Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 17, 2008

7. «Κράτα το χέρι μου και θα είσαι για πάντα καταραμένος»

Προηγουμένα:
1. Ο τελευταίος κροκόδειλος του πλανήτη
2. Τιλτ
3. Ο σκλάβος της Κυριακής
4. Λίγος, πολύ λίγος
5. Με τον διακόπτη στη ρεζέρβα
6. Το ιγκουάνα που μάσαγε τριαντάφυλλα

Αλλά τίποτα δεν έγινε όπως το υπολογίζαμε. Και δεν μιλάω για κάποιο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό –εντάξει; Δεν εννοώ τις ζωές μας που τις είχαμε φέρει κλωτσοπατινάδα μέσα σε αίθουσες πανεπιστημίων, άλλοι για να πάρουμε αναβολή στράτευσης, άλλοι επειδή είχαμε ευαίσθητα ακροδάχτυλα και δεν μας πήγαινε η οικοδομή, άλλοι έτσι ... από επιστημονικό ενδιαφέρον ας πούμε. Τότε κοιτάξαμε τριγύρω, οι τοίχοι χρειάζονταν επειγόντως φρεσκάρισμα, τα έδρανα έτριζαν αλάδωτα, μερικά τσάκιζαν σε δυο κομμάτια όταν πήγαινες να καθίσεις, οι καθηγητές χρειάζονταν σκότωμα. Οι περισσότεροι. Για να αφήσουν τους ελάχιστους να κάνουν τη δουλειά τους κανονικά. Τι γινόταν εκεί μέσα; Δεν είχαμε καταλάβει –σέρναμε τα μαθήματα από εξάμηνο σε εξάμηνο, τα βιβλία είχαν κόλλα και δεν γυρνάγανε οι σελίδες τους, μέχρι τη 10 έφτανες, εκεί που τελείωναν οι ευχαριστίες κι άρχιζε το κυρίως κείμενο. «ΛΟΛΑ ΝΑ ΕΝΑΣ ΠΟΥΤΣΟΣ!», «THIS IS THE END», «ΤΟ ΜΟΝΟ ΦΩΤΕΙΝΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΚΑΙΓΕΤΑΙ», τέτοια. Με μαρκαδόρο Στάμπιλο, στις σελίδες 6 έως 8, που ήταν σχεδόν πάντα κενές. Κι εμείς σαν τους μαλάκες, προσπαθούσαμε να κρυφτούμε στο κενό ελπίζοντας οτι το δάχτυλό μας είναι χοντρότερο από κορμό δέντρου και πασχίζαμε να κρυφτούμε εκεί πίσω, βλέπαμε τους παλιότερους να πηγαίνουν στο νοσοκομείο της Τρίπολης για εξάρθρωση και επανατοποθέτηση ώμου (6 μήνες αναβολή έδινε αυτό) και άλλους να το παίρνουν απόφαση οτι δεν τραβάει άλλο η κομπίνα –να ντύνονται τότε με τα καλά τους, να φοράνε ρουζ, σκιές ματιών, περούκες και εξάποντα τακούνια για να πάνε να παραδοθούν στη στρατολογία. Όσο εμείς ελπίζαμε ότι ποτέ δεν θα έρθει η σειρά μας, υπολογίζαμε οτι τα χρόνια δεν θα περάσουν –αλλά δεν μιλάω γι΄αυτό. Πανάθεμά μας, αυτό ήταν στάση ζωής -η μόνη που είχαμε κι αν τη βρίσκεις παράλογη δεν τρέχει τίποτα. Η μόνη που είχαμε, το ξανάπα, μη με ρωτάς γιατί δεν διαλέξαμε κάτι άλλο μη μου λες οτι ήταν χάλια ο σχεδιασμός μας. Να τη βγάλουμε μέχρι τα 30 θέλαμε –μετά θα πεθαίναμε όπως ήταν προαποφασισμένο. Από ποιον; Από τον Τζίμι Ντιν και τον Τζιμ Μόρισον κι από τον άλλο, τον Χέντριξ και τον Κιθ Μουν και τον Μπράιαν Τζόουνς –μόνο ο Τσε είχε αντέξει περισσότερο αλλά αυτός είχε να τελειώσει κάποιες σοβαρές δουλειές. Και θα πηγαίναμε να βρούμε τη Τζάνις, εκείνη την αλανιάρα, την ατσούμπαλη με τα σπυράκια και τα γυαλιά που ήταν η μοναδική γκόμενα την οποία θέλαμε πραγματικά να πηδήξουμε. Που ξέρεις; Ίσως να μας περίμεναν κι άλλοι, ο Σιντ Βίσιους, ο Ίαν Κέρτις κι ο Γιωργάκης για παράδειγμα, ο αδερφός του Σόλωνα, που την είχε κοπανήσει από τη χοροεσπερίδα πάνω στη βέσπα του αδερφού του για να γκρεμιστεί από τον Κρεμαστό Λαγό ανοίγοντας μια καταπακτή θανάτων ... Τέλος πάντων, δε θέλω να μιλάω γι΄αυτά τώρα.

Οι συναντήσεις με τους αυτόνομους των άλλων σχολών πηγαίνανε κατά διαόλου. Ο τύπος από τη Νομική είχε έρθει στο ραντεβού με μια πρωτοετή κι όσο τον κουβεντιάζαμε εκείνος δούλευε κουτάλα, πάνω-κάτω από το τραπέζι. Τα παιδιά από το Φυσικό ήταν άφαντα, ακουγόταν οτι τους είχανε μαγκώσει οι μπάτσοι «δι’ ασήμαντον αφορμήν». Στη Φιλοσοφική μιλήσαμε με κάτι αξύριστες, ινδική φούστα, ταγάρι, ιδρωμένη μασχάλη –Φρουτ οφ δε Λουμ. Στα δέκα λεπτά μάς παράτησαν επειδή ο Παντελής τόλμησε να ρωτήσει τη μία αν υπήρχε κανένα αγόρι στην παράταξή τους, λόγω του ότι η φτιάξη θα κατέληγε πιθανότατα σε κλωτσομπουνίδι.
«Τυπικό φαλλοκρατικό γουρούνι!» διαπίστωσε η μία.
«Είσαστε χειρότεροι από τους φασίστες!» διαπίστωσε η άλλη.
«Έχετε μετατρέψει το φοιτητικό κίνημα σε ωμό χουλιγκανισμό», κατέληξε η τρίτη.
Μετά σηκώθηκαν κι έφυγαν αφήνοντας απλήρωτους τους καφέδες.

Ο ήλιος έκοβε σβέρκους στην πλατεία, οι φοιτητές γυρίζανε από τα χωριά τους και έψαχναν τις παρέες τους. Μετά θα έπρεπε να τσεκάρουν το πρόγραμμα των εξετάσεων –όχι οτι θα πήγαιναν, αλλά έτσι, πληροφοριακά. Άλλωστε, στις εισόδους των σχολών, μπροστά στο τζαμάκι του εξεταστικού προγράμματος πετυχαίνεις τις πιο ζόρικες πρωτοετείς –γνωστό αυτό.
«ΑΣΟΕ και Πολυτεχνείο μας μένουν», μουρμούρισε ο Παντελής.
«Στο Πολυτεχνείο έχω δικούς μου», απάντησα.
«Ωραία –πάμε να τους βρούμε;»
«Είναι νωρίς ακόμα, θα τους πετύχω το βράδυ εδώ πέρα».
«ΑΣΟΕ;»
Δεν ήθελα να πάω σ’ αυτή τη γαμωσχολή, δεν ξέρω γιατί. Ίσως μου είχε μείνει από τότε, στη συναυλία των Antitroppau, που κοντέψαμε να πνιγούμε σαν τα ποντίκια στο υπόγειο και μετά περιμένανε οι περίεργοι απέξω, είχανε σπάσει μερικά κεφάλια. Μαλακίες, δεν έφταιγε αυτό.
«Δεν πας μόνος σου ΑΣΟΕ;» τον ρώτησα.
«Τι λες τώρα; Δικιά σου δουλειά είναι!» έκανε ο Παντελής.
«Ναι, αυτός ο καταμερισμός θα μας φάει!» αγανάκτησα ξεκινώντας για Πατησίων.

Βρήκαμε τα παιδιά της ΑΣΟΕ στο Αιδοίο του Πάρεως –λιάζονταν αποβλακωμένοι από ούζα. Κοίταξα τριγύρω, όλα πρίμα στη Λίμα.
«Λοιπόν; Θα κάνουμε καμιά συντονισμένη ενέργεια;» ρώτησε ο Παντελής.
«Συντονισμένη; Όπως; Παρτουζίτσα να πούμε;» ψέλλισε κάποιος ξανθός με χαίτη.
«Μπορούμε να μιλήσουμε λίγο σοβαρά;» απηύδησε ο Παντελής.
«Ξέρω ‘γω; Μπορούμε;» αναρωτήθηκε ένας μαλλιάς.
Βαρέθηκα.
«Πάμε ρε Παντελή. Αυτοί δεν έχουν πάρει πρέφα –πάω στοίχημα οτι μας περνάνε ακόμα για ντιλέρια».
«Ναι, ναι μέσα! Έχεις τίποτα;» πετάχτηκε ο ξανθός.
Δεν απάντησα. Ένας γυαλάκιας κάπως άχαρος ξέκοψε από την παρέα και μας έπιασε αγκαζέ.
«Πάμε ρε σύντροφοι παραδίπλα να τα πούμε ήσυχα. Γιατί μας πετύχατε σε δύσκολη ώρα», πρότεινε.
Τι δύσκολη ώρα και παπαριές; Μια ζωή κοκαλωμένους τους θυμόμουν αυτούς της ΑΣΟΕ. Τέλος πάντων –πήγαμε.
«Αν κανονίσετε με το ΕΜΠ θα έρθουμε κι εμείς», είπε ο γυαλάκιας. «Ακόμα και με μηδέν προεργασίες, αν δούμε κόσμο να φεύγει από τη Στουρνάρη, τρέχουμε. Μην σας ανησυχεί αυτό».
Ο Παντελής ησύχασε κάπως. Από την πλήρη αποτυχία είχαμε προβιβαστεί στην αποτυχία υπό προϋποθέσεις –μεγάλο βήμα!
«Δεν είναι οργάνωση αυτή ρε φίλε», συμπέρανα, «δηλαδή, είπαμε να ξεκινήσουμε κάτι, μην ξεχνάς οτι θα πρέπει να διασχίσουμε τη μισή Συγγρού και όλο το κωλόκεντρο. Χοντρό κάρφωμα –έτσι; Δεν μπορούμε να βασιστούμε στο ‘ότι κάτσει’. Αν δεν ξεκινήσετε εσείς μαζί με τους ΕΜΠηδες, θα βρεθούμε ξεβράκωτοι στ’ αγγούρια».
«Ναι ε; Και τι μου λέει οτι εσείς θα φτάσετε μέχρι τη Ζαλόγγου ας πούμε; Το πιο πιθανό είναι να σας λιανίσουν στους Στύλους ως συνήθως. Πως πάει δηλαδή; Να κάνουμε εμείς το νταβαντούρι για σας;» παρατήρησε ο γυαλάκιας.
Άναψα.
«Τι λες ρε μάγκα; Δηλαδή δικό μας μόνο είναι το νταβαντούρι; Δεν το κατάλαβες καλά, δε ζητάμε βοήθεια για καντάδα, να κυνηγήσουμε τους Χρυσαυγίτες θέλουμε. Από που κι ως που γίνανε δικό μας θέμα, αποκλειστικό; Εσάς δηλαδή δε σας πειράζουν; Όχι πες μου να ξέρω –γιατί αν εσάς δε σας νοιάζει, στ΄αρχίδια μου κι εμένα, κατάλαβες; Κι αν σφάξουν κι άλλον, δεν τρέχει μία –αρκεί να μην είμαι εγώ, σωστά; Μακριά από τον κώλο μου κι ας είν’ και στον δικό σου!»
Έβγαλα το πακέτο, αλλά το μετάνιωσα. Θα πήγαινα αλλού να καπνίσω –δε γούσταρα με το μαλάκα.
«Κάτσε ρε σύντροφε ...» ξεκίνησε ο γυαλάκιας.
«Στα παπάρια μου θα κάτσω και δεν είμαι σύντροφός σου. Γαμώ τα κνίτικα απωθημένα σας πούστηδες -σύντροφε, συντρόφισσα, βροντάει ο Κίσσαμος, αστράφτει η Γκιόνα ...»
Ο Παντελής μου έπιασε το χέρι, τινάχτηκα, λίγο ήθελα να πλακωθούμε όλοι στις σφαλιάρες εκεί πέρα.
«Βγάλτα πέρα εσύ μαζί του», είπα. «Εγώ δε γουστάρω πλέον. Και όταν ετοιμάσετε το συμβόλαιο κοινής δράσης, φωνάξτε με να υπογράψω».
Έφυγα παραδίπλα, τσαντισμένος –όχι με τον γυαλάκια. Δεν ήταν εκεί το θέμα, γνωστές ιστορίες αυτές στον χώρο –ξοδεύατε πάνω από δωδεκάωρο για να βγάλετε κάτι που να μοιάζει με κοινή απόφαση κι εκεί που πέφτανε τα βλέφαρα σαν αυτόματα ρολά κινηματογράφου, πεταγόταν κάποιος που είχε διαφωνίες. Στη διατύπωση, στις προτεραιότητες, στον συντονισμό κοινής δράσης, τρέχα-γύρευε. Και πήγαινε το πράγμα πάλι από την αρχή και μετά από άλλες 12 ώρες παρακάλαγες να πεινάσει κάποιος ή φέρει τίποτα αλκοόλια κανένας άλλος, να γίνουν κομμάτια οι συμμετέχοντες και το επόμενο πρωί, βράδυ, απόγευμα όποτε ξαναβρισκόμαστε τέλος πάντων –«τι κανονίσαμε;» «ξέρω ΄γω; ήμουνα λιώμα», «τώρα τι κάνουμε;», «κάτσε –όλο και κάποιος θα ήταν νορμάλ, όλο και κάτι θα θυμάται, τον βλέπουμε κι ακολουθάμε». Βίβρ λα ρεβολουσιόν άμα λάχει να πούμε!
Αλλά δεν ήταν αυτό που με ‘τρωγε.

Είδα μια παρέα ακουμπισμένη σε στοιβαγμένα βιβλία, έσκυψα πάνω τους. «Μια Τζούλια τάδε, που είναι έτσι κι έτσι την ξέρετε;» Κούνησαν τα κεφάλια άσχετα. «Ποια είναι αυτή;» Είχα πέσει σε λάθος έτος. Επειδή η Τζούλια πέρασε με τη δεύτερη στη σχολή –κατάλαβες; Φροντιστήριο στη Γάμα Λυκείου, παίρναμε το λεωφορείο από νότια, εγώ, ο Στάθης και η Λίνα –σπάνια φτάναμε όλοι μαζί μέχρι την πλατεία Κάνιγγος. Συνήθως κόλλαγα στο Dragonfly, παίζανε εκεί κάτι απίθανα βίντεο από Pistols, Clash, Damned και άλλους πολλούς. Δίπλα σε πάνκηδες με κοκόρια 20 πόντων πηγμένα στην οδοντόκρεμα που πήγαιναν και βαράγανε προσοχές όταν εμφανίζονταν στην οθόνη οι Generation X. Vibrators, Television, Oingo Boingo κι εκείνος ο καραγκιόζης ο Κλάους Νόμι με την εξωπραγματική φωνή, μια φορά είχα δει τους Χ από συναυλία, έμεινα στον τόπο, ορκίστηκα να γίνω κάποτε σαν αυτούς. Τρίχες κατσαρές! Τέλος πάντων, ο Στάθης τραβιόταν όπου κυκλοφορούσαν κορίτσια, η Λίνα δεν έχανε μάθημα, γκρίνιαζε κιόλας επειδή μαλακιζόμουν και δεν κοίταγα να παρακολουθώ τα μαθήματα και θα πάτωνα στις Πανελλαδικές, μέχρι που γνώρισα το Βαγγέλη και τη Τζούλια. Έρχονταν από Πειραιά. Δεν έτρεχε τίποτα μεταξύ τους, δεν υπήρχε περίπτωση να τρέξει τίποτα με τον Βαγγέλη διότι μονίμως σουρωμένος και γλίτσης –εγώ τον γούσταρα, είχε πλάκα, έμαθα οτι κατέληξε στο Ρήγα όταν πέρασε Βιομηχανική –καλή του ώρα. Πάντως το θέμα είναι οτι από τότε που τους γνώρισα έγινα τακτικός στα μαθήματα, τουλάχιστον έμπαινα στην πρώτη ώρα μέχρι νάρθουν και να την κοπανήσουμε παρέα. Η Λίνα με έβλεπε σε στυλ μαμά, άρχισε να γκρινιάζει διπλά πλέον. Επειδή και τα μαθήματα έχανα και τραβιόμουνα με τον Βαγγέλη που ήταν σκέτη κινητή παρακμή. Τελικά εγώ πέρασα με την πρώτη και η Λίνα πάτωσε –αυτά είναι τα καλά του εκπαιδευτικού μας συστήματος.
Η Τζούλια ήταν η πρώτη μου κοπέλα, δηλαδή κάτι είχα και στο σχολείο, αλλά περισσότερο παίζαμε τις κουμπάρες εκεί πέρα, παρά κάναμε σχέση. Με τη Τζούλια ήταν αλλιώς –όχι τίποτα φοβερό, μη φανταστείς ολοκληρωμένη κατάσταση, αλλά ήταν ότι πιο κοντινό σε κανονική ερωτική σχέση. Πάει να πει κυκλοφορούσαμε χεράκι-χεράκι, μοιραζόμασταν τη μπύρα λόγω αφραγκίας, έπεφτε και κανένα φιλί συχνά-πυκνά, φτάσαμε μέχρι μπαλαμούτι μια φορά στα Προπύλαια με καταστροφικά αποτελέσματα όμως. Ξέρεις κάτι; Αν ποτέ σκεφτόμουν μια κοπέλα δίπλα μου σε στυλ «για πάντα» να πούμε, αυτή θα ήταν η Τζούλια. Είχε εκείνη την παιχνιδιάρικη φάτσα, ήταν κάπως γεματούλα, έβγαζε φοβερό γέλιο –«εγώ χοντρή γεννήθηκα και σ’ όποιον δε αρέσει, σα σύκο να του πέσει», συνήθιζε να λέει. Γαμώ τα άτομα.

Όταν πέρασα στην Πάντειο κάναμε κάποιες προσπάθειες να κρατήσουμε επαφή αλλά εκείνη πήγαινε Μεταλυκειακό, εγώ δεν ήξερα που πάταγα –χαθήκαμε. Είχα μπλέξει κι από νωρίς σε κάτι άσχημες καταστάσεις, δεν έχει σημασία ... Ξαναμιλήσαμε μετά που μπήκε ΑΣΟΕ, με πήρε τηλέφωνο στους γέρους μου. Δεν με βρήκε, το έμαθα, την πήρα πίσω εγώ. «Λοιπόν, πρόσεξε φάση», μου λέει, «τη δεύτερη φορά έγραψα 20 Κοινωνιολογία και 10 Μαθηματικά –όταν βγήκαν τ’ αποτελέσματα έκανα πάρτι. Ξέρεις γιατί;» «Για το εικοσάρι ίσως;» «Όχι ρε βλάκα, για το δεκάρι στα Μαθηματικά –με πιάνεις;» «Σε πιάνω». «Ωραία –πες μου τώρα, σε ποια σχολή πέρασα με αυτούς τους βαθμούς;» «Ξέρω ‘γω ... Ιχθυοκαλλιέργεια;» «Μακάρι ρε μαλάκα! ΑΣΟΕ πέρασα!» Είχα μείνει με το ακουστικό να ξύνω το κεφάλι μου. Η ΑΣΟΕ έκανε τα περισσότερα μαθηματικά απ’ όλες τις σχολές της τέταρτης δέσμης –για να την τελειώσεις έπρεπε να είσαι ο Ηράκλειτος αυτοπροσώπως! «Κάποιος μου κάνει χοντρή πλάκα, δε νομίζεις;» διαπίστωνε η Τζούλια. Τέτοιο άτομο. Δεν την είχα δει ούτε μισή φορά μετά το τηλεφώνημα. «Θα βρεθούμε;» «Ναι σίγουρα. Θα το κανονίσουμε». Εμένα μου λες;

Πέτυχα κάτι μικρότερους που βρίζονταν έτσι για πλάκα.
«Τη Τζούλια;»
«Ναι».
«Την αεροσυνοδό;»
«Ποια;»
«Τη ΔΑΠίτισσα ρε!»
«Κάτσε καλά μαλακισμένο μη σε πλακώσω επιτόπου!»
Το παιδί ξαφνιάστηκε και μετά θύμωσε.
«Τι γουστάρεις τώρα ρε συ; Μας ρωτάς για τη Τζούλια, πάμε να σε βοηθήσουμε και μανουριάζεις! Τι γουστάρεις;»
«Μα να μου λες τη Τζούλια ΔΑΠίτισσα! Τι πίνεις;»
Χώθηκε ένας περαστικός που άκουγε μέχρι τώρα.
«Φίλε τη Τζούλια δεν ψάχνεις;»
«Ναι».
«Επώνυμο τάδε –σωστά;»
«Ολόσωστα».
«Δεύτερη χρονιά φέτος που κατέβηκε υποψήφια με τη ΔΑΠ. Στο Μουσείο αράζει με τους δικούς της. Άντε βρέστην».
Τα παιδιά έφυγαν κρυφογελώντας, στα δέκα μέτρα ξανάπιασαν τα γαμωσταυρίδια μεταξύ τους, εμένα με ξέχασαν.
Η Τζούλια; ΔΑΠ; ΝΔΦΚ;

Πήρα το δρόμο για το Μουσείο, ήθελα να το δω με τα μάτια μου. Δεν δυσκολεύτηκα να τους πετύχω –ένα τραπέζι γεμάτο πορτοκαλάδες και άλλα σκατολοϊδια, γύρω του 5-6 άτομα, Λακόστ, φαρδιά παντελόνια, Τίμπερλαντ, κοριτσίστικα κεφάλια φτιαγμένα σε κομμωτήριο, ταγιεράκια και η Τζούλια! Μαλλί-αδράχτι από την πολλή λακ, φουστίτσα, πουκαμισάκι με βάτες. Έχασα τη γη. Έκανα να γυρίσω πίσω αλλά με είδαν που τους χάζευα. Ένας σκατίφλωρος με έδειξε, γύρισαν οι υπόλοιποι, πετάχτηκε η Τζούλια.
«Τι κάνεις ρε; Πως από δω;»
«Εεεε, ξέρω ΄γω; Εσύ τι κάνεις;»
«Έλα να σου γνωρίσω τα παιδιά ...»
«Ποια παιδιά;»
Μου έδειξε τους φλώρους.
«Άσε ρε Τζούλια και δεν έχω κάνει αντιλυσσικό πρόσφατα».
Ξεκαρδίστηκε.
«Ξεκόλλα ρε βλάκα! Είναι καλά παιδιά».
«Οι ΔΑΠίτες ρε Τζούλια;» ψέλλισα.
«Γιατί; Εσείς είσαστε καλύτεροι δηλαδή;»
Τι να της πεις τώρα;
«Γίνεται να πιούμε κανέναν καφέ με την ησυχία μας;» πήγα να το γυρίσω το θέμα.
«Έχω παρέα», μου έδειξε προς το τραπέζι, μια ακόμα φορά.
«Για τους ΔΑΠίτες λέμε πάντα!» διευκρίνισα.
«Ναι μωρέ, γιατί; Έχεις πρόβλημα;»
«Εσύ δεν έχεις;»
«Κανένα».
«Εντάξει –ούτε κι εγώ έχω τότε. Μόνο, όταν ξεμπερδέψεις μαζί τους, μην ξεχάσεις να μου κρατήσεις έναν, αειθαλή αν γίνεται, όχι φυλλοβόλο -τον θέλω για το καθιστικό και δε γουστάρω να μαδάει», είπα.
«Τώρα αυτό ήταν εξυπνάδα –έτσι;» χαμογέλασε. Θυμήθηκα γιατί ήθελα να περάσω τη ζωή μου μαζί της. Κάποτε.
«Ξέρω κι εγώ τι ήταν ρε Τζούλια; Κοίτα να προσέχεις εκεί πέρα, γιατί ...», έκοψα στη μέση της φράσης, δεν υπήρχε λόγος.
Ένας μαλάκας με φράντζα είχε σηκωθεί από το τραπέζι και μας πλησίαζε. Σκέφτηκα οτι θα ήταν μια καλή ευκαιρία να βγάλω τα σπασμένα πάνω του αλλά το μετάνιωσα. Δεν πάει να γινόταν και τραγουδιάρα στην Εθνική οδό η Τζούλια; Έτσι κι αλλιώς την είχα χάσει χωρίς ποτέ να την έχω κι αυτό κάτι θα έπρεπε να μου λέει, αν ποτέ έβρισκα τη διάθεση ν΄ακούσω προσεκτικά τα γεγονότα.
«Ξέρεις τι έμαθα;»
Πετάχτηκα. Ο Παντελής είχε στηθεί μπροστά μου σαν το άγαλμα του Τρούμαν Καπότε.
«Ε;»
«Έρχεται ο Lydon! Και οι Dream Syndicate και οι Triffids και ...»
«Σύνελθε ρε –δεν βάζω νόημα!»
«Ο Μπουλντόζας ζήλεψε φαίνεται τη Μελίνα -κάνει δωρεάν συναυλία!»
Τον περίμενα όσο μου εξηγούσε, κάπως καταπληκτικά μου ακούγονταν όλα αυτά, ακόμα θυμόμουν το Rock in Athens, δεν γίνονται τέτοια πράγματα δυο φορές στη ζωή σου! Εντάξει δηλαδή -άλλο τότε- όμως θα ερχόταν ο Lydon! Ο ίδιος! Πρώην Rotten! Θα κατέβαζε το μικρόφωνο είκοσι πόντους από το σανίδι και θα ούρλιαζε εκεί κάτω, λίγο πιο κάτω θα ήμουν εγώ! Τι λες ρε πούστη μου!
«Τι λες ρε πούστη μου!» θαύμασα.
«Όπως στα λέω! Και με τα παιδιά της ΑΣΟΕ κανονίστηκε το ζήτημα. Θα έρθουν».
«Ναι ε;»
«Ναι. Μόνο το ΕΜΠ μένει».
«Καλά, άστο πάνω μου».
Το άφησε. Κι εγώ επίσης.

Δηλαδή, εκείνο το απόγευμα μίλησα με τον Τάκη, γκρίνιαξε που είχα χαθεί, μ’ έβρισε επειδή δεν θα βρισκόμασταν σύντομα, στο τέλος κανονίστηκε η υπόθεση. Θα μίλαγε με τους δικούς του και θα έρχονταν μαζί μας στη διαδήλωση. Πέρασα από κάτι τσαγιερί με αρωματικούς καπνούς, πέτυχα τον Άκη από τους Αρχιτέκτονες, ήταν και κάποιοι της Καλών Τεχνών, έριξαν προτάσεις στον αέρα για χάπενινγκς –όλα καλά. Το γεγονός οτι δεν είχα μιλήσει με κανέναν από τους Υπεύθυνους Οργάνωσης αυτοπροσώπως, το γεγονός οτι είχα αφήσει τη δουλειά στον Τάκη που δεν ήταν καν οργανωμένος και στον Άκη που ήταν μεν στη Συντονιστική αλλά δεν πέρναγε ούτε απέξω στις Συνελεύσεις –ε, λοιπόν αυτά τα γεγονότα δεν με πείραξαν καθόλου, αδιαφόρησα αντικαθιστώντας την προσδοκία με την πραγματικότητα. Όλα καλά.

Εκείνη τη χρονιά είχα τρελαθεί με την επανεμφάνιση του Λέοναρντ Κοέν, υπήρχε αυτό το τραγούδι που σφύριζε στο μυαλό μου σαν τρένο σε ευθεία γραμμή. Ακουμπούσαμε λοιπόν στα κάγκελα της Παντείου, 30 άτομα, όχι παραπάνω –ο Παπ ως συνήθως είχε αναλάβει να κατευθύνει το τσίρκο, ήταν καλός σε τέτοια ζητήματα. Έβριζε, παρακάλαγε, έριχνε και καμιά σφαλιάρα αν υπήρχε ανάγκη, αλλά οι 30 δεν αυξανόμασταν. Οι Πανσπουδαστικάριοι ήθελαν να το συζητήσουν πρώτα με την οργάνωση βάσης –αν περιμέναμε λίγο, θα οργανωνόταν πολυπληθής πορεία με την συμμετοχή οικοδόμων. Πόσο να περιμέναμε; Δυο τρία χρόνια –όχι περισσότερο. Οι Ρηγάδες ήταν 100% μαζί μας, αν μάλιστα γινόταν άλλη μέρα η πορεία θα έρχονταν μαζικά. Ποια άλλη μέρα; Κάποια άλλη μέρα. «Και σ’ ευχαριστώ για τα καλούδια που μου έστειλες/ τη μαϊμού και το βιολί από κόντρα πλακέ/ έκανα εξάσκηση κάθε βράδυ, είμαι έτοιμος πλέον /...»

Ξεκινήσαμε φορτωμένοι, ένα πανό ανέμιζε στα πρώτα 200 μέτρα, μετά το μαζέψαμε γιατί μας καθυστερούσε, κάτι μάτια κόκκινα και απλανή, οι κοπέλες σφιχτές σαν απωθημένα, οι φίλοι μας να λένε αστεία για να κρυφτεί ο φόβος. Αλλά προχωρούσαμε, είχα μια αγωνία –πολύ διαφημισμένο μού έμοιαζε το ζήτημα και κοίταζα στις στροφές να δω από που μας την έχουνε στημένη, μόνο βιαστικά αυτοκίνητα πέρναγαν –τίποτα άλλο. «Ναι, μ’ αγάπαγες όσο έχανα, αλλά τώρα ανησυχείς μήπως κερδίσω/ ξέρεις τον τρόπο να με σταματήσεις, αλλά σου λείπει η πειθαρχία/ πόσες νύχτες προσευχήθηκα γι’ αυτό, για να μπορέσω να ξεκινήσω/....».

Λες να τα καταφέρναμε τελικά; Περάσαμε τους στύλους αεράτοι, βαδίσαμε στα πεζοδρόμια για να μην κάνουμε ντόρο πριν την ώρα μας, κάθε μπροστινό βήμα μάς φόρτιζε. Δεν υπήρχαν μπάτσοι τριγύρω, έναν τροχονόμο είχαμε συναντήσει στην Αγγλικανική Εκκλησία κι αυτός κοίταζε αλλού –νιώσαμε αόρατοι. Δυνατοί. Κι όταν φτάναμε θα βρίσκαμε τους υπόλοιπους, θα γινόμασταν παντοδύναμοι. «Με καταδίκασαν σε 20 χρόνια βαρεμάρας/ επειδή προσπάθησα ν΄αλλάξω το σύστημα από τα μέσα/ έρχομαι τώρα, έρχομαι να τους ανταμείψω/ ΠΡΩΤΑ ΘΑ ΠΑΡΟΥΜΕ ΤΟ ΜΑΝΧΑΤΑΝ, ΜΕΤΑ ΘΑ ΠΑΡΟΥΜΕ ΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ».

Στο ύψος της Ζωοδόχου Πηγής αρχίσαμε να ψυλλιαζόμαστε οτι κάτι πήγαινε πολύ στραβά. Δυο κλούβες μας περίμεναν, αλλά οι μπάτσοι έτρωγαν τυρόπιτες στο χαλαρό. Κόψαμε λίγο το βήμα, κάπως επιφυλακτικοί –οι μπάτσοι μας έδειχναν και γελούσαν. Ένιωσα μυρμήγκια στο σβέρκο, πολλά μυρμήγκια. Δίπλα μου πέρναγε ο Παπ.
«Τι γίνεται αρχηγέ;» τον ρώτησα.
«Προχωράμε», είπε στα αχανή πλήθη δεξιά κι αριστερά του.
Τον έπιασα από το μανίκι.
«Δε σου φαίνονται περίεργοι οι μπάτσοι;» επέμεινα.
«Αν δεν ήταν περίεργοι δεν θα γίνονταν μπάτσοι», με διαβεβαίωσε.
Αμέσως μετά αγκαλιάστηκε με δυο-τρεις αγριεμένους και το έριξαν στα συνθήματα.
«ΦΑΣΙΣΤΕΣ ΚΟΥΦΑΛΕΣ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΚΡΕΜΑΛΕΣ»
«ΑΛΗΤΕΣ, ΧΙΤΕΣ, ΧΡΥΣΑΥΓΙΤΕΣ»
Τέτοια.

Έμεινα στη μέση της ξεχαρβαλωμένης πορείας, τώρα πλέον ήμουν σίγουρος. Είχαμε φτάσει κοντά, σχεδόν από κάτω από τα γραφεία και δε φαινόταν ψυχή δική μας. Ούτε από ΕΜΠ, ούτε από ΑΣΟΕ –τίποτα. «Με οδηγεί ένα σημάδι στον ουρανό/ με οδηγεί ένα σημάδι που έχω από γεννησιμιού μου/ με οδηγεί η ομορφιά των όπλων τους/...» Δεν είχα κουράγιο για παρακάτω. Τριάντα μαλάκες, οι μισοί κοκαλωμένοι -βάλε και δέκα, δώδεκα κορίτσια -στεκόμασταν εκεί πέρα σα μωρά σκαρφαλωμένα στο κάγκελο του μπαλκονιού. Κάποιοι ερωτευμένοι με τον τρόμο του κενού, κάποιοι άλλοι πάλι, όχι. Ζήτημα χρόνου ήταν.
«Έρχονται από τα πλάγια!» άκουσα μια φωνή.

Δεν χρειαζόταν να κοιτάξω, δεν ήταν οι δικοί μας που έρχονταν, δεν είχε τίποτα το χαρούμενο η φωνή –άκουσα αλυσίδες να κροταλίζουν στον αέρα πριν χτυπήσουν ανθρώπινα σώματα.
«Πούστηδες, θα σας λιώσουμε!» φώναξε ένας άλλος και ήταν περίεργο επειδή αυτός ήταν δικός μας, ένας από τους τριάντα που ορμούσαν σε πενήντα κοντοκουρεμένους. Έτρεξα προς τα κει, στη μέση σταμάτησα επειδή από την άλλη πλευρά του δρόμου έρχονταν άλλοι τόσοι φασίστες. Βγαίνανε από τον πεζόδρομο πίσω απ΄τα γραφεία, χωρίζονταν με την άνεσή τους σε ομάδες κρούσης και πέφτανε πάνω μας. Ήρεμα, δεν φώναζαν, δεν έβριζαν –είχαν σκοπό να μας βγάλουν αίμα. Κοίταξα τους μπάτσους στο πεζοδρόμιο πίσω μας, εξακολουθούσαν να σαχλαμαρίζουν –κάπως πιο κουμπωμένοι τώρα. Θα άφηναν τους φασίστες να μας λιανίσουν και αμέσως μετά θα «προέβαιναν στις απαραίτητες συλλήψεις». Όσων δεν μπορούσαν να σηκωθούν από την άσφαλτο.
«Που είναι οι άλλες σχολές;» ούρλιαξε η Σόνια τραβώντας μου τα μαλλιά.
«Ξέρω ‘γω;» είπα και το εννοούσα.
Οι φασίστες είχαν μαζέψει τις αλυσίδες και έβγαζαν γκλοπς –πολύς κόσμος ήταν πεσμένος, κεφάλια εύκολα στο άνοιγμα. Και τότε έσκασε μια μολότοφ. Ήταν προσεκτική βολή, χτύπησε καμιά δεκαριά κοντοκουρεμένους που περίμεναν πιο πίσω, στις εφεδρείες. Πανικός, έστω και σύντομος, βρήκαν κάποιοι δικοί μας την ευκαιρία να ρίξουν λίγα κλωτσίδια. Από που ήρθε η μολότοφ; Γιατί εμείς είχαμε γραμμή να είμαστε πεντακάθαροι σαν τις λιακάδες –από φόβο μη μας στριμώξουν οι μπάτσοι στο δρόμο κι αρχίσουν να μας ψάχνουν. Δεύτερη μολότοφ στο πεζοδρόμιο με τους μπάτσους αυτή τη φορά. Κάποιοι άρχισαν να πηδάνε σαν αναστενάρηδες, οι μολότοφ έπεφταν βροχή πλέον. Τότε τους είδα, με τις παλαιστινιακές μαντίλες και τα φουλάρια να ξεμπουκάρουν από διπλανά στενά –τελικά η δημοσιότητα της κινητοποίησης είχε τα καλά της. Γιατί, μπορεί να γίναμε βούκινο, αλλά το έμαθαν κι οι Εξαρχειώτες, έσκυψα να μη με πάρει καμιά αδέσποτη και έτρεξα προς τους αγκαλισμένους. Οι φασίστες ήταν μπερδεμένοι, είχαν κόψει κάπως, οι δικοί μου βάραγαν οτι έβρισκαν.
«Πάμε να φύγουμε ρε! Πάμε να φύγουμε τώρα!» ούρλιαζα, έσπρωχνα, τράβαγα.
Μετά έτρεξα προς τη Μπενάκη, άκουγα κόσμο πίσω μου, γύρισα να κοιτάξω –δεν ήταν πάνω από δέκα. Έξω από το τοστάδικο, Σόλωνος και Μπενάκη κόψαμε απότομα. Δίπλα μου ο Κύπριος κι ο Παντελής, κοιταχτήκαμε.
«Τι θα γίνουν οι άλλοι εκεί πίσω;» έκανε ο Παντελής.
«Θα την κοπανήσουν κι αυτοί αν έχουν λίγο μυαλό», είπε ο Κύπριος.
«Πάμε ρε να τους βοηθήσουμε!» φώναξε κάποιος άλλος.
Το σκέφτηκα. Φοβόμουν να γυρίσω, τώρα θα είχε πέσει σύρμα, ο τόπος θα γέμιζε κλούβες.
«Πάμε, δε γαμιέται;» μουρμούρισα.

Αλλά δεν μπορούσαμε πλέον να πλησιάσουμε. Κόσμος έτρεχε χωρίς σκοπό, άκουγα «σειρήνες κι ουρλιαχτά», είχαν πέσει δακρυγόνα δεν βλέπαμε ο ένας τη μύτη του άλλου. Οι κοντοκουρεμένοι μάλλον έφευγαν, καμιά εικοσαριά πέρασαν πλάι μας και ούτε να μας φτύσουν –τώρα αναλάμβαναν οι επαγγελματίες. Έξω από ένα γκαράζ βρήκαμε την Αναστασία, δάκρυα ανακατεμένα με μύξες, σήκωσε το κεφάλι τρομαγμένη –είδα αίματα στο σαγόνι της.
«Τι έχεις ρε χαζό; Ποιος σε χτύπησε;» ο Κύπριος την κράταγε ήδη αγκαλιά.
Κάναμε κύκλο γύρω της, κοιτάζαμε με μάτια κόκκινα, περιμέναμε να πεταχτούν δικέφαλα τέρατα από τις γωνίες. Τρέμοντας. Η Αναστασία ψέλλιζε ότι είχε χάσει τη Σόνια, είχε δει τους μπάτσους να τη σέρνουν στην άσφαλτο. Προσπάθησα να διακρίνω κάτι –κάτι ρε πούστη μου! Τίποτα. Μόνο καπνός και ασυντόνιστες φωνές κι απελπισία, από πουθενά να φύγεις και πουθενά να κρυφτείς …
«Δε λέει να καθόμαστε άλλο εδώ», είπε ο Παντελής. «Πάμε να φύγουμε πριν μας δέσουν».

Ο Κύπριος τράβαγε την Αναστασία κρατώντας την από τους ώμους, ο Παντελής είχε μπει μπροστά σαν Ινδιάνος ανιχνευτής, οι υπόλοιποι ακολουθούσαμε σκυμμένοι. Λίγο πριν βγούμε στην Πατησίων είδαμε το φαρμακείο, μπήκαν δυο-τρεις μέσα, μαζί με την Αναστασία.
«Η κοπέλα έχει τραυματιστεί –μπορείς να την φροντίσεις λίγο;» ζήτησε ο Κύπριος.
«Απαγορεύεται. Θα πρέπει να καλέσω ασθενοφόρο», απάντησε ο φαρμακοποιός ασθμαίνοντας.
«Τι ασθενοφόρο ρε; Τους μπάτσους θέλεις να καλέσεις!» μάνιασε ο Κύπριος.
«Σε παρακαλώ παιδί μου! Δεν θα μου υποδείξεις πώς να κάνω τη δουλειά μου!» τσίριξε ο φαρμακοποιός.
«Περιποιήσου την κοπέλα γιατί θα σε γαμήσω ρε πούστη!» τον πλησίασε απειλητικά ο Κύπριος.
Μαλακίες –ο φαρμακοποιός δεν προλάβαινε ν΄αλλάξει γνώμη. Μπουκάραμε μέσα και οι υπόλοιποι, σπάσαμε βιτρίνες, τουμπάραμε μπουκάλια, αρπάξαμε ότι μας φαινόταν χρήσιμο. Ο φαρμακοποιός κοίταζε σα χάνος. Κάποιοι χώθηκαν στην αποθήκη του και άρχισαν να σηκώνουν αμπούλες, αντιβηχικά, χάπια, σκατά … ότι έβρισκαν. Ευτυχώς ο Παντελής θυμήθηκε να πάρει επιδέσμους και βάμμα ιωδίου.
«Κάλεσε τώρα τους μπάτσους ρε αρχίδι και να λες ευτυχώς που δεν χρειάζεται να καλέσεις ασθενοφόρο για πάρτη σου!» τσίριξε ο Κύπριος σπάζοντας τη τζαμαρία με την αρβύλα του όσο εμείς φεύγαμε.

Στην Ομόνοια κόψαμε για να μετρηθούμε. Κάτι μύτες έτρεχαν, μερικά σκισμένα φρύδια και η Αναστασία έτρεμε όσο τη φάσκιωναν. Πλησίασα να δω καλύτερα –χρειαζόταν ράμματα στο σαγόνι μπας και κόψει η αιμορραγία. Το είπα στον Παντελή και κανόνισε να την πάνε στην Πολυκλινική παρακάτω. Οι υπόλοιποι μείναμε να τους κοιτάζουμε που έφευγαν, σε λίγο ήρθαν κάτι παιδιά από την πλατεία και φώναζαν ότι στα Χαυτεία γίνεται κόλαση –έχουν στρώσει τους φασιστές στο κυνήγι, κάτι τέτοιο. Μετά μάθαμε για κόσμο που πλακωνόταν ακόμα στις παρόδους της Πατησίων, η Αθήνα έμοιαζε να καίγεται, αλλά μπορεί κι όλα αυτά να ήταν σκέτες διαδόσεις. Το πιο εύκολο πράγμα είναι να διηγείσαι τέρατα –δυο περαστικοί γίνονται αμέσως στρατός οργανωμένος, τρεις σφαλιάρες μοιάζουν με αιματοκύλισμα, ένα περιπολικό προβιβάζεται σε «οργανωμένη απόβαση». Κάθισα έξω από τον Μπακάκο και δεν πίστευα τίποτα πλέον, δεν είχα όρεξη ούτε τα κορδόνια μου να δέσω.
Δυο επαρχιώτες αγκαλιάστηκαν δίπλα μου, έστησα αυτί, κανόνιζαν μπουρδελότσαρκα στη Λιοσίων και μετά ουίσκια κατά Αχαρνών μεριά. Έμοιαζαν ενθουσιασμένοι –γιατί όχι άλλωστε; Ένα ζευγάρι αγκαλιάστηκε μπροστά μου και ήταν και οι δυο τους άσχημοι σαν τη μετάνοια –στη συνέχεια κατηφόρισαν την Πειραιώς για να βρουν κάποιο ξενοδοχείο να ξεσκιστούν.
Σηκώθηκα, τα κόκαλά μου πονούσαν ασυντόνιστα –τους πήρα από πίσω. Πέρασαν δυο ξενοδοχεία στη σειρά, έψαχναν κάτι καλύτερο και δεν τους αδικούσα. Αλλά αποκλειόταν να το βρουν σ’ αυτό το δρόμο, έκοβα βήμα μπροστά στις βιτρίνες για να μη με πάρουν χαμπάρι. Και το ζευγάρι προχωρούσε αμήχανο, η κοπέλα άνοιγε το στόμα να διαμαρτυρηθεί αλλά το ξανάκλεινε. Σταμάτησαν έξω από ένα ξενοδοχείο που βρώμαγε σταφιδέμπορους. Κοντοστάθηκαν. Κάποιος έπρεπε να μπει για να κλείσει δωμάτιο. Το αγόρι ήταν στην ηλικία μου πάνω-κάτω, το κορίτσι τρέχα γύρευε. Δεν μπορούσα να διακρίνω μέσα από τα σοβατεπιά που είχε απλώσει στη μούρη της, προσπέρασα στο αδιάφορο λοιπόν γιατί είχε παρατραβήξει η παρακολούθηση. Κάθισα, διακόσα μέτρα πιο πέρα στο πεζούλι ενός κλειστού καταστήματος με ηλεκτρικά είδη. Και σου μιλάω αλήθεια τώρα –δεν είχα πουθενά να πάω, πουθενά να κρυφτώ. Δεν μου έλειπε η όρεξη, όμως ήμουνα σχεδόν σίγουρος ότι εκεί απέναντι υπήρχε μια ταμπέλα απ΄αυτές που προειδοποιούν για «ΑΔΙΕΞΟΔΟ», καταλαβαίνεις; Άκουσα τακούνια να στραβοπατάνε στο πλακόστρωτο και γκρίνιες «αφού δε νιώθω καλά, αγχώνομαι και μπλοκάρω –τι θέλεις τώρα;» Κοίταξα -το ζευγαράκι κατέβαινε καυγαδίζοντας, δεν ήταν γραφτό να πηδηχτούν σήμερα.

Και τότε το πήρα χαμπάρι, καθισμένος στο πεζούλι, χαζεύοντας τις πλάτες τους. Είχε έρθει μαζί με τους Ζητάδες εκείνο το βράδυ στο Ρεσιτάλ, νόμιζα ότι θα έφευγε από μόνο του, αλλά αυτό ήταν ακόμα εδώ. Στρογγυλοκαθισμένο στο ηλιακό μου πλέγμα, παγωμένο σαν τη δυστυχία, κυρίαρχο.

Φόβος.

19 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Ανώνυμος είπε...

ενταξει ο φοβος μαλλον ειναι κατι φυσιολογικο η φαση του δικου μας μηπως ειναι φοβία;

The Motorcycle boy είπε...

Θα το μάθετε στο επόμενο επεισόδιο αγαπητέ.

Πάντως, τι είναι η φοβία παρά ακατάσχετος φόβος;

Ο Καλος Λυκος είπε...

πραγματικά θα ήθελα να ζήσω δίπλα σου, μωρό μου / αγαπώ το κορμί σου και το πνεύμα σου και τα ρούχα σου / Αλλά βλέπεις εκείνη την γραμμή 'κει πέρα που περνά μέσα απ' το σταθμό; / Στο είπα, στο είπα, στο είπα πως είμουν μία από 'κείνες

δε στο είπα;

Ανώνυμος είπε...

Περαστικά!

Υ.Γ. Για τη σημερινή δίκη θα σου στείλω e-mail.
:-)))

The Motorcycle boy είπε...

Ένας από αυτούς βρε Λύκε μου, όχι μια από εκείνες. Το κράτησα πάντως αυτό το στιχάκι του τραγουδιού για μετέπειτα χρήση.

Ναι, άντε στείλε μου μέιλ για τη δίκη, γιατί έπαιρνα χτες τηλέφωνα αλλά δεν βρήκα τίποτα. Μου πέρασαν όλα επίσης -νάταν κι άλλα!

Ο Καλος Λυκος είπε...

μία από 'κείνες τις γραμμές - τα τρένα που φύγαν κλπ κλπ - ένας από 'κείνους - όπως το δεί κανείς φίλε... στην μετάφραση τα χαλάμε, όχι στο "διά ταύτα"...

και δεν τό έγραψα γιατί δεν το έβαλες εσύ, αυτό το καταλαβαίνεις!

The Motorcycle boy είπε...

Προφανώς και το καταλαβαίνω, είπαμε "χαζός, αλλά όχι και τόσο!" χαχαχα.

Απλά το δίστιχο το κράτησα εγώ γι΄αργότερα, για τους ίδιους νομίζω λόγους που το έγραψες κι εσύ.

Ανώνυμος είπε...

φοβος ειναι αυτο που νοιωθουμε οταν πλησιαζει ο κινδυνος. φοβια ειναι ειναι αυτο που νοιωθουμε οταν ο κινδυνος εχει περασει αλλα ακομα κατι μας κανει και τον σκεφτομαστε συνεχεια...

The Motorcycle boy είπε...

Σωστός μεν αλλά ... Μη με κάνεις τώρα να σου αποκαλύπτω το παρακάτω, κάτσε να το δεις γραμμένο ρε παιδί μου!

Ο Καλος Λυκος είπε...

τί σου είναι τα κοινά βιώματα όμως, βρέ παιδί μου!

The Motorcycle boy είπε...

Κοινά βιώματα από κάποιον βίο αβίωτο φίλε μου.

Ανώνυμος είπε...

αυτό το κομμάτι μου άρεσε περισσότερο από τη μέχρι τώρα ιστορία. δεν ξέρω γιατί. σκέφτομαι σοβαρά να μη διαβάσω παρακάτω (αν και θα το κάνω, αλλά αργότερα, προς το παρόν αυτό είναι το καλύτερο τέλος)

The Motorcycle boy είπε...

Που είσαι εσύ ρε παλαβό; Πως περνάς; Έχεις δίκιο πάντως, αυτή η ιστορία τελειώνει συνεχώς και τέλος δεν έχει.

Ανώνυμος είπε...

Δεν περίμενα ότι είχες ζήσει τέτοιες καταστάσεις (εντάξει κ ας μην είσαι ο ήρωας της ιστορίας όπως λες) για να τα γράφεις κάποια πραγμ. τα έζησες

είναι καταπλητκτικό το 6!!!!!!!

κ τι να πεις... υπεροχο (παρόλη την κόλαση των γεγονότων που σου προκαλεί φοβο κ μόνο να τα διαβάζεις)

Υ.Γ. ο Cohen αγάπη μου παλιά

Ανώνυμος είπε...

Σόρρυ, Καταπληκτικό το 7!!!
αυτό εδω εννοώ

Ανώνυμος είπε...

Θα φανεί υπερβολικό κ πάλι, όχι ότι εσυ δεν ξέρεις...

κρατα τες αυτές τις ιστορίες, κράτα τες καλά να μη χαθούν(όλες) να τις έχει να τις διαβάζει η κόρη σου

The Motorcycle boy είπε...

Αρχίζεις λοιπόν να καταλαβαίνεις τους λόγους για τους οποίους έχω μπλογκ.

Είδαμε πολλά και κάναμε λίγα -αυτό νομίζω σχετικά με τις καταστάσεις που λες.

Madame de la Luna είπε...

Λα καταστασιόν ε τρε απελπιστίκ λοιπόν... Αυτός ο "συντονισμός", ακόμα είναι δύσκολη φάση. Βλέπεις και πως ζούμε τους τελευταίους μήνες.

Αλλά ναι, το πιο εύκολο πράγμα είναι να διηγείσαι τέρατα.

Ο Φόβος... Ύπουλο τραύμα.

The Motorcycle boy είπε...

Και αναγκαίο για την επιβίωση.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι