Περίληψη προηγουμένων:
1. Όπου ο ήρωας κατεβαίνει από το αεροπλάνο επιστρέφοντας στην κωλοπόλη του μετά από 20 χρόνια. Τον περιμένει μια παλιά φίλη, η Ρέα και μπόλικος, άσχετος με το θέμα, εκνευρισμός.
2. Δίνονται κάποιες αναγκαίες εξηγήσεις σχετικά με τον Πέτρο, που σαπίζει σε ψυχιατρείο και ο ήρωας ξανασυναντάει την κτηνώδη κίτρινη -μπλε Τενερέ 600.
3. Η Τενερέ πηγαίνει στο συνεργείο και ο ήρωας ανακαλύπτει οτι τον ανακάλυψαν.
4. Μια επίσκεψη στο μπαρ ενός παλιού φίλου, Σπήλιος το όνομα, καταλήγει σε κλωτσοπατινάδα, όπου ο ήρωας τις αρπάζει δεόντως. Σκοπός της επίσκεψης είναι η αναζήτηση πιστολιού.
5. Μετά από άγονη περιπλάνηση (που λένε και οι μορφωμένοι) ο ήρωας βρίσκεται σε δανεικό αυτοκίνητο να παρακολουθεί το σπίτι των γονιών του Πέτρου. Εκεί ακριβώς εμφανίζεται η Έλλη.
6. Μια όμορφη σχέση, διανθισμένη από μπουγέλα και τσαντιές, αναπτύσσεται μεταξύ του ήρωα και της αδερφής του Πέτρου -της Έλλης. Γίνεται και μια αναφορά στον "Καρχαρία" που θέλει να σκοτώσει ο Πέτρος. Μια ακόμα όμορφη ανθρώπινη επαφή με τους θαμώνες κάποιου κωλόμπαρου αφήνει ενθύμιο στον ήρωα, ένα βουλάρικο περίστροφο Άρκους 94.
7. Όπου ο ήρωας συναντάει οτι έχει απομείνει από τον Πέτρο.
Μου την έπεσαν ξαφνικά –όλη η κόλαση ξεβράστηκε σε ένα ανήλιαγο στενό –αλλά δεν μ’ έπιασαν με τα βρακιά κατεβασμένα. Τους περίμενα τους κερατάδες. Κοίτα πως έγιναν τα πράγματα –θα τα πάρω με τη σειρά.
Έφυγα από το τρελάδικο αφηνιασμένος με το Σμαρτ στον κώλο. Δεν ήξερα τι να κάνω, δεν είχα που να πάω –καταλαβαίνεις; Ο Πέτρος έδειχνε χειρότερα κι από τότε που με επισκεπτόταν καθημερινά στους εφιάλτες μου. Δεν μπορούσα να το δεχτώ –τόσα χρόνια εκεί έξω, έκανα το μαλάκα με περιορισμένη επιτυχία. Πάει να πει, έβρισκα δικαιολογίες –δεν γινόταν να μπω στη χώρα, θα με τσίμπαγαν αμέσως με το που θα κατέβαινα από το αεροπλάνο, στρατολογία, μπάτσοι, ο φάκελός μου ανοιχτός … Δικαιολογίες, αλλά πιάνανε. Έτσι ξοδεύτηκα μακριά του, τίποτα δεν έκανα, απλά έσπρωχνα τις μέρες –τη μια πίσω από την άλλη –ζούσα, ας πούμε. Μπλέχτηκα με κάτι πρεζέμπορους στο Άμστερνταμ, τους πούλησα μπας και με ξεπαστρέψουν σε κανένα μαύρο υπόγειο –πού τέτοια τύχη; Πήγα στη Γερμανία, ανακατεύτηκα με τις φράξιες, μας κυνήγησαν ασφαλίτες και παρακρατικοί –χαμένος ο κόπος τους. Πέρναγα ξυστά στο θάνατο κι αυτός ούτε να με χέσει.
Τώρα περίμενα τα ντόπια γουρούνια, οδηγώντας την Τενερέ δίπλα στα ρείθρα του πεζοδρομίου, ένα τετράγωνο πιο πίσω είχα σφηνώσει το Άρκoυς σε κάποιο μισοκαμένο κουτί του ΟΤΕ, να μην το βρουν επάνω μου –να το ξαναβρώ όταν με αφήσουν. Από μπροστά ένα περιπολικό μου φράκαρε το δρόμο, πίσω ερχόταν άλλο ένα και δίπλα το Σμαρτ ψωλαρμένιζε. Φρέναρα μαλακά, πρόβαρα ξαφνιασμένη φάτσα. Από το περιπολικό σκάσανε δυο μπάτσοι δείχνοντάς μου τα πιστόλια τους. Τσούλησα την Τενερέ στο πεζοδρόμιο και σήκωσα ψηλά τα χέρια.
«Κατέβα ρε αλήτη!»
Αυτός που φώναξε ερχόταν από πίσω. Κατέβηκα αργά. Έβγαλα το κράνος –με ζώσανε από παντού. Ευτυχώς δεν είχαν έρθει Ζητάδες, τους θυμόμουν από παλιά, δεν σκιζόμουν να τους ξανασυναντήσω. Γιατί ήτανε γομάρια σκέτα, υπήρχε κι εκείνη η παλιά ιστορία …
Ο μπάτσος που είχε φωνάξει φόραγε πολιτικά σε στυλ Μαϊάμι Βάις. Ήρθε μπροστά μου, κοιταχτήκαμε –σκέτο μοντελάκι θα ήταν ο λεχρίτης! Αν δεν είχαν περάσει 20 χρόνια από την εποχή του Μαϊάμιμ κατά τη διάρκεια των οποίων, είχε χτίσει κάποια ξεγυρισμένη μπάκα κάτω από το λαχουρένιο πουκάμισο.
«Καλώς το πουλάκι μου!» γέλασε.
«Καλώς σας βρήκα. Με πεθυμήσατε;» ρώτησα.
«Σκάσε ρε πούστη!» νευρίασε στο ξεκάρφωτο.
Τι γινόταν; Κάνανε μειώσεις προσωπικού στο Σώμα; Πλασάρανε πλέον καλό και κακό μπάτσο στη συσκευασία του ενός;
«Δώσμου τα χαρτιά σου», ούρλιαξε ο καπελάκιας από δεξιά.
Ψάχτηκα. Ένα γαμήδι διαβατήριο είχα κι ένα δίπλωμα οδήγησης Βέλγικο.
«Τι ‘ναι αυτά ρε; Ξένος είσαι; Τουρίστας;»
«Έζησα χρόνια έξω –υπάρχει πρόβλημα;» πήρα να μανουριάζω γιατί παραχόντραινε το αστείο.
Ο καπελάκιας κοίταξε τον λαχουρένιο. Ξύστηκαν ταυτόχρονα.
«Ρωτάει αν υπάρχει πρόβλημα!» αναφώνησε ο καπελάκιας.
«Κανένα πρόβλημα. Μέχρι να του σκίσουμε τα βάρδουλα, τι πρόβλημα να υπάρχει; Μετά θα δυσκολέψει η κατάσταση -όταν θα κατουράει καθιστός», είπε ο λαχουρένιος.
Χαμογέλασα. Τα αστεία των μπάτσων παρέμεναν βλακώδη και αρκουδιάρικα –όσα χρόνια κι αν περνούσαν.
«Δεν καταλαβαίνω τι ζητάς», είπα στον λαχουρένιο που έμοιαζε για αρχηγός του τσίρκου.
Με κοίταξε με χαμόγελο -στυλ «σ’ έχω στο χέρι και την πούτσισες». Μετά κοίταξε τους άλλους τριγύρω, για να πάρει θάρρος.
«Αφήστε μας μόνους», διέταξε.
Οι υπόλοιποι τσακίστηκαν ν’ απομακρυνθούν, πήγαν προς τα αυτοκίνητα πισωπατώντας, μην τύχει και του δαγκώσω τη μύτη του λαχούρη.
«Είπα να κάνουμε μια φιλική κουβέντα», με πληροφόρησε.
«Θα κεράσεις και φοντανάκι στο τέλος;» ενδιαφέρθηκα να μάθω.
«Άσε μωρέ τις σάχλες», δυσανασχέτησε.
Τις άφησα. Δίκιο είχε –τα αστεία μου περνούσαν κρίση από τότε που ξαναπάτησα στα πάτρια εδάφη.
«Σ΄ακούω», είπα.
«Δεν έκανες καλά που γύρισες …», μουρμούρισε.
«Καλά, άσχημα … τώρα έγινε. Παρακάτω».
«Αν μάθουν οι Ζητάδες ότι είσαι εδώ –θα σε κλάψουν οι ρέγκες. Νύχτα θα σε φάνε, χωρίς να πάρει κανένας χαμπάρι».
«Ωραίο ακούγεται. Γιατί δεν τους το λέτε ότι είμαι εδώ να ξεμπερδεύουμε;»
«Για να σε προστατεύσουμε μαλάκα. Δεν έχουμε όρεξη να γίνονται φονικά –πολλή χαρτούρα, ανακρίσεις … καταλαβαίνεις».
«Καταλαβαίνω. Δε μου λες τώρα και τι ζητάς από μένα; Γιατί με παραμύθια περί εννόμου τάξεως δεν ψήνομαι».
Γέλασε. Έβγαλε μια καραμέλα και πήρε να την πιπιλάει μανιασμένα. Τον παρακολούθησα περιμένοντας.
«Έχω κόψει το τσιγάρο –έπαθα έμφραγμα …» με πληροφόρησε.
«Γερνάμε και χαλάμε», είπα όλο κατανόηση. «Αλλά θα πρέπει να χάσεις και κιλά –δε φτάνει μόνο η ατσιγαρία».
Κούνησε το κεφάλι του θλιμμένα.
«Το ξέρω, δεν το ξέρω νομίζεις; Δέκα κιλά έβαλα από τότε που το ΄κοψα. Γαμήθηκε ο μεταβολισμός μου».
Ένευσα με το σαγόνι, τίγκα στη συμπαράσταση.
«Τέλος πάντων, αλλού ήταν το θέμα μας», συνήλθε στρώνοντας τις ζάρες στα πέτα του. «Βάλαμε τους δικούς μας να σε παρακολουθούν για δική σου προστασία. Τους πήρες χαμπάρι –έτσι; Ναι; Εντάξει. Αλλά δεν θα μπορούμε να σε προσέχουμε για πάντα. Πρέπει κι εσύ να κάνεις κάτι –να κρυφτείς, να εξαφανιστείς, ακόμα καλύτερα. Πήγαινε σε κανένα χωριό ρε παιδί μου –συγγενείς δεν έχεις;»
«Μπα –είμαι ορφανό στους πέντε δρόμους».
Ψευτογέλασε.
«Τότε … τι να σου πω κι εγώ; Πρόσεχε. Εμείς ότι περνούσε από το χέρι μας το κάναμε. Αλλά οι φήμες κυκλοφορούν –όλο και κάποιος θα σε θυμηθεί, όλο και κάτι θα ακουστεί …»
«Κι εγώ τι να κάνω; Να ανοίξω ένα λάκκο και να μπω μέσα από μόνος μου δηλαδή; Ή να πηδήξω από κανένα μπαλκόνι;» αναρωτήθηκα νευριασμένος.
Με κοίταξε σκεπτικός.
«Αυτό το τελευταίο δεν θα ήταν κακή ιδέα», είπε.
Γέλασα κι εγώ με τη σειρά μου.
«Δε θα με ξεφορτωθείτε τόσο εύκολα», προειδοποίησα.
«Εύκολα ή δύσκολα …» μουρμούρισε.
«Τέλος πάντων, χάρηκα για τη γνωριμία, ευχαριστώ για τις πατρικές συμβουλές, μπορώ να πηγαίνω τώρα;» ρώτησα.
«Ναι, φύγε. Και μην κάνεις βλακείες –εντάξει;»
«Εντάξει μπαμπά», μουρμούρισα φορώντας το κράνος μου.
Ο τύπος απομακρύνθηκε, οι μπάτσοι πήραν γραμμή και το γύρισαν σε χτυπητή αδιαφορία. Τους χάζευα όσο χοροπήδαγα πάνω στη μανιβέλα –τι σήμαιναν όλα αυτά; Δεν το πίστευα ότι ήθελαν να με προστατεύσουν, ούτε μπορούσα να χάψω τις ανησυχίες τους για τυχόν ξεκαθάρισμα λογαριασμών από τους Ζητάδες. Ένα κάρο παιδιά είχαν φάει χώμα χωρίς να το μάθει ούτε η μάνα τους, μ΄εμένα τους έπιασε η ευαισθησία; Κάτι άλλο παιζόταν εδώ –θα έβγαινε στον αφρό, όλα βγαίνουν στον αφρό γιατί αυτή η χώρα είναι βάλτος κι εμείς ψάρια που καταπίνουμε αβέρτα βοθρολύματα.
Για την ώρα έπρεπε να βρω ένα σπίτι ήσυχο και διακριτικό, με βαριές κουρτίνες να κρατάνε έξω το φως και κάποιο μουγκό ιδιοκτήτη να με φιλοξενήσει. Ξεφύλλισα σκεπτικός την ατζέντα μου, πάει να πει οδηγούσα χαζεύοντας τις πινακίδες των αυτοκινήτων –στα δυο χιλιόμετρα θυμήθηκα ότι είχα ξεχάσει να μαζέψω το Άρκους –γύρισα πάλι πίσω βρίζοντας.
Μαζεύοντας το πιστόλι έφαγα φλας -και το όνομα αυτού Αποστόλης «το Χέλι». Είχε τρομερή ντρίπλα στο μπάσκετ, τότε που πηγαίναμε στα γήπεδα της ΛΑΝΣ, στεκόταν μπροστά σου, τρεμούλιαζε τα γόνατα, κόλλαγε μετά τη μπάλα, έσπαγε τη μέση, πριν το καταλάβεις έβλεπες την πλάτη του –συνήθως σούταρε όσο ακόμα μάσαγες την προσποίηση, δεν προλάβαινες να τον ξανακλείσεις. «Σα χέλι τον άδειασα τον πούστη», έλεγε μετά –του έμεινε λοιπόν «το Χέλι». Κάποιοι αγρίευαν και τον γκρέμιζαν με φάουλ –αλλά δεν καταλάβαινε ο δικός σου. «Χτύπησες Αποστόλη;» «Χτυπάνε ρε τα Χέλια; Αφού είμαι ασπόνδυλος!» Μέχρι που έκοψε χιαστό και το γύρισε σε μπασίστας πανκ συγκροτημάτων –ασπόνδυλος αλλά όχι και άνευ συνδέσμων, κατάλαβες; Είχε μια αντιπροσωπεία αυτοκινήτων ο πατέρας του Αποστόλη –πήγαινα στοίχημα ότι εκεί θα τον έβρισκα. Αμφιθέας.
Τα σύννεφα βάραιναν πάνω από το κεφάλι μου, όμως είχε σηκωθεί εκείνος ο κωλοαέρας και τ’ ανακάτευε. Ερχόταν βροχή –αλλά όχι σύντομα. Το Σμαρτ αγκομαχούσε να ξεκολλήσει από το μποτιλιάρισμα της Λεωφόρου Συγγρού, χέσε τους μαλάκες, αποφάσισα και άρχισα τα σλάλομ ανάμεσα στους σταματημένους. Άκουσα ένα παρατεταμένο κορνάρισμα –δεν το πίστευα ρε πούστη μου! Τι ήθελαν δηλαδή –να τους περιμένω; Μπήκα στην Αμφιθέας σβουριχτός σα μεθυσμένο κουνούπι, στον πρώτο παράδρομο χώθηκα για να δω μήπως με ακολουθούσαν. Περίμενα. Ησυχία και τίποτα. Κωλοβάρεσα λίγο στους παράλληλους πριν ξαναβγώ –ήμουν σίγουρα καθαρός, δεν ήθελα να μπλέξω τον Αποστόλη.
Άφησα την Τενερέ να σαχλαμαρίσει δίπλα σε ένα χαμηλοκώλικο σπορ Άουντι και άνοιξα την πλεξιγκλάς πόρτα. Τι σκατά τους πιάνει και βάζουν διαφανές πλεξιγκλάς στα μαγαζιά τους; Σαν οχιές σε κλουβί φαίνονται απέξω –τέλος πάντων. Ένας κουστουμάτος πιτσιρικάς με πλεύρισε στα δυο βήματα.
«Πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω;»
Τον εξέτασα από πάνω μέχρι κάτω -«επισταμένως», που λένε και οι ιατροδικαστές.
«Είναι εδώ ο κύριος Απόστολος;» ρώτησα.
«Έχετε ραντεβού;» ρώτησε με τη σειρά του.
«Θα έπρεπε να έχω;» συνέχισα το κορδόνι.
«Πως αλλιώς θα τον δείτε;» τράβηξε ακόμα μια καραμπόλα.
«Με τα μάτια ίσως;» χτύπησα άτσαλα, με κίνδυνο να σκίσω την τσόχα.
Κοιταχτήκαμε. Θα το πηγαίναμε πάλι από την αρχή, είμαι σίγουρος, αλλά εκείνη τη στιγμή έφαγα μια στην πλάτη και ξεράθηκα.
«Ρε μπάσταρδε! Εσύ είσαι;»
Γύρισα. Ένας φαλάκρας με κοντομάνικο πουκάμισο και πράσινη γραβάτα με κοίταζε χαμογελώντας.
«Για να μη σε έχω πλακώσει ακόμα στα χαστούκια εγώ θα είμαι. Με τσάκισες ρε πούστη!» δυσανασχέτησα.
«Γύρισες λοιπόν;» αναφώνησε ο φαλάκρας.
«Γύρισα και μην το ξαναρχίσουμε αυτό με τις ερωτήσεις. Το έπαιξα ήδη με το υπάλληλο –τι διάολο κάνετε εδώ; Αυτοκίνητα πουλάτε ή παίζετε τρίβιαλ να πούμε;»
Ξεκαρδίστηκε.
«Έλα μαζί μου –πάμε πάνω στο γραφείο, να θυμηθούμε τα παλιά γαμώτο!» μουρμούρισε όλος νοσταλγία.
Ξενέρωσα κάπως, αλλά φρόντισα να μη φανεί. Τον ακολούθησα. Είχε ένα γραφείο βαρύγδουπο σαν προεκλογική αφίσα –κάδρα με μουτζουρωμένα αμάξια στους τοίχους να δείχνουν και καλά ταχύτητα, τραπέζι συσκέψεων ασορτί με το γραφείο, πολυθρόνα «βουλιάζω να τον ψιλοπάρω», κομπιούτερ για τρισδιάστατες πασιέντζες …
«Μέσα στη χλίδα είσαστε! Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας κι έτσι …» σχολίασα.
«Εντάξει, δεν είναι τίποτα φοβερό», παραδέχτηκε ταπεινά. «Πρέπει να πουλάς μούρη για να αγοράσει ο άλλος το αμάξι του …»
«Κι εγώ που νόμιζα ότι πρέπει να πουλάς αμάξια!» απόρησα.
«Τρίχες κατσαρές! Τι να τα κάνουν τα αμάξια; Αφού τα στουκάρουν στην πρώτη κολώνα ή τα καίνε στα μποτιλιαρίσματα, σταμάτα-ξεκίνα συνεχώς».
Δεν είχα τίποτα να απαντήσω στην ατράνταχτη επιχειρηματολογία του γι΄αυτό πήρα ένα μολύβι και το στριφογύρισα περισπούδαστα. Τα κάνω κάτι τέτοια όταν δεν θέλω να φανώ αμήχανα μαλάκας.
«Κι εσύ; Τι έγινες όλα αυτά τα χρόνια;» ρώτησε ο Αποστόλης.
«Έλειπα. Γενικώς».
«Κι από δουλειές;»
«Έκανα διάφορες, ότι φανταστείς –έσπρωχνα τους όρθιους στις ουρές των λεωφορείων, τράβαγα μαλακία στους κουλούς … το μεροκάματο να βγαίνει δεν έχω παράπονο».
Έκανε τότε ένα τσαφ απότομο, λες και θα πέταγε την κάμα στον αέρα, να με χαρακώσει –μόνο που, αντί για στιλέτο, έβγαλε ένα φιαλίδιο πράσινο μουχλί -από μέσα τινάχτηκε ένα κουμπί μεγάλο σαν καπάκι υπονόμου. Ψάρωσα.
«Τι είναι αυτό ρε συ;»
«Σπιρουλίνα», απάντησε ο Αποστόλης ατάραχος. Μετά έχωσε το κουμπί στο στόμα και το κατάπιε σπρώχνοντάς το με έναν κουβά νερό.
Ανησύχησα.
«Είσαι καλά ρε μαλάκα; Γιατί μπουκώθηκες το κουμπί;»
Γέλασε καθησυχαστικά –εγκάρδια ίσως.
«Ναι μωρέ –μια χαρά. Πάνω από 100 θρεπτικές ουσίες έχει το χαπάκι που είδες. Σκέτο ελιξίριο! Στην ηλικία μας πρέπει να προσέχουμε –δε νομίζεις;»
Έξυσα το κεφάλι με την καπνοσακούλα, σαστισμένος.
«Δηλαδή παίρνεις βιταμίνες να πούμε;»
«Κάπως έτσι», παραδέχτηκε ο Αποστόλης.
«Με θρεπτικά στοιχεία;»
«Πάνω από 100!»
«Τι να θρέψεις ρε σάβανο; Ξύγκι για τα σκουλήκια;»
Χτυπήθηκε στο γραφείο από τα γέλια, εξακολουθούσα να μην βλέπω το αστείο.
«Καλά, σε γυάλα ήσουν κλεισμένος τόσα χρόνια;» αναρωτήθηκε.
«Πες το κι έτσι», μουρμούρισα συννεφιασμένος. Έτοιμος ήμουν να του σπάσω τα δόντια, αλλά κρατήθηκα από το παρελθόν μας.
Μετά τον έπιασε μια λογοδιάρροια –από τη σπιρουλίνα μάλλον –και μου γάνωσε τ΄αυτιά για δουλειές, κέρδη, γάμο, παιδιά, γκομενάκια της παραλιακής και γαμηστρώνες κατά Βουλιαγμένη μεριά. Άναψα τσιγάρο, εκείνος δεν κάπνιζε αλλά στ΄αρχίδια μου.
«Μεσημέριασε ρε παίχτη –να τσιμπάγαμε τίποτα;» ρώτησε στα ξαφνικά.
Πετάχτηκα, μάλλον είχα γλαρώσει.
«Ναι, ότι γουστάρεις», είπα.
«Κάτσε να παραγγείλω …» έπιασε ένα κρεμ εμετί τηλέφωνο, χτύπησε δυο πλήκτρα, στο τρίτο σταμάτησε.
«Νηστεύεις έτσι;» ρώτησε αδιάφορα.
«Τι;»
«Νηστεύεις –δε νηστεύεις; Να παραγγείλω θαλασσινά –όχι κρέατα και τέτοια …»
Κούμπωσα.
«Για μισό λεπτό ρε Χέλι γιατί κάποιος κάνει πλάκα εδώ μέσα και δεν το έχουμε πάρει είδηση ακόμα. Δηλαδή, θες να μου πεις, ότι εκτός από τη σπιρουλίνα το έχεις ρίξει και στις νηστείες;»
«Αποτοξίνωση ρε φίλε. Καλό κάνει!»
«Πας και στον Αη Φανούρη για γονυκλισίες δηλαδή; Γιατί κι αυτό καλό είναι –τρίβονται τα άλατα, σωστά;»
«Έλα ρε τύπε, μη γίνεσαι ανάποδος! Στην ηλικία που είμαστε …»
Πετάχτηκα -δεν θα τις γλίτωνε τις φάπες τελικά.
«Να σου πω ρε Αποστόλη … Πότε κοιτάχτηκες τελευταία φορά στον καθρέφτη;»
Μαζεύτηκε σε στυλ παράξενο.
«Τι εννοείς;»
«Λέω –κοιτάζεσαι στον καθρέφτη; Απάντα μου, απλή είναι η ερώτηση».
«Κοιτάζομαι ρε φίλε –που το πας;»
«Όταν ξυρίζεσαι, κοιτάζεσαι δηλαδή;»
Πήρε να φουσκώνει σα γαλοπούλα.
«Κοιτάζομαι κι όταν ξυρίζομαι κι όταν πλένω τα δόντια μου».
«Όχι, για όταν ξυρίζεσαι λέω …»
«Τι λες δηλαδή;»
«Δεν σου έχει έρθει ποτέ η ευαισθησία να κόψεις το λαιμό σου ρε Αποστόλη;»
Το σκέφτηκε, το επεξεργάστηκε κιόλας.
«Άντε γαμήσου ρε από΄δω μέσα! Ήρθες να μας το παίξεις καμπόσος;»
«Αυτό να μου πεις. Τι μαλάκας ήμουνα που ήρθα!» συμφώνησα κι εγώ.
Δρασκέλισα την πόρτα υπολογίζοντας να την βροντήξω ανελέητα. Σταμάτησα όμως.
«Ρε Αποστόλη να σε ρωτήσω κάτι ακόμα;»
Σφίχτηκε σε άμυνα.
«Τι θες;»
«Ποιον λέγανε Καρχαρία παλιά; Θυμάσαι;»
Χαλάρωσε –την είδε πάλι συγκρατημένα φιλικά.
«Εσύ δε θυμάσαι ρε κάζο;»
«Για να σε ρωτάω …»
«Τον Αντώνη λέγανε Καρχαρία –λόγω εκείνου του χάρου που καβάλαγε του Τζι Πι Ζετ. Τι έγινε; Προβλήματα μνήμης;»
Γέλασα βεβιασμένα.
«Άστο ξέρω –θα πλακωθώ στις σπιρουλίνες να ισιώσω».
Καβάλησα πάλι την Τενερέ –είχε δίκιο ο μαλάκας, σπουδαίο πράγμα η σπιρουλίνα! Πως το είχα ξεχάσει; Ο Αντουάν ο Καρχαρίας! Γιατί τον είχε άχτι ο Πέτρος; Γιατί ήθελε να τον σκοτώσει; Έπρεπε να το ψάξω αυτό –επειδή ο Πέτρος δεν ήταν σε θέση να σκοτώσει ούτε μαμούνι πλέον. Αλλά κάτι μου έλεγε ότι στο τέλος ο Καρχαρίας θα έβγαινε χρεωμένος σε μένα. Κι αυτός.
(συνεχίζεται δηλαδή)
Υ.Γ.: Αυτό το κομμάτι της ιστορίας γράφτηκε πριν την περιπέτεια του Άσωτου Υιού. Τελικά, για μια ακόμα φορά, η πραγματικότητα ήταν πιο εξωφρενική από τη φαντασία.
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
20 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
ah, the plot thickens!!
Θα τη λεπτύνω πάλι -λίαν συντόμως, μακελεύοντας τίποτα βοηθητικούς.
ναι ναι ναι!!!! αίμα και σφαίρες ftw!!!
Κάτι θα βάλουμε από αυτά -μόνο σπέρμα μην περιμένεις, γιατί το μαζεύουμε για κατάθεση σε σχετική τράπεζα.
o megaliteros fovos mou einai otan megalwsw na mhn ginw afto pou de thelw me tpt na ginw.
Ο μεγαλύτερος φόβος σου να είναι μη γίνεις κάτι χειρότερο από αυτό που δεν θέλεις με τίποτα να γίνεις. Γιατί αυτή είναι η μεγαλύτερη πιθανότητα -πρόοδο το λένε.
Πάντως, παλιά είχαμε μια θεωρία που έλεγε οτι στα 30 θα πεθάνουμε, έτσι ή αλλιώς. Και τελικά, το καταφέραμε. Έτσι ή αλλιώς.
Αυτό με την σπιρουλίνα... τρελό γέλιο!!!
Πάντως ρε συ λογικό δεν είναι κάποιος σε μια ηλικία να κάνει φαλάκρα κ μπάκα.
Αλλά γουστάρω που το θίγεις έτσι γιατί μεχρι πριν κάποια χρόνια ήμασταν ρατσιστές μόνο στις γυναίκες με όλα τα περιοδικά που πλασσάρανε τα τέλεια προσωπα κ κορμιά που φυσικά δείχνανε έτσι μετά από τρελο ρετουσάρισμα επεξεργασία, φωτισμό, κ.α.
Επιτέλους μας ήρθε από την Αμερική κ το "Men's Health" κ κάτι άλλα με τα τέλεια κορμιά κ τους τύπους με το βαθύ θανατηφόρο βλέμμα κ τους κοιλιακούς κλπ. Που χρησιμοποιούν κρεμούλες, κ κάνουν κ χαλαουα
Χαχαχα! Πόσο γουστάρω. Αν είναι να τα γαμήσουμε όλα, ας τα γαμήσουμε ισότιμα κ στα 2 φύλλα
Καλά, κι εγώ γελάω, αλλά -με κάτι στομαχικά προβλήματα που με τριγυρίζουν, με βλέπω να καταλήγω κι εγώ στη σπιρουλίνα. Για να επαληθευτεί το ρηθέν υπό των προφητών "όποιος κοροϊδεύει -κοροϊδεύει τα μούτρα του (καθρεφτάκι)".
Ναι, λογικό είναι σε κάποια ηλικία να κάνεις φαλάκρα και μπάκα. Όπως λογικό είναι να χαλαρώνει και το γυναικείο σώμα (για να σου υπενθυμίσω τον λόγο που ο ήρωας στα πρώτα κεφάλαια δεν γούσταρε να πηδηχτεί με τη Ρέα).
Από την άλλη βέβαια -αν είσαι στην τσίτα, στο κυνήγι και την παλιοζωή (όπως υποτίθεται πως είναι ο ήρωας), δεν πατσουρεύεις τόσο εύκολα. Τσακίζεις, αλλά δεν πατσουρεύεις.
Κοίτα -μου αρέσει να βλέπω περιποιημένες γυναίκες, αλλά φιλενάδα, μετροσέξουαλ με κρεμούλες, σκραμπ και μάσκες ομορφιάς μάλλον δεν θα καταφέρω ποτέ να γίνω. Δεν έχω τα προσόντα.
Δε θα "καταφέρεις" να γίνεις όχι λόγω "προσόντων"...
Αν ήσουν 25 ή 30 όλο κ κάτι θα έκανες. Αυτές οι ηλικίες έχουν αρχίσει να επηρεάζονται πολύ απ' όλα αυτά.
Βέβαια είχα γνωρίσει 2 Αμερικάνους, ο ένας 41, ο άλλος 33.
Ο ένας ήταν ψιλομάτσο τύπος (ράγκμπυ, γυμνασμένο σώμα, γιόγκα κλπ)κ με ψευτοκουλτούρα για το θεαθήναι. Π.χ. σεβασμός στη γυναικά, όχι ρατσισμός κλπ. Αλλά αν τον γνωριζες καλά σου έλεγε κάτι "ωραία" για τους μαυρούς...
Αυτός λοιπόν κ τις κρεμούλες του έβαζε κ αποτρίχωση έκανε (για να φαινονται μάλλον πιο καλα οι μυς :Ρ)
Ο άλλος όμως (41) μέχρι κ τα φρύδια του έβγαζε.
Αυτό λεω κ γω, σου αρέσει να βλέπεις ωραίες γυναίκες όπως στα περιοδικά, γι αυτό γέλασα... είναι αρχή ακόμα για εδώ για τους άντρες ας γαμηθούνε λοιπόν ισοτιμα τα πράγματα. Ακόμα είναι νωρίς για εδώ και σου φαίνονται περιεργα, όχι ότι δεν υπάρχουν ελληνες που τα κάνουν.
Στην αμερική το 2007 έγιναν 10.000.000 πλαστικές εγχειρίσεις
Όχι μωρέ, δεν μου φαίνεται περίεργο και ούτε είναι θέμα ηλικίας. Ας πούμε μου φάνηκε πολύ περισσότερο περίεργο και εξευτελιστικό όταν ξαναγύρισαν τα παντελόνια καμπάνα στη μόδα.
Και μην το λες, είναι πολλοί στην Ελλάδα που το έχουν ρίξει στην φροντίδα του σώματός τους. Απλά εγώ δεν ...
Τα ίδια πάνω -κάτω λέγαμε και στης Μπόνυ, που έγραφε για αποτριχώσεις.
Χμμμ
Εξευτελιστικό να φοράει κάποιος καμπάνα ε;
Κ μετά μου λες γιατί σε συγκρίνω με τους άλλους;
Γιατί πάνω απ' όλα οι τύποι ε;
δλδ ρε άνθρωπε εκείνα τα χρόνια που τις φορούσανε είχε να κάνει με τα πιστεύω τους;
Ή θα έπρεπε να τις φοράνε μόνο εκείνοι που είχανε τα συγκεκριμενα χιππικα πιστευω;
Όποιος έχει ξυρισμένο κεφάλι δλδ είναι νεοναζί;
Κ όποιος έχει άσπρα μαλλιά είναι γέρος;
Ή μήπως πάλι δε σε καταλαβαίνω;
Πω πω κουλτούρα αδερφούλα μου! Στην εποχή μου, καμπάνα φοράγανε οι καρεκλάδες, ασορτί με μυτερό σκαρπίνι και πουκάμισο λαμέ με μεγάλους γιακάδες. Ε, τους βλέπαμε κάπως γελοίους!
Όταν ξαναείδα τις καμπάνες το θυμήθηκα και μου ήρθε κάπως. Τόσο απλό.
Υ.Γ.: Και όταν φοράγανε καμπάνες οι χίππηδες τις φοράγανε μεγάλες γιατί το τζιν απαγορευόταν. Όταν κυκλοφορούσαν με τζιν στους δρόμους, τους πιάνανε οι μπάτσοι και τους τα κόβανε με ψαλίδι. Πήγαιναν λοιπόν αυτοί και τα ξαναράβανε, προσθέτοντας έξτρα ύφασμα -έτσι βγήκαν οι τεράστιες καμπάνες. Αλλά αυτό δεν έχει καμιά σχέση με το τι έγινε μετά.
Αυτό το πω πω κουλτούρα αδερφούλα μου πού πηγαίνει; δεν το κατάλαβα; στην ερώτηση που έκανα; σου φάνηκε κουλτουριάρική;
"Και όταν φοράγανε καμπάνες οι χίππηδες τις φοράγανε μεγάλες γιατί το τζιν απαγορευόταν. Όταν κυκλοφορούσαν με τζιν στους δρόμους, τους πιάνανε οι μπάτσοι και τους τα κόβανε με ψαλίδι. . "
Ε, και;;;
πού είναι το εξεφτελιστικό αν κάποιος ξαναφοράει καμπάνα αδερφούλη μου;
Λίγο γελοίο όπως λες ε;
Ωραία!
ελα ρε ειχε κοινα η φαση αλλα εγω ειχα και καλο και κακο μπατσο... ηρθε και σε μενα ενας διευθυντης αλλα απογοητευτηκε οταν ειδε οτι εγινε λαθος και την εκανε νωρις. τι γινετε με τα εισητηρια του nick;
Ell, απλό ήταν αυτό που είπα. Το πήγες πολύ μακριά και διερευνητικά, αλλά εγώ μίλησα καθαρά γαι θέμα γούστου. Μου την έσπαγαν οι καμπάνες, όπως ας πούμε με αηδιάζει το βραστό αυγό. Τι να κάνουμε; Να την ψάξουμε γιατί και πως;
Εννοούσα οτι όταν φοράγανε καμπάνες οι χίππηδες αυτό ήταν κάποια πράξη αντίστασης. Όταν τις φοράγανε οι καρεκλάδες ήταν σκέτη κακογουστιά -δεν δήλωνε τίποτα.
Άσωτε, είπα να το κάνω μαζεμένο, με περικοπές προσωπικού κι έτσι -αλλά εσύ αδερφέ μου την έζησες τη φάση υπερπαραγωγή! Εισιτήρια έβγαλα για μένα και την ΤΒ, σε κάποια φάση τρέχοντας. Όταν περνάς πάρε κι εσύ ένα -έχουν βολικά ωράρια στο πωλητήριο.
Α κι εγώ τα παντελόνια καμπάνες μαζί με τα αυγουλάκια στην ίδια κατηγορία τα βάζω: ΛΑΤΡΕΙΑ!! (and I've got the pictures to prove it :p)
Ναι ε; Πως το έλεγε ο Τζούμας σε εκείνο το βιντεάκι; ...
Ρε άντε να χαθείς από δω!
Υ.Γ.: Και μην ξεχνάς οτι, αφού μιλάμε για φωτογραφίες, έχω δει κι εκείνη τη δική σου με γνωστό Φιλικό γκρουπ. Ε;
Μ' αρέσουν τα σχόλια που αφορούν το καινούργιο κεφάλαιο του Μοτοσακού..."κάποιες φιλικές κουβέντες". Μήπως θάπρεπε ν' αλλάξεις τον τίτλο και να τον κάνεις "η καμπάνα στα τζήν"! και να γράψης κάτι σχετικό με την μόδα?
Βασικά, σκεφτόμουν να το κάνω "Για ποιον χτυπάει η καμπάνα (του τζην)", αλλά έχω την εντύπωση οτι κάποιος τον έχει ξαναχρησιμοποιήσει τον τίτλο. Δεν είμαι και σίγουρος ...
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!