Τρίτη, Σεπτεμβρίου 08, 2009

15. Ο ήλιος μετά τη βροχή

Προηγουμένως:
1.Ο Άρης είναι καθηλωμένος σε παραθαλάσσιο ξενοδοχείο αντιμετωπίζοντας σημαντικά κενά μνήμης. Μαζί με μια ακόμα ένοικο, την Κατερίνα, βρίσκουν έναν κρεμασμένο άντρα κοντά στο ξενοδοχείο.

2. Οι χωρικοί εμφανίζονται με απειλητικές διαθέσεις λόγω του κρεμασμένου, αλλά η κατάσταση διορθώνεται μετά την παρέμβαση του θείου Χάρη και την παράδοση των ενόχων κυνηγών.

3. Κατανομή αρμοδιοτήτων μέσα στο ξενοδοχείο, όσο τα όπλα παραμένουν στον θείο Χάρη και μια φωτογραφία εφημερίδας που ισχυρίζεται οτι ο Άρης είναι καταζητούμενος τρομοκράτης.

4. Ψάρεμα με αμφίβολα αποτελέσματα και κάποιες αψιμαχίες σχετικά με την κατανομή αρμοδιοτήτων.

5. Μια απόπειρα βιασμού έχει συνέπεια την κοινή πορεία του Άρη με τον Πάνο εκτός ξενοδοχείου.

6. Ο Άρης φτάνει στο χωριό και, με τη βοήθεια του αστυνόμου, ψάχνει να βρει την κόρη του.

7. Ο Άρης συναντάει τους δικούς του συντρόφους για να ανακαλύψει οτι δεν είναι ούτε δικός τους, ούτε σύντροφός τους.

8. Ο Άρης ανακαλύπτει διάφορα πράγματα, μεταξύ αυτών και το πτώμα του πατέρα του.


9. Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο -η αντοχή των ορίων μεταξύ "δικού" και "ξένου"

10. Μετά από ένα βράδυ στο ξενοδοχείο ο Άρης ξεκινάει για το βουνό περνώντας από τον κατεστραμμένο δρόμο

11. Ο Άρης ανεβαίνει το βουνό ψάχνοντας την οικογένειά του.


12. Ο Άρης συναντάει την οικογένειά του αλλά και τον Στέφανο.

13. Ο Άρης με τον Στέφανο ξεκινάνε για την τελευταία αποστολή

14. Κάποιο αμφίβολο ξεκαθάρισμα λογαριασμών.

Έγειρε προς την πλαστική σακούλα με τα πορτοκάλια, τα ζούληξε εξεταστικά και διάλεξε ένα. Μετά το πέταξε στον αέρα, το ξανάπιασε σα μπαλάκι του μπέιζμπολ, το ζύγιασε και καμώθηκε οτι θα το σουτάρει στον απέναντι τοίχο. Γέλασε παιδιάστικα.
«Πάρτο», μου είπε. «Αλλά φοβάμαι οτι αυτό το κωλοχανείο δεν διαθέτει μαχαίρι –θα πρέπει να το ξεφλουδίσεις με τα νύχια σου».
Άφησε το πορτοκάλι στο τραπέζι που μας χώριζε κι εκείνο κύλησε προς το μέρος μου, δεν έκανα καμιά κίνηση να το πιάσω. Απλά το φρέναρα όταν κόντεψε να πέσει έξω από το τραπέζι.
«Πάρτο –είναι από τα δικά μου! Από τον κήπο μου –θυμάσαι;» είπε ο αστυνόμος.
Θυμόμουν.

Τελικά τα πράγματα δεν είχαν πάει όπως τα υπολόγιζα.

Είχαν έρθει στο ξενοδοχείο, είχαν γκρεμίσει την κεντρική πόρτα, είχαν γεμίσει λάσπες τη μοκέτα με τις αρβύλες τους. Στρατιώτες. Με βρήκαν ζαλισμένο κοτόπουλο, καθισμένο στο κεφαλόσκαλο, κρατημένο από την κουπαστή. Μάλλον γι΄αυτό δεν με πυροβόλησαν αμέσως. Είχα λιποθυμήσει από τις κλωτσιές τους. Είχα ξυπνήσει μετά από ώρες σ΄έναν παγωμένο πάγκο σφαγείου κάτω από ηλεκτροφόρα φώτα. Εκλιπαρούσα, έκλαιγα.
«Σταματήστε τον ήλιο, σταματήστε τον ήλιο...»
Μάταια.

Με είχαν ναρκώσει στη συνέχεια.

Είχα κολυμπήσει στο Μεγάλο Πουθενά, αλλά δεν ξέρω για πόσο. Δίπλα μου γνωστοί και άγνωστοι. Ξεκοιλιασμένοι ή με τουμπανιασμένα σώματα επέπλεαν. Ο θείος Χάρης με μια οδοντογλυφίδα ανάμεσα στα δόντια του, την είχε φτύσει γελώντας στα μούτρα μου καθώς με προσπερνούσε. Ο Μάρκος και ο Πάνος απορημένοι, περίλυποι. Ο Αργυρόπουλος να πνίγεται αβοήθητος –μάλλον δεν ήξερε κολύμπι. Η γυναίκα του που προσπαθούσε να κρατηθεί από πάνω του. Βούλιαξαν μαζί. Εγώ κολυμπούσα. Όχι, δεν είχα δει κανέναν από την οικογένειά μου. Μόνο κάποια στιγμή νόμισα πως διέκρινα τον πατέρα μου, παρασυρμένο από ένα βρώμικο, βουβό κύμα –δε με κοίταζε κι εγώ απέφυγα να του μιλήσω, ήταν το στόμα μου γεμάτο λάσπη...

Είχα ξυπνήσει σ΄ένα κρεβάτι νοσοκομείου με λευκά τριζάτα σεντόνια, πονούσα κάθε φορά που πήγαινα να στρίψω το σώμα μου, μέχρι που κατάλαβα οτι ήμουνα γεμάτος σωληνάκια. Είχα βιαστεί να ξανακοιμηθώ.

Χωρίς όνειρα αυτή τη φορά.

Ένας στρατιωτικός γιατρός με κοίταζε ικανοποιημένος.
«Κάναμε το καλύτερο δυνατό», μου είχε πει.
«Δεν ήταν ανάγκη».
«Μα τι λέτε! Θα μπορούσατε να πάθετε μεγάλη ζημιά, μη αναστρέψιμη!»
«Που τέτοια τύχη!»
Ο γιατρός είχε γελάσει καλόκαρδα καθώς με εξέταζε.

Μέρες, νύχτες, μέρες, απογεύματα, ξημερώματα... Τα πάντα ορίζονταν από τις ακτίνες του ήλιου που περνούσαν διακριτικά τη βαριά κουρτίνα στο χρώμα της μουστάρδας. Είχα απαιτήσει να μένει κλειστή η κουρτίνα, όσο καλύτερα γινόταν. Και οι νοσοκόμοι ήταν φιλικοί, προσεκτικοί, έδειχναν ενδιαφέρον. Αυτό μάλλον σήμαινε οτι θα με τσακίζανε στην ανάκριση και τώρα με είχαν στην προθέρμανση, για να με παγώσουν απότομα μετά –να σπάσω.

Πόσος καιρός πέρασε;

Είχε έρθει μια επιτροπή αξιωματικών, μου έχωσαν κάτι χαρτιά μπροστά στα μούτρα, να υπογράψω.
«Δεν υπογράφω», είχα πει.
«Μα, δεν είναι τίποτα κακό!»
Σε καμιά περίπτωση!
«Απλά μας εξουσιοδοτείτε εκ των υστέρων για τις επεμβάσεις οι οποίες ήταν αναγκαίες προκειμένου να διαφυλαχθεί η ζωή σας!»
«Τις κάνατε αυτές τις επεμβάσεις;»
«Βεβαίως!»
«Δικό σας πρόβλημα τότε».
Είχαν φύγει απορημένοι.

Περίμενα την ανάκριση, πόνταρα κιόλας. Ξύλο; Φάρμακα; Εκβιασμός; Μάλλον κοκτέιλ. Κοιμόμουν όσο περισσότερο μπορούσα κι όταν δεν μπορούσα κοίταζα το ταβάνι. Δεν έπαιρνα τα χάπια που μου δίνανε, πονούσα φρικτά.

Κοιμόμουν όταν με μούδιαζε εντελώς ο πόνος. Έτσι είχε γίνει κι εκείνη τη μέρα.

Άνοιξα τα μάτια απότομα, τον είδα, τρόμαξα. Χαμογελούσε ψεύτικα.
«Τι θες εσύ εδώ;» μούγκρισα. Πολύς ιδρώτας.
«Ήρθα να δω τι κάνεις!» απορημένος εκείνος.
«Πως μπήκες εδώ μέσα;»
«Από την πόρτα –πως αλλιώς;»
«Σε στρατιωτικό νοσοκομείο;»
«Γιατί όχι; Τι κακό έχουν τα στρατιωτικά νοσοκομεία;» σκεφτικός. «Α, μάλλον δεν έμαθες τα νέα».
«Ποια νέα;»
«Τέλειωσε».
«Τι τέλειωσε;»
«Όλο αυτό. Τέλειωσε».
Τον είχα κοιτάξει δύσπιστος –κάπως πιο παχύς μου φάνηκε από την εποχή που κρυβόμασταν σε ερειπωμένα σπίτια. Καλοξυρισμένος, ντυμένος καθαρά, ασυνήθιστα. Ήταν κάποτε μονίμως ενθουσιώδης, κάποιοι από μας τον θεωρούσαν βλάκα. Δεν ήταν. Απλά ενθουσιώδης, υπεραισιόδοξος. Στη φυλακή έκανε απεργία πείνας για να του φέρουν μια κιθάρα. Του την έφεραν. Δεν ήξερε να παίζει. Τον απειλήσαμε οτι θα κάνουμε απεργία πείνας όλοι οι υπόλοιποι αν δεν την επιστρέψει. Δεν την επέστρεψε. Υπεραισιόδοξος. Ποτέ δεν έμαθε να παίζει. Τίποτα.

Ξανακοιμήθηκα. Χωρίς όνειρα.

Η κουρτίνα είχε ανοίξει μαζί με την περίοδο των βροχών. Ένας νευρικός νοσοκόμος μου είχε κάνει τη χάρη, μύρισε το δωμάτιο βερνίκι για αρβύλες καθώς περνούσε δίπλα μου.
«Πες μου κάτι», είχα ζητήσει.
«Ότι θέλετε!» πρόθυμος, υποτακτικός –όχι όπως αρμόζει σε φύλακα κρατούμενου.
«Τι σκατά έγινε τελικά;»
«Κυβέρνηση συνεργασίας...»
«Ποιοι συνεργάστηκαν δηλαδή;»
«Όλοι με όλους».
«Αυτός που ήρθε τις προάλλες να με δει...»
«Δεν ήμουν εδώ κύριε –δεν ξέρω».
Του περιέγραψα τον παλιόφιλο σαν αυτόπτης σε ειδεχθές έγκλημα.
«Μάλλον για τον προσωρινό Υπουργό Πολιτισμού μιλάτε!»
Πόνεσα παντού από τα γέλια. Ο νοσοκόμος έφευγε.
«Να σου πω! Αν διοργανώσει καμιά συναυλία, μην κάνεις τη μαλακία και πας!»
Μια κρίση βήχα, πόνος, γέλιο, αγανάκτηση –ο νοσοκόμος είχε φύγει βιαστικά για να φωνάξει τον γιατρό.

Τώρα είχα μάθει. Τι είχε γίνει. Μου έλειπαν μόνο τα επιμέρους –πόσος χρόνος είχε περάσει και που ήταν η οικογένειά μου. Μου έλειπαν δηλαδή τα βασικά.

Είχαν έρθει βράδυ, την ώρα που χαλάρωναν οι βάρδιες των νοσοκόμων. Έπρεπε να πάρουν πολλές προφυλάξεις. Κατανοητό. Άναψαν το φως δίπλα στο κεφάλι μου, ημίφως, φαίνονταν μόνο οι σκιές τους. Ψηλόλιγνες σκιές, έβγαλαν τα καπέλα τους κι έμοιαζε σα να έτρεχαν δρεπάνια στους τοίχους, καθώς τα άφηναν στις καρέκλες. Είχαν μείνει όρθιοι. Ακατανόητο. Ήταν τρεις. Ο Στέφανος και δυο γαλονάδες.
«Μια χαρά τα πας», είχε πει ο Στέφανος.
«Ήμουν και καλύτερα», είχα παρατηρήσει.
Αμηχανία.
«Να σου συστήσω τους κυρίους».
«Δεν βλέπω πουθενά κανέναν κύριο. Μόνο πληρωμένους φονιάδες και τσιράκια».
Έξω η βροχή κοβόταν από αστραπές. Οι δυο γαλονάδες είχαν προσπαθήσει να κοιταχτούν χωρίς να τους πάρω χαμπάρι. Είχα δει τις μύτες τους να ενώνονται στον τοίχο πίσω.
«Είσαι μάλλον, ακόμα ταραγμένος», έλεγε ο Στέφανος.
«Που είναι η γυναίκα και η κόρη μου;»
«Ψάχνουμε να τις βρούμε όλον αυτόν τον καιρό».
«Πόσος καιρός;»
«Τρεις μήνες περίπου».
«Πολύς καιρός. Αλήθεια, ψάχνετε να τις βρείτε ή να τις χάσετε;»
«Μα τι είναι αυτά που λέει!» είχε πεταχτεί ένας γαλονάς.
«Αν έχουν πάθει τίποτα θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια! Δηλαδή, έτσι κι αλλιώς θα σε σκοτώσω...» είχα κοιτάξει τον Στέφανο.
«Περίμενε να γίνεις καλά πρώτα...»
«Δε χρειάζεται, σε καταφέρνω ακόμα και μέσα απ΄τον τάφο».
Οι γαλονάδες είχαν πλησιάσει.
«Κύριε, ο χρόνος μας είναι πολύτιμος και η συμφωνία που σας προσφέρουμε εξαιρετικά συμφέρουσα, γι΄αυτό...»
Τους είχα κόψει.
«Στη συμφωνία περιλαμβάνεται η γυναίκα και η κόρη μου;»
«Δεν έχουμε κατορθώσει ακόμα να τις βρούμε».
«Όταν τις βρείτε, ξαναπεράστε να συζητήσουμε. Μέχρι τότε...»
Είχα χτυπήσει το κουδούνι, ένας νοσοκόμος είχε μπει διστακτικά. Είχε βαρέσει ξεγυρισμένες προσοχές στους γαλονάδες. Είχα ζητήσει χάπια –με τη δικαιολογία οτι πονούσα. Οι επισκέπτες είχαν φύγει. Ο νοσοκόμος με τα χάπια σε πλαστικό ποτήρι. Τα είχα κρύψει στο πλάι του κρεβατιού όταν έμεινα μόνος. Ξάγρυπνος για πολλές νύχτες.

«Έγιναν όλα πολύ βιαστικά και δεν πρόλαβα να σε ρωτήσω τότε... Εσύ έδωσες εντολή να μη με πειράξουν οι δικοί σου;» ρώτησε ο αστυνόμος.
Ήταν ο πρώτος μου επισκέπτης στους δυο μήνες που είχαν περάσει από την επίσκεψη του Στέφανου. Γέλασα.
«Δεν έδωσα καμιά εντολή», είπα. «Δεν είναι στο χαρακτήρα μου...»
Γέλασε με τη σειρά του, μάλλον καλόκαρδα.
«Είσαι, αυτό που λέμε ιδεαλιστής ε; Πιστός στις αρχές σου ανεξαρτήτως κόστους!»
«Απλά δεν ανακατεύομαι στις δουλειές των άλλων. Αν οι άνθρωποι του χωριού θέλανε να σε σκοτώσουν, θα είχαν τους λόγους τους...»
«Λόγους! Φανατισμός κι εκδικητικότητα!» ξεφύσηξε.
«Οι κατευθυντήριοι άξονες της ιστορίας», μουρμούρισα.
«Είδες λοιπόν που έχω δίκιο; Είσαι ιδεαλιστής τελικά!» πανηγύρισε ο αστυνόμος. «Μα, φάε ένα πορτοκάλι».
Πιάστηκα από την πατερίτσα και κατάφερα να σηκωθώ. Δεν ήμουν πλέον γεμάτος σωληνάκια αλλά μου έλειπε ένα πνευμόνι. Είχαν βγάλει και τη σπλήνα κι ένα νεφρό, το αριστερό μου πόδι ήταν γεμάτο σίδερα. Κατά τα άλλα –μια χαρά.
Πλησίασα την κουρτίνα στο παράθυρο, τη μέριασα λίγο, ο ήλιος δεν είχε βγει ακόμα. Μάλλον για ζέστη το πήγαινε και σήμερα.
«Άκουσες τίποτα για την οικογένειά μου;» τον ρώτησα.
«Μπερδεμένα πράγματα –από όσους γύρισαν στο χωριό μετά τη συνθηκολόγηση. Πηγαίνοντας για την πόλη έπεσαν σε διασταυρούμενα πυρά, κάποιοι σκοτώθηκαν, πολλοί έτρεξαν να σωθούν... Κανένας δεν ήξερε περισσότερα, κανένας δεν θυμόταν ποιος ήταν δίπλα του εκείνη την ώρα...»
«Μια γυναίκα θλιμμένη σαν το φθινόπωρο κι ένα κοριτσάκι με ανοιξιάτικα μάτια...» μουρμούρισα άθελά μου.
Ο αστυνόμος το άκουσε και κατέβασε το κεφάλι.
«Έγιναν πολλά άσχημα πράγματα σ΄αυτή την ιστορία, την πλήρωσαν πολλοί αθώοι», είπε.
«Και ο λόγος για όλα αυτά;» αναρωτήθηκα.
«Μια κυβέρνηση συνεργασίας», έφτυσε τις κουβέντες.
«Με προοπτική;»
«Ναι, ναι –πάντα με προοπτική!» γέλασε άγρια.
«Δηλαδή την πατήσαμε. Κι εμείς κι εσείς», είπα.
«Όπως το πάρεις...» απάντησε σκεφτικά. «Σε γενικές γραμμές οι άνθρωποι θα είναι καλύτερα, μέχρι όλα να ξαναγίνουν χειρότερα, σε γενικές γραμμές πολλοί ένοχοι γλίτωσαν και πολλοί αθώοι σκοτώθηκαν –άρα, σε γενικές γραμμές...» σώπασε για λίγο. «Αν όμως εννοείς εμάς τους δυο, σίγουρα την πατήσαμε!» χαμογέλασε.
Ακούμπησα στον τοίχο, το πόδι μου ήταν 100 κιλά μολυβένιο –άναψα τσιγάρο.
«Πες μου γι΄αυτό», του ζήτησα.
Ξάπλωσε πίσω στην καρέκλα και άπλωσε τα πόδια του. Αναστέναξε.
«Τα πράγματα ίσως να ήταν διαφορετικά αν σκότωνες εσύ τον Ταξίαρχο κι ο Στέφανος τον μέλλοντα Πρόεδρο, έτσι κι αλλιώς ο Ταξίαρχος ήταν ένα κτήνος ακόμα και για τα δικά μου, ελαστικά, ήθη...» με κοίταξε όσο γύριζα το κεφάλι προς το κλιματιστικό –ξεροκατάπιε. Σώπασε, ψάχτηκε για τσιγάρο, δε βρήκε –πήρε ένα ακόμα πορτοκάλι κι άρχισε να το καθαρίζει.
«Δεν σκότωσες εσύ τον Αργυρόπουλο και τη γυναίκα του –έχω δίκιο;» διαπίστωσε.
«Έχει καμιά σημασία;» αναρωτήθηκα.
«Για μένα, έχει», μουρμούρισε.
«Εγώ τους σκότωσα», είπα.
Με κοίταξε αλλά το μισοσκόταδο του δωματίου δεν τον βοηθούσε να διακρίνει.
«Πάει καλά...» είπε στο τέλος. «Ίσως να ήταν αυτή η ξεροκεφαλιά σου το πρόβλημα, έμαθα από μισόλογα στα Κεντρικά οτι δεν ήσουν ιδιαίτερα συνεργάσιμος... Γιατί αυτό; Τι άλλο θέλεις δηλαδή; Είσαστε στην εξουσία...»
Κούνησα ανυπόμονα τα χέρια.
«Και τι με νοιάζει εμένα η εξουσία;» νευρίασα.
«Αλλά τότε πως θ΄αλλάξετε τον κόσμο;» απόρησε ο αστυνόμος.
«Αυτό αναρωτιέμαι κι εγώ, πως θ΄αλλάξουμε τον κόσμο διατηρώντας την εξουσία; Τέλος πάντων –εμένα ποτέ δε μ΄ενδιέφερε ν΄αλλάξω τον κόσμο, μόνο να τη βγάλω καθαρή ήθελα. Εγώ και οι δικοί μου άνθρωποι».
Έφτυσε ένα κουκούτσι στη χούφτα του και έψαξε τριγύρω για σταχτοδοχείο, βιάστηκα να του φέρω εκείνο που είχα ακουμπισμένο στο περβάζι του παραθύρου. Αλλά μέχρι να το κάνω είχε μετανιώσει, στριφογύρισε το κουκούτσι ανάμεσα στα δάχτυλά του μπερδεμένος, το στέγνωσε και βάλθηκε να το ξεφλουδίζει.
«Όλα αυτά δεν έχουν καμιά σημασία πλέον –επειδή εμείς την πατήσαμε άσχημα», είπε. «Έχω έρθει εδώ με εντολή να σου δώσω το υπηρεσιακό μου περίστροφο και να βεβαιωθώ οτι θα αυτοκτονήσεις».
«Το οποίο σημαίνει οτι αν δεν το κάνω μόνος μου, θα με βοηθήσεις εσύ –έχω δίκιο;» γέλασα.
Χαμογέλασε με τη σειρά του αποφεύγοντας να με κοιτάξει.
«Έφταιξε μάλλον εκείνη η εμφάνισή σου στην τηλεόραση, πολλοί άνθρωποι ακόμα θυμούνται... Αλλά φρόντισες κι εσύ από τότε να τους το κάνεις πιο εύκολο –όσοι σε είδαν είχαν αυτή την απορία, πίσω στο κεφάλι τους. Ήρωας ή παράφρονας;»
Ξανακάθισα στη θέση μου.
«Ποτέ δεν ήμουν ήρωας», απάντησα.
«Είδες λοιπόν που όλα δένουν; Ένας σύντροφος αγνός, αγωνιστής, αλλά κάπως σαλεμένος. Λίγες μέρες πριν επιτευχθεί ο ιστορικός συμβιβασμός και μάλιστα σε περίοδο ανακωχής...»
«Ήταν περίοδος ανακωχής;» απόρησα. «Και ο βομβαρδισμός στο βουνό;»
«Ποιος βομβαρδισμός; Δεν έγινε κανένας βομβαρδισμός –ρώτα όποιον θες κι από τις δυο πάντες....» έφτυσε στο πάτωμα σιχτιρισμένος. «Σε περίοδο ανακωχής επέλεξε να δολοφονήσει τον υποψήφιο Πρόεδρο της χώρας, έναν άνθρωπο υπεράνω ιδεολογικών σκοπιμοτήτων... Ο ανιδιοτελής Στέφανος που έτρεξε προκειμένου να σε εμποδίσει, το μόνο που κατάφερε ήταν να τραυματίσει θανάσιμα τον Ταξίαρχο ο οποίος είχε αναλάβει τη φύλαξη του Αργυρόπουλου. Ο θάνατος του Ταξιάρχου ήταν ατύχημα μεν, αλλά ανακούφισε και τα δύο μέρη –βλέπεις, ο Ταξίαρχος είχε ιδιαίτερα βεβαρημένο παρελθόν...» απάγγειλε μονότονα ο αστυνόμος λες και διάβαζε επικήδειο.
«Έτσι μάλλον έγιναν τα πράγματα», είπα εγώ. «Αλλά κι εσύ...»
Με έκοψε πριν συνεχίσω.
«Μου είπαν οτι σε βοηθάω να αυτοκτονήσεις και καθαρίζω τον φάκελο μου –θα έχω μια δεύτερη ευκαιρία...»
«Αυτό σου είπαν;»
Ένευσε.
«Και;»
«Θα βγει στη φόρα η γνωριμία μας, έτσι θα δικαιολογήσουν τη σημερινή μου επίσκεψη. Μας είδε κόσμος πολύς στο χωριό... Όταν θα βρουν το υπηρεσιακό μου περίστροφο δίπλα σου θα έχουν βρει και τον δολοφόνο σου, ένας φανατικός αστυνόμος που θέλησε να πάρει εκδίκηση... ή κάτι τέτοιο».
«Και γιατί, ας πούμε, δεν το έκανες στο χωριό;»
«Επειδή εκεί σε προστάτευαν οι δικοί σου».
«Άψογο!» γέλασα. «Και τότε γιατί δέχτηκες να έρθεις εδώ;»
Με κοίταξε πονηρά.
«Δε σου πάει να κάνεις τον χαζό», είπε. «Αν δεν ερχόμουν θα με περνάγανε δίκη –ένας ακόμα βασανιστής αγωνιστών».
«Ήσουν;» ρώτησα.
«Έχει σημασία;» απόρησε.
«Δεν έχει», συμπέρανα.
Κοιταχτήκαμε πριν σκάσουμε στα γέλια σαν πιτσιρίκια που προετοιμάζονται για εξετάσεις.

«Βόηθα να βγούμε έξω από δω», του ζήτησα.
Ξημέρωνε -ώρα τώρα.

Το περπάτημα με κούρασε πιο γρήγορα απ΄ότι φανταζόμουν. Έσερνα λοιπόν το άχρηστο πόδι μου στον τσιμεντένιο κήπο του νοσοκομείου, κάγκελα στις άκρες και μπάρες στις εισόδους –έψαξα κάποιο παγκάκι και το βρήκα δίπλα σε ένα παρτέρι με σκαμμένο κοκκινόχωμα. Χωρίς λουλούδια. Καθίσαμε.

«Πως θα γίνει;» με ρώτησε ο αστυνόμος.
«Όπως προβλέπεται», τον καθησύχασα.
Έσκυψε το κεφάλι φέρνοντας το χέρι στη μέσα τσέπη του σακακιού του.
«Θα σου δώσω χρόνο να βγεις από εδώ μέσα, επειδή φοβάμαι οτι θα σε βουτήξουν», του είπα.
Χαμογέλασε.
«Είσαι καλός άνθρωπος τελικά», διαπίστωσε. «Μια τελευταία ερώτηση...»
«Να φοβάσαι τους καλούς ανθρώπους και τις τελευταίες απαντήσεις», τον προειδοποίησα.
«Εσύ τα ξεκίνησες όλα αυτά; Εσύ ήσουν ο αρχηγός;» ρώτησε ακάθεκτος.
«Δεν υπήρξε κανένας αρχηγός –μόνο σφετεριστές», του εξήγησα. «Κι εγώ... τίποτα απ΄όλα αυτά. Ήμουν μαζί τους επειδή έλεγαν ωραία αστεία κι όταν σοβάρεψαν έπρεπε να την κάνω».
Γέλασε όσο σηκωνόταν.
«Τι λένε σε τέτοιες περιπτώσεις;» αναρωτήθηκε.
«Την έκανες ήδη την τελευταία σου ερώτηση», υπενθύμισα.
Ανασήκωσε τους ώμους και άφησε το πιστόλι να πέσει στο παγκάκι δίπλα μου.
«Λοιπόν, χάρηκα για τη γνωριμία», είπε τείνοντας το χέρι του.
Ξεκαρδίστηκα.
«Αυτό κι αν είναι αστείο!» έκανα πνιγμένος ακόμα στα γέλια.

Τον είδα να ξεμακραίνει, από το παγκάκι είχα ανοιχτό οπτικό πεδίο –στην πύλη έδειξε τα χαρτιά του και ο στρατιώτης του έκανε χώρο να περάσει απρόθυμα. Μετά σήκωσε βιαστικά το τηλέφωνο κοιτάζοντας προς το μέρος μου –περίμενα.

Μετρούσα.

Υπολόγιζα.

Σήκωσα το όπλο που είχε αφήσει δίπλα μου ο αστυνόμος, δάγκωσα την κάνη και κοίταξα ψηλά. Ένας κεφάτος ήλιος ξεπρόβαλε από τα βουνά, θα είχε ζέστη σήμερα. Πάτησα τη σκανδάλη.

Κλικ.

Ξανά.

Κλικ. Κλικ.

Κατέβασα το πιστόλι, τράβηξα τη γεμιστήρα. Άδεια. Ο αστυνόμος ήταν τελικά πολύ μαλάκας.

Είδα τότε έναν έφεδρο ανθυπολοχαγό να έρχεται τρέχοντας προς το μέρος μου, λίγο πιο πίσω ακολουθούσαν δυο στρατιώτες με κράνη και πλήρεις εξαρτήσεις. Χαμογέλασα –ας γίνει κι έτσι λοιπόν. Σηκώθηκα κρατώντας ακόμα το πιστόλι, στηρίχτηκα στην πατερίτσα για να τους διευκολύνω.

Είμαι εδώ, σε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο, με λένε Άρη και έχω κοντά πέντε μήνες να μάθω νέα από την οικογένειά μου. Πιστεύω πως έχουν πεθάνει αλλά εύχομαι να είναι ζωντανοί. Έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν θα το μάθω.

Ο ανθυπολοχαγός στάθηκε απέναντί μου, δίπλα του οι στρατιώτες σήκωσαν τα όπλα τους. Κοίταξα τον ήλιο που ανέβαινε αδυσώπητα και κατάλαβα πως μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να τον σταματήσω.

Σημάδεψα τους στρατιώτες με το άδειο μου πιστόλι και πάτησα τη σκανδάλη. Δυο πυροβολισμοί ακούστηκαν σχεδόν ταυτόχρονα.

Και ο ήλιος ανατινάχτηκε νικημένος.

Χαμογέλασα.

ΣΟΛΕΤ

Υ.Γ.: Η ιστορία υπάρχει εδώ, μαζεμένη. Ή στο πλάι, δεξιά, όπως προτιμάει καθένας.

14 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

Ανώνυμος είπε...

το τέλος ήταν νομοτέλεια. είναι νωρίς ακόμη για το οτιδήποτε. ίσως γι' αυτό, καθώς το διάβαζα με παρέπεμπε απροσδόκητα σε μια αρχή για κάτι ασχημάτιστο.

εγώ πέρασα καλά με τη προσπάθεια.

πρτφ

The Motorcycle boy είπε...

Όλα τα ταξίδια καλά είναι φίλε μου -άσχετα αν ο προορισμός αποδεικνύεται τελικά κόλαση.

ClouD είπε...

Σημειωνω: κεντρικος ηρωας νεκρος στο τελος της ιστοριας. :-)

Παντως πηγε χαμογελαστος!

καλησπερες

The Motorcycle boy είπε...

Γιατί το λες; Πάντα κάποιοι πεθαίνουν στο τέλος κάθε ιστορίας -αν και τη χειρότερη μοίρα την έχουν αυτοί που μένουν, βλέπε και τον αστυνόμο.
Πάντως, δεν θυμάμαι να έφυγε κανένας με μούτρα σε ιστορία μου -όλοι σαν τις καλές χαρές φεύγουν.

Καλησπέρα κι από εδώ.

ClouD είπε...

Εβλεπα εχθες το cool hand luke (σωστος νομιζω) και εκανα μια τετοια συνδεση με την εξοδο του κεντρικου χαρακτηρα. Καλα λες, αυτοι που μενουν..

Η σημειωση ειναι για (πιθανη) μελλοντικη χρηση, τωρα δεν εχει καποιο νοημα.

The Motorcycle boy είπε...

Σωστός αναμφισβήτητα! Αλήθεια πόσα ήταν τα ρημάδια τα αυγά; 45; "Γιατί 45 και όχι 43, ή 42;" "Επειδή είναι στρογγυλό νούμερο" Τον κερατά, άπαιχτος!

ClouD είπε...

50.

"Πως ηξερες οτι μπορουσες να φας 50 αυγα;"
"Δεν το ηξερα."

χαχαχα

The Motorcycle boy είπε...

50 ναι, χαχαχα, ο πούστης! Πάντως η σκηνή που τα χώνει στο θεό παίζει να είναι ένας από τους 10 καλύτερους κινηματογραφικούς μονολόγους που έχω ακούσει.

Τέλος πάντων, για να ξαναγυρίζω στο θέμα, αυτή η ιστορία μου ξέφυγε και πήγε όπου γούσταρε αυτή -μου 'σπασε τ΄αρχίδια. Μάλλον πρέπει να φτιάξω ένα περιποιημένο καουμπόικο για μετά, να χαλαρώσουμε κάπως.

Puppet_Master είπε...

xamogela re pousth

ClouD είπε...

Πες τα ρε Puppet_Master!

Ακου εκει ιστορια με γελαδαρηδες...

Puppet_Master είπε...

tha melanxolisw...

The Motorcycle boy είπε...

Γιατί ρε παιδιά; Δεν σας αρέσουν τα καμπόικα; Καλά μην περιμένετε τσοπάνηδες που σαλαγάνε τα πράιτα στον απέραντο θεσσαλικό κάμπο -από τα άλλα τα καμπόικα λέω, τα "ξένε, στην πόλη μας δεν αγαπάμε τους ξένους".

ClouD είπε...

χεχε -ενταξει, με τους καταλληλους αγγελους κοντρα, καθε καμπόης εχει την πλακα του.

Καλημερα!

The Motorcycle boy είπε...

Κάπως έτσι -πολλοί καμπόηδες, λίγοι άγγελοι κι ο Τζόνι Κιτάρ κάπου να τριγυρίζει. Έτσι το έχω δει σε γενικές γραμμές.

Υ.Γ.: Κι ένα πτώμα βεβαίως, παντού υπάρχει ένα πτώμα, "να ακούει και να μαθαίνει".

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι