Προηγούμενα:
1. Προετοιμασία για αιφνίδιο θάνατο
2. Τα όνειρα γερνάνε άσχημα
3. Οι γυναίκες είναι ακριβό χόμπυ
4. Η πονεμένη ιστορία της Βίβιαν
5. Η αντοχή είναι πιο σημαντική από την αλήθεια
6. Κορόιδο
7. Η πονεμένη ιστορία της Σόνιας
8. Προδιαγραφές θανάτου
Ξύπνησα μαγκωμένος
στα δόντια μιας αόρατης ραπτομηχανής που είχε βάλει σκοπό να κεντήσει τη δεξιά
πλευρά του σώματός μου. Για την ώρα οι σακοράφες της ραπτομηχανής περιποιούνταν
τον ώμο μου αλλά δεν έβλεπα κανένα λόγο να μη συνεχίσουν το καρίκωμα και πιο
κάτω. Το κεφάλι μου κοπάναγε σε κάτι σκληρό όσο γινόταν η δουλειά, ήθελα να
φωνάξω αλλά δεν το έκανα, πρώτον γιατί τα πάντα τριγύρω ήταν θεοσκότεινα και
δεύτερον γιατί φοβόμουν οτι η ραπτομηχανή θα μου έραβε το στόμα. Έκανα λοιπόν
μια πρόχειρη εκτίμηση της κατάστασης ξεκινώντας από κάτω προς τα πάνω –είχα δυο
πόδια που έδειχναν να λειτουργούν ακόμα, αν εξαιρέσεις κάτι κράμπες, το στομάχι
μου έμοιαζε με στυμμένο πατσαβούρι, το αριστερό μου χέρι δεν φαινόταν να έχει
πειραχτεί και το κεφάλι μου παρέμενε στη θέση του. Θυμήθηκα κάτι ακόμα, έστριψα
λίγο το κορμί μου ψαχουλεύοντας την αριστερή μου μπότα, πόνεσα παντού κι ακόμα
χειρότερα, το κεφάλι μου κοπάνησε σε κάτι σκληρό καθώς ανασηκωνόμουν, αλλά
κατάφερα να πιάσω την πεταλούδα που είχα κρυμμένη εκεί μέσα. Δεν χρειαζόταν να
ψάξω στις τσέπες μου, ήμουνα σίγουρος οτι κάποιοι καλοί άνθρωποι θα με είχαν
ήδη απαλλάξει από το όπλο μου για να προλάβουν τυχόν ατυχήματα.
Εξερεύνησα
διστακτικά τον χώρο με το αριστερό μου χέρι –σκληρές μεταλλικές επιφάνειες,
μυρωδιά αχρησιμοποίητου ελαστικού κι η ραπτομηχανή να δουλεύει άστατα –ήμουν
λοιπόν σε κάποιο πορτ μπαγκάζ. Ίσως να με είχε πουλήσει η Σόνια, ίσως κιόλας να
με περίμεναν στο σπίτι της –όλα ήταν πιθανά. Αλλά δεν είχα χρόνο για τέτοιες
σκέψεις, το σημαντικό τώρα ήταν να ξεμπλέξω. Έσφιξα την πεταλούδα στο αριστερό
χέρι, έσφιξα τα δόντια, πόνεσα ακόμα περισσότερο. Και περίμενα να φτάσουμε.
Τα τελευταία μέτρα
ήταν τα χειρότερα –κοπάναγε το κεφάλι μου σαν μπίλια σε φλίπερ, κακός
χωματόδρομος μάλλον. Όταν σταματήσαμε μού ήρθε αυθόρμητα η διάθεση να φιλήσω
τον πρώτο που θα έβρισκα μπροστά μου αλλά θυμήθηκα τι σκόπευαν να μου κάνουν κι
άλλαξα αμέσως διάθεση. Άκουσα τα παπούτσια τους να κοπανάνε στις πέτρες, άκουσα
τις φωνές τους, ήταν δύο και ψιθύριζαν ακατανόητα. Σφίχτηκα.
Το πορτ μπαγκάζ
τραντάχτηκε ανοίγοντας, ένας γουρουνοκέφαλος έσκυψε προς το μέρος μου, τίναξα
το αριστερό χέρι απεγνωσμένα, ο γουρουνοκέφαλος ούρλιαξε πιάνοντας τον λαιμό
του. Τον κλώτσησα στο στήθος καθώς προσπαθούσα να βγω από το πορτ μπαγκάζ κι
εκείνος έπεσε προς τα πίσω παρασέρνοντας τον ανυποψίαστο συνεργάτη του. Όσο κι
αν προσπάθησα δεν κατάφερα να πατήσω γερά στα πόδια μου, τραμπαλίστηκα
κοιτάζοντάς τους, ο γουρουνοκέφαλος σφάδαζε όσο ο άλλος πάλευε να απελευθερωθεί
από το βάρος του. Ύψωσα το αριστερό χέρι παίζοντας με την πεταλούδα, θέλησα να
πέσω πάνω τους, έτσι όπως βρίσκονταν μπερδεμένοι, και να τους μακελέψω –όμως
ζαλίστηκα ξαφνικά. Μέχρι να ισορροπήσει ξανά η γη κάτω απ΄ τα πόδια μου είχα
φτάσει στην πόρτα του αυτοκινήτου –τζιπ για την ακρίβεια, με φιμέ τζάμια- και
πάλευα να βολευτώ στη θέση του οδηγού. Σκέφτηκα για το πεσμένο ντουέτο πίσω
μου, θα ήταν τρομερή χαζομάρα αν τους ορμούσα στην κατάστασή μου –μπορείς να
τρομάξεις κάποιους κι έτσι να τους αδρανοποιήσεις αλλά αν τους επιτεθείς για να
τους σκοτώσεις θα πρέπει να υπολογίσεις οτι ο τρόμος δίνει τη θέση του στην
υστερία της επιβίωσης. Έπραξα λοιπόν σωστά που δεν τους επιτέθηκα, αλλά έβαλα
όπισθεν και πέρασα τις πίσω ρόδες του τζιπ από πάνω τους, ή τουλάχιστον
προσπάθησα να το κάνω. Ευτυχώς αυτό το πράγμα ήταν αυτόματο γιατί το δεξί μου
χέρι είχε παραλύσει από το μούδιασμα. Έχανα ακόμα αίμα; Δεν είχα χρόνο να το
ψάξω. Έπρεπε να βρω πού είμαι και ν΄ αποφασίσω πού θα πάω, τα μάτια μου
κρατιόντουσαν με το ζόρι ανοιχτά τώρα που η αδρεναλίνη υποχωρούσε.
Είχα ξαναβρεθεί
χτυπημένος και σε χειρότερη κατάσταση από την τωρινή, όμως τότε μπορούσα να πάω
σε κάποιον παράνομο γιατρουδάκο για περίθαλψη και στη συνέχεια να κρυφτώ σε
τίποτα παλιούς γνωστούς –τώρα τα πράγματα ήταν διαφορετικά γιατί δεν με
κυνηγάνε μπάτσοι αλλά ο Γκας με την παρέα του κι εγώ δεν ξέρω πόσοι άλλοι
ακόμα. Τελικά δεν είχα ξαναβρεθεί σε χειρότερη κατάσταση κι έτσι βγήκα στη
λεωφόρο έτοιμος να βάλω τα κλάματα.
Τη επόμενη μισή ώρα
οδηγούσα σαν αποβλακωμένος, όσο κι αν το σκεφτόμουν μονάχα ένας δρόμος έμενε
ανοιχτός. Φαίνεται περίεργο όταν ανακαλύπτεις οτι ο μόνος στον οποίο μπορείς να
βασιστείς, έστω και προσωρινά, είναι μια τυχαία γνωριμία –κάποιο άτομο που
βοήθησες πιστεύοντας οτι δεν υπήρχε κανένας λόγος να το κάνεις, όμως η ζωή η
ίδια είναι ένα τυχαίο γεγονός περιτριγυρισμένο από ατυχίες. Βγήκα στην Εθνική
με κατεύθυνση προς το βορά, στο κάτω-κάτω οι λύσεις συχνάζουν στα ίδια μέρη με
τα προβλήματα.
Είχα κάνει καμιά
διακοσαριά χιλιόμετρα όταν αποφάσισα να σταματήσω σ΄ένα βενζινάδικο, κοιτάχτηκα
στον καθρέφτη του τζιπ –έδειχνα χάλια. Όμως το μπουφάν έκρυβε τα αίματα,
πάρκαρα το τζιπ πίσω από τις αντλίες και μάζεψα τα πόδια μου για να μην
καταρρεύσω πριν φτάσω στις τουαλέτες. Μπήκα μέσα και κλειδώθηκα, έβγαλα το
μπουφάν, έριξα μπόλικο παγωμένο νερό για να ξεκολλήσω τη μπλούζα μου από το
τραύμα, ένα νησί φτιαγμένο με ξεραμένο αίμα ακριβώς κάτω από τη δεξιά μου
κλείδα, όσο κι αν προσπάθησα δεν κατάφερα να δω τι γινόταν στην πλάτη μου. Ο πούστης
ο μαγαζάτορας μού είχε κάνει ζημιά, δεν μπορούσα να καταλάβω αν η σφαίρα είχε
βγει ή ήταν ακόμα μέσα, πάντως χρειαζόμουν επιδέσμους, αντισηπτικά και μια
ζεστή σούπα με κοτόπουλο αν δεν ήθελα να σαπίσω. Ξαναγύρισα στο τζιπ, ο
πιτσιρικάς του μαγαζιού με ρώτησε πόση βενζίνη να βάλει, δεν καταδέχτηκα να του
απαντήσω. Μου μένανε άλλα διακόσια χιλιόμετρα, πάνω-κάτω.
Άνοιξα το ραδιόφωνο
μπας κι εμποδίσω το παρμπρίζ να κολλήσει στο πίσω τζάμι, το κεφάλι μου βούιζε,
ο ώμος μου πονούσε ή ίσως και να συνέβαινε το αντίθετο. Έψαξα σταθμούς με
ειδήσεις, δεν περίμενα βέβαια να πουν κάτι που να με αφορά αλλά ποτέ δεν ξέρεις
-μέχρι να μάθεις. Πήγαινα δεξιά λωρίδα, προσεκτικός και χάρτινος σαν πιόνι σε
Στρατέγκο, νταλίκες με προσπερνούσαν κορνάροντας, η ώρα είχε φτάσει ήδη 11 το
πρωί και όλα έμοιαζαν κρεμασμένα από κλωστές καπνού. Ο ήλιος απέξω τσακωνόταν
με κάτι μπουρινιασμένα σύννεφα αλλά φαινόταν να χάνει κατά κράτος, μέτραγα τα
χιλιόμετρα από τις πινακίδες, μετά από δυο τσιγάρα μπήκα στην Κατερίνη.
Ακολούθησα τις πινακίδες μέχρι την κεντρική πλατεία, φτάνοντας κατέβασα λίγο το
τζάμι και φώναξα στον κοντινότερο περαστικό:
«Μια καφετέρια,
Ελίτ -πού είναι;»
«Ελίτ;» έξυσε
εκείνος την κεφάλα του.
«Ελίτ», συμφώνησα.
«Τι είναι αυτό;» με
ξαναρώτησε.
«Μάρκα από
φρυγανιές», μούγκρισα. «Καφετέρια είναι ρε φίλε –την ξέρεις;»
Σκέφτηκε.
«Στην παραλία
είναι», αποφάνθηκε τελικά.
Ένας μαλάκας άρχισε
να κορνάρει πίσω μου παρ΄ όλο που είχα ανάψει τα αλάρμ.
«Και πώς πάνε
εκεί;» ζήτησα να μάθω.
Ο περαστικός μού
έκανε κάτι ακαθόριστα νοήματα όσο ο μαλάκας πίσω μου συνέχιζε να κορνάρει,
κάποια άκρη έβγαλα και βιάστηκα να ξεκινήσω.
Η παραλία βρώμαγε
σάπιο ψάρι ανακατεμένο με μαζούτ, έψαξα την καφετέρια και δεν ήταν δύσκολο να
την εντοπίσω. Πάρκαρα το τζιπ κάπου απόμερα, μάζεψα οτι κουράγιο μού είχε
απομείνει, πήγα προς το μαγαζί. Μισοσκόταδο, ερημιά και υποψιασμένα βλέμματα με
υποδέχτηκαν όταν άνοιξα την πόρτα –είχε κάποια ιδρωμένα τραπεζάκια έξω αλλά όλο
το παιχνίδι γινόταν στο βάθος της αίθουσας. Μια παρέα βρομύλων που έπαιζε
χαρτιά, ένας μπάρμαν έτοιμος να αποκοιμηθεί, περίμενα μέχρι να συνηθίσουν τα
μάτια μου στο ημίφως για να την εντοπίσω. Δεν χρειάστηκε.
«Εσύ ήρθε;» άκουσα
τον πανηγυρισμό της κι αυτόματα βρέθηκα εγκλωβισμένος ανάμεσα στα μπράτσα της.
«Σιγά, θα με
διαλύσεις», παραπονέθηκα.
Η Βίβιαν με έσπρωξε
πίσω για να με δει -γρήγορα το χαμόγελό της πάγωσε.
«Τι έπαθε;»
«Μην τα ρωτάς».
«Άρρωστο;»
«Βαριά».
«Να φτιάξει τσάι;»
«Εντάξει –κι έλα να πούμε δυο κουβέντες», την
παρακάλεσα.
Μετά βολεύτηκα
σ΄ένα απόμερο τραπέζι μακριά από την πράσινη τσόχα και παιδεύτηκα με κάποιο
ατίθασο τσιγάρο. Ήρθε και κάθισε απέναντί μου αποθέτοντας ένα φλιτζάνι αχνιστό
τσάι. Προσπάθησα να χαμογελάσω κοιτάζοντάς την, ήταν μια καλόκαρδη κοπέλα με
μεγάλα βυζιά κι αυτά τα πράγματα αξίζουν πάντα ένα χαμόγελο.
«Τι έγινε;» με
ρώτησε.
«Έμπλεξα σε κάτι
υποθέσεις... Το θέμα είναι οτι χρειάζομαι ένα μέρος να μείνω για κάνα δυο
μέρες...»
Κοίταξε τριγύρω της
επιφυλακτικά.
«Σπίτι μου;»
αναρωτήθηκε.
«Αν γίνεται....»
«Σε κυνηγάει
αστυνομία;»
Δίστασα για λίγο
μετρώντας το πόσο μ΄ έπαιρνε να πω ψέματα.
«Και όχι μόνο»,
απάντησα τελικά.
«Θα μπλέξεις»,
μουρμούρισε.
«Είμαι ήδη
μπλεγμένος», της εξήγησα.
«Όχι. Εγώ θα
μπλέξεις», μου ξεκαθάρισε.
Άντε να βγάλεις
άκρη....
«Αν δεν γίνεται,
δεν πειράζει. Δεν είσαι υποχρεωμένη», είπα.
«Όμως εσύ μάλωσες
για μένα...» υπολόγισε.
«Έτσι την είδα –μη
νιώθεις υποχρέωση», απάντησα.
«Υποχρέωση...»
επανέλαβε.
Ετοιμάστηκα
απρόθυμα να της το εξηγήσω αλλά δεν μ΄ άφησε.
«Καλά», είπε.
«Σχολάω έξι. Εσύ πού περιμένει;»
«Εδώ παρακάτω, έχω
ένα τζιπ με φιμέ τζάμια».
«Θα έρθει», μου
χαμογέλασε πλατειά.
Σηκώθηκε.
«Τσάι κερασμένο από
μένα», πανηγύρισε.
Την ευχαρίστησα.
«Βίβιαν», της
φώναξε πριν φύγει.
Κοντοστάθηκε.
«Μην ανησυχεί»,
είπε. «Καλά».
Καλά. Ας τα λέμε
τουλάχιστον....
Τέλειωσα το τσάι
μου και πήγα κατευθείαν στο τζιπ, κλειδώθηκα μέσα γιατί χρειαζόμουν ξεκούραση
–την έπεσα λοιπόν στο πίσω κάθισμα νιώθοντας ένοικος σουίτας του
Ιντερκοντινένταλ. Είχα πυρετό αλλά τουλάχιστον δεν πονούσα πλέον –αυτό δεν ήταν
καλό σημάδι, ότι δεν πονάει δεν λογαριάζεται για ζωντανό. Όπως και να ‘χε,
βολεύτηκα στο πίσω κάθισμα κι έπεσα σε λήθαργο. Δεν πρέπει να είχαν περάσει
πάνω από 10 λεπτά όταν με τίναξε στον αέρα το παρατεταμένο χτύπημα, τσίκι
τσίκι, τσίκι, τσίκι, σαν τρυποκάρυδος που βάλθηκε να μου γαμήσει το τζάμι.
Άνοιξα τα μάτια με το ζόρι και την είδα να χοροπηδάει απέξω. Τσακίστηκα
ν΄ανοίξω την πόρτα.
«Τι έκανε τόση ώρα;
Έχει πουτσόκρυο», παραπονέθηκε η Βίβιαν όσο χωνόταν στη θέση του συνοδηγού.
«Γιατί ήρθες τόσο
γρήγορα;» απόρησα.
«Έξι και μισή», μου
κούνησε το ρολόι της.
Ξεκίνησα το τζιπ.
«Πού πάμε;»
«Σου πω εγώ».
«Εντάξει».
«Ωραίο αμάξι».
«Πρέπει να το
ξεφορτωθώ όμως, δεν είναι δικό μου».
«Ξέρει κάποιο».
«Τι κάποιο;»
«Φίλος αφεντικού
από μαγαζί... Πουλάει αμάξια»
«Δε μάς κάνει ρε
Βίβιαν, αφού σου είπα οτι το αμάξι είναι κλεμμένο».
«Βουλγαρία πουλάει
αμάξια αυτό».
Χαμογέλασα.
«Εντάξει τότε»,
είπα. «Πότε μπορούμε να πάμε;»
«Τώρα;»
«Τώρα».
Στη συνέχεια μου
έδωσε οδηγίες, βγήκαμε από την πόλη και χωθήκαμε σε κάτι λασπερούς αγροτικούς
δρόμους. Στα 5 χιλιόμετρα ταλαιπωρίας είδα κάτι που έμοιαζε με συνεργείο.
«Εκεί», είπε η
Βίβιαν.
Εκεί βέβαια –πού
αλλού;
Άφησα το αμάξι
απέξω και μπήκα πίσω της. Κάτι λιγούρια πλακώθηκαν στα σφυρίγματα όσο περνούσε
από κοντά τους, έκανα πως δεν καταλάβαινα. Στο βάθος του συνεργείου είχε μια
πόρτα, η Βίβιαν πήγε και τη χτύπησε. Από εκεί μέσα πετάχτηκε ένας σιχαμερός
γέρος, την κοίταξε σαλιάρικα, μετά είδε εμένα και του πέρασε η όρεξη.
«Τι τρέχει κούκλα;»
ρώτησε.
«Έχει ένα φίλο με
αμάξι για πούλημα...» ξεκίνησε να λέει εκείνη.
«Και τι με νοιάζει
εμένα;» αναρωτήθηκε ο σιχαμένος γέραξ.
«Νόμιζα οτι
αγοράζεις αμάξια», είπα με τη σειρά μου.
«Λάθος νόμιζες»,
απάντησε χωρίς να με κοιτάξει.
«Τα λάθη
ανθρώπινα», έκανα με τη σειρά μου. «Πάμε Βίβιαν».
Του γύρισα την
πλάτη και μέτρησα 10 βήματα όσο απομακρυνόμουν.
«Δηλαδή, τι έχεις
δηλαδή;» με πρόλαβε ο γέρος.
«Ότι και να ΄χω
αφού δεν αγοράζεις...» είπα.
«Μη βιάζεσαι ρε
παιδί. Να μη δούμε περί τίνος πρόκειται;»
«Να δούμε, αλλά
γρήγορα γιατί βιάζομαι», του ξέκοψα.
Πήγαμε έξω,
γλυκάθηκε στη θέα του τζιπ.
«Έχεις χαρτιά;»
ρώτησε.
Γέλασα.
«Αν είχα σε σένα θα
΄ρχομουν;»
«Και ποιος σου είπε
δηλαδή οτι κάνω τέτοιες δουλειές;»
Τον πλησίασα, έκανε
δυο βήματα πίσω.
«Άστο καλύτερα
εφόσον δεν ενδιαφέρεσαι», επανέλαβα.
«Όχι δηλαδή...»
«Ή μήπως
ενδιαφέρεσαι;»
«Καλό αμαξάκι είναι...»
μουρμούρισε σκεπτικά. «Να το δουν τα παιδιά;»
«Τι να δουν -πλάκα
μού κάνεις; Δώσε ένα τριαντάρι και καθαρίσαμε αλλιώς μη με καθυστερείς», του
ξέκοψα.
«Τριάντα χιλιάδες;
Πού να τα βρω τόσα λεφτά;»
«Καλά –δεν
πειράζει», είπα. «Ανέβα Βίβιαν, φεύγουμε».
«Στάσου ρε παιδί
μου...»
Στάθηκα.
«Δέκα χιλιάδες το
πολύ...»
Χαμογέλασα.
«Δέκα κι ένα νόμιμο
σαράβαλο», αντιπρότεινα.
«Δεν γίνονται
αυτά».
«Εντάξει, δεν
γίνονται. Αντίο».
«Στάσου».
Ξαναστάθηκα.
«Άκου παππού, δεν
έχω όρεξη για μαλακίες. Το αμάξι είναι έτοιμο να σαλπάρει για την αλλοδαπή,
θέλεις να τα κονομήσεις εσύ ή να το πάω σε άλλον;» νευρίασα.
«Καλά. Ανταλλαγή
–ένα μ΄ ένα...»
«Με κουράζεις...»
«Και δυο
χιλιαρικάκια...»
«Τέσσερα».
«Τρία».
«Κλείσαμε».
Σε είκοσι λεπτά
φεύγαμε από το άθλιο συνεργείο οδηγώντας ένα πράσινο Άξεντ που κουδούναγε σαν
παραστρατημένο πρόβατο.
«Βίβιαν είσαι
θησαυρός», της είπα.
Χαμογέλασε
εξηγώντας μου πώς θα φτάναμε σπίτι της.
Ζούσε σε μια
θλιβερή πολυκατοικία απ΄αυτές που δένουν τις πόρτες με καλώδιο για να μη
χτυπάνε από τον αέρα και το πολυτιμότερο πράγμα κάθε διαμερίσματος είναι κάποια
κονσέρβα ληγμένη μόλις τον περασμένο μήνα.
«Σπίτι μου. Καλό;»
χαμογέλασε η Βίβιαν.
«Το καλύτερο», της
είπα ψάχνοντας κάπου να βολευτώ.
«Μέσα,
κρεβατοκάμαρα», μου έδειξε.
Δεν είχα κουράγιο
να φέρω αντιρρήσεις, ξάπλωσα στο κρεβάτι της όσο τα ελατήρια διαμαρτύρονταν κι
έκλεισα για λίγο τα μάτια. Την ένιωσα να μου βγάζει τις μπότες, πήγα να
διαμαρτυρηθώ αλλά ποιος ο λόγος; Ειδικά όταν δεν έχεις αποθέματα φωνής...
Έφυγε για λίγο από
κοντά μου και κατάλαβα οτι άναβε μια ηλεκτρική σόμπα-κουκουνάρα, η ζέστη με
πλημμύρισε καθώς η Βίβιαν μού έβγαζε τα ρούχα. Την άκουσα να τσιρίζει
τρομαγμένη βλέποντας την πληγή μου, μετά μού ψιθύρισε στο αυτί να τη βοηθήσω
όσο πάλευε να με γυρίσει μπρούμυτα. Παρακάτω δεν θυμάμαι τίποτα. Κάτι ζεστές
πετσέτες μονάχα που με κάνανε να πονάω γλυκά και τα συνεχή παρακάλιά μου: «έχω
χάπια στο μπουφάν –δώσμου». Πονούσα αλλά δεν ήξερα από πού ερχόταν ο πόνος.
«Κοιμάσαι, πάω
δουλειά», μια φράση ακουμπισμένη στο αυτί μου για ώρες πολλές.
«Κοιμάσαι;
Καλύτερα; Κάνε άκρη», κι άλλες φράσεις.
«Σήκω, φας», μια
επαναλαμβανόμενη φράση που δεν ήξερα πώς να την κάνω να σταματήσει.
«Κοιμάσαι, πάω
δουλειά, κοιμάσαι; Κοιμάσαι, κάνε άκρη, σήκω, φας, κοιμάσαι, πάω δουλειά,
καλύτερα, κοιμάσαι;»
«Δεν κοιμάμαι»,
μουρμούρισα βραχνά.
Έκανα κιόλας να
σηκωθώ αλλά έμοιαζε να έχω ενσωματωθεί στο στρώμα με τα διαμαρτυρόμενα
ελατήρια. Έκλεισα τα μάτια, τα ξανάνοιξα αλλά το σκοτάδι παρέμενε ίδιο. Σε κάτι
τέτοιες περιπτώσεις τρομάζεις οτι, αυτό ήταν, τυφλώθηκες –άρχισα να ψαχουλεύω
τριγύρω για να προσανατολιστώ, τελικά πέτυχα έναν διακόπτη και γέμισα το
δωμάτιο με ανακριτικό φως. Ήμουν μόνος και μπανταρισμένος, άγγιξα διστακτικά
τους επιδέσμους, η πληγή από κάτω διαμαρτυρήθηκε εξίσου διστακτικά. Σηκώθηκα
ψαχουλευτά σα γκαστρωμένη και πήγα κατά την κουζίνα επειδή το στόμα μου είχε
ξεραθεί για νερό. Το σπίτι μύριζε κλεισούρα και ιδρώτα, η δική μυρωδιά
ανακατεμένη με τη δική της κι από πάνω κάποιο βαρύ άρωμα που χειροτέρευε την
κατάσταση.
Ήπια ένα λίτρο
νερό, στην αρχή βουλιμικά, μετά πιο αργά –έψαξα τα κατατόπια του σπιτιού. Μια
μουσαμαδένια ντουλάπα τιγκαρισμένη από τα ρούχα της, ένα άδειο ψυγείο -κατέληξα
στο μπάνιο. Το νερό έτρεχε κρύο από τη διαλυμένη ντουζιέρα, πλύθηκα όσο
καλύτερα μπορούσα πριν δω τη φάτσα μου στον καθρέφτη και τρομάξω. Από τα γένια
υπολόγιζα οτι θα πρέπει να είχα περάσει 3-4 μέρες τάβλα, βρήκα ένα σκουριασμένο
ξυραφάκι και μια πλάκα σαπούνι, πήρα να ξυρίζομαι.
Όταν μπήκε στο
σπίτι την περίμενα αξιολύπητα φρέσκος και ανεπαρκώς στολισμένος –βλέπεις, τα
ρούχα μου ήταν ακόμα γεμάτα αίματα και λάσπες.
«Λούης», ούρλιαξε.
«Σηκώθηκε;»
Χαμογέλασα.
Η Βίβιαν άφησε μια
πλαστική σακούλα στο πάτωμα και όρμησε να μ΄ αγκαλιάσει, κρατήθηκα για να μη
σωριαστώ από την καρέκλα.
«Έχεις φέρει
φαγητό», με πληροφόρησε.
Δεν πεινούσα και τα
χάπια κωδεϊνης με είχαν γεμίσει νωχελικότητα, έμεινα λοιπόν απαθής να την
παρακολουθώ όσο σερβίριζε μια άθλια ψαρόσουπα.
«Πώς τα πέρασες στη
δουλειά σου;» τη ρώτησα.
«Εσύ δεν θέλει
ξέρει», μου απάντησε.
Χαμογέλασα –το είχα
ξανακούσει αυτό.
Έξω από το παράθυρο
έπαιρνε να ξημερώνει για τα καλά κι η Βίβιαν τιτίβιζε ακατανόητες ιστορίες για
κάποιους συγγενείς της που ήρθαν στην Αθήνα αλλά έχει χάσει τα ίχνη τους. Η
σούπα δεν κατέβαινε με τίποτα, οι πατάτες έμοιαζαν με υπόθετα γλυκερίνης κι
αναγκαζόμουν να κλείνω τη μύτη κάθε φορά που πλησίαζα στα υπολείμματα ψαριού,
έκανα πάντως φιλότιμες προσπάθειες να φάω για να μην την απογοητεύσω.
«Βίβιαν, δεν ξέρω
τι θα έκανα χωρίς εσένα», παραδέχτηκα.
Κι εκείνη κούνησε
τα χέρια μπροστά από το πρόσωπό της γελώντας, σα να έδιωχνε τίποτα μύγες. Είχα
βέβαια τον σκοπό μου.
«Θέλω να σου πω
όμως κάτι», συνέχισα.
Με κοίταξε
περιμένοντας.
«Εδώ στην περιοχή
έγινε μια δολοφονία...» ξεκίνησα.
«Την ηθοποιό;»
ρώτησε.
«Αυτήν. Λένε οτι τη
σκότωσα εγώ....» σταμάτησα για να της δώσω λίγο χρόνο, περίμενα όσο την έβλεπα
να μαζεύεται. «Δεν είναι αλήθεια. Πήγα και την είδα, μιλήσαμε, έφυγα –νομίζω
κιόλας οτι με είχε συμπαθήσει... Γύρισα πίσω μπας και βρω κάποιο στοιχείο για
το ποιος τη σκότωσε, όχι οτι περιμένω πως έτσι θα ξεμπλέξω αλλά να μάθω
τουλάχιστον ποιος με έπιασε κορόιδο...» σταμάτησα ξανά. «Κατάλαβες τι σου
είπα;»
Ένευσε ανεμίζοντας
το χείμαρρο των μαλλιών της.
«Τι θα κάνει;» με
ρώτησε.
«Όσο λιγότερα
ξέρεις...» μουρμούρισα.
«Μη λέει τέτοια»,
νευρίασε απότομα. «Εσύ πάω φυλακή...»
Έκρυψε το πρόσωπό
της στις παλάμες της.
«Δεν πρόκειται να
πας φυλακή», της ξεκαθάρισα. «Δεν πρόκειται να πω οτι έμεινα σπίτι σου και δε
νομίζω οτι ο τύπος που του πουλήσαμε το αμάξι θα μιλήσει στους μπάτσους».
«Τώρα;» με ρώτησε
κοιτάζοντάς με κατάματα –είχε κάτι τεράστια κι εκτυφλωτικά μάτια, ένιωσα το
πρόσωπό μου να τσουρουφλίζεται.
«Τώρα θα φύγω», της
είπα. «Κι αν όλα πάνε καλά δεν θα σε ξαναενοχλήσω»
«Αν όχι;»
«Αν όχι –τότε θα με
δεις στις ειδήσεις».
Σηκώθηκε και
στήθηκε μπροστά μου.
«Πάω μπάνιο, εσύ
ξαπλώσεις».
Έξυσα το κεφάλι
μου, τι ήταν πάλι αυτό;
«Δεν είμαι
κουρασμένος», έκανα χαζά.
«Ναι –όχι ακόμα»,
γέλασε. «Εσύ κοιμηθεί μαζί μου πριν φύγει».
«Γιατί;»
«Επειδή έτσι
γίνει», είπε απαλά.
Τι μπορούσα να
απαντήσω σε αυτό; Σήκωσα τους ώμους σε μια δήθεν αδιάφορη κίνηση κι επέστρεψα
στο κρεβάτι μου σαν καλό παιδί. Η Βίβιαν χώθηκε στην τουαλέτα.
«Άναψε σόμπα»,
φώναξε –σε μένα ή στη σόμπα, δεν κατάλαβα.
Βιάστηκα πάντως να
βάλω στην πρίζα την κουκουνάρα.
Ήρθε λίγη ώρα
αργότερα, γυμνή με το κορμί να αστράφτει από σταγόνες νερού που κυλάγανε
χαδιάρικα –η ζέστη με είχε αποβλακώσει, έτοιμος ήμουν ν΄ αποκοιμηθώ –όταν την
είδα όμως ανατρίχιασα. Αυτή η γυναίκα ερχόταν από τα βαθιά, από τότε που τα νεφρά των ανθρώπων κυβερνούσαν τον
κόσμο, τράβηξε τα σκεπάσματα, χώθηκε δίπλα μου κι ένιωσα μια παγωμένη φωτιά να
με απειλεί.
«Ακόμα φοράει
ρούχα;» γέλασε δείχνοντάς μου τα λευκά της δόντια.
Δεν είχα τι να
απαντήσω οπότε άρχισα να γδύνομαι άτσαλα. Το ίδιο άτσαλα τής όρμησα, με έσπρωξε
ήρεμα.
«Εσύ ξεκουράζεσαι»,
μου είπε.
Ναι, οπωσδήποτε –με
μια τέτοια γυναίκα δίπλα σου τι άλλο θα σκεφτόσουν να κάνεις πέρα από
ξεκούραση; Γύρισα να την φιλήσω αλλά ήταν πιο γρήγορη, ένιωσα τα χείλια της να
ξεκινάνε από το μέτωπό μου ακολουθώντας καθοδική πορεία.
«Εσύ άντρα δικό μου,
εσύ μάλωσε για μένα κι εγώ μαλώσω για σένα, άντρα δικό μου», επαναλάμβανε όσο
με φιλούσε κι ένιωσα οτι οι φράσεις που άκουγα στον λήθαργό μου ξανάβγαιναν
στην επιφάνεια για να μας στοιχειώσουν αλλά η Βίβιαν κόλλησε το στόμα της στο
δικό μου και κάποιος απελευθέρωσε μια παρέλαση μέσα στο δωμάτιο, μπροστά η
μπάντα έπαιζε εμβατήρια, στη συνέχεια λάγνες χορεύτριες και κάπου ενδιάμεσα τα
λιοντάρια με τις τίγρεις έξω από τα κλουβιά τους –σκέφτηκα να κρυφτώ σε κάποιο
από τα άδεια κλουβιά αλλά η παρέλαση με συνεπήρε, χάθηκα μέσα στον πολύχρωμο
ανεμοστρόβιλο.
Σηκώθηκα
προσεκτικά, μην την ξυπνήσω, έσβησα και την κουκουνάρα για να μην πάρουμε καμιά
φωτιά, ήμουν ιδρωμένος και το κρύο μού προκάλεσε ασυγκράτητο τρέμουλο, άναψα
τσιγάρο καθώς ντυνόμουν αργά. Το κορμί μου πήρε πάλι να πονάει –ένα πλήρες
ρεπερτόριο πόνου απ΄αυτά που δε σ΄ αφήνουν να τελειώσεις το τσιγάρο αλλά σε
στέλνουν τρέχοντας να μπουκωθείς στα χάπια.
Την χάζευα όσο
κοιμόταν, τα μαλλιά μισόκρυβαν το πρόσωπό της, ο αριστερός της ώμος πρόβαλε
γυμνός από τα σκεπάσματα. Δεν ξέρω αν ήταν μια γυναίκα που θα μπορούσες να
ζήσεις μαζί της αλλά είμαι σίγουρος οτι μαζί της μπορούσες εύκολα να πεθάνεις.
Σε κάποιο κρεβάτι πνιγμένος στον ιδρώτα ή σ΄ ένα βρώμικο σοκάκι μαχαιρωμένος
από νταβατζήδες, μεταξύ μας, δεν μπορούσα να βγάλω άκρη ποιο από τα δυο θα ήταν
περισσότερο επίπονο. Ντύθηκα, τής άφησα τα χρήματα που είχα βγάλει πουλώντας το
τζιπ κι έφυγα πατώντας στα νύχια λες και υπήρχε περίπτωση να την ξυπνήσω. Όχι,
δεν την φίλησα φεύγοντας –τι το περάσαμε δηλαδή;
Εκεί έξω είχε
μεσημεριάσει για τα καλά, ήξερα όμως τι έπρεπε να κάνω και γι΄αυτό δεν
βιαζόμουν. Πήρα το Άξεντ και τσουλήσαμε παρέα μέχρι το κέντρο της πόλης, βρήκα
ένα ήσυχο μέρος να το παρκάρω και μετά περπάτησα μισό χιλιόμετρο μέχρι να
πετύχω τηλεφωνικό θάλαμο. Έβγαλα την κάρτα του από το πορτοφόλι μου και
σχημάτισα τον αριθμό.
«Εμπρός»
«Καλημέρα, θα με
πετάξεις με το ταξί μέχρι έξω από την πόλη;»
«Πού ακριβώς πάτε;»
«Θα σου δώσω
διεύθυνση, δεν τη θυμάμαι απέξω».
«Και πού είστε;»
«Στην κεντρική
πλατεία».
«Σε δυο λεπτά θα
βρίσκομαι εκεί».
Στήθηκα και τον
περίμενα καπνίζοντας κάτω από τον παγωμένο ήλιο. Ήρθε σε δέκα λεπτά με το
πεντακάθαρο ταξί του, σταμάτησε πέντε μέτρα μακριά μου, βιάστηκα να χωθώ στο
πίσω κάθισμα.
«Εσείς
τηλεφωνήσατε;» ρώτησε.
«Ναι», απάντησα.
Κι επιτόπου
ακούμπησα τη λάμα της πεταλούδας στο σβέρκο του.
«Προχώρα και θα σου
πω. Βγες από την πόλη».
Με είδε στον
καθρέφτη, μάλλον με θυμήθηκε γιατί φάνηκε να ταράζεται. Μπορεί βέβαια και να
έφταιγε η λάμα που τον χάιδευε. Βγήκαμε από την πόλη, διάλεξα ένα έρημο μέρος
και του ζήτησα να μπει σε κάποιο χωματόδρομο. Όταν βεβαιώθηκα οτι θα μπορούσαμε
να μιλήσουμε ήσυχα τον έβαλα να παρκάρει.
«Με θυμάσαι;» τον
ρώτησα.
«Όχι», είπε.
«Λες ψέματα»,
παρατήρησα.
«Ναι», είπε.
«Ωραία»,
παραδέχτηκα. «Δεν σκοπεύω να σε πειράξω, απλά θέλω να μου πεις μερικά
πράγματα...»
Σταμάτησα, έγειρα
λίγο πίσω στο κάθισμά μου και πήρα τη λάμα από τον σβέρκο του.
«Όταν ήρθες να με
πάρεις εκείνη τη μέρα, μου είπες οτι έφερνες κάποιον άλλο –θυμάσαι;»
«Ναι».
«Ποιος ήταν;»
«Δεν τον ξέρω».
«Εντάξει, δεν τον
ξέρεις. Πες μου τουλάχιστον πώς ήταν».
«Γέρος».
«Και τι άλλο;»
«Τίποτ΄ άλλο, ένας
γέρος».
Περίμενα αφήνοντάς
του λίγο χρόνο.
«Καλοντυμένος,
αρχοντάνθρωπος», είπε τελικά. «Φαινόταν
πλούσιος».
«Τι άλλο;»
«Δεν ξέρω. Τον πήρα
από το σταθμό, έψαχνε ταξί, βιαζόταν... Μπήκε στο αμάξι σχεδόν με το ζόρι, είχα
σταματήσει σε φανάρι καθώς ερχόμουν να σε πάρω.... Πού πας κύριος, έχω κούρσα,
του είπα. Βιάζομαι, μου λέει. Πού θες να πας; ξαναρωτάω. Και μου λέει ακριβώς
το μέρος που πήγαινα, εντάξει, του λέω, είσαι τυχερός. Όταν φτάσαμε σε σένα του
είπα να τον κατεβάσω αλλά μου ζήτησε να τον πάω 200 μέτρα παρακάτω και θα με
πλήρωνε καλά. Τελικά πήγαμε κοντά 2 χιλιόμετρα πιο κάτω... τέλος πάντων. Μετά
γύρισα και σε πήρα».
Έβγαλα το πακέτο με
τα τσιγάρα.
«Πειράζει να
καπνίσω;» τον ρώτησα.
Κούνησε τους ώμους,
τον πείραζε αλλά τι να έλεγε...
Άναψα, του
πρόσφερα, δεν πήρε.
«Τώρα το θυμήθηκα»,
φώναξε. «Κι εκείνος κάπνιζε, του είπα οτι απαγορεύεται αλλά με παρακάλεσε να
τον αφήσω γιατί ήταν πολύ αναστατωμένος, άνοιξε και το παράθυρο... Τον άφησα
αλλά το μετάνιωσα, κάπνιζε κάτι βρωμοτσίγαρα με αρωματικό καπνό...»
«Κόκκινα τσιγάρα»,
φώναξα με τη σειρά μου.
«Ναι. Κάπνισε δύο
μέχρι να φτάσουμε, βρήκα τις γόπες στο τασάκι εκεί που κάθεσαι. Τον ξέρεις;»
Βίκτορας Αλεξιάδης.
Το μάτι της Λίζας Φωτίου στην πολυκοσμία.
«Μπορεί και να τον
ξέρω», ψιθύρισα. «Πώς σε λένε ρε φίλε;»
«Μιχάλη».
«Μιχάλη –ωραία. Να
σε ρωτήσω τώρα –αυτά τα είπες στην αστυνομία;»
Κούνησε το κεφάλι
αδιάφορα.
«Γιατί να τα πω;»
«Επειδή εκείνη τη
μέρα σκοτώσανε τη Φωτίου».
«Και τι δουλειά
είχε; Δεν τον πήγα σπίτι της».
«Τον πήγες όμως κοντά
στο σπίτι της».
«Ακόμα κι έτσι...
τι δουλειά είχε ο άνθρωπος; Αφού είπαν οτι τη σκοτώσανε κάτι Αλβανοί. Αυτός,
μόνο Αλβανός δεν ήταν».
Δίκιο είχε, αλλά
όχι και πολύ.
«Γιατί αποφεύγεις
τους μπάτσους;» τον ρώτησα.
«Είμαι κλειστός
τύπος», δικαιολογήθηκε εξουθενωμένος από την προηγούμενη αναγκαστική πολυλογία.
«Κλειστός ή πρώην
έγκλειστος;» επέμεινα.
«Όπως το πάρει
κανείς...»
Τον χτύπησα στην
πλάτη.
«Πήγαινέ με στο
σταθμό και ξέχνα οτι έγινε», του είπα.
«Τι έγινε δηλαδή;»
αναρωτήθηκε.
Χαμογέλασα.
Κάναμε τη διαδρομή
της επιστροφής αμίλητοι. Σταμάτησε το ταξί του έξω από τον σταθμό και περίμενε
με τα χέρια στο τιμόνι. Έβγαλα ένα πενηντάρικο, του το έδωσα.
«Δεν είναι ανάγκη»,
μου είπε.
«Το ξέρω»,
απάντησα.
Βγήκα κλείνοντας
απαλά την πόρτα πίσω μου.
«Ξέρεις... δεν
έχεις και πολλές ελπίδες, ακόμα κι αν τον βρεις...» φώναξε κατεβάζοντας το
παράθυρό του.
«Αν είχα ελπίδες
δεν θα είχε πλάκα», του χαμογέλασα.
Μετά μπήκα στο
σταθμό και τον περίμενα μέχρι να φύγει για να ξαναβγώ. Πέρασα προσεκτικά τους
δρόμους (ποτέ δεν ξέρεις ποιον θα συναντήσεις σε μια μικρή πόλη) κι έφτασα εκεί
που είχα παρκάρει το Άξεντ.
Το εσωτερικό του
αυτοκινήτου βρωμούσε τσιγάρο και λιωμένο πλαστικό, πήρα τον δρόμο της
επιστροφής βλαστημώντας, όταν ανακάλυψα οτι κάποιος από το συνεργείο είχε
βγάλει το ραδιόφωνο. Τα χιλιόμετρα της Εθνικής έδειχναν πιο εύκολα όσο ο ήλιος
έψαχνε μέρος να κρυφτεί, μη και τον πετύχει το απόγευμα και του ζητήσει πίσω
τίποτα παλιά δανεικά.
Άφησα το βλέμμα μου
να ακολουθήσει τη χαρακωμένη άσφαλτο νιώθοντας ακόμα τη μυρωδιά της Βίβιαν στα
δάχτυλά μου. Κάποια μέρα θα ξαναγύριζα, θα την ξανάβρισκα και θα την έπαιρνα
μαζί μου για πάντα. Και μετά θα περνούσαμε μια ολόκληρη ζωή μαζί, μ΄ αυτή να
εκρήγνυται κάθε τόσο και μ΄ εμένα να μετανιώνω. Αλλά της το χρωστούσα -πώς
αλλιώς να γινόταν; Όποιος σώζει τη ζωή σου, σε δένει σφιχτά με τη δική του
ζωή -μόνο αν τον σκοτώσεις μπορείς να
ελευθερωθείς.
Για την ώρα είχα
μπροστά μου 300 χιλιόμετρα και πολλές ερωτήσεις να κάνω στον κύριο Βίκτορα
Αλεξιάδη. Οι απαντήσεις ήταν δική του υπόθεση, αλλά το πώς θα ζούσε την
υπόλοιπη ζωή του –πίσω από τα κάγκελα ή περιμένοντας τη σφαίρα –αυτό ήταν δική
μου δουλειά. Ότι κι αν διάλεγε ο Αλεξιάδης θα του έβγαινε σε κακό, οτι κι αν
γινόταν τελικά, εγώ δύσκολα θα ξέμπλεκα.
Άλλαξα ταχύτητα
τσαντισμένος –το κιβώτιο μπλόκαρε σε κάθε αλλαγή από τρίτη σε τετάρτη, όταν το
επιχειρούσα κουδούνιζε σαν κουμπαράς. Ξαφνικά, άρχισε να μη μου αρέσει καθόλου
αυτό το απόγευμα.
29 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Yπέροχο. Περιμένω τη συνέχεια.
Ακόμα δε διάβασα
εύχομαι καλή χρονιά κλπ
(ποτέ δεν ήμουν καλός στο να εύχομαι)
θα διαβάσω μετα όμως
http://miliokas.tumblr.com/post/15144782578
http://miliokas.tumblr.com/post/15248649346
ΥΓ: Η επανάληψη είναι η μητέρα της μαθήσεως_
miliokas aka skylos_mayros
Δείμε ευχαριστώ. Κι εγώ το ίδιο πάντως, τη συνέχεια περιμένω γιατί, όπως ξέρεις, αυτά γράφονται μόνα τους και πάνε όπου γουστάρουν.
Καλή χρονιά milioka -δεν με χαλάει πάντως να είναι καλή κι ας μην μου ευχηθεί κανένας, χεχεχεχε.
Τώρα που σε είδα και το θυμήθηκα -αν έχεις πάρει το κουτί με τις ταινίες του Ν.Ν. θα πρέπει να επικοινωνήσεις με τη Ρέστλες για να σου αντικαταστήσουν το Σίγκαπουρ που βγάζει κάτι γραμμές στα πρώτα πλάνα. Μην το αμελήσεις.
Τώρα οι ταινείες; από το καλοκαίρι -δεν είδες τη φωτό;
Δώσε διεύθηνση για τη Ρέστλες -δεν είχα ανακατεφτεί εγώ,
τις βρωμοδουλειές τις αφήνω για τις γυναίκες :D
miliokas aka skylos_mayros
Εντάξει, δεν είναι και για θάνατο το θέμα -κάπου 30 δευτερόλεπτα βγάζει τις γραμμές, αλλά αφού αντικαθιστούν την κόπια για επικοινώνησε μαζί τους από εδώ:
http://www.restlesswind.com/contact-form.php
Εντέλη Γιάννης κερνά και Γιάννης το ένα μέρος πίνη και το άλλο ... χύνη! Η ερωτοαπαντήσεις είναι μια εύκολη μεθοδολογία αποφυγής της δυδκολίας των ποιλικών πραγμάτων, κοινώς στρουθωκαμηλισμός! Πάντοτε ότι δηλώσεις ... είσαι, τώρα τελευταία είναι πολύ μόδα να δηλώνεις Αριστερός και να το παίζεις και ... Αριστερός, αυτό το "ΜΟΔΙΣΤΙΚΟ" το έπιασε και ο Καρατζαφέρογλου πριν χρόνια (έχω στο γραφείο μου τον ... ΤΣΕ!!), αλλά πέρα από όλες αυτές της αρλούμπες, ΕΜΕΙΣ ΘΕΛΟΥΜΑΙ ΝΑ ΜΕΙΝΟΥΜΑΙ ΣΤΟ ΕΥΡΩ ΚΑΙ ΝΑ ΔΙΑΓΡΑΨΟΥΜΑΙ ΟΛΟ ΤΟ "ΧΡΕΟΣ" ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΑΙΜΑΤΗΡΟ ΠΕΛΕΚΥ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΜΕ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ !!! ΒΑΖΟΥΜΑΙ ΔΥΣΚΟΛΑ, ΤΟ ΞΕΡΟΥΜΑΙ !! Διότι η "επιστροφή" στην δραχμή σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο πέρα από την ΟΛΟΣΧΕΡΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ, θα παρατηρηθούν πολλά φαινόμενα ομού καννιβαλισμού! Εξάλλου όποιος ζητά επιστροφή στην δραχμή, δεν γνωρίζει το άλλο μέγεθος της ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ που εκκινά! Και τελείως συμπτωματικά βλέπουμαι "συμμαχίες" Πολτπολτιανών (ΛΑΟΣ ;;;-ΚΑΜΠΟΤΖΗ) και Αγράμματων Ακροδεξιών Φασιστοειδών!! Αυτό που λείπει σήμερα στην Χώρα μας είναι η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ! Αλλά άμα χαθείς μέσα στα τζατζίκια στους ταραμάδες και στους λουλάδες, λίγο δύσκολα είναι να κατανοήση κανείς το πλέγμα, το ΔΙΧΤΥ, όπως λέει και ο Γκάτσιος !!
---------------------------------
Συνειδοποιήσαται το αποτέλεσμα της επιστροφής στην δραχμή, έστω και με ολότελη διαγραφή εν κοινή συνενέση του λεγώμενου "χρέους"; Η διαφορά της επιστήμης σε όλους τους τομείς, με τους εποχιακούς τσαρλατάνους, γενικά με τους πληρωμένους ή αφελείς ή πολιτικούς καιροσκόπους "προβοκάτωρες", διαφέρουν ως προς την επιστημονική γνώση του αντικειμένου, οι επιστημόνες ξέρουν και γνωρίζουν το αποτέλεσμα με μαθηματική ακρίβεια και ιδιαίτερα τα κοινωνικοοικονομικά! Αλλά στην Ελλάδα υπάρχουν επιστήμονες; Αυτό είναι το ουσιαστικό ερώτημα, επιστήμονες με εθνική διάσταση και στην πολιτική! Σκεφτείται γιατί αποκαλούμαι μια άλλη μορφή ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ, την επιστροφή στην δραχμή έστω και με ολική διαγραφή του "χρέους"!! Η έλλειψη πατριωτικής επιστημονικής οικονομικής πολιτικής, καταντά πολλούς άν όχι όλους, μπαλάκι τέννις των κοινωνικών εξελίξεων! Και ξαφνικά θα βρεθούν δίπλα-δίπλα με φασιστοειδή στοιχεία, όπως το αυτοαποκαλούμενο "πατριωτικό" ΠΑΣΟΚ μαζί με τον Κύριο που προτείνει της Ελληνίδες μητέρες να σπρώχνουν τα παιδια τους για .... χάδια στους .."που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι"!!! (αλλά οι πατεράδες τι κάνουν δεν μας είπε!!!). Θα βρεθούν δίπλα σαυτά τα στοιχεία της ΕΘΝΙΚΟΦΡΟΣΥΝΗΣ που κατέστρεψαν την Ελλάδα και τον Ελληνικό λαό, θα βρεθούν δίπλα στους Εφιάλτες, Προδότες, Ανθέλληνες!! Θα βρεθούν δίπλα στους ΦΟΝΙΑΔΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ! Εκεί και αυτό θα είναι το αποτέλεσμα! Αυτό θέλεται;;
Φίλε συγνώμη που θα στο πω αλλά είναι αδύνατο να διαβάσω τι έγραψες. Μια καλή ιδέα θα ήταν να επαναλάβεις τις 3 πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Όχι τίποτα άλλο δηλαδή, αλλά μπορεί και να συμφωνούμε -όμως δεν βγάζω άκρη!
Αμάν, τι έγινε ρε αδέρφια; Μπήκα να κόψω κίνηση και λίγο έλειψε να πω, συγνώμη, λάθος όροφο κατέβηκα!
Ε... με γεια το (πάλι) καινούργιο τσαρδί. Αλλά κομματάκι δύσχρηστο να το πω;
Τόσπαν, καλή χρονιά, έστω και καθυστερημένα, σε όλους.
ΥΓ. Από πάνω τι παίζει; Μήπως μπερδεύτηκε και ο άθρωπας και νόμιζε ότι μπήκε αλλού;
Γάμησέ τα φιλενάδα -δεν μου έβγαζε κάτι ποστ με τη σειρά και προσπαθώντας να το φτιάξω το γάμησα. Αν δεν έχουμε κρατήσει πουθενά το προηγούμενο τεμπλέιτ -χέστα -θα φάμε στη μάπα την παναβίζιον! Πάντως έχει και κουμπάκι από πάνω για να του αλλάξεις την εμφάνιση κατά τα γούστα σου (τα γούστα μου μέσα!)
Ο άλλος ο από πάνω μου θύμισε κάτι ψυχάκηδες που σκάγανε παλιά στα λεωφορεία και φωνάζανε "προσοχή χριαστιανοί, ο αντίχριστος παραμονεύει" και μετά πουλάγανε τσατσάρες. Ξέρω κι εγώ -τι να πω...
Έκανα κι εγώ αναβάθμιση στο εργαλείο με τη βοήθεια καλών φίλων.
Συμμερίστηκα τον τρόμο της Μπέρνι.
Δεν πρόλαβα να συνηθίσω,λέω, τη νέα διακόσμηση και πάμε για άλλα;
Τέλος πάντων,αν επιστρέψεις στην προπροηγούμενη εμένα θα με βρεις μέσα γιατί την είχα λατρέψει σα δική μου.
Για τον απο πάνω..αν σου πω ότι έχω δει πολύ κοντινούς μου(όσο δε γίνεται άλλο)να του μοιάζουν στην τρέλα(όχι στη σύνταξη και την ορθογραφία,εντάξει,αλλά είναι παρηγοριά αυτό;).
Φιλιά σε όλους.
Άστα Γιώργο μου -αν καταφέρω να ξαναβρώ το προηγούμενο θ΄ανοίξω σαμπάνιες.
Το οτι πολλοί είναι σαν τον αποπάνω είναι ενδιαφέρον από κοινωνιολογικής απόψεως, αλλά θλιβερό από την ανθρώπινη πλευρά του. Διάβασα χτες στο τιβιεξές για τη διαδοχή του Παπανδρέου στο Πασόκ κι έμπαιναν οι άλλοι από κάτω και σχολίαζαν "κάτω η χούντα" και "πότε θα κάνει ξαστεριά"! Για μια στιγμή φοβήθηκα οτι έγινε ο κόσμος πράσινος και δεν πρόλαβα να αγοράσω γαλότσες!
Μότορα, δεν έχεις καταλάβει τίποτα από το έργο, δε σε βοηθάνε και οι υπότιτλοι. Σιγά μην έπεσε η χούντα επειδή τους τράβηξε δυο τρεις φορές ο Γάπης το χαλάκι κάτω από τα πόδια, τη μια με την παραίτηση από την πρωθυπουργία που έγινε αλλά δεν δηλώθηκε ποτέ, την άλλη με την παραίτηση τόσο από την αρχηγία του κόμματος όσο και από την υποψηφιότητα για την επόμενη πρωθυπουργία που έγινε και δηλώθηκε, ε... τόσα περίπλοκα δεδομένα μονοκοπανιά, πάθανε υπερφόρτωση τα κυκλώματα και έπεσε ο ρελές. Πού να προλάβουν να αλλάξουν συνθήματα οι άθρωπες; Και μόνο τα πανώ και τις αφίσες του έργου να κατεβάσουν και να αναρτήσουν τα προσεχώς θέλει το χρόνο του. Υπομονή...
Εντωμεταξύ βλέπω τον Ήρωα Γκλέτσο με σαγιονάρα και μπουφάν καπιτονέ να κάνει δηλώσεις στην τηλεόραση, προτρέποντας όλους τους καρδιοπαθείς όπως αυτός να κάνουν κολύμβηση και αθλητισμό! Το ότι μόνο φέτος πέθαναν πέντε ποδοσφαιριστές την ώρα της προπόνησης λόγω καρδιοπάθειας που είτε αγνοούσαν είτε αδιαφορούσαν γι' αυτό (καθώς είναι πολλά τα λεφτά μότορα), είναι πολύυυυ ψιλά γράμματα. Το σλόγκαν του: χωρίς ποτό και τσιγάρο μπορούμε να καταφέρουμε τα πάντα! (Γιατί ως γνωστόν το στόκο του εγκεφάλου των ΟΥΚάδων πολλοί εμίσησαν, τις επιδόσεις τους ουδείς)
Ναι, κι εγώ μ' αυτό τον τρόπο προσπαθώ να γίνω γαλανομάτα, χρόνια τώρα, αλλά ακόμα δεν έχω καταφέρει τίποτα, γμτ.
Έγραψα φέτος και εννοούσα πέρσι. Ακόμα δεν το έχω συνηθίσει το ρημάδι το δώδεκα. Είναι και δίσεκτο, γμτ..
Γιεεεεεεεε!!
Φέρε σαμπάνιες μότορα!
εγώ από την άλλη, για μια στιγμή χάρηκα και νόμισα πως θα το επαναφέρει στο παλιό, το άσπρο που τόσο μας άρεσε_ χε χε χε ¡¡¡
:)
καλημέρα_
βρέχει στην παραμεθώριο (έτσι για ατμόσφαιρα)
μiliokas aka skylos_mayros
Μπέρνι, το συμμορφώσαμεν πάλι το μπλογκάκι, διατί να το κρύψωμεν άλλωστε;
Λατρεύω τον Έλληνα σκεπτόμενο πολίτη ο οποίος βρίζει τον Παπανδρέου που του έκοψε το μισθό, ψηφίζει στα γκάλοπ τον Μπεντίτο για επόμενο πρόεδρο του Πασόκ και θέλει εκλογές εδώ και τώρα! Λατρεύω επίσης το ΕΠΑΜ που σήκωσε βίντεο με τον Καστοριάδη (τα πρώτα λεπτά της τελευταίας εμφάνισης της ζωής του στο ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ όπου κάνει μακροβούτια και μιλάει για το ελληνικό φως -τη συνέχεια βέβαια, όταν μιλάει για εργατικά συμβούλια και για κολεκτιβοποίηση δεν την θεώρησαν τόσο σημαντική ώστε να τη σηκώσουν).
Ο Τόλης "Δε Μαν" Γκλέτσος θα το φάει το κεφάλι του με τις μαλακίες που κάνει. Αν ήμασταν Αμερική θα τον είχαν ήδη ταράξει στις μηνύσεις. Αλλά εδώ δεν μας κόφτει που μπορεί ο γέρος με το μπάι πας να τον ακούσει και να μείνει στον τόπο.
Miliokas, κανείς δεν μπορεί να τα έχει όλα. Κι εδώ βρέχει πάντως.
Και φυσάει του σκοτωμού. Και παρόλο που η ΔΕΗ μάς άλλαξε τα φώτα ανήμερα των Φώτων (κλισέ που όπως είδα φοριέται πολύ σήμερα) με τις νέες αυξήσεις, είχαμε ήδη δύο ημίωρες και τρεις τέσσερις του δευτερολέπτου διακοπές ρεύματος από το πρωί 'μω την τρέλαμ' 'μω.
Κάτω η χούντα του Παπανδρέου!! Όσο κι αν μάς αλλάζουν τα φώτα εμείς θα παραμένουμε ίδιοι!!
Ναι, αλλά γράψε και τίποτα. Είναι δύσκολες εποχές και χρειαζόμαστε πράγματα να έχουμε να διαβάζουμε.
Νίκος
Όπως το ΄πες αδερφέ -είναι δύσκολες εποχές. Κάθε μέρα ξυπνάω με μια ιδέα και σε μια-δυο ώρες έχω χάσει κάθε διάθεση να κάνω το οτιδήποτε.
Όχι κι εσύ ρε μότορα! Πάει το αποκούμπι μααας (θλιμμένη φατσούλα)
Καλά -μην τρελαθούμε κιόλας! Πότε με παίρνει από κάτω και πότε από τώκα, είναι αμφίρροπη η μάχη.
Αμφίρροπη ξαμφίρροπη έχεις δέκα τέρμινα να γράψεις, άρα ΙΜΗΟ που δεν είναι Η γιατί είναι Μ, νικάει το κάτω και όχι το τώκα! Νεσπά;
Καλά -είσαι σοβαρή; Παλεύω τη συνέχεια του σπλάτερ για την ανθρωποφοβική κοινωνία μ΄ένα κείμενο σχετικό με την οικονομία αυτές τις μέρες και μου βάζεις και εξισώσεις να λύσω;
Άντε, να σ΄τη λύσω εγώ για να μην παιδεύεσαι άδικα:
Ι(n)
Μ(y)
Η(umble)
Ο(pinion)
Μία Ο που είναι Μ δεν μπορεί ποτέ να είναι Η. Ντάξ τώρα; Δοξάστε με, αλληλούια! Χεχεχεεε.
Περιμένω με αδημονία το σίκουελ του σπλάτερ.
Χεχεχε, το γκαντέμιασες και έπεσε δουλειά ρε συ!
Καλά να πάθ'ς αφού δεν ήβγες κι εσύ στην εφεδρεία να σε πληρώνω τζαμπέ, ξόανο! Κάτσε και δούλευε τώρα, χιχιχι
Όλα οκ με Singapore Sling..
Εννοώ πως δε χρειάστηκε να κάνω κάτι...
ήρθε σε φακελλάκι, περιποιημένο
και με αυτοκόλλητο μέσα...
Σαν την άπλε (apple) ένα πράμμα
ευχαριστώ για την ενημέρωση_
Καλησπέρα_
miliokas aka skylos_mayros
Άψογα! Πολύ χαίρομαι που τα παιδιά αυτά είναι τόσο σωστοί επαγγελματίες.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!