Προηγουμένως:
1.Ο Άρης είναι καθηλωμένος σε παραθαλάσσιο ξενοδοχείο αντιμετωπίζοντας σημαντικά κενά μνήμης. Μαζί με μια ακόμα ένοικο, την Κατερίνα, βρίσκουν έναν κρεμασμένο άντρα κοντά στο ξενοδοχείο.
2. Οι χωρικοί εμφανίζονται με απειλητικές διαθέσεις λόγω του κρεμασμένου, αλλά η κατάσταση διορθώνεται μετά την παρέμβαση του θείου Χάρη και την παράδοση των ενόχων κυνηγών.
3. Κατανομή αρμοδιοτήτων μέσα στο ξενοδοχείο, όσο τα όπλα παραμένουν στον θείο Χάρη και μια φωτογραφία εφημερίδας που ισχυρίζεται οτι ο Άρης είναι καταζητούμενος τρομοκράτης.
4. Ψάρεμα με αμφίβολα αποτελέσματα και κάποιες αψιμαχίες σχετικά με την κατανομή αρμοδιοτήτων.
5. Μια απόπειρα βιασμού έχει συνέπεια την κοινή πορεία του Άρη με τον Πάνο εκτός ξενοδοχείου.
6. Ο Άρης φτάνει στο χωριό και, με τη βοήθεια του αστυνόμου, ψάχνει να βρει την κόρη του.
7. Ο Άρης συναντάει τους δικούς του συντρόφους για να ανακαλύψει οτι δεν είναι ούτε δικός τους, ούτε σύντροφός τους.
8. Ο Άρης ανακαλύπτει διάφορα πράγματα, μεταξύ αυτών και το πτώμα του πατέρα του.
9. Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο -η αντοχή των ορίων μεταξύ "δικού" και "ξένου"
10. Μετά από ένα βράδυ στο ξενοδοχείο ο Άρης ξεκινάει για το βουνό περνώντας από τον κατεστραμμένο δρόμο
11. Ο Άρης ανεβαίνει το βουνό ψάχνοντας την οικογένειά του.
12. Ο Άρης συναντάει την οικογένειά του αλλά και τον Στέφανο.
13. Ο Άρης με τον Στέφανο ξεκινάνε για την τελευταία αποστολή
Ο Δημόσιος Κατήγορος λέει: Ποτέ, ποτέ στα δικαστικά χρονικά δεν έχει ξανάρθει στο φως τέτοια αποτρόπαια υπόθεση. Κύριοι δικαστές, έχετε μπροστά σας ένα μοχθηρό και κυνικό τέρας. Κοιτάξτε τον!
Τότε όλα τα κεφάλια στρέφουν για να κοιτάξουν τον Βερντού κι εκείνος στρέφει το κεφάλι και κοιτάζει πίσω του απορημένος.
Ο Δημόσιος Κατήγορος συνεχίζει: Παρατηρήστε τον, κύριοι. Αυτός ο άνθρωπος, που διαθέτει μια καταπληκτική διάνοια, αν μπορούσε να τιθασεύει τα ένστικτά του, θα χρησιμοποιούσε το θείο χάρισμα της διανοίας για να ζήσει μια τίμια ζωή. Κι όμως, προτίμησε να ληστεύει και να δολοφονεί ανυποψίαστες γυναίκες. Για την ακρίβεια, ασκούσε τη συγκεκριμένη του δραστηριότητα επαγγελματικά! Δεν ζητάω εκδίκηση κύριοι δικαστές, ζητάω απλά να προστατευτεί η κοινωνία. Γι΄αυτόν τον κατά συρροή δολοφόνο απαιτώ την εσχάτη των ποινών –εκτέλεση στη γκιλοτίνα. Η Πολιτεία ολοκλήρωσε την αγόρευσή της.
Ο Δημόσιος Κατήγορος κάθεται.
Ο Δικαστής λέει: Μεσιέ Βερντού κριθήκατε ένοχος. Έχετε να πείτε τίποτα πριν σας απαγγελθεί η ποινή;
Ο Ανρί Βερντού λέει: Ουί, μεσιέ, έχω κάτι να πω. Επειδή, όσο κι αν με επέκρινε ο Δημόσιος Κατήγορος, παραδέχτηκε τουλάχιστον οτι έχω μυαλό. Ευχαριστώ Μεσιέ, όντως έχω! Και για 35 χρόνια το χρησιμοποιούσα τίμια. Μετά όμως κανένας δεν ήθελε πλέον το μυαλό μου. Οπότε αναγκάστηκα να στήσω τη δική μου δουλειά. Σχετικά με το οτι είμαι κατά συρροή δολοφόνος –μήπως αυτή μου η έξη δεν ενθαρρύνθηκε από το κράτος; Μήπως δεν είναι το κράτος που φτιάχνει όπλα καταστροφής τα οποία μοναδικό σκοπό έχουν τις μαζικές δολοφονίες; Μήπως δεν είναι αυτοί που ανατινάζουν ανυποψίαστες γυναίκες και κομματιάζουν παιδάκια; Και μήπως δεν το κάνουν όλο αυτό με τον πιο επιστημονικό τρόπο; Αν και κατά συρροή δολοφόνος, είμαι απλός ερασιτέχνης σε σύγκριση με αυτούς! Τέλος πάντων, δεν επιθυμώ να χάσω την ψυχραιμία μου, επειδή πολύ σύντομα πρόκειται να χάσω και το κεφάλι μου. Όπως και να ‘χει, αφήνοντας πίσω μου πλέον αυτή τη σπίθα που ονομάζεται επίγεια ζωή, έχω ένα μόνο πράγμα να σας πω: Θα σας ξαναδώ όλους σας... σύντομα... πολύ σύντομα.
Η οθόνη έσβησε το ίδιο απότομα όσο είχε ανάψει. Έφταιγε μάλλον ο ήλιος που με κάποιο τρόπο κατάφερε να περάσει τον καπνό και να μου καρφώσει μια ακτίνα ανάμεσα στα μάτια. Μαζί με όλα αυτά χάθηκε απότομα και η αίσθηση οτι βρισκόμουν αναπαυτικά καθισμένος σε θερινό σινεμά και έβλεπα εκείνη την ασπρόμαυρη ταινία με τον Τσάρλι Τσάπλιν. Που διάολο πήγε το σινεμά; Που πήγε η ταινία; Γιατί έσβησε η οθόνη πριν πέσουν οι τίτλοι τέλους; Μούγκρισα δυσαρεστημένος.
«Έπαθες τίποτα;» ρώτησε ο Στέφανος από δίπλα μου.
«Καλά είμαι –προχώρα», νευρίασα.
«Πρέπει να προσέχουμε από δω και πέρα κι εσύ πηγαίνεις σαν κουρδισμένος! Τι σου συμβαίνει;»
Σταμάτησα απότομα –κόντεψα να γκρεμοτσακιστώ. Κοίταξα τριγύρω. Τα πεύκα είχαν φύγει πίσω μας, μπροστά ξεκινούσαν τα αρμυρίκια. Κι αυτός ο θόρυβος, όχι κάτι κοντινό ή συγκεκριμένο –θόρυβος ακαθόριστος. Από τη μια πλευρά θα πρέπει να ήταν το βουητό της θάλασσας. Όμως υπήρχε κι άλλη πλευρά.
«Ακούς κάτι;» ψιθύρισα στον Στέφανο.
«Μάλλον το Μηχανικό καθαρίζει τον δρόμο. Δεν μπορούμε να πάμε από εκεί», είπε.
«Το Μηχανικό ε; Μπουλντόζες, εκσκαφείς...»
«Κάτι τέτοιο», μουρμούρισε ο Στέφανος.
Ξεκίνησα να περπατάω πιο προσεκτικά τώρα. Εκσκαφείς να κομματιάζουν και να πολτοποιούν τα κουφάρια, μετά μπουλντόζες να τα μεταφέρουν μέχρι τις καρότσες των φορτηγών... Η μεγαλύτερη συμβολή μου στην εξάπλωση της επανάστασης...
«Φοβούνται μάλλον να στείλουν περιπόλους μέχρι τη θάλασσα, φοβούνται τις ενέδρες. Αυτό μας δίνει χρόνο», διαπίστωσε ο Στέφανος.
Ξέρουν οτι πρέπει να φτάσουν μέχρι τη θάλασσα για να ψάξουν αυτά τα σπουδαία καθάρματα, τον φονιά και τον τζουτζέ του. Αλλά θα το κάνουν με πλήρη ισχύ, καμιόνια γεμάτα στρατιώτες, ερπυστριοφόρα... Μας δίνουν χρόνο! Λιώνουν νεκρούς στρατιώτες και γυναικόπαιδα και μας δίνουν χρόνο. Ενοχλούν τα αγριόσκυλα και τα τσακάλια, τους στερούν το φαγητό και μας δίνουν χρόνο. Ας τα εκμεταλλευτούμε όλα αυτά.
«Πάμε λοιπόν πιο γρήγορα», είπα.
«Μη βιάζεσαι. Υποθέσεις κάνω οτι δεν έχουν στείλει περιπόλους...» απάντησε ο Στέφανος.
«Όπως και νάχει, όποιος και νάναι...» είπα και τάχυνα το βήμα μου.
Το χώμα έγινε άμμος εκεί που οι πέτρες αρνούνταν να μεγαλώσουν, οι μπότες μου άρχισαν να βουλιάζουν κι εγώ που είχα ήδη μουσκέψει από ιδρώτα και προδοσία δεν νοιαζόμουν ιδιαίτερα για όλα αυτά. Μόνο προχωρούσα. Σαν το μουλάρι στο χωράφι που οργώνει. Σαν τον στρατιώτη που συμπληρώνει το εκτελεστικό απόσπασμα. Μόνο που εγώ δεν είχα την πολυτέλεια της αστοχίας, δεν θα υπήρχαν άλλες σφαίρες εκτός από τις δικές μου. Γι΄αυτό έβγαλα το πιστόλι από τη ζώνη και άρχισα να το επιθεωρώ περπατώντας. Δοκίμασα το κλείστρο, όπλισα, ασφάλισα, απασφάλισα και πάλι από την αρχή. Μπροστά μας τώρα ακουγόταν ένα σπηλαιώδες κύμα, πίσω μας οι μπουλντόζες κι εγώ άκουγα το γρατζούνισμα της σκόνης ανάμεσα στα κινούμενα μέρη του όπλου. Υπήρχε περίπτωση να πάθει εμπλοκή; Να σκάσει στα μούτρα μου;
Ο Στέφανος γύρισε να με κοιτάξει επειδή βάδιζα πίσω του και ανασήκωσε τους ώμους απορημένος.
«Θα σε σκοτώσω όταν τελειώσουν όλα αυτά», του είπα. Και το εννοούσα.
Το ξενοδοχείο πετάχτηκε μπροστά μας σαν νευρωτικό φάντασμα, τρόμαξα με την κατάντια του. Επειδή το προσεγγίζαμε από την πίσω πλευρά, εκεί που κανονικά θα έπρεπε να φαίνεται η αυλή της κουζίνας. Σωροί επίπλων μισοθαμμένοι σε χαντάκια σκαμμένα βιαστικά. Μύγες τριγύρω από σωρούς σκουπιδιών. Περπατούσα πιο προσεκτικά τώρα, όσο πλησίαζα τον χαμηλό φράχτη έβγαζα μάτια στα πλάγια του προσώπου μου. Ο Στέφανος ανοίχτηκε λίγο κι έτσι βρέθηκε 20 μέτρα δεξιά μου. Τον είχα στην άκρη του ματιού μου όσο προχωρούσα. Και τότε, πίσω από τα σπασμένα έπιπλα κάτι κινήθηκε. Σταμάτησα, αλλά ο Στέφανος συνέχισε.
«Εμείς είμαστε!» φώναξα. «Άρης, Στέφανος!»
Πίσω από τα έπιπλα μια φιγούρα τεντώθηκε, μετά η φιγούρα βγήκε μπροστά, στο ξέφωτο να μας δει καλύτερα.
«Εσείς...» χαμογέλασε απορημένος ο Μάρκος.
Δεν πρόλαβε να κάνει τίποτα περισσότερο. Στα χέρια του κρατούσε κάτι σαν φτυάρι και κοίταζε εμένα τη στιγμή που σκίστηκε ο αέρας με θόρυβο. Γύρισα στο πλάι όσο ο Μάρκος διπλωνόταν ψαχουλεύοντας πανικόβλητος την κοιλιά του, είδα το πιστόλι του Στέφανου να καπνίζει ακόμα όσο σημάδευε. Ο πρώτος πυροβολισμός με είχε πρόσκαιρα κουφάνει οπότε δεν άκουσα τον δεύτερο. Αλλά εντόπισα τα αποτελέσματά του εκεί που κάποτε θα πρέπει να ήταν το πρόσωπο του Μάρκου. Ο οποίος τινάχτηκε σπασμωδικά και γκρέμισε τα στοιβαγμένα έπιπλα.
«Τι έκανες ρε πούστη;» ούρλιαξα.
«Δεν έχουμε ώρα για παιχνίδια –προχώρα! Τώρα μας περιμένουν», χαμογέλασε ο Στέφανος.
Σήκωσα το δικό μου πιστόλι, τον σημάδεψα, εκείνος δεν έκανε τίποτα. Μόνο χαμογελούσε.
«Προχώρα κι άσε τις σαχλαμάρες», είπε.
Προχωρήσαμε.
Όταν περάσαμε τον χαμηλό φράχτη ένιωσα τη μπόχα των σκουπιδιών ανακατεμένη με την όξινη μυρωδιά αίματος, κοίταξα άθελά μου το σώμα του Μάρκου που ακόμα αναδευόταν κρατώντας το φτυάρι και αποφάσισα οτι για να γλιτώσω θα έπρεπε να σκοτώσω όποιον κυκλοφορούσε σ΄αυτό το μέρος. Είδα δίπλα μου τον Στέφανο, μοιραστήκαμε πανικό.
«Έχεις σφαίρες;» με ρώτησε.
«Αρκετές», είπα.
«Τρέχα», είπε εκείνος.
Κι έφτασε πριν από μένα στην πόρτα της κουζίνας, χούφτωσε το χερούλι πριν την κλωτσήσει και την ανοίξει απότομα. Μπήκαμε με τα μούτρα στη μούχλα. Μισοσκόταδο, κάποια βρύση έσταζε, ανθρώπινα περιττώματα προειδοποιούσαν για την ύπαρξή τους με τον αέρα κι εμείς περπατήσαμε αμίλητοι. Μέχρι να βγούμε από την κουζίνα το μισοσκόταδο έπαψε να είναι πρόβλημα. Τώρα είχαμε να αντιμετωπίσουμε τα ποδοβολητά.
Βρεθήκαμε απέναντι στον Γιούρι εντελώς ξαφνικά και το ίδιο απότομα τον πυροβολήσαμε. Ταυτόχρονα. Ο διάδρομος θόλωσε από καπνό και βουητό. Ο Γιούρι κατάφερε να ισορροπήσει μετά το δυνατό τράνταγμα και σήκωσε το όπλο του προς το μέρος μας. Ήμασταν σίγουροι οτι με 4-5 σφαίρες στο κορμί κανένας δεν μπορεί να ζήσει για πολύ και πάντως, σίγουρα δεν διαθέτει την συνηθισμένη ευχέρειά του στη σκόπευση. Γι΄αυτό κολλήσαμε αντικριστά στους τοίχους του διαδρόμου και φτάσαμε γρήγορα δίπλα του, άφησα τον Στέφανο να τον χτυπήσει στα πλάγια του λαιμού με την κάνη του όπλου και να τον σωριάσει στο πάτωμα. Εκείνη τη στιγμή εκπυρσοκρότησε το όπλο του Γιούρι ενώ ο ίδιος βρόντηξε με τα μούτρα κάτω ουρλιάζοντας: «Αφεντικό!»
«Μπορούσαμε να την φάμε λόγω εξοστρακισμού...» μουρμούρισε σκεφτικός ο Στέφανος.
«Που τέτοια τύχη!» γέλασα.
«Έπρεπε να τον τελειώσουμε πιο γρήγορα», είπε εκείνος.
Και συνεχίσαμε τον δρόμο μας στο ξενοδοχείο που φαινόταν να ξυπνάει τρομαγμένο.
«Λες να πρόλαβε κανένας να κατέβει;» αναρωτήθηκε ο Στέφανος.
«Πιο γρήγορα από τον Γιούρι;» αμφέβαλλα εγώ. «Και για ποιο λόγο;»
Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε προσεκτικά τις σκάλες. Από πάνω μάς έλουσαν πνιχτές φωνές, τρόμος που δάγκωνε τα μαξιλάρια.
«Πάω για τον θείο», είπα στον Στέφανο. «Εσύ πρόσεχε απέξω».
Και μετά έπεσα στην πόρτα του δωματίου του λες κι όλη μου η ζωή εξαρτιόταν από αυτό. Που, ήταν έτσι ακριβώς δηλαδή... αλλά δεν βρήκα κανέναν μέσα στο δωμάτιο του θείου Χάρη. Και βλαστήμησα την απρονοησία μου, ήταν όμως αργά για να διορθώσω τα πράγματα επειδή η πόρτα στα δεξιά μου έβηξε κομμάτια ξύλου ανακατεμένα με καπνό. Τις σφαίρες δεν τις είδα, αλλά τις ένιωσα. Έπεσα στο πάτωμα τρέμοντας, σημάδεψα προς τα κει. Αλλά έγινε ησυχία, κάποιος ήχος σαν λόξυγκας την διέκοπτε περιοδικά –σκέφτηκα λοιπόν οτι είχα χτυπηθεί κι αν ήθελα να ξεμπερδεύω θα έπρεπε να το κάνω τώρα αμέσως, όσο ήμουνα ακόμα ζεστός.
Σηκώθηκα, άδειασα το πιστόλι μου στην ξεχαρβαλωμένη πόρτα χωρίς να βλέπω, όσο πυροβολούσα προχωρούσα –σταμάτησα μόνο όταν άκουσα ένα γυναικείο ουρλιαχτό. Κατέβασα το πιστόλι και έσπρωξα την πόρτα. Ο θείος Χάρης με σημάδευε χαμογελαστός –ακριβώς δίπλα του ήταν πεσμένη η Κατερίνα, ένα σεντόνι γλιστρούσε κάτω από το στήθος της αποκαλύπτοντας λευκό ασθενικό δέρμα και κάποια ρυάκια αίματος. Ξαφνιάστηκα περισσότερο απ΄αυτό παρά από το υψωμένο πιστόλι του θείου Χάρη.
«Έχεις γίνει πολύ αδιάκριτος τελευταία», γέλασε ο θείος Χάρης.
«Τι θέλει αυτή μαζί σου;» απόρησα.
«Οι στερημένες γυναίκες μαγνητίζονται ακόμα και στον αντικατοπτρισμό της εξουσίας», σχολίασε ο θείος Χάρης. «Πάντως, χάρη μου έκανες –δεν ήταν για περισσότερα».
Σήκωσα το όπλο και τον πυροβόλησα πριν καν το σκεφτώ, ξαφνιάστηκε αλλά ανταπέδωσε –σωριάστηκα στα υπολείμματα της πόρτας. Αλλά δεν πονούσα ακόμα.
Απέξω ακούστηκαν άγριες φωνές και πολλοί πυροβολισμοί, ο Στέφανος τους κρατούσε αποτελεσματικά. Κοίταξα τον θείο Χάρη που είχε πέσει με το κεφάλι γυρτό, ακουμπισμένος στο ξύλινο τελείωμα του κρεβατιού. Τότε παρατήρησα οτι ήταν με τα εσώρουχα, ένα κάπως γελοίο θέαμα γερασμένου ανθρώπου. Πήγα να γελάσω κι έβηξα αίμα. Σηκώθηκα όσο προσπαθούσε να γυρίσει το όπλο του προς το μέρος μου, αλλά το χέρι του τινάχτηκε παράλυτα.
«Περισσότερο απ΄όσα έχεις κάνει, η Κατερίνα σφραγίζει την καταδίκη σου», είπα.
Έκρωξε προσπαθώντας να γελάσει.
«Λόγια Άρη, πάντα μεγάλα λόγια και ύφος αρχάγγελου! Αλλά τελικά ήσουν χειρότερος από μένα –ακόμα νομίζεις οτι έχεις καλό σκοπό;» κορόιδεψε ο θείος Χάρης.
«Ξέρω τι είμαι και θα πληρώσω γι΄αυτό», μουρμούρισα.
«Θα μπορούσα να γίνω χρήσιμος σε οποιαδήποτε καινούργια κατάσταση, ξέρεις. Η εμπειρία δεν αγοράζεται, οι έμπειροι όμως πουλιούνται πρόθυμα», πρότεινε.
«Δεν ενδιαφέρομαι», τον έκοψα.
«Εσύ όχι –οι άλλοι όμως; Οι δικοί σου; Με ποιο δικαίωμα θα αποφασίσεις εσύ;»
«Με το δικαίωμα του όρθιου πάνω από τον πεσμένο», είπα και πάτησα το κεφάλι μου με το πέλμα της μπότας μου.
Χτύπησε στο ξύλινο τελείωμα του κρεβατιού –δυο ήχοι μαζεμένοι, ξύλο που ράγιζε και κόκαλα που έσπαγαν.
Έμεινα εκεί να τον κοιτάζω όσο ένα φλέμα έφραζε τον λαιμό του. Ήξερα οτι μάταια πάλευε να συνέλθει και τον έφτυσα στο πρόσωπο πριν φύγω.
«Όλοι ίδιοι είμαστε, όλοι ίδια θα ψοφήσουμε», είπα ανοίγοντας την πόρτα του δωματίου.
Σκέφτηκα οτι έπρεπε να σκεπάσω τη γύμνια της Κατερίνας και θα το έκανα αν είχα κουράγιο. Το σώμα μου έπαιρνε να μουδιάζει, μάλλον θα τα κατάφερνα να μην πεθάνω –για λίγο ακόμα. Ένα αιμάτινο αυλάκι χώρισε τα δάχτυλά μου και λέκιασε το πιστόλι.
Στο διάδρομο ο Στέφανος στεκόταν με τα πόδια ανοιχτά και σημάδευε τα σκαλοπάτια του από πάνω ορόφου. Εκεί πέρα, στα δυο τελευταία σκαλιά, το βαρύ σώμα της γυναίκας του τον είχε πλακώσει –από το πρόσωπό του λίγα πράγματα φαίνονταν πλέον.
«Η τελευταία κρουαζιέρα του ζεύγους Αργυροπούλου», έκανε χαιρέκακα ο Στέφανος ακολουθώντας το βλέμμα μου.
«Ένας ακόμα Πρόεδρος Κυβέρνησης που δεν θα προλάβει να ορκιστεί», μουρμούρισα εγώ.
«Τον μπασκίνα τον κανόνισες;» ρώτησε ο Στέφανος.
Ένευσα αμίλητος. Τότε μόνο είδα οτι στη σκάλα του πάνω ορόφου, λίγο πιο πάνω από τα πτώματα, η Ελβίρα είχε αγκαλιάσει σφιχτά τη Θάλεια –κοκαλωμένες.
«Αυτές;» έδειξα στον Στέφανο στρέφοντας το πιστόλι προς το μέρος τους.
Ούρλιαξαν.
«Δεν ξέρω...» είπε εκείνος. «Έχουν δει κάποια πράγματα και...»
«Η υστεροφημία της επανάστασης ή ο ανθρωπισμός;» αναρωτήθηκα.
Σήκωσε το όπλο αλλά πρόλαβα να το σπρώξω τόσο μακριά, όσο χρειαζόταν για να αστοχήσει πετυχαίνοντας κάτι κάδρα στον απέναντι τοίχο. Οι γυναίκες ούρλιαξαν για μια ακόμα φορά.
«Είσαι χτυπημένος», είπε ο Στέφανος.
«Δες το σαν τελευταία χάρη», μουρμούρισα.
«Δεν είμαι εγώ που αποφασίζω», μου εξήγησε ο Στέφανος.
«Παίρνω την ευθύνη», είπα.
«Κατεβείτε κάτω!» ένευσε ο Στέφανος και οι γυναίκες άρχισαν να πλησιάζουν τρέμοντας.
Εγώ σωριάστηκα στηριγμένος στον κοντινότερο τοίχο.
Η Θάλεια έκλαιγε.
Ο Στέφανος βημάτιζε αμήχανα.
Η Ελβίρα κάθισε δίπλα μου.
«Ήταν η Κατερίνα εκεί μέσα», μου είπε.
«Το ξέρω –άλλωστε εγώ τη σκότωσα», απάντησα.
«Είσαστε χειρότεροι από τους άλλους», ψιθύρισε.
«Και οι άλλοι είναι χειρότεροι από μας, τι τα ψάχνεις τώρα;» βόγκηξα.
Άρχισα να κρυώνω.
«Μας έλεγαν οτι είσαι επικίνδυνος τρομοκράτης...» μουρμούρισε η Ελβίρα.
«Σας έλεγαν. Ποιοι σας το έλεγαν;» ρώτησα.
«Ο θείος Χάρης...»
«Μόνο;»
«Κουβεντιαζόταν γενικά».
«Αλλά δεν σας είπαν και ποιοι ήταν εκείνοι», υπέθεσα.
«Ποιοι ήταν;» ρώτησε η Ελβίρα.
Στηρίχτηκα στον τοίχο για να σηκωθώ.
«Ποιοι ήταν;» ξαναρώτησε εκείνη.
«Επικίνδυνοι τρομοκράτες», είπα προσπαθώντας να κρατήσω κάποια σοβαρότητα.
Όμως τα πράγματα έπαιρναν να δυσκολεύουν, δε φαινόταν να έχει σακατευτεί καμιά βασική κλείδωση, μα το αριστερό μου πόδι ήταν σκέτο κούτσουρο. Και πονούσα άσχημα –κάπου στο στήθος. Κατά τα υπόλοιπα ήμουν μια χαρά, αν εξαιρέσεις οτι έσταζα παντού αίμα, σα σφαγμένο γουρούνι.
Ο Στέφανος με πλησίασε. Τον έσπρωξα πίσω, ή τουλάχιστον προσπάθησα.
«Έκανα οτι είχα να κάνω», του είπα.
Συμφώνησε σκεπτικός.
«Σύντομα θα πλακώσουν οι στρατιώτες και θα ήταν καλύτερα να μη βρουν ζωντανούς εδώ μέσα. Πάρε λοιπόν τις γυναίκες και γυρίστε πίσω, προς το βουνό. Ξέρεις που πρέπει να τις πας», είπα.
«Δεν έχουμε καμιά όρεξη να πάμε μαζί του», φώναξε η Ελβίρα.
Η Θάλεια έτρεμε αμίλητη.
Ο Στέφανος σήκωσε αδιάφορα τους ώμους.
Εγώ στηρίχτηκα στην κουπαστή της σκάλας για να μην πέσω.
«Εσύ τι θα κάνεις;» με ρώτησε.
«Λέω να πεθάνω από λίγο-λίγο», έβηξα.
«Δεν είσαι τόσο άσχημα χτυπημένος», διαπίστωσε.
«Εντάξει, γι΄αυτό υπάρχουν οι στρατιώτες», τον καθησύχασα.
«Αν προσπαθούσαμε να...» ξεκίνησε.
«Δεν υπάρχει περίπτωση», τον έκοψα.
Ήρθε δίπλα μου.
«Θυμάμαι όταν σε συνάντησα για πρώτη φορά. Είχα ακούσει τόσα πολλά για σένα, μάλλον με απογοήτευσες όταν σε πρωτοείδα», είπε.
«Είμαι εξπέρ στις απογοητεύσεις», του εξήγησα.
«Με τον καιρό όμως άρχισα να καταλαβαίνω γιατί σε θεωρούσαν τόσο σημαντικό», είπε ο Στέφανος.
«Μπράβο σου», γέλασα αδύναμα.
Είχα αρχίσει να κουράζομαι, κρύωνα, νύσταζα, πονούσα παντού.
«Μας παράτησες», είπε ο Στέφανος και διέκρινα ένα σπάσιμο στη φωνή του.
«Εντάξει», απάντησα. «Τώρα παρατήστε με κι εσείς να τελειώνουμε. Κουράστηκα».
Μου γύρισε την πλάτη.
«Είσαι υπεύθυνος για την οικογένειά μου», του φώναξα.
«Μην ανησυχείς», απάντησε.
Αλλά αυτό δεν μου ακούστηκε καθόλου καθησυχαστικό.
Σωριάστηκα στο κεφαλόσκαλο.
Η Ελβίρα ήρθε πάλι δίπλα μου, από κοντά και η Θάλεια που έμοιαζε να έχει ηρεμήσει. Άνοιξα τη χούφτα μου και άφησα το πιστόλι να πέσει στα πόδια της. Ανατρίχιασε όσο το πιστόλι γλιστρούσε πέφτοντας. Σα να την πέρναγε φίδι.
«Τώρα τι θα κάνεις;» ρώτησε.
«Σαν τι να κάνω δηλαδή;» απόρησα.
«Θα σε πιάσουν», είπε.
«Με το δίκιο τους», τη διαβεβαίωσα.
«Εμείς...»
«Καλύτερα να φύγετε, να μη σας βρουν εδώ. Οι στρατιώτες πρώτα πυροβολούν και μετά ρωτάνε», της είπα.
«Ενώ εσείς;» κορόιδεψε.
«Δεν ρωτάμε καν», της εξήγησα.
«Γιατί;» κλαψούρισε η Θάλεια.
«Κανείς δεν ξέρει», τη διαβεβαίωσα.
Από το παράθυρο του κάτω ορόφου έμπαινε κτηνώδικα ο ήλιος κι εγώ προσπάθησα να προφυλαχτώ κάπως, η Ελβίρα ακούμπησε το χέρι της στο πρόσωπο μου πριν σηκωθεί, με δρόσισε λίγο.
«Φεύγουμε», μου είπε.
Έμεινα λοιπόν να τις κοιτάζω καθώς κατέβαιναν αργά τις σκάλες, δυο γυναίκες που ήθελαν να γλιτώσουν από όλα αυτά.
«Θα σας ξαναδώ όλους σας... σύντομα... πολύ σύντομα», ψέλλισα.
Ο θείος Χάρης και ο Γιούρι δεν μου απάντησαν τίποτα. Ούτε οι Αργυρόπουλοι.
Ούτε κι ο Μάρκος ή η Κατερίνα.
Egidio Gherlizza- Τζέφυ και Τσέρυ
-
Ο Egidio Gherlizza είναι ένας καλλιτέχνης για τον οποίο μιλούν ελάχιστα,
ωστόσο ο πιο τυχερός χαρακτήρας του, ο αλήτης Σεραφίνο, κατάφερε να γίνει
μια μ...
Πριν από 5 μήνες
8 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:
εισβολή στα ανάκτορα ήταν αυτή;
πάντως, ο θείος χάρης στο λαιμό μου 'χε κάτσει. το θείος θα φταίει.
πρτφ
Η εισβολή ακολουθεί στο επόμενο και τελευταίο. Μόνο που πρόκειται για εισβολή μέσω ανοιχτών πορτών και με το τραπέζι στρωμένο. Άντε, μη σου αποκαλύψω και το φινάλε!
Το "θείος" για μένα είναι συνώνυμο του πατερναλισμού και είπα να το δέσω με την εικόνα του νταβατζή και του μπάτσου. Η πλάκα είναι πως σε κάποιους άρεσε ο θείος Χάρης, γούσταραν τις ατάκες και το στυλάκι του μάλλον. Πολύ με χαροποίησε αυτό, επειδή προσπάθησα να φτιάξω δυο ανθρώπινα κτήνη σε αυτή την ιστορία (το δεύτερο ήταν ο αστυνόμος) και δυο αποκτηνωμένους ανθρώπους (τον Άρη και τον Στέφανο). Τώρα, το τι πέτυχα...
κάπου πάει το μυαλό μου, λυτρωτικό φινάλε κέτσι, το ποιός θα λυτρωθεί είναι το θέμα.
όχι δε συμφωνώ, ο θείο χάρης ήταν τόσο γλοιώδης που μόνο έναν νευρωτικός θα μπορούσε να τον δει με συμπάθεια, λες;
τι παίζει το σάββατο, κάνεις πάρτυ γιατί δε κατάλαβα.
πρτφ
Ναι πολύ λυτρωτικό! Χαχαχα
Λες να ήταν νευρωτικοί αυτοί που γούσταραν τον θείο Χάρη; Τι να πω! Πάντως θυμάμαι οτι είχα αναγκαστεί να σχολιάσω "συνέλθετε ρε -νταβατζής είναι ο άθρωπος!"
Πάρτυ; Όχι ρε -κάτι αναμνησιακά αποσπάσματα από μια συνέντευξη του 80φεύγα θα σηκώσω, λόγω της ημέρας.
μήπως μια ανατροπή 180 μοιρών συν λίγο χάπι-εντ,θανεβαζε περισσότερο τον αναγνώστη?
Ας πούμε: Η κάμερα στο φινάλε κάνει ζουμ στην 7 όπου βλέπουμε τους πάντες αγκαλιασμένους,όλοι μαζι,εχθροί και φίλοι στην υποδοχή του Φερναντίνιο.
Οχι ε?
Είπαμε ρε, να γράφω ιστορίες φαντασίας, αλλά όχι κι έτσι! Η υποδοχή του Φερναντίνιο εντάσσεται στην κατηγορία "επιστημονική φαντασία -ιστορίες από μακρινούς πλανήτες" και δεν είναι το φόρτε μου. Αν ζούσε ο Φίλιπ Ντικ να το έκανε, αλλά εγώ δεν...
Κοντά έπεσες στις μοίρες της ανατροπής πάντως.
otan akouw finale k motor fovamai ta xirotera
Χαχα και ελπίζω να μη σε απογοητεύσω για μια ακόμα φορά!
Υ.Γ.: Συγνώμη για τη μαλακία τον μετριασμό σχολίων αλλά έχει μπει ένας σπάμερ και μου έχει ζαλίσει τ΄αρχίδια.
Δημοσίευση σχολίου
Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!