Τετάρτη, Νοεμβρίου 23, 2011

7. Η πονεμένη ιστορία της Σόνιας


Προηγούμενα:

1. Προετοιμασία για αιφνίδιο θάνατο 
2. Τα όνειρα γερνάνε άσχημα
3. Οι γυναίκες είναι ακριβό χόμπυ 
4. Η πονεμένη ιστορία της Βίβιαν 
5. Η αντοχή είναι πιο σημαντική από την αλήθεια 
6. Κορόιδο


Της είπα να περάσουμε πρώτα απ΄το σπίτι μου για να πάρω μερικά πράγματα, στο μεταξύ είχα τηλεφωνήσει στον μπάρμαν του Βιτόφσκι να πεταχτεί μέχρι επάνω στο διαμέρισμα και να μαζέψει. Δεν τολμούσα βλέπεις να πάω εγώ φόρα παρτίδα, δεν είχα καμιά διάθεση να πέσω σε τίποτα κρυμμένους μπασκίνες. Ήταν, βέβαια, ακόμα νωρίς –συνήθως τους έπαιρνε πάνω από δυο μέρες να βγάλουν άκρη αλλά λίγη έξτρα προφύλαξη ποτέ δεν έβλαψε.
«Πες μου πού να σταματήσω», ζήτησε η Σόνια.
«Κόψε, πλησιάζουμε. Οδήγα σε στυλ ‘κάτι ψάχνω’», της παράγγειλα.
Γέλασε.
«Κάτι ψάχνω –υπέροχα. Κι αυτό το κάτι είναι να βρω το μπελά μου, έτσι;» σχολίασε.
Συμφώνησα χωρίς να μιλήσω.

Το αυτοκίνητο ρόλαρε έξω από την πολυκατοικία μου, ησυχία κι ερημιά –τι γινόταν όμως μέσα; Ο μπάρμαν θ΄ ανέβαινε από τη σκάλα, αν έβλεπε τίποτα περίεργο θα συνέχιζε στον πάνω όροφο, αν του την πέφτανε την ώρα που έβγαινε θα ισχυριζόταν οτι είχε το κλειδί μου κι ανέβηκε για ένα χέσιμο. Εφόσον όλα πήγαιναν καλά θα ξανάμπαινε στο σπίτι να πάρει το σακ βουαγιάζ μου. Είχαμε περάσει την πολυκατοικία όταν τον είδα από το καθρεφτάκι να βγαίνει κρατώντας το σακ βουαγιάζ.
«Σταμάτα», της ζήτησα.
Σταμάτησε δίπλα στο πεζοδρόμιο. Ο μπάρμαν μάς εντόπισε και άνοιξε το βήμα του –τώρα όλα έπρεπε να γίνουν γρήγορα. Έφτασε στο αυτοκίνητο, άνοιξε την πόρτα και έσπρωξε το σακ βουαγιάζ δίπλα στα πόδια μου.
«Όλα καλά;» τον ρώτησα.
«Έτσι φαίνεται», μουρμούρισε κοιτάζοντας τριγύρω.
«Αν σε ρωτήσουν, έχεις να με δεις από προχτές», του θύμισα.
Κούνησε το κεφάλι κι έφυγε προς το Βιτόφσκι όσο η Σόνια γκάζωνε. Απομακρυνθήκαμε κάπως απρόσεκτα από τη γειτονιά μου, ευτυχώς που δεν κυκλοφορούσε ψυχή εκείνη την ώρα. Άνοιξα το φερμουάρ και έψαξα στο εσωτερικό του σακ βουαγιάζ –εσώρουχα, δυο παντελόνια (δεν είχα και άλλα), τρεις μπλούζες, τα χάπια κωδεϊνης, η πεταλούδα και η Μπερέτα. Ο μαλάκας είχε ξεχάσει να βάλει μέσα τα υπόλοιπα εργαλεία μου –μικρό το κακό.
«Μουσικούλα;» αναρωτήθηκε η Σόνια.
Κι αμέσως άρχισε να σκαλίζει το ραδιόφωνο, χωρίς βέβαια να περιμένει κάποια απάντησή μου. Βρήκε έναν σταθμό με λαϊκά.
«Γουστάρεις;» ρώτησε.
Και βιάστηκε ν΄αλλάξει σταθμό, έπιασε έναν άλλο με λαϊκοπόπ.
«Αυτό;» ξαναρώτησε.
Άρπαξα το χέρι της που σκάλιζε το κουμπί.
«Άστο σε μένα και κοίτα μη μας καρφώσεις σε καμιά κολώνα», της ξεκαθάρισα.
«Την τελευταία φορά που μου ζήτησε άντρας να το αφήσω σ΄αυτόν, κατέληξα έγκυος», μούγκρισε η Σόνια –επιτέλους μιλώντας σε μένα –όσο μου έσπρωχνε το χέρι.
Στη συνέχεια ξέθαψε κάποιο σιντί και το έβαλε να παίξει. Γέλασα από μέσα μου και στράβωσα απέξω. Σιχαίνομαι τις μουσικές του ραδιοφώνου αλλά νιώθω ακόμα χειρότερα όταν πρέπει να μοιραστώ τις μουσικές επιλογές κάποιου συνανθρώπου μου. Επειδή οι περισσότεροι έχουν τη συνήθεια να μετατρέπουν το προσωπικό σε οικουμενικό –θεωρούν ας πούμε, οτι το «Έβριμπαντι χερτς» είναι οικουμενικά υπέροχο επειδή έτυχε να το ακούνε την ώρα που έπεφτε ένα καλό πήδημα. Κατέβασα μέχρι τη μέση το παράθυρο και άναψα τσιγάρο, από το σιντί ο τεράστιος Έλβις Κοστέλο πάσχιζε να πείσει την Άλισον οτι «ο στόχος του είναι αληθινός» -ένιωσα λίγο καλύτερα.
«Πού το βρήκες αυτό;» τη ρώτησα.
«Ένας μαλάκας μού το ΄γραψε για να με πηδήξει», απάντησε.
«Και τελικά;» ζήτησα να μάθω.
«Με πήδηξε».
«Άρα –όχι και τόσο μαλάκας», συμπέρανα.
«Δίνεις μεγάλη αξία στη μουσική», παρατήρησε.
«Εγώ ή εσύ που του ΄κατσες;» απόρησα.
«Άναψέ μου ένα τσιγάρο και κόψε τις βλακείες», ζήτησε.
Βιάστηκα να συμμορφωθώ –δεν έπρεπε να ξεχνάω οτι την είχα ανάγκη σε τελική ανάλυση.
«Πότε φτάνουμε;» ρώτησα.
«Σε λίγο», απάντησε.
Όσο κι αν έψαχνα τους μισοσκότεινους δρόμους δεν μπορούσα να καταλάβω που πηγαίναμε –είχαμε αφήσει τη Βουλιαγμένης εδώ και ώρα, βολοδέρναμε πέρα-δώθε στη Φιλολάου, οι γειτονιές γίνονταν όλο και πιο απροσδιόριστες.
«Εδώ είμαστε», πληροφόρησε τον αέρα η Σόνια.
Βγήκαμε έξω από το παρκαρισμένο κουπέ, το κρύο είχε μαλακώσει, δεν χρειαζόταν καν να κουμπώσω το μπουφάν μου.
«Μπροστά εγώ, δέκα βήματα πίσω εσύ. Δεύτερο όροφο μένω», μου είπε επιταχύνοντας το βήμα της.
Την ακολούθησα χαλαρά, με ύφος σουλατσαδόρου. Υπέθετα οτι θα υπήρχε κάποιο κόλπο για να παραμείνει ανοιχτή η εξώπορτα της πολυκατοικίας της, στον δρόμο δεν κυκλοφορούσε ψυχή έτσι κι αλλιώς. Η Σόνια ξεκλείδωσε, μπήκε μέσα κι εγώ τάχυνα λίγο για να προλάβω την εξώπορτα που επέστρεψε στη θέση της τεμπέλικα. Την είδα να καλεί το ασανσέρ και μετά ν΄ανεβαίνει από τις σκάλες, βιάστηκα λοιπόν να χωθώ στην καμπίνα . Φτάσαμε σχεδόν μαζί, άνοιξε την πόρτα της και μπήκαμε.
Το σπίτι μύριζε σα σπασμένο μπουκάλι αρώματος –ενός έντονα γυναικείου αρώματος απ΄αυτά που αφήνουν πίσω τους οι αξέχαστες γυναίκες –κόντεψα να βάλω επιτόπου τα κλάματα.
«Αυτό είναι όλο», με πληροφόρησε ανοίγοντας τα χέρια της λες και ήθελε να αγκαλιάσει το χώρο. «Μπάνιο, η πρώτη πόρτα δεξιά. Το δωμάτιό σου είναι ακριβώς απέναντι. Την κουζίνα τη βλέπεις. Εδώ έχουμε το καθιστικό. Σε αυτά τα δωμάτια μπορείς να κινείσαι ελεύθερα».
«Τι μένει;» απόρησα.
«Η κρεβατοκάμαρά μου ηλίθιε», ξεφύσησε.
Κούνησα το κεφάλι.
«Δεν μου πέρασε από το μυαλό», είπα.
«Κι ούτε να σου περάσει», μου ξεκαθάρισε. «Όταν έρχονται τίποτα φίλοι μου ή γνωστοί...»
«Δεν θα έρχονται φίλοι ή γνωστοί», την έκοψα.
«Εντάξει», έκανε άκεφα. «Άντε μέσα να βολευτείς».
Μπήκα στο δωμάτιο που μου είχε δείξει, πίεσα τον διακόπτη και περίμενα μέχρι ν΄ ανάψει το φως, είχε βλέπεις αυτές τις μαλακισμένες τις οικολογικές λάμπες που τους παίρνει κάνα τέταρτο μέχρι να φέξουν –σε περίπτωση που βιάζεσαι καλύτερα να κουβαλάς φακό -τέτοια κατάσταση. Το δωμάτιο ήταν συμμαζεμένο κι απρόσωπο, ένας καναπές-κρεβάτι, κάποιο σεκρετέρ-γραφείο, δυο καρέκλες-καρέκλες, αυτά ήταν όλα. Συν μια μεταξοτυπία κορνιζαρισμένη στον τοίχο που έδειχνε κάτι μπλε λουλούδια κι ένα τσιρλί ρυάκι –Μανέ, ή Μονέ, δεν έβγαλα άκρη. Τακτοποιήθηκα και βγήκα πάλι στο καθιστικό, η Σόνια κάτι πάλευε στην κουζίνα.
«Μπορείς να κάνεις μπάνιο άμα θέλεις», μου φώναξε. «Ετοιμάζω κάτι να τσιμπήσουμε».
«Δεν ήταν ανάγκη», μουρμούρισα προσπαθώντας να καλύψω το γουργούρισμα του στομαχιού μου.
«Περιλαμβάνεται στην τιμή», μου ξεκαθάρισε. «Θέλεις καμιά μπύρα μέχρι να γίνει;»
Πλησίασα στην κουζίνα και ακούμπησα στο πάσο που τη χώριζε από το καθιστικό. Από εκεί που στεκόμουν μπορούσα να τη χαζεύω με την ησυχία μου όσο έσκυβε για να φουρνίσει κάτι στην ηλεκτρική κουζίνα και θα πρέπει να παραδεχτώ οτι το θέαμα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον.
«Θέλεις μπύρα τελικά;» στράφηκε απότομα προς το μέρος μου επειδή δεν είχα απαντήσει και φυσικά με έπιασε να τη χαλβαδιάζω.
«Μπύρα;» αναρωτήθηκα για να κερδίσω λίγο χρόνο. «Ευχαριστώ –αλλά τις αποφεύγω τις μπύρες».
«Γιατί;»
«Μου θυμίζουν κάτουρο και φέρνουν κατούρημα –αυτοί νομίζω είναι αρκετοί λόγοι...» δικαιολογήθηκα.
«Κρασί τότε;» ξαναρώτησε.
«Έστω», καταδέχτηκα.
Μου γέμισε ένα κολονάτο ποτήρι ασορτί με το δικό της.
«Στην υγεία σου», ευχήθηκε.
«Ότι πεις», παραδέχτηκα.
Ήταν ένα καλό κόκκινο κρασί απ΄αυτά που σου αφήνουν την αίσθηση μισολιωμένης χαρτοπετσέτας στον ουρανίσκο.
Πλησίασα το παράθυρο της κουζίνας και προσπάθησα να κοιτάξω έξω –με το ζόρι διέκρινα την κολώνα του δρόμου.
«Θα κάνω ένα μπάνιο αν δεν σε πειράζει», μου εξομολογήθηκε. «Εσύ στο μεταξύ μπορείς να χαζέψεις λίγη τηλεόραση».

Με άφησε στον καναπέ του καθιστικού με την οθόνη αναμμένη σ΄ένα τυχαίο κανάλι, έψαξα για τίποτα δελτία ειδήσεων και προσποιήθηκα οτι δεν την κοίταζα όσο μπαινόβγαινε στο δωμάτιό της κουβαλώντας μια αλλαξιά εσώρουχα κι ένα ζευγάρι φόρμες στο μπάνιο. Όταν άκουσα το νερό να τρέχει άναψα τσιγάρο παρακολουθώντας μια ρετουσαρισμένη μεγαλοκοπέλα που εμφανιζόταν ανάμεσα σε βίντεο πολιτικών. Σε λίγο έπαιξε και η είδηση που με ενδιέφερε.
«Συνελήφθησαν και κρατούνται στο αστυνομικό τμήμα Κατερίνης οι ύποπτοι για την άγρια δολοφονία της Λίζας Φωτίου. Πρόκειται για δυο άτομα αλβανικής καταγωγής που κατηγορούνται για ληστείες και διαρρήξεις στη γύρω περιοχή».
Αυτό ήταν όλο. Άδειασα το ποτήρι τελειώνοντας ταυτόχρονα και το τσιγάρο μου όσο στην τηλεόραση έπεφταν οι τίτλοι του δελτίου ειδήσεων. Το κρασί μού έφερνε νύστα, εκείνη τη στιγμή βγήκε η Σόνια από το μπάνιο φορώντας φόρμες, πέρασε δίπλα μου όσο προσπαθούσε να στεγνώσει τα μακριά της μαλλιά με μια κίτρινη πετσέτα. Της ζήτησα την, αχρείαστη εδώ που τα λέμε, άδεια να κάνω κι εγώ ένα μπάνιο –κάπως έτσι πήγαν τα πράγματα μέχρι να βρεθούμε ο ένας απέναντι στον άλλο και ανάμεσα μας ένα αχνιστό πυρέξ με μακαρόνια ωγκρατέν.
Χαμογέλασα γεμίζοντας τα ποτήρια μας με κρασί, ένιωσα για λίγο άνθρωπος, κανονικός.
«Αφού πρόκειται να συγκατοικήσουμε για λίγες μέρες θα ήθελα να μάθω μερικά πράγματα για σένα», της είπα.
«Καμιά σχέση με συγκατοίκηση. Απλώς κρύβεσαι εδώ πέρα, καλό είναι λοιπόν να περάσεις απαρατήρητος», μου εξήγησε. «Απ΄όλους», συμπλήρωσε με νόημα.
Γέλασα.
«Σωστή», παραδέχτηκα. «Ακόμα κι έτσι όμως...»
«Ακόμα κι έτσι, θα ήθελες να ξέρεις κάποια πράγματα για μένα –τι είμαι, τι μου αρέσει, τι απεχθάνομαι, τι με διασκεδάζει... Γενικώς οτιδήποτε θα μπορούσε να σου εξασφαλίσει κάποιο πήδημα –έχω λάθος;» αναρωτήθηκε η Σόνια.
«Αυτό που έχεις είναι μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου», απάντησα.
«Μπορεί να ‘ναι κι έτσι...» μουρμούρισε κοροϊδευτικά.
«Μαζί με μια ενοχλητική συνήθεια να μιλάς μεγαλόφωνα στον εαυτό του», συμπλήρωσα.
«Αν έχεις πρόβλημα μ΄αυτό καλύτερα να κλείνεις τα αυτιά σου», πρότεινε.
«Μπορεί και να το κάνω, ή μπορεί και να σου κλείσω το στόμα –είναι κι αυτό μια λύση», παρατήρησα.
Άφησε κάτω το πιρούνι της και με κοίταξε.
«Την επόμενη φορά που θα σου έρθει να με απειλήσεις, σκέψου το διπλά –μπορεί να μην είναι και τόσο καλή ιδέα», σφύριξε.
Ταυτόχρονα τίναξε το χέρι της προς το μέρος μου, δεν είχα πάρει είδηση οτι κρατούσε το ποτήρι, κόκκινο κρασί με πιτσίλισε, ένιωσα έναν πόνο στο μέτωπο –εκεί ακριβώς με πέτυχε το στόμιο του ποτηριού.
Χαμογέλασα καθώς το ποτήρι έσπαγε στο πάτωμα.
«Μαλακίες», αναστέναξα.
«Αργά το κατάλαβες», είπε εκείνη.
«Ας υποθέσουμε λοιπόν οτι τίποτα απ΄αυτά δεν έγινε. Εξακολουθώ να θέλω να μου πεις μερικά πράγματα για τον εαυτό σου κι εξακολουθώ να μην έχω διάθεση για πήδημα», συνόψισα.
«Είσαι περίπτωση τελικά», ξεφύσησε η Σόνια ανάβοντας τσιγάρο.
Ακούμπησα τους αγκώνες στο τραπέζι επειδή η μάσα φαινόταν να αναβάλλεται προσωρινώς και περίμενα.
«Για να μην έχουμε μπερδέματα...» με προειδοποίησε. «Να ξέρεις οτι δεν θέλω κανέναν στο κεφάλι μου. Κάνω τους συμβιβασμούς μου, κάνω εξυπηρετήσεις, κάνω διάφορα –όσο ακριβώς χρειάζεται για να έχω την ησυχία μου».
«Δεν με ενδιαφέρει η πονεμένη ερωτική σου ιστορία», της ξεκαθάρισα.
«Δε μιλάω γι΄αυτή ρε κορόιδο», γέλασε. «Η ερωτική μου ιστορία κοστίζει πολλά περισσότερα απ΄ όσα θα βγάλεις –λάθος, απ΄ όσα θα δεις να περνάνε δίπλα σου –σ΄ ολόκληρη τη ζωή σου. Για δουλειές μιλάμε τώρα».
«Μου κάνει εντύπωση το πώς μια βίζιτα σαν κι εσένα μπορεί να διαχωρίσει τις δουλειές της από την ερωτική της ζωή», χώθηκα άσχημα για να την προκαλέσω.
Χαμογέλασε.
«Φέρε μου ένα καινούργιο ποτήρι από το ντουλάπι της κουζίνας», ζήτησε.
«Πάρε το δικό μου», έκανα άκεφα.
Γέμισα το ποτήρι μου και το έσπρωξα προς το μέρος της.
«Μεγαλώνω», παραδέχτηκε. «Κι αυτό σημαίνει οτι θα πρέπει να μετράω καλύτερα τις δυνάμεις μου, έχω δει πολλά λάστιχα να ξεφουσκώνουν στην ανηφόρα, όταν μέχρι προχτές την ανέβαιναν με τη μία.... Βλέπεις, όλοι οι άνθρωποι ψάχνουν κάτι να κυνηγήσουν –φράγκα, πούλημα μούρης, οικογένεια κι άλλο πούλημα μούρης κι ακόμα περισσότερα φράγκα –εγώ είμαι πιο εύκολη απ΄ αυτούς. Ζητάω μονάχα εξασφάλιση –κάποιο κορόιδο να πληρώνει τα έξοδά μου, κάποιον άλλον τόσο έξυπνο ώστε να διακρίνει οτι το συμφέρον του είναι να τον εξυπηρετώ αρτιμελής παρά να με χαλάσει... Επειδή βαριέμαι εύκολα –δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις... Δουλειές, συμφωνίες, διακανονισμούς –να προσέχω συνέχεια μη μου ξεφύγει κάτι, μήπως δεν υπολογίσω σωστά κι ο λόγος για όλο αυτό το πανηγύρι; Δυο τρεις καλοί πελάτες και κάνα δυο διευκολύνσεις για να έχω την ησυχία μου –αυτά αρκούν».
Άδειασε το ποτήρι της και το έσπρωξε προς το μέρος μου να το ξαναγεμίσω.
«Δεν τρως», παρατήρησε.
«Καπνίζω», είπα και βιάστηκα ν΄ ανάψω τσιγάρο.
Ήπιε λίγο ακόμα κρασί.
«Θέλεις;» με ρώτησε.
«Έλεγα να το γυρίσω σε καθαρότερο αλκοόλ», υπολόγισα.
«Όπως αγαπάς», έκανε σηκώνοντας τους ώμους αδιάφορα. «Είσαι πολύ μαλάκας –το ξέρεις;» με ρώτησε στο ξεκάρφωτο.
«Μου το έχουν πει πολλοί», παραδέχτηκα.
Γέλασε.
«Επειδή καρφώνεσαι εύκολα. Κι όσο προσπαθείς να πουλήσεις υφάκι, τόσο το χειροτερεύεις», μου εξήγησε.
«Πάει να πει;» ζήτησα να μάθω.
«Όταν σου πετάνε ένα ποτήρι στα μούτρα, το σηκώνεις και τους το χώνεις στον κώλο...»
«Κι αν δεν έχω διάθεση;»
«Τότε φροντίζεις να μη σου πετάξουν το ποτήρι», χαμογέλασε.
«Μερικές φορές ένα ποτήρι στα μούτρα είναι σκέτη αστοχία», παρατήρησα.
Ξεκαρδίστηκε.
«Θέλεις τώρα ν΄ακούσεις την πονεμένη μου ιστορία;» ρώτησε.
«Έχει καμιά σημασία η απάντησή μου;» αναρωτήθηκα.
Σηκώθηκε και πήγε προς την άλλη πλευρά του καθιστικού.
«Τι πίνεις;» με ρώτησε.
«Αν σου βρίσκεται τίποτα Στολίσναγια...» παρακάλεσα.
Σε λίγο είχα μπροστά μου ένα περιποιημένο ποτήρι με τα παγάκια να κουδουνίζουν και το τόνικ να αφρίζει διακριτικά.
«Γουστάρω τους πελάτες μου», είπε αδειάζοντας για μια ακόμα φορά το ποτήρι της. «Ψάχνω σταθερότητα σ΄αυτό το πράγμα, ρουτίνα –έτσι όλα γίνονται πιο εύκολα. Άλλωστε για όλον τον κόσμο η δουλειά είναι ρουτίνα –κάνω λάθος; Ρουτίνα και εξοικονόμηση δυνάμεων, να κάνεις το λιγότερο δυνατό, έχω άδικο; Από το να γράφω διψήφια πηδήματα κάθε μέρα προτιμώ να βλέπω τηλεόραση ή να μαγειρεύω –αυτό ειδικά... Βλέπεις, μετά το φαγητό ο άλλος φιδιάζει, γλαρώνει για να χωνέψει, συνήθως δεν προλαβαίνει ούτε να πηδήξει γιατί έχει κι άλλες δουλειές. Έτσι πάει το όλο θέμα, καμιά ανάγκη, τίποτα δακρύβρεχτο –προσπαθώ να κάνω τη δουλειά όσο πιο άκοπα γίνεται. Κι από έρωτες, συγκινήσεις, μεγάλες προσδοκίες.... Άμα γουστάρω κάποιον τον πηδάω. Αν συνεχίσω να τον γουστάρω την κοπανάω μέχρι να μου περάσει. Είναι θέμα σεβασμού προς τον άλλο –με καταλαβαίνεις;»
Γέλασα με τη σειρά μου κατεβάζοντας μια μεγάλη γουλιά από το ποτό.
«Όλα αυτά τώρα.... κάποιο απωθημένο...» υπέθεσα.
«Απωθημένο;» γέλασε. «Δεν αλλάζει τίποτα ακόμα κι έτσι».
Είχε δίκιο, το παραδέχτηκα.
Στη συνέχεια πλακωθήκαμε στη μάσα και ήταν ώρα –επειδή το στομάχι μου κόντευε να τα τινάξει συνεπαρμένο από τη μυρωδιά του φρεσκοψημένου φαγητού.
«Από πότε έχεις να φας;» με ρώτησε η Σόνια.
Μαζεύτηκα καταλαβαίνοντας οτι με κοίταζε εδώ και ώρα.
«Δεν θυμάμαι», παραδέχτηκα κι έτσι ακριβώς ήταν.
«Θέλεις κι άλλο;»
«Όχι –εντάξει».
Τη βοήθησα να μαζέψει το τραπέζι και δέχτηκα να μου σερβίρει καφέ μπροστά στην ανοιχτή τηλεόραση. Κάθισε δίπλα μου.
«Κάπως έτσι πάει και με τους πελάτες σου;» χαζογέλασα.
«Ακριβώς έτσι», μου ξεκαθάρισε. «Είπαμε –περιλαμβάνεται στην τιμή».
«Καλό θα ήταν να μου εξηγούσες ποια ακριβώς περιλαμβάνονται στην τιμή για να μη βρεθώ εκτεθειμένος», σχολίασα.
«Άντε ρε βλάκα», γέλασε αλλάζοντας τα κανάλια με φρενήρη ρυθμό.
«Άστο εδώ», μου ξέφυγε όταν εντόπισα μια φωτογραφία της Φωτίου στην οθόνη.
Σταμάτησε το ζάπινγκ –τελικά ήταν ένα ηλίθιο αφιέρωμα στη ζωή της αδικοχαμένης πρώην σταρ. Τίποτα το ενδιαφέρον.
«Μπορείς να αλλάξεις κανάλι», της είπα.
«Εσύ τη σκότωσες;» ρώτησε.
«Νόμιζα πώς όσο λιγότερα ήξερες, τόσο το καλύτερο...» υπενθύμισα.
«Άλλο αυτό κι άλλο να έχω έναν ψυχοπαθή στο σπίτι μου», είπε.
«Δεν τη σκότωσα εγώ κι αυτός που τη σκότωσε δεν ήταν ψυχοπαθής», απάντησα. «Απλώς τυχαίνει να είμαι από τους τελευταίους που την είδαν ζωντανή».
«Τι τύπος ήταν;»
Άναψα καινούργιο τσιγάρο.
«Κυνηγημένη. Από τον εαυτό της κυρίως, γι΄αυτό δεν έβρισκε ησυχία...»
«Την ήξερες καιρό;»
«Μόνο μια φορά την είδα».
«Κατάλαβα».
«Τι πράγμα;»
«Οτι δεν τη σκότωσες εσύ».
«Και τι άλλο;»
«Οτι εσύ θα την πληρώσεις».
Έσκυψα το κεφάλι.
«Δεν έχει τίποτα καλό να δούμε;» ρώτησα.
Βρήκε μια παλιά αμερικάνικη ταινία με κάτι γέρους και γριές που είχανε μαζευτεί σ΄ένα παραθαλάσσιο εξοχικό και περιμένανε να πεθάνουν. Σύντομα με πήρε ο ύπνος. Ξύπνησα ακουμπισμένος στον ώμο της.
«Έλα να σε πάω στο κρεβάτι», προθυμοποιήθηκε.
«Μπορώ και μόνος μου», ψέλλισα αλλά δεν την έπεισα.
Κάπως έτσι βρεθήκαμε στριμωγμένοι στον καναπέ-κρεβάτι του δωματίου μου, φορώντας όλα μας τα ρούχα, η Σόνια έγινε ένα κουβάρι στην αγκαλιά μου, σκέφτηκα να της προτείνω να μεταφερθούμε στο δικό της κρεβάτι που θα ήταν πιο άνετα αλλά δεν κατάφερα να φτιάξω την πρόταση –την άφησα λοιπόν να γυροφέρνει μέσα στο κεφάλι μου και ήταν ακόμα εκεί το πρωί που ξύπνησα πονώντας.
«Μήπως...» ξεκίνησα να λέω, αλλά την είδα που κοιμόταν γαλήνια και προτίμησα να σηκωθώ όσο πιο αθόρυβα γινόταν για να μην την ενοχλήσω.
Άνοιξα το σακ βουαγιάζ και έψαξα για τα χάπια κωδεϊνης, μπουκώθηκα δυο-τρία και έφυγα για την κουζίνα ψάχνοντας να βρω νερό. Μετά κόλλησα στο παράθυρο, ήταν πρωί ακόμα, ο κόσμος έτρεχε για τις στάσεις λεωφορείων, τα αυτοκίνητα μάρσαραν όλο βιασύνη –η χειρότερη στιγμή της μέρας. Η δεύτερη χειρότερη αν σκεφτείς οτι το ίδιο θα γινόταν το μεσημέρι, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ένας άντρας ακαθόριστης ηλικίας βγήκε από την πολυκατοικία μας, σήκωσε τους γιακάδες του παλτού του, κοίταζε ψηλά, προς κάποιο παράθυρο μάλλον, και μετά κλώτσησε όλο νεύρα τον κοντινότερο σκουπιδοτενεκέ πριν ανοίξει το βήμα του. Τον παρακολούθησα όσο χανόταν στη στροφή –αυτός ο άντρας με απέλπισε. Τελικά όλοι ήμασταν αναγκασμένοι να βολοδέρνουμε σαν τα ποντίκια στη φάκα, περιμένοντας να δράσει το δηλητήριο.
«Μου αρέσουν οι άντρες που δεν με ξυπνάνε όταν σηκώνονται από το κρεβάτι», ψιθύρισε ακουμπώντας σχεδόν το αυτί μου.
Δεν γύρισα να την κοιτάξω.
«Άρα εγώ δεν θα πρέπει να σου αρέσω ιδιαίτερα –γιατί τώρα μόλις σηκώθηκα», διαπίστωσα.
Γέλασε.
«Να φτιάξω πρωινό;» ρώτησε.
Κι επιτόπου βάλθηκε να παλεύει με τα κουζινικά. Πήγα να διαμαρτυρηθώ –είμαι ιδιαίτερα ευαίσθητος στους πρωινούς θορύβους, ειδικά πριν πιω καφέ –αλλά εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό μου. Έψαξα να το βρω.
«Μην κάνεις καμιά μαλακία και το σηκώσεις», φώναξε η Σόνια.
Έμεινα με το κινητό στο χέρι.
«Απενεργοποίησέ το –τι περιμένεις;» μου φώναξε.
Το απενεργοποίησα.
«Είσαι τόσο ηλίθιος;» νευρίασε.
«Απλώς δεν έχω πιει ακόμα καφέ», δικαιολογήθηκα.
Κάτι ψαχούλεψε στα ντουλάπια της κουζίνας, τελικά βρήκε ένα κόκκινο κινητό και μου το πέταξε –το έπιασα στον αέρα.
«Πού έχεις αποθηκεύσει τα τηλέφωνά σου;» με ρώτησε.
«Στη συσκευή», παραδέχτηκα.
«Βγάλε την κάρτα από το κινητό σου, βάλε αυτή που σου δίνω και κάνε μεταφορά. Αυτό θα είναι το κινητό που θα χρησιμοποιείς μέχρι να ξεμπλέξεις», μου ξεκαθάρισε δείχνοντας την κόκκινη συσκευή που κρατούσα.
«Είναι....» αναρωτήθηκα.
«Κάρτα», μου απάντησε.
«Γιατί μπαίνεις σε τόσο κόπο;» τη ρώτησα όσο μου σερβίριζε καφέ.
«Μη φτιάχνεσαι –δεν το κάνω για σένα. Απλώς δεν έχω καμιά διάθεση να με τσιμπήσουν για υπόθαλψη».
«Αφού δεν με κυνηγάνε ακόμα».
«Εντάξει –γιατί όταν σε κυνηγήσουν θα σε δώσω επιτόπου, έτσι πάει;» γέλασε.
Είχε δίκιο φυσικά.
«Πρέπει να φύγω», την ειδοποίησα.
«Έχω κι εγώ κάτι δουλειές, θα σου δώσω δεύτερο ζευγάρι κλειδιά», είπε.
«Κάποιον Αντώνη Κωνσταντινίδη μήπως τυχαίνει να τον γνωρίζεις;» πέταξα στο δήθεν άσχετο.
Με κοίταξε άγρια.
«Πας να με μπλέξεις», διαπίστωσε.
«Περισσότερο από όσο είσαι ήδη...» συμπλήρωσα.
«Τι τον θέλεις τον Κωνσταντινίδη;» ρώτησε.
Δε μίλησα.
«Δίκιο έχεις», παραδέχτηκε. «Πληροφορίες ή διεύθυνση;»
«Το δεύτερο», είπα.
Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο της κουζίνας, στη συνέχεια πήρε το κόκκινο κινητό, πληκτρολόγησε κάτι και μου το επέστρεψε.
«Είσαι πολύ καλή», της χαμογέλασα χωρίς να το κοιτάξω.
«Ρε άντε και γαμήσου», μου ευχήθηκε.
Μετά βιάστηκε να χωθεί στο δωμάτιό της, όταν την ξανάδα ήταν ντυμένη στην πένα. Φόρεσε το κόκκινο αδιάβροχο κι έφυγε χωρίς άλλη κουβέντα.

Άδειασα τρεις κούπες καφέ και μαζί τους άδειασα το κεφάλι μου –το χρειαζόμουν μετά τον ταραγμένα ήσυχο ύπνο με τη Σόνια, φίλε, αυτή η γυναίκα ήταν μεγάλος μπελάς. Δούλευε άψογα το στυλάκι «σε γουστάρω αλλά πλήττω, κάνε κάτι να μ΄ εντυπωσιάσεις», πήγαινα στοίχημα οτι μπόλικοι άντρες θα είχαν πέσει στην παγίδα της –ξεκινάς για ένα πήδημα και καταλήγεις να της κάνεις τη μπουγάδα εκλιπαρώντας για μια ακόμα ευκαιρία. Κι εγώ ήμουν έτοιμος να την πατήσω –λάθος, ήμουν πρόθυμος πες καλύτερα –επειδή, φίλε, δεν είχα τίποτα να χαραμίσω κι από μπουγάδες τυγχάνω σκράπας λόγω δυσχρωματοψίας. Είναι κουτό να ποντάρεις τα ρέστα σου σε μια αμφίβολη παρτίδα αλλά όταν έχεις ξετιναχτεί και οι άλλοι σ΄ αφήνουν να παίζεις είναι δική τους η μαλακία. Έψαξα το κινητό που μου είχε αφήσει, βρήκα τη σημείωσή της, μια ξερή διεύθυνση κι από κάτω «να με σκέφτεσαι λίγο».
«Κουφάλα», βλαστήμησα, νιώθοντας πάντως υπέροχα.

Μού πήρε δυο ώρες μέχρι να φτάσω στο σπίτι του, άλλαξα έναν σκασμό συγκοινωνίες, έτσι, για προπόνηση –χώθηκα τέλος σ΄ένα τυροπιτάδικο ενάμιση χιλιόμετρο μακρύτερα από το σπίτι για να κόψω κίνηση, έφαγα με το ζόρι κάτι ξεραμένα φύλλα που τα πουλάγανε για μπουγάτσα, αηδίασα. Καθάρισα το στόμα μου με δυο τσιγάρα και κάμποση κοκακόλα όσο χάζευα από το μυγοχεσμένο τζάμι του μαγαζιού -η συνοικία είχε πρωινή κίνηση και τίποτα περισσότερο. Συνηθισμένο βόρειο προάστιο με τον αέρα να σφυρίζει και τους αλλοδαπούς να υπηρετούν αόρατους αφέντες, δεν φαινόταν κανένας να με έχει πάρει στο κατόπι, τίποτα περίεργο εκτός από τη ζωή την ίδια. Κάποια στιγμή αποφάσισα οτι δεν μπορούσα να βρω άλλη δικαιολογία αναβολής, κούμπωσα το μπουφάν μου, χάιδεψα τη Μπερέτα που λαγοκοιμόταν στην εσωτερική τσέπη και βγήκα στο αγιάζι χώνοντας τ΄ αυτιά μου ανάμεσα σε σηκωμένους γιακάδες.

Ο Αντώνης Κωνσταντινίδης έμενε σε μονοκατοικία. Μια μεζονέτα που έδειχνε παρακατιανή ανάμεσα στους τεράστιους κήπους, τις πισίνες και τα συγκροτήματα κατοικιών που την περιτριγύριζαν -φτάνοντας στην καγκελόπορτά του μπορούσα να μυρίσω το κόμπλεξ κατωτερότητας στον αέρα. Κοντοστάθηκα ψάχνοντας να διαβάσω το νούμερο, μετά προσπέρασα το σπίτι –απόλυτη ησυχία και κανένα ίχνος σκυλιών. Η μεζονέτα είχε μισάνοιχτα τα πατζούρια κάποιων παραθύρων αλλά δεν μπορούσα να διακρίνω αν ήταν κανένας μέσα. Έκανα τον κύκλο του αχανούς τετραγώνου, μονάχα από την αυλόπορτα μπορούσα να μπω μέσα –η περίπτωση να πηδήξω σε κάποιο διπλανό κήπο και να ψάξω για την πίσω μεριά του σπιτιού έμοιαζε τρομερά επικίνδυνη. Κυρίως επειδή τα σπίτια γύρω από τη μεζονέτα του Κωνσταντινίδη έδειχναν γεμάτα κάμερες, συναγερμούς κι άλλα τέτοια καλούδια. Επέστρεψα στο απέναντι πεζοδρόμιο, άναψα τσιγάρο και επιθεώρησα τον δρόμο. Ησυχία –κανένας ενοχλητικός περαστικός, κανένας πειραγμένος σεκιουριτάς. Κομμάτιασα το τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλά μου, άφησα τον αέρα να το εξαφανίσει και πήγα βιαστικά προς την αυλόπορτα. Δεν δοκίμασα καν να την ανοίξω, απλώς χρησιμοποίησα τη φόρα μου για να πατήσω στην προεξοχή της κλειδαριάς και να πηδήξω μέσα στον κήπο –τα κατάφερα αξιοπρεπώς, πάει να πει χωρίς να σκίσω το παντελόνι μου. Όταν βρέθηκα μέσα στον κήπο άρχισα να τρέχω υπολογίζοντας πόσο χρόνο θα χρειαζόταν κάποιος να ειδοποιήσει τους μπάτσους αν τύχαινε να με έχει ήδη πάρει χαμπάρι. Άφησα την κεντρική είσοδο και πήγα από το πλάι, ανέβηκα πέντε σκαλιά, δυο μπαλκονόπορτες μού χαμογέλασαν μισάνοιχτες -υπήρχε τελικά αυτό το πράγμα που το λένε «τύχη». Έσπρωξα την κοντινότερη μπαλκονόπορτα και μπήκα με τη Μπερέτα στο χέρι –έπρεπε να ψάξω την ευκαιρία μου να εντοπίσω πρώτος όποιον κυκλοφορούσε εκεί μέσα.
Μεγάλο καθιστικό, ησυχία. Από το βάθος ακουγόταν ρυθμικό πλατάγισμα, μάλλον πλυντήριο πιάτων. Κατευθύνθηκα προς την κουζίνα προσπαθώντας να μην κάνω θόρυβο, ξαφνικά ακούστηκε ένα ουρλιαχτό ακριβώς από πίσω μου –τινάχτηκα, έκανα στροφή 180 μοιρών στηριγμένος μόνο στα τακούνια μου. Βρέθηκα φάτσα με μια αναμαλλιασμένη γυναίκα, της έδειξα το όπλο μου.
«Μη βγάλεις άχνα», προειδοποίησα.
Η γυναίκα ξεπάγωσε και ξαναούρλιαξε. Με δυο βήματα έφτασα κοντά της, από τα ρούχα της έβγαλα συμπέρασμα οτι έκανε τις δουλειές του σπιτιού.
«Δεν αξίζει τον κόπο να φας καμιά αδέσποτη για το αφεντικό σου», της εξήγησα.
Η γυναίκα παραπάτησε, την κράτησα να μη σωριαστεί.
«Μη ρίξεις...» ψέλλισε.
«Εντάξει», την καθησύχασα. «Είναι εδώ ο Κωνσταντινίδης;»
Κοίταξε φευγαλέα προς τον πάνω όροφο.
«Πήγαινέ με», της ζήτησα.
Ξεκίνησε παραπατώντας, η μια της σαγιονάρα έμεινε πίσω, δίστασα για λίγο –τελικά όμως την έσπρωξα να προχωρήσει πριν από μένα για να μου ανοίγει δρόμο. Ανεβήκαμε παρεούλα την μαρμάρινη σκάλα, περάσαμε έναν διάδρομο που βρώμαγε αναγουλιαστικό αποσμητικό χώρου, η γυναίκα κοντοστάθηκε μπροστά σε μια κλειστή πόρτα. Της έκανα νόημα ν΄ανοίξει, δίστασε, την σκούντηξα με την κάνη του όπλου, τσακίστηκε.
Στο άνοιγμα της πόρτας με υποδέχτηκε το μισοσκόταδο ανακατεμένο με τη μυρωδιά του ύπνου. Έσπρωξα τη γυναίκα μέσα στο δωμάτιο και ψαχούλεψα να βρω το φως, αμέσως έγινε ανάσταση εκεί μέσα. Ο Κωνσταντινίδης πετάχτηκε σαν ελατήριο, η γυναίκα ούρλιαξε ξανά (χωρίς φανερό λόγο) κι εγώ ακούμπησα στον τοίχο προσπαθώντας να ηρεμήσω την κατάσταση.
«Κάτσε στην καρέκλα και μη βγάλεις άχνα», φώναξα στη γυναίκα.
Έκανε έτσι ακριβώς.
«Τι... πώς...» ψέλλισε ο Κωνσταντινίδης.
«Σκάσε», τον συμβούλεψα.
Μετά άρχισα τα στυλάκια, πάει να πει, καβάλησα ανάποδα μια εύκαιρη καρέκλα, τράβηξα ένα τσιγάρο και το άναψα χωρίς να σταματήσω να τους σημαδεύω, έκανα κάτι υποφερτά δαχτυλίδια με τον καπνό και χαμογέλασα.
«Γιατί δεν απαντάς όταν σου τηλεφωνώ;» ρώτησα.
«Εγώ;» κλαψούρισε η γυναίκα.
«Οοοο...» της έκανα νόημα δείχνοντας τον Κωνσταντινίδη.
Η γυναίκα ηρέμησε προσωρινά.
«Ποιος είσαι;» τσίριξε ο Κωνσταντινίδης.
Το σκέφτηκα λίγο, υπολόγισα οτι θα ακουγόμασταν μέχρι την Εθνική –κι έτσι σηκώθηκα, τον πλησίασα με αργές κινήσεις, τράβηξα ένα μαξιλάρι και το ακούμπησα στο στήθος του. Μέσα στο μαξιλάρι βύθισα την κάνη της Μπερέτας.
«Δεν ξέρεις ποιος είμαι;» απόρησα αθώα.
Η γυναίκα στη διπλανή καρέκλα ευτυχώς είχε κοκαλώσει στα πρόθυρα της αποπληξίας.
«Μηηηη...» τσίριξε ο Κωνσταντινίδης.
Υπέθεσα λοιπόν οτι με θυμήθηκε.
«Εσύ την έφαγες τη Φωτίου ή έβαλες άλλον να το κάνει;» τον ρώτησα.
Ο Κωνσταντινίδης προσπάθησε να γλείψει τα ξεραμένα χείλη του.
«Λέγε ρε παιδάκι μου κι έχω να πάω κι αλλού», θύμωσα.
«Δεν σκότωσα κανένα...» διαμαρτυρήθηκε.
«Εντάξει, ότι πεις», παραδέχτηκα. «Πού είναι η ταινία;»
«Ποια ταινία;» ψέλλισε περνώντας από την ξηρασία στην εφίδρωση.
Τον χτύπησα στο πρόσωπο με τη Μπερέτα, βόγκηξε, μάτωσε.
«Αν μου ξαναπαντήσεις με ερώτηση θα σε ξαναχτυπήσω. Αν συνεχίσεις να κάνεις τον ανήξερο θα σε πυροβολήσω στο γόνατο», του ξεκαθάρισα.
Μετά ξαναγύρισα στην καρέκλα μου αφού πρώτα έσβησα το τσιγάρο στην παχιά μοκέτα.
«Πάμε πάλι απ΄ την αρχή», είπα. «Έρχεσαι και με πληρώνεις για να βρω τη Φωτίου. Τη βρίσκω, σε ενημερώνω και η Φωτίου δολοφονείται. Ξέρω οτι εγώ δεν τη σκότωσα –ποιος μένει;»
«Και τι δηλαδή; Τι θα πει αυτό; Εγώ δεν ξέρω τίποτα...» κλαψούρισε ο Κωνσταντινίδης.
«Δυο ερωτήσεις στη σειρά», μουρμούρισα θλιμμένα.
Σηκώθηκα και τον ξαναχτύπησα, με το χέρι αυτή τη φορά. Δάκρυα τρέξανε από τα μάτια του, σε λίγο θα πλακώνανε οι μύξες.
«Δεν ξέρω ποιος σκότωσε τη Φωτίου, οι ειδήσεις είπαν...»
«Οι ειδήσεις είπαν τα παπάρια μου, ήμουν εκεί, μην το ξεχνάς», τον έκοψα άγρια. «Δεν υπήρχε γείτονας σε απόσταση ενός χιλιομέτρου και βάλε, ούτε υπάρχει αγρότης που να γυρνάει από το χωράφι του μέσα στη μαύρη νύχτα, χειμώνα καιρό. Αυτός που τη σκότωσε ειδοποίησε τους μπάτσους, οπότε ξεχνάμε τους Αλβανούς των ειδήσεων –κανένας κλέφτης δεν είναι τόσο μαλάκας ώστε να παίρνει τηλέφωνα τους μπάτσους αντί να κοιτάξει να κρυφτεί πριν τον πάρουνε χαμπάρι. Πρόσεξε τώρα τι σκέφτομαι», μαλάκωσα γέρνοντας προς το μέρος του. «Ήρθες σε μένα από την αρχή για να με στήσεις. Ήξερες που ήταν η Φωτίου, με άφησες λοιπόν να καρφωθώ ρωτώντας από ‘δω κι από ΄κει και με περίμενες όταν πήγα στο σπίτι της. Με το που έφυγα, την καθάρισες –βιάστηκες κιόλας να ειδοποιήσεις τους μπάτσους μπας και με προλάβουν στο ξενοδοχείο. Κάτι που δεν υπολόγισες ήταν οτι θα μίλαγα με τη Φωτίου και θα μάθαινα για την ταινία –κάνω λάθος;»
Σήκωσε τα χέρια να διαμαρτυρηθεί, ανασηκώθηκα κι εγώ στην καρέκλα –μαζεύτηκε.
«Δεν φταίω εγώ», είπε.
«Κανείς δεν φταίει... Το σύστημα, η παλιοκοινωνία και η ανθρώπινη αχαριστία, γνωστά όλα αυτά. Πάμε παρακάτω», έκανα νευρικά.
«Δεν έχω εγώ την ταινία, ούτε σκότωσα τη Φωτίου. Εμένα μού είπαν απλά να σε προσλάβω για να τη βρεις...» λαχάνιασε ο Κωνσταντινίδης.
«Ποιος στο είπε;»
«Ο Αλευράς...»
«Τι δουλειά είχε αυτός;»
«Δεν ξέρω».
«Παρακάτω».
«Μού είπε να σε πληρώσω για να τη βρεις και να τον ενημερώνω συνέχεια για τις εξελίξεις... Δεν ξέρω τίποτα άλλο...»
Σηκώθηκα.
«Είσαι σίγουρος;» τον ρώτησα.
«Ναι, ναι...»
Έστρεψα τη Μπερέτα προς το μέρος του.
«Όπως καταλαβαίνεις θα πρέπει να σε σκοτώσω», του εξήγησα.
Άκουσα ένα βογκητό, η γυναίκα σωριάστηκε λιπόθυμη παρασέρνοντας την καρέκλα μαζί της
«Σε παρακαλώ...» κλαψούρισε ο Κωνσταντινίδης.
«Δεν έχεις καμιά χρησιμότητα για μένα. Κι ακόμα χειρότερα, μού την έστησες», του θύμισα.
«Μπορώ να σου δώσω χρήματα...»
Χαμογέλασα.
«Κάτι άλλο;» πρότεινα.
«Δεν έχω τίποτα άλλο...»
«Την ταινία;»
«Δεν ξέρω που είναι....»
Σήκωσα αδιάφορα τους ώμους –είχα κάνει οτι μπορούσα.
«Δώσμου το κινητό σου», του ζήτησα.
Μου έδειξε το κομοδίνο δίπλα του, βρήκα μια φιγουρατζίδικη συσκευή την οποία φρόντισα να ποδοπατήσω με σχολαστικότητα.
«Θα μείνω κάνα μισάωρο ακόμα στο σπίτι σου, ξέρεις, να ψαχουλέψω λίγο, να τσιμπήσω κάτι...» του είπα. «Φρόντισε να μην ξεμυτίσεις από δω μέσα, ούτε εσύ, ούτε η κυρία...»
«Η κυρία;» μπερδεύτηκε.
Τον ξαναχτύπησα στο πρόσωπο δυνατά, άκουσα το κεφάλι του να κοπανάει στο ξύλινο προσκεφάλι του κρεβατιού.
«Δεν μου αρέσουν οι ερωτήσεις», του θύμισα.

Βγήκα από την κρεβατοκάμαρα κλείνοντας την πόρτα, κατέβηκα τις σκάλες τρέχοντας, βρήκα εύκολα την τηλεφωνική σύνδεση και την ξήλωσα. Δε μου χρειάστηκαν πάνω από δυο λεπτά για να ξαναβγώ στο δρόμο, συνέχισα το τρέξιμο μέχρι να φτάσω στον κεντρικό κι εκεί μόνο έκοψα, σε λίγο μπλέχτηκα με τους περαστικούς –ένας ακόμα μέσα στους πολλούς που περπατάγανε άσκοπα. Είχα λίγη αγωνία μέχρι να φτάσω στον σταθμό του Ηλεκτρικού αλλά μου πέρασε όταν ξεκίνησε το βαγόνι.

Έξω από το παράθυρο άλλαζε άρρυθμα η πόλη, οι πολύχρωμες φίρμες μετατρέπονταν σε σκυθρωπές ταμπέλες, στη συνέχεια το πράγμα εκφυλίστηκε σε μισογκρεμισμένα σπίτια, απλωμένα καφεκίτρινα ασπρόρουχα και πιτσιρικάδες που ψάχνανε λόγο να σκοτωθούν. Αυτή η πόλη είχε τόσες παραλλαγές της απληστίας που καταντούσε φρικιαστικό αστείο, τόσο αστείο ώστε όσοι το άκουγαν έτρεχαν να γλιτώσουν. Ευτυχώς, τουλάχιστον, που αυτή η πόλη υπέφερε από μερική κώφωση.

Ο Κωνσταντινίδης ήταν μονάχα ένας ενδιάμεσος, εγώ ήμουν το κορόιδο και κάποιος μάς έπαιζε σα μαριονέτες. Ποιος όμως; Ο Αλευράς υπήρξε ο τελευταίος γκόμενος τον οποίο κορόιδεψε η Φωτίου κι αυτό ήταν ένας καλός λόγος να βάλει να την σκοτώσουν, αν μάλιστα υπήρχε και η έξτρα κονόμα της ταινίας η υπόθεση θα έστεκε μέχρι και σε αμερικάνικο δικαστήριο. Αλλά γιατί να περιμένει τόσα χρόνια; Γιατί να μην τη φάει όταν χωρίσανε; Έστω κάνα δυο χρόνια αργότερα –να μην καρφωθεί κιόλας. Όσο έφερνα στο μυαλό μου την ηλίθια μουτσούνα του Αλευρά τόσο λιγότερο πίστευα οτι αυτός κουμάνταρε το παιχνίδι.
Έκλεισα τα μάτια και ακούμπησα στο κάθισμα. Ότι κι αν ήταν θα έπρεπε να συναντηθώ με τον Αλευρά κι αυτή τη φορά χωρίς ευγένειες. Πόσο ευγενικά μπορείς να σπάσεις το κεφάλι κάποιου δηλαδή;

12 γκολ αυτοί, σέντρα εμείς.:

ο δείμος του πολίτη είπε...

Τώρα είδα τα προηγούμενα. Περίμενε λίγες μέρες να μελετήσω και τα προηγούμενα και επανέρχομαι. Καλή συνέχεια πάντως.

The Motorcycle boy είπε...

Καλό υπόλοιπο, όπως στους φαντάρους, χεχεχε.

Δες τα και πες μου, αν αντέξεις βέβαια!

Theorema είπε...

Δυνατό.

The Motorcycle boy είπε...

Ευχαριστώ.

Ανώνυμος είπε...

Τεμπελιάζεις μου φαίνεται...

Νίκος

The Motorcycle boy είπε...

Πήζω, φίλε.

Ανώνυμος είπε...

Ναι ρε, πλάκα κάνω...
Νίκος

The Motorcycle boy είπε...

Κακώς κάνεις πλάκα -απεμπολείς έτσι την ελεγκτική σου αρμοδιότητα προς τον γράφοντα (τι είπα ο πούστης πάλι!)

Ανώνυμος είπε...

:)

Σου δίνω δυο μέρες ακόμα.

Νίκος

The Motorcycle boy είπε...

Για εργάσιμες μιλάμε -έτσι; Χαχαχαχα

Ανώνυμος είπε...

Ας πούμε ότι το διάβασα με ενδιαφέρον.
Όμως ...έχεις πολλά κλισέ, έτσι εγραφαν αστυνομικά οι αμερικανοί πριν απο 2-3 δεκαετίες.
"έχω ένα χαγκοβερ σαν χιονοστιβάδα στα ιγμόρια- - μια μύγα σαν αρχαιοπτέρυγα που κυνηγάει ελάφαντες στο τραπεζομάντηλο- - δύο μικρά κανίς έπαιζαν μπραντεφέρ σπρώχνωντας με τα κεφάλια τους πάνω στο κρεββάτι της μεριλιν..." και άλλα τέτοια κλισέ από τότε....
Κινείσαι σε ένα μικρό πια σύμπαν , γιατί κάποτε αυτά που περιγράφεις ήταν σχεδόν το 81% της ελληνοαθηναϊκής κουλτούρας ενώ τώρα δεν ...
Γενικώς καλός εισαι. Αν θες όμως να δεις τις ικανότητές σου να αποδίδουν φουλ , θα πας τρία κλικ αριστερά , δύο κλικ ντάουν και θα αφήσεις λίγο τεκ στην οπτική σου να μακιγιάρει το τελικό αποτέλεσμα.
Αν οι αναμνήσεις σου είναι μεγάλες σαν την δικογραφία των συνταγματαρχών στη μεταπολίτευση τότε σημαίνει ότι έχεις υλικό , οπότε μπορείς να ασχοληθείς περισσότερο με τη μορφή των κειμένων σου.
Συμπέρασμα: έχεις τις δυνατότητες για να μη είσαι ντεμοντέ.

The Motorcycle boy είπε...

Ευχαριστώ ειλικρινά που ασχολήθηκες, αλλά...

Τι θα πει, "ας πούμε οτι το διάβασα με ενδιαφέρον"; Ή σε ενδιέφερε ή το βαρέθηκες -δεν έχει "ας πούμε".

Η όλη προσπάθεια αποσκοπεί στο να φτιάξω ένα παλαιομοδίτικο, κλισεδιάρικο νουαράκι -άρα τα κλισέ είναι επιθυμητά, όσο το αλάτι σε πατάτες φαστφουντάδικου.
Επειδή το νουαράκι συνήθως διαδραματίζεται σε ένα απροσδιόριστο χρόνο (εκτός αν έχεις τα αρχίδια του Ελρόυ και σε παίρνει να τον προσδιορίσεις), λογικό μού φαίνεται να κινηθώ κι εγώ εκεί -κι επειδή πρόκειται περί ξενόφερτου νουάρ λογικό μού φαίνεται να το περιορίσω στο βολικό περιβάλλον πέριξ του κέντρου. Αλλιώς θα μου έβγαινε καμπόικο.

Σε ευχαριστώ που με θεωρείς καλό. Αλλά δεν έχω καμιά διάθεση να αποδώσω φουλ -τι είμαι, ο Υπερσιβηρικός; Αν πας επάνω στα download έχω και ολίγη από τεκ, αλλά δεν τα κατάφερα ιδιαίτερα καλά, κατά τη γνώμη μου.

Έχω κάποιες θολές αναμνήσεις κι ο λόγος του ιστολογίου αυτού είναι να τις καταγράψω πριν θολώσουν τόσο που δεν θα τις ξεχωρίζω. Αλλά ντεμοντέ... "η ιστορία της ζωής μου", που έλεγε κι ο Μακ Ίνερνι.

Δημοσίευση σχολίου

Άσε κάτι για το γκαρσόνι ρε!

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Tomboy | Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες και οι άλλοι