Προηγούμενα:
1. Κανένας δεν αγαπάει τη Φορολογική Δικαιοσύνη
2. Το καινούργιο παντοτινό όνομα του Προέδρου
3. "Η εξαγωγή του λίθου της τρέλας"
4. Ο Οδυσσέας, οι Αργοναύτες και άλλοι ηλίθιοι
5. Η προσευχή είναι ένας νεκρός κροκόδειλος
6. Αφού η Χελώνα έγινε Κέδρος
7. Όλοι βλέπουν τους αόρατους
8. Για τα ψάρια που ταξιδεύουν γύρω από τους καρχαρίες
9. Μετεγχειρητικές επιπλοκές
10. Η αναγκαστική αλήθεια στον βολικό λήθαργο
11. Ένα άλυτο πρόβλημα δεν είναι πρόβλημα
12. Όταν οι σπηλιές δαγκώνουν
13. Ο εκκωφαντικός ήχος της ασφάλτου
14. Από μηχανής συμβιβασμός
15. Η νίκη χρειάζεται επειγόντως θεραπεία
16. Θάλαμος Ανάνηψης
Λοιπόν, πώς μπορεί να περιγραφεί η ευτυχία; Με αναφορά σε στιγμιότυπα από παλιές ταινίες, ένα ζευγάρι να περπατάει αγκαλιασμένο στην ακροθαλασσιά και να φιλιούνται και μετά άλλο ζευγάρι, να μιλάνε κάτω απ΄τα φώτα και να κρέμονται ο ένας από τα χείλια του άλλου, έτσι κάπως θα μπορούσε να περιγραφεί η ευτυχία; Κάτι μου λέει η τέτοια περιγραφή της ευτυχίας με στιγμιότυπα από παλιές ταινίες είναι, κι αυτή, στιγμιότυπο από παλιά ταινία. Μια ταινία που ήθελε να περιγράψει ένα συναίσθημα κι έτσι δανείστηκε το συναίσθημα όπως περιγραφόταν σε άλλες ταινίες. Όμως τη δική σου ευτυχία πώς μπορείς να την περιγράψεις;
Κουλουριάστηκε σφιχτά στο αριστερό μου μπράτσο, είχα ξυπνήσει εδώ και ώρα αλλά δεν κουνιόμουν μην την ενοχλήσω.
Ο ήλιος έμπαινε από τις μισόκλειστες κουρτίνες του παραθύρου, ίδια κι απαράλλαχτα δυο βδομάδες τώρα. Μπορεί και περισσότερο, σίγουρα πάντως δυο βδομάδες, κάποιον, κάπου άκουσα...
«Πώς νιώθεις; Καλύτερα έτσι; Ε, έχουν περάσει και δυο βδομάδες...»
Ποιον; Πού; Σε μένα το έλεγε. Για μένα. Μετά εξέτασε την Κάσσι. Την έβαλε στα μηχανήματα.
«Μεγαλώνει μια χαρά. Δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας».
Είχε αποθηκεύσει τις τρισδιάστατες εικόνες του εμβρύου και μας τις άφησε πριν φύγει –απέφευγα να τις πιάσω στα χέρια μου, σιχαινόμουν λίγο. Είναι κάπως ανατριχιαστικά τα έμβρυα, εντάξει, ήξερα οτι εσύ θα ήσουν αλλιώτικη ή οτι θα γινόσουν αλλιώτικη όταν γεννιόσουν, για να είμαι ακριβής. Όμορφη και σημαντική, κάθε σου κίνηση... Αλλά όπως και να το κάνεις... Τι σχέση είχες εσύ μ΄αυτό το υδροκέφαλο πλάσμα που συστρεφόταν στην ολογραφική του απεικόνιση ακουμπισμένο στο κομοδίνο;
«Δεν είναι όμορφη;» με είχε ρωτήσει η Κάσσι.
Είχα αποφύγει την απάντηση μ΄ένα χαμόγελο.
Προσπάθησα να ομαλύνω τον ρυθμό της αναπνοής μου, να μην την ξυπνήσω, όσο προχωρούσε η εγκυμοσύνη, τόσο πιο δύσκολος θα της γινόταν ο ύπνος. Καθόμουν λοιπόν εκεί, δίπλα της, μ΄εκείνη κουλουριασμένη στο αριστερό μου μπράτσο κι αναρωτιόμουν πώς μπορεί να περιγραφεί η ευτυχία.
Και πόσους να είχαν εκτελέσει αυτές τις δυο βδομάδες –αν ήταν μόνο δύο, αν ήταν ακόμα δύο... Πόσους; Δεν είχα δει άλλους από εκείνη τη μέρα που κατάπινα τα χάπια χαζεύοντας από το παράθυρο, μήπως τελικά κι αυτοί που είχα δει οφείλονταν σε παραισθήσεις από τα χάπια; Αλλιώς γιατί δεν είχα ξαναδεί ανθρώπους να τους πηγαίνουν για εκτέλεση; Παραισθήσεις το δίχως άλλο... Αφού δεν ξαναείδα –επειδή από τότε δεν ξαναπήγα βράδυ στο παράθυρο, πώς να ξαναδώ; Παραισθήσεις...
Άλλαξε πλευρό, άφησε το μπάτσο μου όσο απότομα είχε κουλουριαστεί πάνω του. Αναστέναξε. Σήκωσα το κεφάλι, την κοίταξα, ονειρευόταν μάλλον.
«Τι κοιτάζεις;» με ρώτησε χαμογελώντας.
«Εσένα», της είπα. «Έβλεπες όνειρο;»
«Δεν θυμάμαι», σκέφτηκε.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι, είχα πιαστεί ολόκληρος αλλά δεν μπορούσα να την παρατήσω μόνη της χτες βράδυ, όχι αφότου κάναμε έρωτα. Πονούσαν όλα μου τα κόκαλα, χρειαζόμουν καινούργιο κουτί με χάπια.
Το παγωμένο νερό με συνέφερε αλλά δεν κατάφερε να διώξει τον πονοκέφαλο που φώλιαζε πάνω από τον σβέρκο μου. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, δεν χρειαζόμουν ακόμα ξύρισμα, αλλά η φάτσα μου ήταν αξιολύπητη.
«Αργείς; Θέλω να μπω στο μπάνιο», μου φώναξε ανυπόμονα.
«Τελείωσα», της είπα αλλά, βγαίνοντας, θυμήθηκα οτι δεν είχα προλάβει να κατουρήσω.
Αναστέναξα –πήρα να ντύνομαι σιγά. Πόσες μέρες, πόσος καιρός; Μέχρι τώρα και πόσο ακόμα;
«Αυτά φόρεσες;» γκρίνιαξε.
«Γιατί; Τι έχουν;» απόρησα.
«Είναι τόσο καθημερινά....»
«Καθημερινά για κάθε μέρα...» μουρμούρισα χωρίς να την πολυκαταλαβαίνω.
«Σήμερα δεν είναι κάθε μέρα....»
Το θυμήθηκε –πώς κατάφερα εγώ να το ξεχάσω; Επειδή φοβόμουν και ανησυχούσα και ήθελα να μην είναι σήμερα αυτή η μέρα, ούτε αύριο... Κανένα σήμερα και κανένα αύριο...
«Να φορέσω κάτι άλλο λοιπόν;» λέω χωρίς να την κοιτάξω.
«Ναι, περίμενε, θα σου φέρω...»
Εξαφανίζεται από το δωμάτιο τρέχοντας –υπάρχει κάπου γκαρνταρόμπα σ΄αυτόν τον όροφο; Με επίσημα ενδύματα και τα λοιπά; Τελειώνω το ντύσιμό μου, εξετάζω προσεκτικά τα ρούχα μου για τίποτα λεκέδες από φαγητό –λόγω του οτι σήμερα δεν είναι κάθε μέρα. Σήμερα θα έρθουν οι επίσημοι να με τιμήσουν.
Βγαίνω στο διάδρομο την ώρα που η Κάσσι πετάγεται τρέχοντας από μια μισάνοιχτη πόρτα, κουβαλάει ένα μαύρο κουβάρι ρούχων, φτάνει μπροστά μου λαχανιασμένη.
«Φόρα αυτά», με παρακαλάει.
«Τι με πέρασες –για Ειδικό Συνεργάτη;» γελάω.
«Για –τι;» απορεί.
«Τίποτα».
Της παίρνω τα ρούχα από τα χέρια και τα ακουμπάω σ΄ένα πάγκο του διαδρόμου μετά την πιάνω αγκαλιά αδιαφορώντας για την απογοήτευση στο πρόσωπό της.
«Πάμε να πάρουμε λίγο αέρα πριν το πρωινό», της ζήτησα.
Είχε πλέον δυναμώσει κι εγώ είχα συμφιλιωθεί με την κατάσταση –έτσι μπορούσαμε να βολτάρουμε για περισσότερο από μισή ώρα στον κήπο του νοσοκομείου, χωρίς στάση. Ήταν βέβαια λίγο αποπνικτικά τα πρωινά στον κήπο, με την υγραμένη ανάσα του χώματος να μας πνίγει, αλλά τη χρειαζόμασταν έστω κι αυτή τη λίγη άσκηση. Περπάτημα στο πίσω προαύλιο. Των φυλακών.
«Όταν βγούμε από δω...» ξεκίνησε να λέει.
Επιβράδυνα το βήμα μου.
«Όταν βγούμε θέλω να φτιάξουμε το παιδικό δωμάτιο, όσο πιο σύντομα....»
«Παιδικό δωμάτιο;» απόρησα. «Νόμιζα οτι τα παιδιά μεγαλώνουν στα Ιδρύματα Ανατροφής...»
«Όχι, όχι –αυτά θ’αλλάξουν... Τώρα όλα τα παιδιά θα τα μεγαλώνουν οι γονείς τους, όλοι οι γονείς, όχι μόνο οι πλούσιοι...»
«Όλα τα παιδιά;»
«Ναι»
«Και θα επιτραπεί η συμβίωση με προοπτική αναπαραγωγής;» ρώτησα.
«Εεεε, δεν έχουν πει τίποτα γι΄αυτό ακόμα...»
Χαμογέλασα. Είχα ακούσει οτι σε περίπτωση επιστροφής στο παλιό πυρηνικό οικογενειακό μοντέλο η παραγωγή θα έπεφτε σε επίπεδα παγκόσμιου λιμού –ήταν μια έρευνα, κάποιοι την ανέφεραν στους διαδρόμους της Υπηρεσίας. Παλιότερα.
«Αλλά όπως θυμάσαι, σε εμάς δεν πιάνανε αυτά....»
«Εσάς;»
«Εμάς».
Κοιταχτήκαμε, κατάλαβα οτι εννοούσε κι εμένα μαζί και κάποια ζωή που είχαμε, κάπου....
Μετά τη βόλτα στον κήπο έφαγα πρωινό με βουλιμία, λες και θα έκανα μέρες μέχρι να ξαναφάω κάτι. Έκοβα τα φαγώσιμα, είχα μάθει πάλι ν΄αδιαφορώ για τη γεύση πλαστικού, και μάσαγα σε μικρές μπουκιές. Κατέβασα και μερικά χάπια με χυμό κοκτέιλ ανοιξιάτικων φρούτων, λίγο ακόμα και θα άρχιζα να σφυρίζω ανέμελα. Αυτό αν είχα μάθει ποτέ να σφυρίζω.
Αλλά συνέχισα να τρώω με αποτέλεσμα να διαμαρτυρηθεί το στομάχι μου, στην αρχή δειλά, μετά έντονα –σταμάτησα λίγο πριν κάνω εμετό.
«Έχεις αποκτήσει φοβερή όρεξη εδώ μέσα», σχολίασε ο Γιάν.
Περίμενα πρώτα να τελειώσω ένα γεμιστό κρουασάν, να το μασήσω, να το καταπιώ, πριν σηκώσω το κεφάλι να τον δω.
«Η όρεξη είναι από τα λίγα πράγματα που επιτρέπονται εδώ μέσα», του είπα.
«Περίεργο να το λέει αυτό κάποιος που ακόμα νοσηλεύεται», παρατήρησε ο Γιάν.
«Έτσι φαίνεται πώς κάνουν οι επαναστάσεις –το πρώτο πράγμα που καταργούν είναι τα διαιτητικά μενού», του εξήγησα.
«Πάντα απίθανος», ξεκαρδίστηκε στα γέλια ο Γιάν.
Ανασήκωσα τους ώμους αποτινάζοντας τον εκνευρισμό μου.
«Λοιπόν, σε βλέπω πολύ καλύτερα», είπε ο Γιάν. «Κι εσύ ομόρφυνες. Έχεις αρχίσει ήδη να φουσκώνεις....» στράφηκε προς την Κάσσι.
«Καιρός δεν ήταν;» αναρωτήθηκε η Κάσσι.
Σήκωσα τα μάτια –περίμενα μπας κι αναφερθούν περισσότερο στον καιρό, στο χρόνο που έχει περάσει αλλά απελπίστηκα, όχι μόνο επειδή τίποτα περισσότερο δεν είπαν αλλά και γιατί είχα πλέον χάσει τα σημεία αναφοράς. Δηλαδή ας πούμε οτι μάθαινα πόσος ακριβώς χρόνος είχε περάσει από τη μέρα που μπήκα στο νοσοκομείο –και τι μ΄αυτό; Θα εξακολουθούσα να μη θυμάμαι πόσο χρόνο ήμουν έξω στους δρόμους και πόσος καιρός είχε περάσει από τότε που το είχα σκάσει απ΄το προηγούμενο νοσοκομείο και πιο πριν... Το κεφάλι μου κόντεψε να εκραγεί, έκλεισα τα μάτια.
«Λοιπόν ήρωα; Έχεις ετοιμάσει την ομιλία σου; Θα βγεις σε πανεθνικό δίκτυο», με χτύπησε στην πλάτη ο Γιάν και με συνέφερε.
«Τι;» πετάχτηκα.
«Μάζεψε λίγο το μυαλό σου γιατί μου φαίνεται οτι η παραμονή στο νοσοκομείο σε έκανε αφηρημένο. Πρόγραμμα εκδήλωσης –πρώτα η άφιξη της Προέδρου και των μονοψήφιων...»
«Ώστε η επανάσταση δεν άγγιξε τους αριθμητικούς προσδιορισμούς», συμπέρανα τελικά.
«Σε πρώτη φάση μόνο. Για να μην προκληθεί σύγχυση μεταξύ των πολιτών... Όμως οι αρμοδιότητές τους...»
«Είναι πλέον εντελώς διαφορετικές, καμιά σχέση με προηγουμένως», τον πρόλαβα.
«Εσύ και το χιούμορ σου» μούγκρισε μέσα από τα δόντια του.
«Παρακάτω», είπα.
Με κοίταξε απορημένος.
«Το πρόγραμμα....» του θύμισα.
«Α ναι –λοιπόν μετά τις αφίξεις θα μιλήσει ο Διευθυντής του νοσοκομείου, ένα απλό καλωσόρισμα... Μετά θα μιλήσει η Πρόεδρος, θα γίνει η απονομή και οι λοιπές ανακοινώσεις...»
«Δηλαδή;» απόρησα.
«Θα στα αφήσω για έκπληξη», χαμογέλασε ο Γιάν.
Η Κάσσι κακάρισε πονηρά –τους κοίταξα κάπως απορημένος.
«Και τέλος θα πρέπει να πεις μερικά πράγματα...»
«Σχετικά με τι;»
«Ω, μα άστα πλέον αυτά –ξεχνάς οτι εσύ έσωσες την Πρόεδρο;» απηύδησε ο Γιάν. «Κι όχι μόνο αυτό....»
«Ναι; Τι άλλο;» τον περίμενα χαμογελαστός.
«Είσαι φοβερός», μουρμούρισε ο Γιάν βάζοντας καφέ σε μια κούπα.
«Τι καλά που ήρθες –μας θύμισες τις παλιές μέρες...» νοστάλγησε η Κάσσι κι αυτό μου φάνηκε πολύ ψεύτικο.
Σηκώθηκα.
«Πείτε τα εσείς –θα πάω να ντυθώ λίγο καλύτερα», τους ανακοίνωσα.
«Επιτέλους», πανηγύρισε η Κάσσι.
Έφυγα σχεδόν τρέχοντας τους διαδρόμους αν και δεν ήξερα τι ακριβώς με κυνηγούσε. Τουλάχιστον αν έβγαιναν χέρια από το σκοτάδι και νύχια κοφτερά και στόματα γεμάτα δόντια... Αλλά ο διάδρομος ήταν πιο φωτεινός από καταμεσήμερο και κανένας δεν κυκλοφορούσε τριγύρω και τότε έδωσα μια, με δύναμη, να χωθώ σ΄ένα τυφλό βαθούλωμα του διαδρόμου, σίγουρος οτι είχα βρει κενό στην ΑΔΙ.
Το μόνο που κατάφερα ήταν ένα καρούμπαλο στο μέτωπο.
Έτσι κάθισα στο γκρι πάτωμα με τις κίτρινες γραμμές, στην αρχή θυμωμένος από τον πόνο, μετά γελώντας σιγανά. Έπρεπε με κάποιον τρόπο να ξεφύγω, αυτό το επίπεδο γινόταν απροσπέλαστο. Πίεσα τους τοίχους κι οι τοίχοι με πίεσαν στριμώχνοντας με στον ευρύχωρο διάδρομο. Ξεκίνησα πάλι, όχι να τρέχω, μόνο να περπατάω αργά –δεν υπήρχε λόγος, ούτε τρόπος διαφυγής.
Στο δωμάτιό μου, ακουμπισμένα πάνω στο κρεβάτι μου, περίμεναν τα επίσημα ρούχα. Μαύρο παντελόνι, λευκό πουκάμισο, μαύρη δερμάτινη καμπαρτίνα και ένα ζευγάρι γυαλισμένες αρβύλες που, πήγαινα στοίχημα οτι θα ήταν ακριβώς στο νούμερό μου.
Ντύθηκα.
Έψαξα το ντουλάπι του μπάνιου για χάπια αλλά δεν είχε μείνει τίποτα εκεί μέσα, προσπάθησα να στρώσω λίγο τα μαλλιά μου καταβρέχοντάς τα. Η καμπαρτίνα έτριζε μυρίζοντας κάτι σαν βερνίκι παπουτσιών. Σκέφτηκα οτι αν έσκυβα στις αρβύλες θα μύριζαν μαλακό δέρμα –κι αυτό με διασκέδασε. Τόσο πού αποφάσισα να σφυρίξω ένα τραγούδι, μετά θυμήθηκα οτι δεν ήξερα να σφυρίζω κι αποφάσισα να τραγουδήσω ένα τραγούδι, τότε ακριβώς θυμήθηκα οτι δεν θυμόμουν κανένα τραγούδι πια.
Οι αρβύλες μου τσίριζαν κάθε φορά που ακουμπούσαν το πλαστικό πάτωμα. Η καμπαρτίνα κρεμόταν κάπως στραβά, την είχαν, φαίνεται, υπολογίσει στις διαστάσεις μου πριν μπω σε όλη αυτή την περιπέτεια. Παρ’όλα αυτά προχώρησα τον διάδρομο, ανυποψίαστος.
Τρεις άντρες με μαύρες δερμάτινες καμπαρτίνες –σαν και τη δικιά μου –πετάχτηκαν από το πουθενά, δεν πρόλαβα να σταματήσω κι έτσι βρέθηκα ανάμεσά τους.
«Είμαστε οι συνοδοί σας», είπε ο ένας άντρας. «Παρακαλούμε ακολουθήστε μας».
«Εγώ....» μουρμούρισα.
«Μην καθυστερούμε, έχουμε αργήσει», είπε ο ίδιος άντρας.
Οι άλλοι δύο ήταν βουβοί.
«Ειδικοί Συνεργάτες», φώναξα.
«Φύλακες της Επανάστασης», με διόρθωσε ο άντρας.
«Δεν πάω πουθενά», είπα.
Αλλά ο Γιάν είχε δίκιο –η παραμονή στο νοσοκομείο με είχε κάνει αφηρημένο. Αλλιώς δεν θα άφηνα τον έναν από τους τρεις να βρεθεί πίσω μου, πρώτα ένιωσα το τσίμπημα στο λαιμό και μετά συνειδητοποίησα οτι όλα είχαν τελειώσει.
Αυτή η μυτερή κάνη της ένεσης, αυτή η σφραγίδα της ψεύτικης αίσθησης...
«Ελάτε μαζί μας», ήχησε ένα μεγάφωνο.
«Θα με εκτελέσετε –έτσι;» πρόλαβα να ψελλίσω.
Γέλια από πολλά μεγάφωνα.
«Δεν έχουμε χρόνο», πολυφωνικός ήχος, που δεν μπορούσα να ξεχωρίσω –έμπαινε στο κεφάλι μου ή έβγαινε απ΄αυτό;
Ο διάδρομος έφευγε πίσω μου κι εγώ πατούσα στα βαμβάκια διασχίζοντάς τον. Γύρω μου οι ανάσες τους βαριές, δεν τολμούσα να κοιτάξω επειδή τη μια φορά που γύρισα προς τα δεξιά ανακάλυψα οτι αυτός που με συνόδευε είχε κεφάλι κροκόδειλου και μάτια μαύρα κατάβαθα. Δεν τολμούσα να κοιτάξω για να μη με κοιτάξουν.
Ξαφνικά το φως ξεχύθηκε από το άνοιγμα μιας πόρτας και μ΄έπνιξε. Ορμητικό φως μπήκε στα μάτια μου, το τσούξιμο ήταν ανυπόφορο, φως στο στόμα μου, στα ρουθούνια –δεν μπορούσα ούτε ν’αναπνεύσω καλά.
«Προχωρήστε», φώναξαν τα μεγάφωνα πίσω από τις πλάτες μου.
Πού;
Προσπάθησα να επιπλεύσω στο φως αλλά έμοιαζε αδύνατο μ΄όλη αυτή την πλημμύρα και ξαφνικά το φως χάθηκε, μάλλον χύθηκε πίσω μου, εξαφανίστηκε –τι να πω;
Και τότε ήρθε κοντά μου η Άννα, μόνο που έμοιαζε ξανανιωμένη, τα άσπρα της μαλλιά πιασμένα αλογοουρά και χαμογελούσε κοιτάζοντάς με. Κι εγώ είπα –
«Μητέρα, πόσο μου έλειψες».
Κι εκείνη απάντησε-
«Έλα κοντά μου, τώρα όλα πέρασαν»
Αλλά εγώ πριν την πλησιάσω τράβηξα μαζί μου την Κάσσι και είπα-
«Μητέρα αυτή είναι η γυναίκα μου, κουβαλάει την κόρη μου μέσα της».
Κι εκείνη είπε-
«Το ξέρω γιε μου, ο πατέρας σου θα ήταν περήφανος».
Εγώ τότε θέλησα να κλάψω επειδή δεν ήταν πια μαζί μας ο πατέρας κι ακόμα χειρότερα, όσο αν προσπαθούσα, δεν θυμόμουν καθόλου το πρόσωπό του.
Τότε με πλησίασε ο Γιάν, μα δεν φορούσε πλέον εκείνα τα δερμάτινα μαύρα ρούχα και τα μάγουλά του είχαν γεμίσει –δεν έμοιαζε πια τόσο αόρατος. Με κοίταξε με γελαστά μάτια.
«Έλα να σου δείξω», με τράβηξε.
Πήγα να μου δείξει κι εκείνος με πήγε στην άκρη του μπαλκονιού, άνοιξε τα χέρια του κι εγώ κοίταξα μέσα στο άνοιγμά τους, είδα τότε κόσμο να σηκώνει τα κεφάλια προς το μέρος μας, εκείνοι ήταν χαμηλά κι εμείς ψηλά σ΄αυτό το μπαλκόνι και ο κόσμος ζητωκραύγασε όταν μας είδε και πανηγύρισε και φώναξε δυνατά προς το μέρος μας.
Κι εγώ είπα-
«Τι θέλουν όλοι αυτοί;»
Και εκείνος είπε-
«Να σου δείξουν την ευγνωμοσύνη τους»
Κι εγώ δε μίλησα άλλο, παρά έκανα πίσω βιαστικά.
Και όλοι πάνω στο μπαλκόνι χαμογελούσαμε, αγκαλιαζόμασταν, τόσο ευτυχισμένοι.
«Θέλω να σας πω, θέλω να το ακούσετε όλοι αυτό. Οι καλύτερες μέρες σταμάτησαν να είναι η ελπίδα που οδηγούσε τον αγώνα μας. Οι καλύτερες μέρες δεν είναι πλέον μια παρήγορη σκέψη όσο θάβουμε τους νεκρούς μας. Οι καλύτερες μέρες δεν είναι το ξημέρωμα που περιμένουμε. Οι καλύτερες μέρες είναι εδώ».
Το μανίκι μου ακουμπούσε το μανίκι του πουκαμίσου της Άννας κι από εκεί ερχόταν μια ζέστη μεθυστική. Έμεινα ακίνητος όσο την άκουγα να μιλάει, έμεινα ακίνητος όσο το πλήθος την ζητωκραύγαζε, ήθελα κι εγώ να ζητωκραυγάσω αλλά έμενα ακίνητος –ήμουν σε κοινή θέα, βλέπεις.
«Οι καλύτερες μέρες είναι εδώ και δεν πρόκειται να ξαναφύγουν».
Δάκρυσα χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα για να το εμποδίσω. Άνθρωποι ευτυχισμένοι σε καθαρούς δρόμους, χαιρετούσαν κάθε φορά που διασταυρώνονταν, άνθρωποι που δεν πεινούσαν πια και δεν φοβόντουσαν πλέον.
«Εγώ δεν θα ήμουν σήμερα εδώ, μαζί σας, αν αυτός ο άνθρωπος δεν υπερασπιζόταν τη ζωή μου. Αν αυτός δεν έμενε πίσω για να μου δώσει χρόνο να διαφύγω...»
Ο κόσμος από κάτω είχε βουβαθεί όσο η Άννα διηγούνταν την ιστορία κι εγώ την έβλεπα μπροστά στα μάτια μου να περνάει σαν ρεπορτάζ δελτίου ειδήσεων, έβλεπα μέχρι εμένα να πολεμάω θαρραλέα απέναντι σε αόρατους, απειλητικούς, εχθρούς. Δεν τα θυμόμουν να έχουν γίνει έτσι, αλλά τώρα που τα ξανάβλεπα, συνειδητοποιούσα....
«Τέτοιους ανθρώπους δεν μπορείς να τους ξεχρεώσεις όσο ζεις, επειδή τους χρωστάς τη ζωή σου. Αναγκάζεσαι λοιπόν να συμβιβαστείς με τετριμμένες ευχαριστίες, όπως αυτή εδώ η τιμητική διάκριση....»
Όλα τα μάτια πάνω μου, εκατοντάδες μάτια, ένα χαλί από μάτια που αναδευόταν κοιτάζοντάς με. Αυτό μόνο.
«Ο λαός μας σε ευχαριστεί μέσα από μένα, Α7».
Με κοίταζε στα μάτια κι εγώ δεν την έβλεπα αλλά ήξερα οτι με κοίταζε, όμως έπρεπε να της εξηγήσω-
«Α777»
Τα χείλη της ξερά στα μάγουλά μου, αριστερό –δεξί, κροσέ.
«Α7. Εσύ θα είσαι πλέον ο Α7, συγχαρητήρια».
Και διαμαρτυρήθηκα χαμηλόφωνα-
«Α777»
«Πήγαινε να μιλήσεις στον κόσμο, θέλουν να σ΄ακούσουν».
Χάθηκε από το οπτικό μου πεδίο κι αυτό γέμισε ανθρώπους που με περίμεναν. Εκείνη τη στιγμή, εκείνη ακριβώς τη στιγμή ανακάλυψα τι σημαίνει η έκφραση «κρέμονται από το στόμα σου». Το σαγόνι μου κρεμάστηκε από το βάρος τους.
«Εγώ...»
Είπα.
«Δεν ήταν τίποτα σημαντικό, ο καθένας....»
Ρούφηξα αέρα.
«Επειδή το σημαντικό δεν είναι τι κάνεις τη στιγμή της μάχης, εκεί ο άνθρωπος ενεργεί με το ένστικτο. Αλλά τι κάνεις μετά, πώς διαχειρίζεσαι τη ζωή σου, πώς βοηθάς τους συνανθρώπους σου....»
Με κοίταζαν επίμονα.
«Κι εγώ εκεί θέλω να τα καταφέρω, να βοηθήσω αποτελεσματικά....»
Μια μικρή κίνηση στο πλήθος, κάποιοι άλλαξαν θέσεις, μπερδεύτηκα.
«Και θα το προσπαθήσω....»
Περισσότερο.
«Να τα καταφέρω...»
Δεν υπήρχε πλέον ειρμός.
«Σας υπόσχομαι...»
«Σας ευχαριστώ...»
Ο Γιάν έφερε τα χειροκροτήματα και η Κάσσι με τράβηξε πίσω. Ένιωσα ευγνωμοσύνη.
«Θέλω να φύγω από εδώ», ζήτησα. «Μητέρα, πάρε με από δω....»
Παρακάλεσα.
Κι έτσι το σκηνικό μεταβλήθηκε, το φως ξαναήρθε ορμητικό και μετά ξανάφυγε, χέρια με τράβηξαν από τις μασχάλες, αρχίσαμε να πηγαίνουμε γρήγορα και δεν πατούσα πλέον το πάτωμα, μόνο σερνόμουν.
«Κάσσι», φώναξα.
Το πάτωμα κυμάτισε, ασυναίσθητα στηρίχτηκα σ΄αυτούς που με έσερναν, ήθελα να δείξω αξιοπρέπεια αλλά αυτό δεν είναι εύκολο όταν δεν σε κρατάνε τα πόδια σου, αφέθηκα καταφέρνοντας τουλάχιστον να μην κλαψουρίζω.
Οι λεμονιές μού τρύπησαν τη μύτη και μετά ένιωσα πολύ όμορφα με τα αρώματα του κήπου, αν σταματούσαν τουλάχιστον να με σέρνουν...
«Μπορώ να περπατήσω και μόνος μου», είπα.
Γέλια.
Τίποτα δεν άλλαξε.
Μέχρι που με πέταξαν σε μια καρέκλα.
Έκλεισα τα μάτια, τα ξανάνοιξα, ο κόσμος σταμάτησε να γυρίζει.
Ένας ψηλός άντρας με μαύρη καμπαρτίνα μού έκρυψε το φως.
«Ήσουν υπάλληλος της Φορολογικής Δικαιοσύνης;» με ρώτησε.
«Κι ακόμα είμαι», του απάντησα.
«Η Φορολογική Δικαιοσύνη βαρύνεται με αποτρόπαια εγκλήματα κατά των πολιτών», μου είπε.
«Δεν μας αγγίζει τίποτα άλλο εκτός από την παράβαση καθήκοντος –έχεις να με κατηγορήσεις για κάτι τέτοιο;» ρώτησα.
«Άλλαξαν τα πράγματα, τώρα είσαστε ατομικά υπόλογοι για τις πράξεις σας», είπε ο άντρας.
«Μπορεί τα πράγματα να άλλαξαν για σένα αλλά όχι και για μένα», απάντησα.
«Κατά την περίοδο που υπηρετούσες στην Φορολογική Δικαιοσύνη εγκλημάτησες και συγκεκριμένα....» ο άντρας έβγαλε από την τσέπη της καμπαρτίνας του μια μικρή οθόνη.
«Δεν χρειάζεται», είπα. «Τα αποδέχομαι από πριν».
«Η ποινή είναι θάνατος», μου εξήγησε.
Τέντωσα τα πόδια μου επειδή τόση ώρα είχαν μουδιάσει μαζεμένα κάτω από την καρέκλα.
«Έχεις να πεις κάτι;» με ρώτησε ο άντρας.
«Οι τελευταίες μου λέξεις;» αναρωτήθηκα.
Δεν μίλησε.
«Τέλειωνε –μη μας πάρει ολόκληρη τη μέρα», τον διέταξα απότομα.
Τραβήχτηκε πίσω, τα μάτια μου θόλωναν και ξεθόλωναν απροειδοποίητα, είδα όμως τους δυο άλλους άντρες να οπλίζουν τα αυτόματά τους.
Σκέφτηκα –ο θάνατος πονάει περισσότερο όταν τον περιμένεις;
«Πυρ», διέταξε ο επικεφαλής.
Οι δυο άντρες (αλήθεια το ένιωσα όταν) πάτησαν τη σκανδάλη ταυτόχρονα.
Δυο λάμψεις από τις κάνες των αυτόματων.
Καθόμουν ακόμα στην καρέκλα και περίμενα.
Τα μάτια μου είχαν ξεθολώσει εντελώς, μάλλον από το σοκ. Το πρώτο πράγμα που ήθελα να ελέγξω ήταν μήπως είχα κατουρηθεί, κοίταξα διακριτικά τον καβάλο μου –κανένας λεκές.
«Με εντυπωσίασες για μια ακόμα φορά», είπε ο Γιάν.
Άκουσα τα βήματά του πίσω από την πλάτη μου αλλά δεν γύρισα να τον κοιτάξω.
«Θέλω να κοιμηθώ», είπα.
«Βεβαίως», συμφώνησε ο Γιάν.
«Δεν ζήτησα την έγκριση σου», είπα.
Μετά σηκώθηκα –το έδαφος είχε σταθεροποιηθεί –κι έφυγα μετρώντας τα βήματά μου.
«Ένα, δυο, τρία, πιο σιγά, τέσσερα, πέντε, ηρέμησε, έξι, μην τρέχεις, εφτά....»
Έφτασα στο δωμάτιο μου, έπεσα στο κρεβάτι με τα ρούχα. Αποκοιμήθηκα πριν το κεφάλι μου ακουμπήσει στο μαξιλάρι.
Ω της ποιήσεως Δευτέρα Παρουσία
-
*ΕΡΩΤΑΣ ΟΠΩΣ ΘΑΝΑΤΟΣ – Μια νύχτα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα*,
Χατζηχριστοδούλου Μαρία, εκδ. ΣΜΙΛΗ, 2024
Τον *Κήπο της μνήμης* είχα υπόψη (εκδ. Μ...
Πριν από 3 εβδομάδες
8 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Δεύτερη φορά που την αποκαλεί μητέρα την πρόεδρα...την πρώτη δεν είχα δώσει και πολύ βάση...αλλά κάτι παίζει εκεί!
Κοίτα να δείς που πάνω που είπα το 'χω ρε παιδί μου, έρχεσαι εσύ και γράφεις αυτο το κεφάλαιο και λέω 'αγγούρια' είχες καταλάβει, χαχαχαχα. Μέχρι να το τελειώσεις πάντως, δεν πρόκειται να ξαναβγάλω συμπεράσματα! Άντε να δούμε.
Μικρή και άσχετη(?) λεπτομέρεια: Δεύτερο συνεχόμενο κεφάλαιο που τελειώνει με την λέξη μαξιλάρι.
Καλημέρα και καλό Σ/Κ.
Ε, μάλλον η συγκεκριμένη ιστορία μου φέρνει νύστα, εξ ου και τα διαδοχικά μαξιλάρια, χαχαχαχαχα.
Όχι εντάξει -είναι θέμα νοσοκομειακής και ημικωματώδους κατάστασης του ήρωα, σ΄αυτά τα δυο κεφάλαια.
Έτσι όπως ακριβώς το είπες "αποκαλεί μητέρα την πρόεδρο", ε, δεν μπορεί να είναι τυχαίο! Ειδικά εφόσον την αποκαλεί έτσι όσο βρίσκεται υπό την επήρεια χημικών.
Πολύ βιάζεσαι να καταλάβεις, εδώ δεν έχω καταλάβει εγώ που το γράφω -πώς θα γίνει δηλαδή;
Καλησπέρα και καλό Σ/Κ -ευτυχώς που αφήνεις κάνα σχόλιο σχετικό με την ιστορία και νιώθω οτι κάποιος τη διαβάζει!
Αντε να δούμε τι γίνετε παρακάτω!!!
Να δούμε επειδή έχω κι εγώ περιέργεια.
Καλά καλά, δεν ξαναλέω τίποτα, θα το αφήσω πάνω σου. Όσο πιο γρήγορα καταλάβεις εσύ, τοσο πιο γρήγορα θα καταλάβουμε και εμείς οι υπόλοιποι :PP
Να ξέρεις πως ακόμα και σχόλιο να τύχει να μην αφήσω σε κάνα κεφάλαιο, πάντα την διαβάζω(καθότι nerd με γαϊδουρινή υπομονή) και μάλιστα σε εκτυπωμένη μορφή, για να μη βγάζω και τα μάτια μου -καταλαβαίνεις χαχαχα.
Α, τότε θα σου στοιχίσει ένα κάρο λεφτά αυτό το βιβλίο με τις εκτυπώσεις -μου αρέσει που υποστηρίζω οτι δίνω τις ιστορίες μου τζάμπα, χεχεχεχε.
Άμα το τελειώσεις με το καλό θα στο φέρω να μου το υπογράψεις κιόλας χιχιχι
Να στο υπογράψω -αρκεί να μην έχει πουθενά την επικεφαλίδα "Οφειλέτης" κι από κάτω το όνομά μου.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!