Παρασκευή, Νοεμβρίου 14, 2008

18. Με τον διάβολο κρυμμένο στο τζάκετ

Προηγούμενα:
1ο μέρος: Στο ξέφωτο βαδίζοντας προς την κλειστή πόρτα

2ο μέρος: "Ποτέ ξανά" έγραφε η πόρτα που δεν ήταν εκεί
13. Οι αποφάσεις που μας πήραν
14. Δωμάτιο μονοθέσιο
15. "96 δάκρυα σε 96 μάτια"
16. Ότι πας να κρατήσεις (γλιστράει μακριά)
17. Ναυαγοί σε παγωμένα κρεβάτια

Τον περιμένω όσο γεμίζει με καπνό την πίπα του, καθυστερεί υπερβολικά επειδή τα χέρια του τρέμουν –κάποιος μορφασμός απέχθειας στραβώνει την αξύριστη φάτσα του, άσπρες τρίχες άστατα φυτρωμένες στα μάγουλα και το σαγόνι, αυτός ο άντρας είναι ήδη πεθαμένος αλλά ξέχασαν να του το πουν.
«Λοιπόν;» ξαναρωτάω.
«Τι λοιπόν;» με κοιτάζει με αθώο ύφος.
«Επιμένεις ακόμα ότι ο ιδανικός κινηματογραφικός Μάρλοου θα ήταν ο Κάρυ Γκραντ;»
Ανάβει την πίπα, σκέφτεται λίγο πριν γελάσει.
«Επιμένεις ακόμα ότι αυτή η σαχλαμάρα έχει κάποια σημασία;» λέει στο τέλος.
«Πως δεν έχει Ρέι; Εδώ μιλάμε για εμμονές, μέχρι και η μάρκα των τσιγάρων μου καθορίστηκε από αυτά που εσύ είπες!»
«Είπα εγώ ποτέ ότι ο Μάρλοου κάπνιζε Κάμελ; Πίπα δεν τον έβαζα πάντα να καπνίζει;» ξύνει τα αραιωμένα μαλλιά του.
«Πίπα –εντάξει. Αλλά σε κείνη τη συνέντευξη είχες πει ότι καπνίζει πίπα όταν βρίσκεται μόνος του στο σπίτι. Έξω καπνίζει Κάμελ!»
Γελάει με άσχημο τρόπο.
«Πολύ στα σοβαρά παίρνεις αυτές τις συνεντεύξεις μου. Έχεις καμιά ιδέα σχετικά με το τι γινόταν τότε;»
«Υποθέτω ότι ήσουν λιώμα», απαντάω σιγά.
«Κάπως έτσι νεαρέ μου –κάπως έτσι! Ήμουνα λιώμα ή βιαζόμουν να ξεμπερδέψω για να φροντίσω τη Σίσυ –μπορεί και όλα μαζί, ταυτόχρονα», κομπιάζει στις τελευταίες λέξεις.
«Με ενοχλεί πάντως το γεγονός ότι ποτέ δεν πήρες τα γραπτά σου στα σοβαρά», νευριάζω. Πάντα νευριάζω όταν η κουβέντα μας φτάνει σε αυτό το σημείο.
«Τα γραπτά μου! Μιλάς σα να πρόκειται για αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας! Νεαρέ, αν δεν ήταν εκείνοι οι Γάλλοι που ήθελαν να κάνουν φιγούρα και γι΄αυτό υπερεκτίμησαν τις ιστορίες με ντετέκτιβ, θα παρέμενα ένας απλός πλασιέ σεναρίων με αμφίβολη επιτυχία. Θυμάσαι τι είχα πει; Αν τα βιβλία μου ήταν λίγο χειρότερα δεν θα με καλούσαν ποτέ στο Χόλυγουντ κι αν ήταν λίγο καλύτερα δεν θα έπρεπε ποτέ να πάω εκεί πέρα».
Στράβωσα τα μούτρα.
«Όμορφες ατάκες, αλλά δεν μου λένε τίποτα ιδιαίτερο ξέρεις», ψιθύρισα.
«Δεν είναι δικό μου πρόβλημα αυτό νεαρέ. Απ΄ότι θα θυμάσαι είχα άλλες σκοτούρες στη ζωή μου…»
«Τη Σίσυ;»
«Ναι, τη Σίσυ…»
«Κάπως συμπλεγματικό μου ακούγεται…»
«Κι αν είναι τι μ΄αυτό;» δυσανασχετεί αδειάζοντας την πίπα του. «Μήπως πήδηξα τη μάνα σου ή την αδερφή σου και δεν το κατάλαβα; Τι σε νοιάζουν τα δικά μου συμπλέγματα;»
«Έχεις δίκιο, δε με νοιάζουν. Σχετικά με τη Σίσυ εννοώ… και συγνώμη που το ανέφερα. Αλλά αυτό το κόμπλεξ σου ότι ποτέ δεν έγραψες λογοτεχνία της προκοπής, το θεωρώ σκέτη μαλακία», χαμογελάω επειδή ο Ρέι είναι ντροπαλό άτομο –κάτι τέτοιοι όταν στριμώχνονται, κλειδώνουν. Ή βρίζουν.
«Μαλακία είναι να περιμένεις να μοιραστώ τη δική σου θεοποιημένη άποψη για τα δικά μου γραπτά! Αυτό είναι μαλακία νεαρέ μου. Άλλωστε ξέρω καλύτερα από σένα τι ήθελα να κάνω και πόσα κατάφερα στο τέλος».
Πάω πάσο στο συγκεκριμένο –ο καθένας με την πετριά του. Κάνει κρύο δαιμονισμένο και προσπαθώ να ζεστάνω τα χέρια μου τρίβοντάς τα μεταξύ τους. Εκείνος βγάζει από τη μέση τσέπη του σακακιού του ένα πλακέ μπουκάλι και κατεβάζει το μισό περιεχόμενό του βουλιμικά.
«Δεν σου είπα το άλλο!» προσπαθώ ν΄αλλάξω κουβέντα.
Με κοιτάζει ξαφνιασμένος.
«Είδα μια καινούργια βερσιόν από τον ‘Μεγάλο Αποχαιρετισμό’ στο σινεμά και σπάστηκα άσχημα! Βάζουν τον Μάρλοου να ξετρυπώνει τον Τέρυ Λένοξ και να τον σκοτώνει στο τέλος! Τρομερή μαλακία έτσι;»
«Ποιος έκανε την ταινία;» ρωτάει γελώντας.
«Ο Άλτμαν», απαντάω.
«Μεγάλος σκηνοθέτης! Και πολύ μοντέρνος για τα γούστα μου. Πως περίμενες να καταλάβει κάτι τόσο παλαιομοδίτικο όσο η αντρική φιλία που έχει δεθεί μέσα από τον καπνό της μάχης;»
Συμφωνώ κοιτάζοντας την απέναντι πολυκατοικία. Και τουρτουρίζοντας. Είμαι ώρες εδώ έξω και τίποτα δεν κινείται. Αυτή η γειτονιά μοιάζει με νεκροταφείο αδερφάκι μου! Κανένα φως στα παράθυρα των σπιτιών, κανένα περαστικό αυτοκίνητο –τίποτα. Αν δεν είχα και τον μυθικό Ρέιμοντ Τσάντλερ να μου κάνει παρέα θα μ΄έπαιρνε ο ύπνος στο όρθιο.
«Είναι αλήθεια ότι προσπάθησα ν΄αυτοκτονήσεις όταν πέθανε η Σίσυ;» ρωτάω σιγά.
Γελάει νευρικά.
«Όχι δεν είναι», μουρμουρίζει. «Το όλο θέμα ήταν αισθητικό και το πρόβλημα είχε να κάνει με την οπτική γωνία, ήμουνα εκεί πέρα κι αυτή η φάτσα στον καθρέφτη του μπάνιου με ενοχλούσε –αλλά μπερδεύτηκα στο τέλος. Τι έπρεπε να πυροβολήσω για να γλιτώσω από εκείνη την απαίσια φάτσα; Τον καθρέφτη ή το κεφάλι μου;»
«Και τι έκανες τελικά;»
Ξεκαρδίζεται.
«Γάμησα κανονικά τα πλακάκια του τοίχου, τις κρεμάστρες… Μέχρι που ξέμεινα από σφαίρες. Αλλά δεν προσπάθησα να αυτοκτονήσω –ξέρεις γιατί;»
Ανασηκώνω τους ώμους –που να ξέρω;
«Επειδή ήμουνα ήδη πεθαμένος, απ΄τη στιγμή που έφυγε η Σίσυ … Οι νεκροί δεν γίνεται να πεθάνουν δεύτερη φορά».
«Μην το λες αυτό –θυμήσου τη Βέλμα και τον Τέρυ Λένοξ και τον Ράστυ Ρίγκαν…»
Κουνάει το χέρι του σα να θέλει να διώξει κάποιο κουνούπι.
«Εντάξει, εντάξει –φτάνει! Οι νεκροί δεν γίνεται να πεθάνουν δεύτερη φορά όταν δεν υπάρχει κάποιος πρόθυμος να τους διατηρήσει ζωντανούς –πως σου φαίνεται αυτό;»
«Συνηθισμένο και κοινότυπο», μουρμουρίζω.
«Ήμουν πάντοτε ένας συνηθισμένος και κοινότυπος άνθρωπος με ανεκπλήρωτες επιθυμίες», μονολογεί εκείνος. «Αλλά τώρα νομίζω ότι πρέπει να αποχαιρετιστούμε γιατί έχεις δουλειά».
Ακολουθώ το βλέμμα του, ένα αυτοκίνητο έχει παρκάρει ακριβώς μπροστά στα σκαλιά της πράσινης πολυκατοικίας –η πόρτα του οδηγού ανοίγει ταυτόχρονα με τις πίσω πόρτες. Δυο κοπέλες κάπως παραπαίουσες κι ένας τύπος άρτι αφιχθής από ταινία του Γκοντάρ. Κοιτάζω τριγύρω –οι δρόμοι είναι σκοτεινοί από κάτι ακόμα μεγαλύτερο κι απ΄την ίδια τη νύχτα.
Βιάζομαι να περάσω τον δρόμο που μας χωρίζει.

Ξεκλειδώνουν την εξώπορτα όσο φτάνω στις πλάτες τους, η μια κοπέλα πετάγεται, σκουντάει τον άντρα δίπλα της. Η άλλη έχει μείνει με το χέρι μετέωρο στη μισάνοιχτη εξώπορτα.
«Τι τρέχει φίλε;» με ρωτάει ο άντρας.
«Τίποτα, μην αγχώνεσαι», τον καθησυχάζω. «Ψάχνω μια φίλη που μένει εδώ και έλεγα μήπως ξέρατε κάτι…»
Με κοιτάζουν προσεκτικά.
«Δεν ξέρουμε τίποτα για τη φίλη σου», λέει τελικά ο άντρας και κάνει να μπει στο σπίτι.
«Λάθος απάντηση», φωνάζω.
Παίζουμε για λίγο τα αγαλματάκια, ακούνητα, αμίλητα.
«Έπρεπε πρώτα να με ρωτήσεις το όνομα της φίλης μου και μετά να πεις ότι δεν την ξέρετε», εξηγώ στον άντρα απέναντί μου.
«Όπως και να τη λένε δεν την ξέρουμε», επιμένει.
«Στον τρίτο όροφο μένετε;» συνεχίζω εγώ απτόητος.
«Ναι», λέει μια από τις κοπέλες.
«Και τι σε νοιάζει εσένα; Μπάτσος είσαι;» μπριζώνει ο άντρας.
«Άκου αδερφέ. Ήρθα ήσυχα να σας μιλήσω, ας το κρατήσουμε έτσι. Γιατί άμα το χοντρύνουμε θα παρακαλάς να ήμουνα μπάτσος».
Η κοπέλα μπροστά μου πιέζει ενστικτωδώς την τσάντα της πάνω στην κοιλιά της –είναι όμορφη κοπέλα. Η άλλη γαντζώνεται πάνω στον άντρα.
«Ποια ψάχνεις;» με ρωτάει η κοπέλα με την τσάντα.
«Την Άλεξ», λέω. «Μαζί σας δε μένει;»
Τη βλέπουν τώρα κανονικοί χαρτοπαίκτες –προσπαθούν να συνεννοηθούν με τα μάτια χωρίς να καρφωθούν.
«Κι εσύ ποιος είσαι;» ρωτάει ο άντρας.
«Αν η Άλεξ μένει μαζί σας ξέρετε καλά ποιος είμαι. Αν δε μένει χάρηκα για τη γνωριμία και συγνώμη για την ενόχληση», λέω.
«Δεν ξέρουμε καμιά Άλεξ», μουρμουρίζει ο άντρας.
«Δε με ψήνεις», αποφασίζω.
«Στ΄αρχίδια μου. Ξεφορτώσου μας τώρα γιατί νυστάζουμε», σφυρίζει ο άντρας.
Κοιτάζω πίσω, στην άλλη πλευρά του δρόμου εκεί που στεκόμουν πριν λίγο, παρέα με τον Ρέι. Αλλά ο δικός μου έχει εξαφανιστεί, πάνω που τον χρειάζομαι να μου σφυρίξει την επόμενη κίνηση. Αποφασίζω λοιπόν να αυτενεργήσω.
«Μπορείς να πάρεις τα κοριτσάκια και να φύγεις, αλλά δεν στο προτείνω γιατί εγώ δεν πρόκειται να πάω πουθενά αν δεν πάρω τις απαντήσεις που θέλω. Θα σας τσακίσω τα νεύρα με το δάχτυλο κολλημένο στο κουδούνι και θα σας γίνω στενός κορσές κάθε φορά που θα βγαίνετε από το σπίτι. Πως το βλέπεις;» ρωτάω ήρεμα.
«Άστον ν΄ανέβει –μου έχει μιλήσει η Άλεξ γι΄αυτόν», λέει η κοπέλα με την τσάντα.
Κι εγώ νιώθω σα να δρασκελίζω τη σκάλα για τον ουρανό –δεν τα κατάφερα κι άσχημα Ρέι παλιόφιλε!

Το διαμέρισμα είναι σκέτη χλίδα για τα δικά μου δεδομένα. Τρία δωμάτια αυτόνομα και σαλονάρα γκράντε, χώρια η κουζίνα που φωτίζει διακριτικά στο βάθος του διαδρόμου. Ο άντρας κάτι συνεννοείται με τις κοπέλες όσο εγώ περιμένω σα μαλάκας στο χωλάκι. Μετά παίρνει τη μια τους και χάνονται σε κάποιο δωμάτιο. Μένω με την άλλη –αυτή με την τσάντα.
«Θέλεις καφέ;» ενδιαφέρεται.
«Ναι –καλά θα ήταν. Έγινα αρχαίος περιμένοντας τόσες ώρες στο κρύο», παραδέχομαι.
Φεύγει για λίγο κι εγώ χαζεύω τους τοίχους –ενδιαφέροντες τοίχοι, άλλο χρώμα ο καθένας, με αφίσες κορνιζαρισμένες. Ανάβω τσιγάρο, μπροστά μου ένα τασάκι λευκό, απαίσιο, πανάκριβο.
«Πόση ζάχαρη;» ακούω από την κουζίνα.
«Καθόλου. Ούτε γάλα», της απαντάω.
Έρχεται με δυο κούπες, κάθεται απέναντί μου και στάζει στον καφέ της λίγο κονιάκ που το ψαρεύει από μια κρυφή καβάντζα κάτω από το τραπέζι.
«Θέλεις;» ρωτάει.
«Κάργα», επικροτώ.
«Πες μου λοιπόν», χαμογελάει ανάβοντας ένα περίεργο στριφτό τσιγάρο.
«Τι να σου πω; Ψάχνω την Άλεξ», μουρμουρίζω μπερδεμένος.
«Η Άλεξ δεν είναι εδώ. Και δεν ξέρω πότε θα ξανάρθει… Πάει μήνας και… που λείπει».
Μετακινούμαι για να βολευτώ καλύτερα στη θέση μου. Σίγουρα δεν ήρθα μέχρι εδώ για να ακούσω μόνο αυτό.
«Στήθηκες εκεί έξω για να την περιμένεις;» ρωτάει τώρα η κοπέλα.
«Στήθηκα εκεί έξω για να την βρω», απαντάω κάπως βαρύγδουπα.
«Έτσι ε;» γελάει η κοπέλα.
«Έτσι ….», κουνάω το χέρι ψάχνοντας δήθεν να θυμηθώ το όνομά της.
«Αριάδνη», με βοηθάει, και καλά, να θυμηθώ.
«Αριάδνη μάλιστα!» συμπεραίνω. «Ωραίο όνομα!»
«Και γιατί να τη βρεις;» ρωτάει στο καπάκι.
«Άφησε κάτι στο σπίτι μου –θέλω να της το δώσω πίσω», πιπιλάω το γνωστό παραμύθι.
«Καλά, αν είναι έτσι –δε χάθηκε ο κόσμος! Άστο σε μένα και της το δίνω».
«Είπα ότι θέλω να της το δώσω πίσω –ΕΓΩ να της το δώσω πίσω», επαναλαμβάνω.
Γελάει. Είναι μια όμορφη κοπέλα με κορακίσια μαλλιά πιασμένα αλογοουρά και μάλλινο πλεκτό φόρεμα. Σε άλλες περιπτώσεις θα την έβλεπα κανονικότατα μαζί της.
«Η Άλεξ είναι μεγάλος μπελάς, αλλά κι εσύ δεν πας πίσω!» παρατηρεί.
«Μίλα μου γι΄αυτήν», μου ξεφεύγει κάπως πιο παρακλητικά από όσο θα ήθελα.
«Δε νομίζω ότι έχω τέτοιο δικαίωμα. Εννοώ … ότι θα ήθελε να ξέρεις στα έχει πει η ίδια –κάνω λάθος;»
Από το μέσα δωμάτιο ακούγεται ένας πνιχτός θόρυβος, πετάγομαι αλλά μου δείχνει ότι δεν υπάρχει πρόβλημα.
«Πέφτει κάποιο πήδημα μάλλον», χαμογελάει σκανταλιάρικα.
«Εντάξει τότε και στα δικά σου», λέω.
«Σου φαίνεται ότι το έχω ανάγκη;» αναρωτιέται.
«Και που να ξέρω; Μήπως όλοι μας δεν το έχουμε ανάγκη στην τελική;»
«Γι΄αυτό λοιπόν ψάχνεις την Άλεξ;»
«Δεν ξέρω αν την ψάχνω γι΄αυτό, ξέρω όμως ότι γι΄αυτό έφυγε».
Γίνεται απότομα σκεφτική.
«Της φέρθηκες πολύ σκάρτα», λέει σιγά. «Αυτό τουλάχιστον νομίζω ότι μπορώ να στο πω –γύρισε χάλια από το σπίτι σου. Δεν μου είπε τι έκανες αλλά είπε…»
Την περιμένω να συνεχίσει, μάταια.
«Τι είπε;»
«Είπε ότι η μεγαλύτερη ξεφτίλα είναι να βρεις αυτό που ψάχνεις».
«Και τι εννοούσε μ΄αυτό;»
«Που θες να ξέρω; Εσύ να μου πεις».
Κατεβάζω το κεφάλι.
«Γνωρίζεστε πολλά χρόνια με την Άλεξ;» ρωτάω τελικά.
«Πολλά, πάρα πολλά…»
Και μετά σωπαίνει, βλέπω ότι δεν πρόκειται να μου αποκαλύψει πράγματα.
«Και η άλλη κοπέλα;» ξαναρωτάω.
«Η Άντζυ;» δείχνει προς το μέσα δωμάτιο. «Ναι κι αυτή –ήμασταν το φοβερό τρίο … κάποτε. Όλα ξεκίνησαν όταν είδαμε ότι τα ονόματά μας αρχίζανε από το ίδιο γράμμα –κάποια το θεώρησε σημάδι… εγώ μάλλον ήμουν …»
«Παρακάτω;»
«Δεν έχει παρακάτω. Και δεν ξέρω αν ήταν σημάδι, αλλά σίγουρα δεν ήταν καλό σημάδι», βάζει τα γέλια η Αριάδνη.
Το κονιάκ μέσα στον καφέ με έχει πιάσει κανονικά –ανακατεμένο στομάχι, δυσκολία να προφέρω τα απαιτητικά σύμφωνα των λέξεων, βλέφαρα βαριά.
«Εντάξει», λέω απλώς για να πω κάτι. Και επιτόπου μου πέφτει το τσιγάρο από το χέρι, τινάζομαι να το μαζέψω από τη φλοκάτη ανάμεσα στα πόδια μου.
«Δεν μου φαίνεσαι και τόσο εντάξει πάντως», παρατηρεί η Αριάδνη. «Είσαι σίγουρα καλά;»
«Ναι, μια χαρά κι ευχαριστώ που …» μένει ατέλειωτη η φράση γιατί δεν ξέρω πώς να την κλείσω. «Ευχαριστώ για τον καφέ», λέω τελικά.
«Θέλεις να μείνεις εδώ; Δείχνεις χάλια», παρατηρεί η Αριάδνη.
«Όχι μωρέ, δεν είναι ανάγκη», μουρμουρίζω καθώς σηκώνομαι.
Λοιπόν είναι αδύνατο να σηκωθώ. Τα πόδια μου μολυβένια και το κεφάλι μου διακοσμητικό. Βαρύ διακοσμητικό –ρουστίκ. Ξανακάθομαι.

Τη νιώθω από πάνω μου, μετά αισθάνομαι κάποια ζέστη από την κουβέρτα που με σκέπασε, σκέφτομαι. Ίσως να έρθει η Άλεξ μέχρι το πρωί, καλύτερα να περιμένω εδώ μέσα παρά έξω στο κρύο.
«Μπορεί να είσαι τυχερός και να έρθει η Άλεξ κάποια στιγμή. Καλύτερα να την περιμένεις εδώ παρά έξω στο κρύο», ακούω τη φωνή της όσο κουτρουβαλάω στον λήθαργο. Ποιος έκλεισε τα φώτα τόσο απότομα;

Ξυπνάω ιδρωμένος. Επειδή φοράω ακόμα το στρατιωτικό μου τζάκετ και η κουβέρτα εντελώς μάλλινη. Υποπτεύομαι ότι σ΄αυτό το σπίτι τα καλοριφέρ μένουν ανοιχτά μέχρι και τη νύχτα –τόσο κυριλέ φάση! Έξω από τις γρίλιες παίρνει να ξημερώνει. Βγάζω το τζάκετ, αλλάζω πλευρό αλλά είναι αδύνατο να με ξαναπιάσει ο ύπνος. Γι΄αυτό ανάβω ένα τσιγάρο όσο συνηθίζω το μισοσκόταδο, έξω φυσάει και κλαδιά δέντρων μαστιγώνουν τον απέναντι τοίχο. Εδώ λοιπόν είναι το σπίτι της. Αυτές είναι οι φιλενάδες για τις οποίες παραπονιόταν. Κι ο τύπος τι ρόλο βαράει; Γκόμενος της μιας –φανερό αυτό. Αλλά μόνο γκόμενος; Εμένα μου φάνηκε κάπως κουμανταδόρος της κατάστασης –έτσι μου φάνηκε. Βγάζω τις αρβύλες μου για να μην κάνω θόρυβο κι αποφασίζω να εξερευνήσω τον χώρο. Προσεκτικά βήματα –βιβλιοθήκη. Διάφοροι τίτλοι βιβλίων, κοινοτυπίες, Έριχ Φρομ, Χαλίλ Γκιμπράν, Ρίτσαρντ Μπαχ. Σε μια γωνία παίρνει το μάτι μου εκείνη τη βιβλιάρα του Δεληολάνη, «Πούσερ, το βήμα της αλεπούς». Χαμογελάω -συγχαρητήρια για τον ταξιδιωτικό οδηγό Άλεξ!
«Ψάχνεις κάτι;»
Νιώθω τη φράση να με χτυπάει στο κέντρο της ωμοπλάτης, τινάζομαι. Ο άντρας του σπιτιού με ξεβαμμένο τζιν, λευκό μπλουζάκι και ανοιχτό καρό πουκάμισο με κοιτάζει –χέρια σταυρωμένα στο στήθος.
«Όχι μην ανησυχείς. Έτσι κοιτάζω για να περάσει η ώρα», λέω.
«Γιατί θα πρέπει να περάσει η ώρα; Δε σε πιάνω!»
«Επειδή είμαι ευγενικός άνθρωπος κι αφού η Αριάδνη προσφέρθηκε να με φιλοξενήσει, σκέφτηκα να της πω μια καλημέρα πριν φύγω», πολυλογώ βλακωδώς.
«Έλα στην κουζίνα», μουγκρίζει ο άντρας.
Έρχομαι.
Η καφετιέρα είναι ακόμα αναμμένη, σερβιριζόμαστε πριν καθίσουμε στο μακρόστενο τραπέζι.
«Τελικά τι ρόλο βαράς, δεν έχω καταλάβει», παρατηρεί εκείνος.
«Αν κάποτε καταλάβεις, πες το και σε μένα να μην πεθάνω με την απορία», απαντάω.
«Μάλιστα! Τα ίδια σκατά με την Άλεξ είσαι –έτσι μου φαίνεται».
«Την ξέρεις καλά την Άλεξ;» αναρωτιέμαι δήθεν.
«Όσο καλά χρειάζεται», με γειώνει.
«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αυτή η μυστικότητα! Τι είσαστε εδώ πέρα; Τρομοκρατική οργάνωση; Μυστική συνωμοσία, Φιλική Εταιρεία να πούμε; Πως την έχετε δει τη δουλειά;» αγανακτώ.
Γελάει.
«Είναι απλό φιλαράκο. Προσπαθούμε να σεβαστούμε τον ιδιωτικό χώρο του άλλου για να μην δημιουργούνται παρεξηγήσεις. Αν θέλεις να μάθεις κάτι για την Άλεξ, ρώτα την ίδια, αν θες να πηδήξεις την Αριάδνη ζήτα το από την ίδια, αν θες…»
«Κι αν θέλω να μάθω κάτι για σένα ας πούμε;»
Με κοιτάζει.
«Τότε θα πάρεις τ΄αρχίδια μου, επειδή εγώ δεν ξέρω τίποτα για σένα», λέει.
«Εντάξει, έχεις δίκιο. Ρώτα με και θα σου απαντήσω».
«Δεν έχω τίποτα να σε ρωτήσω, εκτός από το πότε θα μας αδειάσεις τη γωνιά με το καλό», τσαντίζεται ελεγχόμενα.
«Κι εγώ χάρηκα που σε γνώρισα!» σχολιάζω. Μετά αφήνω τον καφέ σχεδόν ανέγγιχτο, με πόνο ψυχής, και σηκώνομαι.
«Πες ένα μεγάλο ευχαριστώ στην Αριάδνη από μέρους μου», λέω με γυρισμένη την πλάτη.
Φοράω τις αρβύλες και το τζάκετ, υπολογίζω ότι ο άλλος δεν έχει κουνήσει ρούπι από τη θέση του αλλά όταν πιάνω το πόμολο της εξώπορτας του διαμερίσματος ανακαλύπτω ότι ο τύπος έχει κινηθεί αθόρυβα σα γάτα.
«Έλα να τελειώσεις τον καφέ σου», λέει.
Γυρίζω. Έχει σταθεί στο μπάσιμο του σαλονιού και με χαζεύει με σταυρωμένα τα χέρια στο στήθος του.
«Φύλαξε τις ευγένειες για τίποτα γκομενάκια –από μένα δεν πρόκειται να δεις χαρά στα σκέλια σου», κουμπώνω κάπως ερμητικά.
«Κάτσε ρε βλάκα να μιλήσουμε! Μη γίνεσαι σπαζαρχίδης δηλαδή!»
Γυρίζω να τον κοιτάξω, χαμογελάει.
«Πως το παίζεις, μου λες;» απορώ.
«Φίλε εδώ έχουμε ένα σπίτι και οι ισορροπίες είναι συνήθως του τρόμου. Γιατί υπάρχουν τρεις φιλενάδες καταλαβαίνεις; Κι εγώ πρέπει να προστατεύω το σπίτι χωρίς να φαίνεται, κι αυτό μόνο εύκολο δεν είναι».
Τον κατανοώ πλήρως. Οι γυναίκες τη σήμερον ημέρα χρειάζονται γκόμενους πυροτεχνουργούς κι εμείς μονίμως με το τρέμουλο της αμηχανίας.

Καθόμαστε στο σαλόνι και καπνίζουμε, ο τύπος μού φέρνει τον καφέ –είμαστε φιλαράκια.
«Λοιπόν, με κίνδυνο να γκρεμίσω το κεραμίδι πάνω απ΄το κεφάλι μου θα κάνω την απλή ερώτηση. Γιατί δεν την πήδηξες την Άλεξ;» βγάζει από το τσεπάκι ένα πακέτο τσιγάρα, μου προσφέρει όσο μιλάει –Πλέιερς Νέιβι Κατ, φοβερά Βιρτζίνια χαρμάνια!
«Λοιπόν με κίνδυνο να ξεκινήσω μια φιλία που μόνο σε καλό δεν θα μας βγει θα σου παρουσιάσω τους τρεις σημαντικότερους λόγους. Πρώτον, επειδή ήμουνα κάργα ερωτευμένος μαζί της, σε φάση να τη βλέπω και να ονειρεύομαι ξυπνητός ας πούμε. Δεύτερον, επειδή ποτέ δεν ήταν εκεί, δίπλα μου, για να πηδηχτούμε. Και τρίτον…»
Σταματάω, κοιταζόμαστε.
«Τρίτον, γενικά», λέω αμέσως μετά.
«Μάλιστα», μουρμουρίζει σκεφτικός. «Είπες ότι ήσουν ερωτευμένος μαζί της; Τώρα δεν είσαι δηλαδή;»
«Που θες να ξέρω; Με κάτι είμαι ερωτευμένος ακόμα, αλλά αυτό το κάτι δεν μπορώ να ξεχωρίσω αν είναι η Άλεξ ή το φάντασμά της που έπλασα στο μυαλό μου …»
Γελάει απότομα, νευριάζω.
«Είπα κανένα αστείο και δεν το ‘πιασα;» ρωτάω.
«Όχι ρε –εντάξει, μια χαρά. Απλά καταλαβαίνω ότι με αυτό το φάντασμα που λες ήσουνα ερωτευμένος ευθείς εξ΄αρχής!»
Το σκέφτομαι –μπορεί και να ‘χει δίκιο.
«Τέλος πάντων», μουρμουρίζω.
«Θα σου δώσω μια συμβουλή», λέει εκείνος.
«Ναι, ξέρω», τον διακόπτω. «Ποτέ να μην ακούω τις συμβουλές των άλλων –σωστά;»
Γελάμε παρέα τώρα.
«Βρες την Άλεξ. Γρήγορα –χτες, προχτές αν είναι δυνατό. Βρες την και άρπαξέ την από το μαλλί. Κλείδωσε το φάντασμά της σε κάποιο ανήλιαγο υπόγειο και ασχολήσου με τη γυναίκα, τη ζωντανή. Καταλαβαίνεις τι λέω;»
«Καταλαβαίνω. Αλλά δεν μου είπες που θα τη βρω», παρατηρώ.
«Και ούτε πρόκειται να σου πω. Ξέρεις γιατί; Πρώτον γιατί δεν με πείθεις ότι θα ακολουθήσεις τη συμβουλή μου και δεύτερον επειδή όποιος θέλει να βρει κάτι, το βρίσκει στο τέλος».
«Δεν έχει τρίτον;» ρωτάω χαζά.
«Όχι. Το ‘γενικά’ το αφήνω σε σένα, εγώ είμαι της εξειδίκευσης», χαμογελάει.
Σωστός.
«Κι εσύ, εδώ ας πούμε; Πως κινείσαι; Γενικών καθηκόντων ή ειδικών αποστολών;» αλλάζω θέμα.
«Εγώ απλώς κρύβομαι, αλλά μη με ρωτήσεις από τι», απαντάει σταθερά.
Δεν την πηγαίνω την κουβέντα σε πρέζες και τέτοια επειδή δεν είμαι σίγουρος ότι τα ξέρουν όλα αυτά για την Άλεξ.
«Θα μου κάνεις μια χάρη;» τον ρωτάω μετά από λίγο.
Ανασηκώνει αδιάφορα τους ώμους.
«Δείξε μου το δωμάτιό της», λέω.
Σηκώνεται αμίλητος, με οδηγεί μέχρι τον διάδρομο και δείχνει το τελευταίο δωμάτιο στη σειρά. Περπατάω στα νύχια, ανοίγω την πόρτα του δωματίου.

Το δωμάτιο της Άλεξ το έχω ξαναδεί. Σε αμερικάνικες ταινίες απ΄αυτές που ερωτεύεσαι την πιτσιρίκα πρωταγωνίστρια και θα έδινες τα πάντα για να βρεθείς στο παιδικό της δωμάτιο. Να μυρίσεις τους νυχτερινούς πόθους της στο λούτρινο αρκουδάκι, εντάξει, εδώ δεν υπάρχει αρκουδάκι, ένας κατεργάρης αναμαλλιασμένος λύκος μονάχα, πάνω στο στρωμένο κρεβάτι. Μονό κρεβάτι –παιδικό φυσικά. Δίπλα του κάποιο πολύχρωμο κομοδίνο, σα να το μπογιάτισε ο Πικάσο σουρωμένος. Φωτιστικό από φυσητό γυαλί, μπλε –δίπλα παρατημένο ένα βιβλίο. Αγγίζω το σαγρέ εξώφυλλο, «Τα τοπία της Φιλομήλας», ξεφυλλίζω, μυρίζω τη ράχη του ασυναίσθητα. Η Άλεξ χρησιμοποιεί το «αυτί» του εξωφύλλου για σελιδοδείκτη, γυρίζω στη σελίδα που έχει σημαδέψει. Ρίχνω μια ματιά, θυμάμαι την υπόθεση, ο ήρωας έχει φτάσει ήδη στο Λονδίνο ακολουθώντας τη Φιλομήλα αλλά δεν έχει ξεκινήσει την παρακολούθηση ακόμα. Δεν έχει μάθει λοιπόν το μυστικό της. Εξετάζω τα διαβασμένα φύλλα, σχεδόν ανέγγιχτα, δύσκολα νιώθεις το πέρασμα του αναγνώστη από πάνω τους -η Άλεξ έχει περάσει το βιβλίο σαν αέρας από ραγισμένο τζάμι. Αναθαρρεύω σε μια σελίδα κάπως φουσκωμένη στην άκρη, αλλά είναι μάλλον ατέλεια της έκδοσης όχι παρέμβαση δική της. Αφήνω το βιβλίο στη θέση του.
Στην άλλη πλευρά του δωματίου ένα δρύινο σεκρετέρ με άπειρα μικρά συρτάρια –η χαρά του ψάχτη. Ανοίγω αθόρυβα, αγγίζω γυναικεία εσώρουχα, μυρίζω αρωματισμένα μπλουζάκια, μπερδεύομαι σε καλλυντικά που κουδουνίζουν. Αγγίζω, χαϊδεύω, προσπαθώ να νιώσω. Μάταια. Αέρας από ραγισμένο τζάμι, έτσι πέρασε η Άλεξ απ΄αυτό το δωμάτιο.
Χαϊδεύω την ξύλινη επιφάνεια χαζεύοντας τη φάτσα μου στον καθρέφτη πάνω από το σεκρετέρ. Ένας μαλάκας με φάτσα πρησμένη από τον ύπνο. 24 χρόνια ύπνου. Κάτι είναι χαραγμένο στην ξύλινη λεία επιφάνεια, το νιώθω στις άκρες των δαχτύλών μου, σκύβω για να δω καλύτερα.
«ΠΙΑΣΕ ΜΕ ΑΝ ΜΠΟΡΕΙΣ»
Κοιτάζω προσεκτικά, τέσσερις λέξεις χωρίς θαυμαστικό στο τέλος. Τις χάραξε εκεί –για να προκαλέσει ή να παρακαλέσει; Δεν καταλαβαίνω, κάτι μου ξεφεύγει ή κάτι αφήνω αδιευκρίνιστο. Οπισθοχωρώ ολοταχώς, πρέπει να αγνοήσω το δωμάτιο της Άλεξ, αλλιώς θα μου στρίψει κανονικά. Κλείνω την πόρτα, σβήνω τις εικόνες γρήγορα, δεν θέλω να υπάρχει δωμάτιο! «Πιάσε με αν μπορείς», ποιος το είπε αυτό; Που είσαι τώρα;

Στην κουζίνα γίνεται πρωινή φασαρία. Οι κοπέλες σκουντουφλάνε μεταξύ τους κουβαλώντας απομεινάρια ύπνου μαζί με καφέδες και μαρμελάδες. Ο άντρας τις πειράζει εναλλάξ –πέφτουν λίγα γέλια και ψεύτικες γκρίνιες. Τους ζηλεύω έτσι όπως τους βλέπω, θα ήθελα να εξατμιστώ επιτόπου γιατί με τίποτα δεν κολλάω στην εικόνα τους.
«Καλημέρα», λέω μπαίνοντας.
«Ωωωω, καλώς τον Ιππότη με τας Καμελίας!» κοροϊδεύει η Άντζυ.
«Πάει να πει ότι κάπου εδώ πέρα έχω παρατήσει τα Κάμελ μου», συμπεραίνω.
«Τα Κάμελ σου και την καρδιά σου! Άκαρδε!» σιγοντάρει η Αριάδνη.
«Αφήστε το παιδί στην ησυχία του», με ψευτοϋποστηρίζει ο άντρας της παρέας, κάνοντας χώρο να καθίσω.
«Λέω να την κάνω από σιγά-σιγά», τραμπαλίζομαι στο ένα πόδι.
«Κάτσε βρε χρυσό μου να φας κάτι, θα σε θερίσει το στομάχι σου –τα καλά τα χτεσινά θες να ‘χουμε πάλι;» λέει η Αριάδνη.
«Δεν έχω ανάγκη», υποστηρίζω όσο πίνω τον παγωμένο μου καφέ.
«Κάτσε -πρέπει να μιλήσουμε», λέει ο άντρας.
«Για ποιο θέμα;» απορώ.
«Που έμαθες το σπίτι της Άλεξ;»
Τον κοιτάζω. Σκέφτομαι να το παίξω αφασία, αλλά δεν υπάρχει λόγος. Μου φέρθηκαν καλά όλοι τους.
«Κάτι γνωστοί στην πλατεία μου είπαν ότι την είχαν ακούσει να μιλάει για Νέα Σμύρνη. Τώρα, επειδή τυγχάνει να δουλεύω σε μια εταιρεία δημοσκοπήσεων, κανόνισα να κάνω μεροκάματα εδώ πέρα –έψαξα, μαζί με κάποιους φίλους… Η Άλεξ μου είχε πει ότι μένει με φίλες της, άρα ψάχναμε για κουδούνι με γυναικεία ονόματα… κάπως έτσι σας βρήκα».
Κοιτάζονται μεταξύ τους.
«Μπέσα;» ρωτάει ο άντρας σκύβοντας προς το μέρος μου.
Ανασηκώνω τους ώμους.
«Και τι ήταν αυτοί που είχαν ακούσει την Άλεξ να λέει για Νέα Σμύρνη;»
Δαγκώνομαι. Γιατί δεν έλεγα ότι μου το είχε πει η ίδια; Πόσο μαλάκας; Πολύ μαλάκας!
«Ξέρω ‘γω τι ήταν; Καλικάντζαροι και ξωτικά», απαντάω μουδιασμένα.
«Πρεζάκηδες;» ψιθυρίζει ο άντρας χωρίς να κοιτάζει.
«Ρωτάς ή διαπιστώνεις;» ενδιαφέρομαι να μάθω.
Γελάει μαγκωμένα.
«Και σου τα είπαν στην πλατεία αυτά ή αλλού;» ξαναρωτάει με πονηρό ύφος.
«Αφού ρε δικέ μου τα ξέρεις καλύτερα από μένα γιατί με παιδεύεις;» φορτώνω.
«Κούλαρε –κουβέντα κάνουμε. Κανείς δεν είναι σίγουρος για κανέναν στις μέρες μας…»
«Εντάξει», λέω. «Πάμε παρακάτω».
«Θέλουμε μια χάρη, αυτό είναι το παρακάτω».
«Ακούω».
«Να πας την Αριάδνη μέχρι τα παλικάρια που σου είπαν για την Άλεξ».
Κοιταζόμαστε.
«Δεν υπάρχει περίπτωση», λέω.
«Γιατί;»
«Επειδή, πρώτον δεν είναι μέρος για κοριτσάκια σαν την Αριάδνη το στέκι τους, δεύτερον, ποιος είσαι ρε δικέ μου; Ούτε το ονοματάκι σου δεν ξέρω ακόμα –πως την έχεις δει; Κάπτεν Νέμο να πούμε;»
«Και τρίτον –γενικά, σωστά τα λέω;» γελάει ο άντρας.
«Ολόσωστα», τον πληροφορώ.
«Τα παλικάρια που σου κάρφωσαν που μένει η Άλεξ, και μεταξύ μας απορώ γιατί το έκαναν, έχουν ανοιχτό λογαριασμό μαζί της. Στο είπαν αυτό; Από τη φάτσα σου καταλαβαίνω ότι στο είπαν. Θα πάρεις λοιπόν μαζί σου την Αριάδνη και θα την πας στους τύπους για να ξεχρεώσει τα χρωστούμενα της Άλεξ. Πως σου φαίνεται;»
«Βρώμα η δουλειά», λέω απλά.
«Σωστά! Αλλά θα την κάνεις –έχω δίκιο;» χαμογελάει ο άντρας.
«Όχι πριν μάθω πως σε λένε», κοντράρω.
«Κάπτεν Νέμο, όπως ακριβώς το είπες. Δεν χρειάζεται να ξέρεις περισσότερα επειδή…» σκύβει προς το μέρος μου, «εγώ δεν υπάρχω φίλε μου, δεν με είδες ποτέ, ούτε άκουσες τίποτα για μένα. Έτσι δεν είναι;»
«Για να το λες…» σκουντουφλιάζω κάπως.
«Έτσι ακριβώς! Φάε τώρα κάτι, επειδή δεν θέλουμε να φυτέψεις την Αριάδνη μας σε κανένα χαντάκι –άντε μπράβο».
«Φάτα εσύ, να θρέψεις μάγουλο για όταν θα βγεις στην παρανομία», συφιλιάζομαι απότομα και πετάγομαι από το τραπέζι. «Θα σε περιμένω στο σαλόνι», λέω στην Αριάδνη βγαίνοντας.

«Πιάσε με αν μπορείς», αυτό είναι το μόνο που έχεις να μου πεις; Γιατί θα πρέπει να μοιραστώ μόνο τους μπελάδες σου, τι έχεις να απαντήσεις σ΄αυτό ρε μαλακισμένο; Που είσαι τώρα; «Πόσα ποτάμια πρέπει να διασχίσουμε/ πριν μιλήσουμε με το αφεντικό; Ε;/ Κι όλα όσα είχαμε μου φαίνεται ότι τα χάσαμε/ Θα πρέπει στ΄αλήθεια να πληρώσουμε ξανά απ΄την αρχή».

Η Αριάδνη σφίγγεται πάνω μου όσο οδηγώ βιαστικά, ξύνοντας την πλαϊνή μπαριέρα του ήλιου. Παγωμένες ανάσες από τα διαχωριστικά κάγκελα στη λεωφόρο, αυτοκίνητα βρωμερά επειδή μεταφέρουν τις καθημερινές ανθρώπινες έγνοιες, παλιοκατάσταση. Είναι πρωί προς μεσημέρι και απορώ για τον προορισμό μας. Ο ΤΟΞΟΤΗΣ τι ώρα ανοίγει;
«Κρυώνω, τρέμει το σαγόνι μου», παραπονιέται η Αριάδνη.
Πιάνω σε μια άκρη, βγάζω το κράνος μου και της το δίνω.
«Είσαι πολύ ευγενικό παιδί», παρατηρεί.
«Φόρα το ρε αγαπούλα να ξεμπερδεύουμε και άσε τις φιλοφρονήσεις για καμιά νύχτα με μαρτίνια άντερ δε μούνλαιτ», γκρινιάζω.
«Δηλαδή θα υπάρξει τέτοια νύχτα;» χαμογελάει.
«Μόνο μία; Δεκάδες θα υπάρξουν. Αρκεί να βρεις κάποιον που να ξέρει από μαρτίνια».
«Εσύ;»
«Εγώ σιχαίνομαι τα μαρτίνια».
Ξεκινάμε πάλι, φουριόζοι.

Έχω δυο επιλογές. Η μια είναι να περιμένουμε κάποια επαφή στην πλατεία που με στάμπαραν την προηγούμενη φορά και η άλλη να αράξουμε έξω από τον ΤΟΞΟΤΗ. Επιλέγω τον ΤΟΞΟΤΗ. Και, άκου να δεις μάγκα μου, το μαγαζί λειτουργεί κανονικά! Παρκάρω απέξω και της κάνω νόημα να με ακολουθήσει.
«Τι είναι εδώ;» αναρωτιέται.
«Το μέρος που θα με περιμένεις», της εξηγώ.
«Δεν κατάλαβα!»
«Όντως δεν κατάλαβες αν πίστευες ότι θα σε πάω μέχρι την πόρτα τους. Δε σε ξέρω φιλενάδα και με το συμπάθιο κιόλας. Δώσμου τα φράγκα να τους τα πάω κι αυτό είναι όλο».
Με καρφώνει σε σκυλί έτοιμο να μουντάρει.
«Ούτε να το συζητάς!» λέει τελικά.
«Εντάξει τότε», συμφωνώ. «Θέλεις να πιούμε καφέ πριν φύγουμε ή να την κάνουμε κατευθείαν;»
«Δηλαδή;»
«Σε γυρίζω σπίτι σου», της εξηγώ.
Απλώνει το χέρι της και καπακώνει το δικό μου, κοιταζόμαστε περίεργα.
«Πρέπει να με πας στο σπίτι τους», λέει σταθερά.
«Εντάξει, ότι πεις. Να παραγγείλω καφέδες ή θα σε γυρίσω κατευθείαν πίσω;»
«Θα σου πω που είναι η Άλεξ», ψιθυρίζει αργόσυρτα.
Τραβάω το χέρι μου απότομα, σα να με περπάτησε σκορπιός. Αυτό είναι μια κάποια λύση.
«Πρόσεξε τι θα σου πω γιατί βαριέμαι τα ριπίτ. Γνώρισα αυτούς τους τύπους και περάσαμε μια φάση παρέα, γαμιόληδες του κερατά είναι, κοπρίτες που άμα τους κάνεις χειραψία μετά πρέπει να μετρήσεις μήπως σου λείπει κάνα δάχτυλο. Και επειδή ξέρεις τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες καταλαβαίνεις ότι παίζει να είναι επικίνδυνοι αν τη δουν ότι απειλούνται. Θα μπορούσα λοιπόν να μάθω κάτι παραπάνω για την Άλεξ, που μένει, με ποιους μένει, πως λένε το μπαμπά της, ποια είναι τελικά. Και μετά να σε πάω στους μάγκες –δε νομίζω ότι θα σε κόψουν φέτες αλλά ‘ποτέ μη λες ποτέ’. Μάλλον θα τη σκαπουλάρεις και μάλλον θα χρησιμοποιήσεις την πληροφορία για ότι σκατά σχεδιάζετε σε εκείνο το διαμέρισμα-χαρέμι που ζείτε. Κάπως έτσι δεν πάει το παραμύθι; Και στο τέλος θα ζήσουμε εμείς καλά κι αυτοί μπρούμυτα –είμαι μέσα;»
Κουνάει το κεφάλι, ξεκινάει να πει κάτι, την κόβω.
«Μέσα είμαι, μην το ζορίζουμε το ζήτημα. Κι αν ήταν αλλιώς η κατάσταση μπορεί να σε πήγαινα στο σπίτι τους άνευ έξτρα χρέωσης. Αλλά, πρόσεξέ με, έχω κάποια έμφυτη απέχθεια στο χαφιεδιλίκι και μου έκανε άσχημη εντύπωση η προθυμία σου να δώσεις κανονικά την Άλεξ για να πάρεις την πληροφορία που θέλεις. Τι πουτάνα φίλη της είσαι, μου εξηγείς; Και πως το σκέφτηκες ότι θα κάρφωνα κόσμο για να βρω τη γκόμενα που γουστάρω;»
Σωπαίνουμε βιζαβί.

Κοιτάζω τριγύρω, σταμπάρω κάποιο παιδί που είχα δει στο σπίτι του Αργύρη, αλλά κάνω τον άσχετο. Τζάμπα η προσποίηση, καθότι το παιδί μας πλευρίζει κι αρχίζει τις χαιρετούρες. Η Αριάδνη στριφογυρίζει στην καρέκλα της. Βουτάω το παιδί και πάμε παράμερα.
«Να σου πω –ξέρεις το τηλέφωνο του Αργύρη;»
Κουνάει το κεφάλι.
«Πάμε να του ρίξεις ένα τηλεφώνημα, θέλω να τον ρωτήσω».
Το παιδί δέχεται χωρίς τσιριμόνιες. Μπαίνουμε πίσω από τη μπάρα, σχηματίζει κάποιο νούμερο, περιμένει στο ακουστικό, μουρμουρίζει. Μετά το δίνει σε μένα.
«Έλα ρε δικέ μου! Πως απ΄τα μέρη μας;» ακούγεται στην άλλη άκρη πρόσχαρος ο Αργύρης.
«Σας πεθύμησα», λέω. «Αλλά το θέμα είναι ότι κυκλοφορώ με ένα γκομενάκι που γουστάρει να σας κάνει βίζιτα. Τι σου λέει αυτό;»
«Τι να μου πει; Αν είναι μπάνικη –κράτα τη για πάρτη σου. Είναι η Σόνια στα πέριξ και δε με παίρνει για ξενοπήδημα», ακούω ένα γδούπο στη μέση της φράσης του, προφανώς η Σόνια εξέφρασε άγαρμπα την άποψή της. Μαξιλάρι ή τηγάνι; Μάλλον το πρώτο.
«Λέει ότι θέλει να σας ξεχρεώσει για την Άλεξ…» συνεχίζω.
Η άλλη άκρη του σύρματος νεκρώνει στιγμιαία.
«Περίμενε λίγο», απαντάει ο Αργύρης σκεπτικός ακόμα.
Περιμένω. Η Αριάδνη με κοιτάζει, χαμογελάω γοητευτικά, μου κάνει ένα κωλοδάχτυλο σούπερ –τι ωραίο ζεύγος που δείχνουμε!
«Άκου μάγκα μου. Μπορείς να κάνεις ότι γουστάρεις, αλλά αν φέρεις τη γκόμενα σπίτι θα σε γδάρω ζωντανό. Ξηγηθήκαμε;»
«Άραξε δικέ μου, δεν επρόκειτο να τη φέρω σπίτι σου έτσι κι αλλιώς. Γι΄αυτό σου τηλεφώνησα, τι με πέρασες δηλαδή;»
«Εντάξει, απλά προειδοποιώ».
«Να μην το ξανακάνεις σε μένα γιατί καμιά φορά περνάω κρίσεις παράνοιας και τη βλέπω Τζέικ Λα Μότα, με νιώθεις;»
Ξεκαρδίζεται.
«Ότι πεις», λέει στο τέλος.
«Με τα φράγκα τι να κάνω;»
«Πάρτης τα και φέρτα μας».
«Κι αν δεν τα δίνει;»
«Πολύ αργά μωρό μου. Έχεις δέκα λεπτά να έρθεις σπίτι μου, μόνος και φορτωμένος. Αλλιώς μπουκάρουμε εμείς και σας ξεσκίζουμε».
Κατεβάζω το ακουστικό σκεπτικός. Πάω κοντά της.
«Πρέπει να μου δώσεις τα φράγκα», της εξηγώ.
«Ούτε να το συζητάς!» διαμαρτύρεται.
«Η άλλη επιλογή είναι να πλακώσουν εδώ και να τα πάρουν με το ζόρι».
Καρφώνει τα νύχια στο ξύλινο τραπέζι.
«Να φύγουμε τότε!» μουρμουρίζει.
«Πολύ αργά. Ξέρουν την περιοχή καλύτερα από την κωλοτρυπίδα τους. Θα μας μαγκώσουν πριν προλάβουμε να ξεμυτίσουμε».
Σκέφτεται ή προσπαθεί να κυριαρχήσει στον φόβο της. Τα πράγματα έχουν στραβώσει και ψάχνει να βρει το μικρότερο κακό.
«Μην κουράζεις το κεφάλι σου. Έτσι κι αλλιώς θα τα πάρουν τα φράγκα, δώστα τώρα και γλιτώνουμε τις φασαρίες», της λέω.
«Με έφερες εδώ για να με πουλήσεις!» κλαψουρίζει.
«Είδες τι κάθαρμα που είμαι;» κοροϊδεύω.
Βάζει το χέρι στην τσάντα της και τραβάει ένα πακετάκι αφράτο.
«Πάρτα και βάλτα στον κώλο σου!» σφυρίζει.
«Καλή ιδέα, αλλά φοβάμαι ότι μετά θα με αναγκάσουν να τα μπουγαδιάσω», απαντάω, κρύβοντας το πακετάκι. «Εσύ παράγγειλε ότι γουστάρεις, όλα κερασμένα –πήγαινε και μέχρι το περίπτερο απέναντι να αγοράσεις κανένα περιοδικό, αλλά μη φύγεις, εντάξει;»
Με κοιτάζει άγρια. Σηκώνομαι, την αγκαλιάζω και πλησιάζω το στόμα μου στο αυτί της.
«Σοβαρά τώρα, μην κάνεις τίποτα βλακείες και προσπαθήσεις να φύγεις. Επειδή -βλέπεις το παιδί που μίλαγα πριν; Σε λίγο θα έχει παρέα, δυο, τρεις ακόμα –δεν ξέρω. Αν πας να την κοπανήσεις θα σε βουτήξουν».
Τινάζεται νευρικά, της σκάω ένα φιλί στο λαιμό και φεύγω. Νιώθω πολύ Κορλεόνε σήμερα!

Η εξώπορτα ανοίγει πριν προλάβω να πατήσω το κουδούνι, κοιτάζω τριγύρω –ερημιά. Ανεβαίνω. Στην πόρτα με περιμένει ο Μανώλης.
«Τι έγινε παιχταρά; Έφερες το κοκό μας;» γελάει.
«Δε ντρέπεσαι -μεγάλο παιδί να ψάχνεις ακόμα για κοκό!» τον περνάω πλάγια.
Ο Αργύρης με περιμένει πιο μέσα, το σπίτι δεν είναι σήμερα κέντρο διερχομένων.
«Μου ‘λειψες μπαγάσα!» λέει.
«Εντάξει, αλλά δεν φιλάω στο στόμα –μην το ξεχνάς αυτό», απαντάω όσο κάθομαι απέναντί του.
«Έφερες το μαλλί;» σοβαρεύει απότομα.
«Ναι, αλλά πιο πριν θα παίξουμε τον Φωτεινό Παντογνώστη», του εξηγώ.
«Ποιος το λέει αυτό;» ενδιαφέρεται να μάθει.
«Ο Κομφούκιος, σελίδα τρακόσα είκοσι και εφ΄εξής», απαντάω.
«Κάνε παιχνίδι», χαμογελάει ξαπλώνοντας στον καναπέ του.
«Με έβαλες να κάνω το λαγό για να ξετρυπώσεις την Άλεξ;» ρωτάω.
«Μάγος είσαι;» ξεκαρδίζεται.
«Κάπως πούστικο το κόβω αυτό».
«Παλιοζωή, παλιόκοσμος, φίλε μου», μουρμουρίζει.
«Παρακάτω λοιπόν. Τι ρόλο βαράει η παρέα της Άλεξ;»
«Εσύ τι κατάλαβες;»
«Οτι ρωτάω, απαντάς, πληρώνω. Έχω δίκιο;»
Γελάει.
«Δεν ξέρω τι ακριβώς γίνεται μ’ αυτούς. Η δικιά σου έσκασε από το πουθενά και άρχισε να ψωνίζει πάνω από γραμμάριο πληρώνοντας ντούκου. Ψυλλιαστήκαμε ότι η παρέα της το κόβει και πουλάει, αλλά όσο κι αν ψάξαμε δεν μπορέσαμε να βρούμε ποιοι αγοράζουν. Το αφήσαμε λοιπόν, στ΄αρχίδια μας, αφού δεν έπαιρνε από τη δική μας πελατεία. Μετά σφίξανε κάπως τα γάλατα, επειδή η δικιά σου εμφανίστηκε με έναν μουράτο και ζητάγανε διάφορα κουλά. Κόκα, χάπια, τριπάκια, κουμπούρια –της Παναγιάς τα μάτια! Φοβηθήκαμε ότι παίζει κάρφωμα και το γυρίσαμε στο τσάμικο. Μέχρι που νέκρωσε η αγορά λόγω σταλίας και αναγκαστήκαμε να τους πουλήσουμε ότι είχαμε και δεν είχαμε, μπας και σταθούμε. Τελικά δεν έπαιξε κάρφωμα από πλευράς τους αλλά μας έκαναν μια ζόρικη τραβηχτική, η γκόμενά σου δηλαδή το έκανε –πήρε ότι απόθεμα είχαμε, πετάχτηκε μέχρι εδώ παρακάτω να φέρει τα χρήματα και μην την είδατε! Εντάξει, κάποια στιγμή πλημμύρισε η πιάτσα στο σταφ, αγοράσαμε επί πιστώσει, περιορίσαμε τη ζημιά, αλλά…»
«Η ζημιά είναι πάντα ζημιά», συμπληρώνω.
«Έτσι ακριβώς», συμφωνεί.
«Ερχόταν εδώ να ψωνίσει η Άλεξ;»
Με κοιτάζει.
«Είσαι τόσο μαλάκας; Αν ερχόταν εδώ λες να ψάχνανε τώρα να βρουν το σπίτι μας οι δικοί της;»
«Σωστός. Και μετά εμφανίστηκα εγώ ο μαλάκας και σας έκατσα λουκούμι».
«Λάθος. Δεν έκατσες λουκούμι σε μας, αλλά στη γκόμενά σου. Γιατί αν δεν ερχόσουν με τα φράγκα θα τη γαμούσαμε κανονικά την επόμενη φορά που θα έπεφτε πάνω μας. Και ξέρεις ότι ο κόσμος είναι πολύ μικρός για τα πρεζάκια».
«Εντάξει. Σου δίνω τα φράγκα και καθαρίζω την Άλεξ. Μιλάω καλά;»
Με κοιτάζει.
«Μου δίνεις τα φράγκα, κάνεις μια δουλίτσα για πάρτη μου και ΤΟΤΕ καθαρίζεις για την Άλεξ».
Φορτώνω.
«Τι λες ρε φίλε; Μήπως να σου πάρω και μια πίπα δώρο –πως την έχεις δει έτσι;»
«Την έχω δει και καλά –κόψε τα νάζια αδερφάκι μου! Λιμαδούρα έχεις στο χέρι αυτή τη στιγμή, κάτι φραγκοδίφραγκα που μπορώ να στα πάρω και με το ζόρι. Νομίζεις ότι σε παίρνει να παζαρεύεις;»
Σηκώνομαι και στήνομαι απέναντί του. Γενικά είμαι χέστης, αλλά όταν τρώω στραβή από φίλο τα παίρνω άσχημα. Θα μου πεις –φίλος σου ο Αργύρης ο πρεζέμπορας; Ναι ρε μάγκα –φίλος μου, τι γουστάρεις; Στέκομαι λοιπόν και τον κοιτάζω έτοιμος να μουντάρω, μετράω το δωμάτιο, υπολογίζω πόσο θα πάρει στο Μανώλη να μου χωθεί … τέτοια πράγματα.
«Κάτσε κάτω γαμώ το ξεροκέφαλό σου μέσα!» φωνάζει ο Αργύρης.
Σφίγγω τα χέρια μου υπολογίζοντας ακόμα. Κάπου πίσω μου ακούω κίνηση, ο Μανώλης ή η Σόνια; Δε με νοιάζει.
«Κάτσε κάτω ρε πούστη κι άκουσέ με!» σπάει η φωνή του Αργύρη. «Μου δίνεις τα φράγκα, κάνεις και τη δουλίτσα κι εγώ σου δίνω τη γκόμενά σου πακέτο. Συστημένη κι απείραχτη σα μπιμπελό! Είσαι μέσα;»
Κάθομαι τελικά.
«Πάρτο πάλι απ΄την αρχή γιατί δε σε πιάνω. Ξέρεις που είναι η Άλεξ;» σκοτεινιάζω.
«Δεν ξέρω για τώρα που μιλάμε αλλά θα το μάθω πανεύκολα. Πέντε-έξη άκρες υπάρχουν στην πιάτσα, θα τραβήξω τα σύρματα να με ειδοποιήσουν επί τη εμφανίσει. Στέλνω το Μανώλη, τη μαζεύει, της κοτσάρει μια κόκκινη κορδέλα και στην παραδίδει κατ’ οίκον να πούμε!»
Αυτό με την κόκκινη κορδέλα μου έδεσε κόμπο το στομάχι αλλά δεν έδειξα τίποτα απέξω.
«Λοιπόν, σουμάρω για να τελειώνουμε», τον κοιτάζω στα ίσα, δεν έχουμε χρόνο για πουστριλίκια πλέον. «Σου δίνω τα φράγκα, σου κάνω τη δουλειά και εσύ με ειδοποιείς όταν σταμπάρετε την Άλεξ, με ειδοποιείς παλιο-μαλάκα, δεν την πλησιάζεις –κατάλαβες;»
Κουνάει το κεφάλι.
«Και πριν βγω από ‘δω μέσα μού δίνεις τα φράγκα που μού σουφρώσατε την προηγούμενη φορά», συνεχίζω.
Σηκώνει τα χέρια ψηλά γελώντας.
«Τι λες τώρα ρε δικέ μου; Τι ξέρω εγώ για τα φράγκα σου και ποιος στα σούφρωσε; Άντε βρέστον και πάρτα!»
«Μαλακίζεσαι τώρα, αλλά θα κάνω το κορόιδο. Να θυμάσαι όμως ότι μου χρωστάς μία, γιατί εγώ δεν σε έκλεψα».
Χαμογελάει, με κοιτάζει κάπως φιλικά.
«Το ξέρω αυτό ρε βλάμη, μη με έχεις για τελείως σκάρτο. Κι επειδή το ξέρω δε σε γάμησα προηγουμένως ενώ θα μπορούσα. Τι νόμισες ότι με τρόμαξες που στήθηκες μπροστά μου σαν κοκοράκι; Έχε χάρη που σε θεωρώ δικό μου άτομο, αλλιώς…»
«Αλλιώς κι αλλιώτικα, χέστα ρε Αργύρη. Και άντε να ξεμπερδεύουμε επειδή περιμένει το γκομενάκι στον ΤΟΞΟΤΗ –δεν έχω όρεξη να της πιάσει τον κώλο κανένας δικός σου».
Γελάει, δε μασάει τη δικαιολογία μου αλλά δεν το ψάχνει κιόλας. Επειδή καταλαβαίνει ότι βιάζομαι λόγω στραβώματος και δεν θέλει να το ζορίσει άλλο.

«Τους τα ΄δωσες;»
«Μα, γι΄αυτό δεν είχα πάει;»
«Μας έκανες μεγάλη ζημιά!»
«Θέλεις να μου εξηγήσεις ποιοι είσαστε εσείς οι ‘μας’;»
Κοιτάζει νευριασμένη προς το βάθος του μαγαζιού –κλειδώνει κανονικά.
«Κοίτα, δε γουστάρω να τσακωνόμαστε –φίλοι της Άλεξ είσαστε στο κάτω-κάτω. Αλλά ρε φιλενάδα για πολύ μαλάκα με περάσατε –νομίζω;»
Γυρνάει προς το μέρος μου, πάει να πει κάτι, μετανιώνει.
«Δεν έχει σημασία», λέει τελικά. «Μπορείς να με πας κάπου κεντρικά;»
«Θα σε πάω σπίτι σου κανονικά», μουρμουρίζω.
Κι αυτό μου μοιάζει τεράστια βλακεία, επειδή είμαι φορτωμένος από τον Αργύρη, καλά θα κάνω να κυκλοφορώ μέσα από τους υπονόμους μέχρι ν’ αδειάσω. ‘Έτσι λοιπόν
παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής σα ζευγαράκι σε προσωρινή κρίση. Βασικά έχω κάποιο άγχος για πάρτη της επειδή μπορεί να είναι εντελώς κουφάλα αυτή η Αριάδνη αλλά την τσάκισα κανονικά εκεί στα δυτικά. Δεν θέλω να την κάνει νταντά ο μυστήριος όταν γυρίσει σπίτι, άσε που έχει αρχίσει να μου τη δίνει ο τύπος. Πως το παίζει δηλαδή; Ο μεγάλος παράνομος και στρωθείτε να σας πηδήξω όσο κρύβομαι από το κατεστημένο; Σκέφτομαι την Άλεξ να γελάει στην αγκαλιά του, ένας ταρίφας στρίβει απότομα όσο παλεύω να διώξω την εικόνα από το μυαλό μου, το τιμόνι διπλώνει, μπαλαντζάρουμε μονόπαντα μέχρι να ισιώσει πάλι η μηχανή.
«Είσαι βλαμμένος;» τσιρίζει η Αριάδνη πίσω μου.
«Κόφτο μην την πληρώσεις εσύ για όλους», σφίγγω τα δόντια.

«Τι έκανες ρε καργιόλη; Με τα φράγκα μας έπαιξες; Θα σου πετάξω τα μάτια έξω κι εσένα κι αυτηνής της ηλίθιας!!»
Τον κοιτάζω όσο τσιρίζει, δεν δείχνει τόσο κουλ τώρα, ούτε τόσο Γκοντάρ -ένας τελειωμένος τριαντάρης που νομίζει ακόμα οτι αλλάζει τον κόσμο. Κρατιέμαι με το ζόρι μη γελάσω, ίσως θα ήταν καλύτερα να του μουντάρω επιτόπου. Καλύτερα γι΄αυτόν.
«Μίλα ρε πούστη, τι κοιτάς;» κολλάει τη φάτσα του στη δικιά μου.
Σάλια πετάγονται, αηδιάζω.
«Κάνε πίσω γαμώτο! Και μην τσιρίζεις σα γεροντοκόρη, τι ήθελες να γίνει δηλαδή; Να τους πάω την Αριάδνη πεσκέσι; Αφού έχετε καρφωθεί ρε τρίχα! Σας έχουν πάρει χαμπάρι και περιμένουν, αν είχες αρχίδια θα ερχόσουν εσύ μαζί μου, δεν θα έστελνες το κοριτσάκι για δωρεάν ξεκοίλιασμα! Μπήκες;»
Με κοιτάζει αμίλητος. Η Άντζυ πίσω του ψάχνει δήθεν το κραγιόν της μέσα στο συρτάρι με τα μαχαιροπήρουνα. Η Αριάδνη έχει βάλει το κεφάλι ανάμεσα στις παλάμες και αναπνέει βαριά.
«Φύγε τώρα, κοπάνα την», μουρμουρίζει ο άντρας απέναντί μου.
«Θα φύγω. Αλλά να ξέρεις οτι θα σε περιμένω στη γωνία. Για πάρτη σου έπαιξε το κεφάλι της η Άλεξ -κυκλοφορεί ακόμα εκεί έξω ακάλυπτη κι εσένα στον πούτσο σου.
Επειδή τώρα τυγχάνεις μεγάλη ατομάρα έστειλες την Αριάδνη να παίξει κι αυτή το κεφάλι της. Ποιος είσαι ρε μάγκα; Ο γαμάω και δεν πληρώνω;»

Αποφεύγω να τον κοιτάξω όσο πηγαίνω προς την πόρτα. Βγαίνω βαρύς σα μελλοθάνατος γιατί κάτι χοντρό έχω φτιάξει εκεί πίσω. Κάτι μεγαλύτερο από τα κουμάντα μου, αλλά δεν είναι μόνο από αυτό το βάρος. Κατεβαίνω τις σκάλες, μια πέτρα δεμένη με τριχιά στο λαιμό μου με οδηγεί.

15 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Sotiris είπε...

Respect για τη σκηνή που ο ήρωας μπαίνει στο δωμάτιο της Άλεξ. Είχε την κατάλληλη δοσολογία θύμησης, παρακμής και ελπίδας. Πολύ καλή, μπράβο.

Και respect ξανά γιατί προχώρησες το μυθικό της υπόθεσης.

Μα τι ωραία που τα γράφεις βρε συ !!!!

The Motorcycle boy είπε...

Αλήθεια σου άρεσε η σκηνή του δωματίου; Γιατί εγώ είχα την αίσθηση οτι ήταν εντελώς για πέταμα. Αλήθεια!

Πάντως μην ψήνεσαι -όλοι μπορούν να γράψουν μια χαρά αν στρώσουν τον κώλο τους (μέσα, έξω).

Ανώνυμος είπε...

katse re sy uperopti-metriofrwn motorcycle....
thes na mas mas peis dld oti to strwsimo tou kwlou mesa - exw einai paneukolo?
paradeksou mia fora oti grafeis kala xwris tis upoloipes fantasiwseis, apaithseis klp
h xara ths uperoxhs einai spoudaio pragma....h uperoxh apo monh tis xwris paradoxi einai uperopsia.....apo tin alli an den to katalabaineis apo monos sou enw sto lene tosoi kai enw to kses ki esu tote prepei na to koitakseis se psuxiatro....
diafretika (ase me emena stin akri) prepei na pane oi upoloipoi pou se pisteuoun ki esu tous upentumizeis poso anikanoi einai na grafoun kala.
pes ena euxaristw mia fora kai deksu to.....den se eipan kai kalo anthrwpo....kala grafeis eipan.....
wxou!

The Motorcycle boy είπε...

Κάθομαι λοιπόν ο υπερόπτης-μετριόφρων. Κι όπως κάθομαι θα σου πω ένα πράγμα: πολλά από αυτά που γράφω δεν μου γεμίζουν το μάτι, αλλά σε κάποιους αρέσουν. Κάποιες άλλες φορές γράφω πράγματα που τα θεωρώ καταπληκτικά αλλά δεν κάνουν σε κανέναν εντύπωση! Τι να γίνει δηλαδή; Να αλλάξω τα γούστα μου; Ή να πηγαίνω σε ψυχίατρο κάθε φορά που μου αρέσει κάτι διαφορετικό από τον διπλανό μου;
Έχω βαρεθεί να γράφω οτι ευχαριστώ πολύ όποιον μπαίνει εδώ μέσα και διαβάζει τα σεντόνια μου και θαυμάζω το κουράγιο του επειδή εγώ δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο. Θες τίποτα άλλο;

Επειδή, αν δεν θες, να σου υπενθυμίζω οτι δεν έχω παραγγείλει νταβατζή στα γούστα μου το τελευταίο διάστημα.
Άντε παραδίπλα λοιπόν.

Ανώνυμος είπε...

You should add two more tags to this story, methinks, saying "expect the unexpected" and "less is more". Because that's exactly what this part is demonstrating.

p.s. writing style wise, σου βγάζω το καπέλο που καταφέρνεις για μια ακόμη φορά ένα ολόκληρο κείμενο σε ενεστώτα. seriously, it's no easy task.

The Motorcycle boy είπε...

Μου χει γαμήσει κανονικά τα πρέκια ο ενεστώτας, αλλά μετά από κοντά 200 σελίδες δεν παίζει να τον αλλάξω. Και το πρόβλημα χειροτερεύει γιατί είχα την ηλίθια ιδέα, κάποιους σημαντικούς διαλόγους ή στιγμές να τα κάνω σε αόριστο για να ξεχωρίζουν. Χέστα.

Πήρες το μέιλ μου; Κινήθηκες αναλόγως;

Ανώνυμος είπε...

Τι δουλειά κάνει ο ενεστώτας τέλος πάντων... στάλεγα εγώ, δε στάλεγα; και δε μ' άκουγες...

samson rakas είπε...

πάντως κάτι πηγαίνει λάθος με την αλεξ. θα υπάρξει αιφνιδιασμός, δε μου το βγάζεις απο το μυαλό.

Ανώνυμος είπε...

Αμέ. Τα πάντα και λίγο ακόμα. Fingers crossed τώρα!

The Motorcycle boy είπε...

Ναι, κάνει δουλειά ο ενεστώτας -παλιοδουλειά για την ακρίβεια.

Ρακά φίλε μου, δεν υπάρχει μεγαλύτερος αιφνιδιασμός από την πραγματικότητα.

Μινεζότα, εμείς εδώ πέρα λέμε πλέον "τα πάντα όλα". Τσέκαρε βιντεάκια Μητσικώστα-Αλέφαντου, για να καταλάβεις.

Ανώνυμος είπε...

ΥΠΕΡΟΧΟ ΡΕ!!!
Μη σου πω το καλύτερο μεχρι τώρα
το κάθε του κομμάτι κ αυτό στο δωμάτιο που σου είπε κάποιος δεν τα διάβασα όλα τα σχόλια αλλά συμφωνω κ γι αυτό
"tote prepei na to koitakseis se psuxiatro...."
αν νομίζεις ότι έστω κ μια τελεία ήταν για πεταμα

Ανώνυμος είπε...

Είναι όλο από την αρχη καταπληκτικό
όπως ξεκινάει η ιστορία!!!
παρόλο που δεν ξέρω κανέναν απ αυτόυς που αναφέρεις από βιβλιά ή κινηματογράφο
αλλά η αρχη του είναι τρομερή
κ όλα οπως σου είπα ούτε μια τελεια δεν είναι για πέταμα

Υ.Γ. το "Πούσερ, το βήμα της Αλεπούς" καλό βιβλίο (ή το λεει ειρωνικα ο ηρωας)

The Motorcycle boy είπε...

Θα το κοιτάξω σίγουρα σε ψυχίατρο -ειδικά αν είναι γυναίκα η ψυχίατρος θα με βοηθήσει αυτό να αισθανθώ πιο άνετα, να χαλαρώσω χαχαχα.

"Τα τοπία της Φιλομήλας" του Ταμβακάκη είναι μάλλον ένα από τα αριστουργήματα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Το "Πούσερ" είναι ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΟ βιβλίο, αν μάλιστα βλέπεις ειδήσεις στην ΝΕΤ μπορεί να δεις καμιά φορά και τον συγγραφέα του. Δεν σου συνιστώ όμως να το διαβάσεις -επειδή ξέρω οτι χαλιέσαι εύκολα.

Ανώνυμος είπε...

Ναι, αυτό "τοπία της Φιλομήλας το έχω σημειώσει στο μπλοκάκι μου

αν κ έχω 1 φόβο με σένα όταν προτείνεις βιβλία, λέω Ωχ κομμάτια θα γίνω

ευτυχώς του Ν.Ν. μπορεί να με κανε κομμάτια, αλλά ωραία κομματια
ξέρεις ακόμα μου ρχονται εικόνες κ κομμάτια από το βιβλίο του κ τι περιεργο θυμάμαι κ το τέλος
πολύ σπάνια θυμάμαι το τέλος ενος βιβλίου ή ταινίας

τελικά ρε συ το 2ο βιντεάκι από ποια ταινία είναι;

The Motorcycle boy είπε...

Τα Τοπία θα σε κάνουν κομμάτια -εγγυημένο αυτό. Τη σκηνή τέλους του Μοντεζούμα τη θυμάσαι γιατί είναι ανεξίτηλη, σκηνή-τατουάζ.

Στο άλλο σου ερώτημα δεν απαντώ -είσαι ακόμα σε λάθος κείμενο.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι