Προηγούμενα:
1ο μέρος: Στο ξέφωτο βαδίζοντας προς την κλειστή πόρτα
2ο μέρος: "Ποτέ ξανά" έγραφε η πόρτα που δεν ήταν εκεί
13. Οι αποφάσεις που μας πήραν
14. Δωμάτιο μονοθέσιο
15. "96 δάκρυα σε 96 μάτια"
16. Ότι πας να κρατήσεις (γλιστράει μακριά)
17. Ναυαγοί σε παγωμένα κρεβάτια
18. Με τον διάβολο κρυμμένο στο τζάκετ
Κοίτα πως έχει η φτιάξη. Υπάρχουν οι έμποροι, οι πούσερς και τα ντηλέρια –αυτή είναι χοντρικά η μπίζνα της ντρόγκας. Φέρνουν οι έμποροι το πράμα από τις Ευρώπες συνήθως, μερικοί ψαγμένοι ψωνίζουν από Ασία, Αμερική … ξέρω ‘γω. Το κόβουν και το δίνουν στους πούσερς. Αυτοί το ξανακόβουν και το δίνουν στα ντηλεράκια. Που το ξαναματακόβουν και το δίνουν στους χρήστες –βγάλε άκρη δηλαδή, που από το πολύ κόψιμο ξεκινάει λευκή η σκόνη και καταλήγει καφετιά σαν τον Παπαγάλο Λουμίδη. Έχω ακούσει μάλιστα για κάποιον τύπο που έσπρωχνε, ένα φεγγάρι, κανονικό καφέ Παπαγάλος Λουμίδη χωρίς ίχνος πρέζας –και οι άρρωστοι αγοράζανε. Άσε που την ακούγανε κιόλας –γίνονταν φουλ!
Το τι φτάνει στον τελικό χρήστη είναι πονεμένη ιστορία αδερφάκι μου, επειδή αν θες να ξέρεις, η πρέζα κόβεται σε πρώτη φάση με στρυχνίνη. Μιλάμε τώρα για το καλό πράμα, την «καθαρή» σε εισαγωγικά –έτσι; Κοντά 20 στα εκατό στρυχνίνη κι αυτό κυκλοφορεί χέρι-χέρι, αλλά μην ψαρώνεις –δεν είναι επικίνδυνο. Επειδή πέφτει τόση νοθεία στα επόμενα στάδια που από τον αρχικό κουραμπιέ μόνο κάτι λίγη ζάχαρη άχνη φτάνει τελικά στη σύριγγα. Τώρα, υπάρχουν και κάποιοι αρχίδηδες που κόβουν το μίγμα με τσιμεντόσκονη –αυτό είναι σκέτος θάνατος άμα μπει στις φλέβες.
Τέλος πάντων, στην ιεραρχία που σου είπα, ο Αργύρης σουλατσάρει κάπου στη μέση. Μετά τον πούσερ και πριν το ντήλερ. Αξιοπρεπής κατάταξη, ούτε ζητιανεύει για την αρρώστια του, ούτε σκοτώνει κόσμο εκ του μακρόθεν όσο αυτός καπνίζει τα πούρα του δίπλα στην πισίνα. Σε ταινία το έχω δει το τελευταίο, όχι ότι ξέρω προσωπικά κανέναν μεγαλέμπορο –να συνεννοούμαστε, έτσι; Όμως η μοίρα του ψιλικατζή είναι να μπλέκεται σε καταστάσεις μπόσικες, ιστορίες υψηλού ρίσκου –κι ο Αργύρης -είπαμε. Ψιλικατζής πολυτελείας.
Τι κάνει ο καλός σου όταν ανεβαίνει το ρίσκο; Μετατόπιση προς τα κάτω –αυτό κάνει. Βάζει κανένα αρρωστάκι να τακτοποιήσει τη δουλειά για πάρτη του κι όταν ξεμείνει από τέτοιους πετυχαίνει τίποτα φτωχοδιάβολους σαν τα μούτρα μου και τους ζεύει στο μαγκανοπήγαδο. Κανονικά και με το νόμο.
Κουμπώνω το φερμουάρ του τζάκετ, στη μέση τσέπη καίει ένα σακουλάκι κόκα πανάκριβο -κι αυτό δεν είναι το μόνο πρόβλημα. Επειδή στη ζώνη του τζιν έχω περάσει ένα κουμπούρι τρομακτικό και δυο γεμιστήρες στις εξωτερικές τσέπες μου, τρέμω όσο κουδουνίζουν, περπατάω κάτασπρος σα χασές. Πρέπει να περάσω ολόκληρη μέρα στην κόλαση μέχρι να πέσει η νύχτα και να τα ξεφορτωθώ. Γάμησέ τα.
Τι σκατά άνθρωποι είναι αυτοί που θα τα παραδώσω; Ποιος πούστης αγοράζει κόκες και όπλα μαζί; Νυχτόβιοι αποκλείεται γιατί εκείνοι έχουν τις δικές τους άκρες -τι άκρες δηλαδή; Από την πηγή ψωνίζουν κατευθείαν, σιγά μη μπλέξουν με κοπρίτες σαν και του λόγου μου. Μάλλον τίποτα μαλακισμένα βουτυρόπαιδα –απ΄αυτά που το παίζουν ροκ σταρς με τα λεφτά του εργοστασιάρχη, ανάθεμα την ώρα που τους έσπειρε. Μάλλον τίποτα τέτοιοι θα είναι. Καθότι το γκρέιν στοιχίζει μπόλικα φράγκα όταν πρόκειται για κόκα κι αν πάω να μετρήσω πόσο κάνει αυτό που κουβαλάω θα πάθω ίλιγγο. Δεν είναι ούτε καν μεσημέρι και έχω να σκοτώσω ολόκληρη μέρα, γαμώ την τύχη μου μέσα!
Κόβω από Ακαδημίας στη Σόλωνος, να την πέσω σε κανένα γαλατάδικο κατά Ομόνοια Σκουέαρ Γκάρντεν, επειδή το στομάχι μου έχει τσιτώσει. Από πότε έχω να φάω; Τι τα ψάχνεις; Στο ύψος της Μπενάκη βλέπω τη Φανή να παραγγέλνει τυρόπιτες μαζί με τον Κώστα από το βιβλιοπωλείο, φρενάρω απότομα αλλά ξυπνάω εξίσου. Δε με παίρνει για ρεβεράντζες –εντάξει, ένα γεια θα ήθελα να το ρίξω στον Κώστα, να μάθω και για τα καινούργια είδωλα της ελληνικής ποπ (ε ρε γλέντια!) αλλά δεν έχω όρεξη, κουράγιο, αρχίδια πες καλύτερα, να πέσω πάνω στη Φανή. Επειδή έχω το κουσούρι να ξεχνάω το πόσο σκάρτος είναι ο άλλος και να θυμάμαι μόνο τα δικά μου κατορθώματα –έτσι πάει με μένα.
«Παίζει κανένας λουκουμάς;»
«Βεβαίως νεαρέ! Με κανέλα;»
«Άνευ. Με πειράζει στο στομάχι».
«Βεβαίως. Κάτι άλλο;»
«Ένα νες σκέτο».
«Αμέσως. Θέλετε τίποτα άλλο;»
«Βάλε κι ένα χυμό πορτοκάλι να στρώσουμε».
«Έφτασε!»
Παρακολουθώ το γέρικο γκαρσόνι να σέρνει τα πόδια του, τι σκατά αφήνουν τους ανθρώπους να δουλεύουν ακόμα κι όταν σαραβαλιάσουν; Δώστους μια σύνταξη ρε πούστη και πάρε κανέναν πιτσιρίκο –δεν καταλαβαίνεις οτι νταουνιάζει ο πελάτης όταν τον σερβίρουν; Νομίζεις οτι θα αρμέξουν τον καφέ σου από σατινένιο φέρετρο, βλέπεις μετά και το πουκάμισό τους, φαγωμένο στους αγκώνες –σιχαίνεσαι τη ζωή σου. Αλλά εσύ εκεί, να το βασανίσεις το γεροντάκι, 10 ώρες τη μέρα να οργώνει τα μωσαϊκά, λες και είναι ο κυρ Μέντιος ο κουτεντές γάιδαρος. Διότι λες, άμα μπήκε η αξιότιμος πελατεία, θα στρογγυλοκαθίσει και θα περιδρομιάσει –που να τρέχει γι΄αλλού; Πατάς στην τεμπελιά μας και γαμάς το γεροντάκι, δηλαδή στην τελική εμείς το γαμάμε το γεροντάκι. Οι κοπρίτες.
Ένας δίσκος αδειάζει στο τραπέζι μου, παρακολουθώ τις κινήσεις του γέρου –σκέτη αυτοματοποίηση.
«Δουλεύετε πολλά χρόνια εδώ;»
«Κοντά 40 χρόνια παιδί μου», κουνάει εκείνος τη φαλάκρα του.
«Πολύς καιρός! Θα είναι πολύ ευχαριστημένο το αφεντικό για να σας κρατάει!»
«Ποιο αφεντικό; Δικό μου είναι το μαγαζί. Κληρονομιά από τον πατέρα μου!»
Καταπίνω κάτι καντήλια που μυρμηγκιάζουν τη γλώσσα μου, να θυμηθώ να μην ξαναπεράσω ούτε νεκρός από το κατώφλι αυτού του μαγαζιού –άκου ο σκατόγερος! Κοντεύει να βγει η ψυχή του κι αυτός εδώ! Άντε ρε πουσταράδες, κομμουνισμός που σας χρειάζεται! Να σας πάρουν τα μαγαζιά και να σας κλείσουν στα ιδρύματα, παλιοβρυκόλακες! Βουτάω μια εφημερίδα από το διπλανό τραπέζι για να απομονωθώ.
Δυο είναι τα θέματα που κυριαρχούν. Αναλύσεις περί της αποχώρησης των Ρώσων από το Αφγανιστάν και της περεστρόικα του Μιχαλάκη και αποκαλύψεις για σχέσεις του Κοσκωτά με την κυβέρνηση. Φορτώνω κανονικά, επειδή αν γίνει τίποτα και τον μαγκώσουν το χοντρό να δούμε ποιος θα πληρώνει τους μισθούς των ποδοσφαιριστών στο Θρύλο. Θα μου πεις –και που τους πληρώνει, παίζουν; Περιοδεύων θίασος έχουμε καταντήσει, σε λίγο θα χάνουμε ακόμα και στο δίτερμα της προπόνησης. Αλλά υπάρχει εκείνος ο ψυχάκιας ο Χατζίδης που έχει έρθει τελευταία και παθαίνω πώρωση με την πάρτη του, μέγας ντριπλαδόρος αλλά δεν είναι εκεί το θέμα –η μαγεία είναι στο απρόσμενο –τον βλέπεις να κατεβάζει τη μπάλα και 10 φορές να στοιχηματίσεις, ζήτημα είναι να πετύχεις τη μία αυτό που θα κάνει. Τον κόβεις για πάσα κι εκείνος σουτάρει. Τον ζυγιάζεις για ντρίπλα και πασάρει, χωρίς να κοιτάζει, στην απέναντι πλευρά. Εκτός αν τον έχεις μάθει ας πούμε, αν τον έχεις ψυχολογήσει και λες, τώρα κάνει προσποίηση ο μπινές, το παίζει οτι ψάχνει ελεύθερο συμπαίκτη αλλά θα ντριπλάρει και θα συνεχίσει –λες οτι τον κατάλαβες, το ίδιο λέει κι ο αμυντικός που πέφτει πάνω του, οπότε ο Χατζίδης σα να μην τρέχει τίποτα, βρίσκει όντως ελεύθερο συμπαίκτη και πασάρει. Πανηγύρι ο τύπος, πανηγύρι κανονικό!
Οι λουκουμάδες κάθονται σα μπετόν αρμέ στο στομάχι μου, τι ήθελα και τους παράγγειλα; Πριν πόναγα πεινασμένος τώρα θα πονάω χορτάτος, δεν είναι δουλειά αυτή. Κατεβάζω μονοκοπανιά την πορτοκαλάδα μπας και βιταμινωθώ λιγάκι –ανάβω τσιγάρο. Οι υπόλοιποι πελάτες κοπανάνε μαχαιροπήρουνα πάνω στα κεραμικά πιάτα διακόπτοντας το κονσέρτο για να στριγκλίσουν ελεγχόμενα. Γυναίκες που κατέβηκαν για ψώνια στο κέντρο, συνταξιούχοι που περιμένουν το λεωφορείο για τον Άλλο Κόσμο και κάτι αταίριαστες κυρίες, μεσόκοπες, βαμμένες, στολισμένες για νύχτα. Μου έρχεται να σαχλαμαρίσω με κάποια απ΄αυτές, σκουπίζω την αίθουσα για να διαλέξω, αλλά εντοπίζω μία που ανοίγει το στόμα να μπουκωθεί γαλακτομπούρεκο –δόντια αραιά και μυτερά, σκοτεινό πηγάδι ο οισοφάγος της –ανακατεύομαι. Γυναίκες σαρκοφάγες, αυτό είναι. Θα μείνω κρυμμένος πίσω από την εφημερίδα μέχρι να φύγω.
Πηγαίνω λοιπόν προς το σημείο του ραντεβού, ένα πάρκινγκ ψηλά στην Αραχώβης, θέλω να κόψω κίνηση, να δω τον χώρο τριγύρω. Μποτιλιάρομαι στα στενά από Ντάτσουν λουλουδάδων, παλιατζήδων -ζωοπανήγυρης κανονική. Και τα πεζοδρόμια τίγκα στο σκουπίδι, να μην έχεις από πού ν’ ανεβάσεις τη μηχανή. Βλαστημάω όσο κορνάρω στο μποτιλιάρισμα. Αν με μαγκώσει κανένα σκουπιδιάρικο το βράδυ, την ώρα που θα φεύγω –χέσε μέσα Αποστόλη! Δεν γίνονται έτσι αυτές οι δουλειές.
Ψάχνω λοιπόν μέρος να αφήσω τη μηχανή, το ίδιο θα κάνω και το βράδυ –με τα πόδια είμαι πιο γρήγορος σ΄αυτή την μυρμηγκοφωλιά. Στο παραπίσω στενό, διασταύρωση, εδώ θα παρκάρω. Δυο δρόμους θα έχω μπροστά μου, βάλε και τα ανάποδα, γίνονται τέσσερις οι έξοδοι διαφυγής. Μια χαρά!
Κωλοβαράω στο απέναντι πεζοδρόμιο από το πάρκινγκ -ψάχνω την πιθανότητα να ξεφορτωθώ τα σκατολοϊδια που κουβαλάω, να τα κρύψω κάπου εδώ τριγύρω. Κάδοι απορριμμάτων –αποκλείονται. Σπασμένες πλάκες στο πεζοδρόμιο –δεν χωράει τίποτα από κάτω τους. Σταμπάρω ένα δισκάδικο εναλλακτικό, μπαίνω μέσα για ξεκάρφωμα. Μυρίζει βαρύ καπνό και κλεισούρα, οικεία κατάσταση.
«Θες τίποτα ρε δικέ μου;» ανακλαδίζεται ο μαλλιάς πίσω από την ταμειακή μηχανή στο βάθος.
«Έχεις Ρεντσκίνς;» το παίζω και καλά, να μη με κόψει για περίεργο σουλατσαδόρο.
Ξύνει το κεφάλι του, μισοκλείνει τα μάτια.
«Τι παίζουν αυτοί;» ρωτάει στο τέλος.
«Φανκ πανκ», λέω.
«Τι λε ρε; Γκιράπια με κοκόρι;» χασμουριέται ο μαλλιάς.
«Ε δεν είναι και ξαδέρφια του Ρικ Τζέημς!» διαμαρτύρομαι. «Γιατί δηλαδή, οι Τζαμ σε χαλάγανε μ΄αυτά που παίζανε;»
«Αδερφούλη εδώ μέσα πουλάμε ψυχεδέλεια κυρίως, σπάνια κομμάτια, μπούτλεγκ κι έτσι…»
«Εντάξει ρε μάγκα –δε σου προσβάλαμε την επιχείρηση. Να ρίξω μια ματιά μπας και βρω τίποτα;»
Ανασηκώνει τους ώμους και με ξεχνάει επιτόπου. Πάω στοίχημα ότι θα μπορούσα να κοιμηθώ εδώ μέσα και να ξυπνήσω όταν νυχτώσει με τα ρολά κατεβασμένα. Σκαλίζω τα σκονισμένα ράφια, θολώνει το μάτι μου στα καλειδοσκοπικά εξώφυλλα –λίγο ακόμα και θα βλέπω το μέλλον ανάγλυφο. Κάνω πίσω τρομαγμένος.
«Πότε κλείνει το πάρκινγκ απέναντι αδερφέ;» ρωτάω στο αδιάφορο.
«Γιατί; Είσαι σούρας και ψάχνεις να καπνίσεις;» γελάει.
Κουνάω το κεφάλι κάπως υπονοούμενος. Τι να του πω;
«Πάνε μέχρι αργά», απαντάει.
Ευχαριστώ και ετοιμάζομαι για αποχώρηση.
«Είπα κι εγώ! Άκου Ρεντσκίνς!» μουρμουρίζει ο μαλλιάς.
«Ωραίο γκρουπάκι, δεν κάνω πλάκα», τον διαβεβαιώνω.
«Ντάξει ότι πεις. Ωραίο γκρουπ, άβολο πάρκινγκ!» με χαιρετάει.
«Άτιμος ντουνιάς!» απαντάω.
«Πουτάνα κοινωνία!» ολοκληρώνει αλλά είμαι ήδη έξω.
Το πάρκινγκ είναι σκέτη φάκα, το τυρί μόνο λείπει αλλά θα εμφανιστεί όταν νυχτώσει. Και η Αραχώβης μια χαρά δρόμος! Αρκούν τέσσερα άτομα για να τον μπλοκάρουν πάνω-κάτω, ιδρώνω βρίζοντας τον Αργύρη. Λες να είναι στημένη η δουλειά; Να με μαγκώσουν τίποτα μπασκίνες και να μου φορτώσουν μέχρι και τη δολοφονία του Καποδίστρια; Έτσι που έμπλεξες δικέ μου, σκάσε και κολύμπα τώρα!
Αποφασίζω ότι δε με παίρνει να γυρίσω σπίτι, αν είμαι δοσμένος θα με μαγκώσουν εκεί μέσα και μετά άντε να τους πείσω ότι δεν είμαι ιδιοκτήτης γιάφκας. Πρέπει να γυρίζω μέχρι το βράδυ, όποιος γυρίζει-μυρίζει, έτσι πάει. Αλλά μακριά από την κυκλοφορία, λεπρός κι έτσι –να μην πάρω κι άλλους στο λαιμό μου. Ξεκινάω τη μηχανή και κατηφορίζω προς Πανεπιστημίου και Θεμιστοκλέους, σαν το σκυλί γύρω απ΄το κόκαλο, παρκάρω έξω από το ΤΙΤΑΝΙΑ. Χαζεύω το ταμπλό του σινεμά στο πεζοδρόμιο, παίζει το «Άουτ οφ δε μπλου» -έχω ακούσει γι΄αυτό, αλλά δεν έχει τύχει… Ψάχνω στις τσέπες για ψιλά, το σινεμά λειτουργεί από πρωί σε πρωί, παλιά έπαιζε τσόντες αλλά τώρα φαίνεται το έχουν ρίξει στην ποιότητα. Κουτί μου κάθεται!
Αυτή η ταινία είναι του Ντένις Χόπερ, τι να ‘γινε τόσα χρόνια το άτομο; Είχα ακούσει ότι μετά το «Ίζι Ράιντερ» τον βάλανε μαύρη λίστα, τον τσακίσανε κανονικά σα να λέμε. Κι αυτόν και το άλλο το παλικάρι, το γιο του Χένρι Φόντα –διότι σου λέει, πως πας κύριε και βγάζεις ταινία με Αμερικάνους καράβλαχους που σκοτώνουνε για την πλάκα τους; Τι θες να μας πεις δηλαδή, ότι οι χίππηδες ήτανε αθώοι; Κάτσε τώρα στο μούσκιο να πήξει λίγο το μυαλό σου και όταν γίνεις άνθρωπος τα ξαναλέμε. Σιγά μην έγινε άνθρωπος ο Ντένις! Κάνει έναν μηχανάκια, πρώην φυλακόβιο στην ταινία, που έχει γυναίκα πρεζού και μια κόρη αστέρι σκέτο. Τη λένε Σι Μπι και σουλατσάρει παντού με το κασσετοφωνάκι να παίζει συνεχώς το «Χάρτμπρεικ Χοτέλ». Ωραίο τραγούδι. Η Σι Μπι γουστάρει μονάχα τον Τζόνι Ρότεν, το λέει και το ομότιτλο άσμα «ο βασιλιάς έφυγε αλλά δεν ξεχάστηκε/ αυτή είναι η ιστορία κάποιου Τζόνι Ρότεν», μόνο αυτόν γουστάρει η Σι Μπι –όλους τους υπόλοιπους μεγάλους τους έχει για τον πούτσο. Τη μάνα της που χρειάζεται συνέχεια βοήθεια, τον πατέρα της που αλλού πατάει κι αλλού βρίσκεται… Η Σι Μπι είναι μόνη, τσαντισμένη, μετέωρη, τσαμπουκαλεμένη, δεν τη χωράει η κωλόπολή της, δεν αντέχει τους ανθρώπους. Μέχρι που πετυχαίνει σε ένα κλαμπάκι της φωτιάς, το πανκ γκρουπάκι, Πόιντεντ Στικς. Βρίσκει, που λες, τη χαρά της η Σι Μπι –φωτίζεται το μουτράκι της, έχει κοντό μαλλί σαν της Άλεξ, μόνο που η Σι Μπι το πλακώνει στο ζελέ και το στρώνει πίσω –ροκαμπιλάδικα. Είναι ζόρικη τύπισσα, δικιά μας, φιλαράκι –αλλά δεν είναι όμορφη, δεν τη βλέπεις γκομενικά ας πούμε. Φιλαράκι.
Και στο τέλος της ταινίας δεν γίνεται τίποτα σοβαρό –η Σι Μπι εξακολουθεί να βολοδέρνει, ο Τζόνι Ρότεν έχει φύγει προ πολλού, το γκρουπάκι συνεχίζει την περιοδεία του σε άλλη πόλη, ο Ντένις Χόπερ πίνει μπύρες και μιλάει για παλιές εποχές με νοσταλγία –όλα είναι σκατά.
Ρίχνω το κεφάλι πίσω όσο πέφτουν οι τίτλοι, σκέφτομαι να πάρω κανέναν υπνάκο στην επόμενη προβολή. Κοιτάζω τριγύρω, τέσσερα-πέντε άτομα, περίεργοι, ο ένας τους σίγουρα είναι ματάκιας. Απ΄αυτούς που την πέφτουν στους ολοήμερους σινεμάδες μπας και πετύχουν κανένα ζευγάρι να χαμουρεύεται, αλλιώς τη βγάζουν επιτόπου και την παίζουν στις τολμηρές σκηνές της ταινίας. Αν δω κανέναν να την παίζει με τη Σι Μπι θα τον πλακώσω επιτόπου –ξηγημένα πράγματα. Παίρνω να γλαρώνω σταδιακά.
Με ξυπνάνε οι τρομπέτες της Αποκάλυψης, πετάγομαι, η ταινία ξαναρχίζει, το σήμα της εταιρείας διανομής καλύπτει την οθόνη –πόση ώρα κοιμάμαι; Η κλασσική αγωνία όποιου ξυπνάει σε λάθος μέρος –εύχεται να μην είναι λάθος και η στιγμή. Ξεραμένο το στόμα, σηκώνομαι να πάω μέχρι το κυλικείο του σινεμά, να πιω καμιά κοκακόλα να ξαναποκτήσω σάλιο. Αλλά όταν φτάνω εκεί βλέπω ότι δεν υπάρχει ψυχή –αποφασίζω λοιπόν να την κάνω για έξω. Η Θεμιστοκλέους βρωμάει ψαρίλα, τα μαγαζιά αθλητικών ειδών κλειστά και μόνο κάποιοι ξέμπαρκοι τριγυρίζουν. Κοιτάζω ξανά το ρολόι μου, έχω μια ώρα καιρό. Μέχρι το ραντεβού. Εντάξει λοιπόν, θα πάω να τη στήσω κάπου τριγύρω –το κεφάλι μου πονάει –να κόβω κίνηση, αυτό θα κάνω.
Παρκάρω στο σημείο που έχω διαλέξει, βάζω το πέταλο στην πίσω ρόδα αλλά δεν το κλειδώνω. Για να είμαι έτοιμος αν στραβώσουν τα πράγματα, να την κοπανήσω όσο πιο γρήγορα γίνεται. Και ο αέρας περονιάζει, κουμπώνω το τζάκετ, καταστρώνω σχέδιο κάλυψης της περιοχής –τέτοιες μαλακίες. Περπατάω αδιάφορα ενώ τρέμω σαν γκομενίτσα στο πρώτο ραντεβού. Που πήγα και μπλέχτηκα ο μαλάκας;
«Ρε βρωμοανάρχα για πού το ΄βαλες;»
Κόβω απότομα, από πού ήρθε η φωνή; Κοιτάζω τους τοίχους των πολυκατοικιών –εντοπίζω την πηγή.
«Σε σένα μιλάμε ρε, κάνεις τον κουφό;»
Τρεις είναι. Ξυρισμένα κεφάλια, πράσινα φουσκωμένα μπουφάν –ακουμπάνε στον τοίχο δέκα μέτρα δεξιά μου. Κίνδυνος.
Κάνω το κορόιδο και συνεχίζω να περπατάω. Οι τύποι ξεκολλάνε, ακούω βαριά παπούτσια –με πλευρίζουν.
«Τι έγινε αδερφούλα; Δε μας καταδέχεσαι;» γελάει ο πλαϊνός μου.
«Μίλα ρε μουνί!» φορτώνει ο άλλος καθώς στήνεται μπροστά –να μου κόψει το δρόμο.
Σταματάω με τα χέρια στις τσέπες. Υπολογίζω. Μπλέξαμε.
«Θα σε γαμήσουμε επιτόπου ανάρχα!» με πληροφορεί ο τρίτος της παρέας.
Τώρα φοβάμαι κάπως. Έχω το κουμπούρι στη ζώνη, φτάνει να κάνω δυο βήματα πίσω και να το τραβήξω. Παρακάτω; Μάλλον το όπλο είναι άδειο –αν δεν τους τρομάξω θα μου το αρπάξουν και μετά την πούτσισα. Αλλά και γεμάτο να είναι τι θα γίνει; Είμαι έτοιμος να το χρησιμοποιήσω;
«Τι κοιτάς ρε πούστη;» τσιρίζει ο μπροστινός και μου τραβάει μια κλωτσιά στ΄αρχίδια.
Πόνος. Να πέσω κάτω, να φυλαχτώ.
Οι φασίστες κάνουν κύκλους γύρω μου όσο έχω πάρει κανονικά εμβρυακή στάση –βρίζουν, κλωτσάνε. Οι πρώτες που τρώω είναι ζόρικες, έχω διπλώσει τα χέρια στην κοιλιά να σώσω το πιστόλι. Αν το βρουν θα γαμηθούμε όλοι μας εδώ πέρα. Κανονικά. Τρώω μια γερή στα πλευρά –βογκάω.
«Ζήτω το Τέταρτο Ράιχ ρε μουνί!»
Τρώω ακόμα μια στα μούτρα, κάτι σκίζεται.
«Αίμα, τιμή, Χρυσή Αυγή!»
Τώρα την αρπάζω στ΄αρχίδια –ζαλάδα, όλα κουνιούνται σαν όνειρο, ακόμα μία –τώρα θα έχω καλή δικαιολογία για να μην πηδηχτώ με την Άλεξ, για λίγο καιρό τουλάχιστον, πάω να γελάσω αλλά ο θώρακας μπλοκάρει, πνίγομαι ψάχνοντας ανάσα.
Κάτι λένε, δεν ακούω καλά. Δεν φοβάμαι –ας γαμηθούν όλα εδώ πέρα, και λοιπόν τι έγινε δηλαδή;
Υπολογίζω ότι βαράνε ακατάσχετα πλέον–οι περισσότερες είναι τζούφιες, αλλά τραντάζομαι, λέω να κλείσω τα μάτια, δεν πονάει πια, λέω να σκαντζάρω.
«Παράτα τον, αρκετά!»
«Να δουν οι κωλοανάρχες τι τους περιμένει!»
«Πάρτου τις αρβύλες!»
Απ΄ότι το κόβω τώρα έχει έρθει η ώρα του πλιάτσικου. Περιμένω όσο τραβάνε τα πόδια μου. Φοβάμαι να πάρω ανάσα –το πεζοδρόμιο μυρίζει κάτουρο. Δικό μου; Κανενός σκύλου; Δε βαριέσαι; Όλοι αδέσποτοι είμαστε σ’ αυτή την πόλη. Προσπαθώ ν΄ανοίξω τα μάτια και δεν είναι τόσο δύσκολο τελικά.
Έρχεται τότε ο πανικός –καθυστερημένα. Επειδή είμαι σίγουρος ότι αυτοί είναι κάπου εδώ –τριγύρω. Περιμένουν να συνέλθω για να με τσακίσουν. Με περιμένουν! Δεν πρόλαβα να της εξηγήσω τι σήμαινε για μένα, δεν πρόλαβα να χαιρετήσω τα παιδιά, να τους πω κάποιο φοβερό καλαμπούρι για να με θυμούνται. Και τώρα αυτοί με περιμένουν! Δεν είναι εύκολο να κλάψω –έτσι αρχίζω να τρέμω. Αλλά τίποτα δεν γίνεται. Θα φώναζα ξέρεις, θα τους προκαλούσα, να τελειώνουμε ρε γαμώτο. Αλλά δεν ελέγχω τα σαγόνια μου.
Κοιτάζω τριγύρω σέρνοντας –υπολογίζω ότι χρειάζομαι πάνω από δεκάλεπτο για να το καταφέρω. Ησυχία. Αυτοί έχουν φύγει. Πονάω, αλλά ξέρω ότι μπορώ να τα καταφέρω επειδή είμαι ακόμα ζεστός. Μπορώ να σηκωθώ από το πεζοδρόμιο, μπορώ μέχρι και να περπατήσω, λαχανιάζω πριν ακόμα ξεκινήσω –όλα καλά.
Ξεδιπλώνω τα χέρια πολύ εύκολα –δεν έχω σπάσει τίποτα εκεί. Πιέζω το πεζοδρόμιο με τις παλάμες, μόνο οι ώμοι σηκώνονται, το υπόλοιπο σώμα έχει περαστεί από τη μηχανή του κιμά. Τουλάχιστον μπορώ ν’ ανασαίνω –είναι κάποια πρόοδος.
Έχω βρει τα πατήματά μου πάνω στις ραγισμένες πλάκες του πεζοδρομίου, μετράω, υπολογίζω –κάποτε θα τελειώσει αυτό το μονοπάτι. Έτσι πρέπει. Ευτυχώς ο δρόμος είναι άδειος, δεν έχω την πολυτέλεια να με πατήσει αυτοκίνητο μετά απ΄όλα αυτά. Περνάω. Ακουμπάω σε τοίχους παίρνω φόρα, τι μου ήρθε ν΄αφήσω τη μηχανή τόσο μακριά; Μάλλον σούρνομαι αλλά ελπίζω ότι δεν δείχνω αξιολύπητος. 50 μέτρα ακόμα μέχρι τη γωνία και μετά άλλα τόσα ως το πάρκινγκ. Στρίβω και θολώνουν τα μάτια μου, ποιος πούστης άναψε προβολείς; Κανένας πούστης –οι προβολείς είναι μέσα στο κεφάλι μου, εγώ είμαι ο πούστης. Δέκα βήματα στα τυφλά μέχρι να συνηθίσω, περιοδική όραση –έτσι πρέπει να είναι –μισότυφλος.
Το πάρκινγκ μυρίζει ξεραμένο αίμα, όχι το πάρκινγκ –τέλος πάντων. Τρία παρκαρισμένα, θέλω να πιστεύω ότι τα δύο είναι άδεια. Διαλέγω το πρώτο αριστερά –άδειο. Συνεχίζω στο επόμενο, πριν φτάσω έχει κατέβει το μπροστινό παράθυρο.
«Πολύ σύντομα ξαναβρισκόμαστε», χαμογελάει ο άντρας.
Δίπλα του η Άντζυ, πίσω η Αριάδνη και κάποιος ακόμα –δε βλέπω καλά. Κάποιος μου κάνει χοντρή πλάκα –δεν μπορώ να συγκρατηθώ. Ο θώρακας ανεβοκατεβαίνει σαν αραμπάς, κάνω να γελάσω αλλά νιώθω υγρά τα χείλια μου. Βήχω –υγρά.
«Τι έχεις ρε; Τι έπαθες;»
Κρατιέμαι στο αμάξι, βγάζω το σακουλάκι, μετά τις σφαίρες και το κουμπούρι. Τα ρίχνω με όση δύναμη βρίσκω στα πέριξ –ευτυχώς οι ώμοι μου δουλεύουν ακόμα.
«Δε γαμιέστε ν΄ασπρίσετε όλοι σας!» καταλήγω.
Μετά κάνω σκουπιδιάρικη μεταβολή –μαλάκα Αργύρη σε ξεχρέωσα!
Είμαι άνετος επειδή δεν έχω πουθενά να πάω, ένα χέρι ακουμπάει τον ώμο μου, γυναικείο.
«Έλα μαζί μας να σε πάμε σε γιατρό», μάλλον η Αριάδνη.
Καταφέρνω ακόμα δυο βήματα την ξεφορτώνομαι. Έτσι όπως γίνανε τα πράγματα είμαι ο τελευταίος που χρειάζεται γιατρό –το πιστεύω αυτό.
Περπατάω.
Περπατάω.
Και τότε έρχεται ο πόνος, πολύς, πούστικος –από παντού –από το πουθενά. Πόνος. Χάνω επαφή, περπατάω στο βυθό της μαύρης θάλασσας σα σφουγγαράς.
Κάτι με κρατάει σφιχτά. Μέσα από σπασμένο καθρέφτη ξεχωρίζω, κονκάρδες, πολλές κονκάρδες –Άλφα σε κύκλο και Μπλακ Φλαγκ, δικό μου το άτομο.
«Αδερφέ λέω να την κάνω…» ψιθυρίζω.
Ο άλλος δεν είναι μόνος του, το νιώθω –φωνές, αναστάτωση.
«… από σιγά-σιγά», συμπληρώνω για να τους καθησυχάσω, αλλά βγαίνει σε βογκητό μάλλον.
Και μετά σβήνουν τα μακρινά φώτα στις κολώνες, ανοίγει η άσφαλτος, μαλακώνουν τα χέρια σα να είναι από ζυμάρι.
Κι εγώ κατεβαίνω χωρίς ασανσέρ.
Σινεμά η Αφήγηση
-
Απ’ το πρώτο βιβλίο, *Σπουδή στο κίτρινο* (2018) μέχρι αυτό – δυο συλλογές
διηγημάτων και δυο μυθιστορήματα – παρακολουθώ το έργο του, ακριβέστερα...
Πριν από 2 εβδομάδες
26 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
Διάβασε με το κορίτσι (το μεγάλο) τι δημοσιεύει σήμερα η κ. Ιωάννα στο blog της
(http:// syzosoel.blogspot.com).
Καλό βράδυ!
Το διάβασα. Αλλά ξέρεις πως είναι αυτά -ποτέ δεν θα πείσετε τους κατόχους της απόλυτης αλήθειας. Άλλωστε η αλήθεια είναι ακριβή και στις εποχές της ύφεσης δεν είναι καιρός για σπατάλες -σωστά;
Καλό σας βράδυ και καλό τους ύπνο.
Ποιος ήταν μέσα στο αμάξι μαζί με το τριο κοινόβιο; Ποιοι περιμάζεψαν τον ξυλοδαρμένο ήρωα; Υπάρχει στ' αλήθεια συγκρότημα ονόματι Ρεντσκίνς;
The plot thickens...
Το τέταρτο άτομο του αμαξιού δεν θα το μάθουμε ποτέ. Τον μπλε μαρέν ήρωα περιμάζεψαν περαστικοί πάνκηδες και περνούσαν (ε τι θα έκαναν αφού ήταν περαστικοί;) πέριξ της πλατείας.
Redskins "Neither Washington Nor Moscow" μια από τις καλύτερες μπάντες που έχω ακούσει σε μια από τις καλύτερες δισκάρες όλων των εποχών. Μια τζούρα του δίσκου μπορείς να πάρεις από εδώ:
http://www.viva.gr/Music/album.aspx?album=1010885
Έχε το νου σου μην κάνουν κανένα λάιβ εκεί πάνω -μην το χάσεις. Οι γέρικοι πάνκηδες έχουν το μπιτ.
Έτσι είναι.
Και ευτυχώς που δεν γεννηθήκαμε τετράποδα για να εξαρτάται η σωτηρία μας από βλακόμετρα...
Καλό Σ/Κ!
καλυτερα χωρις ανελκυστηρα
:p
δεν παθαινεις βερτιγκο
Έχεις λιποθυμίσει εσύ ποτέ χωρίς ανεκλυστήρα; Χαχαχα
θα με ενδιέφερε να μάθω πως σου ήρθε να μη βγάλεις το όπλο. γενικά το φινάλε έχει μια γεύση από δικαίωση.
το κατάλαβες ή απλά είναι η ιδέα μου τέτοια;
Όχι εμένα -του ήρωα της ιστορίας, ας πούμε. Λοιπόν είναι αυτό που λέει, "αν δεν είσαι αποφασισμένος να το χρησιμοποιήσεις, το όπλο θα γυρίσει εναντίον σου" κι αυτό το μαθαίνεις αν ποτέ τύχει να μπλεχτείς σε καυγά και να κουβαλάς μαχαίρι. Όχι ο ήρωας -εσύ κι εγώ, έτσι;
Δικαίωση; Δεν ξέρω, ειλικρινά. Είχα άλλα να με απασχολούν στο συγκεκριμένο κομμάτι και δεν πρόλαβα να το σκεδτώ έτσι.
που έμπλεξε ρε;
τι να πω, τα παιρνω πίσω για τον ήρωα
ελπίζω για μια φορά, μια φορά μόνο να μην τη γαμήσεις κ αυτή την ιστορία στο τέλος
εντάξει δε μιλάω για χαπυ έντ... έστω ας αιωρείται, ας μην υπάρχει τέλος, όχι να πεθάνουν όλοι
όντως οι εικόνες είναι για κινηματογράφο, αν κ θα έπρεπε να είναι πολυ καλός ο σκηνοθ. κ ο διευ/ντης φωτογραφίας για να πλησιάσουν την ατμοσφαιρα από αυτά που παιρνουμε κ νιώθουμε διαβάζοντας την ιστορία
Σόρρυ για το "γαμήσεις" απλά κάποια κομμάτια είναι πολυ βαρια
ό,τι γουστάρει θα κάνεις εννοείται
μη μας ακούς, ο καθένας με τον πόνο του
Αυτή είναι η μοναδική ιστορία που ήξερα από την αρχή το τέλος της. Το οποίο δεν αλλάζει με τίποτα, χεχεχε.
Ναι, όταν την κάνω από τα πέριξ θα τη δώσω στον Ν.Ν. την ιστορία -και που ξέρεις; Μπορεί εκεί πέρα να έχουν έλλειψη από σενάρια, χαχαχα.
Υ.Γ.: Κατάλαβες ποιά ήταν η ταινία τελικά;
Και κάνε δουλειά σου, μίλα άνετα μαζί μου. "Γνωριζόμαστε" άλλωστε μετά από τόσον καιρό.
:) λίγο μαυρο, ωραία που κάνεις πλάκα με όλα...
μπορεί να το ξέρεις ήδη
σενάρια γράφονται πολλά, υπάρχει μία διαδικασία κ πολλά αρθρα (νομοι) είχα κάποιες φωτοτυπίες που τα εξηγούσαν, για πνευματικά δικαιωματα κ κοπυράιτ
υποτίθεται αφού κάνει αυτές τις ενέργειες κάποιος μπορεί να δώσει το κειμενό του στο Κέντρο Κινηματογράφου (δεν τα θυμάμαι καλα κ έχω ψιλοξεκόψει με κάποιον που ήτανε του συναφιού)
απο κει κ πέρα υποτίθεται σκηνοθέτες μπορούν να επιλέξουν σενάρια που τους κάνουνε κλικ κ να επίκοινωνήσουν με το σεναριγράφο.
βέβαια αυτό δεν είναι έτοιμο σενάριο, αλλά αυτό είναι το λιγότερο! γιατί πρωτα απ όλα είναι σκατα το θέμα στην ελλαδα κ γιατί συνηθως οι πιο πολλοι σκηνοθέτες φτιάχνουν τα δικά τους σενάρια/ιστορίες, άντε σε συνεργασία με σεναριογράφο... κ φυσικά το μπάτζετ κ.α. μπορεί να υπάρχουν διαμάντια που ποτέ δε θα γίνουνε ταινίες
πάντως αν σου άρεσε θα μπορούσες να δεις πώς μιά πανέμορφη ιστορία μπορεί να γίνει έτοιμο σενάριο από εσένα. Κατα καιρούς γινόντουσαν διάφορα σεμινάρια.
στο εξωτερικό, δεν νοείται κάποιος να σπουδάζει σενάριο μόνο, Ή σκηνοθεσία μονό. Ό,τι κ αν θέλει να γίνει θα πρέπει να παίρνει κάποια γενική γνώση κ από τα άλλα, να ξέρει πώς μπορεί μια αίσθηση να γίνει εικόνα ή χρώμα ή ήχος κλπ
αλλά φυσικά ακόμα κ τα σεμινάρια είναι θέμα χρημάτων
γιατί μπορεί να είσαι ο καλύτερος γραφιάς/σεναριογράφος αν δεν έχεις καμία αισθηση από σκηνοθεσία ή εικόνα κλπ δε γίνεται
τελοσπάντων σορρυ για τη λογοδιάροια, απλά έτυχε να γνωρίζω κάποια άτομα σχετικά με το θέμα
πιθανόν κ συ τα ξέρεις αυτά τα γενικά
κ όπως λέμε, ποτέ δεν ξέρεις μπορεί (αν καταθέσεις κάποια ιστορία σου) στο μέλλον κάποιος που θια ψάχνει να την ξεσηκώσει ανάμεσα από άλλες αραχνιασμένες κ να την δούνε τα εγγόνια σου :)
τελικά, όχι δεν καταλαβα ποια είναι η ταινία
Ή να έχεις φραγκάτους φίλους με μεράκι κ καυλα κ μαγκιά να κάνουνε αυτό που γουστάρουνε πέρα από κινηματογραφικούς όρους κ γαμημένα συνάφια
όπως στον Μοντεζούμα
ο Ν.Ν. τριφτηκε κ έμαθε πραγμ. από μόνος του με τους κατάλληλους ανθρώπους (κ ας ακολουθούσε κ μαλακίες ισοτρίες η σκηνοθέτες) κ χωρίς φράγκα
είχα δει τις προάλλες μία μικρού μήκους σ ένα μπλογκ δε θυμάμαι όμως τον τίτλο
Ωραία τα λες φιλενάδα, αλλά το τελευταίο πράγμα που σκέφτομαι για όλες αυτές τις ιστορίες είναι να τις δώσω στο ΕΚΚ και να περιμένω τον κάθε Σουργελόπουλο να τις πάρει, να τους τραβήξει 5-6 μακρινά τράβελιν πως τα λένε, να βάλει μέσα καμιά ανοργασμιακιά γκόμενά του ή κανένα μοδάτο τεκνό του και να τις κάνει ταινία.
Κι ο Ν.Ν. να ήταν στη γύρα μάλλον δεν θα τους τις έδινα εύκολα επειδή τον υπολήπτομαι τον άνθρωπο και δεν θα ήθελα να μπλέκει με αποτυχίες. Όταν πιάσει την καλή ο Τάκης ο Σπυριδάκης που έχει ήδη γυρίσει μια πολύ όμορφη ταινία και αν βρεθεί σε κενό έμπνευσης, να του τις δώσω να τις κάνει ότι γουστάρει. Άλλον σοβαρό σκηνοθέτη δε βλέπω, καθότι Οικονομίδης και Γιάνναρης που είναι μάγκες πίσω από την κάμαρα είναι και κάπως περίεργοι, για να το πω ευγενικά.
Μικρού μήκους τίνος;
Η ταινία που με ρώταγες είναι αυτή που βλέπει ο ήρωας στο σινεμά, όσο περιμένει την ώρα να περάσει.
Έχεις απόλυτο δίκιο!
σωστά τα λες στην 1η παράγρ.
δεν τον ξέρω τον Σπυριδάκη κ γενικά είμαι λίγο άσχετη από έλληνες σκηνοθέτες, από τον Γιάνναρη έχω δει 1 του "15αυγουστος" αν είναι αυτός που λες. Γενικά δεν τρελαινομαι καθόλου απ ό,τι έχω δει μεχρι τώρα από ελλ.κινηματογρ. και σου λέω κατα τυχή κ αυτές που είδα γιατί μου τις δώσανε κ με πρήξανε κάποιοι να τις δω
αλλά δε φταίνε πάντα αυτοί είναι πολλες μαλακίες μπατζετ κ συμβιβασμοί που γίνονται
μόνο μικρού μήκους που είχα δει π.χ. μία που δε θα την ξεχάσω με τίποτα "Το θολό ποτάμι" Στρατούλα κάτι λέγεται ή σκηνοθέτης, που είναι καταπληκτική γυρισμένη στην Τσεχία (όπου σπουδασε κιόλας η συγκεκριμένη σκηνοθέτης) κ η οποία ας πουμε λέει ότι δε θέλει να τη θυμάται αυτή την ταινία γιατί πέρασε απίστευτες δυσκολίες για να γίνει
κ δε μιλάω μόνο για πλάνα, όλη η ταινία! από κόνσεπτ, ηθοποιούς, πλάνα τρομέρα που σου δίνουν την ψυχική κατάσταση του ατομου χωρίς μια λέξη.
κ γενίκα οι μόνες ελλ. ταινίες που με έχουν μαγέψει κατα καιρούς είναι οι μικρού μήκους. Εντάξει δεν έχω δει δυστηχώς ό,τι έχεις δει εσύ από ελληνικές (γι αυτό μιλάω μόνο για τις νέες)
αν θέλεις πες μου καμιά ταινία που σου άρεσε από αυτόν τον Σπυριδάκη.
Υ.Γ. η ταινία που βλέπει ο ήρωας είναι το "out of the blue", εγώ βασικά ρώτησα για το 2ο βιντεάκι με τον Τζακ Νικολσον, που πίνει
πάντως ρε άνθρωπε κ από άλλες φορές που σε διάβαζα, έχεις δει απίστευτα πολύ κινηματογράφο. Πολύ σημαντικό (κ κυρίως επειδή έχεις τρομερή μνήμη :)
το ταινιάκι που με ρωτάς από κάποιον από σας το πετυχα τον μπλογκερ αλλά δε θυμάμαι ούτε τίτλο ούτε τον μπλογκερ (για κκάποιο διαγωνισμό ήταν κ ήταν ασπρομαυρό)
έβαλα στο γκουγκλ τον Οικονομίδη κ είδα 1 τρέιλεράκι, που καταλαβα ποια ταινία ήταν με το που είδα τον ηθοποιό. αλλά την είχα πετύχει αργά το βράδι στην τηλεορ. κ όχι από την αρχή κ έπαθα τρομερο σοκ, δεν την είδα όλη για να έχω άποψη, αλλά εντάξει απ ό,τι είδα στο γκουγκλ τι έχει κάνει μιλάμε για πολύ εξω από τους συνηθισμένους σκηνοθέτες
Κ σαν άνθρωπος φαίνεται γαμάτος απ αυτά που λίγο διάβασα
ασυμβίβαστος με μαλακίες κ κυνηγάει μεχρι εσχάτων αυτό που γουστάρει
Εσύ που έχεις δεί τόσο σινεμά κι' έχεις διαβάσει επίσης πολύ πράγμα, θα μπορούσες να κάνεις σινεμά μ' έναν καλό βοηθό. Σενάριο...τόχεις. Ηθοποιούς θα βρείς σούπερ, σίγουρα ξέρεις... μπορείς να το δώσεις στο ΕΚΚ για συγγραφή σεναρίου - αφού βρείς τον σκηνοθέτη-βιτρίνα - να βγάλεις και κάνα φράγκο. Αν το εγκρίνουνε, αρχίζει η ταλαιπωρία και τα γέλια... αν το απορίψουνε, αρχίζεις το ξεφώνημα μπάς και ταρακουνηθεί κάνας μαλάκας. Είδες τα χάλια και τα ρεζιλίκια στο φεστιβάλ πάνω! Κάνε κάτι ρε Μοτοσακέ, έτσι για χάρη του φίλου μας... Ολοι θα βοηθήσουμε κάπως...
Μπήκα στο γκουγκλ κ είδα τον τίτλο της ταινίας "easy rider" ε;
ναι, την αναφέρει ο ήρωας, αλλά κυρίως μιλαει για την άλλη
είναι δυσκολό να γίνει κάτι αν δεν έχεις χρήματα κ δεν είσαι του συναφιού
ο Ανώνυμος είναι αισιοδοξος, καλό αυτό. Εξ άλλου τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο αν το θέλεις πολύ κ μπορεί να τρέξεις τρελα μονοπάτια για να το πετυχεις, αλλά κάτι θα βγει...
ακόμα κ τον Οικονομίδη μπορείς να βρεις αν θέλεις (ξερώ γω, μεσω μέιλ) κ με το λέγειν σου αν θέλεις πείθεις κ εσκιμώο να αγοράσει πάγο... :)
μη νομίζεις κ οι καλύτεροι σκηνοθέτες έχουν περιόδους που ψάχνουνε κάτι απεγνωσμένα να τους εμπενεύσει
Σόρρυ, όχι στο γκουγκλ
διπλο κλικ έκανα στο βιντεακι που δίνεις από γιουτιουμπ
έτσι κ αλλιώς δεν προβλέπεται να καταφέρω να βρω αυτή την ταινία μάλλον, κ να τηδω
Ell, ο Γιάνναρης είναι πολύ καλός σκηνοθέτης αλλά μάπα σεναριογράφος, όπως θα κατάλαβες κι από τον 15αύγουστο. Έχει κάνει μια ταινία, 3 steps to heaven μου φαίνεται -όταν ήταν ακόμα Αγγλία που γαμάει! Και η Άκρη της πόλης, σκηνοθετικά σκίζει.
Ο Οικονομίδης έκανε το Σπιρτόκουτο που είναι κανονική γροθιά στα δόντια και μετά έκανε την Ψυχή στο Στόμα που είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, για πέταμα.
Ο Σπυριδάκης είναι ο ηθοποιός που έπαιζε στη Γλυκιά Συμμορία, ο σγουρομάλλης. Έχει κάνει τον Κήπο του Θεού που είναι όμορφη ταινία και έχει πολύ καλό μάτι ο άτιμος!
Τα προβλήματα που αναφέρεις δεν στάθηκαν ικανά να εμποδίσουν σκηνοθέτες να κάνουν αριστουργήματα, Νικολαϊδης, Τάσσιος, ας πούμε.
Κατά τα άλλα -πολύ σκουπίδι και ενδοσκόπηση, η γνωστή αρρώστια του μπλόγκερ που λέμε. Μόνο που προϋπήρξε στο σινεμά.
Το δεύτερο βίντεο και το πρώτο είναι από το Easy Rider.
Δεν έχω δει πολύ σινεμά -απλά θυμάμαι κάποια εντυπωσιακά πράγματα.
Ανώνυμε, αυτά που λες, τα λες σαν αστείο έτσι; Τι με πέρασες ρε; Ε ρε!
Για χάρη του φίλου μας μη λες τέτοια κουφά γιατί θα μας χτυπάνε σύντομα την πόρτα με ομίχλη κι εγώ δεν ανοίγω -να είμαστε ξηγημένοι έτσι;
Ναι, Μοτορσάικλ, αυτή τη ταινία είχα πετύχει στην τηλεορ. "Η ψυχή στο στόμα" κ για όσο την είδα μου γάμησε την ψυχη, που να την έβλεπα κ όλη...
του Γιάνναρη που λες δεν έχω δει άλλες, συμφωνώ μαζί σου (αν κ δεν τη θυμάμαι σχεδόν καθόλου την ταινία 15αύγουστος) εκτός κάποιο πλάνο στο βυθό της θάλασσας
κ για τα άλλα έχεις δίκιο (περι Ν.Ν.) αυτό σου είπα κ γω. έχω σημειώσει κ κανα 2 που είπες να δω όπως αυτή του Σπυριδάκη
Άντε βάλε μπρος :)
για να σου το λέει ο Ανώνυμος μπορεί να έχει τα μέσα, τις άκρες ή κ τα λεφτά, ποιος ξέρει... :)
κάνε την αρχή, ας πουμε κάποιες διορθώσεις/"αφαιρεσεις" στα κομμάτια της ιστορίας που υπάρχουνε αναφορές για αθλητικά... :ΡΡΡΡ
Ναι, ο Ανώνυμος ... άσε μην πω τίποτα, αυτοί που πρέπει να κάνουν ταινίες προτρέπουν εμένα την ασχετίλα!
Την ταινία του Σπυριδάκη μάλλον δύσκολα θα τη βρεις, κυκλοφόρησε ελάχιστα. Αλλά ελπίζω σύντομα να δούμε ταινία του η οποία σου εγγυώμαι από τώρα οτι θα γαμάει (τουλάχιστον θεματικά).
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!