Δευτέρα, Μαΐου 19, 2008

7. Ένα σπαταλημένο τσιγάρο

Περίληψη προηγουμένων:

1. Όπου ο ήρωας κατεβαίνει από το αεροπλάνο επιστρέφοντας στην κωλοπόλη του μετά από 20 χρόνια. Τον περιμένει μια παλιά φίλη, η Ρέα και μπόλικος, άσχετος με το θέμα, εκνευρισμός.
2. Δίνονται κάποιες αναγκαίες εξηγήσεις σχετικά με τον Πέτρο, που σαπίζει σε ψυχιατρείο και ο ήρωας ξανασυναντάει την κτηνώδη κίτρινη -μπλε Τενερέ 600.
3. Η Τενερέ πηγαίνει στο συνεργείο και ο ήρωας ανακαλύπτει οτι τον ανακάλυψαν.
4. Μια επίσκεψη στο μπαρ ενός παλιού φίλου, Σπήλιος το όνομα, καταλήγει σε κλωτσοπατινάδα, όπου ο ήρωας τις αρπάζει δεόντως. Σκοπός της επίσκεψης είναι η αναζήτηση πιστολιού.
5. Μετά από άγονη περιπλάνηση (που λένε και οι μορφωμένοι) ο ήρωας βρίσκεται σε δανεικό αυτοκίνητο να παρακολουθεί το σπίτι των γονιών του Πέτρου. Εκεί ακριβώς εμφανίζεται η Έλλη.
6. Μια όμορφη σχέση, διανθισμένη από μπουγέλα και τσαντιές, αναπτύσσεται μεταξύ του ήρωα και της αδερφής του Πέτρου -της Έλλης. Γίνεται και μια αναφορά στον "Καρχαρία" που θέλει να σκοτώσει ο Πέτρος. Μια ακόμα όμορφη ανθρώπινη επαφή με τους θαμώνες κάποιου κωλόμπαρου αφήνει ενθύμιο στον ήρωα, ένα βουλάρικο περίστροφο Άρκους 94.

Γύρισα στο σπίτι της Ρέας -κύριος. Οι μαλάκες τον ψιλοέπαιρναν στο λαδί αμάξι, χώθηκα εντός γκαράζ από την πλαϊνή πλευρά –δεν τους ξύπνησα. Απογοητεύτηκα και λίγο, έλπιζα σε κάποια επαγρύπνηση από πάρτη τους, να μου προσέχουν τουλάχιστον την Τενερέ. Αλλά … περιμένεις προκοπή από δημόσιους υπάλληλους;

Ανέβηκα με το ασανσέρ, στα κλειδιά του αυτοκινήτου ήταν περασμένο κι ένα ζευγάρι κλειδιών του σπιτιού. Μπήκα πατώντας στις μύτες –άδικος κόπος. Η Ρέα κουκουλωμένη με μια κουβέρτα έβλεπε τηλεόραση. Δεν γύρισε να με κοιτάξει.
«Ακόμα ξύπνια;» ρώτησα.
«Ναι, κόλλησα με την ταινία».
Κάθισα δίπλα της.
«Σου έφερα το αμάξι –αύριο πρωί την κάνω. Παίρνω και τους χαφιέδες μαζί μου».
Με κοίταξε.
«Στο είπα –δεν είναι ανάγκη».
Έπιασε ένα τηλεκοντρόλ, πάγωσε την ταινία στην οθόνη.
«Τι βλέπεις;» ρώτησα.
«Ένα παλιό. Fisher King».
Έβγαλα τις μπότες μου και βολεύτηκα δίπλα της. Πονούσα ακόμα και σε μέρη του κορμιού μου που δεν είχα φανταστεί ότι υπήρχαν.
«Το θυμάμαι –ταινιάρα. Που το βρήκες;»
«Από εφημερίδα».
Εντυπωσιάστηκα. Μου εξήγησε ότι σ΄αυτή τη χώρα οι εφημερίδες δίνουν ταινίες και cd μουσικής. Πολλές ταινίες, καλές, μέτριες, σκουπίδια … Κάθε βδομάδα.
«Και τις ειδήσεις ποιος τις δίνει;» ρώτησα.
«Αυτοί που τις έδιναν πάντα ρε κορόιδο!» γέλασε η Ρέα.
Ησύχασα. Κάποιες αξίες παραμένουν σταθερές, αναλλοίωτες από τον χρόνο –είναι σημαντικό αυτό. Για να ξέρεις που πατάς και ποιοι σε πατάνε. Στο κεφάλι συνήθως.
«Βάλε να παίζει», είπα στη Ρέα.
«Κάτσε λίγο –κέρνα τσιγάρο και πες μου που γύρναγες», πετάχτηκε αναμαλλιασμένη μέσα από την κουβέρτα.
Έστριψα δύο και τα άναψα όσο άνοιγε την μπαλκονόπορτα.
«Είδα την Έλλη», είπα μετά.
«Έλλη; Ποια Έλλη; Το σινεμά;»
«Όχι ρε όργιο! Την αδερφή του Πέτρου».
Μαγκώθηκε.
«Για λέγε», ρούφηξε μια γερή και μάσησε κομματάκια καπνού.
Της είπα. Για το σπίτι, για την Έλλη, την καφετέρια –μέχρι εκεί. Δεν έβγαλα λέξη για το όπλο και όλα τα σχετικά.
«Την είχα πετύχει πριν κάτι χρόνια. Μιλήσαμε λίγο … για τον Πέτρο. Στο τέλος με έβρισε κι έφυγε», είπε σκεπτικά η Ρέα.
«Σε έβρισε;»
«Ναι. Φαίνεται ότι η πιτσιρίκα μας έβλεπε σαν σουπερήρωες –μου χώθηκε γιατί άφησα να τον πάρουν! Τι να έκανα δηλαδή;»
«Ξέρω ‘γω … ακτίνες λέιζερ από τα μάτια … έλεγχος σκέψης … πύρινες σφαίρες από τα ακροδάχτυλα … Έτσι δεν γίνεται συνήθως;»
Γέλασε.
«Βάλε να δούμε την υπόλοιπη ταινία», είπα.
Αμέσως μετά ο μεγάλος Τζεφ άρχισε να συνωμοτεί στην οθόνη με τη φωνακλού Μερσέντες, για να βοηθήσουν τον κακομοίρη Ρόμπιν να ρίξει την ξενέρωτη τύπισσα Αμάντα. Άραξα, έκλειναν τα μάτια μου αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να χάσω τις σκηνές με τον καβαλάρη της Αποκάλυψης και το τέλος με τον Τζέφ και τον Ρόμπιν τσίτσιδους στο πάρκο. Ταινιάρα!

Το πρωί μας βρήκε σκεβρωμένους στον καναπέ να μοιραζόμαστε μια στενή κουβέρτα. Ξύπνησα μασώντας τα μαλλιά της. Σηκώθηκα σιγά, να μην την ανησυχήσω, κοίταξα από κάτω –οι μαλάκες με το λαδί αυτοκίνητο είχαν φύγει. Το μπλε Σμαρτ είχε έρθει στη θέση τους κι όπως ήταν δύσκολο το παρκάρισμα στην περιοχή είχαν χωθεί στο ίδιο ακριβώς σημείο με τους προηγούμενους! Μιλάμε για πολύ διακριτική παρακολούθηση δηλαδή. Έπρεπε να πιω καφέ –απαραίτητη προϋπόθεση για να αντέξω τη μέρα που ξεκίναγε. Την κάθε μέρα που ξεκίναγε.
Γέμισα την καφετιέρα και χώθηκα στο μπάνιο –είχα να βγάλω από πάνω μου τη βρωμιά μιας ολόκληρης ζωής. Γδάρθηκα με συρμάτινα σφουγγάρια, ξυρίστηκα, αρωματίστηκα –έμοιαζα πάλι με άνθρωπο. Χαμογέλασα στον καθρέφτη, ο φιλαράκος θα έτριβε τα μάτια του όταν με έβλεπε. Ήμουν σικάτος και γοητευτικός σαν διαφήμιση πορτοκαλάδας. Κακή διαφήμιση –δεκαετίας ’80. Μπουγελώθηκα κιόλας με άφτερ σέιβ για να ενισχύσω την αρρενωπότητά μου. Πορτοκαλάδα με ανθρακικό.

Στην κουζίνα τη βρήκα να πίνει από τον καφέ που είχα ετοιμάσει. Τη φίλησα στο μάγουλο.
«Καλημέρα», είπε.
«Πες το κι έτσι», απάντησα.
Ευτυχώς δεν είχε φτιάξει το κτηνώδες πρωινό της, κάθισα σε μια καρέκλα -χτύπησα έναν περιποιημένο καφέ με τσιγάρο κι απ΄όλα.
«Τι θα κάνεις σήμερα;» με ρώτησε.
«Θα πάω να τον δω».
«Δεν επιτρέπεται να τον πλησιάσει κανένας άλλος εκτός από τους συγγενείς πρώτου βαθμού», με πληροφόρησε.
«Στ΄αρχίδια μου. Εγώ θα τον δω όπως και νάχει».
Δεν είπε τίποτα. Ευτυχώς που δεν ζήτησε να έρθει μαζί μου –με γλίτωσε από μια ακόμα άρνηση.

Κούμπωσα το δερμάτινο, αεροπορικού τύπου, μπουφάν μου κατεβαίνοντας με το ασανσέρ. Είχαμε αποφύγει τις πολλές κουβέντες με τη Ρέα, τι να λέγαμε δηλαδή; Τι έμενε να ειπωθεί; Κοινοτυπίες και υπεκφυγές του κερατά. Άνοιξα την εξώπορτα, έπαιζε κάποια συννεφιά εκεί πέρα –ένιωσα καλύτερα. Οι τύποι του Σμαρτ πετάχτηκαν σαν ελατήρια και άρχισαν να το παίζουν μωρές παρθένες. Ο οδηγός ξεκίνησε βιαστικός και καλά, ο συνοδηγός κοίταζε πίσω βοηθώντας τον, τάχαμου να ξεπαρκάρει τη νταλίκα –απίθανοι καραγκιόζηδες!
Ανέβηκα στην Τενερέ, φόρεσα το καταραμένο κράνος και ξεκίνησα με το πάσο μου. Δεν υπήρχε λόγος για ταρζανιές σήμερα –ο προορισμός ήταν ήδη καρφωμένος. Αλλά μου βγάλανε την Παναγία οι πούστηδες, σαν κότες πηγαίνανε, κάθε 500 μέτρα έπρεπε να κόβω μη με χάσουν. Η Τενερέ μπούκωσε κι άρχισε τα σβησίματα, της έριξα κάτι δευτεροτρίτες τελικιασμένες να ξεκαπνίσει. Ξεχάστηκα σα μαλάκας και πέρασα το ιδιωτικό ψυχιατρείο, έκανα επιτόπου αναστροφή ανάμεσα σε φάσκελα οδηγών. Ευτυχώς οι τύποι βρίσκονταν ακριβώς απέξω –έχει και τα καλά της τελικά η αργή οδήγηση!

Ξεκαβάλησα την Τενερέ, ακούμπησα στα κάγκελα χαζεύοντας την αυλή του ψυχιατρείου. Ερημιά για την ώρα. Έστριψα τσιγάρο, πίσω μου άκουσα κορναρίσματα -το Σμαρτ είχε βρει τον διάολό του προσπαθώντας να παρκάρει. Δεν έδωσα σημασία. Ένας γέρος πότιζε τα ξερά παρτέρια μέσα στην αυλή, στο παγκάκι παραδίπλα έλιαζε τ΄αρχίδια του ο σεκιουριτάς. Σιγά τον ήλιο που είχε και σιγά τ’αρχίδια –αλλά τέλος πάντων. Τι πιθανότητες είχα να τον πάρω από εκεί μέσα με το άγριο; Το προσωπικό θα χεζόταν πάνω του όταν έβλεπε το Άρκους -δεν με προβλημάτιζε αυτό. Γιατί, εντάξει εγώ μπορούσα άνετα να τη δω καουμπόης, αλλά ο Πέτρος; Θα με ακολουθούσε ή θα το έριχνε στο κυνήγι πεταλούδας ανάμεσα στα παρτέρια; Τράβηξα μια ακόμα τζούρα –αδημονούσα, πότε κάνουν διάλειμμα σ΄αυτό το νηπιαγωγείο; Πότε βγάζουν τους τρελάρες να παίξουν με τα κουβαδάκια τους;

Οι τύποι αποφάσισαν να βγουν έξω από το Σμαρτ –τους κράτησα στην άκρη του ματιού μου όλος περιέργεια. Στριμώχτηκαν ανάμεσα στο αμαξάκι και τον μαντρότοιχο –ο ένας έκανε πλάτες στον άλλο που κατούραγε. Χαμογέλασα όλο κατανόηση –ακόμα και οι χαφιέδες έχουν ανθρώπινες ανάγκες, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι άνθρωποι. Κόσμος άρχισε να γεμίζει την αυλή του ψυχιατρείου, ανατρίχιασα από αγωνία. Τώρα θα τον έβλεπα! Σαχλαμάρες –αυτό δεν μου ήταν αρκετό. Πήγα προς την κλειδωμένη καγκελόπορτα και χτύπησα το κουδούνι. Περίμενα. Ο σεκιουριτάς έτρεξε νευριασμένος που διέκοψα το αραλίκι του.
«Τι θέλετε;» ρώτησε με τους αντίχειρες περασμένους στη ζώνη. Ώπα ρε Ρίνγκο!
«Να μιλήσω με τον υπεύθυνο εδώ πέρα. Ψάχνω για δουλειά …»
«Τι δουλειά;»
«Κηπουρός είμαι …»
«Έχουμε κηπουρό».
Τον κοίταξα με ύφος «ούτε να σε φτύσω».
«Εσύ είσαι ο υπεύθυνος της κλινικής;»
«Όχι αλλά …»
«Ε, τότε ξεκλείδωσε να δω το αφεντικό ρε φίλε. Μη με κουρδίζεις πρωινιάτικα!»
Ξεκλείδωσε –τι να ΄κανε; Μου έγνεψε να τον ακολουθήσω και περάσαμε μέσα από άδειες πυτζάμες που περπατούσαν παρέα με κενά μάτια. Έψαξα τριγύρω –δεν τον βρήκα.
«Εδώ, πρώτη πόρτα δεξιά είναι η κυρία διευθύντρια», με πληροφόρησε.
Πήγα εκεί που μου είπε –τι να ‘κανα;
Χτύπησα την πόρτα. Άκουσα ένα γάβγισμα. Μπήκα. Ο χώρος έμοιαζε με φαρμακαποθήκη. Παντού ράφια, φιαλίδια, κούτες με χάπια … Η ξινισμένη που καθόταν πίσω από το γραφείο με κοίταξε περιμένοντας.
«Καλημέρα», είπα.
Δεν απάντησε.
«Είμαι κηπουρός και σκεφτόμουν μήπως έχετε καμιά δουλειά για μένα …», συνέχισα.
«Σαν τι δουλειά;» στρίγκλισε η, ας την πούμε, γυναίκα.
«Κηπουρού;» ανασήκωσα τους ώμους.
«Όχι», είπε ξερά.
«Κάτι άλλο ίσως; Νοσοκόμος, προσωπικό ασφαλείας;»
«Όχι».
«Οδηγός;»
«Όχι».
Κοιταχτήκαμε σιωπηλοί.
«Καλά λοιπόν, ευχαριστώ που με δεχτήκατε», είπα όταν βαρέθηκα να απολαμβάνω την εποικοδομητική μας επαφή. Γύρισα να φύγω.
«Μισό λεπτό …»
Στράφηκα προς το μέρος της.
«Να ειδοποιήσω το σεκιούριτι να σε συνοδεύσει».
Χαμογέλασα αγγελικά.
«Δεν είναι ανάγκη. Θα τον βρω το δρόμο».
Βιάστηκα να βγω από εκεί μέσα πριν προλάβει ν’αντιδράσει. Πέρασα τροχάδην τον διάδρομο, πριν βρεθώ στην αυλή σταμάτησα. Ζαλίστηκα. Ίδρωσα. Κώλωσα. Τώρα θα τον έβλεπα –τέρμα τα παραμύθια. Τρέμουλο στα γόνατα –βγήκα έξω.

Καμιά τριανταριά άτομα σουλατσάριζαν άσκοπα, δυο τρεις κάθονταν στο παγκάκι. Που ήταν; Ποιος ήταν; Ένας πιτσιρικάς έσερνε τις παντόφλες του στα χαλίκια, πήγα να τον ακολουθήσω –συνήλθα. Ο Πέτρος δεν θα ήταν πια πιτσιρικάς. Περπάτησα στα χαμένα, ανάμεσά τους.
«Τσιγάρο;»
Ξαφνιάστηκα. Στράφηκα προς τη φωνή. Ένας άντρας, αραιωμένα ακατάστατα μαλλιά, ρόμπα χρώματος μπεζ. Κοιταχτήκαμε.
«Τσιγάρο;» ξαναείπε.
«Πέτρο;» αναρωτήθηκα.
Με κοίταξε –στόμα μισάνοιχτο, στραβωμένο από τη μια πλευρά.
«Τσιγάρο;»
Δεν μπορούσαν αυτά τα απομεινάρια ανθρώπου να είναι ο Πέτρος! Κουνιόταν ασταμάτητα όσο κοίταζε, εστίασε κάπου πίσω μου λες κι ήμουν από ζελατίνα.
«Πέτρο;»
«Τσιγάρο;»
Δεν έβγαινε πουθενά αυτό. Τον άρπαξα από το μανίκι και τον έσυρα παράμερα, προσέχοντας μη μας δει ο σεκιούριτι. Ακολούθησε άβουλος.
«Ήρθα ρε μαλάκα –ξύπνα!» τον σκούντηξα.
Δεν έδειχνε να καταλαβαίνει.
«Μίλα μου φίλε, πες κάτι –θυμήσου γαμώ το στανιό σου!»
Με χάζεψε λίγο πριν βάλει τα γέλια. Σπαστικά γέλια, ασυντόνιστα. Τρόμαξα κάπως.
«Είσαι καλός άνθρωπος;» με ρώτησε όταν κατάφερε να συγκρατηθεί.
«Καλός! Πολύ καλός! Ο καλύτερος μαλάκας της ενορίας –δεν το ΄ξερες;»
Σκέφτηκε λίγο, το παίδεψε στο κεφάλι του.
«Τσιγάρο;» ξανάπε.
Του έστριψα ένα μπας και το σταματήσει αυτό το βιολί πριν μας πάρει η νύχτα. Στράβωσε το στόμα από την άλλη πλευρά, ίσως και να χαμογέλασε, έγλυψε το τσιγαρόχαρτο. Άναψα τον Ronson κάτω από το σαγόνι του με προσοχή γιατί κουβάλαγε μιας βδομάδας αξυρισιά. Μου άρπαξε το χέρι, σταθεροποίησε τον αναπτήρα μπροστά στα μάτια του. Κόλλησε.
«Είναι …»
«Ναι;»
«Είναι από τον …»
«Από ποιον ρε μαλάκα; Πέστο!»
«Από ποιον; Από ποιον είναι; Τσιγάρο;»
Κρέμασα τ΄αυτιά απογοητευμένος.
«Στο στόμα σου είναι ρε γαμώτο. Κάτσε να σου ανάψω».
Ρούφηξε μια ξεγυρισμένη και πνίγηκε –γύρισαν τα μάτια του από τον βήχα. Άκουσα βήματα να πλησιάζουν –μας πήραν χαμπάρι. Στράφηκα κατά κει.
«Ακόμα εδώ είσαι κύριε;» βλαστήμησε ο σεκιουριτάς.
«Ναι … μου ζήτησε τσιγάρο και είπα …»
«Είπες, ξείπες –δίνε του τώρα!»
Σήκωσα τους ώμους. Ο σεκιουριτάς άρπαξε το τσιγάρο από το στόμα του Πέτρου και το έλιωσε κάτω από το σκαρπίνι του. Ο Πέτρος έμεινε ξερός. Μετά άνοιξε το στόμα. Ούρλιαξε. Παρατεταμένα. Τα μάτια του γέμισαν απελπισία. Πλησίασα κι ακούμπησα απαλά το μπράτσο του.
«Σήκω φύγε ρε!» φώναξε ο σεκιουριτάς, μετά έβγαλε μια σφυρίχτρα και πλακώθηκε ν’ αδειάζει τα πνευμόνια του μέσα της. Έκανα πίσω, με το ζόρι κρατιόμουν μην τους γαμήσω όλους εκεί μέσα. Οι νοσοκόμοι πετάχτηκαν και πιάσανε τον Πέτρο α λα μπρατσέτα. Τον κοίταξα. Με είδε.
«Τσιγάρο;» κλαψούρισε.
«Καλά –χέσε ψηλά κι αγνάντευε τώρα», μουρμούρισα.
Έμεινα για λίγο ακόμα να τους παρακολουθώ όσο τον σέρνανε, ο σεκιουριτάς βαρέθηκε να με βλέπει κοκαλωμένο και με σκούντηξε. Έτσι πήρα τον δρόμο για την έξοδο –δεν υπήρχε λόγος να καρφώνομαι τζάμπα.

Στην έξοδο με περίμεναν οι πούστηδες του Σμαρτ, με τη μηχανή αναμμένη. Έβαλα το χέρι στη μέσα τσέπη του μπουφάν, χούφτωσα τη λαβή του Άρκους. Θα τους πέταγα τα μάτια έξω –επιτόπου! Και μετά θα κατούραγα στις άδειες κόχες τους –να μάθουν οι παλιοκουφάλες! Άφησα τη λαβή –δεν ήταν ώρα ακόμα. Συγκρατήθηκα.
Είχαν άλλοι σειρά, πριν απ΄αυτούς, μη σπρώχνεστε, όλοι θα πάρετε.
Εγώ είμαι εδώ!

(Συνεχίζεται δακρύβρεχτα)

16 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Ανώνυμος είπε...

"όλοι θα πάρετε..." "γι' αυτό είμαι εδώ..." μ'άρεσε η σκηνή στο τρελλάδικοκαι η περιγραφή του Πέτρου (αν είναι αυτός) με το στραβό χαμόγελο που έχει κολλήσει με το τσιγάρο... πολύ μεγάλη εμμονή σε πιάνω με το τσιγάρο... καπνίζεις και σύ πολύ Μοτοσακέ?
Καλημέρα και ηλιόλουστη βδομάδα. Περιμένω τη συνέχεια...

The Motorcycle boy είπε...

Ναι, ο Πέτρος είναι αυτός. Οι εκφράσεις που σου άρεσαν, είναι γνωστές και γι΄αυτό σου άρεσαν. Μη με κάνεις να σου πω αριθμούς σελίδων τώρα -τα ξέρεις αυτά!

Λοιπόν ναι, υπάρχει κάποια εμμονή με το τσιγάρο και ναι, καπνίζω, αλλά όχι όσο θα ήθελα -κανείς δεν προλαβαίνει να καπνίσει 30 τσιγάρα την ώρα, άλλωστε.

Αλλά, αν σε φέρει ο δρόμος σου σε τρελλάδικο (που δεν στο εύχομαι) θα φρικάρεις από τους ανθρώπους εκεί μέσα που ζητιανεύουν ένα τσιγαράκι από τους επισκέπτες. Οπότε, υπάρχει κάποιος ρεαλισμός στη συγκεκριμένη σκηνή.

Ανώνυμος είπε...

Πάρα πολύ καλό, αν κ φέρνει ταχυπαλμίες...

Νομίζω ότι είναι περιττο πια να σου γράφω σχόλια. Η ιστορία αυτή γ....ει!
Μόνο καμιά απορία που κ που...

Ανώνυμος είπε...

Είσαι το 2ο άτομο που γνωρίζω να έχει δει τόσες ταινίες
λες κ το ξερα όταν πρωτοπάτησα το ποδι μου εδω...

Πολλές που αναφέρεις δεν τις έχω δει. Όπως στο παραπροηγούμενο ποστ που κάποιος έβαλε μια λίστα

Αυτό το Fisher King είναι ένα με τον Ρομπιν Γουίλιαμς;

The Motorcycle boy είπε...

Ναι, θέλω τις απορίες σου ell -γιατί πολλά πράγματα μπορεί να μου ξεφεύγουν. Να τα ξέρω εγώ και να θεωρώ οτι τα ξέρουν και οι άλλοι, λες και είναι μέσα στο μυαλό μου.

Μπαα, ο Ανώνυμος έχει δει 2 βουνά ταινίες περισσότερες από μένα. Το Fisher King να το δεις οπωσδήποτε. Μαγική ταινία! Ναι με τον Ρόμπιν Γουίλιαμς και τον Τζεφ Μπρίτζες.

Υ.Γ.: Πρόταση για βιβλίο -"Σφαγείο νούμερο 5" του Κουρτ Βονενγκαρντ. Μη σε ψαρώνει ο τίτλος -δεν είναι σπλάτερ. Είναι αντιπολεμικό και τρελλά ειρωνικό και αστείο. Θα το λατρέψεις.

Ανώνυμος είπε...

Οι εκφράσεις που μου άρεσαν, δεν μου άρεσαν επειδή είναι γνωστές, διαβάζω το κείμενό σου γιατί μ' ενδιαφέρει η ιστορία και την παρακολουθώ χωρίς να συγκρίνω με τίποτα και με κανέναν, εντάξει? Τάπαμε αυτά...

Σε τρελλάδικο δεν έχω πάει, αλλά ξέρω από γεγονότα που μούχουν πεί, ότι η σκηνή σου είναι ρεαλιστικότατη.....

Εξ' άλλου το ζωντανό σου γράψιμο φαίνεται ότι βγαίνει από προσωπικές σου εμπειρίες, γι αυτό και μας αρέσει πολύ....

Το βράδυ παίζεις στις 9.00?

Ανώνυμος είπε...

Τον Ρόμπιν Γουίλιαμς δεν τον γουστάρω καθόλου, εκτός από την ταινία που αναφέρατε και τους "ποιητές".
Που το θυμήθηκες αυτό το υπέροχο βιβλίο? Εχει γίνει και ταινία νομίζω...

Ανώνυμος είπε...

Ναι, τότε είναι αυτή που είχα δει. Καταπληκτική ταινία.

Τι να σου ξεφύγει ρε Motorcycle Boy; Αφού γράφεις τέλεια. Αλλό αν εγώ είμαι στον κόσμο μου μερικές φορές κ δεν καταλαβαίνω κάποια πραγμ.

Υ.Γ.:Εδώ απλά πρέπει να έκανες λάθος στο όνομα στο τέλος: «Την είχα πετύχει πριν κάτι χρόνια. Μιλήσαμε λίγο … για τον Πέτρο. Στο τέλος με έβρισε κι έφυγε», είπε σκεπτικά η Έλλη.

Υ.Γ. Τι να πρωτοδω κ να πρωτοδιαβάσω; Ευχαριστώ για την προταση (για βιβλία κ ταινίες)

The Motorcycle boy είπε...

Το βράδυ -ναι στις 9, αλλά πριν από μένα, στις 8 παίζει ο Deuced.

Καλά τάπαμε, μην περιμένεις να συμφωνήσω κιόλας!

Προσωπικές εμπειρίες; Ναι, έχω από το τρελάδικο χαχαχα! Όχι, δεν έχω πάει ακόμα, αλλά κάνω εντατικά φροντιστήρια για να είμαι προετοιμασμένος.

Ούτε εγώ τρελαίνομαι με τον Γουίλιαμς -κι ο "Κύκλος των χαμένων ποιητών" δεν μου είπε και πολλά. Αλλά η ταινία που λέμε, το Φίσερ Κινγκ είναι ατόφια μαγεία!

Το "Σφαγείο" το θυμήθηκα γιατί ξαναεκδώθηκε μετά από πολλά χρόνια. Υπέροχο και λίγα λες. Ναι, είχε γίνει ταινία, αλλά δεν έπιανε αυτό το φοβερό πράγμα του βιβλίου.

Ell, μην ευχαριστείς για την πρόταση -γι΄αυτό είναι οι φίλοι, για να τα μοιράζονται αυτά τα πράγματα.
Έχεις δίκιο, το όνομα εκεί θα έπρεπε να είναι "Ρέα". Πάω να το αλλάξω. Ευχαριστώ ρε!

Puppet_Master είπε...

argeis...

The Motorcycle boy είπε...

Κάτσε ρε λεβέντη μου, κάτσε ρε παλικάρι μου! Πρέπει και να τα γράφω πριν τα ποστάρω -μην το ξεχνάς αυτό.

Δυο τη βδομάδα, καλά είναι. Και αν είναι να φύγεις διακοπές, πες μου να σου στείλω με μέιλ οτι έχω.

Υ.Γ.1: Πω πω αδερφάκι μου! Απαιτητική πελατεία!
Υ.Γ.2: Ανοίξανε οι ώρες στο ράδιο. Λέω εγώ τώρα.

Ανώνυμος είπε...

εχω δυο φιλους που περασαν απο ψυχιατρειο και εχω δει διαφορα.οχι πολυ χαρντ κορ ομως, ευτυχως.παντως η φαση με τα τσιγαρα παιζει πολυ! τον εχουν τρελανει στα χαπια τον πετρακη....

The Motorcycle boy είπε...

Ε, κάπως πρέπει να ζήσουν και οι φαρμοκοβιομηχανίες -σωστά; Αλλά μην παίρνεις θάρρος -κανένα χαπάκι στη χάση και στη φέξη, κάνει καλό.

The Motorcycle boy είπε...

Και δεν σου το είπα γιατί μάλλον δεν θα το πίστευες. Η επόμενη συνέχεια έχει να κάνει με εξακρίβωση στοιχείων από μπάτσους. Και την έχω γράψει πριν σου συμβεί εσένα! The Twilight zone!

Ανώνυμος είπε...

τα σπάει!!! είχα καιρό να διαβάσω stuff here, I admit it, αλλά τώρα τα πήρα όλα μαζεμένα! φαντάσου μ' αρέσει τόσο η ιστορία ως έχει που ΔΕΝ θα σου ζητήσω να τη διανθίσεις με απέθαντους και σογκόθ! just keep it steady, it rocks :)

PS. α και στα ψυχιατρεία δεν είναι κάπως έτσι η φάση με τους ασθενείς και τα τσιγάρα, είναι ΑΚΡΙΒΩΣ έτσι. άμα σε δουν να ανάβεις κιόλας σε παίρνουν από πίσω και δε φεύγουν μέχρι να τους δώσεις. ήταν κι ένας επικός παππούλης στο δαφνί με μισό πνευμόνι (οξυγόνο με ρόδες φάση) που ζήταγε συνέχεια τσιγάρο. τον ρώτησε λοιπόν μια συνάδελφος "τι το θες το τσιγάρο παππού, αφού δε μπορείς να το καπνίσεις". Killer απάντηση: "Ε, για το δρόμο.."

The Motorcycle boy είπε...

Καλώς το παιδί το δικό μας! Τι είναι ρε τα σογκόθ; Καρκινικοί όγκοι στα ισπανικά ποδανά;

Πάντως, νομίζω οτι στη συνέχεια θα βάλω και κάποιον που δεν είναι πια εδώ -αλλά όχι σε στυλ ζόμπι κι έτσι. Αυτή είναι μια ρομαντική ιστορία, μην ξεχνάς.

Υ.Γ.: Τα ψυχιατρεία, κάπως έτσι τα θυμάμαι, τέλη '80, αρχές '90. Βλέπω οτι δεν έχουν αλλάξει ακόμα -καλό είναι αυτό. Να υπάρχει κάτι που μένει σταθερό σ΄αυτή τη χώρα -τι διάολο!

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι