο, αντί να ευχαριστώ εγώ που το διάβασες, ευχαριστείς εσύ; Χαχαχα, τα πάνω -κάτω ήρθανε.

Όλια, παλιότερα έπαιρνα τίτλους τραγουδιών και τους έκανα τίτλους των ιστοριών αλλά σε κάποια φάση φοβήθηκα οτι θα τους περνάγανε για δικούς μου και που να κάθομαι να εξηγώ; Οπότε προτίμησα να χρησιμοποιώ τίτλους τραγουδιών που δεν έχουν ακόμα γραφτεί -αυτό είναι μάλλον το σάουντρακ που λες.
Και καλημέρα βεβαίως.

savon des bebes gentilles είπε...

tin proigoumeni istoria tin eixa xachei, tin psilodiavaza alla den. edo, xoris na einai kai to kalitero sou, antithetos to euxaristiemai. korifaia stigmi vevaia itan i villa. xreiazotan gia na stathoun ola ta upoloipa meta. gia akomi mia fora loipon: kalo kalo sunechise

The Motorcycle boy είπε...

Η προηγούμενη ιστορία ήταν κάπως... κάπως. Αυτό εδώ είναι καμπόικο για χαλάρωση -κι εγώ το φχαριστιέμαι, επειδή μου αρέσουν τα καμπόικα, χεχεχε. Χαίρομαι πάντως που θεωρείς συνεκτικό το κομμάτι της βίλας -επειδή είχα την εντύπωση οτι θα μου κάτσει κάπως ξεκάρφωτο, βλέπεις η βίλα είναι θέμα προσωπικών εμμονών.

Υ.Γ.: Γυναίκα και να σου αρέσουν τα καμπόικα; Περίεργο, χεχεχε.

Ανώνυμος είπε...

τι εγινε ρε πουστη μου δε σκοτωσε κανενα σε αυτο το επεισοδιο, χαλασε και αυτος....

samson rakas είπε...

μη το λες, ίσως κάτι κρυβόταν μέσα στη κουζίνα, κρεβατοκάμαρα, κουζίνα, κρεβατοκάμαρα, κουζίνα, κρεβατοκάμαρα.

έστω ένα αηδόνι.

πρτφ

The Motorcycle boy είπε...

Να υπενθυμίσω οτι αηδόνια λένε αυτούς που κελαϊδάνε στους μπάτσους. Όλο και κάποιον γάμησε λοιπόν σ΄αυτό το επεισόδιο.

Πασκαλ είπε...

Δυο μέρες είχα ανοιχτό tab στο firefox και όλο έλεγα να βρω χρόνο να τη διαβάσω.
Γιατί μου αρέσει να τις διαβάζω με το πάσο μου, όχι στα όρθια όταν βιάζομαι.
Τα κατάφερα και έχω να σημειώσω ότι μετά τη "χαλαρότητα" των τελευταίων επεισοδίων αυτό εδώ έδωσε μεγάλη ώθηση.
Σα να πάμε για το μεγάλο φινάλε μυρίζει.

Αναμένω.

Πασκαλ είπε...

ΥΓ.: το θηλυκό γένος που φαίνεται λίγο ξεκάρφωτο σημαίνει ότι ξέχασα να βάλω τη λέξη "ιστορία" κάπου εκεί.

The Motorcycle boy είπε...

Χαχα, φίλε, αν διάβαζες αυτό το σεντόνι στο όρθιο δεν θα τους γλίτωνες τους κιρσούς!

Έχει λίγο ακόμα μέχρι το φινάλε, 2 με 3 το υπολογίζω.

Ανώνυμος είπε...

Ενυπόγραφα πλέον τα συγχαρητήρια κ οι ζητωκραυγές! Ήταν μεγάλο το προηγούμενο ποστ, αντίστοιχο του ενθουσιασμού μου κ το καμπόικο το έχεις μάγκα. Προς ώρας έχω διαβάσει μόνο τα μεγάλα σου, αλλά κ κάτι αδέσποτα ποστάκια που είδα μ'αρέσανε. Κ δεν έχει να κάνει με κουράγιο, τα γράμματα λες πηδούσαν προς τα έξω κ μου αρπάζανε τη μούρη για να συνεχίζω, το αφηγηματικό σου στυλ είναι κολληματικό, τουλάχιστον για μένα..Οι ήρωες δε, είναι τόσο οικείοι που είναι σα να ακούω κάποιο φίλο να μου λέει ιστορίες πάνω από κράσους.
Δώσε κείμενα κ σώσε θείο!

Χεχε, πάλι πολλά έγραψα.

The Motorcycle boy είπε...

Άκου "πηδούσαν τα γράμματα και τον άρπαζαν από τα μούτρα" -σπλάτερ το 'κανες, χαχαχαχα.

Κρατάω το ενυπόγραφο για διερεύνηση.

Puppet_Master είπε...

ase re spore

The Motorcycle boy είπε...

Πούντος ο Σπόρος ρε;

Puppet_Master είπε...

«’σου πω ρε σπόρε –για τι σου κάνει η τρύπα του ρεζερβουάρ;»

The Motorcycle boy είπε...

Χαχαχα. δίκιο έχεις ρε μαλάκα -ξέχασα κι οτι το 'γραψα, να φανταστείς! Πως τον κλέβω έτσι τον Μεγάλο -θα σηκωθεί και θα 'ρθει να με φτύσει καμιά μέρα!

Puppet_Master είπε...

xaxaxa nomiza htan skopimo.
dax kaikes k de sou mirise akoma.

The Motorcycle boy είπε...

Κάηκα -άστα! Πάντως πρέπει να το κοιτάξω έτσι που ξεπετάγονται τα δικά του -ευτυχώς που δεν εκδίδονται αυτές οι σαχλαμάρες!

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι