Προηγούμενα:
Το βρήκα καθώς έψαχνα στα μέιλ
μου για κάτι άλλο. Είχαν περάσει 2 μέρες από την επίσκεψη του Παπαγιάννη και
μία από τη δημοσίευση της συνέντευξης, φυσικά δεν μου είχε στείλει το κείμενο
να το ελέγξω -πράγμα το οποίο απέδωσα στη μόλυνση των δημοσιογράφων από το
μικρόβιο της αποκλειστικότητας -όλο και περισσότεροι δημοσιεύουν, όλο και
λιγότεροι διασταυρώνουν, έτσι πάνε αυτά…
Τέλος πάντων, σκέφτηκα ότι
μπορεί και να τον αδικούσα τον άνθρωπο γιατί δεν τσέκαρα τα μέιλ και ίσως όντως
να μου είχε στείλει κάτι, πήγα λοιπόν να ελέγξω. Δεν βρήκα μέιλ από τον
Παπαγιάννη αλλά βρήκα ένα από εκδοτικό οίκο -το είχαν στείλει τον προηγουμένη
(προφανώς, αφού διάβασαν τη συνέντευξη) και μου ζητούσαν να συναντηθούμε για να
συζητήσουμε την προοπτική επανέκδοσης κάποιων βιβλίων μου. Ποιων; Δεν έγραφαν.
Πού; Στα Εξάρχεια. Ποιος; Ο εκδότης, ονόματι Παύλος Αραμπατζής.
Άνοιξα ένα ακόμα παράθυρο και
τον έψαξα. Σαραντάρης, με ατημέλητο στυλάκι και ακριβά ρούχα. Ο εκδοτικός οίκος
του ειδικευόταν σε επανεκδόσεις κλασικών αριστουργημάτων, απ΄αυτά με τα ληγμένα
πνευματικά δικαιώματα. Είχε και κάτι ξένους συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας,
κάποια επιστημονικά βιβλία (μάλλον προπαραγγελία από πανεπιστήμια), αλλά δεν
είχε εκδώσει ούτε έναν Έλληνα. Περίεργο…
Ξανακοίταξα το μέιλ -ο
Αραμπατζής δήλωνε διαθέσιμος, οποιαδήποτε μέρα ήθελα για ραντεβού, από τις 9 το
πρωί ως τις 6 το απόγευμα. Άρχισα να γράφω την απάντηση -αμφιταλαντεύτηκα
μεταξύ του να κλείσω ραντεβού για αύριο το πρωί και του να κλείσω για την
επόμενη βδομάδα, τελικά κατέληξα στις τρεις μέρες -απόγευμα, κατά τις 5,
του έγραψα. Όχι λιγούρης αλλά ούτε και εντελώς καβαλημένος. Έστειλα το μήνυμα
και έμεινα να κοιτάζω την οθόνη λες και περίμενα άμεση απάντηση. Μετά από λίγο
έκλεισα το λάπτοπ.
Τα βιβλία μου. Δεν μπορούσα
πια να τα διαβάσω -μου έβγαζαν κάποια αηδία μαζί με τη διάθεση να κανιβαλίσω το
μαλάκα που τα έγραψε και ταυτοχρόνως να εξαφανιστώ από προσώπου γης. Ποτέ δεν
κατάλαβα γιατί τα αγόραζε ο κόσμος (κάποιος κόσμος…) κι έτσι δεν κατάλαβα γιατί
σταμάτησε να τα αγοράζει. Δεν ήταν καλά βιβλία, δεν είχαν στέρεη πλοκή ούτε βαθιά
κρυμμένα νοήματα -περισσότερο έμοιαζαν με το ημερολόγιο ενός απορημένου
ανθρώπου. Κι επειδή αυτός ο άνθρωπος δεν έκανε και τίποτα σπουδαίο στη ζωή του,
δεν υπήρχε λόγος να διαβάσεις το ημερολόγιό του, έτσι το καταλάβαινα εγώ.
Σηκώθηκα να πάω μέχρι την
κουζίνα, να φτιάξω καφέ, αλλά μετά από λίγα βήματα διπλώθηκα στα δύο. Λες και
κάποιος μου κάρφωσε μια βελόνα στη μέση -κανονική βελόνα, πλεξίματος, όχι αυτές
που έχουν τα πικάπ. Στο καπάκι ανακάλυψα ότι το κεφάλι μου πονούσε διαολεμένα,
συν ότι οι κλειδώσεις μου είχαν μαζέψει γρέζια και δούλευαν με τα χίλια ζόρια.
Τι σκατά είναι αυτό πάλι; Έκανα πίσω βήματα και σωριάστηκα στον καναπέ
κοιτάζοντας το ταβάνι. Τον περιμέναμε για να κανονίσουμε την επανέκδοση των
βιβλίων του, αλλά δυστυχώς βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του… Πιστοί στη
δέσμευσή μας θα προχωρήσουμε στην επανέκδοση, τιμώντας την αναχώρησή του. Έριξα
κάποιο βεβιασμένο γέλιο καθώς προσπαθούσα να βολευτώ καλύτερα στον καναπέ.
Είχα τέτοια θέματα και
παλιότερα -ειδικά η μέση με γαμάει από αρχαιοτάτων, αλλά και κάτι πονοκέφαλοι έξτρα
πρίμα γκουντ, ποτέ δεν με ξέχασαν, δεν έχω παράπονο. Όμως όσο γερνάς τόσο πιο
ανήμπορος νιώθεις -με αποτέλεσμα ένας κλασικός πόνος στη μέση να σε οδηγεί σε
σκέψεις περί ολικής ή μερικής αναπηρίας, γηροκομείου, συγγενών που σου αλλάζουν
πάνα και τα σχετικά….
Σωριάστηκα στον καναπέ
εξακολουθώντας να πονάω, όποια στάση κι αν άλλαζα. Ξεκίνησα λοιπόν τη
διαδικασία για παυσίπονο, έφτασα κυρτός σα σίγμα τελικό μέχρι το ψυγείο στο
οποίο, για κάποιο ηλίθιο λόγο, φύλαγα τα χάπια και μπουκώθηκα τρία παυσίπονα
διαφορετικών φαρμακευτικών εταιρειών. Μετά κοίταξα τις ημερομηνίες λήξης
-πράγμα επίπονο λόγω πρεσβυωπίας -και ησύχασα, μόνο δύο στα τρία ήταν ληγμένα.
Ένιωσα καλύτερα. Όχι αμέσως,
αλλά ένιωσα. Όχι πολύ, αλλά κάπως. Πάει να πει, δεν μπορούσα να ισιώσω την πλάτη
μου, περπατούσα με δυσκολία, όπως κι αν καθόμουν πονούσα, αλλά εντάξει… Σκέφτηκα…
Πώς θα πάω στο ραντεβού με τον
εκδότη; Λένε ακόμα μαλακίες για μένα στις ειδήσεις; Πώς να είναι το στήθος της
Δήμητρας χωρίς σουτιέν; Ένιωσα αυτομάτως χειρότερα, πολύ χειρότερα.
Άνοιξα την τηλεόραση με τα
χίλια ζόρια και υπολόγισα ότι καλό θα ήταν να φέρω το σταθερό παύλα φορητό
τηλέφωνο δίπλα μου αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να ξανασηκωθώ από τον καναπέ. Πέρασα
τις διαφημίσεις, μου έκανε μάλιστα εντύπωση ότι ενώ κόντευε μεσημέρι έπαιζαν
διαφημίσεις-ντοκυμαντέρ, δηλαδή υποθεσούλα κανονική. Μια κυρία που πόναγαν τα
πόδια της και σώθηκε λόγω της παντόφλας τάδε, ένας κύριος που πόναγε ο κώλος
του και σώθηκε κάνοντας πρωκτικό σεξ με αντλία υποπίεσης, κάτι ομορφόπαιδα που
πλέον χέζουν κανονικά πριν πάνε για τζόκινγκ λόγω φυτικής παστίλιας -τέτοια
πράγματα.
Σταμάτησα σε ένα κανάλι όπου,
με φόντο την κυκλοφορία της παραλιακής, δυο χοντροί καθισμένοι σε άβολα σκαμπό
μιλούσαν με μια φάτσα απροσδιορίστως γνωστή, καθισμένη επίσης σε σκαμπό. Η
φάτσα ανήκε σε έναν γραβατωμένο τύπο, τέρμα φαλακρό και πατημένα πενηντάρη με
άσχημη σωματική διάπλαση (τύπου κακοχυμένος λουκουμάς). Το πρώτο που
πρόσεξα ήταν τα παπούτσια της φάτσας, καφέ μοκασίνια, έδιναν την αίσθηση ότι
μπορούσες να τρέξεις μαραθώνιο φορώντας τα και να μην ενοχληθούν καθόλου τα
ποδαράκια σου. Πόσο να κόστιζαν αυτά τα παπούτσια και γιατί ήταν τόσο άσχημα;
Και ποιος ήταν αυτός ο πούστης
-τι μου θύμιζε; Δυνάμωσα τον ήχο.
«… όλοι μαζί στη συγκεκριμένη
γιάφκα, ήταν ένα κοινόβιο αλλά με αυστηρούς στρατιωτικούς κανόνες και είχα την
υποψία ότι υπήρχε εκεί μέσα κρυμμένο υλικό, καταλαβαίνετε… Εκτός από
προκηρύξεις εννοώ…» έλεγε η φάτσα με συνωμοτική φωνή.
«Θέλετε να γίνετε πιο
συγκεκριμένος;» ζήτησε ευλαβικά ο ένας από τους δυο δημοσιογράφους.
«Πόσο πιο συγκεκριμένος;» τον
έκοψε ο άλλος δημοσιογράφος θυμωμένα. «Είπε ο άνθρωπος ότι υπήρχαν διάφορα
πράγματα κρυμμένα εκεί μέσα… Εσείς, κύριε Γιαβάση, είχατε δει τίποτα;»
Γιαβάση τον λένε τον
καργιόλη -τι μου θυμίζει όμως;
«Ναι βέβαια, κάποιες φορές…
μια φορά δηλαδή είχε πέσει στην αντίληψή μου ένα μπιτόνι με πετρέλαιο και
παντού στο χώρο υπήρχαν παλαιστινιακές μαντίλες, καταλαβαίνετε… και κράνη φουλ
φέις και γάντια κι όταν κάποια φορά, έψαχνα για ζάχαρη και πήγα να ανοίξω ένα
συρτάρι με απέτρεψαν…»
«Ποιος σας απέτρεψε;»
«Ο Καστρινός απ΄ότι θυμάμαι…»
Οι δημοσιογράφοι χαμογέλασαν,
ο Γιαβάσης κατέβασε τα μάτια όλο ταπεινότητα κι εγώ ένιωσα τον πόνο στη μέση να
δυναμώνει.
«Είχατε διαπιστώσει όμως τη
συμμετοχή της συγκεκριμένης ομάδας ατόμων σε έκνομες ενέργειες;» επέμεινε ο
δημοσιογράφος.
«Κοιτάξτε…. Αυτή η ομάδα
δραστηριοποιούνταν με διάφορους τρόπους. Ας πούμε, συμμετείχαν σε διαδηλώσεις
όπου προέβαιναν σε καταστροφές…»
«Καταστροφές;» γυάλισε το μάτι
του άλλου δημοσιογράφου.
«Ναι, ξέρετε… σπασίματα σε
βιτρίνες, έβαζαν φωτιές σε κάδους, πέταγαν πέτρες σε αστυνομικούς….»
«Αναφερθήκατε όμως και σε
άλλες μεθόδους δράσης», τον γείωσε ο δημοσιογράφος.
«Ναι, αυτά γίνονταν μυστικά,
είχαν συνωμοτικές μεθόδους… ας πούμε, πήγαινα πολλές φορές εκεί και έλειπαν οι
περισσότεροι… συνήθως νύχτες. Και κανένας δεν ήξερε να μου πει πού είναι, όσο
κι αν ρώταγα… Και μετά διαβάζαμε στις εφημερίδες για βομβιστικές ενέργειες…»
«Ενδιαφέρον», έκανε
βαθυστόχαστα ο δεύτερος δημοσιογράφος. «Εσείς κύριε Γιαβάση, πότε σταματήσατε
να έχετε επαφή μαζί τους;»
«Εμένα με έδιωξαν βιαίως… το ’86
ή ’87 αν θυμάμαι καλά… Είχαμε πάντα διαφωνίες, κυρίως πολιτικής φύσεως γιατί
εγώ ήμουν κατά της βίας και μια μέρα με περίμεναν, μου επιτέθηκαν φραστικά και
μετά με πλάκωσαν στο ξύλο… Δεν ξαναπήγα εκεί…»
«Δηλαδή μας λέτε ότι όποιος
διαφωνούσε με τις μεθόδους τους έτρωγε ξύλο», διαπίστωσε ο δημοσιογράφος.
«Με εμένα τουλάχιστον, αυτό
συνέβη», είπε ο Γιαβάσης.
«Μια τελευταία ερώτηση… γιατί
είχαν υιοθετήσει όλοι τους κάποια ψευδώνυμα, όπως Κάστρο, Σαμουράι κι εγώ δεν
ξέρω τι; Εσείς είχατε ψευδώνυμο;»
«Υποθέτω ότι αυτό γινόταν για
συνωμοτικούς λόγους», είπε ο Γιαβάσης. «Εμένα με έλεγαν Γιάβα… σαν τις
μοτοσυκλέτες, ξέρετε».
Ο Γιάβα ρε μαλάκα, αυτός
ήταν… Το αρχιδάκι ο Γιάβα που έκανε το μεθυσμένο για να βάζει χέρι στις κοπέλες…
Τι σκατά κάνει ο Γιάβα στην τηλεόραση; Και γιατί ζει ακόμα; Δεν βρέθηκε ένας
άνθρωπος να τον αφαλοκόψει; Ο Γιάβα που ερχόταν στα σπίτια των κοριτσιών και
σκάλιζε τα συρτάρια τους για να τους κλέψει κάνα εσώρουχο, ο Γιάβα το σκουπίδι…
Πετάχτηκα όρθιος από τον
καναπέ, άρχισα να γυροφέρνω στο δωμάτιο, πήγα μέχρι το τηλέφωνο, το άνοιξα αλλά
δεν είχα ποιον να πάρω και τότε κούμπωσε η μέση -πώς την είχα ξεχάσει αυτή; Θόλωσα,
μαύροι καταρράκτες στα μάτια μου, μάλλον σωριάστηκα.
Συνήλθα με φρικτό πονοκέφαλο,
πεσμένος στο πάτωμα κι ένα καρούμπαλο φούσκωνε στη δεξιά πλευρά του μετώπου
μου. Το ψηλάφισα -δεν είχε αίμα. Πονούσα από παντού -ολοκληρωτική επίθεση -κι
έτσι έμεινα εκεί που βρισκόμουν και κοιμήθηκα ή κάτι τέτοιο….
«Αρκετά κοιμήθηκες, λεβέντη
μου», είπε ο Μαλτέζος.
Άνοιξα, διστακτικά, τα μάτια
κι εκείνος καθόταν στην πολυθρόνα απέναντί μου -σταυροπόδι. Χαμογελούσε,
παίζοντας με ένα άδειο ποτήρι.
«Αρκετά; Τι θα πει αρκετά;»
αναρωτήθηκα.
«Θα πει ότι τα πράγματα
γίνονται χειρότερα και δε θα ήθελες να σε βρουν σε τέτοια χάλια».
Έκανα μια προσπάθεια να
σηκωθώ, αλλά το μετάνιωσα.
«Ίσως μια βρεμένη πετσέτα να
βοηθούσε, ίσως και μερικές μπουνιές, στην ώρα τους πάντα…» είπε σκεπτικά.
«Για την ώρα, το ξύλο το τρώω
εγώ πάντως», διαπίστωσα.
«Αν αυτό το θεωρείς ξύλο,
καλύτερα να μην είσαι εκεί όταν αρχίσουν οι πραγματικές φασαρίες», με
προειδοποίησε.
«Μα ποιος είπε ότι θέλω να
είμαι εκεί;» απόρησα.
«Δεν μπορείς να το αποφύγεις,
λεβέντη μου. Οι φασαρίες είναι η δουλειά σου», γέλασε.
Ξύπνησα πολύ αργότερα, ή λίγο
αργότερα, ή αμέσως -δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί έξω είχε νυχτώσει αλλά δεν
θυμόμουν τι ώρα είχα βρεθεί στο πάτωμα -όταν πέφτεις δεν κοιτάζεις το ρολόι,
έτσι δεν είναι;
Ο πόνος στη μέση ήταν το
λιγότερο που με απασχολούσε αφού πλέον πονούσα παντού και το κεφάλι μου βούιζε σα
σταθμός του μετρό με πολυκοσμία. Όσο προσπαθούσα να σταθώ στα πόδια μου έφτασε στην
πλατφόρμα αποβίβασης το επόμενο τρένο με αποτέλεσμα να χάσω τον προσανατολισμό
μου -κάπως έτσι βρέθηκα στην εξώπορτα αντί για την πόρτα του μπάνιου. Εντάξει,
ποτέ δεν είναι αργά ν’ αλλάξεις πορεία, ειδικά όταν δεν έχεις να πας πουθενά κι
έτσι, μετά από συντονισμένες προσπάθειες βρέθηκα να μουλιάζω σε μια γεμάτη
μπανιέρα με ένα κουτί παυσίπονα και ένα ποτήρι του νερού γεμάτο Στολίσναγια.
Χρειαζόμουν ένα τσιγάρο,
χρειαζόμουν ένα ζευγάρι στοργικά γυναικεία πόδια για να ακουμπήσω το κεφάλι μου
και μια φωνή να μου λέει ότι όλα αυτά είναι προσωρινά. Το μόνο που είχα ήταν
σαπουνάδα και απελπισία. Μαζί με τη διάθεση να τα παρατήσω όλα και να βγάλω ένα
εισιτήριο για τη νήσο Πάιτα -θα μου έπαιρνε 2-3 μέρες μέχρι να φτάσω, αλλά εκεί
πέρα με περίμεναν δικοί μου άνθρωποι, όχι απαραιτήτως ζωντανοί.
Λοιπόν, φίλε μου, τα
πράγματα έχουν γίνει πολύ δύσκολα. Ζούμε σ΄ένα κόσμο όπου δεν μπορείς ούτε να
πεθάνεις με την ησυχία σου. Κι όσο κρύβεσαι τόσο σε βρίσκουν, άρα η καλύτερη
κάλυψη είναι να βγεις φόρα-παρτίδα και τελικά, ας μη γινόμαστε μαλάκες -το
αντικάρφωμα είναι σκέτο κάρφωμα, θυμάσαι; Προσπαθείς να πείσεις τους πάντες ότι
είσαι άνετος και μακριά από όλα αυτά, ότι τίποτα δε σε απασχολεί και κανένας,
ότι «είσαι πια νεκρός και δε σε νοιάζει για τίποτα, πετρέλαιο και νερό είναι το
ίδιο με τον άνεμο για σένα… κοιμάσαι τον Μεγάλο Ύπνο δίχως να νοιάζεσαι για όλη
τούτη τη βρωμιά[1]»
Ανοησίες, φίλε μου -από τη στιγμή που σε νοιάζει εκείνη, όλα σε νοιάζουν. Το
πώς νιώθει κάθε πρωί που ξυπνάει κι αν κλαίει το βράδυ πριν κοιμηθεί, αν έκανε
τα ψώνια της ημέρας ή ξέμεινε από γάλα και τελικά ποιος θα της φτιάξει τον καφέ
της και γιατί να πάρει γάλα αν δεν το βάζει στον καφέ; Και γιατί να ξεσκίσουν
το Σαμουράι, ποιος ο λόγος να φτάσει στα πρόθυρα του θανάτου ο Αργύρης και
τελικά ποιοι αποφασίζουν τι είσαι και ποιος είσαι; Κάποτε η αδικία είχε την
ίδια επίδραση πάνω σου με το μουχλιασμένο τυρί -τώρα κάθεσαι και μιλάς με τον
εαυτό σου σα σχιζοφρενής -τι συνέβη στο μεταξύ; Και τι πρόκειται να κάνεις όταν
παγώσει το νερό κι αναγκαστείς να βγεις από τη μπανιέρα;
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το
κουδούνι της κεντρικής εισόδου κι έτσι ξεμπέρδεψα με τα υπαρξιακά μου. Συνήθως
κάτι τέτοια με ενοχλούν, αλλά τώρα βιάστηκα να σηκωθώ και να τυλιχτώ με μια
τεράστια πετσέτα μπάνιου (ένα μπουρνούζι θα ήταν βολικότερο για την περίσταση,
αλλά απεχθάνομαι τα μπουρνούζια) και να πάω προς το θυροτηλέφωνο στάζοντας
παντού και προετοιμάζοντας κάποιο επικίνδυνο γλίστρημα παύλα κάταγμα παύλα διάσειση
με κατάληξη έναν μοναχικό θάνατο.
«Ποιος είναι;» ρώτησα.
«Μπόρις δε Σπάιντερ[2]»,
είπε η παραμορφωμένη, από το φτηνό ηχείο του θυροτηλεφώνου, φωνή.
Τι λες τώρα…
Άνοιξα χωρίς να το σκεφτώ και
μετά απόμεινα ακίνητος όσο υπολόγιζα πόσα χρόνια είχα να τον δω και τι ήθελε ο
Μπόρις στο σπίτι μου σήμερα, πώς με βρήκε, γιατί με βρήκε και μήπως τελικά δεν
έπρεπε να του ανοίξω.
Μετά χτύπησε το κουδούνι της
εξώπορτας του διαμερίσματος και πήγα αυτόματα ν’ ανοίξω.
Στην πόρτα στεκόταν
χαμογελαστός ο Μπόρις, λίγο γκριζαρισμένος -λιγότερο από όσο θα αντιστοιχούσε
στην ηλικία του -με μια φράντζα να του κρύβει το δεξί μάτι, αδύνατος σαν τα
μοντέλα που διαφημίζουν βίνταζ ρολόγια (αλλά όχι αξύριστος) με σκισμένο τζιν
παντελόνι, στρατιωτικό μπουφάν και μαύρη μπλούζα -διαφήμιση συνοικιακού
τατουατζίδικου. Κόλλησα στο σχέδιο της μπλούζας -ο Μίκυ Μάους με μυδραλιοβόλο,
γύρω του νεκροί Αμερικάνοι πεζοναύτες.
«Σε ειδοποίησαν ότι θα έρθω
γι΄αυτό πλύθηκες;» με ρώτησε στραβώνοντας το χαμόγελό του.
Βέβαια, σα μαλάκας, ήμουν
ακόμα με την πετσέτα τυλιγμένη γύρω από την κοιλιά.
«Είχα μια διαίσθηση…»
μουρμούρισα αφήνοντάς τον να περάσει μέσα, ενώ εξαφανιζόμουν για να φορέσω τίποτα
ρούχα.
Τον βρήκα αραχτό στον καναπέ
να κοιτάζει τους άδειους τοίχους. Κάθισα στην πολυθρόνα και περίμενα.
«Πέρασα από το σπίτι σου και έμαθα
ότι μένεις πλέον εδώ…» μου εξήγησε.
«Εντάξει», είπα.
«Λοιπόν; Πως τη βγάζεις ρε
φίλε; Γκαρσονιερίτσα στο κέντρο της πόλης, γκομενίτσες στην ξεπέτα καθότι μοναχικός συγγραφέας που ψάχνει να
πνίξει τη θλίψη του στο ποτό; Για πες μας και σε εμάς που γαμιόμαστε στο
μεροκάματο, πώς πάει δηλαδή η όλη φάση;»
«Τα ναρκωτικά ξέχασες…»
παρατήρησα.
«Σωστός. Τα ξέχασα γιατί εδώ
και μια δεκαετία, το καθημερινό μου ναρκωτικό είναι το γρασίδι της παιδικής
χαράς -συνθετικό κιόλας, πολύ άσχημη μαστούρα, σκέτος πονοκέφαλος. Εσύ πάλι,
δεν ξέρεις για τι πράγμα μιλάω -έτσι δεν είναι;» έκανε ο Μπόρις σταυρώνοντας τα
πόδια του όσο ξάπλωνε καλύτερα στον καναπέ. «Όπως και να ΄χει… πίνουμε κάτι σε
αυτό το σπίτι;»
«Καφέ ή ποτό;»
Κοίταξε πίσω από την πλάτη μου
το ανοιχτό παράθυρο και το σκοτάδι πίσω απ΄αυτό.
«Καφέ τέτοια ώρα…»
Δεν χρειαζόταν να κοιτάξω κι
εγώ για να καταλάβω -σηκώθηκα λοιπόν με αργές κινήσεις γιατί η μέση δεν πονούσε
πια αλλά φοβόμουν ότι θα με ξανάπιανε.
Άφησα δίπλα του ένα ποτήρι
Στολίσναγια τόνικ χωρίς να τον ρωτήσω και άναψα τσιγάρο. Κρατούσα το δικό μου
ποτήρι και δεν αποφάσιζα να καθίσω, ίσως σκεφτόμουν ότι θα μου γυρίσει το ποτό
πίσω και θα ζητήσει κάτι διαφορετικό -όχι ότι είχα και τίποτα άλλο δηλαδή, αλλά
τέλος πάντων…
«Γέρασες μαλάκα μου»,
διαπίστωσε ο Μπόρις.
«Και που να με δεις χωρίς μέικ
απ…» τον βοήθησα.
«Τι περίπτωση είναι αυτή με
την τηλεόραση;» έσκυψε μπροστά καθώς έπινε μια γουλιά ποτό και με κοίταξε.
«Διαδόσεις του κίτρινου τύπου,
συμβαίνει συχνά σε εμάς τους διάσημους», του εξήγησα.
«Ναι, βέβαια…» υπολόγισε. «Αν
και ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί μπλέχτηκες. Αστείο ποσόν ο Αργύρης…»
«Ναι, είπα να κάνω ένα
διάλειμμα στην ενασχόληση με τα σημαντικά».
Γέλασε.
«Σε ξεσκίζουν κανονικά και με
το νόμο, φίλε μου. Δεν θα μπορούν να πάνε τα παιδιά σου σχολείο… Αλλά δε σε
νοιάζει επειδή δεν έχεις παιδιά», διαπίστωσε.
«Ποτέ κανένας δεν ξέρει… Εσύ,
πώς την ψάχνεις γενικότερα;» τον ρώτησα για να απομακρύνω την κουβέντα από τα
δικά μου.
«Σπίτι-δουλειά,
σπίτι-δουλειά, αυτή είναι η εργατιά», γέλασε. «Μας έχει πάρει από κάτω με
την Άννυ γιατί αγοράσαμε καινούργιο σπίτι, ξέρεις πώς πάει η κατάσταση…
Πληρώνεις νοίκια και πετάς λεφτά από το παράθυρο, ώσπου κλείνεις το παράθυρο…»
«Και πετάς τα λεφτά σου στους
τοκογλύφους», συμπλήρωσα.
«Γάμησέ τα…» παραδέχτηκε.
«Ευτυχώς πάμε καλά, η Άννυ έχει κλείσει κάτι γερές συμφωνίες για προμήθειες
μεγάλων εταιρειών κι εγώ πήρα προαγωγή»
«Κάποια εργατιά…» θαύμασα.
«Εμείς είμαστε η εργατιά πλέον
-στα εργοστάσια δουλεύουν δουλοπάροικοι από μέρη μακρινά», μου εξήγησε.
Δεν είπα τίποτα.
«Κι όταν γυρίζουμε σπίτι με το
ταπεράκι άδειο από λαχανοντολμάδες μάς περιμένουν τα παιδιά, αυτή η ευλογία…»
«Το κάνεις να ακούγεται σαν
ευλογιά», παρατήρησα.
«Μέσα είσαι… Λοιπόν, εκεί
ήθελα να καταλήξω. Ήρθα να σου φέρω την πρόσκληση, αυτό είναι το θέμα».
«Πρόσκληση;»
«Βαφτίζουμε τη μικρή σε ένα
μήνα».
Έξυσα το κεφάλι μου, άναψα
καινούργιο τσιγάρο.
«Κανονικά δηλαδή; Με παπάδες,
λαμπάδες, κολυμπήθρες και κουφέτα;»
«Δε λες τίποτα…»
«Πώς κι έτσι;»
Ήταν η σειρά του να βρεθεί σε
αμηχανία.
«Κάποια πράγματα… Εμείς
δηλαδή, στα παπάρια μας η όλη υπόθεση αλλά δε φταίει σε τίποτα το παιδί να το
αντιμετωπίζουν σαν το μικρό Αντίχριστο στο σχολείο».
«Για το παιδί λοιπόν…»
συμπέρανα.
«Για τι άλλο;»
«Πες μου κάτι ρε Μπόρις. Με
θρησκευτικό γάμο παντρευτήκατε -έτσι δεν είναι;»
«Ναι -τα είχαν πληρώσει όλα οι
γέροι της Άννυς. Τζάμπα πάρτυ, ποιος θα έλεγε όχι;»
«Δηλαδή άμα στα σκάσει κάποιος,
διοργανώνεις και πάρτυ για την 21η Απριλίου ας πούμε;» ρώτησα.
Πήρε το ποτήρι του αλλά δεν
ήπιε -το κοίταξε και το άφησε πάλι δίπλα του.
«Σοβαρά τώρα ρε Νίκο;»
κατσούφιασε.
«Τέλος πάντων -ο καθένας όπως
τη βρίσκει», αποφάσισα να δώσω τέλος στην όλη κουβέντα.
«Όχι -δεν πάει έτσι», σηκώθηκε
κι άρχισε να βολτάρει στο δωμάτιο. Σταύρωσε τα χέρια και με κοίταξε, μετά
χαμογέλασε και μου γύρισε την πλάτη, κλασικός Μπόρις. «Αν θέλεις να το δούμε σε
τέτοιο στυλ, κανένα πρόβλημα. Άλλωστε πάντα γούσταρα τους ήρωες με παντούφλες,
στην περίπτωσή σου με πετσέτες μπάνιου, που κάθονται στην απέξω και τη βλέπουν
υπεράνω. Ρίχτα λοιπόν αδέκαστε Μπάρα…»
Ξεκαρδίστηκα.
«Όχι -εδώ είμαι, ακούω. Πες
μας την ιστορία σου, μίλησε μας για σένα -τι κάνεις τον τελευταίο καιρό; Ετοιμάζεις
κάποιο καινούργιο δίσκο, κάποιες συναυλίες;», επέμεινε ο Μπόρις.
Έσβησα το τσιγάρο, γύρισα προς
το μέρος του.
«Δε με ενδιαφέρουν όλα αυτά,
φίλε μου. Έρχεσαι εδώ μετά από τόσα χρόνια για να μου φέρεις μια πρόσκληση σε
βαφτίσια, ξέροντας ότι δεν πρόκειται να περάσω ούτε από την πλατεία της
περιοχής εκείνη τη μέρα. Δεν ξέρω για ποιο ηλίθιο λόγο το κάνεις όλο αυτό κι ούτε
με νοιάζει το πώς διαχειρίζεσαι την ξεφτίλα σου, αλλά δεν αντέχω το στυλάκι του
υπεύθυνου γονέα, πλας ολίγη από Σιντ Βίσιους σε γεύμα με τα πεθερικά -με
πιάνεις; Και κάτσε κάτω γιατί έχω αρχίσει να ζαλίζομαι».
Με κοίταξε φέρνοντας την
παλάμη του κάτω από το σαγόνι του -καθηγητής Μπόρις δε Σπάιντερ.
«Τόσο ζορισμένος λοιπόν;»
αποφάνθηκε.
«Μη δίνεις σημασία», τον
καθησύχασα.
«Σωστός και άνευ ουσίας,
άνευ σημασίας… Δε φοράς τώρα το μπουφανάκι σου, αν σου κάνει ακόμα, να πάμε
για κάνα ποτό και σου ρίξω στ΄αυτιά με το Ληστή;»
Άθελά μου ένιωσα το κρύο να με
περπατάει -βόλτα με τις μηχανές και ειδικά δίπλα στον Μπόρις σήμαινε αποστολή
αυτοκτονίας.
«Δεν ψήνομαι», ψιθύρισα.
«Καλά, αυτά μας τα ‘παν κι
άλλοι που την είχαν πιο μεγάλη», γέλασε ο Μπόρις αρπάζοντας το δικό του μπουφάν.
«Ντύσου γέρο μου, μη μας βρει το πρωί εδώ μέσα».
Ντύθηκα βλαστημώντας με
σφιγμένα δόντια -τι άλλο να ΄κανα;
0 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!