Πέμπτη, Ιανουαρίου 18, 2007

16. Τέσσερα λάθη

1. Στενά παπούτσια, σπασμένα κουμπιά
2. Ένα τσιγάρο υπόθεση
3. Ρόδες γυρίζουν στον αέρα
4. Συνθήκες βρασμού
5. Μαυρισμένες σελίδες, λιωμένα εξώφυλλα
6. "Δυο λάθη δεν κάνουν ένα σωστό"
7. Τρεις ιστορίες για το μεσοδιάστημα
8. Κάποια τραγούδια γύρω από φτηνά ξενοδοχεία
9. Προετοιμασία μίσους
10. Άσπρος φόβος
11. "Όμως στο λέω -αυτή η νύχτα είναι κακιά"
12. Ένα πολυάσχολο κάθαρμα
13. Ένα ζευγάρι μπότες και κάτι μύγες
14. "Μέρες κρασιού και τριαντάφυλλων"
15. Ο εχθρός σου είναι ο καθρέφτης σου

Φοβάσαι –έτσι δεν είναι; Τρέμεις και οι σκιές ξεκολλάνε από τους τοίχους για να σε φάνε ζωντανό. Η γριά σου πέθανε έξω από ένα φλεγόμενο σπίτι κι εσύ δεν κατάφερες ούτε να νοιαστείς. Στην κηδεία της δεν θα πας –δεν είσαι τόσο μαλάκας. Μπορεί να την έχουν στημένη -εκείνοι είναι παρανοϊκοί ρε γαμώτο! Αλλά κι έτσι να μη γίνει –με όλο αυτόν το θόρυβο -θα σε περιμένουν οι κάμερες. Καλώδια, μαρκούτσια και αγάμητες δημοσιογράφοι θα κυνηγάνε μια σου δήλωση. Τι να δηλώσεις; Ότι ποτέ δεν κατάφερες να γίνεις άλλος; Ότι τελικά δεν ήσουν ανύπαρκτος –ο άνθρωπος με τα χίλια ονόματα και το κανένα πρόσωπο; Φωτογραφίες σου φιγουράρουν πρωτοσέλιδες. Ακόμα. Τι άλλο να πεις δηλαδή;
Η μάνα σου ήταν σκληρή γυναίκα. Και παράλογη –δεν έφταιγε αυτή –η ζωή τα έφερε έτσι. Έμπλεξε, βλέπεις, με τον ανεπρόκοπο -ασχημάντρας αλλά καλός στα λόγια. Πες -πες, τη στρίμωξε στη λασπουριά των προσφυγικών –«θα ζήσουμε μαζί, ο γάμος είναι μπουρζουάδικη συνήθεια» -την άφησε έγκυο. Έπεσε από δίπλα ο παππούς σου και τ΄αδέλφια της, τον πέτυχαν όταν είχε σχολάσει από τη δουλειά –σιδεράς ήταν –και τον πλάκωσαν στις γρήγορες. «Τη δικιά μας κόρη μαγάρισες ρε κερατά; Θα πεθάνεις!», έφτυσε αίμα από το ξύλο –ήταν όμως μαθημένος. Γιατί σχεδόν κάθε βδομάδα τον τράβαγαν στην Ασφάλεια –«υπόγραψε παλιοκουμμούνι, αλλιώς θα ξεράσεις το γάλα της μάνας σου». Κι αυτός δεν υπέγραψε –μόνο το Κόμμα είχε στη ζωή του –έμενε λοιπόν χωρίς δουλειά κάθε τρεις και λίγο. Το Κόμμα! Ένα αρχίδι του έδωσε για όσα πέρασε –που τον είχαν σακατέψει στο ξύλο οι μαύροι και κατέληξε με πνευμονικό οίδημα –δώρο από τα ξερονήσια. Όλους τους ήξερε κι όλοι τον ξέρανε. Κομματικοί καθοδηγητές, μουσικοσυνθέτες, βουλευτές! Αλλά όταν ψόφαγε και δεν υπήρχε δεκάρα για φάρμακα –που ήταν οι σύντροφοι; Όταν παρακάλαγε εκείνη, μάταια, να τον δεχτούν στο «Σωτηρία» –χούντα ήταν, όταν τον πήραν από το σπίτι και τον έσερναν γιατί δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του –που ήταν το Κόμμα τότε;
Ένα γράμμα της έστειλαν μόνο -«συντρόφισσα κάνε κουράγιο, ο άντρας σου ήταν ήρωας, μαχόταν για τις αρχές του σοσιαλισμού, αγωνιζόταν για ένα καλύτερο αύριο. Σε μια καλύτερη κοινωνία …», το κομμάτιασε πριν το ρίξει στο μαγκάλι κλαίγοντας. Βλαστήμαγε και καταριόταν, δεξιούς κι αριστερούς, μαύρους και κόκκινους –«να ψοφήσετε όλοι σας, κακό να πέσει στα παιδιά σας και στις γυναίκες σας –όπως με ρημάξατε να ρημάξουν τα σπίτια ολονών σας!»
Μετά θυμόταν το ξύλο που είχε φάει κι αυτή από τον πατέρα της –είχε κοντέψει να αποβάλει, να σε χάσει, έτσι σου έλεγε. Και τη μάνα της να μαδιέται –«αχ συφορά που μας βρήκε! Με κουμμουνιστή έμπλεξες μωρή; Κι άφησες να σε γκαστρώσει; Αλαφρόμυαλη –τα καλύτερα παιδιά σε ζητάγανε κι εσύ να φορτωθείς το λιγδιάρη;»
Αλλά τον φορτώθηκε. Με την κοιλιά στο στόμα, να μη χωράει στο νυφικό και ύστερα μόνη της. Μαζί σου. Αυτός να λείπει για τη γαμημένη ιδεολογία του κι εσύ να τρως ξερό ψωμί με νερό και ζάχαρη. Με ρούχα -αποφόρια από τα ξαδέρφια σου, λίμαζες το κρέας, παρακάλαγες για μια γκαζόζα. Εκείνη σε έδερνε –ξέσπαγε πάνω σου την απουσία –βάρος της ήσουνα κι ας μην έφταιγες. Μετά, δάκρυζε –σου χάιδευε τα μαλλιά, «τι φταις κι εσύ ρε κακόμοιρο!» Μέχρι την επόμενη φορά που σκοτείνιαζε η ματιά της και σε ξανασάπιζε στο ξύλο.
Πάει τώρα η γριά –δεν άντεξε να βλέπει το σπίτι της στις φλόγες, προίκα ήταν –αν δεν υπήρχε αυτό θα ζητιανεύατε οι δυο σας. Πέθανε για ένα σπίτι και μια ζωή που δεν την άφηναν να ζήσει. Μόνη –όπως την παρατήσατε, εσύ κι ο πατέρας σου. Εντάξει -τουλάχιστον της έβαζες χρήματα σ’ ένα λογαριασμό, περνούσες κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, με δώρα. «Θες τίποτα άλλο μάνα;», «να σε βλέπω περισσότερο», «δουλειές μάνα, δουλειές».
Δουλειές, από αυτές που τώρα κόπηκαν -μαχαίρι. Από τη στιγμή που σε βγάλανε φόρα παρτίδα –όλοι εξαφανίστηκαν. Κανείς δεν σηκώνει το τηλέφωνο και κάποιους που πετυχαίνεις σε βάζουν στον πάγο –εκείνο το «εξετάζουμε την περίπτωσή σου, θα σε ειδοποιήσουμε σύντομα για ότι καινούργιο προκύψει» του παλιού ασφαλίτη, κουδουνίζει στ’ αυτιά σου. Πάλι. Άδειος για μια ακόμα φορά –ξεζουμισμένος. Από την εταιρεία σε βάλανε σε υποχρεωτική άδεια, ο Διευθύνων Σύμβουλος ρουφάει την κόκα του στις παραλίες των Καναρίων νήσων και οι ξεφτιλισμένοι πολιτικάντηδες ψάχνουν καινούργιο νταβαντζή. Είσαι σίγουρος ότι βρήκαν ήδη –βρωμάει η πιάτσα από δαύτους, γίνατε πολλοί στη φάρα σου. Πήρες τον υπαρχηγό της Αστυνομίας –«μην ανησυχείς Αντρέα μου –θα τους βρούμε και θα σε ειδοποιήσουμε σύντομα για ότι καινούργιο προκύψει». Είκοσι χρόνια, το μόνο που κατάφερες είναι να λένε το όνομά σου –κι αυτό ψεύτικο.
Κάθεσαι στην πολυθρόνα του καινούργιου σου σπιτιού, απέναντι από την ανοιχτή τηλεόραση και παρακολουθείς το θέμα σου να κατρακυλάει συνεχώς σε θεαματικότητα. Σε λίγο θα σε ξεχάσουν τα κοράκια των δελτίων ειδήσεων, σε λίγο θα μπορείς να γυρίσεις πίσω στις δουλειές σου. Γελάς –ποιον κοροϊδεύεις; Ποιος θα σε εμπιστευτεί τώρα που έγινες βούκινο;
Παραγγέλνεις φαγητό που δεν έχεις όρεξη να ακουμπήσεις και ακούς τα σκυλιά σου να ουρλιάζουν στην αυλή. Τα φοβάσαι πολύ –μυώδη ντόπερμαν που τόσο συνηθίζονται για φύλαξη, κάτι πλάσματα βγαλμένα από ταινία φρίκης –σάλια να τρέχουν από μισάνοιχτα σαγόνια. Δεν τους έχεις εμπιστοσύνη, ευτυχώς που είναι τα παιδιά εκεί έξω. Αλλά δεν μπορείς να βγεις στην αυλή σου –όχι μόνος τουλάχιστον.
Τα παιδιά ανησυχούν. Όχι για τα λεφτά τους –ξέρουν πως, ότι και να γίνει, είσαι χοντρά ματσωμένος. Ανησυχούν από την απομόνωση. Είχαν συνηθίσει να δουλεύουν για τον κύριο Οικονόμου –έλεγαν το όνομα κι άνοιγε η πιάτσα σα μαρουλόφυλλο. Τώρα ακούγονται διάφορα. Θα φύγεις, λένε –για Λατινική Αμερική, θα φύγεις –για Ασία κι αυτοί θα μείνουν χωρίς αφεντικό. Δεν σε ρωτάνε, δεν τολμάνε –το βλέπεις όμως στα μάτια τους. Ψάχνουν να απαγκιστρωθούν από πάνω σου –βουλιάζεις και βγήκαν στο κατάστρωμα τα ποντίκια.
Πριν λίγο μίλησες στο τηλέφωνο –οι δικοί σου περιμένουν έξω από τα πατρικό της πουτανίτσας του Άρη, αλλά αυτός λείπει. «Τι να κάνουμε αφεντικό; Οι μπάτσοι της περιοχής δεν μας καλύπτουν πια. Χτες έφυγε ο τελευταίος, δεν σας ξέρω, δεν είδα τίποτα –μας είπε. Τι θέλεις αφεντικό;» Αφεντικό. Μετά τις αποκαλύψεις κανένας δεν λέει το όνομά σου –αποφεύγουν και διστάζουν, φοβούνται γιατί, πλέον, υπάρχεις. «Να περιμένετε –μην το κουνήσετε από εκεί, μέχρι να σας πω».
Άλλες φορές θα έλεγες -«φάτε τους ζωντανούς», αλλά τώρα διστάζεις. Είσαι ακόμα δυνατός, δεν χρειάζεσαι πλάτες από μπάτσους και βουλευτές για να ξεφορτωθείς μια παρέα κακομοίρηδων –για άλλο διστάζεις. Γιατί είναι μυστήριο πράγμα, έχουν μια δύναμη πίσω τους εκείνοι –υπόγεια, τρομερή. Ένα χέρι που οδηγεί τα πράγματα στην τελική καταστροφή –σε ξεβράκωσαν στη μέση της σχολής και μετά έπεσες πάνω στο φορτηγό, κάψανε το σπίτι της γριάς σου κι εκείνη πέθανε από εγκεφαλικό. Αυτό είναι που σε τρομάζει. Κάθε φορά που σε αγγίζουν, είναι σα να ελευθερώνονται τυφώνες. Λίγο σε ακουμπάνε και φτάνει για να πέσει στο κεφάλι σου όλεθρος. Δεν θέλεις να τους χτυπήσεις τώρα –δεν αντέχεις να τους χτυπήσεις, αυτό είναι το σωστότερο. Να κρυφτείς και να δυναμώσεις. Θα έρθει η ώρα τους αργότερα –γιατί ξέρεις να περιμένεις.
Ακούς τα παιδιά να τρώνε στην κουζίνα, γελάνε και σταματάνε απότομα –στήνουν αυτί ν΄ακούσουν αν είσαι ακόμα ζωντανός. Εδώ είσαι –δεν σκοπεύεις να φύγεις, μόνο θα λουφάξεις για λίγο και μετά θα μετανιώσουν όλοι αυτοί που σε αγνόησαν. Οι πολιτικάντηδες και οι πουτάνες της δημοσιογραφίας, οι μπάτσοι και τα παλιοτόμαρα. Αλλά περισσότερο απ΄όλους εκείνοι. Εκείνοι.


2. Παρά λίγο

Είμαι σίγουρος ότι κάτι με κυνηγάει, κάποιος με κυνηγάει –σε ολόκληρη τη ζωή μου. Λες και υπάρχουν συμπαντικές δυνάμεις που ασχολούνται αποκλειστικά με το να σαμποτάρουν κάθε μου προσπάθεια, λίγο πριν την ολοκλήρωση. Λες και κάποιος παιχνιδιάρης θεός μου κάνει πλάκα –με χαζεύει όσο αγωνίζομαι και πριν τον τερματισμό, μου βάζει τρικλοποδιά. Να σου εξηγήσω γιατί το λέω –επειδή βλέπω ότι κουνάς το κεφάλι σου, πως είναι δυνατό, μορφωμένος άνθρωπος, επιστήμονας, με το διδακτορικό του να πιστεύει σε αόρατες δυνάμεις; Αυτό δεν σκέφτεσαι; Δίκιο έχεις –κάτσε όμως να σου εξηγήσω.
Ήμουν, λοιπόν, μικρός –μαθητής στην 6η δημοτικού και ήθελα ποδήλατο. Δηλαδή, είχα ποδήλατο –ένα παιδικό χωρίς βοηθητικές, αλλά ήθελα μεγαλύτερο, δεκατάχυτο. Ο μπαμπάς μου ήταν πολύ της πειθαρχίας –δικαστικός, γι΄αυτό. Μου λέει, λοιπόν, «Αποστολάκη, να τελειώσεις το δημοτικό, να δώσεις εξετάσεις στην Ευαγγελική. Είναι καλό γυμνάσιο –θα πας εκεί και θα γλιτώσεις από τα βρωμοσχολεία της γειτονιάς, θα μπεις και πιο άνετα στο πανεπιστήμιο. Σύμφωνοι; Αν τα καταφέρεις και περάσεις στις εξετάσεις –θα σου πάρω εγώ ένα ποδήλατο που καλύτερό του δεν θα υπάρχει». Ξεσκίστηκα όλο το καλοκαίρι. Οι φίλοι μου έπαιζαν στο δρόμο κι εγώ διάβαζα. Είχαν φέρει κι ένα φοιητή να μου κάνει φροντιστήριο –έπινε καφέ, ελληνικό και μύριζε η ανάσα του τσιγάρο –αναγούλιαζα, αλλά συνέχιζα να λύνω ασκήσεις αριθμητικής. Και να γράφω εκθέσεις. Φτάνει η μέρα για τις εξετάσεις στην Ευαγγελική, δίνω το πρώτο μάθημα –μια χαρά. «Άστο λίγο το παιδί να παίξει με τους φίλους του, μπάφιασε στο διάβασμα», λέει η μάνα μου. Βγαίνω κι εγώ, βρίσκω την παρέα –παίζανε μπάλα. Με βάζουν μπακότερμα, πάω να κάνω κατεβασιά, πέφτει δίπλα μου ο Στράτος της κυρα Φανής μου κλέβει τη μπάλα και με περνάει –θα έβγαινε μόνος σε άδειο τέρμα. Βουτάω πίσω, μπερδεύομαι στα πόδια του –κάταγμα σε δυο μεριές το δεξί μου χέρι. Δεν δέχτηκαν να δώσω το επόμενο μάθημα προφορικά –πάει η Ευαγγελική, πάει και το ποδήλατο.
Μετά, γίνεται το άλλο περιστατικό –στη Δευτέρα Λυκείου. Είχα ερωτευτεί μια πιτσιρίκα της 3ης Γυμνασίου, ανταλλάσαμε μηνύματα στο θρανίο γιατί αυτές πήγαιναν πρωί κι εμείς απόγευμα. Συναντιόμαστε και μου πέφτει το σαγόνι –πανέμορφο κορίτσι, θεά! Αυτή τώρα, έχει μια κολλητή κι εγώ έναν κολλητό με προσέχεις; Κανονίζουμε ραντεβουδάκια στη γειτονική καφετέρια, ψήνεται η κατάσταση να γίνουμε δύο τα ζευγάρια κι εγώ κολυμπάω στα γαλάζια κύματα του Δούναβη. Που στην πραγματικότητα είναι πράσινα δηλαδή και σιγά μη βγάζει κύμα το ποτάμι –αλλά, λέμε τώρα. Φτάνει λοιπόν η κατάλληλη στιγμή –διοργανώνεται μια χοροεσπερίδα από την τάξη μας για όλο το σχολείο. Θα ερχόταν και η δικιά μου με τη φίλη της –δεν πιανόμασταν εγώ κι ο κολλητός μου. Μόνο που στο τέλος πιάστηκα –εγώ τουλάχιστον. Σάββατο ήταν να γίνει η χοροεσπερίδα –Πέμπτη κολλάω ερυθρά. Ολόκληρο γαϊδούρι, αυτή την αρρώστια δεν την είχα περάσει και βρήκα ώρα να την πάθω! Πάει μόνος του ο κολλητός στη χοροεσπερίδα –έρχεται μόνη της και η δικιά μου, γιατί την άλλη δεν την άφησαν οι γονείς της –τα φτιάχνουν μεταξύ τους. Όταν έγινα καλά ήταν αργά –πάει η κοπέλα, πάνε και τα όνειρα που έκανα για αβυσσαλέους έρωτες.
Χρόνια αργότερα, όταν ήταν να πάρω το πτυχίο στην Πάντειο –τυχαίνει να γνωρίσω έναν καθηγητή, με συμπαθεί και μου προτείνει να κάνω μαζί του διδακτορικό. Σκίζομαι άλλα τέσσερα χρόνια –κάνω παρουσιάσεις, δημοσιεύω κάτι λίγα σε επιστημονικές φυλλάδες, το μέλλον μου λαμπρό. Βγάζω κι ένα οχτάρι ξεγυρισμένο στον τελικό βαθμό –εντάξει, δεν ήμουν ο Βέλτσος, αλλά κάτι άξιζα κι εγώ. Προκηρύσσεται μια θέση στη σχολή, μιλάω στον καθηγητή μου –«κάνε αίτηση, θα πω κι εγώ να πάρουν εσένα». Τρεις βδομάδες μου πήρε να κανονίσω τη χαρτούρα –πάνω που περίμενα τη συνεδρίαση για την επιλογή, πέφτει η κυβέρνηση του Μητσοτάκη και προκηρύσσονται εκλογές. Παγώνουν όλες οι διαδικασίες, βγαίνει ο Παπανδρέου, αλλάζει το Πρυτανικό Συμβούλιο και παίρνουν ένα μαλάκα για τη θέση, που δεν άξιζε μία. Άξιζε δηλαδή, περίπου όσο κι εγώ, απλά έτυχε να έχει άκρες στους καινούργιους, ενώ εγώ είχα μείνει με τους παλιούς. Πάει η θέση, πήγαν στράφι και τα χαρτόσημα που μου είχαν στοιχήσει ένα κάρο λεφτά.
Βαρέθηκες; Δύο έχω να σου πω ακόμα και τελειώνω. Όχι δηλαδή, για να μη νομίζεις ότι μιλάω χωρίς στοιχεία. Άκου τι έγινε με την Κάτια, την κοπελίτσα που δούλευε στο βιβλιοπωλείο. Ήταν ένα κορίτσι η Κάτια! Να τη βλέπεις και να ζαλίζεσαι, να την ακούς και να ταξιδεύεις. Εντάξει, έλεγε και μπόλικες κοτσάνες –το σημαντικό δεν ήταν «τι έλεγε», αλλά «πως το έλεγε»! Άλλο πράγμα! Μόνο που δεν μπορούσα να της μιλήσω –πάθαινα γλωσσοδέτη κάθε φορά που με κοίταζε. Τρεμούλα, κρύος ιδρώτας, συχνοουρία –άστα να πάνε. Με τα πολλά, καταφέρνω να αλλάξω δυο κουβέντες μαζί της, παραδέχεται ότι δεν έχει φίλο, είμαι έτοιμος να της ζητήσω να βγούμε οι δυο μας. Και με πιάνει κατούρημα! Δεν βαριέσαι, σκέφτομαι –όταν σχολάσουμε, της προτείνω να πιούμε έναν καφέ και «ότι ήθελε προκύψει». Μετράω ώρες, λεπτά, δευτερόλεπτα –τίποτα δεν έχει απομείνει για να κατεβάσουμε ρολά –μόνο που εκείνη τη μέρα δεν σχολάσαμε ποτέ. Πλάκωσαν τα κωλόπαιδα που είχε πληρώσει ο Κατσούλας κι έκαναν το μαγαζί θερινό. Πάει ο καφές, πάει και η προετοιμασία προσέγγισης της Κάτιας.
Κι αυτό το τελευταίο τι σου λέει; Που το έμαθε ο Πέτρος για τη θέση στο Πανεπιστήμιο; Πέσανε τα μούτρα μου, τον φοβήθηκα και λίγο. Εντάξει, όχι λίγο –πολύ. Ο Πέτρος είναι μια χαρά παιδί, με στήριξε όταν είχα δυσκολίες. Εντάξει, εντάξει, δίκιο έχεις –κι εγώ τον κορόιδεψα. Τον δούλεψα και έπαιξα διπλό παιχνίδι στην πλάτη του. Αλλά, αφού ο … τέλος πάντων, δεν έβγαινε τίποτα από τον εκδοτικό του οίκο, σε λίγο θα φουντάραμε. Τι να κάνω; Πως θα ζούσα εγώ; Και στο κάτω –κάτω, που ξέρω τι είχε κάνει ο κερατάς που μου πήρε την προηγούμενη θέση στην Πάντειο; Ποιος ξέρει πόσες κατουρημένες ποδιές φίλησε; Πόσους συκοφάντησε για ν΄ανέβει και πόσους έθαψε για να σταθεί ψηλά; Εγώ δηλαδή τι; Ενημέρωνα τον άλλο για τις κινήσεις του Πέτρου –γιατί φοβόταν. Δεν ήταν και λίγο αυτό που του έκαναν! Τον έγδυσαν μπροστά σε όλη τη σχολή και κατατρόμαξε ο άνθρωπος –πήγε κι έπεσε πάνω στο φορτηγό! Καφρίλεμα –τι είχε κάνει δηλαδή ο Κατσούλας για να του φερθούν έτσι; Χίλιες φορές τον ρώτησα τον Πέτρο –ποτέ δεν μου είπε. Έπαιρνε μόνο εκείνο το ύφος που είχε και την τελευταία φορά –επικίνδυνος άνθρωπος γινόταν τότε! Σε κοίταζε και νόμιζες πως ψάχνει που να βάλει τα δάχτυλά του για να σου βγάλει έξω τ’ άντερα. Όλες τις άλλες ώρες ήταν μια χαρά παιδί.
Τρίχες μια χαρά δηλαδή. Κάθαρμα κι αυτός –τον άλλο έβριζε, μα αυτός ήταν χειρότερος τελικά! «Μην τολμήσεις και βγάλεις τσιμουδιά γιατί θα πω στον Κατσούλα ότι εσύ μίλησες. Και μετά θα τον αφήσω να σε περιλάβει», άκου τι μου είπε! Ο παλιάνθρωπος –ούτε τη φιλία μας σεβάστηκε, ούτε τίποτα!
Και τον Κατσούλα, όσο να πεις, τον τρέμω. Ότι κατακάθι κυκλοφορεί το έχει μαζέψει κοντά του –απατεώνες και φονιάδες από δυο χιλιόμετρα φαίνονται οι δικοί του. Αλλά αυτοί δεν είναι οι χειρότεροι. Τι να πεις για τις άκρες του; Αστυνομία, δικηγόροι, εταιρείες!
Πάει λοιπόν και η έδρα στο Πανεπιστήμιο, πάει η Κάτια, πάνε όλα. Δεν υπάρχει πλέον, ούτε η δουλειά στην εκδοτική –τώρα να σε δω τι θα κάνεις φίλε μου. Σε μένα το λέω, μην ανησυχείς. Σε μένα και στην αόρατη δύναμη που γκαντεμιάζει συνέχεια τη ζωή μου. Ποιος είσαι ρε; Γιατί με κυνηγάς; Τι θέλεις κι ασχολείσαι μαζί μου; Από μικρό παιδί με έχεις τσακίσει, δε βαρέθηκες; Κάποιοι λένε πως δεν γίνεται να πέφτεις συνέχεια –θα έρθει και η φορά που θα σηκωθείς. Σαχλαμάρες –εγώ σηκώνομαι μονάχα για να ξαναπέσω. Άσε με κάτω ρε άθλιε! Άσε με στο χώμα –τι με σηκώνεις δηλαδή; Για να με ξαναρίξεις; Άντε παράτα μας ρε!


3. Μπροστά στην οθόνη σου

Τα έχω δει όλα και μάλιστα σινεμασκόπ. Τα έχω ξαναδεί σε δεύτερη προβολή –πίσω κάθισμα, με ένα μαλάκα να παλεύει με το κουμπί του σουτιέν μου. Γι΄αυτό βαρέθηκα τους κινηματογράφους. Πατικωμένη ανάμεσα σε ιδρωμένες μασχάλες, να κοιτάζω-ενώ η ζωή κάποιων άλλων περνάει από την οθόνη. Οικογένειες που φτιάχνονται και μετά διαλύονται, μέρες που ξεκινάνε τακτοποιημένα και τελειώνουν στα σκουπίδια, λάθος κουβέντες, λάθος στιγμές –πηδήματα για να τη βγάλεις καθαρή. Κάτσε, κάτσε μισό λεπτό –δεν είναι δυνατό να συμβαίνουν σε μένα όλα αυτά. Εντάξει, είναι άσχημα, επώδυνα και κάργα καταθλιπτικά. Αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Δεν είναι δυνατό να συμβαίνουν σε μένα όλα αυτά γιατί τίποτα δε νιώθω. Από τίποτα. Μασάω το φαγητό μου αλλά δεν νιώθω τη γεύση του στη γλώσσα, διαλύεται η ζωή μου κι εγώ σκέφτομαι απλήρωτους λογαριασμούς, καίω τα χέρια μου, χαρακώνω τα μπράτσα μου και δεν τρέχει αίμα –πηδιέμαι. Γενικώς και ειδικώς.
Η δικιά μου ζωή δεν ήρθε με οδηγίες χρήσεως –μόνη μου πήγα να τη συναρμολογήσω –τα σκάτωσα και την ξανάφτιαξα από την αρχή. Πάλι και πάλι, δεν τρέχει τίποτα. Εγώ ήμουν εκεί πάντως –δεν κρύφτηκα στις σκατοδικαιολογίες σας, δεν ζήτησα δεύτερη ευκαιρία –πως θα μπορούσα άλλωστε; Ούτε καν πρώτη δεν μου έδωσαν!
Γνώρισα τον Γιώργο στη Δευτέρα Λυκείου –γαμώ τους γκόμενους ήταν, με τη μηχανάρα του, με τζιν αγορασμένα από την Αμερικάνικη Αγορά –τυπάς! Αλλά ήταν εξωσχολικός, ερχόταν στα διαλείμματα και άραζε πίσω από το κτίριο, εκεί που το λέγαμε «Καπνιστήριο» -όταν μπαίναμε στις τάξεις έριχνε, μόνος του, σουτάκια στη μπασκέτα. Δεν είχα μυαλό για μάθημα –έτσι κι αλλιώς δηλαδή, αλλά με το Γιώργο εκεί έξω … Ταπ, ταπ, ταπ, άκουγα τη μπάλα να χτυπάει στο τσιμέντο και έψαχνα δικαιολογία να βγω από την τάξη. «Συχνοουρία έχεις Μελίνα;» στράβωνε ο Φυσικός –ένας κουράδας που το έπαιζε γκόμενος. Ευτυχώς η ποδιά μου είχε αραιά ραμμένα τα κουμπιά –χάζευε ότι φαινόταν από μπούτι ο μαλάκας και ηρεμούσε. Γελοίος άντρας, σε μια σειρά από γελοίους άντρες –η μόνη διαφορά που είχαν ήταν το πόσο γρήγορα ξέπεφταν στα μάτια μου. Ο Φυσικός ήταν του δεκαλέπτου –ο Γιώργος χρειάστηκε ένα ολόκληρο εξάμηνο. Έπεσε βλέπεις στη μέση και η Ράνια –τι παλιοπουτάνα! Κολλημένη δίπλα μου από την Τρίτη Γυμνασίου, ψευτοκουλτουριάρα –έγραφε, λέει, ποιήματα! Τρίχες κατσαρές κι αχτένιστες σαν αυτές που κουβάλαγε στην κεφάλα της. Μαύροι ήλιοι και θάνατοι και απελπισίες –μοναξιές, λέω εγώ. Η κοπέλα είχε λαλήσει –οι περισσότεροι γκόμενοι την παρατούσαν στην βδομάδα πάνω, μέχρι που αποφάσισε να πηδηχτεί. Οπότε, την παρατούσαν στις δυο βδομάδες και μετά πλακωνόταν να γράφει για μαύρους ήλιους.
Εγώ δεν είχα άλλες παρέες γιατί ο πατέρας μου δούλευε στη λαϊκή αγορά –κάθε Τρίτη τον βλέπανε όλοι να γκαρίζει, «μαύρη την έχω, μακριά την έχω 10 φράγκα η μελιτζάνα». Καλός μαλάκας κι ο πατέρας μου! Λεφτά δεν έφερνε ποτέ στο σπίτι –μόνο πλακωνόταν στο ξύλο με τη μάνα μου κι εμείς κοιτάζαμε. Εγώ και η μικρή –έξη χρόνια μικρότερη ήταν η Αθηνούλα -έπρεπε να την νοιάζομαι. Γιατί άμα περίμενα από τους γονείς μας … Χέσε ψηλά κι αγνάντευε!
Η Ράνια με έκανε παρέα επειδή περνούσε τότε η μπογιά μου. Με είχε ανάγκη βλέπεις, για να μας πλησιάζουν τα αγόρια –έρχονταν όλο μούρη και φεύγανε αγκαζέ με τη Ράνια. Δεν τους γούσταρα τους περισσότερους. Κωλόπαιδα που με περνούσαν για εύκολη, τι λέτε ρε σκατά; Επειδή μιλάμε και γελάμε, επειδή σας αφήνω να με αγκαλιάζετε, νομίζετε πως θα με πηδήξετε κιόλας; Και χαλαρά έτσι; Η Μελίνα είναι εύκολη κι αυτοί οι σουπεργκόμενοι. –ξου ρε! Καλά έκανε η Ράνια στην τελική –τους έπρηζε τ΄αρχίδια με ποίηση και φεγγαρόφωτα, τους ζάλιζε με την κυκλοθυμική της διάθεση κι όταν δεν άντεχαν άλλο –τους άφηνε να την πηδήξουν. Μετά έφευγαν –εντάξει, αλλά και τι έγινε;
Εμένα πάντως δεν με είχαν –και ας έλεγαν οι άλλες οι καργιόλες της τάξης. «Πφφ, με την κόρη του λαϊκατζή τραβιέσαι; Αυτή καλέ βρωμάει σέλινο!» Έφευγαν άπρακτοι οι φιγουρατζήδες και τους άρπαζαν μετά οι σουσουράδες. Κι αυτοί που έλεγαν -«Μελίνα σε πάω γιατί είσαι ζόρικη τύπισσα», κατέληγαν μετά να με στραβοκοιτάνε, αγκαλιά με τις μαλακισμένες τους. «Ναι αγάπη μου –με τη Μελίνα δεν θα πήγαινα, που να είχα 10 χρόνια να γαμήσω. Δεν με φτιάχνει ρε παιδάκι μου, είναι πολύ κάπως». Και είχαν να γαμήσουν πάνω από 10 χρόνια και σαλιάριζαν τις χαζογμόμενες για κανένα μπαλαμούτι, αφού είχαν φάει φτύσιμο από μένα –αλλά πουλάγανε μούρη τα μαλακισμένα! Κατάλαβες;Δυο μόνο φαίνονταν διαφορετικοί κι από αυτούς –ο ένας μόνο, αποδείχτηκε πως ήταν. Τελικά.
Δεν τον είχα προσέξει πριν –στην κατάληψη ξεχώρισε από τον σωρό. Εγώ βέβαια τραβιόμουν ήδη με τον Γιώργο τότε –είχε κάνει την προσπάθειά της η Ράνια, τον πλεύρισε, του διάβασε κάτι ποιήματα –«άντε μωρή μπαλώτσα!», έβαλε τα γέλια ο Γιώργος και τα κλάματα η Ράνια. Πήγα να τους τα συμβιβάσω –σαχλαμάρες, τον γούσταρα και βρήκα ευκαιρία να χωθώ. Ήταν πολύ καλά να έχεις δίπλα σου έναν άντρα. Όχι τα σκατόπαιδα του σχολείου –άντρα, κανονικό. Ερχόταν να με πάρει με τη μηχανή κι έτριζαν τα τζάμια. Ανέβαινα και οι τσουλίτσες στραβολαίμιαζαν. «Η κόρη του λαϊκατζή» ε; Μαζέψτε τα σάλια σας τώρα καρακάξες!
Για τον άλλο, όμως, ξεκίνησα να σου λέω –ήταν στην τάξη μου, τον ήξερα αλλά δεν του είχα δώσει σημασία. Πολύ παιδί μου έκανε –ανώριμος, όλο με σαχλαμάρες ασχολιόταν. Παίζαμε μαζί βόλεϊ μια φορά, στη γυμναστική –εγώ ήμουνα καλή, με είχαν στη σχολική ομάδα. Κι αυτός καλός ήταν από όσο είχα δει, αλλά τη μέρα που βρεθήκαμε συμπαίκτες έκανε όλο μαλακίες. Εκτός θέσης, συνέχεια λάθος πάσες –του είχα βάλει τις φωνές -«ξύπνα ρε παιδάκι μου, ή σήκω φύγε». Μετά τον ξέχασα κι ασχολήθηκα με το παιχνίδι. Όταν γύρισα να τον ξαναδώ, είχε εξαφανιστεί. Ένας άλλος έπαιζε στη θέση του –δεν ασχολήθηκα περισσότερο. Τον πετύχαινα στο καπνιστήριο να καίει εφημερίδες, για να δημιουργήσει προπέτασμα καπνού –να κρύβονται αυτοί που καπνίζουν! Ε, μα τώρα, δεν είναι παιδιάστικες μαλακίες όλα αυτά; Στις μαθητικές εκλογές δεν τον ψήφισα.
Ύστερα έγινε εκείνη η κατάληψη –τον έβλεπα να τρέχει από τάξη σε τάξη, άκουγα παιδιά να τον χειροκροτούν κι άλλους, περισσότερους, να τον βρίζουν. Εκείνος πέταγε, αλήθεια σου λέω. Πέρναγε ανάμεσα στα παιδιά όταν άρχισαν τα δύσκολα, όταν πλάκωσε η μπατσαρία, παρέα με το Συμβούλιο Γονέων. «Υπάρχουν ταραξίες ανάμεσά σας», έλεγαν οι μπάτσοι. «Να πάτε σπίτια σας αμέσως! Να αφήσετε ήσυχα τα παιδιά που θέλουν να παρακολουθήσουν το μάθημα –δεν θα χάσουν τη χρονιά τους για τις βλακείες σας», έλεγαν οι γονείς. Κι αυτός κρεμασμένος στα κάγκελα –έδειχνε πιο ψηλός απ΄ότι ήταν, πιο όμορφος. «Έχουμε κατάληψη εδώ κι αν προσπαθήσετε να τη σπάσετε θα βάλουμε φωτιά στο κτίριο», φώναζε. Τα υπόλοιπα παιδιά είχαν τρομάξει. Εμένα, ήρθε να με πάρει ο Γιώργος από την πίσω πόρτα –«άσε με» του λέω, «θα μείνω στην κατάληψη». Κατέβηκε από τη μηχανή και τράνταξε την καγκελόπορτα –«άστα αυτά μωρή –σου γυάλισε κανένα κωλόπαιδο και θες να του κάτσεις; έλα έξω μην έρθω εγώ μέσα». Πρώτη φορά τον άκουγα έτσι –τρόμαξα. Έβαλα τα πόδια στις πλάτες και χώθηκα στην τάξη μου, αλλά σε μισή ώρα ξαναγύρισε με τους φίλους του. Κάτι τσογλάνια του κερατά –πήδηξαν τα κάγκελα και μπήκαν.
«Κατέβα κάτω Μελίνα κι έλα να φύγουμε! Άντε μην ανέβω εγώ πάνω!» φώναζε ο Γιώργος. Έτρεμα. Αλλά εκείνος όχι. Έτυχε να είναι στην τάξη εκείνη την ώρα –«μείνε», μου λέει, «θα κανονίσω εγώ μαζί τους». Τον έβλεπα να κατεβαίνει τη σκάλα και τότε αποφάσισα πως δεν ήταν άντρας αυτό που χρειαζόμουν. Άνθρωπος –αυτό έψαχνα, άνθρωπο με ψυχή, όχι γουρούνι στεγανοποιημένο. Βγήκε μπροστά στο Γιώργο, μόνος του –οι υπόλοιποι μαθητές φοβήθηκαν τους εξωσχολικούς. Κάτι είπαν, ο Γιώργος τον έσπρωξε, αλλά αυτός πήγε ακόμα πιο κοντά του. Ο Γιώργος τον ξαναέσπρωξε –απότομα. Κι αυτός τον πλησίασε τόσο κοντά που τα πρόσωπά τους ακούμπησαν. Δεν άκουσα τι του έλεγε, αλλά ο Γιώργος έκανε μεταβολή κι έφυγε, αργά. Οι υπόλοιποι ακολούθησαν –έμεινε μόνο αυτός στη μέση της αυλής να τους κοιτάζει. Κι εγώ να κοιτάζω αυτόν από το παράθυρο –ήταν μάλλον ο πιο όμορφος άνθρωπος που είχα δει στη ζωή μου. Πως δεν το είχα προσέξει πριν;
Με απέφευγε τις υπόλοιπες μέρες της κατάληψης. Εγώ τον κυνηγούσα αλλά αυτός κρυβόταν. Τον έψαχνα χωρίς να σκέφτομαι, ήθελα απλά να είμαι κοντά του, να μου μιλήσει … κάτι τέλος πάντων. Κι αυτός πετούσε από τάξη σε τάξη, από τα εργαστήρια στην αυλή και τα γραφεία των καθηγητών. Παντού αλλού εκτός από εκεί που ήμουν εγώ. Ο μαλάκας!
Όταν έληξε η κατάληψη με πλάκωσε στο ξύλο ο Γιώργος. Έτρεμα και έκλαιγα, αλλά αυτό ήταν το λιγότερο. Γιατί εκείνες τις μέρες έχασα τα αισθήματά μου –πεθαμένη κυκλοφορούσα πλέον, τίποτα δεν με έκανε χαρούμενη, λυπημένη –δεν ένιωθα καν πόνο. Έβλεπα τη ζωή μου στο σινεμά κι εγώ καθόμουν πίσω θέση, χωρίς ποπ κορν, αλλά με ένα μαλάκα να με στριμώχνει. Κι έτσι τέλειωσε ο Γιώργος, βαρέθηκε να γαμάει ένα πτώμα –αλλά εγώ δεν τέλειωσα. Εγώ μόλις είχα αρχίσει –βλέπεις, ανακάλυψα ότι η αναισθησία είναι επικερδής. Και τα κορόιδα λαχανιάζανε πάνω μου, αδιαφορούσα –σου έχει τύχει να βλέπεις βαρετή ταινία; Τι κάνεις; Σηκώνεσαι να φύγεις; Σπάνια. «Αφού ήρθαμε, κάτσε να δούμε το τέλος», έτσι δε λες;
Ποιο είναι το τέλος; Που είναι το τέλος; Πως θα είμαστε στο τέλος; Δεν υπάρχει αντικείμενο στις ερωτήσεις αυτές –κατάλαβες; Γιατί δεν ξέρεις και δεν πρόκειται να μάθεις μέχρι να είναι πραγματικά αργά. Άστο λοιπόν –κάτσε και περίμενε, δεν μένει άλλο να κάνεις.
Ύστερα ξανασυναντήθηκαν οι δρόμοι μας. Το σχεδίασε καλά ο Κατσούλας –άλλο παλιοτόμαρο κι αυτός! Με πέταξε δίπλα του για να τον ελέγχει –τι σημασία είχε; Αν ζούσα δεν θα το έκανα, αλλά τώρα … Αν ήμουνα άνθρωπος θα φερόμουν ανάλογα –όμως κι αυτό είχε χαθεί στο ημίφως. Γιατί να μην το κάνω δηλαδή; Για ποιο λόγο; Επειδή τον είχα ερωτευτεί πιτσιρίκα; Λάθος τα λες! Επειδή μια κάποια πιτσιρίκα τον είχε ερωτευτεί –αυτό είναι το σωστό. Και που ήταν αυτή τώρα; Κουλουριασμένη δίπλα σε ένα μονό κρεβάτι, με τα πλευρά να πονάνε από το ξύλο –να περιμένει κάποιο γουρούνι με παντελόνια. Εκεί είχε μείνει. Η άλλη –αυτή που βρισκόταν δίπλα του ήταν … είπαμε τι ήταν, μην το επαναλάβω.
Γιατί η πιτσιρίκα ήρθε κάποια στιγμή, όταν εκείνος πέθαινε. Κι εκείνος δεν την είδε γιατί πέθανε. Η πιτσιρίκα τσίριξε και γύρισαν τα μάτια της προς τα μέσα –αλλά εκείνος δεν την έβλεπε. Είχε ήδη φύγει και η πιτσιρίκα το έβαλε πάλι στα πόδια –μήπως τον προλάβει. Έτρεχε, έκλαιγε, ούρλιαζε, φώναζε τ΄όνομα του –κανένας δεν την άκουγε. Αλλά δεν τον πρόλαβε τελικά. Για ακόμα μια φορά εκείνος πετούσε κι αυτή τον έχασε. Έτσι πήγαινε αυτή η ιστορία –μπορεί κάποιος να κοιτάξει το μηχάνημα, γιατί μου φαίνεται πως κόλλησε η ταινία; Παρακαλώ!

4. Για πάντα κορόιδο
Με είχε ναρκώσει όπως το φίδι το ποντίκι. Τόσο καιρό, πάνω από χρόνος –με κράταγε στο χέρι της η άτιμη! Και με έπαιζε. Ότι θέλει αυτή, να μην της λείψει τίποτα, να μη στεναχωριέται. Και η Ίλδα ήταν όλο ανασφάλειες, νεύρα, κατάθλιψη. Άλλη γνώρισα στην αρχή, αλλιώς μου βγήκε στη συνέχεια. Κι εγώ στο βρακί της. «Δεν είμαι καλά Χρήστο, έχω άγχη Χρήστο, δεν είναι ζωή αυτή που κάνουμε –χρειαζόμαστε περισσότερα λεφτά Χρήστο». Κούναγε τους σπάγκους με τα δαχτυλάκια της κι ο φασουλής χόρευε. Εγώ ο φασουλής, εγώ ο ξεφτιλισμένος!
Τη γνώρισα στο Αιγίνιο σε κάτι αγώνες –μαλακίες αγώνες, τελευταίος βγήκα –άμα δεν έχεις σπόνσορες δεν έχεις μηχανή. Κι άμα δεν έχεις μηχανή, αλλάζουν οι κολλητοί σου τα λάστιχα στα πιτς –αποβλακωμένοι από το λιοπύρι και τις μπύρες –μπαίνεις μετά στην πίστα και προσεύχεσαι μη βρεθεί λάσκα κανένας άξονας. Εκεί τη γνώρισα τέλος πάντων, ιδρωμένος, αξύριστος κι αυτή ήρθε να μου μιλήσει. Γκομενάρα! «Ρε κοπελιά», της λέω «ο Γιάννης ο Μπούστας είναι στον αποκάτω διάδρομο» -«όχι», μου λέει, «τη δική σου μηχανή γουστάρω». Τι γούσταρε δηλαδή; Καραγκιόζης ήταν το Καβασάκι μου –τίγκα στις μαϊμουδιές και στις πατέντες –«τρελή είσαι;» της λέω. Είχε κουνήσει το κεφάλι –τρελή ήταν.
Στην Αθήνα με ξαναβρήκε, πέρασε από το περιοδικό και οι υπόλοιποι αλληθώρισαν –«τον Χρήστος», είχε εκείνη την ξενική προφορά –Ισπανίδα, από τη Βαλένσια. Που πέφτει η Βαλένσια; Κάτι πορτοκάλια ήξερα ότι τα λέγανε έτσι, στις λαϊκές –τέλος πάντων. Έδειχνε να με γουστάρει. Από την αρχή δηλαδή, αλλά δεν ξανοιγόταν. Κι εγώ το έπαιζα κουλ, αλλά από μέσα μου είχα χεστεί. Τι ήθελε αυτή η γκομενάρα από μένα; Τι μου βρήκε; Στις δυο βδομάδες πάνω –έπαψα ν’ αναρωτιέμαι. Αφού της αρέσω, γιατί να το ψάχνω;
Στην αρχή ήταν όνειρο. Έχεις σκεφτεί ποτέ πως θα έμοιαζε η τέλεια γυναίκα; Το έχεις σκεφτεί –δεν μπορεί. Από μικρό παιδί την ψάχνεις, είναι η όμορφη της τάξης που ποτέ δεν γύρισε να σε κοιτάξει, είναι η άλλη που παίζει στις ταινίες, η γκόμενα που κυκλοφορεί ο σωστός της παρέας –γιατί αυτός είναι ο σωστός της παρέας κι εσύ, απλός μαλάκας που ονειρεύεσαι. Όλα αυτά μαζί βάλε και δυο κιλά ευρωπαϊκού αέρα –αυτό ήταν η Ίλδα.
Δεν πίστευα στην τύχη μου –σε κάποια φάση τη ζαχάρωνε ο Μανώλης, ξέρεις για ποιον λέω –αυτόν που έχει αντιπροσωπεία στην Καλλιθέα. Ναι, μωρέ, αυτός που το παίζει γκόμενος και κυκλοφορεί με κάτι θηρία μηχανές –καλογυαλισμένες, διαφορετικές κάθε μήνα και στο τέλος τις πουλάει για καινούργιες στους πελάτες. Αυτός λοιπόν ο απατεώνας τη ζαχάρωνε, αλλά η Ίλδα μου το είπε αμέσως όταν πήρε γραμμή τη φάση. Του έκανε κι ένα χουνέρι ζόρικο –γιατί ο Μανώλης είχε κλείσει ένα τραπέζι σε γκράντε σκυλάδικο και την είχε καλέσει. Ε, με πήρε που λες η Ίλδα και πήγαμε –κέρωσε ο Μανωλάκης, σα ζαντολάστιχο μασίφ έγινε. Κάναμε κάτι πλάκες εκείνη τη μέρα, φάγαμε, ήπιαμε ένα σκασμό κι ο μαλάκας πλήρωνε! Γιατί πάντα ο μαλάκας πληρώνει –γράφτο αυτό που σου λέω.
Πότε έγινα εγώ ο μαλάκας; Πότε άλλαξαν τα πράγματα; Μήπως ποτέ δεν άλλαξαν –μήπως από την αρχή ήταν έτσι κι εγώ δεν το έβλεπα; Η σωστή ερώτηση είναι, λοιπόν –πότε κατάλαβα ότι εγώ είμαι ο μαλάκας. Και απαντάω –μόλις πριν λίγες μέρες. Μιλάμε δηλαδή για μαλάκα με πατέντα και πιστοποίηση ISO!
Τόσον καιρό δεν είχα πάρει πρέφα, δεν άδειαζα, δεν τα είχα συνδέσει, δεν με άφηνε αυτή –τρίχες ρε φίλε, δεν ήθελα να καταλάβω. Ενδιαφερόταν λέει για τη δουλειά μου, ήθελε να της λέω τα πάντα γιατί με αγαπούσε και δεν μπορούσε να σκέφτεται πως υπάρχω έξω από αυτή. Άκου φούμαρα που μπορεί να ρουφήξει ένας άντρας!
Μετά άρχισε τη γκρίνια και την ανασφάλεια –ότι και να γινόταν, έβγαιναν στη μέση τα φράγκα. Να αλλάξουμε έπιπλα στο σπίτι και να πάμε ταξίδι στου διαόλου τον κώλο, να αγοράσουμε ότι σκατογκάτζετ μοστράρανε στις βιτρίνες τους οι ηλεκτρονικάδες. Τότε μου την έπεσαν από δίπλα οι περίεργοι. Στο φιλικό και στο κέρασμα στην αρχή, στο εξυπηρετικό αργότερα. Μέχρι που σκάσανε το παραμύθι –«μας λες κάποια ψιλοπράγματα για τον Άρη και σου σκάμε φράγκα μπόλικα». Κανονικά, θα έπρεπε να μου ανέβει το αίμα στο κεφάλι. Θα έπρεπε να τους βουτήξω από τα πέτα και να τους σκίσω σα χασέδες. Κανονικά. Ο Άρης ήταν τα πάντα για μένα –με πήρε από το τίποτα και με έφτιαξε άνθρωπο. Ακόμα και το πουκάμισο που φοράω τώρα, σ΄αυτόν το χρωστάω. Να μου πουν εμένα τέτοια πράγματα; Εγώ καρφί στον Άρη; Έπρεπε να τους πλάκωνα στη δεύτερη κουβέντα –αλλά καθόμουν και το σκεφτόμουν. Χρειαζόμουν λεφτά κι όταν σε ψήνει η ανάγκη, κοιμάται η ηθική σου. Γιατί, εγώ στο λέω –ο έρωτας κάνει τον άνθρωπο άλογο. Του περνάει χαλινάρια, του στρετσάρει μια σέλα στην πλάτη κι έχεις την κυρία να σπιρουνιάζει από πάνω σου. Μπορεί αυτό να το έχουν πει άλλοι, μπορεί και να το έχω διαβάσει –αλλά δεν είναι μπούρδα σαν τα υπόλοιπα που γράφουν τα βιβλία –το έχω ζήσει, σου λέω.
Πήγα και της το είπα –έφριξε. «Τι είναι αυτά; Θα καρφώνεις το αφεντικό σου; Κι αν είναι παράνομο; Αλλά και παράνομο να μην είναι –δε μου φαίνεται σωστό. Να ήταν για κάποιον άλλο, θα το δεχόμουν –αλλά όχι για τον Άρη! Αφού ξέρεις πόσο τον συμπαθώ τον Άρη!» Δεν το ήξερα, πρώτη φορά το άκουγα! Συμπαθεί τον Άρη; Πως δηλαδή; Από πού κι ως που; Τι δουλειά έχει αυτή με τον Άρη; Κάτι με δάγκωσε στο στήθος, φίδιασα! Βρε λες; Το άλλο πρωί είπα ΟΚ και άρχισα να χαφιεδίζω τον σημαντικότερο άνθρωπο που είχα γνωρίσει στη ζωή μου.
Και το κουβάρι ξετυλιγόταν, η Ίλδα γκρίνιαζε ακόμα, για άλλα θέματα και για τα ίδια θέματα, εγώ τραβούσα συνέχεια λεφτά -τελειωμό δεν είχε η ξεφτίλα. Πέφτανε τα μούτρα μου όταν τον έβλεπα, αλλά μετά γύριζα σπίτι και δεν είχα χρόνο να ντραπώ. Μου ρούφαγε όλη την προσοχή η Ίλδα και με άφηνε –σακί πατάτες –στο κρεβάτι ν΄αναρωτιέμαι. Τι κάνει όταν λείπω, τι πρέπει να κάνω για το χαμόγελό της –σπάνιο είχε καταντήσει, πολύτιμο σαν την ξεκούραση –και τελικά, τι νταραβέρια είχε με τον Άρη; Απλά τον γούσταρε ή κάτι περισσότερο; Τη ρώτησα πολλές φορές, χαμογελούσε μυστήρια και με διαόλιζε.
Νόμιζα ότι δεν ήξερε τι έκανα, νόμιζα πως δεν είχε καταλάβει. Αλλά ήξερε. Μου το είπε τώρα, πριν κάτι μέρες –«ξέρω τι κάνεις, ξέρω από πού βγάζεις χρήματα και ξέρω πως είναι αργά να κάνεις πίσω». Έτσι μου είπε, κώλωσα, έτρεμα! Άργησα να πάρω χαμπάρι ότι μου έδινε πλέον, αυτή, τις οδηγίες. Από πού κι ως που; Μετά κατάλαβα!
Στημένο ήταν από την αρχή και η Ίλδα στο κόλπο. Μιλημένη, αλλά από πότε; Μου πούλαγε έρωτα ή με αγάπαγε στ΄αλήθεια; Ποια είναι η Ίλδα τελικά; Ανάθεμα κι αν ξέρω –να σπάσει πάει το κεφάλι μου!
Καταλαβαίνω μόνο ότι με έπαιξε, με κουμάνταρε η άτιμη! Αλλά ξέρεις κάτι; Δεν τρέχει τίποτα. Κι αν ερχόταν στην αρχή να μου πει στα ίσα, «σου κάθομαι αρκεί να καρφώνεις τον Άρη», μπορεί και να το έκανα. Γιατί η Ίλδα ήταν ότι είχα θελήσει στη ζωή μου κι ακόμα περισσότερα. Είχα θελήσει μηχανές και κόντρες στα κόκκινα. Είχα θελήσει σταθερή δουλειά και ασφάλεια. Είχα θελήσει πολλά και ήταν όλα δεύτερα. Γιατί όταν γνώρισα την Ίλδα κατάλαβα πως τίποτα δεν θέλησα πραγματικά στη ζωή μου, τίποτα δεν πόθησα που γράφει και στον «Καζαμία». Αυτή μόνο και μόνο αυτή.
Δε με νοιάζει λοιπόν που ξεφτιλίστηκα, δε με νοιάζει που κατάντησα ένα μάτσο σκατά με παντελόνι φαρδύ, δε με νοιάζει αν ήξερε, δε με νοιάζει για τι ήρθε. Μόνο να μείνει θέλω κι ότι γίνει. Γιατί μόνος μου δεν θα ζω και γιατί τίποτα άλλο δεν έχω πια. Μόνο αυτή με νοιάζει.

1. Πληγωμένο ζώο
Θέλεις να φύγεις, δεν θέλεις να φύγεις, πρέπει να φύγεις. Για κάπου αλλού, μακριά από τρελαμένους κακομοίρηδες που σκοπεύουν να ανατιναχτούν μπροστά στα μούτρα σου. Αυτοί είναι οι πιο επικίνδυνοι, το γνωρίζεις καλά. Όποιος παίζει, έχει πάντα κάτι να χάσει γι΄αυτό είναι λογικός. Προβλέψιμος. Όταν όμως δεν έχεις τίποτα –γίνεσαι θηρίο, τυφλωμένο από το δικό σου αίμα. Επίφοβος. Γι’ αυτό πρέπει να φύγεις, γιατί αυτοί θα το πάνε μέχρι τέλους. Μέχρι να σε τραβήξουν μαζί τους στην καταστροφή –μην τους αφήσεις. Γιατί εσύ έχεις πολλά ακόμα να χάσεις –χρήματα και εξασφάλιση, ένα ψεύτικο όνομα που έφτιαξες μόνος σου, κομμάτι-κομμάτι. Και μια κρυφή ταυτότητα που θέλεις να παραμείνει έτσι –μην τους αφήσεις να σε βάλουν κάτω!
Κι αυτοί; Έχουν ακόμα γυναίκες και παιδιά –ανθρώπους που αγαπάνε και τους νοιάζονται. Άρα είναι ακόμα ευάλωτοι. Αλλά όχι για πολύ. Πρέπει να φύγεις γιατί σε λίγο δεν θα έχουν τίποτα, χαμένα κορμιά θα τριγυρίζουν ανάμεσα σε αυτά που ήταν κάποτε η ζωή τους και τότε θα έχουν γίνει σκέτες οδύνες του μυαλού. Όσο εσύ θα μαζεύεις τις βαλίτσες σου, αυτοί θα μετράνε πόνο, όταν εσύ θα περιμένεις το αεροπλάνο, αυτοί θα σκάβουν στα συντρίμμια. Γιατί; Επειδή είναι ηλίθιοι! Σαν όλα τα ανθρωπάκια που κυκλοφορούν με μάτια τσιμπλιασμένα από τις ελπίδες. Στραβοί είναι κι αυτό θα εκμεταλλευτείς –όπως πάντα. Γιατί βαριέσαι να διαβάσεις στα μακρινά αεροπορικά ταξίδια -προτιμάς να ακουμπάς στο μαξιλάρι της business class και να αναπολείς. Σε πόνεσαν και θα πονέσουν. Σου χάλασαν τη δουλειά και θα τους πάρεις τη ζωή. Μόνοι τους θα ψάχνουν τρόπο να πεθάνουν, όταν όλα τελειώσουν –δεν θα χρειαστεί ν΄ασχοληθείς περισσότερο μαζί τους. Κι εκείνη η πουτάνα που για χάρη της ξεκίνησε ο χαμός –εκείνη θα χαθεί πρώτη. Το πυροτέχνημά σου θα γίνει, πριν αρχίσει η γιορτή που τους ετοιμάζεις. Η εναρκτήρια τελετή –το χτύπημα χαμηλά, στο στομάχι, για να τους κοπεί η φόρα.
Βηματίζεις αργά, μέσα στο τεράστιο καθιστικό σου και κανονίζεις κάποιες τελευταίες λεπτομέρειες. Ανασαίνεις βαριά από την αναμονή, αλλά ξέρεις πως δεν πρέπει να βιαστείς. Τα καλά σχέδια μοιάζουν με τη νύχτα –πέφτουν πάνω στον κόσμο αργά και αναπόφευκτα. Αστείο δεν είναι; Κάθε μέρα, όλοι ξέρουν πως θα νυχτώσει αλλά το σκοτάδι τους βρίσκει, πάντα, απροετοίμαστους. Μαγειρεύουν, διαβάζουν, γράφουν, δουλεύουν, πίνουν –«ανάψτε ρε κανένα φως, δεν βλέπουμε τη μύτη μας!» Τότε τρέχουν όλοι, απορώντας –«μα πως δεν είχαμε καταλάβει ότι βράδιασε;» Γιατί ήσασταν απασχολημένοι με τις ζωούλες σας ρε!
Αυτοί με τι είναι, άραγε, απασχολημένοι; Μαζί σου –θέλει και ρώτημα; Λουφάζουν στις κρυψώνες τους, ψάχνοντας τρόπους να σε αντιμετωπίσουν, να σε τελειώσουν. Σα να τους βλέπεις είναι, χαμογελαστούς γιατί πιστεύουν ότι έχουν το πάνω χέρι. Άθελά σου, τρέμεις. Να φύγεις, να σωθείς, να τρέξεις –σύνελθε! Είσαι ακόμα δυνατός, είσαι ακόμα αυτός που γυρίζει τον τροχό. Κι αυτοί είναι ηλίθιοι που μπερδεύουν τις επιθυμίες τους με την πραγματικότητα –εκεί θα πατήσεις. Πάνω τους θα πατήσεις.
Η νύχτα περονιάζει τον κήπο σου και τα σκατόσκυλα ουρλιάζουν στο θολό φεγγάρι. Πίσω σου έχουν ήδη ανοίξει όλα τα φώτα –δεν είσαι μαλάκας εσύ, δεν είσαι σαν τους άλλους. Δίπλα σου το μπουκάλι έχει αδειάσει –δεν κατάλαβες πότε το ήπιες, δε νιώθεις μεθυσμένος. Πάνω σου σέρνεται ένα βρωμερό παρελθόν –σε λίγο θα κόψεις τα ροζιασμένα σκοινιά και το παρελθόν θα βουλιάξει σα βαρίδι στην αμνησία. Και έτσι θα γίνει γιατί έτσι πρέπει να είναι. Άσε τον κόσμο να σπαράζεται –εσύ θα περπατήσεις μακριά από όλα αυτά, με βήμα σίγουρο, σταθερό, όπως τότε που είχες και τα δυο σου πόδια.
Κάθεσαι στην πολυθρόνα δίπλα στο σβηστό τζάκι και σε παίρνει ο ύπνος χωρίς να καταλάβεις. Σου χρειαζόταν μετά την ένταση –λήθαργος χωρίς διακοπές, μακριά από σκοτούρες. Δυο δικοί σου μπαίνουν ξαφνικά, αλλά φρενάρουν απότομα όταν σε βλέπουν. Μουρμουρίζουν καθώς πισωπατάνε φεύγοντας, για το αφεντικό που «αποκοιμήθηκε, γέρασε, δεν είναι στα καλά του».
Γέρασες Σπύρο Κατσούλα κι αυτό είναι αμετάκλητο. Σαν το θάνατο ένα πράγμα.

(συνεχίζεται για λίγο ακόμα -μετά από τις απειλές του Στομάχη)

21 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Ανώνυμος είπε...

Koita na fereis glyka (kata protimisi sokolatenia) kai ase tis istories gia agrious:)

Ανώνυμος είπε...

Χαχα κι εγώ σ΄ευχαριστώ για τις ευχές!
Ναι, λέω να το παλέψουμε σήμερα και να έρθουμε.

Ανώνυμος είπε...

Όχι μόνο πρόλαβα να σχολιάσω πρώτος αλλά το διάβασα και όλο.

Λοιπόν φίλε είμαι ενθουσιασμένος. Έχει απογειωθεί και γίνεται συνεχώς καλύτερο.

Τώρα μένει και το τελικό μπαμ. Εκεί θα κριθεί ολο το παιχνίδι φαντάζομαι. Στην γεύση που θα αφήσει. Ανυπομονώ.
(Lex_Luthor06)
Αυτά έγραψε ο Lex, αλλά, σαν μαλάκας έχω ποστάρει 2 φορές το ίδιο κείμενο και το σβήνω το από κάτω.

The Motorcycle boy είπε...

Και απαντώ (σαν ψυχοπαθής νιώθω) οτι εκεί είναι το δύσκολο φίλε Lex. Να γίνει μπαμ και όχι πλαφ.

Ανώνυμος είπε...

Καλα έχεις ξεφύγει τελείως και ξέρω τι φταίει.Αυτή η ιστορία σ έχει κουράσει,φαίνεται.Τέλειωσέ τη πριν σε τελειώσει!
(μπας και δούμε κι εμείς καμια άσπρη μέρα)

Ανώνυμος είπε...

Όντως είναι εξαιρετικό. Βέβαια δεν το διάβασα όλο το ποστ και έχω χάσει και 4-5 επεισόδια, αλλά μέχρι και το "παρά λίγο" είναι φοβερό.

Τα υπόλοιπα θα τα διαβάσω αύριο-μεθαύριο.

Τώρα έχω να δω τα 2 τελευταία επεισόδια του 5ου κύκλου του 24.

"Διακυβεύονται πολλα."
Τζακ Μπάουερ

Ανώνυμος είπε...

Ευ-άγγελε, αν μου το ζητήσεις σε άπταιστα ισπανικά θα το σκεφτώ.
Numb, τελικά πιστεύω (μετά από ένα μαλακισμένο άρθρο που διάβασα σε κάποιο ιατρείο) πως αυτή η ιστορία με τα σήριαλ είναι μεγάλη παγίδα. Θα το κάνω ποστ κάποτε -ελπίζω.

Ανώνυμος είπε...

ωραια...οι κακοι αποκτουν παρελθον. γιατι αυτο με κανει να τρομαζω; παντως αυτο το κομματιαστο δεν σου πολυ βγηκε αν και το καθε κομματι ξεχωριστα τρεχει μια χαρα. α και στους τεσσερις που το διαβαζουν ανελλειπως ελπιζω να προσμετρας και μενα...αντε και αναμενω την συνεχεια...

Ο Καλος Λυκος είπε...

ψίτ!...όχι "συνεχίζεται γιά λίγο" - συνεχίζεται μέχρι να σου πούμε εμεις να σταματήσεις!

Ανώνυμος είπε...

Savon δεν ξέρω αν βγήκε -αλλά ξέρω οτιπολύ με βόλεψε. Μη με ρωτήσεις σε τι ακριβώς -δεν το έχω διευκρινήσει ακόμα. Σαφώς και περιλαμβάνεσαι στους τέσσερεις κι από ότι είδα περιλαμβάνεσαι και στο κοινό που ακούει Μαρία Αντουανέτα. Καλώς σε βρήκαμε το λοιπόν.
Λύκε, δέχομαι απειλές και υπάρχει κλίμα τρομοκρατίας. Τι να κάνω ο άθρωπος;

Ανώνυμος είπε...

Εμένα πάλι να σου πω την αλήθεια, το πρώτο κομμάτι μου φάνηκε πολύ "χαλαρό", δηλαδή παρατράβηξε χωρίς να με πείσει, αντίθετα με τα υπόλοιπα (και αριθμημένα) που τα ρούφηξα σαν 4 σφηνάκια τεκίλας τοποθετημένα στη σειρά πάνω στο πάγκο, την ώρα που ο μπάρμαν πήγε για κατούρημα!

Βέβαια αυτό δε λέει τίποτα μιας που, διαβάζοντας ένα βιβλίο, αυτό που κρίνεις είναι το πόσο μεγάλη ανάγκη νιώθεις να το φτάσεις ως το τέλος περνώντας καλά. Και μιας και το σημερινό ήταν ένα διάλλειμα, μια άτυπη ανακωχή και παράλληλη ανασύνταξη του ανακατεμένου συναισθηματικού κόσμου των αναγνωστών, ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΩ να μας προειδοποιήσεις πριν δημοσιεύσεις το επόμενο κεφάλαιο για να έχουμε πάνω μας χάπια για τη πίεση μιας και ΠΡΟΒΛΕΠΩ πως ετοιμάζεις μεγάλο ΣΟΚ!

Ανώνυμος είπε...

τα καταφέρνεις πολύ καλά στους χαμένους της ζωής. Μα κι αυτή η γυναίκα η καψερή η μάνα κομμουνιστή βρήκε;εμ,τι περιμένεις,χαίρι και προκοπή;
Εξαιρετικό.Χωρίς πολλά λόγια.

Ανώνυμος είπε...

Χρόνια πολλά από εδώ
(ρε, άλλαξες τηλέφωνο;)

Για την ιστορία δεν έχω να πω και πολλά.
Τα σπάει.

Ο Καλος Λυκος είπε...

τι να κάνεις; απλό! αφού θα πάς να χαιρετήσεις τον κολλητό, αφού θα φάτε, θα πιείτε και την Άρτα θα φοβερίσετε, θα συνεχίσεις να γράφεις - και αν σε απειλούν να μην συνεχίσεις, να δεις τι θα πάθεις άμα δεν!

The Motorcycle boy είπε...

Deuced το συνολικό κομμάτι ήταν η πρόθεσή μου να μην αφήνω κενά και να μην κρύβω σκουπίδια κάτω από το χαλί. Προειδοποίηση πριν το επόμενο ή το επόμενο να είναι η προειδοποίηση;
cherry, κουμμουνιστή και ασχημάντρα. Πως να μη βγάλει τον κακό της ιστορίας μετά;
Pascal, ευχαριστώ πολύ ρε συ. Και που με θυμήθηκες και που το διάβασσες (αλλά με αυτή τη σειρά, έτσι;)
Λύκε, μου φαίνεται οτι έχω μπλέξει ανάμεσα στη γερμανική και τη ρώσσικη μαφία. Τίποτα Ιταλοί μου λείπουν να δέσει το γλυκό χε, χε.

Ανώνυμος είπε...

Ελπίζω να μη με περιλαμβάνεις στη γερμανική μαφία.
Στην ιστορία μας: Το πρώτο μέρος θέλει "μοντάζ". Τα υπόλοιπα καραλένε. Η απογείωση έρχεται με την ατάκα: "Τα καλά σχέδια μοιάζουν με τη νύχτα –πέφτουν πάνω στον κόσμο αργά και αναπόφευκτα". Ο ορισμός του (πολιτικού και όχι μόνο) σχεδιασμού.

Υ.Γ.: Πόσα θα φάτε σήμερα;
:))))

Ανώνυμος είπε...

Καταπίνω τη γλώσσα μου.

:(

Ανώνυμος είπε...

εγώ πάλι κολλάω σε κάτι λεπτομέρειες όπως: «μαύρη την έχω, μακριά την έχω 10 φράγκα η μελιτζάνα» ή "Μιλάμε δηλαδή για μαλάκα με πατέντα και πιστοποίηση ISO!" και "Οπότε, την παρατούσαν στις δυο βδομάδες και μετά πλακωνόταν να γράφει για μαύρους ήλιους." που σε κάνουν να πιστεύεις ότι οι ήρωες (κεντρικοί ή β' ρόλοι) είναι άτομα που άνετα θα μπορούσες να συναντήσεις στο δρόμο ;)

The Motorcycle boy είπε...

Exiled, όχι, η γερμανική μαφία είναι κάτι αγριάνθρωποι (βλέπε Έρωτας Στομάχης)! Δεν σε περιλαμβάνω αλλά θα σου πρότεινα να περιληφθείς από μόνος σου -θα νιώσεις μια σιγουριά, όσο να πεις, χεχε. Και μάλλον πρέπει να είσαστε και οι 2 από Θεσσαλονίκη, οπότε ...
Βρε, τι πάθατε όλοι με το πρώτο μέρος; Διεκπαιρεωτικό είναι και είναι και κομμένο στα δύο. Το μισό στην αρχή και το μισό στο τέλος. Όλο το κείμενο (εννοώ από το 1 έως το 16 θέλει μοντάζ για να σταθεί σοβαρά. Προσχέδιο μόνο μπορείς να κάνεις στο μπλογκ, όχι κάτι σοβαρότερο.
Δύο θα φάμε ΟΚ αλλά πόσα θα ρίξουμε; Χεχε.
bitch, μεταξύ μας, δεν είναι καμιά μεγάλη μαγκιά -για πραγματικούς ανθρώπους που έχω συναντήσει μιλάω. Εννοώ οτι πάνω τους στηρίζω τις περιγραφές των χαρακτήρων -τι με πέρασες, για κανέναν λογοτέχνη;

The Motorcycle boy είπε...

Jesus loves black and white -but he prefers Johnny Walker φίλε μου.
Ο Τσαλουχίδης ήτονε σεντεφόρι με αμυντικές ικανότητες -άρα για κοπλιμέντο θα το πάρω κι αυτό (γιατί έτσι με βολεύει χεχε).

Ανώνυμος είπε...

Κι εγώ το ίδιο πιστεύω. Πως αγαπάς τους ήρωές σου.
Κι επειδή με τους δικούς μου "σάκκους με κόκκαλα" που λέει κι ο Κing δεν συμβαίνει αυτό, έχω να σου πω οτι μάλλον γι' αυτό μ' αρέσει τόσο να σε διαβάζω τελικά.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι