Πέμπτη, Ιουλίου 02, 2009

10. Ο τρόμος προς το βουνό

Προηγουμένως:
1.Ο Άρης είναι καθηλωμένος σε παραθαλάσσιο ξενοδοχείο αντιμετωπίζοντας σημαντικά κενά μνήμης. Μαζί με μια ακόμα ένοικο, την Κατερίνα, βρίσκουν έναν κρεμασμένο άντρα κοντά στο ξενοδοχείο.

2. Οι χωρικοί εμφανίζονται με απειλητικές διαθέσεις λόγω του κρεμασμένου, αλλά η κατάσταση διορθώνεται μετά την παρέμβαση του θείου Χάρη και την παράδοση των ενόχων κυνηγών.

3. Κατανομή αρμοδιοτήτων μέσα στο ξενοδοχείο, όσο τα όπλα παραμένουν στον θείο Χάρη και μια φωτογραφία εφημερίδας που ισχυρίζεται οτι ο Άρης είναι καταζητούμενος τρομοκράτης.

4. Ψάρεμα με αμφίβολα αποτελέσματα και κάποιες αψιμαχίες σχετικά με την κατανομή αρμοδιοτήτων.

5. Μια απόπειρα βιασμού έχει συνέπεια την κοινή πορεία του Άρη με τον Πάνο εκτός ξενοδοχείου.

6. Ο Άρης φτάνει στο χωριό και, με τη βοήθεια του αστυνόμου, ψάχνει να βρει την κόρη του.

7. Ο Άρης συναντάει τους δικούς του συντρόφους για να ανακαλύψει οτι δεν είναι ούτε δικός τους, ούτε σύντροφός τους.

8. Ο Άρης ανακαλύπτει διάφορα πράγματα, μεταξύ αυτών και το πτώμα του πατέρα του.


9. Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο -η αντοχή των ορίων μεταξύ "δικού" και "ξένου"

Εκείνο το πρωί δεν ήθελα να ξυπνήσω όπως ακριβώς το προηγούμενο βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Πνιγόμουν σε μια ζελατίνα γεμάτη ασύνδετες εικόνες, είδα κάποια στιγμή τα πρόσωπά τους –το χαμόγελο της κόρης μου και την ανησυχία της γυναίκας μου. Δεν ήταν το τρένο που τις πήρε μακριά μου, δεν ήταν αυτό. Και μετά μια κοφτή εντολή ενεργοποίησης των εκρηκτικών μηχανισμών, ταυτόχρονα, και μετά;

Τινάχτηκα σα δύτης που ψάχνει οξυγόνο, έτοιμος να αντιμετωπίσω οτι υπήρχε στον αφρό της μέρας –επειδή ήμουν σίγουρος πως κάποιος είχε μπει στο δωμάτιό μου. Ασυναίσθητα έσφιξα το σεντόνι για να καλύψω το στόμα μου.
«Ήθελα να σε ρωτήσω κάποια πράγματα», είπε ο Μάρκος. Καθόταν στη μοναδική καρέκλα του δωματίου και με κοίταζε επίμονα.
«Και δεν μπορούσες να περιμένεις μέχρι να ξυπνήσω;» απόρησα.
«Όχι», είπε ξερά.

Σηκώθηκα να πλύνω τα μούτρα μου και τον άφησα να περιμένει εκεί. Χρειαζόμουν ένα καλό μπάνιο αλλά μάλλον έπρεπε να το αναβάλλω για την ώρα.
«Σ΄ακούω», μουρμούρισα όσο ξανακαθόμουν στο κρεβάτι.
«Τι κάνει ο Πάνος;» ρώτησε.
«Μια χαρά. Ήρθε μαζί μου μέχρι το χωριό κι εκεί τον ανέλαβε ο αστυνόμος –ακόμα θα πρέπει να είναι κλειδαμπαρωμένος στο κρατητήριο», του εξήγησα.
«Γιατί;»
«Για δική του ασφάλεια. Οι χωρικοί δεν έχουν και τις καλύτερες διαθέσεις απέναντί μας».
«Και που θα πάει αυτό δηλαδή; Με τον Πάνο εννοώ...»
«Υποθέτω οτι με το πέρασμα των ημερών οι χωρικοί θα αδιαφορήσουν. Ή θα έρθουν στο χωριό...»
«Ποιοι;»
«Αυτοί. Οποιοιδήποτε κι αν είναι Αυτοί...»
Έσκυψε το κεφάλι.
«Δεν πιστεύω οτι θα έρθει ποτέ κανένας. Μπορεί οι πόλεις να είναι σημαντικές αλλά εμείς εδώ πέρα... Λίγοι άνθρωποι κλεισμένοι σ΄ένα ξενοδοχείο κι ένα κωλοχώρι παραδίπλα –ποιος θα νοιαστεί;» είπε ο Μάρκος.
«Μπορεί ν΄αργήσουν αλλά θα έρθουν. Πάντα έρχονται», του εξήγησα.
«Έχεις δίκιο –αλλά μέχρι να ΄ρθουν δεν ξέρω πόσοι από μας θα είμαστε ακόμα ζωντανοί...»
«Πηγαίνετε στο χωριό τότε. Τι περιμένετε;» απόρησα.
«Δηλαδή οι επιλογές είναι ή να πεθάνουμε από την πείνα ή να πεθάνουμε από τα δίκαννα των χωρικών», διαπίστωσε.
«Μπορείς πάντα να μιλήσεις μ΄έναν άνθρωπο πριν σε πυροβολήσει, αλλά δεν ισχύει το ίδιο για την πείνα ή το κρύο...» υποστήριξα.
«Ίσως τότε να το καθυστερήσουμε, μέχρι να βρεθούμε στην ανάγκη», υπολόγισε.
«Δικός σας λογαριασμός», είπα.
«Δεν πρόλαβα να σ΄ευχαριστήσω που έσωσες τον Πάνο», θυμήθηκε ξαφνικά.
«Δεν έσωσα τον Πάνο –αυτόν ευχαρίστως θα τον πυροβολούσα. Εσάς τους υπόλοιπους προσπάθησα να βοηθήσω», του απάντησα.
«Έστω κι έτσι...» ψιθύρισε.
«Λάθος», τον έκοψα. «Αν συνεχίσετε έτσι σε λίγο θα γεμίσει πτώματα το ξενοδοχείο. Ακόμα και οι αναλώσιμες Βανέσες σας τελείωσαν –έτσι νομίζω».
«Ο θείος Χάρης είναι μια εξασφάλιση...» παραδέχτηκε.
«Όσο η ύπαρξή σας δεν τον επιβαρύνει», του είπα.
«Αλλά γιατί...» απόρησε.
«Αν έρθουν Εκείνοι που απεχθάνονται τους νταβατζήδες, ο θείος Χάρης την έχει άσχημα», έδειξα αόριστα έξω από το παράθυρο. «Νομίζεις λοιπόν οτι θα σας αφήσει να τον καρφώσετε;»
«Και γιατί θα το κάναμε αυτό;»
«Για να δείξετε οτι κι εσείς απεχθάνεστε τους νταβατζήδες, ή επειδή ο θείος Χάρης σας κάθεται στραβά...»
«Ναι, υπάρχουν αυτές οι πιθανότητες», παραδέχτηκε.
«Ο θείος Χάρης σάς είναι άχρηστος –λάθος –ο θείος Χάρης είναι επιζήμιος. Μπορείτε να τα καταφέρετε μια χαρά και μόνοι σας, βοήθα την Ελβίρα κι όποιον άλλον θέλει, να τον ξεφορτωθείτε», του πρότεινα.
«Ποιο το όφελος; Όλοι ίδιοι είναι στην τελική. Όλοι είναι εντάξει όσο δεν κάνουν κουμάντο κι όλοι μετατρέπονται σε νταβατζήδες όταν γίνουν αρχηγοί», είπε ο Μάρκος.
«Καλά τα λες», ένευσα χαμογελώντας. «Όλοι ίδιοι είσαστε στην τελική. Το μόνο που σας νοιάζει είναι να κάνει κάποιος άλλος κουμάντο στις ζωές σας, οποιοσδήποτε, αρκεί να μην είσαστε εσείς που θα παίρνετε τις αποφάσεις».

Σηκώθηκα κι άρχισα να ντύνομαι για να κρύψω τον εκνευρισμό μου. Οι άνθρωποι είχαν από καιρό μετατραπεί σε άψυχους δέκτες τηλεόρασης, το θυμόμουν αυτό –αλλά ποτέ δεν τα πήγα καλά με την υπομονή, έτσι και τώρα δεν μπορούσα να περιμένω τους ανθρώπους ν΄αλλάξουν. Εφόσον ο φλεγόμενος κόσμος δεν τους ήταν αρκετός για να κόψουν τη σύνδεση με τους πομπούς -όταν το γκρέμισμα των πομπών δεν απελευθερώνει τους δέκτες -ανάθεμά με κι αν ήξερα τι άλλο θα έπρεπε να γίνει δηλαδή! Ίσως τίποτα άλλο. Ίσως οτι έγινε να ήταν περισσότερο κι από αρκετό, ίσως πάλι να μην υπήρχε καμιά ελπίδα. Άλλωστε οτι κάνουμε, έχει σκοπό αποκλειστικά τους εαυτούς μας –ποτέ κανένας δεν θέλησε να σώσει τον κόσμο, κι όσοι το πίστεψαν απλά κορόιδευαν. Τους εαυτούς τους ή τους άλλους –τι σημασία έχει; Είμαστε σ΄ένα παγωμένο ναρκοπέδιο, παλεύουμε να βγούμε ζωντανοί κι ολόκληροι από εκεί μέσα, αν στην πορεία βρεθούμε με κάποιους συντρόφους –καλύτερα για μας. Αν πάλι χρειαστούμε να τους σπρώξουμε ανυποψίαστους για να πέσουν πρώτοι αυτοί τις νάρκες –κανένα πρόβλημα. Θέλουμε να βγούμε ζωντανοί κι ολόκληροι.

«Είμαι κάπως βιαστικός», είπα στον Μάρκο που καθόταν ακόμα αμήχανος και άνοιξα την πόρτα του δωματίου.
Είχα μπροστά μου μια μεγάλη μέρα.

Στο χωλ του ξενοδοχείου με περίμενε η Θάλεια, ή έτσι μου φάνηκε –επειδή ήταν ακόμα πολύ νωρίς για να έχει ξυπνήσει ο κόσμος. Υποθετικά τουλάχιστον, γιατί με το Μάρκο να περιμένει πάνω από το κεφάλι μου, με τη Θάλεια να βολοδέρνει στο χωλ -δεν θα μου φαινόταν περίεργο να μου έχουν κανονίσει κάποια επιτροπή αποχαιρετισμού και μια μπάντα να παιανίζει.
«Λίγο νωρίς δεν είναι για να κυκλοφορείς ξύπνια;» ρώτησα τη Θάλεια.
«Σε περίμενα», μου είπε.
«Μα φυσικά –τι άλλο;» γέλασα.
«Δεν θέλω να μας αφήσεις», ψιθύρισε η Θάλεια.
«Μακάρι να γινόταν διαφορετικά», μουρμούρισα βαριεστημένα και χωρίς να το εννοώ.
«Φοβόμαστε τον θείο Χάρη», συνέχισε η Θάλεια.
«Έχετε δίκιο, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι΄αυτό», είπα εγώ.
«Σκότωσέ τον!» με εκλιπάρησε.
Την κοίταξα προσπαθώντας να κρύψω το χαμόγελό μου.
«Δώσε μου έναν καλό λόγο για να το κάνω», της ζήτησα.
«Επειδή είναι απειλή για όλους μας», είπε διστακτικά.
«Ποιοι είναι οι όλοι; Εσύ, η Ελβίρα και ίσως η Κατερίνα –ξεχνάω κάποιον;» ρώτησα.
Δε μίλησε.
«Και γιατί εγώ; Γράφει πουθενά στο κούτελό μου ‘εκτελούνται δολοφονίες’;» μόρφασα επειδή το τελευταίο μου φάνηκε πλεονασμός.
«Για να μας βοηθήσεις...» είπε η Θάλεια αβέβαια.
«Ναι. Να σας βοηθήσω σε τι;» απαίτησα να μάθω.
Έμεινε ξανά βουβή.
«Κοίτα –είμαι πολύ βιαστικός», της εξήγησα και ξεκίνησα να φύγω.
«Πάρε μας μαζί σου τότε!» παρακάλεσε η Θάλεια.
«Δεν έχω ούτε χώρο να σας κουβαλήσω, ούτε και όρεξη να κρεμάσω τον θάνατό σας στο λαιμό μου –φτάνουν όσοι θάνατοι έχω ήδη», είπα αφηρημένα.
Η Θάλεια δε μίλησε, ήξερα όμως οτι αν πάθαιναν κακό θα το φορτωνόμουν. Δεν έχει σημασία τι έκανες, όσα δεν έκανες μετράνε περισσότερο τη Μέρα της Κρίσης κι αυτή έρχεται στο τέλος της κάθε μέρας για πολλούς από μάς.

Αγνόησα τον ήλιο που με κρυφοκοίταξε απειλητικά, όσο προσπαθούσε να πηδήσει πάνω από το βουνό –αγνόησα τις πιθανότητες που είχαν στήσει ολόκληρη διαδήλωση εναντίον μου –προχώρησα. Στην πλάτη σφιγμένο το σακίδιο με λίγα ρούχα κι ακόμα λιγότερες κονσέρβες, στη μέση το παγούρι που με έφτανε μόλις για μιας μέρας δρόμο –προχώρησα.

«-Πήγαινε γιε μου, πήγαινε στο ποτάμι/ δες τις γυναίκες να θρηνούν εκεί πέρα/ μετά ανέβα στο βουνό/ δες τους άντρες να θρηνούν κι αυτοί».

Αν περνούσα τον κατεστραμμένο δρόμο είχα ελπίδες. Όχι πολλές –όταν όμως είσαι στο μηδέν ακόμα και το 1 αποτελεί πρόοδο. Αν περνούσα τον κατεστραμμένο δρόμο θα άγγιζα το 2 ή το 3 στην εκατοστιαία κλίμακα. Κάτι ήταν κι αυτό.

Τα παπούτσια μου γέμισαν κοφτερά χαλίκια όσο απομακρυνόμουν από τη θάλασσα, η άμμος γινόταν πιο συμπαγής, ένα λασπώδες σεληνιακό τοπίο, πριν μεταμορφωθεί σε κοτρόνες. Είχα καιρό γι΄αυτό, είχα καιρό μέχρι το βουνό. Καχεκτικοί θάμνοι, καρτερικά αγκάθια, μικρά σκισίματα στην επιφάνεια του εδάφους –κάτι τέτοια δεν θα μπορούσαν να με καθυστερήσουν πολύ.

Όταν ο ήλιος έφτασε λίγο πιο κάτω από τον γιακά του πουκαμίσου μου άρχισα να διακρίνω τον κεντρικό δρόμο. Δεν ήταν ανάγκη να τον δω βέβαια –αρκούσε η αλλαγή της ησυχίας, αρκούσε πως ο μακρινός ήχος των κυμάτων έδωσε τη θέση του στην αναμονή του παλμού μιας σαραβαλιασμένης καρδιάς που λειτουργούσε ακόμα λόγω αδράνειας. Αυτό ήταν ο κεντρικός δρόμος.

Το βήμα μου έγινε αστροναυτικό.

Υπολόγισα οτι χρειάστηκαν περισσότερα από 10 λεπτά μέχρι να πατήσω τα πρώτα μυτερά κομμάτια μαύρης ασφάλτου, δεν μπόρεσα ν΄αντισταθώ –έπιασα το κοντινότερο τριγωνικό θραύσμα, το ζύγισα στην παλάμη μου πριν το πετάξω όσο μακρύτερα μπορούσα για να κόψω την ησυχία. Θρυμματίστηκε βγάζοντας έναν κούφιο ήχο. Σε λίγο θα συναντούσα τους νεκρούς.

«-Πατέρα γιατί θρηνούν οι γυναίκες;/ -Θρηνούν για τους άντρες τους./ -Αλλά τότε γιατί θρηνούν και οι άντρες;/ -Για ν΄απαντήσουν στις γυναίκες τους».

Ήταν εκεί με σπαραγμένα σπλάχνα από αδέσποτα σκυλιά που πέθαναν χορτάτα. Κάποιων τα κόκαλα άρχιζαν ήδη να ασπρίζουν στον ανελέητο ήλιο. Και ήταν πολλοί οι νεκροί –περισσότεροι απ΄όσους άντεχε το μυαλό του ανθρώπου. Το δικό μου μυαλό –σίγουρα. Η αποφορά της σήψης ήταν το λιγότερο που με ενόχλησε. Περπάτησα γιατί δεν είχα άλλη επιλογή. Στην αρχή έβλεπα μόνο στρατιώτες.

Νέοι ή λιγότερο νέοι, πιο πίσω οι βαθμοφόροι εντελώς απροετοίμαστοι για οτι τους συνέβη. Σκέφτηκα να σκύψω πάνω στις στολές τους, να ψάξω μήπως είχε ξεμείνει κανένα πιστόλι ή τίποτα σφαίρες –σκέφτηκα μετά πως δεν υπήρχε λόγος. Είχαμε μάθει τους δικούς μας να ενεργούν μεθοδικά. Δεν θα άφηναν τίποτα χρήσιμο στον πεθαμένο εχθρό, άλλωστε ο θάνατός τους ο ίδιος δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια χρήσιμη εξέλιξη. Εκμεταλλεύσου τους εχθρούς –αντιμετώπισε την εκμετάλλευση. Λέγαμε. Τι σήμαινε αυτό; Οτι ο ξανθός στρατιώτης που δεν είχε περισσότερα από τα μισά μου χρόνια έπρεπε να κυλιέται σ΄αυτό τον έρημο δρόμο με το πρόσωπο μισοφαγωμένο και την κοιλιά ανοιχτή; Ιστορική αναγκαιότητα για έναν καλύτερο κόσμο –ποιος τον θέλει πλέον αυτόν τον κόσμο; Ποιος θα μείνει ζωντανός να τον απολαύσει; Όχι ποιος θα ζήσει –ποιος θα μείνει ζωντανός, αυτό ρωτάω. Εγώ πάντως όχι.

Είχα λιγότερα από 20 μέτρα να με χωρίζουν από την τελεσίδικη διαπίστωση του θανάτου μου. Τα κάλυψα γρήγορα –το είχα ξανακάνει άλλωστε, τώρα θυμόμουν καλύτερα. Μια γυναίκα που κρατούσε σφιχτά το μωρό της στην αγκαλιά με υποδέχτηκε. Δεν τη θυμόμουν βέβαια αυτή τη γυναίκα, μάλλον δεν την είχα προσέξει την προηγούμενη φορά. Η γυναίκα είχε τα μάτια στραμμένα προς την απέναντι άκρη του δρόμου, κάτι κοίταζε εκεί πέρα –εμένα δεν καταδέχτηκε να μου ρίξει ούτε μια ματιά, γιατί να το κάνει άλλωστε; Εγώ απλώς είχα προκαλέσει τον θάνατό της και τον θάνατο του παιδιού της –ήμουν λιγότερο σημαντικός από την απέναντι άκρη του δρόμου. Τώρα πια.

Προχώρησα ανάμεσα στα πτώματα προσεκτικά, οι στρατιώτες δεν με απασχολούσαν πλέον, έπρεπε όμως να ψάξω παραπέρα. Να ψάξω, να σιγουρευτώ. Ήξερα οτι το είχα ξανακάνει, αλλά δεν είχε σημασία. Έπρεπε πάλι να ψάξω, από την αρχή –επειδή δεν θυμόμουν αν μεταξύ των πτωμάτων είχα βρει τη γυναίκα και την κόρη μου. Τότε, αμέσως μετά την έκρηξη. Ήταν δυσκολότερες οι συνθήκες. Πολλοί ούρλιαζαν ακόμα, δεν είχαν πεθάνει ακόμα. Τότε. Τώρα όλα ήταν πιο εύκολα. Μόνο πτώματα φαγωμένα από αδέσποτα σκυλιά που...

Ένα ζευγάρι γέρων, στην ηλικία του πατέρα μου του συχωρεμένου. Τους κοίταξα με τα μάτια του κτήνους.

«Πατέρα γιατί θρηνείς;/ Νιώθω υγρό το πρόσωπό σου στα δάχτυλά μου/ Λυπάμαι, αλήθεια λυπάμαι πατέρα/ Δεν είχα καταλάβει οτι σε πλήγωσα τόσο!»

Διέσχισα τα πεσμένα κορμιά κι όσο βαθύτερα έμπαινα σ΄αυτό το ποτάμι διαμελισμένων ανθρώπων τόσο περισσότερο έμοιαζε με ένα ταξίδι στο παρελθόν –επειδή εκείνοι θα μπορούσαν να είναι οι γονείς μου κι αυτοί θα μπορούσαν να είναι φίλοι μου κι εδώ παρακάτω θα μπορούσε να βρίσκεται η γυναίκα και το παιδί μου. Αλλά δεν ήταν. Ούτε γονείς, ούτε φίλοι, ούτε η γυναίκα και το παιδί μου. Ήταν άνθρωποι που ποτέ δεν γνώρισα κι αυτό μάλλον με διευκόλυνε στο να αποφασίσω τον θάνατό τους. Όταν το σκέφτηκα, αποστασιοποιήθηκα –ένιωσα αμέσως παρατηρητής, δεν είχαν σημασία οι νεκροί, σημαντικοί έγιναν μόνο οι δικοί μου άνθρωποι. Κι αυτοί δεν βρίσκονταν ανάμεσα στους νεκρούς, άρα ήταν ακόμα ζωντανοί, άρα δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα –κανένα πρόβλημα, κανένα πρόβλημα –νομίζω οτι περπατούσα εκεί πέρα ουρλιάζοντας. Κανένα πρόβλημα! Για να μη χάσω πάλι το μυαλό μου, όχι τώρα που έπρεπε να ψάξω τη γυναίκα και το παιδί μου.

Ένας άντρας, όχι πάνω από 30 χρονών, ήταν πεσμένος στην τελευταία σειρά των νεκρών, ένας άντρας χωρίς πόδια που είχε πεθάνει με τη γροθιά υψωμένη. Κάτι κρατούσε εκεί μέσα, σφιχτά, δεν αντιστάθηκα στον πειρασμό, ξεκλείδωσα τη γροθιά του και βρήκα ένα χαρτί τσαλακωμένο. Ξεδίπλωσα το χαρτί, διάβασα τα τυπωμένα γράμματα.


ΩΡΑ ΝΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑΣΕΙΣ

Νομίζω λοιπόν οτι έφτασε ο καιρός της βεβαιότητας. Νομίζω οτι αρκετά αναρωτηθήκαμε, αμφισβητήσαμε, αδρανοποιηθήκαμε. Έφτασε η ώρα να κοιτάξουμε στα μάτια το κτήνος και να το πυροβολήσουμε με ένα χαμόγελο. Μοιραίο, ειρωνικό, αδίστακτο χαμόγελο.

Και το όνομα του κτήνους -ΕΑΥΤΟΣ.

Εαυτός. Αυτός που τρέφεται με τα σκουπίδια του τρόμου μας, αυτός που είναι πολυμήχανα φυγόπονος, αυτός ο βρικόλακας που απεχθάνεται τους καθρέφτες, επειδή αν δει την όψη του θα γίνει σκόνη. Εαυτός.

Όταν τον ξαπλώσουμε στο χώμα (μια σφαίρα ανάμεσα στα μάτια ή ένα μαχαίρι στην καρδιά, το ίδιο κάνει) τότε θα δούμε ακριβώς πίσω του (μα πως ήταν δυνατό να μην το είχαμε διακρίνει ως τώρα;) το φάντασμα. Και το φάντασμα θα μοιάζει με αυτά που ξεχάσαμε οτι θέλουμε να είμαστε (πως είναι δυνατό να ξεχάσαμε;)

Και το φάντασμα θα πει...

Πως είναι δυνατό να ξέχασες τον δικό σου κόσμο; Από εκεί που ήρθες –πως είναι δυνατό να ξέχασες; Πως είναι δυνατό να πίστεψες οτι εδώ. Που έφτασες. Υπάρχει κάτι άλλο από ένα σωρό προσανάμματα για να φωτίσεις τον δικό σου κόσμο;

Και το φάντασμα θα πει...

Μη σταματάς, η μέρα θα περάσει από πάνω σου αν δεν καβαλήσεις τη μέρα, μη σταματάς να απαιτείς. Όλα να γίνουν όπως τα θέλεις. Όπως τα ξέρεις από τον κόσμο σου. Μα πως είναι δυνατό να ξέχασες;

Και τα φάντασμα θα πει...

Σήκω, βλαστήμα τον πατέρα και τη μητέρα σου, φτύσε στα μούτρα τους καθοδηγητές σου, άναψε το τσιγάρο σου με την φλόγα της κακίας τους και σήκω.

Τότε λοιπόν εσύ δεν θα είσαι πια εσύ –τότε θα είσαι τα πάντα. Και τα πάντα είναι ο ταπεινότερος αυτοπροσδιορισμός, τα πάντα είναι το λιγότερο που θέλησες –δεν υπάρχει παρακάτω.

Θα τρέξεις τότε στη δουλειά σου, στη ζωή σου, στην οικογένειά σου, στους φίλους σου, στους πολιτικούς σου, στα αφεντικά σου, στις εμμονές και τους φόβους σου –θα τρέξεις κατά κει...

Και θα χαμογελάσεις. Μοιραία, ειρωνικά, αδίστακτα.

Και θα πεις...

Ή αλλάζετε ή πεθαίνετε.

Και θα εννοείς....

Έτσι κι αλλιώς θα πεθάνετε.

Επειδή εσύ είσαι τα πάντα και το σύμπαν είναι αυτό που έφτιαξες, αν δεν σου αρέσει το σπας επιτόπου το γαμημένο.

Επειδή δε υπάρχει λόγος να ανέχεσαι όσα δεν σου ταιριάζουν –γιατί; Βαριέσαι; Φοβάσαι; Νιώθεις οτι αυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσες;

Το καλύτερο που μπορείς ποτέ δεν θα το κάνεις –δεν είσαι τόσο ηλίθιος ώστε να παγιδευτείς στην παντοδυναμία σου, θυμάσαι άλλωστε οτι οι θεοί παρασύρθηκαν από την παλίρροια πριν καν έρθει το τέλος της μέρας.

Θα κοιτάξεις λοιπόν, μπορεί κιόλας να αγανακτήσεις από τα χάλια τους –πως είναι έτσι η ζωή σου, η οικογένειά σου, οι φίλοι σου, το αφεντικό σου, οι πολιτικοί σου; Τι είδους εμμονές είναι αυτές; Πόσο ασήμαντοι οι φόβοι σου!

Και θα πεις...

Καθίστε τώρα να σας ξαναφτιάξω από την αρχή.

Και θα εννοείς ακριβώς αυτό.

Μέχρι το τέλος της μέρας όταν θα ξαναδείς το φάντασμα και το φάντασμα θα σου πει....

Καιρός να φύγουμε, βραδιάζει.

Και θα εννοεί ακριβώς αυτό.

Κι εσύ θα πεις...

Δεν πάω πουθενά, έχω δουλειά ακόμα.

Και θα εννοείς...

Δεν σκοπεύω να τα παρατήσω, θέλω να αποτύχω και να συνεχίσω και να πετύχω και να συνεχίσω και τελικά δεν έχει σημασία –είμαι εδώ επειδή το επέλεξα, κανένας δεν θα μου πει πότε θα φύγω.

Και το φάντασμα θα σε κοιτάξει εχθρικά, καχύποπτα, θα προσπαθήσει να μη δει την εικόνα του στα μάτια σου.

Δεν υπάρχει περίπτωση. Επειδή έφτασε ο καιρός της βεβαιότητας. Αρκετά αναρωτήθηκες, αμφισβήτησες, αδρανοποιήθηκες. Αυτή την ώρα κοιτάζεις στα μάτια το κτήνος πριν το πυροβολήσεις με ένα χαμόγελο. Λυπημένο, συμπονετικό, αθώο χαμόγελο.

Και το όνομα του κτήνους -....

Θυμήθηκα τότε τη νύχτα που είχα γράψει αυτή την προκήρυξη, πονούσαν τα μάτια μου από το έντονο φως της οθόνης, κρύωνα, είχα πυρετό. Αλλά έπρεπε να ουρλιάξω –όχι για να υποσχεθώ έναν καλύτερο κόσμο, όχι για να δικαιολογήσω τις πράξεις μας –είχα ανάγκη να ουρλιάξω. Γι΄αυτό και η προκήρυξη δεν είχε τέλος ή υπογραφή. Δεν έχει ταυτότητα το ουρλιαχτό και κόβεται απότομα. Το ουρλιαχτό.

Μετά πήραν το κείμενο -το πολυγράφησαν, το μοίραζαν κρυφά έξω από τα μαγαζιά και τα εργοστάσια, το μοίραζαν μέσα στα πανεπιστήμια –επειδή αυτοί ήμασταν. Απεγνωσμένοι.

Δεν σηκωθήκαμε για έναν καλύτερο κόσμο, δεν θέλαμε να μπούμε μπροστά, ούτε να υψώσουμε καμιά σημαία της επανάστασης. Θέλαμε μόνο να ζήσουμε κι Εκείνοι δεν μας αφήνανε, θέλαμε να αμυνθούμε, επειδή μας σκότωναν κάθε μέρα με διαφορετικό τρόπο.

Και είχαμε βαρεθεί να τρέχουμε, πόσο πια να τρέξεις; Κάποτε βρισκόσουν με την πλάτη στον τοίχο κι εκεί αποφάσιζες να πουλήσεις ακριβά το τομάρι σου –αυτό ήταν όλο. Δεν ζητούσαμε από κανένα να μας ακολουθήσει, αυτή η προκήρυξη δεν ήταν κάλεσμα για κανενός είδους αγώνα, αυτή η προκήρυξη ήταν η κραυγή μας. «Δεν θα μας πιάσετε τόσο εύκολα κουφάλες!» Αυτό ήταν όλο.

Και μετά βρέθηκαν πολλοί που έκαναν ακριβώς το ίδιο με μας, επειδή ήταν το ίδιο απελπισμένοι ή επειδή οι άνθρωποι έχουν μάθει να ακολουθούν –δεν είχαμε χρόνο να το ψάξουμε, ήμασταν με την πλάτη στον τοίχο και ουρλιάζαμε, καταλαβαίνεις;

Και μετά φάνηκε οτι Εκείνοι υποχωρούσαν, ξεκολλήσαμε τις πλάτες από τον τοίχο αλλά αφήσαμε τα μυαλά μας κολλημένα εκεί. Όλα έγιναν πιο δύσκολα, όλα μπερδεύτηκαν...

Όμως αυτό είναι ένα άλλο τραγούδι –ξέρεις...

«Είναι ένας θρήνος/ ένα τραγούδι για να θρηνούμε/ όταν νανουρίζουμε τα μωρά μας στις κούνιες/ ένα τραγούδι για να θρηνούμε/ αλλά δεν θα θρηνούμε για πολύ ακόμα».

«Κουφάλες», σφύριξα μέσα από τα δόντια μου, έφτυσα κάτω με σιχασιά και τάχυνα το βήμα μου.

7 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

samson rakas είπε...

συχώρεσέ με,
δάσκαλε,
για την ασέβειά μου
συχώρεσέ με αν
ευχηθώ

να 'ναι λίγα
τα ψωμιά σου

Νικόλας Κάλας

υγ: το βουνό λέγεται καρπενήσι;

The Motorcycle boy είπε...

Όχι μωρέ -το βουνό λέγεται βουνό, η θάλασσα -θάλασσα και οι πεθαμένοι -ποτάμι.

Καρπενήσι μια φορά έχω πάει κι ακόμα τη θυμάμαι και τσαντίζομαι.

Υ.Γ.: Λίγα και πικρά τα ψωμιά, επειδή η πικρότητα και η εσχατολογία οδηγούν σε διαύγεια. Ανάποδα τα'κανα μη χέσω! Στο κανονικό απαντάω στο υστερόγραφο και στο υστερόγραφο απαντάω στο κανονικό! Ή μήπως όχι;

samson rakas είπε...

καταλαβαινόμαστε μωρέ.

πάντως στο καρπενήσι ήταν η κυβέρνηση του βουνού. εγώ δεν έχω πάει.

ωραία η προκήρυξη.

The Motorcycle boy είπε...

Ααα, για τόσο παλιά λες -που το θυμήθηκες!

Όχι δεν το είχα σκεφτεί έτσι (ακόμα). Άλλωστε εκείνη η κυβέρνηση του βουνού να χέσω τα γένια της μέσα!

Puppet_Master είπε...

prosexe me tis prokirikseis,tha mas desoune.

The Motorcycle boy είπε...

Χαχα, γιατί δικιά μου είναι; Ή προτρέπει σε καμιά κακή πράξη;

Ανώνυμος είπε...

κατι πρεπει να συμβει γιατι η ιστορια αρχιζει και λιμνιαζει...

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι