Προηγούμενα:
Η παγωνιά ερχόταν από τα
πλάγια αυτή τη νύχτα -σ’ έβρισκε κάτω από τις μασχάλες όταν πήγαινες να σφίξεις
τα γκριπ, κάθε φορά που σκεφτόσουν ότι θα δώσεις γκάζι έτρωγες την
προειδοποίηση -δε θα την βγάλεις καθαρή μετά την επόμενη στροφή.
Ο Δούκας είχε το Ληστή του
Μπόρις για πρωινό σε κανονικές συνθήκες αλλά όσο ο Μπόρις πλάγιαζε έτοιμος να
ξύσει μαρσπιέ στην άσφαλτο ή κούναγε τον ασημένιο κώλο του ανάμεσα στα
αυτοκίνητα της λεωφόρου, οι συνθήκες δεν ήταν κανονικές, δεν ήταν καν συνθήκες.
Ακολουθούσα αγκομαχώντας, ενίοτε το έπαιζα και τουρίστας σε στυλ χαζεύω τη
βιτρίνα παραπλεύρως για να μην ξεφτιλιστώ. Μας έπιασε κόκκινο στη
μέση της λεωφόρου, πρώτα εκείνον βέβαια, σύρθηκα έτοιμος να του ρίξω στ΄αυτιά
στην εκκίνηση κι αυτό ακριβώς έκανα -έφυγα μαλλιά, αλλά στα 200 μέτρα ένας
καργιόλης από δεξιά αποφάσισε ν΄αλλάξει λωρίδα στο άσχετο και χέστηκα πάνω μου.
Με πλησίασε, άνοιξε τη
ζελατίνα του κράνους.
«Πάμε πλατεία;» γκάριξε.
«Πάμε πλατεία», απάντησε με
ηλίθια φωνή.
Στη Μπενάκη φρέναρε απότομα,
φυσικά ήταν μπροστά μου, σταμάτησα κι εγώ όταν τον έφτασα. Μου έδειξε τη
τζαμαρία ενός άδειου μαγαζιού, μπαλωμένη κατά τόπους με χαρτόνια για να
καλυφθούν τα σπασίματα.
«Θυμάσαι;» μου έκανε νόημα
δείχνοντάς την.
«Όχι», είπα.
Αλλά θυμόμουν.
Παρκάραμε στον πεζόδρομο έξω
από κλειστό ΒΟΞ, απέναντι κάθονταν κάτι
τύποι που χλαπάκιαζαν κρέπες ασύστολα. Μας έκοψαν από πάνω ως κάτω,
αδιαφορήσαμε. Διασχίσαμε την πλατεία με
αργά βήματα για να κόψουμε κίνηση.
«Η φιλοσοφία της μιζέριας»,
μουρμούρισε ο Μπόρις.
«Μπορεί και η μιζέρια της
φιλοσοφίας», παρατήρησα.
«Μιλάς για παλιά…»
«Παλιά ήταν καλά», κορόιδεψα.
Του πήρε λίγη ώρα μέχρι να
καταλάβει την ειρωνεία και μετά ξεκαρδίστηκε, κυρίως με τον εαυτό του.
«Πού θα την πέσουμε;» με
ρώτησε.
«Το Τσαφ δεν υπάρχει,
απ΄ότι βλέπω και η Μαρονίτα…» έκανα ανασηκώνοντας τους ώμους.
«Γωνία κάτω από το Ίρις;»
ρώτησε.
«Το Ίρις δεν υπάρχει
επίσης και η γωνία έχει ψωφόκρυο», είπα.
«Μη μας γαμείς τώρα -αν πάμε
μέσα σε μαγαζί θα μας γανώσει η μουσική», αντέδρασε.
«Μήπως να την κάνουμε κατά Κολωνάκι
μεριά, άκουσα ότι παίζουν κάτι βιολογικά τέια -θα γίνουμε μια χαρά», γέλασα.
«Πόσο μαλάκας…» θαύμασε,
σηκώνοντας τους ώμους και επιταχύνοντας το βήμα.
«Πολύ μαλάκας», διαπίστωσα
ακολουθώντας τον.
Κοίταζα τριγύρω, η πλατεία
βρώμικη, έρημη και σάπια σαν κουφάρι -είχα ακούσει ότι ο κόσμος μαζεύεται δυο-τρία
τετράγωνα πιο κάτω πλέον, από τότε που οι μπάτσοι σκότωσαν το δεύτερο παιδί.
Ίσως εκεί θα έπρεπε να πάμε κι εμείς, αλλά τώρα ήταν πλέον αργά -τα παπούτσια
οδηγούν τα πόδια, αλλά τα δικά μας παπούτσια είναι περασμένης μόδας όπως και να
το κάνεις.
«Έλα μωρή κωλόγρια -εδώ έχει
και σόμπες», μου έδειξε ο Μπόρις.
Όντως, το γωνιακό μαγαζί είχε
από αυτές τις άθλιες σόμπες εξωτερικού χώρου που σε καίνε όταν κάθεσαι δίπλα
τους και δεν κάνουν απολύτως τίποτα αν κάθεσαι λίγο πιο πέρα, αλλά δεν είχα
όρεξη για διαφωνίες. Ένιωθα τον αέρα να με ξενίζει, σα να είχα συνηθίσει σε
διαφορετική πυκνότητα και τώρα πνιγόμουν από το πιο πλούσιο μείγμα.
Ο Μπόρις ήδη είχε βολευτεί σε
μια μεταλλική καρέκλα με μαξιλαράκια, κάθισα απέναντι του, παρκάραμε τα κράνη στην
τρίτη καρέκλα και προσέξαμε να αποφύγουμε την υγρασία στην επιφάνεια του
τραπεζιού.
Μείναμε αμίλητοι μέχρι να
έρθει η κοπέλα, παραγγείλαμε ένα Τζακ σκέτο και μια Στολίσναγια με πάγο, γύρω
μας κάθονταν 2-3 παρέες πιτσιρικάδων, ένιωσα ζόμπι.
«Δεν παίζει τίποτα της
προκοπής…» διαπίστωσε ο Μπόρις.
«Εννοείς…» έκανα.
«Μην αρχίσεις τις μαλακίες
περί ηλικίας», με έκοψε. «Και 20 χρονών να ήμασταν δεν θα την πέφταμε ποτέ σε
τέτοια σούργελα…»
Χαμογέλασα.
«Ότι δηλαδή αν μας κάθονταν,
εμείς θα λέγαμε όχι…»
«Άλλο αυτό -είπα κάτι τέτοιο
ρε μαλάκα;» νευρίασε. Αν μας κάθονταν θα πηγαίναμε με πολλή χαρά -τι θέλεις
δηλαδή; Να βρεθούμε στην Κόλαση όταν πεθάνουμε;»
Η σερβιτόρα έφερε τα ποτά κι ο
Μπόρις της χαμογέλασε.
«Αυτή όμως κάτι λέει», μου
ψιθύρισε όταν η κοπέλα απομακρύνθηκε.
Την κοίταξα -με την κοντή
φούστα και το μαύρο μάλλινο καλσόν -κάποια καρικατούρα μάνγκα.
«Ακόμα κολλημένος με το μύθο
της σερβιτόρας;» τον ρώτησα.
«Κάποιοι μύθοι αντέχουν ακόμα
και τη μυθοπλασία», απάντησε.
Άναψα τσιγάρο, πήρε το πακέτο,
έβγαλε ένα κι αυτός αλλά βέβαια δεν άναψε με το ζίπο μου -ο Μπόρις είχε πάντα
τις τσέπες του γεμάτες αναπτήρες τους οποίους ποτέ δεν άφηνε σε κοινή θέα.
«Λοιπόν, πες μου την ιστορία
-πώς βρέθηκες Εξόριστος στην Κεντρική Λεωφόρο;» ρώτησε σκύβοντας προς το
μέρος μου.
«Τόσο χάλια;» γέλασα. «Ας
είναι…» άραξα όσο πιο αναπαυτικά μπορούσα στην καρέκλα μου και άφησα τον καπνό
του τσιγάρου να βγει αργά στον παγωμένο αέρα. «Το θέμα είναι ότι στα 40
αρχίζεις να ζεις μ' εκείνο τον περίεργο και συνεχή φόβο πώς αν στρίψεις σε μια
γωνιά του δρόμου, υπάρχει ο κίνδυνος να δεις τον εαυτό σου να' ρχεται από το
απέναντι πεζοδρόμιο να σε συναντήσει. Άλλωστε... στο βάθος κανένας δεν μπορεί
να ξεφύγει απ' τον εαυτό του[1].»
Γέλασε.
«Έτσι λοιπόν…»
«Κάπως έτσι».
«Ας δούμε τώρα και τα
πραγματικά γεγονότα όπως προκύπτουν από το ρεπορτάζ», μου ζήτησε.
Το σκέφτηκα λίγο.
«Κοίταξε, περάσαμε 20 χρόνια
μαζί -τα πρώτα 10 μπορείς να τα δεις σε ταινία, παίζονται στους καλύτερους
κινηματογράφους. Μετά όμως άρχισε να γυρίζει το πράγμα, από υπερπαραγωγή γίναμε
ανεξάρτητος κινηματογράφος και τελικά καταλήξαμε Αγγελόπουλος. Μεγάλα
πλάνα, ακίνητα τοπία, μηδενικοί διάλογοι…
Δεν έφταιγε εκείνη, εγώ έφταιγα. Μετατρεπόμουν σε έπιπλο -εκεί που με
άφηνες, εκεί με έβρισκες μετά από μέρες πολλές. Ίσως έτσι να γίνεται ο άνθρωπος
πριν πεθάνει, άλλωστε δεν θα ήταν η πρώτη φορά που πέθαινα, αυτό είχε συμβεί ήδη
στα 30 μου… Αλλά όσο περισσότερες φορές πεθαίνεις τόσο περισσότερο μοιάζεις με
πεθαμένο -με καταλαβαίνεις;»
Κούνησε το κεφάλι του.
«Δηλαδή μου λες ότι επειδή δεν
πηδιόσασταν 2 φορές τη μέρα και έβλεπες τηλεόραση αντί να βγαίνετε έξω,
αποφάσισες να την κάνεις από το σπίτι σας», είπε.
«Σου λέω ότι κάποια πράγματα είναι
καλύτερα να μην ξεφτιλίζονται από το χρόνο. Ένα από αυτά είναι η ζωή μας».
Κατέβασε δυο γερές γουλιές και
κοίταξε τριγύρω.
«Και το κοριτσάκι που
κατεβαίνει από δεξιά, τι σου λέει;» με ρώτησε δείχνοντας με τα μάτια.
Δεν κοίταξα καν. Αλλά θα
έπρεπε. Γιατί τότε θα έβλεπα ότι το κοριτσάκι δεν ήταν μόνο -υπήρχαν και 5-6
κρετίνοι που το ακολουθούσαν.
«Τέλος πάντων», είπα. «Ας
πούμε τίποτα άλλο…»
Τότε η παρέα με το κοριτσάκι
και τους κρετίνους στάθηκε πάνω από τα κεφάλια μας.
Τους έκοψα από πάνω ως κάτω κι
αμέσως κατάλαβα ότι θα έχουμε μπλεξίματα. Επειδή οι τέσσερεις από αυτούς ήταν
γύρω στα 20 με 25 αλλά υπήρχαν δυο ακόμα που έρχονταν τελευταίοι κι εκείνοι
ήταν μεγάλοι, σαραντάρηδες το λιγότερο. Ο Μπόρις τους πήρε χαμπάρι και σφίχτηκε
στο κάθισμά του.
«Ρε μουνί, εσύ είσαι ο
Καστρινός;» μου φώναξε ένας από τους πιτσιρικάδες. Φορούσε πράσινο πλαστικό
μπουφάν και είχε μια αφάνα απ΄αυτές που απαγορεύονταν δια ροπάλου από τις αρχές
του ’80 ήδη.
«Εσύ ποιος είσαι που ρωτάς;»
χώθηκε ο Μπόρις.
Οι κρετίνοι απλώθηκαν και μας
περικύκλωσαν, άρχισα να νιώθω πολύ άβολα.
«Λέγε ρε, εσύ είσαι ο
Καστρινός;» πετάχτηκε ένας άλλος πιτσιρικάς με ξυρισμένα τα πλαϊνά του κεφαλιού
του και κοτσιδάκι.
«Εγώ είμαι», παραδέχτηκα.
«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;»
«Εσύ ρε πήγες και εκβίασες τον
Αργύρη να σταματήσει την απεργία πείνας;» φώναξε από λίγο πιο πίσω ένας από
τους μεγάλους.
Τον κοίταξα, κάτι μου θύμιζε
με τα αραιωμένα του μαλλιά και το δερμάτινο μπουφάν, αλλά δεν είχα χρόνο να το
ψάξω περισσότερο.
«Τον ξέρεις τον Αργύρη;»
ρώτησα.
«Να μη σε νοιάζει τι ξέρω
-απάντα», είπε ο μεγάλος.
Ο Μπόρις έσπρωξε σιγά την
καρέκλα του προς τα πίσω κι ετοιμάστηκε να σηκωθεί έξω από τον κύκλο που μας
έστηναν. Ήθελε το χρόνο του κι έπρεπε να του τον δώσω.
«Αν λες ότι τον εκβίασα,
μάλλον δεν τον ξέρεις τον Αργύρη», είπα.
«Και τότε τι έκανες; Τον
κορόιδεψες; Σε στείλανε οι μπάτσοι να σπάσεις την απεργία του -έτσι δεν είναι;»
χώθηκε ο δεύτερος μεγάλος.
Οι πιτσιρικάδες φούντωναν μετά
από κάθε φράση. Η κοπελίτσα είχε βάλει τα χέρια μέσα από το πλαστικό μπουφάν της
και κάτι έψαχνε -ήξερα πολύ καλά τι ήταν αυτό.
Είδα το Μπόρις με την άκρη του
ματιού μου, είχε ήδη σπρώξει την καρέκλα του στο πλάι, τώρα χρειαζόταν απλώς
ένα βήμα για να βρεθεί πίσω τους.
«Πολύ τηλεόραση βλέπετε ρε
μάγκες», γέλασα και μετά πετάχτηκα απότομα από την καρέκλα μου.
Ο Μπόρις είχε ήδη σηκωθεί και
κρατούσε τη δική του καρέκλα στον αέρα όσο μου την έπεφταν δυο πιτσιρικάδες από
το πλάι. Αδρεναλίνη του φόβου, καλό πράγμα, τους έσπρωξα και πέρασα ανάμεσά
τους. Είδα την πιτσιρίκα να βγάζει δυο πτυσσόμενα γκλοπ και να τα μοιράζει, οι
σαραντάρηδες τραβήχτηκαν λίγο πίσω καθώς οι πιτσιρικάδες μου την έπεσαν
μαζεμένοι. Μπερδεύτηκαν μεταξύ τους και καθυστέρησαν, έτσι πρόλαβα να ρίξω κάνα
δυο κλωτσιές στα κοντινότερα αρχίδια, αλλά μετά έσκασαν τα γκλοπ πάνω μου και
το γύρισα σε άμυνα. Δεν είχα καμιά τύχη -σε λίγο θα με πλεύριζαν μπρος-πίσω και
θα με λιάνιζαν -τότε άκουσα την καρέκλα να χτυπάει σε πλάτες και κόσμο να
βογκάει και μετά άκουσα το Μπόρις να φωνάζει «γαμώ το σπίτι σας» κι άλλα
βογγητά, κατέβασα τα χέρια από το πρόσωπο, έφαγα μια ξεγυρισμένη δεξιά δίπλα
από τη μύτη, είπα να κρατηθώ όρθιος αλλά η πιτσιρίκα με κοπάνησε πίσω από τις
γάμπες με κάτι σιδερένιο και γονάτισα.
Βρέθηκαν αμέσως από πάνω μου,
μέτρησα τρεις, άρα οι υπόλοιποι την έπεφταν στο Μπόρις -κουλουριάστηκα και τους
άφησα να με κλωτσάνε, σε λίγο έγλυψα αίμα από τα χείλη μου, δεν άλλαξα στάση,
περίμενα να τελειώσουν.
Άκουγα γύρω μου φωνές και τα
χτυπήματα σταμάτησαν, τόλμησα λοιπόν να κατεβάσω τα χέρια μου και είδα κόσμο
μαζεμένο αλλά όχι αυτούς που μας χτυπούσαν. Παιδιά που γέλαγαν ή κάθονταν
αμήχανα -έψαξα το Μπόρις και τον είδα στα 10 μέτρα να κουτσαίνει καθώς με
πλησίαζε.
«Καλή φάση, για να σπάνε τα
άλατα», είπε καθώς μου έδινε το χέρι του για να σηκωθώ.
Τα κατάφερα, στήθηκα στα πόδια
μου και δεν πονούσα, αλλά μετά από λίγο άρχισα να πονάω παντού.
«Έκαναν δουλίτσα τα παιδιά»,
παρατήρησε ο Μπόρις.
«Εντάξει -κι εσύ ωραίος
είσαι», του είπα χαζεύοντας ένα σκίσιμο πάνω από το αριστερό του φρύδι.
Μια κοπέλα μας πλησίασε και
άπλωσε ένα μπουκάλι νερό προς το μέρος μας, έτσι που ήμασταν αγκαζέ.
«Είστε εντάξει;» ρώτησε.
Δεν απάντησα γιατί δεν
κατάλαβα αν ρωτούσε και τους δύο ή απλώς χρησιμοποίησε πληθυντικό ηλικίας.
«Είδες τι τραβάμε για να σε
εντυπωσιάσουμε», της γέλασε ο Μπόρις.
Η κοπέλα τραβήχτηκε πίσω
απότομα.
Τότε άκουσα καινούργιες φωνές
κι όλοι γύρισαν να κοιτάξουν προς τα πίσω, είδα πρώτα τον καπνό, έπρεπε να παραμερίσω
αδύναμα κάμποσο κόσμο για να διαπιστώσω ότι ο Δούκας καιγόταν.
«Καργιόληδες..» μούγκρισα κι
άρχισα ν΄ανηφορίζω την πλατεία κουτσαίνοντας.
Ο Μπόρις έφτασε πριν από μένα,
ως συνήθως, τον είδα να βγάζει το μπουφάν του μπας και καπακώσει τη φωτιά αλλά
μετά σταμάτησε και το κράτησε στο χέρι του αμήχανα γιατί ήδη άρπαζαν τα λάστιχα.
Κάποιο καθίκι είχε σπάσει την τάπα της βενζίνης κι είχε χώσει μέσα αναμμένο
στουπί ή κάτι τέτοιο, γιατί το ντεπόζιτο έλιωνε και κομμάτια της σέλας κυλούσαν
προς τα πλαϊνά καπάκια.
«Εντάξει, οδηγείται ακόμα»,
είπε ο Μπόρις.
«Ναι, αν είσαι ο Γκοστ
Ράιντερ», τον διαβεβαίωσα.
Έβγαλα με τα χίλια ζόρια το
πακέτο, άναψα δυο τσιγάρα και του έδωσα το ένα. Μείναμε εκεί να κοιτάζουμε το
Δούκα που παραμορφωνόταν, μέταλλα και πλαστικό ανακατεύονταν χάνοντας το
καλούπι τους.
«Καλύτερα να καεί παρά να
ξεθωριάσει[2]»,
μουρμούρισα κι έτσι κάπως αποχαιρέτησα το Δούκα.
Φύγαμε με το Ληστή την ώρα που
ακούγαμε μια σειρήνα να πλησιάζει -δεν είχα όρεξη για νέες γνωριμίες.
Μπήκαμε στο διαμέρισμά μου
κουτσαίνοντας, αλλά ο καθένας μόνος του, διατηρούσαμε κάποια αξιοπρέπεια η
οποία μας εμπόδιζε να πιαστούμε αγκαζέ και να πατάμε δεξί πόδι εγώ, αριστερό ο
Μπόρις. Τα μπουφάν μας ήταν μέσα στη λάσπη, το παντελόνι μου τα ίδια και
χειρότερα, σωριάστηκα στην πολυθρόνα για ν΄αφήσω τον καναπέ στο Μπόρις.
«Έχεις μπλέξει άσχημα φίλε
μου», διαπίστωσε.
Του πέταξα ένα τσιγάρο αλλά
δεν είχε κουράγιο να το πιάσει στον αέρα -έτσι το άφησε να σκάσει στο στήθος
του και το φρέναρε όσο κυλούσε προς την κοιλιά του.
Πριν ανάψω το δικό μου
σηκώθηκα, με πολύ ζόρι είναι η αλήθεια -του έφερα μια σακούλα παγάκια και
βολεύτηκα με κάτι παγοκυψέλες κρυμμένες στην κατάψυξη από την εποχή που αγόρασα
το ψυγείο.
«Για πες μου κάτι εσύ που
είσαι και σοφός», ξανάρχισε ο Μπόρις. «Θυμάσαι πότε καίγαμε μηχανές στην
πλατεία;»
«Όταν τις οδηγούσαν
ασφαλίτες», μουρμούρισα.
«Καλά θυμόμουν», είπε εκείνος.
«Δεν υπήρχε λόγος να μπλεχτείς
σε όλο αυτό», έκανα αφηρημένα.
«Κι αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος
που μπλέχτηκα», πήγε να γελάσει, αλλά πνίγηκε και το παράτησε. «Το θέμα είναι,
τι γίνεται τώρα;»
«Τι να γίνει; Εσύ θα πας
σπιτάκι σου κι εγώ θα τη βρω την άκρη», είπα.
«Δεν πάει έτσι, φιλαράκο. Τώρα
είμαστε χωμένοι και οι δυο στην υπόθεση».
Έξυσα το κεφάλι μου και δεν
μπόρεσα να καταλάβω αν πονούσα περισσότερο εκεί ή στο χέρι που σηκώθηκε για να
ξύσει.
«Μην ασχολείσαι», του ξέκοψα.
«Άσε τις μαλακίες ρε Νίκο. Εδώ
μας την έπεσαν οι Μεξικάνοι, μας έριξαν ένα χέρι ξύλο και έκαναν πυροτέχνημα το
Δούκα -δε γίνεται να το αφήσουμε. Πρόσεξε -όχι ότι θέλω να κάνω κάτι, απλά
πρέπει κάτι να γίνει»
«Πώς το βλέπεις δηλαδή;»
Άπλωσε τα πόδια του στον
καναπέ.
«Πρώτον, στέλνω μήνυμα στην
Άννυ να περάσει από δω το πρωί, σου αφήνει το αυτοκίνητό της και φεύγουμε με το
Ληστή…» σήκωσε το χέρι του και έκοψε τις αντιρρήσεις μου. «Δεύτερον, τραβάμε
τις κομπρέσες μας, τα ωμά μπιφτέκια στη μούρη και τα σχετικά για να συνέλθουμε.
Τρίτον… γενικά…»
«Γιατί μου αφήνει το
αυτοκίνητο η Άννυ;» απόρησα.
«Για να μετακινείσαι ρε ηλίθιε
-το Ληστή τον θέλω λόγω δουλειάς, δεν υπάρχουν παρκαρίσματα στο κέντρο».
«Έχω αμάξι», είπα.
«Δεν έχεις. Εκείνη το έχει κι
εσύ δεν πρόκειται να της το ζητήσεις, μιλάω σωστά;»
Δεν απάντησα -δίκιο είχε.
«Τώρα ρίχνουμε έναν ύπνο για
να έρθουν τα νεφρά στη θέση τους, αφού βέβαια στείλω μηνυματάκι στην Άννυ για
να μη φρικάρει», είπε και μου γύρισε την πλάτη.
Έμεινα να τον κοιτάζω σα
χαζός, μετά σηκώθηκα.
«Τίποτα κουβερτούλα,
μαξιλαράκι παίζει;» τον άκουσα να λέει μέσα από τα δόντια του.
Τον τακτοποίησα πριν πέσω στο
κρεβάτι με τα ρούχα.
Με πήρε ο ύπνος κάνα δυο ώρες
μετά, αφού προηγουμένως είχα πάει μια
βόλτα ως το ψυγείο και μπουκωθεί με ότι παυσίπονο υπήρχε εύκαιρο, συν μια βόλτα
στην τουαλέτα όπου κατούρησα αίμα. Ένιωθα σα να με είχαν κλείσει σε φούρνο
μικροκυμάτων, όλα γύριζαν και κάτι με τρύπαγε σε διάφορα μέρη του σώματός του
-ως φαίνεται, αυτός ο φούρνος είχε πάνω από ένα λαμπτήρα πυράκτωσης. Κάπου
κοντά μου άκουγα φωνές, «θα σε σκίσουμε μουνόπανο», «εδώ θα πεθάνεις», «τέλειωσες
πούστη» και τα τέτοια…
Ξύπνησα νιώθοντας πιο άσχημα
από ότι πριν κοιμηθώ. Από το παράθυρο έμπαινε κάποιο φως ημέρας, όσο άφηνε η
συννεφιά να ξεμυτίσει -δηλαδή όχι σπουδαία πράγματα.
Ο Μπόρις ακόμα κοιμόταν και
ροχάλιζε πανηγυρικά. Έφτιαξα καφέ, τον ήπια στα όρθια πριν πάω να κάνω μπάνιο
-έβγαλα από πάνω μου κομμάτια ιδρώτα και ξεραμένο αίμα ανακατεμένο με λάσπη,
αλλά ένιωσα κάπως ανθρώπινα. Ντύθηκα και έφτιαξα καινούργιο καφέ όσο ο Μπόρις
στριφογύρναγε στον καναπέ.
«Μαλάκα, ο καναπές σου χάνει
ελατήρια», μούγκρισε.
«Εννοείς;» ρώτησα από την
κουζίνα.
«Ότι τα μισά μπήκαν στον κώλο
μου και τα υπόλοιπα βγήκαν από το ύφασμα -κάπως έτσι», απάντησε όσο σηκωνόταν.
«Τι ώρα είναι;»
«Ώρα να την κάνεις».
Με κοίταξε με μισόκλειστα
μάτια όσο χωνόταν στην τουαλέτα.
«Άσε τίποτα ρούχα απέξω ρε
κρετίνε», φώναξε για να ακουστεί από το τρεχούμενο νερό.
Κρέμασα ένα καρό πουκάμισο κι
ένα τζιν από το χερούλι της πόρτας, το σκέφτηκα να του δώσω και τίποτα
σωβρακοφανέλες αλλά προτίμησα να μην.
«Πώς τον πίνεις;» ρώτησα.
«Κατευθείαν από την πηγή»,
απάντησε.
Κι έτσι του έφτιαξα ένα
εσπρέσο δυναμίτη με μισή κουταλιά ζάχαρη -αν δεν έβαζε δεν θα του φαινόταν κι
αν έβαζε πάλι δε θα τον πείραζε.
Με πέτυχε καθισμένο μπροστά
στην οθόνη του λάπτοπ, είδα ότι είχε βρει τον καφέ και έπινε αδιαμαρτύρητα. Εγώ
πάλι άνοιγα κι έκλεινα τα μέιλ μου γιατί σήμερα έπρεπε να περάσω από τον
εκδοτικό οίκο -σκεφτόμουν μήπως έριχνα τίποτα αναβολή κι έτσι.
«Λοιπόν φίλε μου, την ώρα που
έχεζα στο μπάνιο σου…» ξεκίνησε ο Μπόρις.
Γύρισα προς το μέρος του.
«Είναι ανάγκη να το μοιραστείς
μαζί μου αυτό;» παρακάλεσα.
«Ανάγκη και κόψιμο σαν αυτό
που έπαθα προ ολίγου… Αλλά δεν είναι εκεί το θέμα».
Έσκυψε πάνω μου, τραβήχτηκα
ενστικτωδώς, προσπαθώντας να μη μυρίσω την ανάσα του.
«Δες ρε ηλίθιε», μου είπε,
φέρνοντας το κινητό του μπροστά στη μούρη μου.
Είδα.
«Ποιος το έχει σηκώσει;»
ρώτησα όταν τελείωσε το βίντεο.
«Άσχετο», ξεκαθάρισε. «Τον
τίτλο τον διάβασες;»
Κοίταξα καλύτερα. Έξω οι ρουφιάνοι
του κράτους από την πλατεία, έγραφε. Ο Μπόρις με άφησε να το απολαύσω και
μετά σκρόλαρε για να δω μερικά σχόλια, αλλά δε χρειαζόταν -τα είχα ήδη ακούσει
στον ύπνο μου. Και βέβαια, το βίντεο έδειχνε εμένα κι εκείνον να τρώμε ξύλο.
«Άμεση η ενημέρωση του
φιλοθεάμονος κοινού από τα σόσιαλ», γέλασε ο Μπόρις.
Εγώ πάλι δε γέλασα.
«Πιες τον καφέ και φύγε», του
είπα.
«Τι έπαθες ρε μαλάκα;»
«Τελείωνε».
Έβαλε τα χέρια στη μέση και με
κοίταξε.
«Κάντην ρε Μπόρις -θα σε πάρω
τηλέφωνο εγώ», του ξέκοψα.
«Κάτσε να έρθει η Άννυ…»
«Φύγε με το Ληστή, δε θέλω
τίποτα. Ούτε αυτοκίνητο, ούτε τίποτα -με πιάνεις;»
«Σε πιάνω… και σ΄αφήνω»,
μούγκρισε ψάχνοντας το μπουφάν του.
Στην πόρτα κοντοστάθηκε.
«Και που είσαι μαλάκα, κάνε
καμιά δίαιτα -σαν αρλεκίνος είμαι με τα ρούχα σου», είπε πριν εξαφανιστεί.
Δεν κοίταξα καν την πόρτα. Η
οθόνη του λάπτοπ τρεμόπαιζε, αλλά μπορεί να έφταιγαν και τα μάτια μου. Άναψα
τσιγάρο και κοίταξα τον άδειο τοίχο απέναντι.
«Ήρθα για να κάνω φούσκες
και να σκίσω κώλους. Κι έχω ξεμείνει από τσίχλες[3]»,
είπα στον τοίχο.
Δεν έδειξε την παραμικρή
έκπληξη.
0 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!